Κριτικό Κείμενο.
Ο φιλόσοφος και οι σκιές του.
Δεν ανήκω σε αυτούς που κυνήγησαν, και κυνηγάνε ακόμα, την σκιά τού σπουδαίου νεοκομμουνιστή φιλοσόφου Μπαντιού στην Αθήνα. Για το Παρίσι και αλλού δεν ξέρω τι έκαναν όσοι θεωρώ ότι θα μπορούσαν να είναι «όμοιοί» μου.
Κάτι έγινε κάπου εκεί στα τέλη τής δεκαετίας τού ’90, και χάσαμε μερικοί πολλά επεισόδια από τα ψυχοδράματα και τα πολιτικά δράματα που άρχισαν να παίζονται στα ιδεολογικά και ψυχικά παρασκήνια τής μετασοβιετικής κατάστασης του κινήματος.
Μείναμε σε παλιές διαμάχες και διχοτομίες, όπως «υπάρχει το ενδεχόμενο να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα» και άλλα παλαιοσταλινικά και παλαιοτροτσκιστικά.
Η απάντησή μας τότε, ενός μέρους αυτού του «εμείς», ήταν ναι, μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός σε μία χώρα.
Ανήκαμε στην τρισκατάρατη, σήμερα σχεδόν αφανισμένη τάση ενός κάποιου είδους σταλινισμού.
Κάποτε και ο Γκράμσι απαντούσε παρόμοια, αλλά ποιος νοιάζεται σήμερα για αυτά που έλεγε κάποτε ο Γκράμσι, ξεπερασμένα πράγματα αυτά, όχι σαν τα άλλα τού ιδίου περί ηγεμονίας.
Έτσι είναι οι ιδεολογικές εποχές, οι φρέσκοι εκπρόσωποί τους λαμβάνουν ό,τι θέλουν από το παρελθόν και παρελαύνουν περήφανοι αφήνοντας πίσω τους τα «σκάρτα».
Ο φιλόσοφος μας, ο αγαπημένος Γάλλος μου, μπορεί να έκανε παρέλαση στην Αθήνα με τον φανφαρόνο αρχιτροτσκιστή, άρα το θέμα που προανέφερα δεν το θεωρεί καθοριστικό.
Εγώ δεν θα πάω στον πάγκο μου, γιατί είμαι ήδη εκεί από τότε, με πολύ κόσμο.
Και από εκεί βλέπω ότι το «κίνημα» έχει σχέση με τις δομές του ύστερου καπιταλισμού, όχι από την σκοπιά τής εναντίωσης αλλά της ακολούθησης.
Πώς και γιατί, και τι σχέση έχει αυτό με τον φιλόσοφο και τις σκιές του, ακολουθεί.
*
Για την αντινομία.
Οι έννοιες της «αντινομίας» και της «αντινομικότητας» δεν έχουν την ίδια απήχηση στη ριζοσπαστική διαλεκτική όπως η «αντίφαση» και η «αντίθεση», διότι απηχούν αδιέξοδα των οποίων η λύση δεν είναι ορατή.
Η ριζοσπαστική διαλεκτική ζει με ορίζοντες και εξασφαλισμένες υπερβάσεις, ακόμα και όταν καμώνονται οι φορείς της τον εμμενοκράτη.
Η ανάγκη για τελική λύση είναι τόσο βαθιά ώστε και όταν αποστατούν στο «αστικό» στρατόπεδο ή σε θεοκρατία, εθνικισμό, φιλελευθερισμό, διατηρούν την ανάγκη ενός εξασφαλισμένου ορίζοντα υπέρβασης.
Ορισμός χρήσιμος εδώ, χωρίς θαρρώ καντιανή σχολαστικότητα: όταν μια κατάσταση αντίκειται σε άλλη συμμετρικά ανταγωνιστική και δεν υπάρχει δυνατότητα τελικής υπερίσχυσης καμίας, και όταν απουσιάζει τρίτος συντελεστής που να τις υπερβαίνει, μιλάμε για καταστασιακή αντινομία.
Δεν με ενδιαφέρει μια εκδοχή που εξισώνει κεφάλαιο και σοσιαλισμό ως ισοδύναμα αδιέξοδα.
Ο καπιταλισμός είναι ιστορικά αδιέξοδος, ο κομμουνισμός όχι.
Η αντινομία που με αφορά περιέχει δύο πόλους που αλληλοετεροκαθορίζονται αδιέξοδα, σε ατέρμονη αντανάκλαση, χωρίς λύση μέσω επικράτησης του ενός ή μιας τρίτης αρχής.
*
Σημεία μη φυγής [α]
Όσο το δυνατόν συντομότερα και πυκνότερα, το αδιέξοδο τής εξέγερσης και της εξιδανίκευσής της.
Η επανάσταση, σε όλες τις ιστορικές και ταξικές μορφές της, είναι διεργασία κρατικής επανασύστασης, γι’ αυτό και η μαρξιστική επανάσταση έφτασε νοητικά έως το όριο τής απονέκρωσης του κράτους στην φάση μετά την επανάσταση.
Οι αντιφάσεις αυτού του σχεδίου δεν ήταν απλή αντίθεση κρατικότητας και ελευθερίας.
Η νεοσταλινική αναρχοσταλινική ερμηνεία του Μπαντιού εγγίζει το όριο μιας αντινομικής σκέψης, όμως υποστασιοποιεί αρνητικά την κρατικότητα και τελικά της αποδίδει θετικό ρόλο όταν τίθενται τα ζητήματα «ασφάλειας» του νέου καθεστώτος, ενώ μυθοποιείται η εξέγερση ως καθαρή δημοκρατία.
Τα γεγονότα μιλούν αλλιώς, η αρχική φλόγα εξέγερσης, όπου υπάρχει, είναι ήδη υπαγμένη σε ιδέα κρατικότητας.
Αναρχική επανάσταση αυτοτελώς δεν έχει υπάρξει ούτε θα υπάρξει, επειδή επανάσταση σημαίνει κατάληψη του κράτους κατά έναν τρόπο, έστω αν ο στόχος είναι η αποσυγκέντρωση ή η απονέκρωση.
Μπορούμε να προτιμήσουμε τον όρο «πολιτειακότητα», να αποφύγουμε τη λέξη «κρατικότητα», αλλά χωρίς θετική αναφορά σε μορφή πολιτειακής ισχύος η στρατηγική γίνεται αφελής.
Η αντινομία ανάμεσα σε εργατική δημοκρατία και εργατική κρατικότητα παραμένει, και αν δεν την αναδείξεις ως αντινομία θολώνεις την ίδια την προβληματική.
*
Σημεία μη φυγής [β].
Κάθε εξέγερση ή ανατρεπτική κίνηση που εμπνέεται από πολιτειακό σχέδιο προκαθορίζεται ως προς την έκβασή της από τις ίδιες τις Ιδέες της, ανεξάρτητα από μετέπειτα αλλοιώσεις.
Η ώριμη φάση, όταν επέρχεται η επανάσταση, συνεπάγεται συχνά αντιρομαντική παρέκκλιση από μιλιταριστικές ελίτ, αλλά το γενικό σχήμα δεν αναιρεί το αρχικό σχέδιο, είτε είναι ριζοσπαστικό προοδευτικό είτε ριζοσπαστικό συντηρητικό.
Αυτό αφορά το 1848, και εθνοδημοκρατικές επαναστάσεις που κράτησαν στενότερο εθνοδημοκρατικό ή θρησκευτικό, θεοκρατικό χαρακτήρα.
Τα όρια και οι αντινομικοί περιορισμοί δεν υπάγονται αποκλειστικά στις ιδιομορφίες των παλαιών δυτικοευρωπαϊκών παραδειγμάτων.
Υπάρχει ιστορική ενότητα ανάμεσα στην αρχική εξεγερτική και στην κύρια επαναστατική διεργασία, με ιδεολογικό και πολιτισμικό προκαθορισμό που ρυθμοποιεί όλες τις φάσεις.
Όταν βλέπουμε μια επαναστατική διεργασία από σκοπιά ματαίωσης, να αποφεύγουμε την κουραστική θρηνωδία, ειδικά αν είμαστε αριστεροί ή αναρχικοί.
Αν η επανάσταση τείνει κάπου που δεν μας αρέσει, να δούμε τι πραγματικά ήταν.
Ο δημοκρατισμός των μεσανατολικών εξεγέρσεων δεν είναι ανατύπωση του 1848, δεν είναι πάντα αποκλειστικά εθνοδημοκρατικός, και όταν είναι, δεν είναι πρόβλημα καθεαυτό, εκτός αν είσαι ρατσιστικά αντιεθνικιστής δυτικός.
Συχνά δεν περιορίζεται στον νεωτερικό εθνοδημοκρατισμό αλλά κινείται προς εθνοθεοκρατικές μορφές, όπως στο Ιράν, ή προς φασίζοντα σουνιτικά ισλαμιστικά κινήματα.
Όταν δεν κατανοείς τους ιδεοπολιτειακούς προκαθορισμούς των άλλων, δεν ξέρεις πού πάνε τα τέσσερα, χάνεις συμμάχους και ανοίγεις πόρτες σε εχθρούς, γεννιέται ισλαμόφιλος αριστερισμός και έτσι τρέφεται η δυτική ακροδεξιά.
*
Συμπλήρωμα για την έννοια της αντινομίας.
Οι μεταξύ τους αντινομικές οντότητες, πέρα από τον αδιέξοδο αλληλοετεροκαθορισμό τους, περιέχουν δύο ακόμα προσδιορισμούς.
Αναφέρονται σε ένα κοινό πεδίο ερώτησης, ως διαφορετικές απαντήσεις στο ίδιο ερωτηματικό πεδίο.
Και οι δύο φέρουν σχετικά ισχυρό ή απόλυτο βαθμό ισχύος, κατά κάποιο τρόπο ισχύουν και οι δύο ενώ αντιφάσκουν.
*
Κρίσιμο συμπέρασμα, εξέγερση, επανάσταση, κρατικότητα, αντινομία.
Η πολιτική σκέψη που σέβεται την ιστορική πραγματικότητα οφείλει να αποδεχτεί την αντινομία.
Δεν λύνεις την ένταση ανάμεσα στην εργατική δημοκρατία και την εργατική κρατικότητα με ένα σύνθημα, δεν καταργείς τη μεταβατική κυριαρχία με βαπτίσεις, ούτε την υπερβαίνεις με επίκληση της καθαρής συνέλευσης.
Η επανάσταση είναι η οργάνωση αυτού του αδιεξόδου με όρους που μειώνουν την αυτονομία του κρατικού μηχανισμού, πολλαπλασιάζουν τα σημεία κοινωνικού ελέγχου και κρατούν ανοιχτό τον ορίζοντα της απονέκρωσης, όχι ως μυστικιστική υπόσχεση αλλά ως μετρήσιμο δείκτη αποσυγκέντρωσης ισχύος.
Ο εξεγερτισμός, αν δεν θέλει να γίνει θέαμα, οφείλει να δεθεί με θετικό πολιτειακό σχέδιο, αλλιώς παραδίδει την έκβαση στους επαγγελματίες της τάξης ή στους θεολογικούς διαδόχους της.
Εδώ κρίνονται οι συμμαχίες, η γλώσσα και τα όρια, όχι στο άπειρο της καθαρής άρνησης.
Χωρίς στρατηγική, η εξέγερση γίνεται τελετή.
Χωρίς αντινομική νηφαλιότητα κατά την ιδεολογική αυτοεπεξεργασία της, η επανάσταση γίνεται μύθος του κράτους.