Η συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής ελευθεριακής-και-δημοκρατικής κοσμοθεωρίας, πάνω στα ερείπια προηγούμενων «λαϊκών» ή «εργατικών» κοσμοθεωριών που δοκιμάστηκαν «ιστορικά» και παρά το γεγονός ότι ήταν (κι αυτές) έλλογα και παθιασμένα σχηματισμένες με κόπο, αγώνες, προσδοκίες, επιθυμίες, τελικά κατέρρευσαν υπό το βάρος των ανεπίλυτων και αδιέξοδων αντινομιών τους, δεν είναι ούτε μια «προσωπική» υπόθεση, ούτε αποτέλεσμα μια τάχα ομαλής ιδεολογικής και θεωρητικής διεργασίας.
Ακόμα και το πρώτο αχνό ξεκίνημα στον νέο δρόμο είναι δύσκολο, οι αντιφάσεις όχι μόνον δεν λείπουν αλλά είναι μερικές φορές κραυγαλέες, αν και «φαίνεται» ότι δεν υπάρχουν οι μουχλιασμένες αντινομίες που βασανίζουν αυτό που παρέρχεται.
Αυτό που παρέρχεται δεν φεύγει εύκολα, δίνει τις τελευταίες λυσσασμένες μάχες του, προτάσσει τις δόξες τού παρελθόντος του, απολογείται διαρκώς για τα λάθη του ορίζοντάς τα ως εξωτερικά και συμπτωματικά, ως πληγές που μπορούν να κλείσουν.
Στην πραγματικότητα όλα κινούνται αργά, οι τελευταίοι υπερασπιστές αυτού που φεύγει είναι πολλοί, «ανανεώνονται» διαρκώς, ελπίζουν σε μιαν ακόμα «έφοδο στον ουρανό» που κλείνει για αυτούς για πάντα, αλλά όχι άμεσα, όχι τώρα, όχι σε μια ή δύο γενιές.
Μπορεί ο κόσμος τής καθημερινότητας, ο εργαζόμενος εργατικός-ή-μικροαστικός κόσμος, να ψάχνει με αγωνία αυτό που λείπει, να ξέρει καλύτερα από τους ινστρούχτορες και τους σεκταριστές ότι «κάτι λείπει», αλλά δεν βρίσκει στους αφοσιωμένους ζηλωτές αυτού που φεύγει αυτό που λείπει.
Δεν το βρίσκει ούτε στο «δημοκρατικό κέντρο», δεν το βρίσκει ούτε στην νέα δεξιά, δεν το βρίσκει πουθενά.
Έρχεται από εκεί όπου οι αντιφάσεις είναι όλες μαζεμένες και οι άνθρωποι τις ζούνε κάθε μέρα, έρχεται έξω από την σάπια Δύση, έρχεται από τους τόπους όπου οι άνθρωποι ακόμα αγωνίζονται για αυτό που στους δυτικούς σεκταριστές φαίνεται αυτονόητο και «ρεφορμιστικό», έρχεται από εκεί όπου η ζωή παίζεται μέρα με την μέρα, και οι λέξεις ελευθερία και δημοκρατία δεν είναι οι ασκήσεις κρατολαγνείας ή (αντίθετα) σεκταρισμού για κάποιες μπερδεμένες «υπάρξεις», έρχεται από εκεί όπου κάθε μέρα αγωνίζονται για την ελευθερία των γυναικών και των αντρών αδελφωμένοι, έρχεται με αντιφάσεις, με φρικτά αδιέξοδα, έρχεται ζωντανό με την ορμή τής θεϊκής του «αφέλειας».
Όποιος δεν έχει μιλήσει με Κούρδο-Κούρδισσα, με Ιρακινό-Ιρακινή με Ιρανό-Ιρανή που θέλει ελευθερία και δημοκρατία, δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα από αυτά που λέω, αλλά κι αν έχει μιλήσει και έχει τα αυτιά του σφραγισμένα με μαρξιστικούς και αναρχικούς-αυτόνομους ιδεολογικούς προκαθορισμούς και απριορισμούς, ακόμα κι αν ακούει δεν ακούει, είναι κουφός στην φωνή, στην κραυγή τους, είναι ένας ξεφτίλας νεοφιλάνθρωπος, ένας πατερούλης, ένας θεωρητικός παπαρδέλας, ό,τι είναι δηλαδή οι περισσότεροι από αυτούς σήμερα που ακόμα κι αν είναι σε μια πρώτη γραμμή τής έμπρακτης αλληλεγγύης προς αυτούς τους ανθρώπους δεν τους αντιμετωπίζουν σαν ισότιμα και συγκροτημένα πολιτικά υποκείμενα, όπως θα τους αντιμετώπιζε ένας δημοκρατικός, ένας αναρχικός, ένας κομμουνιστής μιας άλλης εποχής, δεν τους ακούνε, ούτε συμφωνούν ούτε αντιπαρατίθενται μαζί τους, δεν τους ακούνε, παραβλέπουν και μυστικοποιούν ό,τι ακούνε αν το ακούνε κι αυτό.
Από την σκοπιά μου δεν έχω ούτε τις δυνάμεις, ούτε τον χρόνο να κάνω αυτό που πρέπει.
Στήριξα και στηρίζω από απόσταση, και ως απομονωμένος διαμορφωτής δοξασιών γνωμών, απόψεων, ακόμα και ως λυσσασμένος προπαγανδιστής, το ΡΚΚ, γιατί γνώρισα κάποια παλικάρια του, άντρες και γυναίκες, στην Γερμανία, κάποια άσχετη εποχή, δεν θα με θυμάται κανείς τους, και μου έδειξαν σε λίγο χρόνο τι σημαίνει ηθική, αξίες, συγκροτημένος Λόγος, ανιδιοτέλεια, και πάθος, όντας κι αυτοί περιπλανώμενοι σε έναν ιδεολογικό «τόπο» που ήταν κοινός μας, έναν μετα-σταλινισμό, έναν πρώην «εθνοσταλινισμό», ανυπόληπτο βέβαια για τους ξεφτίλες τού δυτικού αριστερισμού-αναρχισμού και τού καθαυτό «σταλινισμού».
Ξέραν τι είναι αγώνας, και ένοπλος αλλά αυτοπειθαρχημένος μαζικός αγώνας, δεν ήταν ούτε είναι τα λικβινταριστικά διαλυτικά κοπρόσκυλα τού δυτικού αριστερισμού-αναρχισμού τής εποχής μας, σεκταριστές μεν τότε, αλλά με το «εισιτήριο» τής αντι-σεκταριστικής «εξόδου» στο χέρι τους.
Ένα «εισιτήριο» που πήρα σαν πυρκέφαλος αριστεριστής στο χέρι, και από τότε δεν το άφησα ποτέ να πέσει κάτω.
Όπως είπα, δεν έχω δυνάμεις να το αναπτύξω το πράγμα, δεν είναι αυτό που μπορώ να κάνω.
Η δική μου «δουλειά» είναι άλλη.
Θα συνεχίσω να κάνω αυτό που ξέρω να κάνω, απλά μέσα σε αυτό τον καταιγισμό τής ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης, μέσα στην ανούσια πολιτική απομόνωση, πέραν των εξωτισμών και των ρομαντικοποιήσεων, οφείλω να δίνω που και που, ξανά, το αχνό στίγμα όλων αυτών.
Όμως:
Καμία υποχώρηση, καμία «επαφή» με τους φορείς τής κρίσης και τής παρατεταμένης πτώσης τού σεκταρισμού.
Ιωάννης Τζανάκος