Πέραν της Δυνητικότητας: Νόμος, Δίκαιο, Εργασία και η Διπλή Δίκη.
**
Πρόλογος.
Η σκοτεινή όψη της δυνητικότητας.
Όταν σκέπτομαι πλέον την δυνητικότητα και την ενδεχομενικότητα περιέρχομαι στην θλίψη της σκοτεινής τους όψης, διότι τούτη μου έχει επιβληθεί από το «δικαστήριο» τού καπιταλισμού αλλά και το ανεστραμμένο «δικαστήριο» των αφιονισμένων αντικαπιταλιστών της εποχής μας.
Η
σκοτεινή ευθύτητα της καπιταλιστικής δίκης έρχεται να πλεχθεί με την σκοτεινή και όντως αντίπαλη προς αυτήν αναστροφή της, για να συγκροτήσουν από κοινού την σκοτεινότερη φυλακή τού κόσμου.
Σε αυτή την θλίψη δεν υφίστανται μόνον οι δυνητικότητες-απειλές που περικλείει η δέσμευση τής σωματικότητας και τής υποκειμενικότητας ενός ταπεινού μισθωτού, υφίστανται επίσης οι νέες υπερεγωτικές κλήσεις και απαξιώνουσες απειλές μιας νέας αριστεράς που έχει θεοποιήσει το ασυνείδητο, την απόλυτη ελευθερία και το φονικό, σέρνοντας μαζί της όποιο λουμπεναριό ταιριάζει συγκυριακά στην νέα «καθαρότητα».
*
Η «διπλή δίκη» του μισθωτού.
Δεν συμμετρικοποιώ, δεν ταυτίζω, δεν εξομοιώνω πραγματικότητες.
Μιλώ για μια δυνητικότητα στον κόσμο του εαυτού της, πέραν των φορτίσεων, όπου η καθαρή δυνητικότητα -σήμερα η μόνη υποκειμενικά διαθέσιμη- έχει θεμελιωθεί στο πραγματικό βάθος του καπιταλιστικού «πραγματικού»: την μόνον-δυνητικότητα της υποκειμενικότητας ως εργασιακής δύναμης.
Το καθαρό δυνητικόν δεν είναι πρωτίστως επιθυμητικό αλλά δικαιακό ή δικαιό-μορφο [κρατήστε το αυτό].
Έτσι εξομοιώνομαι ήδη κρινόμενος διπλά:
«Κάνοντάς το»: ύποπτος εργάτης για τους «φύσει» παρανοϊκούς κρατο-αστούς.
«Μη κάνοντάς το»: ύποπτος «μικροαστισμού» για τους «φύσει» παρανοϊκοσχιζοφρενείς νεοαριστεριστές, επειδή δεν ενεργοποιώ τον αστικό νόμο ως συλλαμβάνοντα εμέ.
Πρόκειται για σύγκρουση φαλλικών σημαινόντων σε πλήρη όρθωση.
Το ότι «το ένα έχει περισσότερο δίκιο» (ενδο-οικογενειακώς) επιτείνει την συμμετρία της φυλάκισης.
Η σεκταριστική αναζήτηση της απόλυτης μη-συμμετρίας στον τόπο της δικαιακής δυνητικότητας, που έχει γίνει ο καπιταλιστικός νόμος του Είναι, σφραγίζει την απόλυτη συμμετρία.
*
Η τεχνητή «αποκάλυψη» του αδίκου ως επιβεβαίωση της αφαίρεσης.
Αν δεν προκαλείτο τεχνητά η αδικία του νόμου και υπήρχε μόνον η φλατ αδικία της ζωής των ταπεινών εργατών, ο νόμος θα στεκόταν ως ασύμμετρος φενακισμός.
Με την τεχνητή πρόκληση/αποκάλυψη του ως αδίκου, επί ανόμων που ευφυώς επιδεικνύουν το κενό του, το βλέμμα του «μικροαστού» εργαζομένου επιστρέφει φορτωμένο με νέα ενοχή.
Στις συνθήκες της ύστερης «μητροπολιτικής» αφαίρεσης, αυτή η αποκάλυψη επιβεβαιώνει την συμμετρία: αναγάγει το υποκείμενο ξανά στον τόπο της δυνητικότητας, όπου κρίνεται δικαιακά διπλά - κι από τους εδραίους της αφαίρεσης και από τους αντιπάλους της ως «μη-ενεργόν».
*
Πατριαρχικός αντι-πατριαρχισμός και υπερεγώ.
Το «οικείο» περιβάλλον εγκαλεί με πατριαρχικό αντι-πατριαρχισμό.
Το «δέον» της δράσης τους -ως μαγική ψευδο-αυτονομία- επιτελεί ισχυρότερη κλήση από τον εσωτερικευμένο αστικό νόμο.
Η ενοχή της αφηρημένης μισθωτής εργασίας, εκπεμπόμενη από τους κρατο-αστούς, εμπλουτίζεται από την ενοχή της μη-δράσης κατά τα ανεστραμμένα αστικο-κρατικά πρότυπα της αναρχίας ή (στα καθ’ ημάς) μιας μιλιταριστικής μετάλλαξης τού νεοσταλινισμού της Μ. Ανατολής.
Καλά σας ξεμπερδέματα - και την ευχή μου δεν την έχετε.
*
Μεθοδολογική στροφή: από επιθυμία/παραγωγή στο δίκαιο/νόμο.
Ενώ η έρευνα για την κενή υποκειμενικότητα/δυνητικότητα είναι εφικτή όταν μιλάμε για παραγωγή/εργασία, στο πεδίο του «δικαίου» και του «νόμου» γίνεται δυσχερής.
Γιατί; Διότι η «μηδένωση της εργασίας» -όπως διαμεσολαβείται από το χρηματο-εμπόρευμα της εργασιακής δύναμης— έχει παράξει αυτόνομο θεωρησιακό τόπο που αφομοιώνει κάθε ασυμμετρία σε απόλυτη αφαίρεση.
Η ζωντανή εργασία περικυκλώνεται από δικαιικό ολοκληρωτισμό διττής προέλευσης: κράτος/ολιγαρχία από «δεξιά», νεοδικαιοκρατισμός/νεοαριστερισμός από «αριστερά».
Η διαφορά με τους παλιούς δικαιοκρατισμούς είναι καθοριστική: τότε υπήρχε απόσταση δομών-δικαίου, σήμερα «έλιωσαν» τα όρια, αλλά το «κενό θεμέλιο» μένει.
*
Η λαϊκή επιθυμία του Νόμου.
Παρά την υπερ-ιδεολογικοποίηση, οι «εξαφανισμένες» εργαζόμενες μάζες τρέφουν βαθιά περιφρόνηση για τα θεάματα και αναζητούν Νόμο.
Όχι κρατικό καταναγκασμό, αλλά ακλόνητο κανόνα αξιοπρεπούς συμβίωσης.
Αυτή η επιθυμία είναι συγκλονιστική, και όποιος την χάνει, χάνει τον άνθρωπο ως πολιτικό-κοινωνικό Είναι.
*
Μεταβατικότητα χωρίς κενό: δίκαιο, νόμος, επανάσταση.
Δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί «δικαιοσύνη πέραν του νόμου» σε κενά μεταξύ εκδοχών του, στις μεταβάσεις υπάρχει ήδη νέος νόμος.
Ο νόμος είναι πάντα θετός (έστω άγραφος).
Ακόμη κι όταν αναιρείται ένας νόμος, αυτό γίνεται από άλλον νόμο.
Επομένως, αν υπάρχει «δίκαιο-ως-μη-νόμος», θα βρεθεί εντός του νόμου, ως ταυτοχρόνως αναιρετική και εκπληρωτική στιγμή του - στα όρια («ένα-ελάχιστο-εντός/εκτός»).
Η επαναστατική βία, όταν τίθεται, τίθεται ως νόμος.
Η δημοκρατική-εργατική επανάσταση δεν αναστέλλει τον νόμο: τον ιδρύει εκ νέου, ακλόνητο και ενίοτε φοβερό.
Η λαϊκή συνείδηση επιθυμεί κανόνα, όχι αντι-νομικό μηδενισμό.
Κριτική των αντινομισμών και του σμιτιανού ορίζοντα.
Η διάζευξη «δίκιο» εναντίον «νόμου» καταλήγει σε αδιέξοδο αλληλοκατοπτρισμό: καταπίεση/μηδένωση και αυτονομημένες αξίες.
Η αποκόλληση του δίκιου από τον νόμο βαθαίνει τον εφιάλτη.
Χρειάζεται προσγείωση στο νομικο-δικαιικό σημείο, χωρίς ρεφορμισμό αλλά και χωρίς φαντασιωτικές υπερβάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αναδειχθεί η βαθιά -και συχνά αποσιωπημένη- συγγένεια των νεοαριστερισμών με τον Κ. Σμιτ: όχι απλώς επιρροή, αλλά παράδοξη συγ-γέννηση.
Ο σμιτιανός «νόμος της απόφασης» δηλητηριάζει τον Νόμο, ακόμη κι όταν φαίνεται να τον ανυψώνει.
Η κριτική εδώ δεν είναι φιλελεύθερη ασφάλεια αλλά προϋπόθεση μη-επιστροφής στην απόφαση.
*
Ο Νόμος/Δίκαιο ως υπαγωγική δημιουργία σωματικότητας.
Ορίζουμε «νόμο» ως αφηρημένο αναγκαστικό κανόνα με ικανότητα υπαγωγής άλλων σωμάτων/σωμάτων-θεσμών.
Η σωματικότητα δεν είναι «φυσικό» δεδομένο αλλά παραγόμενη εντός υπαγωγών, ο νόμος παράγει σωματικότητα και, ως αφαίρεση, υπάγεται κι αυτός στην ίδια του την αφαίρεση.
Εξ ου και η ιστορική εμπλοκή του με τις κυριαρχίες.
Κι όμως, ο νόμος εργάζεται και αντίστροφα.
Υψώνει την ύπαρξη στην αφαίρεση, εισάγει το Απόλυτο του καθήκοντος και θεμελιώνει την δημοκρατική αυτονομία ως ελευθερία υπαγωγικής ενέργειας πάνω στα πράγματα αφού μάθουμε την αυτο-κάμψη στον κανόνα.
Έτσι ο νόμος, διαχεόμενος κοινωνικά, μπορεί να λειτουργήσει ως «φυσικός» καταργών του κράτους - όχι με άρση της κανονιστικότητας, αλλά με εκ-κρατικοποίηση της κανονιστικότητας.
*
Η καταγωγή της δικαιοσύνης.
Φάντασμα επί ερειπίων.
Η δικαιοσύνη αναδύεται ως αυτόνομη αξία όταν καταστρέφεται η αταξική ελευθεριακή ισο-σύνη των πρωτοκοινοτήτων.
Γεννιέται πάνω σε ερείπια και γι’ αυτό φέρει μηδενωτική μήτρα.
Ο «ιστός» του δικαίου/νόμου καθοδηγείται συχνά από ιερατείο/ολιγαρχία.
Παγιδεύει τα θύματα, τα κάνει συνδημιουργούς του κώδικά του, επιστρέφοντας την κραυγή τους ως μέρος του ιστού.
Η εικόνα είναι ζοφερή, αλλά ακριβής, το δίκαιο είναι κάτοπτρο θυμάτων και θυτών.
Η αποκοπή του από τον νόμο δεν λύνει τον κόμπο, τον σφίγγει.
*
Η αξιωματική μας θέση για την δημιουργία/υπαγωγή.
(Συμπυκνωμένα, χωρίς λίστα, ως ενιαίο αξίωμα)
Οι κοινωνικές υπαγωγικές μορφές προ-παράγουν τα στοιχεία τους: δεν συναθροίζουν προϋπάρχοντα υλικά, αλλά δημιουργούν τις ίδιες τις αφαιρέσεις που υπάγουν.
Το ισχύει και για νόμο/δίκαιο.
Η πρωταρχική ιδρυτική δημιουργική πράξη (ανθρωπική) δεν είναι κυριαρχία, δύναται όμως να ιδρύει κυριαρχικές μορφές.
Οι κυριαρχικές υπαγωγές μπορεί να εμπεριέχουν δημιουργικότητα, αλλά ουδέποτε την ιδρυτική θεμελίωση, αυτή παραμένει «καλά φυλαγμένη».
Από εδώ έπεται: το «ιδρύειν» είναι ριζικά ξένο προς την σωματικότητα, όσο κι αν δύναται να την υπερβατολογεί.
Όταν η ιδρυτική δύναμη δημιουργεί δικαιοσύνη, δεν υποδέχεται «σώματα», αλλά αντιπροσώπους που ήδη τα έχουν απολέσει.
Η δημιουργία του δικαίου βλέπει την κόλαση αλλά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν, και η ενοχοποίηση του ίδιου του ιδρύειν είναι ακόμη πιο άδικη από την (εν μέρει δικαιολογημένη) ενοχοποίηση των κολασμένων μορφών του νόμου/δικαίου.
*
Πολιτική συνέπεια: ο εργατικός Νόμος ως δυνητικός-ενεργός.
Το δυνητικό δημοκρατικό δίκαιο της επαναστατικής εργατικής τάξης είναι νόμος - όχι κενό μεταξύ αστικού και εργατικού.
Είναι δυνητικό-ενεργό, αρχή που ήδη δρα ως κανόνας.
Η δημοκρατική επανάσταση, ως επαναστατική δημοκρατία του προλεταριάτου, είναι Νόμος που, για να υπάρξει, χρησιμοποιεί την αναγκαία βία:
συντρίβει τους εμπρόσωπους ταξικούς φορείς του καπιταλιστικού νόμου, και συντρίβει τον ίδιο τον καπιταλιστικό νόμο ως απρόσωπη μορφή σχέσεων.
Στην ίδια κίνηση, αποδομεί τους νεοαριστερισμούς/νεοαναρχισμούς αποκαλύπτοντας την σμιτιανή τους μήτρα.
Ο Νόμος του λαού είναι το Δίκαιο του λαού με θεσμό, όχι αναγνώριση χωρίς κανόνα.
*
Κατακλείδα.
Η ευθύνη του Λόγου και του Νόμου.
Ο Λόγος του Νόμου/Δικαίου, ως σημείο ένωσης ιδρυτικής δημιουργίας και κυριαρχικών μορφών, βρίσκεται σε διακινδύνευση.
Η ρεαλιστική-κυνική ανταρσία κατά του ίδιου του ιδρύειν (μέσω δήθεν «αντι-νομισμού») απλώς επιταχύνει την κυριαρχία χωρίς καν συστολή απέναντι στην αξία του δικαίου.
Η άρση αυτής της εξέγερσης δεν γίνεται με ηθικολογία αλλά με κάθοδο της δικαιοσύνης στον τόπο των υποστάσεων: ίδρυση κανόνα που λαμβάνει πάνω του την κρίση.
Η εργατική τάξη δεν είναι ξένη προς αυτή την δυναμική.
Τουναντίον.
Ιωάννης Τζανάκος
*
Beyond Potentiality: Law, Right, Labor, and the Double Trial
1) Prologue: The dark face of potentiality
When I now think potentiality and contingency, I sink into the sadness of their dark face, for it has been imposed on me by the “tribunal” of capitalism as well as by the inverted “tribunal” of today’s infuriated anti-capitalists. The dark straightforwardness of the capitalist trial is woven together with its truly opposing dark inversion, to co-constitute the darkest prison in the world.
Within this sadness, it is not only the threat-potentials embedded in the binding of corporeality and of what we might call the subjectivity of a humble waged subject—threats from the capitalist, the state bully, hunger, and the civil law as the possibility even of literal imprisonment—that are at work.
There are also the new superegoic summons and degrading threats of a new Left that has deified the unconscious, absolute freedom, and the homicidal; it drags along whatever lumpen element happens to fit its new purity and sanctity.
2) The worker’s “double trial”
I do not symmetrize, identify, or assimilate realities with different force-charges and axiological contents. I speak instead of a potentiality in the world proper to itself—beyond these charges—namely the naked world of equality of criteria of judgment within a theoretically conceived pure potentiality which is today the only existing subjective intellectual potentiality. Not because thought “says so,” but because it is grounded in the capitalist Real: the mere-potentiality of subjectivity as labor-power.
This pure potential, whether theoretical or inverted as fetish, is not primarily desiderative but juridical or juridico-formed [keep this].
Thus I am already equalized in judgment by all representatives of this potentiality. I am judged either for “having done what I shouldn’t,” in the eyes of civil law—as a suspicious worker to the “naturally” paranoid state-bourgeois—or for “not having done what I shouldn’t,” that is, for not activating civil law against myself—as a suspicious “petit-bourgeois” to the “naturally” parano-schizoid neo-leftists.
It is, par excellence, a clash of phallic signifiers at full erection; and the fact that one side “has more right,” being “on our side” (always intra-familially), by the general criteria of the hyper-revolutionaries “who cross the line,” renders our sadness more symmetrical and carceral, since the pursuit of absolute non-symmetry within the terrain of juridical potentiality—now the absolute capitalist ontic/ontological and juridical law of Being—seals absolute symmetry.
3) The engineered revelation of injustice as confirmation of abstraction
If the injustice of Law were not artificially provoked—if only the flat injustice endured by the “humble” workers existed—Law would stand merely as an asymmetric bourgeois-statist mystification. But under late “metropolitan” abstraction, the dramaturgy of revealing Law as unjust, by ingenious unlawfuls who exhibit its void, confirms symmetry and abstraction: it re-casts the subject, especially the worker, back into the place of potentiality under harsher ontic/ontological conditions, where one is judged doubly, by the guardians of abstraction and by its adversaries, as a non-acting, non-transgressing element.
4) Patriarchal anti-patriarchalism and the superego
The “intimates” indict with a patriarchal anti-patriarchalism. The “ought” their own praxis commands—magical and absolute self-determination—issues a stronger call than internalized civil law.
The guilt emitted by the bare condition of abstract wage-labor, continuously radiated by structurally “positive” state-bourgeois threats, is enriched by the guilt of non-action according to inverted bourgeois-statist models of anarchy or, in Greek conditions, of a prison-bound, prison-loving, militaristic (and notably failed-militaristic) anti-Semitic/anti-Zionist neo-Stalinism of the Middle East. Good luck disentangling yourselves; you do not have my blessing.
5) Methodological turn: from desire/production to right/law
Research into the form of empty subjectivity/potentiality can be done, abstractly yet concretely, when we speak of production, labor, and their forms. But when we rise to the field of “Right” and “Law,” inquiry appears nearly unworkable. The nullification of labor—mediated by the mass existence of labor-power as finance-commodity and “free” wage-labor—has historically produced an autonomous theoretical and axiological site that absorbs every real asymmetry into a supreme abstraction.
Living labor is encircled by a two-formed juridical totalitarianism: by official state carriers “to the right,” and by neo-juridical neo-leftism “to the left.” Unlike older state-legalisms (left distributivist, right, even fascist), the distance between socio-economic structures and juridical abstractions has melted; the “empty” foundation persists.
6) The people’s desire for Law
Amid spectacles, the “disappeared,” now silent masses hold a deep contempt and seek Law—not statist caprice but an unshakable rule of dignified coexistence. This desire is decisive. Lose it and you lose the human in his deepest political-social being.
7) No vacuum between laws: revolution as law
We cannot found a justice “beyond law” on the alleged void between legal regimes.
In transitions, a new law already exists, if only virtually. Law is always positum, even when unwritten; every abrogation is effected by another law. If a non-law justice exists, it is found within law as a simultaneous negating and fulfilling moment, at the thresholds—“an ε-inside” and “an ε-outside.” Even revolutionary violence, where it applies, does so as law—indeed as the law of a properly hierarchical, constraining, revolutionary democratic (socialist) state. What matters is to posit the new law such that the old bourgeois law appears as incomplete or alienated law—and to establish, through democratic revolution, a fuller, steadier, perhaps more fearsome law than ever. The need for binding rule will not vanish.
8) Against anti-nomism; on Schmitt’s subterranean parentage
The post-Marxist disjunction of “right” versus “law” reproduces the sterile mirror of oppression/voiding and autonomous values. Severing right from law deepens nightmare. One must ground the problem at the juridico-legal point—without bourgeois legalism, and without anarchoid fantasies of absolute supersession. Here it becomes urgent to expose the deep relation of neo-leftisms to Carl Schmitt: not mere influence, but a paradoxical co-parentage. Schmitt’s decisionism, even in its “third” phase, poisons Law by the sovereign exception; it does not redeem it.
9) Law/Right as subsumptive creation of corporeality
Let “law” be an abstract compulsory rule with subsumptive power over other bodies, including juridical bodies. Corporeality is not a pre-given Nature but a produced abstraction within subsumptions; Law produces corporeality and, as abstraction, submits to its own abstraction. Hence Law’s historical entanglement with dominations. Yet Law also works inversely: it elevates existence into abstraction, introduces the Absolute of duty, and grounds democratic autonomy as a freedom of subsumptive energy upon things after we learn self-bending to the rule. Diffused socially, Law can act as a quasi-“natural” abolisher of the state—by de-statizing normativity rather than abolishing normativity itself.
10) The origin of justice: a specter over ruins
Justice becomes an autonomous value precisely when the libertarian iso-being of primordial, classless, stateless communities is destroyed. It is born upon ruins and thus bears a nihilating matrix. The web of Right/Law is often spun by priestly-oligarchic intelligentsia; it traps victims and makes them co-creators of its code, returning their wail to them as part of the web. Justice is a mirror of victims and perpetrators. Tearing it from Law does not loosen the knot; it tightens it.
11) Axiomatic thesis on creation/subsumption
Subsumptive social forms pre-produce their elements: they do not merely gather pre-existing materials; they create the very abstractions they subsume. This holds for law/right as well.
The primordial founding creative act (human) is not domination; yet it can found dominative forms. Such forms may contain creativity but never the foundational power: that remains “well-guarded.” Hence the founding is radically foreign to corporeality, even if it can transcendentalize it. When founding creativity creates justice, it does not admit bodies but proxies that have already lost them. Founding sees the inferno yet is not identical with it; to indict the founding itself is still more unjust than to indict the (partly justly indictable) infernal forms of law/right.
12) Political consequence: the worker’s Law as potential-active
The democratic right of the revolutionary working class is Law—not a void between bourgeois and workerly norms. It is potential-active, a rule already at work. Democratic revolution—the working-class revolutionary democracy—is Law that must, to exist, employ necessary force: to crush the personal class carriers of the capitalist law and to smash the capitalist law itself as the impersonal form of relations. In the same motion it dismantles neo-leftisms and neo-anarchisms by exposing their Schmittian matrix. The People’s Law is the People’s Right with institution, not recognition without rule.
13) Coda: the responsibility of Logos and Law
The Logos of Law/Right, as the joint of founding creativity and dominative forms, stands in historical jeopardy. A cynical “insurrection” against founding itself, via anti-nomism, merely hastens domination without even the scruple of value. The Aufhebung of this nihilist revolt does not come from moralism but from the descent of justice into the realm of appearances: instituting a rule that takes the crisis upon itself.
Ioannis Tzanakos