Μπορώ να «καταλάβω», λέμε τώρα, το «γεγονός» ότι οι «νέοι» φιλελεύθεροι και οι «νέοι» σοσιαλδημοκράτες, μας ρίχνουν δούλεμα κανονικό και «ψιλό γαζί» για την δυνατότητα ενός «ανοιχτού συστήματος», θέλοντας να μας πείσουν ότι, αν και εμείς τα κορόιδα είμαστε φυλακισμένα στους απόλυτους όρους ενός καταστροφικού-για-μάς συστήματος, το οποίο υπηρετούν και λατρεύουν σαν θεό, αυτό θα μπορούσε να είναι «ανοιχτό».
Εννοούν αυτοί οι απατεώνες ότι έχουμε και «εμείς», τα κορόιδα, κάποια θέση σε αυτό, αν είμαστε τυχεροί ή προσπαθήσουμε, και αυτό συμβαίνει, τάχα, διότι αυτό [το σύστημα] περιέχει «κοινωνική κινητικότητα» και «ελευθερίες» ως «ανοιχτό σύστημα».
Αδέλφια, τρίχες κατσαρές.
Καμία ιδιαίτερη «κινητικότητα» προς τα «πάνω» δεν περιέχει αυτό το τάχαμου «ανοιχτό σύστημα», το καπιταλιστικό και κρατικοκαπιταλιστικό [«σοσιαλιστικό»].
Δεν θα έπρεπε να μας αφορά αυτή η υποτιθέμενη προς το «άνω» σκατό κινητικότητα τού καπιταλισμού, αλλά εν πάση περιπτώσει πρέπει να ξέρουμε ότι είναι και παραμύθι, το οποίο συμβαίνει στα αλήθεια πολύ σπάνια και με άγνωστα [στο μαζικό κοινό] τιμήματα.
Η έννοια «ανοιχτό σύστημα» έχει αυτή την εκλεπτυσμένη ιδεολογική λειτουργία, να μας πείσει ότι υπάρχει καπιταλισμός στον οποίο μπορεί να συμβαίνει κάπως συχνότερα αυτό το παραμύθι.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες, στις οποίες μπορείς να «μετέχεις» σε μια φαντασιακή εθνικιστική κυριαρχία, όντας ψωνισμένος με την ιδέα ότι μαζί με τις άρχουσες τάξεις τους «κυριαρχείς» και εσύ, έρμε πλεμπάγια τής μητρόπολης. Θα πίνεις μπύρα, θα βλέπεις πορνοταινίες, θα κάνεις άθλιες πλαστικές διακοπές, θα ψηφίζεις ελεύθερα αστικά κόμματα, θα μπορείς να διαλέγεις ελεύθερα σύντροφο/συντρόφισσα στον έρωτα, όσο ακόμα θα σού «σηκώνεται», και πάλι αν, αν θα έχεις δουλειά. Επίσης, δεν θα κινδυνεύεις άμεσα από γενοκτονία, μαζική εξόντωση, αν ζεις μετά το 1945 στη δύση, αν και με βάση το «χρώμα» σου ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις σου μπορεί να φας καμία μαχαιριά στα «μουλωχτά» ή να σε πνίξει κανένας χρυσαυγιτόμπατσος.
Τέλος πάντων, αυτή είναι η κατάσταση τού περιλάλητου «ανοιχτού συστήματος» που δεν έχει καν την ομίχλη τού γνόφου τού μη-δυτικού κόσμου, που ίσως, ίσως λέω, ως γνόφος μπορεί να σε καταστήσει κάπως «αληθέστερο» και «σε επίγνωση» άνθρωπο.
Το πρόβλημα μου είναι άλλο, πέρα από ιχνογραφήσεις [όπως η «παραπάνω»] των αυταπατών που σέρνει η αστική προπαγάνδα για το «ανοιχτό σύστημά» της, τον [κυρίως] δυτικό καπιταλισμό.
Όταν η θεματική τού «ανοιχτού συστήματος» εισδύει [και έχει ήδη εισδύσει] στους χώρους αυτών των «υποκειμένων» που θέτουν εαυτόν σε «εναντίωση» προς τον καπιταλισμό και κρατικοκαπιταλισμό, τότε κάτι άλλο τρέχει, κάτι που εμένα με βάζει σε ανησυχία:
«Όχι ο καπιταλισμός, αλλά εμείς είμαστε, ή θα είμαστε το ανοιχτό σύστημα»...σαν να λένε οι προαναφερόμενοι, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιούν τον όρο τού «Συστήματος» ή ακόμα κι όταν τον κρίνουν [ως όρο] με κριτικό εναντιωματικό «πρόσημο» [μιλώντας τότε μόνον για κάτι τις «ανοιχτό» εν γένει].
Εμένα κάτι από όλα αυτά με έχει «στραβώσει».
Το leftliberal παιχνιδάκι με έχει «στραβώσει» άσχημα, αν και κατανοώ ότι μπορεί να έχει άμεσες πολεμικές [αντιδεξιές] «χρήσεις».
Δεν υπάρχει «ανοιχτό σύστημα», ίσως υπάρξει «ανοιχτότερο» για την ελευθερία σύστημα ή σύστημα-κατάσταση, και όλη αυτή η ελευθεριακή παραφιλολογία περί αυτού, αν δεν είναι προϊόν αυταπατών σημαίνει αυτοτοποθέτηση σε ρόλο «ουράς» σε σχέση με τους φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς απατεώνες.
Βέβαια, ο ετεροκαθορισμός «μας» δεν υπήρξε ούτε υπάρχει σε σχέση μόνο με αυτήν την νέα σημασία, αφού έχουμε «παράδοση» στον ιδεολογικό, σημειολογικό και θεωρητικό ετεροκαθορισμό, ως «αριστεροί» ή «αντιεξουσιαστές» και άλλα, αλλά κυρίως ως αδύναμοι και ταξικά ευάλωτοι οι έρμοι.
Τις έννοιες, τις λέξεις, τα θεωρήματα, τα παράγουν οι «αργόσχολες» τάξεις και οι γλίτσες τής «διανόησης», οπότε αν δεν είμαστε κάτι από αυτά, τρέχουμε από πίσω για να λάβουμε το φως και να το «εκτρέψουμε» «οικειοποιούμενοί» το, τάχα μου. Σιγά.
Τίποτα δεν οικειοποιούμαστε.
Αν θέλει κανείς να πιστέψει ότι οικειοποιήθηκε «κάτι» από τα θεωρητικά αλλά και σοφιστικά κατασταλάγματα των αρχουσών τάξεων, ας το πιστέψει.
Οι «νεωτερικές» προσπάθειες να δομηθεί η εικόνα τής ανθρώπινης υποκειμενικότητας, και η «ίδια» η υποκειμενικότητα, ως «καθορισμένες» από μια «ενεργεία» ή «δυνάμει» ενιαία καθολικότητα, έχουν καταρρεύσει μέσα στην πρακτική ανυποληψία.
Τρεις είναι οι «συντελεστές» αυτής τής κατάρρευσης των φιλοσοφικών και πολιτικοϊδεολογικών ελπίδων περί τής «ενιαίας καθολικότητας»:
Ο ταξικός καθορισμός, ο εθνοτικός ή εθνοπολιτισμικός καθορισμός, και ο οντοθεολογικός καθορισμός, αν και ο τελευταίος [υπό ένα ερμηνευτικό πλαίσιο] μπορεί να εννοηθεί ως υποκαθορισμός των άλλων δύο.
Οι σύγχρονες θεάσεις τού κόσμου σταματάνε μπροστά στα αδιέξοδα και τις αντινομίες [ανεπίλυτες αντιφάσεις] που δημιουργούν αυτοί οι τρεις καθορισμοί, και συνεχίζουν την «αυτοζωή» τους με πρόχειρες διευθετήσεις τους, καταργώντας τελικά την θεωρητική προοπτική για να βυθιστούν σε έναν άμεσο πραγματισμό, «και βλέπουμε».
Όμως, το αδιέξοδο παραμένει και στο τέλος δεν βρίσκουμε έναν ορίζοντα απαρτισμένο από θεωρητικά και πρακτικά λάθη που οδηγούν «κάπου» δια τής αρνητικής τους δημιουργικότητας, αλλά [πάλι] ένα ακόμα αδιέξοδο ως ανατύπωση τού ίδιου παλιού αδιεξόδου.
Αν υπάρχει ή υπήρξε κάποτε μια ελπίδα ότι θα αναιρούνταν ο μερικευτικός αντιολιστικός «ταξικός καθορισμός» δια τής ίδιας τής επίτασής του, και «αυτό» συνέβαινε ή θα συνέβαινε μέσω τής καθολικής-μερικής τάξης/μη-τάξης, δηλαδή τής «εργατικής τάξης», η ελπίδα αυτή έχει πάψει ως ακέραια αξίωση, όχι γιατί τάχα οι άλλοι δυο καθορισμοί «εμπόδισαν» την απρόσκοπτη δυναμική της και την «έπνιξαν» στις κατεξοχήν ανεπίλυτες αντιφάσεις τους [όπως θεωρεί μια εργατίστικη αριστερίστικη εκδοχή ή κριτική τού «μαρξισμού»] αλλά διότι και οι τρεις «αντιολιστικοί» καθορισμοί «μαζί» συνεχίζουν [ο καθένας-«μόνος» και οι τρεις-σε-«συμπλοκή»] να εκτυλίσσονται σε μια πλήρη αντινομία.
Το μόνο καθολικό στην νεωτερική «αγάπη τής καθολικότητας» είναι η καθολική ματαίωσή της και η καθολική κατάρρευσή της.
Ο καθένας μόνος του λοιπόν, με τον καθορισμό ή τους καθορισμούς που προτιμά «προθεσιακά», και τα παραμύθια ότι δεν «έχει» αντινομίες δικά του.
In
the concert hall of Tehran’s National University, a sold-out audience
waited for the musicians to take their place on the stage. Not only was
every seat occupied, but there were throngs of young people around,
lending the whole event the air of a rock concert. An outside observer
might have been surprised, therefore, to learn this was not a rock
concert at all, but one for traditional Persian music, played with
antique-looking instruments.
But
then, this was no ordinary time. It was December 1979, less than a year
after the victory of the Islamic Revolution. In those heady days,
Iranian arts and culture still had a mass following. Before long, it
would be repressed to an unprecedented degree by the newly-founded
Islamic Republic.
On
the stage stood singer Mohammad Reza Shajarian, relatively young at 39 –
or at least, by the usual grey-haired standards of traditional Iranian
musicians.
“Oh Iran, land of hope,” Shajarian thundered. “A new morning has dawned on you.”
The
words were those of Houshang Ebtehaj, a poet with close ties to the
communist Tudeh Party. The Persian ballad behind them was played by
Mohammadreza Lotfi, another leftist, who was there onstage with his
long-necked six-stringed lute: the Iranian tar. The fabled santur
was played by Pashang Kamkar, a Kurdish musician and one of the dozen
Kamkars who together formed a large musical family. Two more of the
Kamkars, Bijan and Arjang, were also right there on the same stage,
respectively playing the Afghan lute-like rubab and the tonbak: the eternally popular goblet drum of Persian percussion music.
The
concert had been organized by pro-Tudeh Party students, and it showed.
The halls were filled with socialist slogans. Ebtehaj’s lyrics, sung
masterfully by Shajarian, hammered their principles home: “Our path is
the path of truth, the path of happiness; unity is the secret to
victory.”
The
concert soon became a legendary event, discussed and recalled by
thousands. Ebtehaj’s son had happened to record it and it was later
distributed in the form of a cassette album, called Dawn. Unbeknownst to
himself, Shajarian had become the voice of the revolution.
He
hated it. His love was for music and not politics. He didn’t share
Ebtehaj’s communism and hadn’t known who had organized the concert, and
was so angry at being associated with Tudeh that he subsequently left
the spotlight for three years. In the stormy days of the revolution,
Shajarian preferred to stay at home, mastering the art he had dedicated
his life to.
On
a trip to Moscow, Shajarian visited the great pro-Tudeh poet, Siavash
Kasrai: an old friend, some of whose poems he had sung. Kasrai’s
disillusionment with the Soviet Union affected Shajarian. “These
bastards lied to us all,” was the message Kasrai asked Shajarian to
convey to Ebtehaj and his other comrades in Iran. In 2016, he said: "I
didn't want to enter political parties and politics. I want to be an
artist, to work for people and tell people the truth."
When
he passed away yesterday, at the age of 80 in Tehran’s Jam Hospital,
Shajarian had established himself as Iran’s most important living
artist. Not only he was considered to be a true maestro of Iranian
music, but he had become a national icon: a rare emblem of
unity, beloved by Iranians across all the lines that divided them. He
had also become a bitter and vociferous opponent of the Islamic
Republic, having come to find that an aversion to politics was not an
option in his country.
No
surprise, then, that riot police descended on supporters who were
gathered in front of the hospital today to commemorate Shajarian, and to
call out anew a slogan he had once proudly chanted on the streets of
Tehran himself: "Death to the Dictator".
His
body was taken to the northeastern province of Razavi Khorasan,
centuries-old home of some of the finest Iranian musical talent. He will
be buried near the city of Mashhad, next to Ferdowsi: the great Iranian
poet of 11th century.
***
Mohammad
Reza Shajarian was born in 1940 in Mashhad. Like many Iranians of his
age, the first strains of music came into his life from the Qur’anic
recitals of his father, who was one of the best reciters in town. He was
six when he started learning the Quran’s beautiful Arabic verses and to
the end of his days, he never lost his love for vocal renditions of the
Qur’an. In 1979, just a few months before that heady concert in Tehran,
Shajarian had traveled to Malaysia for an international Qur’anic
recital contest, where he won yet another award. A number of verses he
had recorded shortly after the Islamic Revolution, collectively known as
Rabanaa (Our God), had formerly been a mainstay on Iranian
television, broadcast to millions every year during the holy month of
Ramadan. All over Iran, wherever you went to break your fast after a
whole day without food or water, the sound of Shajarian’s Qur'an recital
was there to give you life.
In
the years before any of this, before he’d become a household name,
Shajarian had still had to work hard for a living. In 1952, Khorasan’s
local radio broadcast his Qur’anic recitals for the first time. He was
12 years old. But a few years later, when he tried getting a job singing
for the radio, they told him he was no good.
He
therefore struck out for a typical career for the intellectually-minded
middle classes of those days: teaching. Entering Mashhad’s Teachers’
College in 1959, Shajarian would go on to travel the province, spending a
number of years teaching in the small village of Radkan in Razavi
Khorasan’s Chenaran County. Radkan today remembers Shajarian’s presence
there with pride. Not since the grand Seljuk vizier of 11th century,
Nizam al-Mulk, had the small village been associated with such a famous
son. In 1961, Shajarian married a fellow teacher, Farkhonde Golafshan,
with whom he went on to have three daughters and a son.
But
his love of music did not leave him. Transferred in the late 1960s to
Tehran as a civil servant for Natural Resources Ministry, he connected
with the old masters of Iranian music and did his best to learn from
them. His principal tutor and the man he proudly called his “father in
music” was Ahmad Ebadi, sage of three-stringed Iranian lute or sitar.
Born in 1906, Ebadi belonged to a different era; his disciplines
included Gholamhossein Banan, the most famous traditional singer of the
previous age. His father and grandfather were the grand masters of
Iranian lute instruments, and founders of the organized bastions of
Iranian traditional music during the Qajar era. Shajarian had found the
right master. Soon he’d be on the radio himself, using the nickname
Siavash.
This
period was key to his development as a future Persian maestro. If
Shajarian did one thing well, it was his channeling of the best of
previous generations and carrying them forward into a new age.
He
had enviable venues for such work. In 1968, Iran’s Center for
Preservation and Propagation of Music (CPSM) had been founded as an
adjunct to the TV broadcaster. The CPSM worked to prevent the extinction
of traditional Iranian music, most of whose guardians were then in
their twilight years. It connected these ailing old masters to a rising
generation of artists, Shajarian among them.
Shajarian made history when he sang a traditional Persian ballad based on the poem of Darwag
by Nima Youshij, the father of new the Iranian free verse. The music
was composed by Lotfi in the model of the Persian ballad known as tasnif,
a genre that Shajarian then disliked with a passion but of which he
would later become a major practitioner. During this period he also
famously collaborated with the progressive poet Ahmad Shamlou on an
album based on the quatrains of medieval Khorasani polymath Omar
Khayyam.
In
the amazing Iran of 1970s, in the bloom of arts and culture despite all
the constraints on freedom of speech, Shajarian and his friends
breathed new life into traditional music. The art of the old masters of
the Qajar courts was now available to the masses. At the Art Festival of
Shiraz in 1977, which took place near the shrine of the
fourteenth-century master sonnetist Hafiz, the sight of Shajarian and
Lotfi sitting on the ground, bereft of the usual suit-and-tie attire and
with their unconventionally long beards, was broadcast on national
television, denoting a new age - or perhaps the reconfiguration of an
older one.
While
many of his friends were preoccupied by politics, Shajarian remained
laser-focused on his art. But politics wouldn’t leave him alone. Iran
was in turmoil, and no one – not even a musician – could sit on the
sidelines. In the fall of 1978, together with Ebtehaj and Lotfi,
Shajarian was preparing for a journey to Moscow to attend a grand
concert of Iranian music. But when, on September 8, the army of the Shah
opened fire on peaceful demonstrators and killed at least 100
civilians, the trio cancelled their trip. They had to stand side by side
with their people. Together they founded the Chavush Association, which
brought them together with the Kurdish Kamkars and other talented
lights of the CPSM. It was this organization that was behind the Tehran
National University concert of 1979.
Following
the break with Chavush and three years of sitting on the fence,
Shajarian returned to public and musical life in 1982, when he
collaborated with composer and santur master Parviz Meshkatian
in a concert at the Italian embassy. A fellow Khorasani, Meshkatian
became a close partner of Shajarian in this period, not least when he
married the singer’s daughter. The collapse of this marriage would later
play a role in the unfortunate split between the two.
In
the mid- to late 1980s, as Iran was rife with repression and
deprivation in the wake of the Iran-Iraq war, Shajarian toured Western
Europe and the United States, producing music of unparalleled quality.
Boston, Paris and Rome became the stages upon which Iranian music now
shone. Shajarian was still trying to shun politics, and once even shut
down a concert in Stockholm when supporters of the opposition tried to
take it over. Sticking to music in those hard days, he was seen both in
Iran and among the increasing number of diaspora as an artistic
chevalier, keeping the lights on in some of Iran’s darkest days.
At a concert in Berkeley in 1990, Shajarian performed an old progressive tasnif called
Morning Bird. First performed in 1927, the classic song of struggle in
defense of the ideas of the 1906 Constitutional Revolution has been
covered by dozens of musicians down the decades. It is a testament to
Shajarian’s place in Iranian music that the song, though, has now become
synonymous with him, and with his own, masterful version.
***
In
2009, as the streets of Iran erupted into demonstrations following the
disputed presidential election outcome, Shajarian was seen driving along
in his car, joining the popular chorus: “Death to the Dictator”. In an
angry letter to the head of the Iranian state broadcaster, Ezatollah
Zarghami, he asked for them to stop playing his “Oh, Iran”. The song, he
said, belonged to the years of 1979 to 1980 and not to the repressive
Islamic Republic of 2009. The broadcaster responded by cutting not only
this but Shajarian’s Rabaana Ramadan prayer recital. For the
first time in more than 30 years, Shajarian’s Qur'an recital no longer
greeted the devout at their fasting tables.
Shajarian
would go on to further his association with the popular movement
against dictatorship in Iran. When President Mahmoud Ahmadinejad
compared the people to “rubbish”, Shajarian told the BBC’s Persian
service: “My voice has no place with the state broadcaster. My voice is
that of rubbish and it will forever remain so.”
He
spent some of his final decades at his second home in Vancouver,
Canada, along with the graphic designer Katayoon Khansari, whom he had
married in 1992 when he was 53 and she 26 years old. His fourth child,
Ryan, was born in Vancouver in 1997.
In
a recorded Persian New Year message in March 2016, Shajarian shocked
Iranians by speaking of a disease he had been living with for a long
time. His shaved head alone made it obvious: kidney cancer. The
outpouring of grief and support, both among the cultural elite and
ordinary Iranians, was once again testament the unparalleled place
Shajarian occupies in contemporary Iran. His final years fighting cancer
were thus also the ones in which he lived to see the legacy he had
built through a decades-long devotion to art.
Mohammad
Reza Shajarian is survived by his four children, two of whom, Homayuon
and Mojgan, are musicians in their own right – and by about half a dozen
musical instruments he himself invented. A street in Tehran was named
after him in 2019. According to a Stanford scholar, Abbas Milani, who
broke his silence only today, Shajarian had also helped draft a
transitional constitution for a new, democratic Iran, to be published
only after his death. In the end, the maestro who didn’t like politics
wished to see an Iran in which artists could work free of political
repression.
Αν υπάρχει τακτική-στρατηγική από μέρους τού ελλαδικού «κινήματος» για την αντιμετώπιση τής εθνοκρατικής επιθετικότητας και τού θεοκρατικού αυτοκρατορικού ιμπεριαλισμού τής Τουρκίας, παρακαλώ να «μου στείλετε γράμμα».
Δεν έχετε καμία άλλη «τακτική-στρατηγική» από την «στρουθοκαμηλική» που ενίοτε συνοδεύεται από διεθνιστικά ευχολόγια και ιστορικιστικές προσευχές.
Θα ήταν τιμιότερο να υπάρξει μια «φωνή» που θα παραδέχονταν ότι υπάρχει στρατηγικό αλλά και άμεσο-τακτικό αδιέξοδο.
Οι «προτάσεις» για να γίνουμε ουρά ενός αμυνόμενου ελληνικού εθνοκρατισμού, απορρίπτονται και από εμένα, αν και αναγνωρίζω ότι φαίνονται και είναι περισσότερο «πρακτικές», πράγμα που φαίνεται και θα φανεί περαιτέρω από το γεγονός ότι τις ακολουθεί και θα τις ακολουθήσει [και στο μέλλον] ο λαός.
Αλλά αυτές οι «αριστεροεθνικιστικές» «προτάσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα είναι στηριγμένες σε μίαν μόνο περιορισμένη [εθνοκρατικίστικη] εκδοχή ακόμα και αυτού τού «αριστερού εθνικισμού», απλά μάς ακυρώνουν, αν υπάρχουμε ως κάποιο «συλλογικό υποκείμενο» που θέλει να έχει διακριτή ταξική και πολιτική συνοχή και κοινωνική ταυτότητα.
Έτσι κι αλλιώς όμως έχουμε πρόβλημα, μεγάλο πρόβλημα, και για να σας το κάνω «ταληράκια» θα σας το θέσω σε ένα υποθετικό πλαίσιο σύμφωνο με τις δικές σας «καλύτερες ταξικές προϋποθέσεις»:
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι στα πράγματα είναι ένα ελευθεριακό ταξικό κίνημα, το οποίο μάλιστα έχει πραγματοποιήσει εντός του μια διεθνική-αεθνική ταυτότητα, ξεπερνώντας όλους τους εθνοτικούς και εθνικιστικούς καθορισμούς εντός μιας ευρείας ταξικής ενότητας των εργατικών και μικροαστικών τάξεων τής χώρας.
Ας υποθέσουμε εύλογα ότι αυτό το κίνημα που έχει «καταλάβει» την χώρα, τα εργοστάσια τα σχολεία και τις κοινές δημόσιες «λειτουργίες» καταργώντας τους κοινωνικούς διαχωρισμούς και τις ιεραρχίες, δέχεται επίθεση από το τουρκικό κράτος, τότε πως θα αμυνθεί;
Με σφεντόνες; Με μολότωφ; Δε λέω, κι αυτά είναι χρήσιμα, δεν τα υποτιμώ. Όμως, όμως..
Δεν γίνεται έτσι ένας διεθνής πόλεμος άμυνας μιας επαναστατημένης κοινωνίας, και ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει έτσι ένας τέτοιος πόλεμος στην συγκεκριμένη περιοχή που ζούμε, θέλουμε δεν θέλουμε. Υπεισέρχονται πολλοί «παράγοντες» που δεν είναι καθόλου, μα καθόλου συνηθισμένοι για ανθρώπους που έχουν μάθει να κρατάνε ένα δύο οικοδομικά τετράγωνα, αντιμετωπίζοντας κάποιες λούμπεν χρυσαυγίτικες αστυνομικές δυνάμεις [χωρίς να υποτιμώ και αυτό το «έργο»].
Υπάρχει ένα εννοιολογικό πρόβλημα προσδιορισμού τού ισλαμιστικού αυταρχισμού, εφόσον ο ριζικός αντιδυτικισμός και ο στρατηγικός αντιεθνικισμός του τον διακρίνει από το φασιστικό [ναζιστικό κ.λπ] φαινόμενο.
Υπάρχουν βέβαια ουσιώδεις «ομοιότητες» μεταξύ τους, και ο ισλαμιστικός αυταρχισμός δεν «στερείται» ανά περίσταση τους εθνικιστικούς και εθνοκρατικίστικους προσδιορισμούς που «περιέχει» ο φασισμός-ναζισμός, αλλά [από την άλλη] υπάρχει «εντός» του μια ευρύτερη οικουμενιστική διάσταση ή πτυχή που υπερβαίνει κατά πολύ την αντίστοιχη [οικουμενιστική] διάσταση στον φασισμό-ναζισμό.
Άρα, αν και είναι εργαλειακά και πολεμικά χρήσιμο να μιλάμε μερικές φορές για «ισλαμοφασισμό» καλύτερο θα ήταν να προσδιορίσουμε την ιδεολογική και κοσμοθεωρητική πολεμική μας απέναντί του σε ένα ακριβέστερο και επιτυχέστερο [θεωρητικά και πρακτικά επιτυχέστερο] πλαίσιο.
Μην ξεχνάμε ότι ο ισλαμιστικός αυταρχισμός αναφέρεται σε έναν Εν-οκρατικό «μονιστικό» «ορίζοντα συγχώνευσης» των εθνοτικών-εθνικών διαφορών, και έχει στην φαρέτρα του μιαν άμεση πολεμική ενάντια στον εκάστοτε «εθνικισμό-πατριωτισμό».
Με αυτή την έννοια παρουσιάζεται το ενδεχόμενο να υπάρχει τελικά εξήγηση για την αφλογιστία πολλών αριστερών και αντεξουσιαστικών αναλύσεων και πολιτικών θέσεων όταν προσδοκούν [χωρίς γνώση] να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο τού ισλαμιστικού αυταρχισμού, εφόσον τον «εντάσσουν» στο εθνικιστικό φασιστικό φαινόμενο αν είναι επικριτικοί ή τον «ξεπλένουν» [αν είναι θετικότεροι απέναντι του] ορίζοντάς τον απλά σαν μαζικό ισλαμοδημοκρατικό ή ισλαμοριζοσπαστικό φαινόμενο απομακρυσμένο από τις ολοκληρωτικές αυταρχικές πτυχές τού [δυτικού φαινομένου τού] φασισμού.
Η αλήθεια είναι ότι ο ισλαμιστικός ριζοσπαστισμός, ως [σχετικά] αυτόνομος συντελεστής από το κατεξοχήν δυτικοϊμπεριαλιστικό φαινόμενο τού φασισμού, ενταγμένος όμως και αυτός στο γενικό ισχύον καπιταλιστικό και κρατικοκαπιταλιστικό πλαίσιο, ενέχει «δικές του» ξεχωριστές αποκρουστικές πτυχές αυταρχισμού που έχουν να κάνουν με μια μερική αλλά ουσιώδη [ιδιάζουσα] οικουμενιστική απάρνηση ακριβώς τής εθνικής πτυχής των κοινωνιών.
Δεν είναι τυχαίο ότι μόνον ένα «εθνοσταλινικό» κίνημα όπως το [πρωταρχικό] ΡΚΚ θα μπορούσε να αναλύσει αυτό το φαινόμενο και την επικινδυνότητά του, όταν οι «φιλελεύθεροι» οι αριστεριστές και διάφοροι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι σχεδόν το χάιδευαν [μερικοί το χαϊδεύουν ακόμα].
Η ιρανική εργατική τάξη βρίσκεται εδώ και δεκαετίες εγκλωβισμένη σε ένα αδιέξοδο δίλημμα:
Να διεκδικήσει ανυποχώρητα τα δικαιώματά
της χωρίς να φοβάται το ενδεχόμενο μια εξέγερση της ενάντια στο
θεοκρατικό καπιταλιστικό καθεστώς να χρησιμοποιηθεί-εργαλειοποιηθεί από
τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και το αμιγώς πλέον ακροδεξιό
Ισραήλ, για να διαλύσουν και αποικιοποιήσουν δια της
ψευτο-ομοσπονδιοποίησης την χώρα που ζει; με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα
και το έθνος κατεστραμμένο;
Ή να συνεχίσει να κάνει υπομονή και να
δέχεται την ηγεμονία των θεοκρατών για να μην καταστραφεί η χώρα από
τους λύκους που την περιτριγυρίζουν διψασμένοι για θάνατο και
καταστροφή, με αποτέλεσμα όμως αυτής τής υπομονής την συνέχιση τής
καταστολής της, και την ενδυνάμωση των αντιδραστικών αντιιμπεριαλιστών
δολοφόνων;
Αυτό το δίλημμα είναι δικό της αλλά αν
θεωρήσουμε ότι η εργατική τάξη του Ιράν, οι εργαζόμενοι της χώρας αυτής
και τα φτωχά λαϊκά κοινωνικά στρώματα, είναι μέρος τής παγκόσμιας
εργατικής τάξης, μέρος του παγκόσμιου λαού, τότε το δίλημμα είναι και
δικό μας.
Πως θα απαντούσε ένα αυτόνομο δημοκρατικό ταξικό κίνημα σε μια άλλη χώρα στην αγωνία αυτών των ανθρώπων;
Πως θα απαντούσαν άραγε οι ξερόλες
διανοούμενοι στην δύση και οι πολυάριθμες σεκταριστικές και
ρεφορμιστικές αριστερές, κομμουνιστικές, αναρχικές ομάδες και οργανώσεις
στην δύση και την Ελλάδα; πως θα απαντούσε άραγε το πρώην-κομμουνιστικό
ΥπερΚόμμα ελλάδας; η Λαέ, οι Εξαρχειώτες;
Είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί έχουν την απάντηση έτοιμη:
Η μια αντίθετη και συμπληρωματική προς την άλλη.
Τα συγχαρητήρια μου σε όλους.
Στις πορείες σας τώρα, άντε και καμιά μολότωφ να περνάει η ώρα..
Ζήτω η ιρανική εργατική τάξη και ο ηρωικός πολιτισμένος λαός τού Ιράν!
Δεν θα λυθεί κανένα πρόβλημα, ούτε θα φωτίσει ο κόσμος, αλλά είναι αναγκαίο να δεχτεί πλήγμα και να διαλυθεί η «μαύρη διεθνής» [ίντριγκα] των Πούτιν-Ερντογάν-Τραμπ.
Υπάρχουν πολλές άλλες παράλληλες «μαύρες διεθνείς» [ίντριγκες], όμως αυτή ειδικά πρέπει να γίνει σμπαράλια.
Προβλέπω επιβίωση για ένα μεγάλο διάστημα μόνον τού δηλητηριαστή Ρασ-Πούτιν.
Για τούς άλλους δύο όλα παίζονται.
Αν δω πάντως τον Σουλτάν και τον φίλο του Τραμπ στην φυλακή, δεν κρύβω ότι θα χαρώ ιδιαίτερα.
Ειδικά ο Σουλτάν, αν «πέσει» δεν θα την γλυτώσει μάλλον με μια απλή φυλάκιση.
Ή αυτοί ή εμείς. Απλά πράγματα, για να συνεχιστεί η διεθνής ζωή με πιο ενδιαφέρουσες αντιφάσεις.
Οι κίνδυνοι για την μικρή και ανόητη χώρα μας θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά εάν φύγουν από την μέση ειδικά οι δύο «άντρακλες» τής οικουμένης κάπως θα αναπνεύσουμε ίσως, όχι σίγουρα διότι ποτέ δεν ξέρεις.
Η συνωμοσιολογία τής μετανεωτερικής εποχής είναι μια σύγχρονη θρησκεία που έχει, όπως κάθε θρησκεία, πολιτικές και κοινωνικές «ρίζες» και απολήξεις.
Η ιδιοτυπία της, ωστόσο, το «καινοφανές» της, δεν την αποκόπτει ριζικά από την κατηγορία εκείνων των θρησκειών που έχουν ήδη από το παρελθόν στηριχθεί στον μεσσιανικό υποστασιοκεντρισμό, ο οποίος παράγεται ως μια ταυτότητα «Μεσσία-αντιΜεσσία».
«Ψάχνουν» τον «Μεσσία» και το αντίστροφο είδωλό του, λόγου χάριν τον «αντίχριστο».
Ο «Μεσσίας» μπορεί να είναι ακόμα και η «ζωντανή εργασία» και ο «αντίχριστος» η τεχνική, ο «ολοκληρωτισμός» κ.λπ
Όποιος «μπει» σε αυτή την αντιδραστική σπηλιά ψευδοκατανόησης, δεν βγαίνει ποτέ.
Για να αποτρέψεις να εμπλακείς στην ντροπή τής υποστήριξης τού ενός ή τού άλλου [ανταγωνιστικού] ιμπεριαλιστικού-μητροπολιτκού πόλου, το εύκολο είναι να μιλήσεις για κάποια «αντιιμπεριαλιστική ουδετερότητα», επικαλούμενος μάλιστα έναν καθαρτήριο «εργατικό» καθορισμό [της], το δύσκολο αλλά το μόνο πραγματικό είναι να την πραγματοποιήσεις [αυτή την ουδετερότητα] όντας αντικειμενικά αλυσοδεμένος πάνω στα βράχια των ενδοϊμπεριαλιστικών-ενδομητροπολιτικών αναγωνισμών γινόμενος συνέχεια κλωτσοσκούφι και μπαίγνιο στην προσπάθειά σου να γλυτώσεις μιά από τον «ένα» και μιά από τον «άλλο» [ιμπεριαλισμό-μητροπολιτισμό].
Οι λύσεις σε τέτοια προβληματικά πλαίσια αν γίνονται μέσα στο μυαλό και μόνον δεν φτάνουν, είναι «αγνές», είναι κενές.
Οι πράξεις μετράνε και οι πρακτικές λύσεις, όπως σε όλα τα κοινωνικά και ιστορικά προβλήματα..
Περιτριγυρισμένοι από εχθρούς και ψεύτικους φίλους «συμμάχους», οι Κούρδοι τού PKK, έδωσαν και δίνουν έναν απελπισμένο αγώνα εθνοτικής και κοινωνικής ελευθερίας, χωρίς να υποκύπτουν ιδεολογικά στον υπερεθνικισμό όπως θα είχαν κάθε λόγο και δικαίωμα να κάνουν ως η πρωτοπορία ενός περικυκλωμένου και μοναχικού λαού.
Δεν υπάρχει «έδαφος» καταφυγής για αυτούς, ούτε σημείο φυγής.
Η κοσμοθεωρητική και θεωρητική φαντασίωση ότι η εμβιότητα είναι το ίδιο το νόημα τής ίδιας τής εμβιότητας δεν έχει καμία σχέση με τον μαρξισμό, τον όποιο μαρξισμό, εφόσον ριζικό θεμέλιο του είναι ο θεωρούμενος ως καθορισμός τού ανθρώπου από ένα είδος «έμφυτης» αν και φυσικοϊστορικά δημιουργημένης έλλογης εργαλειακότητας.