αναδημοσίευση από:
Η εξέγερση και η Δύση
(Α.Μπαντιού, Το ξύπνημα τής Ιστορίας, κεφ. V, σελ.71-81)
Μια ιστορική εξέγερση αποτελεί πρόκληση
για το Κράτος, καθώς τις περισσότερες φορές, μέσω τού αιτήματος τής
απομάκρυνσης των κυβερνώντων, εγείρεται ο κίνδυνος για μια απότομη και
απροετοίμαστη αλλαγή ή ακόμη και η προοπτική τής ολοκληρωτικής του
κατάρρευσης (όπως πράγματι συνέβη με το μοναρχικό καθεστώς τού Σάχη στο
Ιράν πριν από τριάντα χρόνια). Από την άλλη πλευρά, πολύ δύσκολα θα
υποστήριζε κανείς ότι η εξέγερση θα δώσει όλες τις απαντήσεις για τη
φύση και την έκταση τής διαδικασίας πολιτικής αλλαγής στην οποία θα
υποβληθεί το Κράτος μετά το ξέσπασμά της· η εξέγερση δεν μπορεί με
κανέναν τρόπο να προκαθορίσει τη μοίρα τού Κράτους.
Στα μαζικά κινήματα ιστορικών διαστάσεων,
υπάρχουν βέβαια πάντα άνθρωποι που πιστεύουν ειλικρινά στο αντίθετο.
Θεωρούν δηλαδή ότι οι λαϊκές δημοκρατικές πρακτικές τού κινήματος (μιας
οποιασδήποτε ιστορικής εξέγερσης, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου)
συνιστούν, κατά κάποιο τρόπο, πρότυπο για το μελλοντικό Κράτος. Στις
συνελεύσεις που διοργανώνονται οι παριστάμενοι συμμετέχουν επί ίσοις
όροις, όλοι έχουν δικαίωμα λόγου, οι κοινωνικές, θρησκευτικές,
φυλετικές, εθνοτικές, έμφυλες κ.λπ. διαφορές δεν έχουν πλέον καμιά
σημασία, οι αποφάσεις λαμβάνονται πάντοτε συλλογικά κ.ο.κ. Φαινομενικά,
τουλάχιστον. Διότι οι πιο έμπειροι αγωνιστές γνωρίζουν πώς να
διοργανώσουν μια συνέλευση μέσω μιας ολιγομελούς, προκαταρκτικής
συνάντησης, η οποία θα παραμείνει τελικά μυστική. Αυτό όμως λίγη σημασία
έχει, καθώς η αλήθεια είναι ότι τις περισσότερες φορές η τελική απόφαση
θα είναι ομόφωνη. Και αυτό διότι θα επικρατήσει, ως αποτέλεσμα τής
συζήτησης, η ισχυρότερη και δικαιότερη πρόταση. Εν προκειμένω μπορούμε
να πούμε ότι η «νομοθετική» εξουσία — η εξουσία διατύπωσης μιας νέας
κατευθυντήριας οδηγίας — ταυτίζεται όχι μόνο με την εξουσία «εκτέλεσης» —
την εξουσία εξειδίκευσης και εφαρμογής των προβλέψεών της — αλλά και με
αυτήν τού ενεργού συλλογικού-λαϊκού υποκειμένου, που εκφράζεται
συμβολικά από την ίδια τη συνέλευση.
Γιατί, λοιπόν, να μην διευρυνθεί το πεδίο
εφαρμογής αυτών των στοιχείων τής μαζικής δημοκρατίας, που άλλωστε
προκαλούν τόσο μεγάλο ενθουσιασμό, ώστε να συμπεριλάβει ολόκληρο το
Κράτος; Αυτό αποκλείεται για τον απλό λόγο ότι μεταξύ τής εξεγερσιακής
δημοκρατίας και τού μονότονα επαναληπτικού, τυφλού και καταπιεστικού
συστήματος λήψης των κρατικών αποφάσεων — ακόμη και κυρίως όταν αυτές
παρουσιάζονται ως «δημοκρατικές» — υπάρχει τόσο μεγάλο χάσμα, που κατά
τον Μαρξ ο μόνος πιθανός τρόπος για την αναίρεσή του θα ήταν μέσω τής
ολοκλήρωσης μιας διαδικασίας μαρασμού τού ίδιου τού Κράτους. Απαραίτητη
δε προϋπόθεση για την ευόδωση τής διαδικασίας αυτής θα είναι όχι η
καθολική εξάπλωση τής μαζικής δημοκρατίας, αλλά το διαλεκτικό της
αντίθετο, η επιβολή μιας σφιχτής και αδυσώπητης μεταβατικής δικτατορίας.
Ως προς το σημείο αυτό, ο Μαρξ είχε χωρίς
αμφιβολία δίκαιο και θα επανέλθω αργότερα στο λογικό αυτό παράδοξο, το
οποίο σχετίζεται με την ύπαρξη μιας αναπόφευκτης συνέχειας μεταξύ,
αφενός μεν, τής εξισωτικής δημοκρατίας που εγκαθιδρύεται εντός των κόλπων τής ίδιας τής ιστορικής εξέγερσης, αφετέρου δε, τής λαϊκής δικτατορίας που ασκείται προς τα έξω, προς την κατεύθυνση των εχθρών και των υπόπτων (πράγμα δια τού οποίου επιχειρείται η πολιτική πραγμάτωση τού καθήκοντος πίστης προς την εξέγερση).
Είναι όμως αρκετό, προς το παρόν, να
παρατηρήσουμε ότι μια ιστορική εξέγερση δεν παρέχει αφ’ εαυτής καμία
εναλλακτική λύση όσον αφορά την εξουσία την οποία σκοπεύει να ανατρέψει.
Και εδώ διαπιστώνεται μια πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ «ιστορικής
εξέγερσης» και «επανάστασης», εάν ληφθεί υπόψη ότι, τουλάχιστον από την
εποχή τού Λένιν, η τελευταία θεωρείται ότι διαθέτει από μόνη της τα μέσα
για την επιτυχή και άμεση κατάληψη τής εξουσίας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι
εξεγερμένοι πάντα διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι το νέο καθεστώς
ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με εκείνο που ανατράπηκε από την εξέγερση. Την
αρχετυπική μορφή τής σχέσης αυτής ενσαρκώνει το καθεστώς που
εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση τού Ναπολέοντα Γ΄, ως συνέπεια τής
στρατιωτικής ήττας και των ταραχών τής 4 Σεπτεμβρίου 1870, και στο οποίο
κυρίαρχη θέση είχε το πολιτικό προσωπικό που προήλθε από την
αποκαλούμενη «αντιπολίτευση» στο καθεστώς τής Αυτοκρατορίας. Η «νέα»
αυτή εξουσία έδειξε ξεκάθαρα με το μέρος τίνος ήταν, όταν μερικούς μήνες
αργότερα κατέσφαξε, χωρίς καμία τύψη, χιλιάδες εργάτες τής Παρισινής
Κομμούνας, δείχνοντας έτσι το πραγματικό αντιλαϊκό και βάρβαρο πρόσωπό
της.[1]
Το κομμουνιστικό κόμμα, με την έννοια που του έδωσε το ΣΔΕΚΡ[2]
και κατόπιν η φράξια των Μπολσεβίκων, ήταν μια οργάνωση που, βάσει μιας
διεξοδικής ανάλυσης τής Κομμούνας τού Παρισιού από τον Λένιν, κρίθηκε
κατάλληλη να ενσαρκώσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας και να
θεμελιώσει ένα νέο Κράτος ύστερα από την ολοκληρωτική καταστροφή τού
παλιού τσαρικού κρατικού μηχανισμού.
Όταν το εξεγερσιακό σχήμα μετατραπεί σε
πολιτικό σχηματισμό, όταν, δηλαδή, θα διαθέτει το απαραίτητο πολιτικό
προσωπικό, ώστε, σε γενικές γραμμές, να μην χρειάζεται πλέον να
προσφύγει στους επαγγελματίες βετεράνους τής κρατικής πολιτικής, τότε
μπορεί κανείς να πει ότι η μεσοδιαστηματική περίοδος έφτασε στο
τέλος της. Και αυτό διότι μια νέα πολιτική θα έχει αδράξει την ευκαιρία
που της παρουσιάστηκε μέσω τής αφύπνισης τής Ιστορίας, όπως αυτή
εκφράστηκε, σε συμβολικό επίπεδο, με το ξέσπασμα μιας ιστορικής
εξέγερσης.
Για να επιστρέψουμε στις ιστορικές
εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο και στην
Τυνησία, είναι ήδη προφανές ότι αυτές θα συνεχιστούν παρά ή, μάλλον,
λόγω των εσωτερικών διαιρέσεων που θα προκύψουν. Μια μερίδα των
εξεγερμένων — οι πιο νέοι, οι πιο αποφασισμένοι ή οι πιο οργανωμένοι —
θα καταγγείλουν δημόσια ότι οι μεταβατικές κυβερνήσεις, που μόλις
ανέλαβαν την εξουσία και πίσω από τις οποίες συχνά υποκρύπτεται η
μονιμότητα και η συνέχεια των σημαντικότερων θεσμών και οργάνων τού
παλαιού καθεστώτος (όπως είναι για παράδειγμα ο στρατός στην Αίγυπτο),
είναι τόσο ξένες προς το λαϊκό κίνημα, ώστε να είναι εξίσου ανεπιθύμητες
με τις κυβερνήσεις τού Μπεν Αλί ή τού Μουμπάρακ. Οι διαμαρτυρίες όμως
αυτές δεν θα κατορθώσουν, τουλάχιστον προς το παρόν, να διαμορφώσουν την
ιδέα βάσει τής οποίας θα μπορέσει να πάρει οργανωμένη μορφή η
πιστότητα προς την ιστορική εξέγερση. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την έντονη
αμηχανία και αναποφασιστικότητα των εμπλεκομένων, στοιχείο το οποίο,
υπό μια καθαρά τυπική θεώρηση των πραγμάτων, επιτρέπει τον παραλληλισμό
τής σημερινής κατάστασης στον αραβικό κόσμο με αντίστοιχες καταστάσεις
που συνέβησαν τον 19ο αιώνα.[3]
Μετά απ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να
αποφύγουμε το ερώτημα: ποια είναι τα κριτήρια που επιτρέπουν να
αξιολογηθεί η σημασία μιας εξέγερσης, να αποτιμηθεί το εύρος τής
ιστορικής αφύπνισης που αυτή ενσαρκώνει;
Οι δυτικές δυνάμεις και τα εξαρτώμενα από
αυτές μέσα ενημέρωσης είχαν εξ αρχής έτοιμη την απάντηση: σύμφωνα με
την οπτική τους, οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες διαπνέονται από την
επιθυμία τής «ελευθερίας», με την έννοια που δίνουν στη λέξη αυτή οι
κάτοικοι τής Δύσης, νοούμενης δηλαδή ως «ελευθερογνωμίας» — η οποία έχει
όμως ως σταθερό σημείο αναφοράς αφενός τον αχαλίνωτο καπιταλισμό (την
«ελευθερία τού επιχειρείν») και αφετέρου το πολίτευμα που θεμελιώνεται
στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση (μέσω τής διεξαγωγής «ελεύθερων
εκλογών», οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής διαχειριστών τού υπάρχοντος συστήματος ανάμεσα σε υποψήφιους που δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα μεταξύ τους).
Όσον αφορά τις εξεγέρσεις στον αραβικό
κόσμο, οι κυβερνώντες μας και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης προτείνουν
ουσιαστικά ένα απλό ερμηνευτικό σχήμα. Εδώ υποτίθεται ότι εκδηλώνεται
αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί επιθυμία για τη Δύση: με άλλα
λόγια, η επιθυμία να «απολαύσουν» και αυτοί όλα όσα ήδη «απολαμβάνουμε»
εμείς οι χορτασμένοι και απαθείς πολίτες των εύπορων χωρών· η επιθυμία
τους να ενσωματωθούν, επιτέλους, στον «πολιτισμένο κόσμο»· τον κόσμο που
οι Δυτικοί, αμετανόητοι απόγονοι ρατσιστών εποίκων, πιστεύουν ακράδαντα
ότι εκπροσωπούν, και μάλιστα σε σημείο που να στήνουν διεθνή
«δικαστήρια» για να δικάσουν εκείνους που πρεσβεύουν διαφορετικές αξίες
και αρχές (έστω κι αν αυτές μερικές φορές είναι, πράγματι, ελάχιστα
αξιέπαινες) ή ακόμα και όσους μοιάζουν απλώς να προσπαθούν να
αποτινάξουν τη βαριά κηδεμονία τής «διεθνούς κοινότητας» (έστω κι αν
ενίοτε ενεργούν με καθαρά ιδιοτελή κίνητρα). Ωστόσο, όταν οι Δυτικοί
περιβάλλουν τις παρεμβάσεις του με τον μανδύα τού Νόμου, δείχνουν να
ξεχνούν ότι η υποτιθέμενη εξουσία τους να υπαγορεύουν το Αγαθό δεν είναι
παρά ένα εκσυγχρονισμένο όνομα για τον ιμπεριαλιστικό παρεμβατισμό.
Κάθε μαζικό κίνημα εκφράζει αναμφίβολα ένα επιτακτικό αίτημα ελευθερίας.
Εφόσον μάλιστα πρόκειται για βαθιά διεφθαρμένα, αυταρχικά και απόλυτα
υποταγμένα στις ιμπεριαλιστικές επιθυμίες καθεστώτα, όπως αυτά τού Μπεν
Αλί και τού Μουμπάρακ, ένα τέτοιο αίτημα είναι απόλυτα θεμιτό και
δικαιολογημένο. Από την άλλη, όμως, η άποψη ότι η εν λόγω επιθυμία
συνιστά, κατ’ ουσίαν, επιθυμία για τη Δύση εμφανίζεται απείρως πιο
προβληματική.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι έως σήμερα δεν
έχει υπάρξει απολύτως καμία ένδειξη για την πρόθεση τού Δυτικού Μπλοκ να
μεριμνήσει για την υλοποίηση τής «ελευθερίας» στις χώρες όπου
παρεμβαίνει, ενίοτε και ενόπλως. Εκείνο που έχει σημασία για εμάς τους
«πολιτισμένους» είναι η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα «είστε μαζί μας
ή όχι;», εννοώντας, βεβαίως, με την έκφραση αυτή την εθελόδουλη ένταξή
τους στο σύστημα τής παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, πράγμα που
επιτυγχάνεται μέσω ενός διεφθαρμένου, ντόπιου πολιτικού προσωπικού το
οποίο δραστηριοποιείται στο έδαφος των χωρών αυτών συνεργαζόμενο στενά
με αντεπαναστατικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις,
εκπαιδευμένες, εξοπλισμένες και πλαισιωμένες από δικούς μας
στρατιωτικούς, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και εμπόρους εξοπλισμών. Αν
και ορισμένες «φίλες χώρες» όπως η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν, η
Νιγηρία, το Μεξικό — και πολλές άλλες ακόμη — είναι εξίσου, αν όχι
περισσότερο διεφθαρμένες και αυταρχικές με την Τυνησία τού Μπεν Αλί και
την Αίγυπτο τού Μπουμπάρακ, σπάνια ακούει κανείς να εκφέρουν γνώμη επί
τού θέματος κάποιοι από εκείνους που, με αφορμή τα γεγονότα στην Τυνησία
και την Αίγυπτο, εμφανίστηκαν ως θερμοί υποστηρικτές όλων ανεξαιρέτως
των εξεγέρσεων υπέρ τής ελευθερίας. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι τα Κράτη
μας προτιμούν την ηρεμία και την σταθερότητα που εξασφαλίζουν τα φιλικά
δικτατορικά καθεστώτα από την αβεβαιότητα τής εξέγερσης. Από τη στιγμή,
όμως, που αυτή θα ερμηνευθεί ως — ή, προτιμότερο, καταλήξει να αποτελεί
— έκφραση τής επιθυμίας για τη Δύση, τότε οι πολιτικοί μας και τα μέσα
ενημέρωσης θα σπεύσουν να τη χαιρετήσουν.
Μια τέτοια ωστόσο έκβαση δεν είναι
εξασφαλισμένη. Και μόνο το γεγονός ότι, στη Λιβύη, οι Γάλλοι και οι
Άγγλοι υποχρεώθηκαν (με τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί σε ρόλο κολαούζου και
προπαγανδιστή) να φτιάξουν οι ίδιοι το «αντάρτικο» — μαζεύοντας
ανθρώπους τού σκοινιού και τού παλουκιού, τους οποίους εξόπλισαν,
οργάνωσαν και συνέδραμαν από αέρος και εκ των οποίων, όπως έγινε γνωστό,
οι μόνοι αξιόμαχοι ήταν (άκουσον, άκουσον!) βετεράνοι τής Αλ Κάιντα που
αποδείχθηκαν, έως τώρα τουλάχιστον, πειθήνια όργανα των Δυτικών (η
Λιβύη είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου κάποιοι είχαν την έμπνευση να
επευφημήσουν τον Σαρκοζί) — δείχνει τελικά πόσο πολύ οι κυβερνώντες μας
αγωνιούν για το ενδεχόμενο μήπως οι αληθινές εξεγέρσεις φέρουν στο φως
κάτι άλλο από την άμετρη αγάπη των εξεγερμένων για τους αυτοκρατορικούς
πολιτισμούς μας. Το να γίνεται λόγος για συγκλονιστική «νίκη των
ανταρτών», μετά από πέντε μήνες στρατιωτικών επιχειρήσεων με τη
συμμετοχή αγγλογαλλικών αεροπορικών δυνάμεων υπό αμερικανικό
επιχειρησιακό έλεγχο, ελικοπτέρων εφόδου, στρατιωτικών στελεχών και
πρακτόρων εδάφους, είναι ειλικρινά γελοίο.
Όμως, είναι αυτού τού είδους η νίκη που λατρεύουν οι Δυτικοί («Τη δουλειά την κάναμε εμείς»,
όπως ομολόγησε απερίφραστα ο ίδιος ο Ζιπέ), κι αυτό γιατί, σε περίπτωση
που πρόκειται για γνήσιες λαϊκές εξεγέρσεις, θα τους βασανίζει συνέχεια
η σκέψη πως ίσως τελικά έχουν να κάνουν με ανθρώπους που δεν θέλουν να
γκαρίζουν για το χατίρι τού Κάμερον, τού Σαρκοζί και τού Ομπάμα. Μήπως —
κι εδώ είναι ολοφάνερη η αγωνία τους — όλα όσα συμβαίνουν σχετίζονται
με μια αδιαμόρφωτη ακόμη αλλά πολύ δυσάρεστη για αυτούς Ιδέα; Μήπως
αναδεικνύουν μια αντίληψη για τη δημοκρατία εντελώς διαφορετική από τη
δική τους; Εν μέσω τής αβεβαιότητας αυτής, το συμπέρασμα στο οποίο
οδηγούνται είναι το ακόλουθο: «ας ξεσκονίσουμε, λοιπόν, τα όπλα μας,
επιλέγοντας καναδυό στόχους για εξάσκηση».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να
προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τι είναι ή τι
μπορεί να είναι ένα λαϊκό κίνημα που ανάγεται σε μια «επιθυμία τής
Δύσης» και ποια μορφή θα μπορούσαν να λάβουν οι σημερινές εξεγέρσεις,
εάν κατάφερναν να ξεπεράσουν τον θανάσιμο αυτό πειρασμό.
Μια πρώτη απόπειρα θα ήταν να πούμε ότι,
όταν ενδίδει στην επιθυμία τής Δύσης, η εξέγερση θα προσδιορίζεται κατά
άμεσο τρόπο από τον αντιαυταρχικό της χαρακτήρα, οπότε ναι μεν η αρνητική και λαϊκή της δύναμη θα πηγάζει από το συγκεντρωμένο πλήθος, πλην όμως ως δύναμη κατάφασης
θα συμμορφώνεται αποκλειστικά και μόνο με τις αρχές και τα πρότυπα που
αποτελούν το καύχημα τής Δύσης. Ένα λαϊκό κίνημα που ανταποκρίνεται στον
ορισμό αυτό είναι πιθανό ότι θα διοχετεύσει όλο το δυναμικό του στην
κατεύθυνση τής προώθησης ορισμένων ασήμαντων συνταγματικών
μεταρρυθμίσεων και τής διεξαγωγής εκλογών υπό τη στενή εποπτεία τής
«διεθνούς κοινότητας», στις οποίες, προς έκπληξη όλων των συμπαθούντων,
θα κυριαρχήσουν είτε οι γνωστοί επαγγελματίες μισθοφόροι στην υπηρεσία
των συμφερόντων τής Δύσης είτε μια ξαναζεσταμένη σούπα από «μετριοπαθείς
ισλαμιστές», από τους οποίους, όπως γίνεται σιγά-σιγά αντιληπτό, δεν
έχουν να φοβηθούν σχεδόν τίποτα οι κυβερνώντες μας. Αυτό που ισχυρίζομαι
είναι ότι στο τέλος μιας τέτοιας διαδικασίας γινόμαστε μάρτυρες ενός
φαινομένου υπαγωγής και προσάρτησης στη Δύση.
Σύμφωνα με την ερμηνεία που επικρατεί στα
μέρη μας, το εν λόγω φαινόμενο, το οποίο περιγράφεται ως «νίκη τής
δημοκρατίας», είναι η φυσιολογική και επιθυμητή κατάληξη των
εξεγερσιακών διαδικασιών που εκτυλίσσονται στον αραβικό κόσμο.
Έτσι άλλωστε εξηγείται γιατί, στον τόπο
μας, αντιθέτως, οι εξεγέρσεις προκαλούν τον αποτροπιασμό και
αντιμετωπίζονται με βάρβαρη καταστολή. Αφού οι «καλές εξεγέρσεις»
χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι διεκδικούν την υπαγωγή τους στη Δύση,
γιατί να μπει κανείς στον κόπο να εξεγερθεί στις αναπτυγμένες και
σταθερές δημοκρατίες μας, εκεί δηλαδή όπου η εν λόγω υπαγωγή αποτελεί
πάγια κατάσταση; Οι άπλυτοι (οι Άραβες, οι Νέγροι, οι Ασιάτες και οι
υπόλοιποι εργάτες στις χώρες-κολαστήρια) διατηρούν το «δικαίωμα» — από
καιρού εις καιρό και χωρίς υπερβολές — να θέλουν να γίνουν «σαν και
μας»· πόσο μάλλον όταν κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί στον αιώνα
τον άπαντα και ενώ θα συνεχίζεται με διάφορες μορφές η πατροπαράδοτη
πρακτική τής αποικιακής λεηλασίας, που τροφοδοτεί την αδιαφορία και την
απάθειά μας. Από την άλλη, στις χώρες μας, τους παρέχεται το δικαίωμα
τής εργασίας και τής ψήφου που οφείλουν να ασκούν σιωπηρώς και κατά
μόνας. Κι άμα θέλουν, ας κάνουν αλλιώς! Ο Κάμερον με τα λονδρέζικα
γκούλαγκ για τους νεαρούς των μεγαλουπόλεων και ο Σαρκοζί με την σκούπα
πλυσίματος Κέρχερ για τις λέρες των προαστίων στέκονται ακοίμητοι φρουροί στις επάλξεις τού πολιτισμού.
Αν ισχύει η πρόβλεψη τού Μαρξ ότι το
πεδίο πραγμάτωσης των χειραφετητικών ιδεών είναι παγκόσμιο (κάτι που,
ειρήσθω εν παρόδω, δεν ίσχυε στην πραγματικότητα για τις
επαναστάσεις τού 20ού αιώνα), τότε τέτοια φαινόμενα υπαγωγής στη Δύση
δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν πραγματική αλλαγή. Αντιθέτως, η
πραγματική αλλαγή θα συνίστατο, κατά κάποιο τρόπο, στην
«αποδυτικοποίηση», στην αποχώρηση από τη Δύση, και μάλιστα με τη μορφή τού αποκλεισμού.
Όνειρα, θα μου πείτε. Μπορεί να είναι κι έτσι, όνειρα που ξετυλίγονται
μπροστά στα μάτια μας. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτό πρέπει να
ονειρευόμαστε, γιατί μ’ αυτό το όνειρο μπορεί κανείς, χωρίς να υποκύψει
στο μηδενισμό τού «no future» και χωρίς να απαρνηθεί τα πιστεύω του, να διατρέξει τα δύσκολα χρόνια μιας μεσοδιαστηματικής περιόδου.
[1] Είναι
ουσιώδης η ανασύνθεση τού χρονικού τής γένεσης τής (κοινοβουλευτικής)
έννοιας τής «αριστεράς» με αφετηρία την «ρεπουμπλικανική» της προέλευση,
δηλαδή την κυβέρνηση που σχηματίστηκε από την αριστερή αντιπολίτευση
στον Ναπολέοντα Γ΄ και η οποία ανήλθε στην εξουσία το 1870. Θλιβεροί
πρωταγωνιστές αυτής τής υπόθεσης, που οδήγησε στη συνθηκολόγηση με τους
Πρώσσους και κατόπιν στη βάρβαρη σφαγή των κομμουνάρων, ήταν οι Θιέρσοι
και οι τρεις Ζυλ, όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί ο Γκιγιεμέν (ο Ζυλ
Φερί, ο Ζυλ Γκρεβί και ο Ζυλ Σιμόν). Η γαλλική αριστερά (τής
αποικιοκρατίας, τής Ιερής Ένωσης τού 1914-18, τής ευρείας υποστήριξης
στον Πετέν, τού πολέμου τής Αλγερίας, τής συμμετοχής στο πραξικόπημα τού
Ντε Γκωλ το 1958, τής χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης υπό τον
Μιτεράν, τής κατασταλτικής μεταχείρισης των εργατών αφρικανικής
καταγωγής, και θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν τον κατάλογο …)
παρέμεινε από τότε πιστή στις ρίζες της. Όσον αφορά τον προσδιορισμό τής
λέξης «αριστερά» συναρτήσει μιας αντεπαναστατικής σταθεράς, δίνω
ορισμένες αδρές κατευθύνσεις στο κεφάλαιο τής «Κομμουνιστικής Υπόθεσης»,
έ.α., που αφιερώνεται στην Κομμούνα τού Παρισιού.
[2] Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας.
Επαναστατική μαρξιστική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Μάρτιο τού 1898 και η
οποία αργότερα διασπάστηκε σε δύο φράξιες, τους μπολσεβίκους και τους
μενσεβίκους. [Σημ.Συντ.]
[3] Μεταξύ των διαλεκτικών ενδείξεων τού ότι ο
σύγχρονος καπιταλισμός αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, επιστροφή στην καθαρή
του μορφή — στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο τον είδαμε να λειτουργεί κατά
τα μέσα τού 19ου αιώνα — περιλαμβάνεται και η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
ομοιότητα μεταξύ των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο και τής ευρωπαϊκής
«επανάστασης» τού 1848: η ίδια ή παρόμοια, φαινομενικά συνηθισμένη
αφορμή, παρόμοιος γενικός ξεσηκωμός, παρόμοια διάδοση των εξεγέρσεων σε
όλη την έκταση ενός ιστορικής σημασίας χώρου (οι εξεγέρσεις τού 1848
ξέσπασαν βέβαια στην Ευρώπη), παρόμοιες διαφοροποιήσεις ανά χώρα,
παρόμοιες φλογερές αν και αόριστες συλλογικές διακηρύξεις, παρόμοιος
αντιαυταρχικός προσανατολισμός, παρόμοιες αβεβαιότητες και αμφιβολίες, η
ίδια υποβόσκουσα ένταση μεταξύ τής εργατικής και τής
διανοουμενίστικης και μικροαστικής τους συνιστώσας κ.ο.κ. Γνωρίζουμε ότι
στην πραγματικότητα καμία από αυτές δεν μπόρεσε να οδηγήσει σε μια νέα
κοινωνικοκρατική κατάσταση πραγμάτων. Είναι, όμως, εξίσου γνωστό ότι
χάρη σε αυτές άρχισε μια εντελώς νέα πολιτική ακολουθία, που δεν
ολοκληρώθηκε παρά στη δεκαετία τού 1980. Και αυτό οφείλεται στο ότι η
Ιδέα μπόρεσε να συναρμοστεί με τα ιστορικά συμβάντα. Πράγματι, αν και
νικημένοι οδομάχοι των γερμανικών εξεγέρσεων, ο Μαρξ και ο Ένγκελς
υπέγραψαν ένα από τα πιο θριαμβευτικά κείμενα τής Ιστορίας, το Μανιφέστο τού κομμουνιστικού κόμματος.