Σαν
θύελλα που από καιρό περίμενε καρτερικά στου χρόνου τις στοές -
σταματημένη από δαιμόνια και πλάσματα θανατερά - εκείνη τη ζοφερή
στιγμή που θα της έδινε ορμή για να θεριέψει μέσα σε κάποιον άλλον… και
συμπονετικό αδερφό και να ταρακουνήσει τα πιο βαθιά αισθήματα και
βλέμματα της φαντασίας του, ξεχύθηκε μανιωδώς εντός μου. Η αγωνία και η
ζάλη, η μέθη της ορμητικότητας του παθιασμένου νου για συγκινήσεις, ότι
μου έδινε Ζωή και Θάνατο μαζί, προκλητικά με απειλούσε. Ο αέρας κόντευε
να με σηκώσει από τη γη μου, να χάσω την ασφάλεια, το φρένο που
χρειάζεται η σκέψη για να μην παρασυρθεί και φτάσει στην παρόξυνση. Για
κάπου είχα ξεκινήσει… Κάποιο χαρούμενο συμβάν μου έγνεφε από μακριά. Το
γλέντι ενός γάμου. Δεν ξέρω τι μου απέσπασε την προσοχή και γύρισα την
πλάτη. Ένα ταξίδι με το βλέμμα, σε μια διάσταση αχανή, μαγνητικής
λατρείας. Τον στρόβιλο ακολούθησα της λογικής με δόση τρέλας και σε μια
δίνη μπλέχτηκα ξανά, καθώς τριγύριζα ανάποδα ανάμεσα σε κόκκαλα νεκρών
και ζωντανών, θαμμένα στους βυθούς τρικυμισμένων θαλασσών και στων
στεριών τα δάση, συνοδευόμενος από γλοιώδη πλάσματα λιμνών και
αιωρούμενων Αγγέλων, μια Κόλασης φλεγόμενης κι ενός φρικτά αλλοιωμένου
Παραδείσου. Ο Κάτω Κόσμος σκέφτηκα, αυτός που μέσα μας εδρεύει,
φαντάζοντας αλλιώτικα για τον καθένα, μας πλέκει ίσκιους από αράχνες
καμωμένους και περιμένει μια ιστορία να υφάνει ο επισκέπτης. Το τίμημα
για την επάνοδο, είναι και πάλι με σοφία καμωμένο… Κι εσύ που αργόσυρτα
διαβάζεις, αγαπημένε αναγνώστη, τούτες τις ακαταλαβίστικες γραμμές…
Άκου! Το μυστικό για την επάνοδο, είναι κάτω απ’ τη γλώσσα σου υφασμένο.
Για να το βγάλεις από μέσα σου, πρέπει να μάθεις να ακούς. Και για να
μάθεις να ακούς, πρέπει να μάθεις να κοιτάζεις με σοφία τις σκιές,
κλείνοντας πάντοτε τα μάτια. Κάτω απ’ του δέντρου αυτού τον ίσκιο που
σου δείχνω, Εγώ, ο αφελής Καλεσμένος, εδώ! Κάτω απ’ τα πόδια μου,
μπροστά σ’ αυτό το μνήμα. Εδώ! Εδώ! Στάσου!
21/10/1772 – 25/7/1834
«Στάσου, Χριστιανέ περαστικέ! – Στάσου, τέκνο του Θεού,
Και διάβασε με ευγενική καρδιά. Κάτω από τούτο το γρασίδι
Ένας ποιητής κείτεται, ή αυτό με το οποίο έμοιαζε κάποτε αυτός-
Ω, κάνε μια σκέψη στην προσευχή για τον Σ. Τ. Κόλριτζ
Που αυτός το πιο πολύ του χρόνου με μόχθο της αναπνοής
Βρήκε θάνατο στη ζωή, ίσως εδώ βρει τη ζωή στο θάνατο!
Έλεος για τους επαίνους – ας συγχωρεθεί για τη φήμη
Ζήτησε τη φήμη – να συγχωρεθεί για τη φήμη
Ζήτησε, και ήλπισε, μέσω του Χριστού.
Κάνε κι εσύ το ίδιο!»
Και τότε ο ουρανός συννέφιασε, τα μανιασμένα κύματα της θυελλώδους νάρκης έλουσαν τον αέρα κι εγώ έστεκα καταμεσής του μνήματος, καθώς τα φύλλα υψώνονταν κάτω απ’ τα πόδια μου, πλέκοντας με χορευτικές κινήσεις διχάλες γύρω απ’ τα κλαδιά του γερασμένου δέντρου. Σαν όραμα αλλοτινών καιρών συνυφασμένο με μαγεία, ο γέρο Coleridge μπροστά μου φανερώθηκε. «Με κάνεις και φοβάμαι γέρο Εσύ!», ψιθύρισα. «Φοβάμαι εσένα και το κοκαλιάρικό σου χέρι! Κι είσαι μακρύς, λιπόσαρκος, και έχεις χρώμα σκοτεινό όπως η πτυχωτή θαλάσσια άμμος. Φοβάμαι εσένα και τ’ αστραφτερό σου μάτι». Με μια βαριά κι αργόσυρτη φωνή, που ανακινεί υποβλητικά την αύρα εκείνος είπε: «Μη φοβάσαι, Καλεσμένε, μη φοβάσαι! Αυτό το σώμα δεν έπεσε». Πλησίασε χωρίς να με αγγίξει και με το βλέμμα του από τότε, γερά μου σφράγισε τα μάτια.
Το στήθος του χτύπησε ο Καλεσμένος,
Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς
Παρά ν’ ακούσει ˙
Και έτσι μίλησε εκείνος ο γέρος,
Ο Ναυτικός με τα μάτια που έλαμπαν.
«Και τότε η Ανεμοθύελλα έφτασε,
Κι ήταν σφοδρή και βασανιστική ˙
Με τις ακατανίκητες φτερούγες της
Χτυπούσε και μας έδιωχνε
Προς την κατεύθυνση του νότου.
Με τα κατάρτια να γέρνουν
Την πρόωρα βυθισμένη στο νερό,
Σαν τον κυνηγημένο μ’ ουρλιαχτά
Και με χτυπήματα, που ακόμη
Μες στη σκιά του εχθρού του τρέχει
Και το κεφάλι ρίχνει προς τα μπρος,
Γρήγορα παρασυρόταν το Καράβι,
Βρυχιόταν δυνατά η αντάρα,
Και όλο προς τα νότια φεύγαμε.
Κι έφτασαν τώρα μαζί με ομίχλη και χιόνι,
Κι έγινε κρύο τρομερό:
Και πάγος, ψηλός σαν το κατάρτι,
Ήρθε επιπλέοντας δίπλα μας
Πράσινος τόσο όσο ένα σμαράγδι.
Και μες απ’ τις μάζες του χιονιού
Που ο άνεμος έσπρωχνε
Οι κάτασπροι έστελναν όγκοι
Μια λαμπεράδα καταθλιπτική:
Ούτε μορφές ανθρώπων ούτε ζώα
Αναγνωρίζαμε – Ο πάγος ήταν παντού.
Ο πάγος ήταν εδώ, ο πάγος ήταν κι εκεί,
Ο πάγος ήταν παντού τριγύρω:
Ράγιζε, έσπαγε και γρύλιζε απειλητικά,
Και βρυχιόταν και ούρλιαζε
Όπως οι θόρυβοι μες στη λιποθυμιά!
Στο τέλος την ομίχλη διασχίζοντας
Ένας Άλμπατρος ήρθε ˙
Σαν να ‘ταν μια ψυχή Xριστιανική
Στ’ όνομα του Θεού τον χαιρετήσαμε.
Έφαγε την τροφή που ποτέ
Μέχρι τότε δεν είχε δοκιμάσει,
Κι όλο γύρω και γύρω πετούσε.
Με μια έκρηξη σαν κεραυνού
Ο πάγος σκίστηκε ˙ κι ο τιμονιέρης
Μας οδήγησε ανάμεσα!
Κι ένας καλός νότιος άνεμος
Από την πρύμνη φύσηξε ˙
Ακολουθούσε ο Άλμπατρος
Και κάθε μέρα, για τροφή η παιχνίδι
Στο κάλεσμα του ναυτικού ερχόταν.
Μ’ ομίχλη ή με συννεφιά,
Στο κατάρτι πάνω ή στην κουπαστή,
Για τον εσπερινό κούρνιαζε στις εννιά
Ενώ τη νύχτα όλη, απ’ της ομίχλης
Την άσπρη άχνα μέσα
Θαμπόφεγγε τ’ άσπρο φεγγαρόφωτο.»
«Ο Θεός να σε φυλά γέρο Ναυτικέ
Απ’ τους δαιμόνους που σε βασανίζουν έτσι!
Γιατί έτσι κοιτάς;» - Με τη βαλλίστρα μου
Τον Άλμπατρος χτύπησα.
Είχα κάνει ένα αποτρόπαιο πράγμα
Και μόνο συμφορά θα τους έφερνε:
Γιατί όλοι τους έλεγαν πως είχα σκοτώσει
Το πουλί που έκανε την αύρα να φυσά,
Τον άθλιο! Λέγαν, το πουλί να σκοτώσει,
Που έκανε την αύρα να φυσά!
Αλλά όταν η ομίχλη διαλύθηκε, τότε με δικαίωσαν κι έγιναν έτσι
συνεργοί στο έγκλημα. Ώσπου το καράβι έμεινε ξαφνικά ακίνητο. Και ο
Άλμπατρος άρχισε να εκδικείται… Νερό παντού, κι απ’ όλες τις μεριές το
σκάφος φύραινε, κι ούτε σταγόνα για να πιεις. Ακόμη κι ο βυθός εσάπιζε
Χριστέ μου! Γλοιώδη πλάσματα με πόδια κολυμπούσαν στη γλοιώδη πάνω
θάλασσα. Γύρω παντού, πλήθος κουβάρια οι φωτιές του θανάτου χόρευαν τη
νύχτα.
Αχ, και μια μέρα! Τι κακές ματιές
Είχα από νιούς και γέρους!
Κι αντί για το σταυρό,
Τον Άλμπατρος μου κρέμασαν
Γύρω απ’ το λαιμό μου.
Πέρασαν
μέρες εξαντλητικές. Τα λαρύγγια όλων είχαν ξεραθεί, τα μάτια έγιναν από
γυαλί. Μέρες εξαντλητικές! Ώσπου φάνηκε από μακριά ένα σχήμα! Σαν
σκελετός ενός καραβιού ερχόταν καταπάνω μας, χωρίς καν αύρα, χωρίς
ρεύμα.
Κι είναι εκείνη η Γυναίκα όλο του το πλήρωμα;
Είναι εκείνος ένας ΘΑΝΑΤΟΣ;
Και είναι τούτοι δύο;
Είναι ο Θάνατος εκείνης της γυναίκας σύντροφος;
Κόκκινα ήτανε τα χείλια της.
Και τολμηρό το βλέμμα της,
Οι βόστρυχοι της κίτρινοι σαν το χρυσάφι:
Το δέρμα της τόσο λευκό σαν λέπρα,
Ο Εφιάλτης ήτανε αυτή:
Η ΖΩΗ-ΜΕΣΑ-ΣΤΟ- ΘΑΝΑΤΟ
που το αίμα τ’ ανθρώπου παγώνοντας πήζει.
Το γυμνό καράβι-κουφάρι μας πλεύρισε,
Κι οι δυο τους έριχναν τα ζάρια ˙
«Η παρτίδα τελείωσε! Κέρδισα!
Έχω κερδίσει!» Είπε αυτή,
Και σφυρίζει τρεις φορές.
Ένας μετά τον άλλο, κάτω απ’ την αμείλιχτη Σελήνη οι σύντροφοί μου έπεφταν νεκροί και με τα μάτια τους με καταριόνταν.
Από τα σώματά τους οι ψυχές πέταξαν, -
προς την υπέρτατη ευτυχία ή τη θλίψη έτρεξαν!
Και καθεμιά ψυχή περνούσε δίπλα μου,
Βγάζοντας ένα σφύριγμα όμοιο
Μ’ εκείνο της βαλλίστρας μου!
Μη φοβάσαι, Καλεσμένε, μη φοβάσαι!
Αυτό το σώμα δεν έπεσε.
Μόνος, μονάχος, ολομόναχος,
Μονάχος πάνω στην πλατιά μεγάλη θάλασσα!
Κι ούτ’ ένας άγιος ποτέ δεν ευσπλαχνίστηκε
Την ψυχή μου μες στην αγωνία της.
Ο κρύος ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλιωνε,
Μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν:
Το βλέμμα που είχαν ρίξει πάνω μου
Πότε δεν έφυγε.
Ενός ορφανού παιδιού κατάρα
Κι από ύψη θα τραβούσε
Στην κόλαση ένα Πνεύμα
Μα πιο φρικτή κατάρα κι από κείνη
Είν’ η κατάρα στου νεκρού το μάτι!
Μέρες επτά, νύχτες επτά
Έβλεπα εκείνη την κατάρα,
Μ’ ακόμη δεν μπορούσα να πεθάνω.
Πέρα απ’ τη σκιά του καραβιού,
Έβλεπα τα θαλάσσια φίδια:
Κινιόνταν μέσα σ’ αχνάρια λαμπερού λευκού,
Και όταν ανορθώνονταν, το ξωτικό τους φως
Έπεφτε σε λέπια σταχτιά.
Ω ζωντανά ευτυχισμένα πλάσματα!
Γλώσσα καμιά την ομορφιά τους
να φανερώσει δεν μπορεί:
Πηγή αγάπης ανάβρυσε απ’ την καρδιά μου
Τα ευλόγησα ασυνείδητα:
Το δίχως άλλο με σπλαχνίστηκε
Ο ευγενικός μου άγιος,
Και τα ευλόγησα ασυναίσθητα.
Ακριβώς την ίδια τη στιγμή
Μπόρεσα να προσευχηθώ:
Κι απ’ το λαιμό μου έτσι
Έπεσ’ ελεύθερος ο Άλμπατρος,
Και σαν μολύβι μέσα στη θάλασσα βυθίστηκε.
Ύστερα
ήρθε ο ύπνος! Ο ύπνος! Είναι ένα πράγμα αγαπημένο, από τον ένα μέχρι
τον άλλο πόλο. Κι όταν ξύπνησα έβρεχε. Σίγουρα μες στον ύπνο μου είχα
πιει, κι ακόμη το κορμί μου έπινε. Άκουσα ήχους κι είδα παράξενα οράματα
και αναταραχή στον ουρανό και στα στοιχεία. Τα πτώματα των συντρόφων
μου πήραν ζωή και το καράβι άρχισε προς τα μπρος να κινείται. Μα όχι απ’
τις ψυχές των ανδρών, ούτε από δαίμονες της γης ή του ενδιάμεσου αέρα,
αλλά από μια μακάρια ομάδα αγγελικών πνευμάτων, σταλμένης στη γη απ’ την
επίκληση του φύλακα αγίου. Το μοναχικό Πνεύμα από το Νότιο Πόλο οδήγησε
το καράβι μέχρι τον Ισημερινό, υπακούοντας στην αγγελική ομάδα, μ’
ακόμη ζητούσε εκδίκηση. Του Πολικού Πνεύματος οι σύντροφοι-δαίμονες, οι
αόρατοι κάτοικοι των στοιχείων, έλαβαν μέρος στην αδικία που είχα
διαπράξει και δύο απ’ αυτούς άρχισαν να διηγούνται πώς μακρά και βαριά
ποινή είχε συμφωνηθεί για μένα με το Πολικό Πνεύμα που γύρισε προς τα
νότια. Είχα πέσει σε έκσταση γιατί η αγγελική δύναμη έκανε το σκάφος να
πηγαίνει προς τα βόρεια με ταχύτητα μεγαλύτερη απ’ όση ανθρώπινη ζωή
μπορούσε ν’ αντέξει. Η υπερφυσική κίνηση μετά επιβραδύνθηκε.
Ξύπνησα, και συνεχίζαμε να πλέουμε
Καθώς μ’ ευνοϊκό καιρό:
Το φεγγάρι ήταν ψηλά ˙
Οι πεθαμένοι στέκονταν μαζί.
Όλοι μαζί στέκονταν στο κατάστρωμα πάνω,
Σαν σ’ ένα μπουντρούμι – οστεοφυλάκιο:
Όλοι καρφώναν πάνω μου τα πέτρινα
Μάτια τους, που κάτω
Απ’ το φεγγάρι λάμψεις έβγαζαν.
Η αγωνία, η κατάρα, που πέθαναν μ’ αυτές,
Δεν είχε φύγει ποτέ μακριά:
Τα μάτια μου να τραβήξω δεν μπορούσα
απ’ τα δικά τους μάτια, ούτε
να τα στρέψω ψηλά για να προσευχηθώ.
Και τώρα αυτό το γήτεμα είχε απότομα σπάσει:
Για μια φορά ακόμη έστρεψα το βλέμμα,
στον πράσινο ωκεανό, και κοίταξα μακριά,
μα λίγα είδα απ’ ο,τι ακόμη ήτανε να δω-
Σαν κάποιον που σ’ έρημο δρόμο
Περπατά με φόβο και δέος,
Κι έχοντας μια φορά γύρω κοιτάξει
Να περπατά συνεχίζει,
Και το κεφάλι του δεν στρέφει πια ˙
Γιατί γνωρίζει: δαίμονας τρομερός
Με την περπατησιά του σμίγει πίσω.
Μα γρήγορα ένας άνεμος πάνω μου φύσηξε,
Χωρίς είτε ήχο ή κίνηση να προκαλέσει:
Ο δρόμος του πάνω στη θάλασσα δεν ήταν,
Μ’ ένα ρυτίδιασμα ή με σκιά.
Σήκωσε τα μαλλιά μου, το πρόσωπο
Μου ρίπισε σαν ανοιξιάτικος ζέφυρος
Μέσα σε λιβάδι – Παράξενα
Με τους φόβους μου αναμείχτηκε,
Αλλά τον ένιωσα σαν καλωσόρισμα.
Γρήγορα, γρήγορα το καράβι έφευγε,
Αλλά ταυτόχρονα έπλεε απαλά:
Γλυκά, γλυκά η αύρα φυσούσε-
Πάνω σε μένα μόνο φυσούσε.
Και
σαν σε όνειρο χαράς, αντίκρισα τη γενέθλια χώρα μου! Τα αγγελικά
πνεύματα άφησαν τα νεκρά σώματα κι εμφανίστηκαν στις δικιές τους πια
μορφές που ήταν από φως. Έμοιαζαν με σινιάλα που γίνονταν προς τη
στεριά. Ένα αξιολάτρευτο φως ήταν το καθένα τους. Σε λίγο άκουσα χτύπο
κουπιών και μια βάρκα είδα να πλησιάζει. Ο πλοηγός με τον βοηθό του
διακρίνονταν…
Αγαπημένε Ουράνιε Πατέρα! Τι χαρά,
Οι νεκροί να μ’ αφανίσουν δεν μπορούσαν!
Είδα έναν τρίτο. – Τη φωνή του άκουσα:
Είναι ο Ερημίτης ο καλός!
Έψελνε δυνατά τους θεϊκούς του ύμνους
Που μες στο δάσος ετοιμάζει.
Αυτός θα δώσει στην ψυχή μου άφεση, αυτός
Από το αίμα του Άλμπατρος θα με ξεπλύνει.
Η
βάρκα πλησίασε κι άλλο το καράβι, αλλ’ ούτε μιλούσα εγώ ούτε κινιόμουν.
Ξάφνου κάτω απ’ τα νερά έγινε μια βοή. Έφτασε η βάρκα πίσω απ’ το
καράβι, τον κόλπο άνοιξε στα δυο και το καράβι σαν μολύβι βούλιαξε.
Γρήγορα βρέθηκα όπως στα όνειρα στου Πλοηγού τη βάρκα.
Κούνησα τα χείλια μου, κι ο Πλοηγός
Έβγαλε μια κραυγή κι έπεσε σε παροξυσμό ˙
Ο ευσεβής Ερημίτης σήκωσε τα μάτια του
Και προσευχήθηκε εκεί που καθόταν.
Έπιασα τα κουπιά: ο βοηθός του Πλοηγού
Που τώρα πήγαινε να τρελαθεί
Γελούσε δυνατά και συνέχεια, κι όλο
Τα μάτια του γύρναγαν από δω κι από ‘κει.
«Χα! Χα!» είπε «βλέπω καθαρά
Πως ο Διάβολος ξέρει να τραβάει κουπί.»
Και τώρα, στον δικό μου τόπο,
Στεκόμουν πάνω σε στέρεη γη!
Μακριά από τη βάρκα ο Ερημίτης έφευγε
Και μόλις που στεκόταν όρθιος.
«Εξομολόγησε με,
Εξομολόγησέ με άγιε άνθρωπε!»
Ο Ερημίτης τα φρύδια του σούφρωσε.
«Γρήγορα πες μου», είπε,
«Πες μου σε παρακαλώ-
Τι είδους άνθρωπος είσαι εσύ;»
Μέσα σε μια στιγμή το κορμί μου συσπάστηκε
Από αγωνία αξιοθρήνητη,
Που μ’ ανάγκασε την ιστορία μου ν’ αρχίσω
Και έπειτα μ’ άφησε ήσυχο και πάλι.
Και από τότε σε ώρα απροσδιόριστη
Η αγωνία γυρνά και πάλι:
Κι ώσπου να πω τη φρικτή ιστορία μου,
Τούτη η καρδιά μέσα μου φλέγεται.
Περνάω, όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα ˙
Μιαν αλλόκοτη δύναμη έχω
Που να μιλώ με κάνει ˙
Απ’ τη στιγμή που βλέπω την όψη του
Γνωρίζω τον άνθρωπο
Που να μ’ ακούσει πρέπει:
Σ’ αυτόν την ιστορία μου διδάσκω.
Έχε γειά, έχε γειά! Μα τούτο λέω
Σε σένα Καλεσμένε στο Γάμο!
Προσευχήθηκε πολύ αυτός π’ αγάπησε πολύ
Κι ανθρώπους και πουλιά και ζώα.
Και προσευχήθηκε ακόμα πιο πολύ εκείνος
Που αγάπησε ακόμη περισσότερο όλα
Όσα υπάρχουν, και μεγάλα και μικρά ˙
Γιατί ο Θεός που την αγάπη του μας δίνει
Έπλασε και τ’ αγαπάει όλα.
Ο Ναυτικός που τα μάτια του έλαμπαν
Και τη γενειάδα του είχε ασπρίσει ο χρόνος
Έφυγε: και τώρα ο Καλεσμένος στο Γάμο
Την πλάτη έστρεψε στου γαμπρού την πόρτα.
Πήγαινε σαν κάποιος που ‘χει άναυδος μείνει
Και τις αισθήσεις έχει χάσει:
Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός
Τ’ άλλο πρωί σηκώθηκε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου