Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Συμπλήρωμα για την έννοια τής αντινομίας.

 
Οι μεταξύ τους αντινομικές νοηματικές-ή-«οντικές» «οντότητες», πέρα από τον αδιέξοδο αλληλοετεροκαθορισμό τους, περιέχουν [ως αντινομικές] 2 ακόμα «προσδιορισμούς»:
 
1. 
Αναφέρονται σε ένα κοινό πεδίο αναρώτησης-ερώτησης, ως διαφορετικές απαντήσεις σε αυτό το ερωτηματικό πεδίο.
 
2.
Περιέχουν έναν σχετικά ισχυρό ή «απόλυτο» βαθμό ισχύος και οι δύο. Κατά κάποιο τρόπο ισχύουν και οι δύο αν και αντιφάσκουσες μεταξύ τους.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 
 

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [4]. Σημεία μη-φυγής [β]

Η κάθε εξέγερση [ή απλά η εκάστοτε ανατρεπτική συνωμοτική κίνηση] που εμπνέεται από ένα πολιτειακό σχέδιο, το οποίο υφίσταται με την μορφή θολών οραματικών ή σαφέστερων Ιδεών, προκαθορίζεται ως προς την έκβασή της από αυτές τις Ιδέες, ανεξάρτητα από την «μεγαλύτερη» ή «μικρότερη» μεταγενέστερη «κρατική» ή «κυριαρχική» «αλλοτρίωση» σε σχέση με θεμελιακές πτυχές αυτών των Ιδεών.
Μπορεί στην δεύτερη, την «ώριμη» φάση τής εξέγερσης-ή-κίνησης, όταν «επέρχεται» η επανάσταση, να υπάρχει [νομοτελειακή ή επιβαλλόμενη επιλεγμένη] μια «αντι-ρομαντική» παρέκκλιση [«αλλοτρίωση»] προερχόμενη από τις περιστάσεις και από τις επιλογές τής «μιλιταριστικής ελίτ» τής επανάστασης, μολοντούτο το γενικό σχήμα τής επανάστασης δεν έρχεται σε αντίφαση προς το αρχικό σχέδιο.
Η παραβίαση τής αμεσοδημοκρατικής αρχής [αν τούτη έχει υπάρξει] η οποία ισχύει κατά την πρώτη εξεγερτική φάση [αν τούτη έχει υπάρξει], ίσως και  κατά την πρώτη επαναστατική φάση [κατά την οποία ισχύει ακόμα η αμεσοδημοκρατική αρχή -αν έχει υπάρξει- και η οποία μπορεί να ταυτίζεται με την εξεγερτική φάση όταν τούτη έχει φτάσει σε ένα ώριμο σημείο] δεν σημαίνει βέβαια αναγκαστικά παραβίαση των [αρχικών] θεμελιακών αρχών και σχεδίων τής επανάστασης, ακόμα κι αν τούτες είναι «αμιγώς» δημοκρατικές ή «δημοκρατιστικές».
Μπορεί να μιλήσει κανείς μάλιστα για μια διεργασία αφαίρεσης και ώριμης συγκεκριμενοποίησης των γενικών αρχών-σχεδίων και των στρατηγικών αιτημάτων που είχαν προεικονιστεί στα συνωμοτικά επαναστατικά σχέδια ολιγάριθμων επαναστατών και τις πρώιμες εξεγερτικές φλόγες. 
Για να το θέσω ευθέως, σε σχέση με το μπαντιουικό κείμενο [απόσπασμα] αυτή η διεργασία έχει να κάνει με κάθε επαναστατικό σχέδιο, «ριζοσπαστικό προοδευτικό» ή «ριζοσπαστικό συντηρητικό», ανεξάρτητα από τις ιδιομορφίες που προέκυψαν στις εθνικοδημοκρατικές εξεγέρσεις/επαναστάσεις στην Ευρώπη το 1848, και το εννοώ αυτό μάλιστα σε σχέση και με άλλες εθνοδημοκρατικές εξεγέρσεις/επαναστάσεις που διατήρησαν τον κυρίως ή ακόμα και τον «στενότερο» εθνοδημοκρατικό χαρακτήρα τους ή ακόμα και έναν ακόμα στενότερο, «συντηρητικό» [λόγου χάριν θρησκευτικό ή θεοκρατικό] χαρακτήρα.
Και το λέω αυτό, προτού ακόμα αναφερθώ στα «μεσανατολικά», διότι νομίζω ότι έχει παρατραβήξει αυτή η ιστορικο-γενεαλογική παραμύθα τής ευρύτερης «νέας αριστεράς» με την «ελλειπτικότητα» των εθνοδημοκρατικών επαναστάσεων, με προεξάρχουσα την υποτιθέμενη «ελλειπτικότητα» τής υποτιθέμενης «πρωτομορφής» τους, τού «1848».
Τα όρια και οι αντινομικοί περιορισμοί των δημοκρατικών και εθνοδημοκρατικών κινημάτων, δεν υπάγονται αποκλειστικά στις ιδιομορφίες και τούς ιδιάζοντες περιορισμούς των παλαιών δυτικοευρωπαϊκών εθνοδημοκρατικών επαναστάσεων [παρά τις αυτονόητες ταυτότητες-ομοιότητες τους].
Ας κρατήσουμε αρχικά την θέση μου ότι υπάρχει ιστορική ενότητα τής εκάστοτε αρχικά εξεγερτικής [όχι πάντα] και τής κύριας, επαναστατικής διεργασίας [παρά τις διαφορετικές δυνατότητες παραλλαγών και εκβάσεών της, και παρά το αναπόφευκτο γεγονός τής ώριμης «ρεαλιστικής» προσγείωσής της, στην δεύτερη φάση], και ότι υπάρχει εν μέσω όλων αυτών ένας ιδεολογικός προγραμματικός και πολιτισμικός προκαθορισμός της που την «ρυθμοποιεί» και νοηματοδοτεί σε όλες τις φάσεις [ακόμα και μέχρι το «τέλος» της].
Όταν βλέπουμε την κάθε επαναστατική διεργασία από την σκοπιά τής συντελεσμένης ή πιθανής ματαίωσής της, πρέπει να προσέξουμε πλέον να μην υποκύπτουμε «διανοητικά-και-ψυχικά» στην κουραστική πλέον «αριστερή» ή «κομμουνιστική» ή «αναρχική» θρηνωδία, ακόμα κι αν, ή μάλλον ειδικά αν, είμαστε «αριστεροί» «κομμουνιστές» ή «αναρχικοί-αυτόνομοι», και θέλουμε όντως να αποκτήσουμε επιτέλους μια πραγματικά ορθολογική και προσγειωμένη στην πραγματικότητα των επαναστάσεων αντίληψη των πραγμάτων. 
Όταν η επανάσταση τείνει τελικά κάπου, και αυτό το «κάπου» είναι «κάτι» που δεν το περίμεναν πολλοί ενθουσιώδεις συμμετέχοντες σε αυτήν ή εξ' αποστάσεως συμπαθούντες αυτήν, αντί αυτοί να φαντάζονται ότι η επανάστασή «τους» έπεσε «θύμα» «πειρατείας» και «αλλότριας στους σκοπούς της» «οικειοποίησης», καλά θα κάνουν να δούνε τι πραγματικά ήταν αυτή η επανάσταση.
Σίγουρα, ο Μπαντιού έχει δίκιο που «βλέπει» με μια συμπαθούσα αποστασιοποίηση τον εκάστοτε «δημοκρατισμό» των «μεσανατολικών» εξεγέρσεων και των εθνοδημοκρατικών επαναστάσεων, αλλά αυτός ο «δημοκρατισμός» ή και «εξεγερτισμός»-«αναρχισμός» τους: 1) δεν είναι «ανατύπωση» τού 1848, 2) δεν είναι πάντα αποκλειστικά «εθνοδημοκρατικός», 3) και να είναι «εθνοδημοκρατικός» αυτό δεν είναι σημείο υποχρεωτικής «στενότητας», δεν είναι δηλαδή πρόβλημα, παρά μόνον για τους άρρωστα αεθνιστές και ρατσιστικά «αντιεθνικιστές» δυτικούς ή Έλληνες «νεοαριστερούς» «νεοαναρχικούς» κ.λπ, 4) δεν είναι ωστόσο περιορισμένος πάντα ούτε και στον ριζικά νεωτερικό «εθνοδημοκρατισμό», πράγμα που φάνηκε στην μεγάλη κυρίως-συντηρητική εθνοθεοκρατική επανάσταση στο Ιράν, αλλά και στα φασίζοντα εθνοθεοκρατικά και μάλλον πολλές φορές υπερεθνικά-αεθνικά ισλαμιστικά κινήματα στον σουννιτικό ισλαμικό κόσμο.
Όταν «δεν καταλαβαίνει κανείς Αλλάχ Χριστό και Παναγία, και Βούδα ίσως», για τους ιδεολογικούς-πολιτισμικούς και ιδεοπολιτειακούς προκαθορισμούς των εξεγερτικών και επαναστατικών κινήσεων ανθρώπων που έχουν άλλες, συντηρητικότερες από τις  «δυτικές» [και εξαλλονεοαριστερές], Ιδέες και Αξίες [που είναι σεβαστές από ανθρώπους σαν και μένα που ξέρουν να αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν, χωρίς να τις γουστάρουμε καθόλου], τότε «δεν ξέρουμε» πραγματικά «που πάνε τα τέσσερα», και για να ξέρουμε που θα κοντράρουμε με αυτές αλλά και να δούμε ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας στον αγώνα μας εναντίον τους, «εκεί». 
Θύτες και θύματα μαζί [οι «νεοκινηματίες» μαης68 «και-τα-ρέστα»] μιας εξεγερτικής μυθολογίας, που είχε και έχει σαν ουσιώδες φαντασιακό/πολιτισμικό στοιχείο της έναν ενοχικό και ψυχαναλυτικό/πολιτισμικό ανεστραμμένο-«αρνητικό» ναρκισσισμό,  δεν μπορούν τελικά να διακρίνουν τον εχθρό και τον σύμμαχο τους στον «μη-δυτικό» κόσμο, για αυτό και φτάνουν μερικοί από αυτούς να ανοίγουν την πόρτα στον εχθρό [ισλαμοαριστερισμός] και να την κλείνουν στον σύμμαχο, αλείφοντας έτσι βούτυρο στο ψωμί τής ευρωπαϊκής και αμερικάνικης ακροδεξιάς.

[Ίσως να συνεχιστεί, με άλλη μορφή]

Ιωάννης Τζανάκος

 
 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Mohammad Reza Shajarian ‎–Dar Khiyal (Full Album, 1995) ~ در خیال ‎– محمدرضا شجریان

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [3]. Σημεία μη-φυγής [α]

Όσο το δυνατόν συντομότερα και πυκνότερα, πως αντιλαμβάνομαι το αδιέξοδο τής «εξέγερσης» και τής εξιδανίκευσής της.
Όσον αφορά στα «μεσανατολικά» στην επόμενη δημοσίευση.
Σε αναφορά προς τις προηγούμενες δημοσιεύσεις και το κείμενο [απόσπασμα] τού Μπαντιού.
 
Η επανάσταση σε όλες τις μορφές και με όλα τα [συντελεσμένα ή δυνητικά] ιστορικά-ταξικά «πρόσημά» της, είναι μια διεργασία «κρατικής επανασύστασης», για αυτό και η μαρξιστικά εννοούμενη επανάσταση «έφτασε» «νοητικά» μέχρι το όριο τής «απονέκρωσης τού κράτους» στην φάση αμέσως «μετά» την επανάσταση και κατά την μεταγενέστερη διάρκεια μέχρι το «τέλος» τής ταξικής πάλης [αταξική κοινωνία].
Οι «αντιφάσεις» σε αυτό το σχέδιο δεν ήταν εννοημένες ως «αντιφάσεις» μεταξύ μιας υποστασιοποιημένης «κρατικότητας» και μιας «ελευθερίας», ανεξάρτητα από διακηρύξεις τού «μαρξισμού» τού ίδιου τού Μαρξ και των άμεσων πιστότερων συνεχιστών του, οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι μπορεί να υπάρξει μια [«μαρξιστική»] εννόηση που θέτει το κράτος και την [κοινωνική] ελευθερία σε πλήρη αντίφαση [μεταξύ «των»].
Η ούτως ειπείν νεοσταλινική «αναρχοσταλινική» ερμηνεία τού Μπαντιού είναι σαν να θέτει μιαν αντινομία, σαν να εγγίζει το όριο μιας σκέψης-δράσης που δεν μπορεί να ξεφύγει από ένα αντινομικό αδιέξοδο, αλλά αυτό το αδιέξοδο τίθεται, ωστόσο, με έναν τρόπο αντιθετικό προς την «κρατικότητα» ώστε στο τέλος μπορούμε να φανταστούμε έναν ορίζοντα που ξεκινάει σίγουρα, σχεδόν «προϋποθετικά», από την καθολική και οντολογική απάρνηση τής «κρατικότητας», παρά το γεγονός ότι στο μπαντιουικό κείμενο είναι εμφανής και ειλικρινής νομίζω η αυστηρή [αν και καλοπροαίρετη] κριτική του τού μη-κρατικού ή ακόμα και αντικρατικού «δημοκρατισμού» τής εκάστοτε εξέγερσης.
Η υποκειμενική τελεολογία τής επανάστασης όμως είναι «στιγματισμένη» από τον σκοπό τής «άλλης» «κρατικότητας» ή τής «άλλης» «πολιτειακής οργάνωσης», ανεξάρτητα αν από την «ίδια» [την επανάσταση και την υποκειμενική τελεολογία της] τίθεται μερικές φορές ως άμεσος ή προοπτικός ένας ευρύτερος α-κρατικός ή μη-κρατικός ή αντικρατικός σκοπός.
Ο Μαρξ αναγνώριζε σαν αυτονόητη αυτή την παραμονιμότητα τής δομής τής υποκειμενικής τελεολογίας τής επανάστασης, για αυτό και ήταν προσεκτικός ακόμα και στα πιο «αναρχίζοντα» κείμενά του όταν όριζε την σχέση τού εργατικού κινήματος με την «κρατικότητα».
Ακριβώς διότι [και] αυτή η μαρξιστική «διαλεκτική» είναι αντινομική, ακριβώς διότι απεικονίζει σχεδόν «προφητικά» την εκτύλιξη των αντινομιών που θα προκύψουν δια τής ίδιας τής ιστορικής δράσης, η μη ανάδειξη τής αντινομίας ως αντινομίας, δηλαδή η μη ανάδειξη τού αδιεξόδου ως καθολικού και προς το παρόν ανυπέρβλητου αντινομικού πλαισίου, μεταξύ εργατικής «κρατικότητας» και «εργατικής δημοκρατίας», δεν βοηθάει στην «προβληματοποίησή» του.
Η απαξιωτική υποστασιοποίηση τής «κρατικότητας» ως προς τον εσωτερικό ανταγωνιστικό πόλο της στην επαναστατική διεργασία, δεν παύει να είναι υποστασιοποίηση, πράγμα που φαίνεται εξάλλου και στην παράδοξη επιβίωση τής «θετικότητάς» της όταν σταθμίζονται τα ζητήματα «ασφάλειας» τού νέου επαναστατικού καθεστώτος, κατά έναν τρόπο μάλιστα που τής αποδίδονται ιδιότητες ουσιώδους συνέχισης τού σκοπού τής ίδιας καθαυτής τής [ελευθεριακής ή μαζικοδημοκρατικής] «εξέγερσης».
Έτσι, με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια διπλή μεταφυσική υποστασιοποίηση και τής «κρατικότητας» και τής «εξέγερσης», η οποία μάλιστα είναι σαν να σημαίνει ταυτόχρονα μια σύζευξη «αρνητικών» και «θετικών» στοιχείων και στις δύο, με έναν τρόπο όμως που να διατηρείται ο αρχικός βαθμός «απαξίωσης» και υποβάθμισης τής «κρατικότητας».
Τα γεγονότα στις πραγματικές επαναστάσεις «μιλάνε» διαφορετικά.
Η πιθανή αρχική καθοριστική φλόγα μιας εξέγερσης, που δεν είναι «απαραίτητη» πάντα σε κάθε επανάσταση [για αυτό και μιλήσαμε για «πιθανότητα»], είναι ήδη υπαγμένη στην Ιδέα μιας κρατικότητας. Αναρχική επανάσταση, αυτοτελώς, δεν έχει υπάρξει ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ, ακόμα κι αν οι αναρχικοί είναι παρόντες σε κάθε επαναστατική διεργασία, κι αυτό συμβαίνει απλά διότι επανάσταση σημαίνει «κατάληψη» τού κράτους κατά έναν τρόπο, ακόμα κι αν ο στόχος είναι να μην υπάρξει έπειτα κράτος.
Η επανάσταση διασταθμεύει τουλάχιστον μια «στιγμή» στην «κρατικότητα», ακόμα κι αν έχει στο «μυαλό» της να «αποδράσει» άμεσα από αυτήν.
Να καταλάβω να μην χρησιμοποιούμε τον όρο «κρατικότητα» και να τον αντικαταστήσουμε έμπρακτα από μια έννοια και μια πρακτική περί «πολιτείας» ή «πολιτειακότητας», αν και αυτό πολύ εύκολα κινδυνεύει να γίνει όχημα ενός γραφικού «δημοκρατισμού», αλλά το να θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς μια εκδοχή «θετικής» αναφορικότητας προς μια μορφή «κρατικότητας» είναι άστοχο και πολιτικά ανόητο.
Το γεγονός τώρα, ότι, αυτή η «παραδοσιακή» «πορεία» των «επαναστατικών πραγμάτων» ενέχεται σε ένα καθολικό παράδοξο και σε μια τραγική αντινομία, είναι «άλλο» πράγμα.
Ίσια ίσια, η παραδοχή ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει ως προς τις πεπατημένες «κρατικές» οδούς τής επαναστατικής στρατηγικής, αφήνει την σκέψη να στοχαστεί καλύτερα και πιο θαρρετά την ίδια την αντινομία καθαυτή ως πραγματική και ίσως απειλητική.
Εξάλλου η οριζόμενη «ιστορική εξέγερση» δεν μπορεί να υπάρξει καν, ακόμα και σαν απελπισμένη εξέγερση ως προς την άμεση ή ευρύτερη έκβασή της, αν δεν σημαίνει ήδη [για τους ίδιους τους «εξεγερμένους»] μιαν «προοπτική εικόνα» τής θετικής πολιτειακής-κρατικής «δομής» που θα την διαμεσολαβήσει, έστω «μόνον» κατά την πρώτη «στιγμή» τής υλοποίησης των στόχων της.
Ο πονηρούλης Μπαντιού αναφέρεται αρχικά στην μεγάλη συγκλονιστική συντηρητική [έως αντιδραστική] ιρανική ισλαμική-σιιτική επανάσταση αποκαθήλωσης τού Σάχη [τής μοναρχίας], προτού ακόμα αναφερθεί ατυχώς [όπως αποδείχτηκε] στο πλαίσιο και τις προοπτικές τής «αραβικής άνοιξης» [παραβλέποντας, όπως οι περισσότεροι αριστεροί καθοριστικές ιδεολογικές-οραματικές συντηρητικές πτυχές και των δύο κινήσεων, οι οποίες κάθε άλλο παρά «δυτικές» ήταν και είναι].
Στις αναφορές του αυτές φαίνεται η γύμνια του, που δεν είναι μόνο δική του.
Αλλά για όλα αυτά, στην επόμενη δημοσίευση..

[συνεχίζεται]

Ιωάννης Τζανάκος
    

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [2]

Οι έννοιες τής «αντινομίας» και της «αντινομικότητας» δεν έχουν την ίδια απήχηση στην ριζοσπαστική διαλεκτική όπως άλλες όμοιες έννοιες [όπως η «αντίφαση» και η «αντίθεση»], διότι απηχούν αδιέξοδα προβλήματα των οποίων η «επίλυση» δεν είναι ορατή σε κανέναν ορίζοντα.
Όπως γνωρίζουμε η «ριζοσπαστική διαλεκτική» ζει και αναπνέει μέχρι τώρα, δυστυχώς, μόνον με ορίζοντες και οντολογικά/μεταφυσικά εξασφαλισμένες «επιλύσεις» «προβλημάτων» και υπερβάσεις αδιεξόδων, ακόμα και όταν οι «φορείς» της καμώνονται τον απαισιόδοξο και τον «εμμενοκράτη». 
Είναι δε τόσο «βαθιά» η «ανάγκη» των «διαλεκτικών ριζοσπαστών» για έναν εξασφαλισμένο ορίζοντα και τελικές επιλύσεις των αδιεξόδων, ώστε ακόμα κι όταν αποστατούν στο «αστικό» στρατόπεδο, στην θεοκρατία, τον εθνικισμό ή τον φιλελευθερισμό, συνεχίζουν να διατηρούν την ανάγκη να πιστέψουν σε έναν εκ των προτέρων εξασφαλισμένο ορίζοντα υπέρβασής τους. 
Όπως καταλαβαίνουμε, σε ένα τέτοιο νοητικό, ψυχικό και ιδεολογικό ή θεωρητικό πλαίσιο, οι έννοιες τής αντινομίας και τής «αντινομικότητας» δεν είναι ιδιαίτερα «αγαπητές».

--

Δεν μπορούμε, ούτε ταχέως, να αναφερθούμε στην καντιανή θεωρητική «καταγωγή» τής έννοιας [τής αντινομίας], αλλά θα έπρεπε εκ των προτέρων να διευκρινίσουμε στον αναγνώστη ότι δεν θα ήταν ορθό να ψάξει στην προτεινόμενη δική μας έννοια τής έννοιας αυτής το [έστω «σχετικά»] επακριβές νόημα τής καντιανής εννοιολόγησης/οροθέτησής της.
Ας προβούμε σε μια πρώτη οροθέτησή της στο πλαίσιο που μας ενδιαφέρει:
Όταν μια νοηματική και οντική κατάσταση αντίκειται σε μιαν άλλη συμμετρικά ανταγωνιστική της [και το αντίστροφο, χωρίς ιεραρχική σειρά διαδοχής], και δεν υπάρχει δυνατότητα τελικής «υπερίσχυσης» τής μιας ή τής άλλης, και όταν επίσης απουσιάζει ένας «τρίτος» άμεσος ή προοπτικός συντελεστής που να τις υπερβαίνει [και τις δύο], μιλάμε για μια καταστασιακή αντινομία.
Διευκρινίζω εκ των προτέρων ότι δεν με ενδιαφέρει μια ιδεολογική/θεωρητική προβληματική κατά την οποία η αντίθεση καπιταλισμού και σοσιαλισμού/κομμουνισμού ή η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, θα εξετάζονταν υπό το πρίσμα μιας εκδοχής αντινομίας/αντινομικότητας, εις την οποία και οι «δύο πόλοι» «της» θα ήταν, τάχα, ευρισκόμενοι στο ίδιο «αντινομικό αδιέξοδο».
Για μένα ο καπιταλισμός είναι ιστορικά αδιέξοδος και δεν έχει «προοπτική διέξοδο» για να «ξεφύγει» από τους αυτοκαταστροφικούς και ετεροκαταστροφικούς περιορισμούς του, κάτι που δεν συμβαίνει με τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό [την αταξική κοινωνία].
Η έννοια τής αντινομίας όπως την αντιλαμβάνομαι περιέχει δύο [νοηματικούς και οντικούς] πόλους που αλληλοετεροκαθορίζονται δια τής αντανακλαστικής ενδοσυνάφειάς τους ως αδιέξοδοι: ο ένας «πόλος» «απαντάει» στον άλλο με αδιέξοδο τρόπο, παράγοντας ούτως ένα σημείο μιας ατέρμονης αλληλοαντανάκλασης/αλληλοκατόπτρισης «τους» που συνεχίζεται χωρίς τέλος, και χωρίς «λύση» δια τής επικράτησης τού ενός από τους δύο πόλους αλλά και χωρίς τη «λύση» που θα έφερνε ένας τρίτος πόλος που θα τους υπερέβαινε και τους δύο.
 
[συνεχίζεται]
 
Ιωάννης Τζανάκος
  

Mohammadreza Shajarian - Ghoghaye Eshghbazan Album

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [1]

Σε αναφορά προς το προηγούμενο [αναδημοσιευμένο] κείμενο:
 
Δεν ανήκω σε αυτούς που κυνήγησαν [και κυνηγάνε ακόμα] την σκιά τού σπουδαίου [νεο-]κομμουνιστή φιλοσόφου Μπαντιού, στην Αθήνα. 
Για το Παρίσι-και-αλλού, δεν ξέρω τι έκαναν αυτοί που θεωρώ ότι θα μπορούσαν να είναι «όμοιοί» μου.
Βλέπεις, κάτι έγινε «κάπου εκεί» στα τέλη τής δεκαετίας τού ΄90, και χάσαμε «μερικοί» πολλά επεισόδια από τα ψυχοδράματα και τα πολιτικά δράματα που άρχισαν να παίζονται στα ιδεολογικά και ψυχικά «παρασκήνια» τής «μετασοβιετικής κατάστασης» τού «κινήματος».
Όπως καταλαβαίνω, ή μάλλον όπως νομίζω ότι καταλαβαίνω, συνέβησαν πολλά, κι εμείς, αυτό το ακαθόριστο «εμείς» πολλών παλιότερων «δογματικών» [<<τότε>>] «μαρξιστών», είχαν παραμείνει σε παλιές διαμάχες και διχοτομίες, όπως: «υπάρχει το ενδεχόμενο να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα;» και άλλα «παλαιοσταλινικά» και «παλαιοτροτσκιστικά».
Η απάντηση που δίναμε τότε, εμείς που ήμασταν ένα μέρος αυτού τού προαναφερόμενου «εμείς», ήταν ότι «όντως, μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα».
Όπως καταλαβαίνετε ανήκαμε στην τρισκατάρατη, σήμερα σχεδόν αφανισμένη και εξορισμένη στην ανυποληψία τάση ενός κάποιου είδους «σταλινισμού», αν και σε παλαιότερες εποχές αν δεν κάνω λάθος και κάποιος Γκράμσι την ίδια απάντηση έδινε, αλλά ποιος νοιάζεται σήμερα για αυτά που έλεγε κάποτε ο Γκράμσι; «ξεπερασμένα πράγματα» αυτά, όχι σαν τα άλλα τού ιδίου περί «ηγεμονίας». Έτσι είναι οι «ιδεολογικές εποχές».
Οι φρέσκοι και γυαλισμένοι εκπρόσωποί «τους» λαμβάνουν ό,τι «θέλουν» να «λάβουν» από το «παρελθόν», και παρελαύνουν περήφανοι που άφησαν πίσω τους «σκάρτα» και «λανθασμένα» σημεία του, κρατώντας μόνον τα «εξαγνισμένα», τα «καθάρια», τα «ευυπόληπτα» και αυτά που ταιριάζουν στον παροντικό εξαγνισμό που τελούν, συνεχίζοντας να παρελαύνουν με καμάρι.
Όπως φαίνεται, και ο φιλόσοφος μας, ο αγαπημένος Γάλλος μου, για να κάνει παρέα και παρέλαση στην Αθήνα με τον φανφαρόνο αρχιτροτσκίσταρο των Αθηνών, σημαίνει πως λόγου χάριν το θέμα που προανέφερα δεν το θεωρεί και τόσο καθοριστικό, για αυτό και τον κάνει παρέα. 
Αν ρώταγε όμως τον προαναφερόμενο φανφαρόνο δεν θα είχε μπροστά του την ίδια αδιάφορη αντιμετώπιση. 
Είναι προφανές ότι ο «μαρξισμός-λενινισμός» των κάποτε εξεγερμένων Παρισίων δεν νοιάζονταν και τόσο πολύ, ακόμα και σε αυτό το «κάποτε», για το θεματάκι μας, και για άλλα όμοια, άσχετα αν έδινε τα ρέστα του για την τάδε ή δείνα φράξια τού κινέζικου κομμουνιστικού κόμματος. 
Ήταν βλέπεις η ενδοκομματική, ενδοκινηματική «εξέγερση», η περίφημη αμφιλεγόμενη «πολιτιστική επανάσταση» που τράβαγε τότε το βλέμμα τού επαναστατικού σινεφίλ κοινού, και όχι τα γκρίζα και σκονισμένα θέματα, όπως αυτό που αφορούσε την δυνατότητα ή μη- να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα ή σε μια ευρεία αλλά περιορισμένη [σε σχέση με το μέγεθος τής οικουμένης] «ζώνη» χωρών.
Κανονικά θα έπρεπε να πάψω εδώ την «ανάλυση» και να πάει ο καθένας στον πάγκο του, με τα θέματα και τα προβλήματά του, και εγώ μακριά ξανά από τη φάρα τού μάη68, που δεν μου γέμιζε ποτέ το μάτι, δεν μου το γεμίζει ούτε τώρα, αλλά δεν θα μου το γεμίσει και ποτέ.
Όμως, δεν πρόκειται να «πάω στον πάγκο μου» διότι είμαι ήδη εκεί, από «τότε», και όχι μόνον εγώ αλλά και άλλος πολύς κόσμος, που έζησε αυτή την φάση τής ιδεολογικής απομόνωσης «τότε», και άλλος [πολύς κόσμος] που θα την ζήσει και σήμερα χωρίς να έχει σχέση με αυτά τα παρελθόντα και τις ιδέες τους.
Οπότε, εκ τού πάγκου, και με ακομπλάριστη πλέον χαιρεκακία, μπορώ να συνεχίσω να παρακολουθώ το «δράμα» μιας οικείας-ανοίκειας [σε με πάντα] ιστορικής κοινότητας αισθημάτων και φαντασιώσεων, εφόσον βλέπω κιόλας ότι έχει και παραέχει σχέση με τις δομές τού ύστερου καπιταλισμού, όχι όπως νομίζει από την σκοπιά τής «εναντίωσης» αλλά από την σκοπιά τής «ακολούθησης».
Μα, τι λέει ο τύπος;
Είναι το «κίνημα» «ακολουθόν» τον ύστερο καπιταλισμό;
Ναι, αυτό λέει ο τύπος.
Πως και γιατί το λέω, και τι σχέση έχει αυτό με τον φιλόσοφο και τις σκιές του;
Στην επόμενη δημοσίευση.
 
Ιωάννης Τζανάκος