Οδυσσέας τεμνόμενος.
Βιωματική σημείωση, για την
δικανική κρίση-και-ρητορική..
Οι δύο Οδυσσείς,
ή,
Οδυσσέας τεμνόμενος.
[σε αναφορά προς το κεφάλαιο «Θεωρία των Στάσεων» τού βιβλίου τού Παντελή Μπασάκου «Επιχείρημα και Κρίση», σελ.73]
Όταν υπάρξεις δικαστικά τεμνόμενος, ο ίδιος
Οδυσσέας σε δύο Οδυσσείς, τον αθώο Οδυσσέα και τον ένοχο Οδυσσέα, σας βεβαιώνω
δεν έχει σημασία αν είσαι αθώος και το ξέρεις ότι είσαι αθώος.
Το ένοχο ομοίωμά σου, έχει την ίδια ζωή με εσένα, σε επισκέπτεται και θα σε
επισκέπτεται για πάντα.
Για τους άλλους δεν είναι ομοίωμα, κι επειδή είσαι ό,τι οι άλλοι βλέπουν,
επειδή είσαι εσύ, ο αθώος, και το ένοχο ομοίωμα δύο υπάρξεις με το ίδιο
δικαίωμα στο φαίνεσθαι και στο Είναι, για τούτο τον λόγο δεν υπάρχεις, το
ομοίωμα αυτό υπάρχει περισσότερο από εσένα μέσα σου.
Δεν θα συγχωρέσω ποτέ, δικαστές δικηγόρους κριτές και κοινωνία, κάθε δικανική
κρίση, για αυτό το φάντασμα που μου χάρισαν.
Είμαι ο εχθρός τους.
Μια συνάδελφος είναι ήδη στο ψυχιατρείο, μπαινοβγαίνει, και αυτό είναι το
κράτος, το κάθε κράτος, χωρίς να είσαι αναρχικός και τέτοια.
Εξάλλου και οι αναρχικοί μάς κρίνουν.
Δεν διεκδικούμε πλέον το «δίκιο», αλλά να τα κάνουμε όλα σμπαράλια,
κάθε κριτή τής ζωής μας, από όπου κι αν προέρχεται, και αυτό το φάντασμα ενοχής
που μας δόθηκε, θα το κάνουμε πραγματικά ζωντανό, θα το αποδεχτούμε,
εξακοντίζοντάς το πλέον παντού.
Οι δύο Οδυσσείς.
Αν θέλαμε να τελέσουμε οντολογική έρευνα, θα προβαίναμε, τώρα, σε αναφορά προς
το ζήτημα που μόλις θέσαμε, σε μιαν αρχική οντολογική διαίρεση, ακόμα κι αν
-όπως ήδη κάναμε- αφαιρούσαμε τούς όρους ενός προϋπάρχοντος ενεργήματος κρίσης
ή τού αυθύπαρκτου [άρα και αυτού προϋπάρχοντος] αντικειμένου της. Αποκλείσαμε
αυτές τις δύο εκδοχές προϋπαρξης, καθώς και τις διάφορες συνδυαστικές τους, ως
προϋπάρξεων.
Στην υπόθεση μας, δεν υπάρχει προϋπάρχον ενέργημα κρίσης, ούτε προϋπάρχον
αντικείμενο, όπως και δεν υπάρχουν οι διάφορες παροδικές ή μόνιμες συμβασιλείες
τους.
Τώρα, θα αποκλείσουμε και μιαν άλλη οντολογική διαίρεση, αυτήν που έχει να
κάνει με την διαίρεση ανάμεσα στον παροντικό-μελλοντικό και τον παρελθοντικό
χρονικό ορίζοντα.
Υποθέτουμε μια πλασματική χρονική συνέχεια, όχι για να διευκολυνθούμε, αλλά το
αντίθετο, για να δυσκολέψουμε τον εαυτό μας.
Θέλοντας να κρίνουμε με σφοδρότητα την δικανική ρητορική, θέλοντας να
κονιορτοποιήσουμε το κάθε δικάζον κρίνειν, όλες τις κρίσεις που σχετίζονται με
αυτήν την δίκη που έχει γίνει η ζωή μας, θέλοντας να απαξιώσουμε κάθε
δικαστήριο, κάθε δίκη, θέλοντας να δικάσουμε στην απόλυτη ενοχή κάθε δίκη και
κάθε δικαστήριο, δεν θέλουμε μια προσωρινή και επισφαλή νίκη που θα προέκυπτε
από την οντολογική διαίρεση ανάμεσα στον παρελθοντισμό τής δικανικής ρητορικής
και κάθε δίκης και, από την άλλη, τής συμβουλευτικής, ίσως και προφητικής
ρητορικής την οποία αγαπάμε και στην οποία ακουμπήσαμε και ακουμπάμε τον λόγο
μας και το κενό του.
Η στιγμή, όπου τελείται το δικαστικό γεγονός, η δίκη και οι απειλές της, είναι
μια ξεκομμένη στιγμή, έτσι θέλουμε να την δούμε, διότι έτσι την έχουμε βιώσει
κιόλας.
Σε αυτή την στιγμή δεν χωρούν προϋπάρχοντα αντικείμενα, ούτε προϋπάρχουσες
νοητικές πηγές, σαν να είχαν την πρωτεύουσα σημασία, και σε αυτή την στιγμή δεν
έχει σημασία επίσης, αν κρίνεται ένα συντελεσμένο παρελθόν επί του οποίου
κρινόμαστε. Είμαστε, κυρίως ως κατηγορούμενοι, αιωρούμενοι σε ένα άχρονο κενό,
στο κενό ως άχρονο, και όλα μας καλούν στην απόλυτη απιστία προς το δικαστήριο,
και την απόλυτη πίστη προς τον εαυτό μας, ειδικά αν είμαστε αθώοι, αλλά ακόμα
κι αν είμαστε ένοχοι.
Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να είμαστε εκεί, όλο αυτό είναι ένας εφιάλτης,
θέλουμε να βγούμε έξω, να ασκήσουμε βία προς όλους τους συντελεστές τής δίκης,
ακόμα κι αν μας «υπερασπίζονται».
Είμαστε ένοχοι, κι εμείς, γιατί αφήσαμε τις περιστάσεις να μας θέσουν σε κρίση.
Οι κρίσεις όλων, εκεί, είναι
αφόρητες, και δεν έχει σημασία για μας αν προέρχονται από κάπου αλλού, ή αν
εμείς, εκείνη τη στιγμή, ως αντικείμενα κρίσης και ως παραγωγοί τής κρίσης, ως
βοηθοί της, υπάρχουμε ή δεν υπάρχουμε στο πριν ή μετά των ενεργειών που την
συγκροτούν.
Τώρα, δεν προϋπάρχουμε ούτε εμείς, δεν προϋπήρξαμε, κι αν προϋπήρξαμε ως ο ένας Οδυσσέας, αυτό δεν έχει σημασία.
Η διαίρεση που μας τέμνει, σε δύο Οδυσσείς,
δεν είναι θεωρητική, η κρίση που αιωρείται όσο μας τέμνει, μας τέμνει όπως ένα
εχθρικό μαχαίρι.
Δεν θα διευκολύνουμε νοητικά τον εαυτό μας, θα τον δυσκολέψουμε, για να δούμε
αυτό το παρόν που ζούμε, όπως είναι εκείνη τη στιγμή, τεμνόμενο μαζί μας, κι
εμείς τεμνόμενοι, μαχαιρωμένοι από το σπαθί τής δίκης.
Γενική καταδίκη
-----
Ο κατηγορούμενος δεν θα γλυτώσει, έτσι κι αλλιώς, αφού αν θα καταδικαστούν
όλοι, πως θα γλύτωνε αυτός; είτε λοιπόν αποδειχτεί τελικά αθώος, είτε θα
παραμείνει ένοχος όπως υποθέτει συνήθως το δικαστήριο στην έναρξή του, πάλι θα
καταδικαστεί, όπως όλοι οι υπόλοιποι.
Η συνεδρίαση θα λήξει με συνολική καταδίκη όλων των συντελεστών τής δίκης, και
με συνολική καταδίκη των δημιουργών δικαστικού πεδίου, χωρίς όμως τούτο το
δικαστικό πεδίο να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο, παρόμοιο, το οποίο θα
βαπτιστεί αλλιώς, αλλά δικαστήριο θα παραμείνει, όπως παρέμεινε υπουργός ο
κομισάριος, όπως παρέμεινε και παραμένει και η αυτοδικία προϊόν μιας δίκης.
Η εντολή πρέπει να έρχεται άνωθεν, και η καταδίκη που σημαίνει αυτή η εντολή,
να είναι κολασμός χωρίς καμία πραγματική επίπτωση για τους κολασμένους της,
πλην ίσως τής ντροπής, που αν υπήρχε ίσως να μην χρειάζονταν δίκες, δικαστήρια,
δικαστές, εκδικητές και άλλα σοβαρά και βαριά πράγματα.
Σημείωση, για την αδυνατότητα τής επιστροφής.
-----
Η αναψηλάφηση τού ζητήματος των διαλεκτικών προβλημάτων στην αντιδιαστολή τους
προς την διαλεκτική των προτασιακών λογισμών ή συλλογισμών, ή σε αντιδιαστολή
προς την σύγχρονη θεωρία, όπως και η αναψηλάφηση τής εννοιολογικής υπόθεσης, με
μεταφυσικό-οντολογικό φορτίο, περί των [κυρίων] Ονομάτων ή Σημείων [και
τεράτων], δεν σημαίνει αναγκαία κάποια επιστροφή σε αυτά, ως τούτα να ήταν η
τελική καταφυγή μετά την εικαζόμενη από εμάς αδιέξοδη κενότητα τής πράξης
κατάργησης, οροθέτησης ή ελέγχου τους [τυχαία σειρά παράθεσης].
Ο θεωρητικός σκοπός μας, είναι σκεπτικού-σκεπτικιστικού προσανατολισμού, και
δεν τρέφουμε ελπίδες.
Ο καιρός που θέλαμε να θεραπεύουμε μια πάθηση με μιαν άλλη, έχει παρέλθει
ανεπιστρεπτί.
Δεν θεραπεύεσαι από έναν χωρισμό με καινούργιο ή παλιό ταίρι.
Ο αυτοδιχασμός τού ανθρώπινου λόγου.
---
Η εικόνα ενός αυτοδιχασμού και μιας αυτοαποξένωσης τού ανθρώπινου λόγου, σε
σημείο αδιανόητο ακόμα και την εποχή όπου ο λόγος τής λογικής ταυτότητας ήταν
μια θεμελιακή πηγή ανάδυσης των καθαυτό επιστημών και συγκροτούσε τον εαυτό σου
σε πολεμική διάκριση προς τις ελεύθερες δοξασίες και την σοφιστική εκδίπλωση
τους, σε σημείο αδιανόητο ακόμα και την εποχή όπου η καρτεσιανή και μετέπειτα
κριτική τομή ήταν μια θεμελιακή πηγή ανάδυσης τού ελέγχου των δοξασιών ως
δογμάτων και των δογμάτων τής μεταφυσικής, αυτή λοιπόν η εικόνα, πέραν ότι
αφήνει κάπως άναυδο έναν νέο θεατή της, πρώην παραπλανημένο διαλεκτικό ή απλά
νέο άνθρωπο, αφήνει πίσω της ένα φιλοσοφικό ή θεωρητικό υποπροϊόν που δεν είναι
εντέλει μόνον υποπροϊόν, ένα φιλοσοφικό ή θεωρητικό υπόλειμμα που δεν είναι
εντέλει μόνον υπόλειμμα.
Θεωρώ εντελώς παραπλανητική την δραματική εικόνα των νιτσεϊκών όλων των
εκδοχών, για όλο «αυτό» ως μια συνεχιζόμενη και τελικά συντελεσμένη,
τώρα ή στο μέλλον, πτώση τού Υπερβατικού, όχι διότι με κόφτει να υπερασπιστώ το
Υπερβατικό, αν και θα τού άξιζε ίσως περισσότερος σεβασμός από το να γίνεται
βορά για μελοδραματική βρώση από νιτσεϊκά τσακάλια και μετα-νιτσεϊκούς ιερούς
γύπες όπως ο κύριος Μάρτιν και αριστεροί επίγονοι αυτού.
Ακόμα και οι Νίτσε-επίγονοι ως βέβηλοι πυρπολητές ενός ιερού που έχει γίνει
ερείπια προτού εμφανιστούν, ρήτορες ήταν και είναι, αιωρούμενοι σε ένα κενό,
τού οποίου την γένεση αγνοούν, γιατί υπάρχει; γιατί υπήρξε; και τι σημαίνει;
Το ιερό αυτό ήταν η επεισοδιακή-μεν αλλά ενότητα-δε τού ανθρώπινου λόγου, η
ενότητα των θεωρούμενων ως επιστημών, παρά τις ιεραρχικές απαιτήσεις των
φιλοσόφων τής λογικής ταυτότητας, των καθαυτό φιλοσόφων δηλαδή, και των
μαθηματικών -αρχικά.
Η καταστροφή αυτή, αυτού τού ιερού, ήταν και είναι ένα παρατεταμένο διαζύγιο,
το οποίο έγινε, συντελέστηκε, αλλά συνεχίζει ακόμα.
Ο αυτοδιχασμός τού ανθρώπινου λόγου ήταν «ξερός», χωρίς να
σημαίνεται, όταν υπήρξε και όπως υπάρχει, δια τής πομπώδους έκφρασής του από
την σκοπιά τού απόβλητου σοφιστή-ρήτορα ή δια τής περιφρονητικής αδιαφορίας ή
συγκατάβασης από την σκοπιά των πραγματικών απογόνων τής φιλοσοφίας τής λογικής
ταυτότητας, των θετικών επιστημόνων κυρίως.
Τα εξυπνούλια, οι μαρξιστές Φιλόσοφοι, και το Κενό.
Η κρυφή ή φανερή μεταπολεμική καταφυγή των μαρξιστών και
μαρξογενών-μαρξοφανών-μαρξοειδών Φιλοσόφων στον Χάιντεγκερ [ακόμα και τού
πονηρού Καστοριάδη][ο Αλτουσέρ για μένα δεν είναι Φιλόσοφος], αναπλήρωσε ένα
κενό με τον χειρότερο τρόπο;
Ήταν ο μόνος τρόπος για να συνεχίζει να υπάρχει μαρξιστική διαλεκτική ρητορική
για το κοινωνικό γεγονός ως «κοινωνικό Είναι»; στο πλαίσιο όμως που
είχε δημιουργήσει ένα κενό που υπήρχε πλέον ως πλήρες και σχηματισμένο πριν το
ανακαλύψουν αυτά τα εξυπνοπούλια;
Μετά το κωμικό [σοβιετικό] ή στυφό [λουκατσιανό] τέλος τής υλιστικής
διαλεκτικής, το μόνο Είναι που αντιστοιχούσε σε αυτό το προσχηματισμένο κενό,
και το οποίο απέμεινε στο παζάρι ως τέτοιο, ήταν τού κυρίου αυτού, και τα
εξυπνοπούλια έσπευσαν.
Γιατί υπήρξε το κενό αυτό, πριν από αυτούς, δεν ρώτησαν με πραγματική επιφύλαξη
και πραγματική περίσκεψη.
Τα εξυπνοπούλια αυτά, Φιλόσοφοι και μη-Φιλόσοφοι, έχουν την τάση να σπεύδουν,
πάντα, αφού προέχει η συγκυρία.
Δεν τους είπανε, ότι στην Φιλοσοφία ό,τι τρως σε τρώει.
Και κρυφά να το φας, και να το καταραστείς αυτό που τρως, θα σε φάει στο τέλος,
και θα το καταλάβουν όλοι.
Δεν ήξεραν, δεν ρώταγαν;
Εισαγωγική σημείωση για τον
ορικό αγώνα.
Δεν αμφιβάλω ότι οι θεωρητικές ενέργειες που περιστρέφονται πλέον στις θετικές
επιστήμες, ως συμπληρώματα τους ή ως ελεγκτικές ωθήσεις τους, κινούνται
περιοριστικά ή ακόμα καταστροφικά ως προς την έννοια-ή-κατάσταση τού όρου, ως
προς την έννοια τής ίδιας τής μη-σημασιακής ή μη-προτασιακής έννοιας των
εννοιών ή των κατηγοριών, των φράσεων, και δεν αμφιβάλω επίσης ότι έχουν την
μεγάλη πιθανότητα να μετατρέψουν, και δια των συνεχών αυτοελέγχων τους ως
<ελεγκτικών αρχών>, την θεωρία σε ισοδύναμο, συμβασιλεύον στοιχείο τόσο
των επιστημών όσο και των δοξασιών που ρίχνονται, όσο ρίχνονται, στην κοίτη
τους.
Αυτό που μένει, ωστόσο, ορφανό από όλη αυτή την συνεχιζόμενη διεργασία
θριάμβου, είναι ένα ρητορικό κάτι -καταμόναχο, ένα λεκτικό κάτι -καταμόναχο,
ένας αγώνας για τους όρους -καταμόναχους, ένα κάτι που δεν ήταν ποτέ αρχαίο
αλλά κινδυνεύει να γίνει, δεν ήταν ποτέ επιθυμόν να είναι ξεχωριστό από την
υπόλοιπη πολιτεία τού λόγου αλλά πλέον είναι.
Τι άλλο από ρητορεία μάς απομένει;
Οι τελευταίες σειρές τού «Επιχείρημα και κρίση» (τού αλαζόνα αλλά σπουδαίου Παντελή Μπασάκου), τώρα που το
ξαναδιαβάζω, μού προκάλεσαν μιαν ανησυχία, την οποία είχα μεν, παραδόξως και
μόνος μου, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο, ίσως από αλλού προερχόμενος. Κόλλησα
στην μοντέρνα θεωρία, ενώ ήθελα αρχικά να το ξεπετάξω το θέμα, για μιαν
μεταγενέστερη ανάγνωση.
Ας κάνω μια μικρή ανασκόπηση, για να κατανοήσουμε και τα παθήματα ενός άμοιρου
αναγνώστη, όταν βγαίνει από την αμεριμνησία των αρχικών αναγνωστικών προθέσεών
του.
Το αποκλειστικά δικό μου πρόβλημα, δεν ήταν σε σχέση με την σύγχρονη θεωρία
[επιστημολογία, νέα γλωσσολογία, διαθεματικός ολισμός, μερικές ολότητες ή
{επιστημονικά ή επικοινωνιακά} πεδία που συγκροτούν ως αυτοτελή μέρη-ολότητες
ένα ελεύθερο -υποτίθεται- όλον-αλήθεια], εφόσον κινούμαι σε ένα πλαίσιο
συμπάθειας αδιαφορίας και προσπάθειας κατανόησης με ριζικές διαφωνίες
[προερχόμενες από την σοβιετική φάση μου..]. Τώρα, διαβάζοντας αυτές τις
σειρές, βλέπω ό,τι υφίστατο στον δικό μου σοβιετικό ολισμό ως ασθένεια
αυταρχισμού -που κατανοούσα ως ασθένεια και όταν έκανα προπαγάνδα, να υπάρχει
σε ένα άλλο, εντελώς άλλο πλαίσιο ως μια άλλη ασθένεια αυταρχισμού, προερχόμενη
τώρα από μιαν στεγανοποίηση-μεν διαλεκτική-δε των μερικών ολοτήτων τούτων.
Μάλλον βλέπω ακόμα εφιάλτες ομοιότητας.
Η διαλεκτική και η ρητορική ως απομονωμένος οίκος τού λόγου.
[ Διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο, αλλά χωρίς πρόσβαση στο άλλο διαμέρισμα τού
τελευταίου ορόφου.
Έχει πρόσβαση όμως στα άλλα διαμερίσματα, των άλλων ορόφων.
Οι ένοικοι αυτού του διαμερίσματος, ειδικά ο ένοικος «ρητορική»
{γιατί ο συγκάτοικός του «διαλεκτική» είναι ασθενής και απαρηγόρητος
από την αποβολή του από το άλλο διαμέρισμα} {το είχε δίπορτο, με την άδεια των
ενοίκων «λογική» και «επιστήμη», τού άλλου διαμερίσματος,
οι οποίοι και τον δημιούργησαν}, οι ένοικοι αυτοί λοιπόν, δημιουργούν ταραχές
οι οποίες επηρεάζουν όλους τους ορόφους, όταν υπάρχει γενική συνέλευση τής
πολυκατοικίας αυτής, η οποία εδώ και αιώνες δεν έχει μόνιμο διαχειριστή ].
Αν υπάρχει μια απομάκρυνση των θετικών επιστημών
από τις δοξασίες, τότε όχι μόνον η καθαυτό ρητορική αλλά και η διαλεκτική
κατοικούν «μόνες» στους στον ειδικό τόπο τους, ο οποίος όμως
παράχθηκε ως ειδικός και «αυτοτελής» ως οικείος-εν-τω-οίκω-μόνον
λόγος, ακριβώς δια τής απομάκρυνσης των θετικών επιστημών.
Η προσπάθεια οικειοποίησης-δια-ελέγχου και ελέγχου-δια-οικειοποίησης τού
φάσματος των δοξασιών, σύμφωνα με μια ορθολογική και αντι-σοφιστική [στις
προθέσεις της] διαλεκτική, στέφεται από μιαν απόλυτη αποτυχία, η οποία αν και
ίσως είναι προσωρινή δεν παύει να είναι απόλυτη, όσο ισχύει.
Ο λόγος δεν τελειώνει ποτέ, άρα δεν τελειώνουν ποτέ και οι δοκιμές τής
διαλεκτικής, αλλά οι μεγάλες αποτυχίες ή οι μεγάλοι χωρισμοί εντός του μπορεί
να κρατήσουν πολλά χρόνια, ίσως και πάντα.
Επιστημολογική σημείωση ή σημειωσούλα..
Κατά κάποιο τρόπο θέλω να ισχυριστώ ότι, η διαφύλαξη τής προς τον έτερο άνθρωπο
γλωσσικής ή νοητικής κίνησης ως κίνησης ακαθόριστης και ελεύθερης, ελεύθερης
διότι είναι αδύνατον να καθοριστεί στην ουσία της από κάτι εξωτερικό αλλά και
από κάτι εσωτερικό στο υποκείμενο, μπορεί να υπάρξει [ως διαφύλαξη] αν δούμε το
αντίθετο της ελευθερίας αυτής, το οποίο υπάρχει ως κάτι επικίνδυνο [για αυτή την
κίνηση] όχι μόνον: α) εντός των εξωτερικών κινδύνων [όπως ένα αυταρχικό
καθεστώς κ.λπ ή μια ασθένεια που μπορεί να περιορίσει την ατομικότητα και την
κοινωνικότητά της -ανάλογα πάντα με τις κοινωνικές δομές κ.λπ] και των β)
εσωτερικών κινδύνων [ανάπτυξη μιας υπερπαθολογικής ψυχικής σφαίρας κ.λπ].
Ούτε η τεχνητή εννοιολογική ένωση αυτών των «εσωτερικών-εξωτερικών»
κινδύνων, ούτε η συναφής εννοιολογική μεσολάβηση τής έννοιας των κοινωνικών
δομών-σχέσεων ως καταπιεστικών και δημιουργών κινδύνων για την ελευθερία -όπως
θέλουμε να την ορίσουμε ειδικότερα, μπορεί να μας οδηγήσει εκεί που θέλουμε να
οδηγηθούμε, στην εικόνα δηλαδή τού κινδύνου [και τής αντίστοιχης διαφύλαξης],
χωρίς να απορρίπτουμε τίποτα από όλα αυτά, ούτε να θέλουμε να τα παραβλέψουμε
πλαγίως δια μιας διανοητικής ή ιδεολογικής ή ηθικής [ηθικολογικής] ιεραρχικής
εξηγητικής και εντέλει πρακτικής πειθάρχησής τους από «αυτό» που
θέλουμε να δούμε ή ανακαλύψουμε.
Δεν παραβλέπουμε πραγματικότητες εντός των οποίων υπάρχει και η ελευθερία και η
καταστροφή της, αλλά ψάχνουμε τι είναι η ελευθερία τού υποκειμένου ως κάτι που
αντίκειται σε ένα έτερο της [και το αντίστροφο], ένα πλέγμα δηλαδή
ελευθερίας-ανελευθερίας το οποίο μεσολαβείται μεν από τις κοινωνικές και άλλες
δομές-καταστάσεις κ.λπ αλλά δεν σημαίνεται από αυτές, έστω αποκλειστικά.
Αν η ελευθερία έχει έναν υπερβατικό ή υπερβατολογικό πυρήνα, θα έχει και η
ανελευθερία.
Πρόκειται όμως για οντολογικά αντίθετα; εντός ενός οντολογικού διπόλου με
πιθανό συνοδό και έναν οντολογικό τρίτο συντελεστή;
Θαρρώ πως όχι, έτσι τουλάχιστον όπως κατανοώ τα αντικείμενα αυτά, χωρίς να
ισχυρίζομαι ότι ως πρόσωπο δεν επιστρατεύω οντολογίες δυαδισμούς, και ό,τι άλλο
επιστρατεύει κάποιος για να περάσει με κάποια ζέστη όταν κάνει παγωνιά.
Υπάρχουν συγκεκριμένες διεργασίες τής έλλογης ή γλωσσικής σχέσης που έχουν αυτή
την διπλή όψη, και αυτή η διπλή όψη δεν κατοικεί κατά την ταπεινή γνώμη μας
εκεί όπου βρίσκεται η κατασφαλισμένη από τις θετικές επιστήμες αλήθεια, όπως
και να την ορίσουμε αυτή την τελευταία, ακόμα και ως ορθή προτασιακή απόφανση
και όχι ως αλήθεια [τυχαία, πρόχειρη αντικατάσταση].
Σε αυτό το πέραν των θετικών επιστημών δεν υπάρχει ένα μυστήριο, μια άβυσσος
απόκρυφων τάχα δυνάμεων που περιμένουν τις αυθαίρετες αποφάσεις μας, για το
ποια από αυτές είναι η αληθινότερη ή αυτή που ταιριάζει περισσότερο στα γούστα
ή τα συμφέροντα μας, αλλά [υπάρχει] ένα φάσμα από δοξασίες, αποφάνσεις, γνώμες,
και αποφάσεις, αντιλήψεις και αισθητοποιήσεις, για τις οποίες δεν ξέρουμε,
ακόμα [το τονίζω] ή δεν θα ξέρουμε ποτέ ίσως, με ποιό τρόπο αντιστοιχίζονται με
ένα ή πολλά Είναι, είτε αυτό το..ή αυτά τα Είναι παράγουν μονοσήμαντα το φάσμα,
είτε όλο αυτό μαζί είναι ένα Είναι το οποίο συναποτελείται από το όντως Είναι
και το φάσμα του [από γνώμες, δοξασίες κ.λπ].
Λόγω της μη γνώσης μας για το είδος τής συμπλοκής αυτής, είναι αδύνατον και να
εκφέρουμε κρίσεις ή να δομήσουμε προτάσεις που έχουν μιαν εγκυρότητα ανάλογη,
όμοια ή και ίδια με την εγκυρότητα των ούτως ειπείν θετικών επιστημών, οι
οποίες ακόμα κι όταν αναδομούνται δεν καταστρέφουν ολοκληρωτικά το προηγούμενο
Παράδειγμά τους [Νεύτων, Αϊνστάιν].
Ωστόσο, παράλληλα και σε συνάφεια με το προαναφερθέν μισοσκόταδο-μισοφώς,
έχουμε στα χέρια μας ένα κοινό και πλέον τετριμμένο όπλο, τις λογικές αρχές,
τον γενικό ορθολογισμό και την διάχυση τής επιστήμης, έχουμε δηλαδή στα χέρια
μας μιαν ισχυρή αν και κάπως αιωρούμενη ορθολογική μεθοδολογία σκέψης ως ένα
σμάρι από ορθολογικές μεθοδολογίες σκέψης που συνεχίζουν να αντιμάχονται μεταξύ
τους στο πλαίσιο τής αντιμαχίας των γνωμών, των δοξασιών, των ιδεολογικών
αισθητικών κ.λπ αρχών τους, ανάκατα με ανορθολογικές θεοκρατικές ή κυνικές
μεθοδολογίες οι οποίες μερικές φορές δεν στερούνται ορθολογικών στοιχείων κ.λπ.
Δεν πρόκειται για μια «φύση» τής κατάστασης, ως διαχρονικής
κατάστασης τού ανθρώπου, εφόσον αυτή η προσωρινή «τελική» οροθέτηση
είναι προϊόν μιας ιστορικής εξέλιξης, άρα δεν υπήρχε πάντα.
Επιπλέον, όπως την ορίζω μετά από σκέψεις 20 ετών περίπου, αμφισβητείται από
τους πολυάριθμους επιστήμονες επιστημών που αν και μη επιστήμες με την ορθή,
άρα σκληρή έννοια, ή ως επιστήμονες επιστημών που είναι ακόμα σε ανάδυση αλλά
θέλουν και τον θρόνο και το στέμμα με το έτσι θέλω, δεν σηκώνουν κουβέντα.
Πάντως εμένα δεν με πείθουν και δεν πρόκειται να με πείσουν ποτέ, χωρίς να
περιφρονώ τις τέχνες και τις δεξιότητές τους, γιατί αν το έκανα αυτό θα έπρεπε
να αμφισβητήσω πρώτα τον εαυτό μου, τον οποίο βάσει των παραπάνω κριτηρίων δεν
τον θεωρώ επιστήμονα, αλλά τεχνίτη, μαστοράντζα, άντε και τεχνικό, παρά τα
πτυχία και τα μεταπτυχιακά που κορνιζάρισε η μάνα μου στο σαλόνι της.
Ίσως πριν την ανάδυση τής σύγχρονης θετικής επιστήμης, να διεκδικούσα αυτό τον
τίτλο και να τον απένειμα στους ομότεχνούς μου, αλλά ανήκω σε αυτούς τούς
λίγους που έχουν λάβει στα σοβαρά την επιστημονική τομή με τον Κοπέρνικο και
τον Νεύτωνα, και έχουν πάρει το μάθημα τους από την πτώση τόσο τής Αστρολογίας
όσο και τού Διαλεκτικού Υλισμού.
Όσοι επέζησαν με σώας τας φρένας από την πτώση τής Υπαρκτής Αστρολογίας τού
Υπαρκτού Σοσιαλισμού, αν συνήλθανε, ίσως έχουνε περισσότερες ικανότητες
αυτογνωσίας, κατά το «όποιος καεί από το διαλεκτικομαρξιστικό χυλό φυσάει
και το κριτικομαρξιστικό ή διαθεματικό γιαούρτι». Πάντως γιαούρτι είναι.
Συμπέρασμα, πλαίσιο:
Θέλουμε να περιορίσουμε την οπτική μας όσο το δυνατόν περισσότερο, στενότερα
στα έλλογα-γλωσσικά-νοητικά δίπολα δοξασιών, διλημμάτων και αποφάνσεων [τρίπολα
και ούτω καθεξής, αλλά όχι απειρό-πολα] που συγκροτούν τους ανθρώπινους
διαλόγους και τις ανθρώπινες αντιμαχίες, δεσμεύοντας τούς ανθρώπους σε
αδιέξοδες δυναμικές ή ακόμα και προκαλώντας τες ως αδιέξοδες.
Το «πλεόνασμα κατά την
ύλην» τού επιχειρήματος και τής διαλεκτικής αντιμαχίας. Απορίες.
---------------
Να μετατρέψεις [με διαλεκτικό ή ρητορικό τρόπο] σε προβλήματα, τις προτάσεις
του άλλου, τού υποστηρικτή ενός άλλου [από το δικό σου] συστήματος δόμησης
δοξασιών, γνωμών και κεντρικών αξιολογικών κρίσεων, και έτσι να παραβιάσεις τον
εξής γενικό περιοριστικό όρο σε μια συζήτηση που έχει οροθετηθεί μέσω αυτού
[τού γενικού περιοριστικού όρου] όχι μόνον εντός αξιωματικών προτάσεων [τις
οποίες μπορείς ανεπιφύλακτα να αποδεχτείς, ωστόσο] αλλά και εντός ενός
κεντρικού [όχι απλά υποστηρικτικού] υποσυστήματος σχετικά αποδεκτών κοινών
δοξασιών:
Αυτό που ο αριστοτελικός ορισμός τού συλλογισμού αποβάλλει, όταν μεταβαίνουμε
στον χώρο τής διαλεκτικής έρευνας, άρα σε έναν χώρο που χωρεί και εκείνες
δοξασίες που υπερβαίνουν παραβατικά το όριο ακόμα και των νόμιμων σημασιακών
και κοινωνικονοητικών ορίων των δοξασιών, είναι το ενδεχόμενο να ερμηνεύεται το
σύστημα επιστήμης και συναφούς διαλεκτικής με τους όρους ενός άλλου δια τής
εισδοχής απαράδεκτων για το σύστημα αυτό δοξασιών και παραδόξων.
Η παραβίαση αυτή μπορεί να παρουσιαστεί με μια ευκρινή μορφή αν εξετάσουμε την
[αριστοτελικά οριζόμενη ως] διαφορά μεταξύ>> α) των διαλεκτικών
προτάσεων, όπου τίθενται [και] ερωτηματικές προτάσεις που στηρίζονται σε
δοξασίες, όπως όμως αυτές υφίστανται ως προκείμενες και ως ερωτηματικό όλον σε
αναλογία προς τις αποδεικτικές προτάσεις, και β) των διαλεκτικών προβλημάτων,
όπου υπάρχει νομιμότητα τού παράδοξου ερωτήματος, αλλά υπό όρους.
Ας δούμε, που παρουσιάζεται η διαφορά, ως εκ τής παραγωγής τής διαλεκτικής
πρότασης:
Η διαλεκτική πρότασις, ως ερωτηματική πρόταση είναι μια ερώτησις ένδοξος, άρα
είναι μια ερώτηση υπό το καθεστώς [κοινά αποδεκτών] δοξασιών που οδηγεί τον
διαλεκτικό συνομιλητή σε αποδοχή τού αναγκαστικού πλαισίου που ορίζει ο ερωτών
ως ένα ζεύγος κατάφασης-αποδοχής ή άρνησης τού ισχυρισμού τον οποίο
εμπερικλείει το ερώτημά του.
Θέλω να σταθώ σε αυτό το σημείο, διότι δείχνει ότι η αναγκαστική υπαγωγή ή
πειθάρχηση τού ερωτώμενου διαλεκτικού συνομιλητή, δεν ορίζεται ως η συγκατάθεσή
του στην κατάφαση εν γένει, αλλά ως συγκατάθεσή του, άρα και κατάφασή του ως
προς την ίδια την ύπαρξη και υπόσταση τού ερωτήματος που τού τίθεται [από αυτόν
που ρωτάει].
Η αναλογία, λοιπόν του επιχειρήματος προς την απόδειξη, δεν προκύπτει μόνον ως
μια γενική ομοιωματική ταυτότητα [ή «σχετική ταυτότητα»], όπου η
απόδειξη ως δεσμευτική [εφόσον είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε την ορθότητα
της πλοκής της, αλλά και το συμπέρασμά της, ως προκύπτον από τα «αληθή και
πρώτα»], αντιστοιχεί ομοιωματικά προς το διαλεκτικό ερώτημα το οποίο περικλείει
έναν αντίστοιχο δεσμευτικό αναγκασμό.
Το διαλεκτικό ερώτημα παράγεται ως δεσμευτικό, σίγουρα κατ΄αναλογίαν προς την
αποδεικτική πρόταση, σε σχέση με τον ενδογενώς διττό ή αναγκαστικά διλημματικό
χαρακτήρα του που όμως το διακρίνει οντολογικά από την αποδεικτική-επιστημονική
διεργασία κ.λπ
Η απάντηση στην «ένδοξον ερώτησιν», είναι ανάλογη προς μιαν απόκριση
στο αποδεικτικό θεώρημα κατά μια φάση του ή εντέλει, αλλά σημαίνει ταυτόχρονα
μιαν άμεση μετάβαση στο εντέλει, και όταν αυτή η ερώτηση μετατρέπεται σε
διαλεκτική ερώτηση εντός ενός διαλεκτικού προβλήματος η μετάβαση στο εντέλει
είναι υφιστάμενη στην ίδια την έναρξη τού ερωτήματος κατά έναν απόλυτο τρόπο.
Σού τίθεται ένα ερώτημα, στο οποίο υπάρχει μια ταυτόχρονη απάντηση: Ναι-ή-Όχι.
Θα δούμε εν καιρώ γιατί θεωρώ ότι η διαλεκτική, είτε την αποδέχεσαι είτε όχι,
ωθεί, αν και όχι ως η μοναδική ώθηση που υπάρχει -αυτού τού είδους, σε μια
απόλυτη αρχική στάση, κατάφασης ή άρνησης, κατάφασης-άρνησης.
Ο προσδιορισμός της πάντως, σε σχέση με τις δοξασίες και τις αμφιλεγόμενες ερωτήσεις
που αυτές προκαλούν, μάλλον ισχυροποιεί αυτές μου τις ούτως ειπείν υποψίες.
Το παράδοξο, θαρρώ, και μάλιστα στην ακραία σοφιστική μορφή του, δεν μου
φαίνεται ένας ξένος επισκέπτης, ήδη εδώ, στην περιοχή όπου ένας γίγαντας, ο
Αριστοτέλης, προσπαθεί να το εξορίσει, διατηρώντας κυρίως την διαλεκτική
πρόταση, ως το υπερέχον μάλλον, έναντι τής έννοιας τού διαλεκτικού προβλήματος.
Η διαλεκτική παράγεται κατά την κυρίαρχη μορφή της, ή ίσως και γενικά [ακόμα
και όταν κινείται στα όρια εντός-εκτός των κυρίαρχων λ.χ αριστοτελικών, εκδοχών
της], ως δυνάμενη να έχει νομιμοποίηση ως μη-σοφιστική συλλογιστική πράξη, αν
χωρίς να προβαίνει σε μια εξωτερική, προς την ελεύθερη ερευνητική, ή απορητική
έρευνά της, αυτολογοκρισία, περιορίζει ωστόσο, το πεδίο των αποδεκτών
ερωτηματικών προτάσεων, παραδόξων κ.λπ που θα μπορούσε να χωρέσει στο «φύσει» εύπλαστο Είναι της.
Σαν να υπάρχει μια προσπάθεια, να διατηρηθεί, ειλικρινώς, το εύπλαστον τής
διαλεκτικής, η ελευθερία της να είναι το ελεύθερο λογικεμένο «να
ρωτάς», χωρίς να δίνεται η δυνατότητα αυτή, η ελευθερία αυτή, να ανοίξει
το πεδίο στην σοφιστική ή ακόμα και στην επιθετική εριστική πρόκληση ρητορικών
υποκειμένων που θα χρησιμοποιούσαν την σοφιστική για την άσκηση λεκτικής και
ιδεολογικής βίας.
Το όριο τής ανοχής της, το σύνορο πέραν του οποίου βασιλεύει η γυμνή από
διαλεκτικές επιθυμίες σοφιστική, είναι οι θέσεις των κοινά αποδεκτών στοχαστών
ή φιλοσόφων, οι θέσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν [και] παράδοξες εκφορές,
αρκεί να διατηρείται η αναλογία δόξας [δοξασίας] και αξιώματος, η οποία
σημαίνει αναλογία και γενική ταυτότητα αυστηρής [λογικής-αποδεικτικής]
επιστήμης και διαλεκτικής, υπό την ιεραρχική εξουσία όμως τής αυστηρής
αποδεικτικής επιστήμης.
Αυτή η αναλογία είναι η βαθιά δέσμευση τής διαλεκτικής που «θέλει» να
είναι σε πόλεμο με την σοφιστική [και την δημαγωγία ίσως των εχθρών ενός
αξιακού ή ιδεακού συστήματος], εφόσον αν δεν τηρηθεί με κάπως σφιχτό τρόπο,
τότε η ίδια η δυναμική τής διαλεκτικής ως ειδικής επιτακτικής ερωτηματικής
νοητικής πράξης [επιτακτικής] ως-προς-το-τέλος της, θα φέρει στον θρόνο των
συλλογισμών δοξασίες που δεν αξίζουν την θέση τής αναλογίας τους προς τα
αξιώματα [των κατασφαλισμένων δια αξιωμάτων επιστημών].
Όπως είδαμε όμως, προηγουμένως, ίσως αυτό να είναι και το αδύνατον, εφόσον ακόμα
και οι ούτως ειπείν νόμιμες [κατά τα αριστοτελικά ή άλλα κριτήρια] εκδοχές της,
δεν μπορούν να αποβάλλουν την απόλυτη ώθηση των ερωτηματικών μορφών της στο
απόλυτον μιας ήδη απάντησης, προτού ακόμα μιλήσουμε για παράδοξα.
Το Ναι-ή-Όχι, έχει ως απάντησή του μεν είτε το Ναι είτε το Όχι, αλλά η ουσιώδης
απάντησή του, το συμπέρασμά του είναι το ίδιο το Ναι-ή-Όχι.
Δεν λέω ότι, μου αρέσει αυτός ο τρόπος σκέψης ή συζήτησης. Κάθε άλλο.
Σε ποιόν; σε τι;
Δεν αντιμετωπίζω την Ρητορική τού Αριστοτέλη, ως ένα χρήσιμο εγχειρίδιο
μετριοπαθούς σοφιστικής ή αντίδικης σκέψης, ούτε από την άλλη σαν ένα κείμενο
που παραθέτει τις λογικορητορικές συλλογιστικές [τα ενθυμήματα] ως εξωτερικά
λαμπρά θραύσματα μιας βαθύτερης λογικής που τα διορθώνει, αν και υπάρχει και αυτό
υπό μιαν έννοια, δηλαδή έλεγχός τους κατά την παραγωγή και χρήση τους, ως προς
την πιθανή απολυτοποίησή τους, ή ακόμα και κατά την σοφιστική χρήση τους
[υπάρχουν σαν ταυτότητα όλα αυτά, αλλά όχι ακριβώς]. Οι συλλογιστικές, οι
έλλογες σκέψεις στην κυρίως παραγωγική-απαγωγική μορφή τους, με την μορφή τους
ως ενθυμημάτων [υπάρχουν και επαγωγικά ενθυμήματα], είναι σημεία ενός
μηχανισμού σκέψης που υπάρχει και ως συνεχής ορθολογικός έλεγχος τού «εαυτού» και τού «άλλου» της, αλλά και ως μηχανισμός
συνάντησης με αυτό που ελέγχεται ως παραγόμενο από αυτό τον ίδιο τον «εαυτό».
Όταν ο Αριστοτέλης «κλείνει το μάτι» στον ρήτορα ή τον αντίδικο
[ληπτέον δ᾽ ὁπότερον ἂν ᾖ χρήσιμον], δεχόμενος το δικαίωμα του να επιτονίσει,
τρόπον τινά, πτυχές των ενθυμημάτων που δεν οδηγούν υποχρεωτικά στην αλήθεια,
σαν να είναι ένας σύγχρονος δικηγόρος που θα υπερασπιστεί μιαν αμφιλεγόμενη
προσωπική υπόθεση ή ίσως ακόμα και το άδικο ή μη-δίκιο τής υπόθεσης αυτής, δεν
το πράττει αυτό ως συγγραφέας κυνικού ρητορικού εγχειριδίου, αλλά ως θεωρών μια
διεργασία τού λόγου εντός και εκτός των ορίων του.
Σκοπεύω τις επόμενες μέρες, ή τους επόμενους μήνες,
να αγγίξω όσο μπορώ, ακόμα και «λογοτεχνικά», αυτά τα ενθυμήματα, ένα
ένα, να τα πειράξω σεβόμενος τα, έχοντας πάντα στο μυαλό το ζήτημα τής αιφνίδιας
ανακοπής τής ρητορικής και τού ελεύθερου λόγου στις διαμάχες-δια-λόγου. Αυτή
είναι η Νέκυια.
Βάζουμε στις αποσκευές τής Νέκυιας, τούς τόπους των «ενθυμημάτων» τού
Αριστοτέλη, γιατί αλλιώς ταξίδι δεν γίνεται μέσα στο σκοτάδι των λαθών μας. Οι
ταξιδιώτες δεν είναι λαμπροί, φιλόσοφοι και ρήτορες, είμαστε εμείς οι
παραπλανημένοι. Ακόμα και έτσι, ξυπνώντας από τον λήθαργο, κινδυνεύουμε από την
ορμή μας, την νεοφώτιστη.
Οι σχέσεις ετεροκαθορισμού
των αδικουμένων από το άδικο, ενός ετεροκαθορισμού που υφίσταται ως άδικο μέσο
ή ως άδικη μέθοδος αποκατάστασης τής δικαιοσύνης, στην οποία καταφεύγουν μαζί,
αδικούμενοι και τυχοδιώκτες ή εγκληματίες που έτυχαν ή «έτυχαν» να
ανταποδώσουν την αδικία, όλα αυτά υπό το ιδεολογικό ή διανοητικό στέμμα μιας
γενικευτικής κακής, λανθασμένης χρήσης τού τόπου των «ενθυμημάτων» [ή
συλλογισμών περί] των «αμοιβαίων σχέσεων», όπως μας τους παραδίδει [σημαίνοντάς
τους] ο Αριστοτέλης, μπορεί να απεικονίσει μια σειρά εγκληματικών λαθών ή
εκτροπικών ιδεολογικών προθέσεων, στον ίδιο τον οικείο χώρο μας. Κανένας Έγελος
δεν ήταν ικανός να μας βγάλει από αυτή την μέθη, και ξεπέσαμε οικτρά στο να
παραβιάσουμε τις αρχές ακόμα και της [οριζόμενης, κακώς] ως τυπικής λογικής
κατά την συγκρότηση των επαναστατικών «ενθυμημάτων» μας.
Μόλις τώρα, θυμάμαι την «δικτατορία του προλεταριάτου», ή ακόμα και
τον προσφάτως αναγεννημένο ιδεολογικό αντικρατισμό άνευ αρχών, όπως στηρίζονται
στην παραβίαση τής λογικής και ταυτόχρονα στηρίζουν την προσφυγή στην παράλογη
βία, τελώντας ένα άλμα από την ανάγκη απάντησης στην αδικία στην τυχαία,
παράλογη, εξωθεσμική με την ευρεία έννοια, απάντηση σε αυτήν, εκ του ανύπαρκτου
δικαιώματος να απαντήσεις, όπως λένε, με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν δεν το λες
αυτό ανοιχτά.
Σε ποιόν; σε τι;
Το ρητορικό «ενθύμημα», ο λογικός συλλογισμός στην νευρώδη και αποσπασματική
δημόσια μορφή του [απλουστεύω], έχει κι αυτό μιαν ειδική σημασία και χρήση, η
οποία θα μπορούσε να το εντάξει σε μια επιστήμη εγγύτατα τής επιστήμης των
«αρχών»;
Ο Αριστοτέλης αρνείται εξαρχής αυτή την δυνατότητα, αλλά αν υποθέσουμε ότι
υπάρχει αυτό που ονομάσαμε ως [και] ρητορική συγκρότηση τής οντολογικόμορφης
ζώνης πυρήνα-εκτός-πυρήνα, τότε πως θα μπορούσε να ιδωθεί η ρητορική; και
μάλιστα όχι μόνον η συμβουλευτική μορφή της;
Σε ποιόν; σε τι;
Η συμβουλευτική ρητορική δομείται με το ζευγάρωμα παραινετικών και δυνητικών ως
απαξιωτικών κρίσεων που αναφέρονται στο παρόν και το μέλλον [δυνητικό] ενός
ατόμου, μιας πολιτικής ή κοινωνικής ενότητας, αφότου έχει σχηματιστεί/υπάρξει
μια ειδική τοπολογία ενδιαφέροντος και αδιαφορίας, εφόσον δηλαδή έχει
σχηματιστεί, ή ήδη υπάρχει, ένας πυρήνας ανθρώπινων-κοινωνικών δεσμών που έχουν «απέναντι» τους έναν εξωτερικό άμορφο ή νομιζόμενο ως άμορφο χώρο ως
παραγόμενο όμως από αυτόν τον πυρήνα.
1ον
Η παραγωγή τού εσωτερικού πυρήνα ενδιαφέροντος είναι συνυφασμένη με την
παραγωγή αυτού τού εξωτερικού χώρου των απόβλητων [από τον πυρήνα] στοιχείων.
Μέσα στον ίδιο τον πυρήνα υπάρχει αναπαραγωγή και όχι απλά έκτυπη αντανάκλαση
αυτής τής διαίρεσης ανάμεσα σε πυρήνα και τον εξωτερικό χώρο «του].
2ον
Η συμβουλευτική ρητορική ως μια «θετική» μεταγενέστερη έκφραση μιας
ήδη υφιστάμενης τοπολογίας ενδιαφέροντος-αδιαφορίας, μπορεί μολοντούτο να
νοηθεί και ως συνδημιουργός της, κατά τους πολλούς ειδικούς τρόπους ίδρυσής
της, πάντως σίγουρα από την «στιγμή» που έχει θεμελιωθεί ιστορικά ως
ισχυρό και επιδραστικό ένα τέτοιο γενικό σύστημα διαίρεσης.
«...είναι φανερό ότι
σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι καλά [για τους
φίλους] είναι τα ίδια ακριβώς που θεωρούν καλά και οι ίδιοι [για τον εαυτό
τους], και έτσι επιθυμούν [για τούς φίλους] αυτά που [θεωρούν ότι] είναι καλά
[και] για τους ίδιους· αυτό δεν ήταν το κύριο γνώρισμα τού φίλου;..»
πᾶσιν γὰρ τούτοις τὰ αὐτὰ ἀγαθὰ φαίνεται εἶναι καὶ αὐτοῖς, ὥστε βούλεσθαι τὰ
αὐτοῖς ἀγαθά, ὅπερ ἦν τοῦ φίλου.
Ρητορική, Αριστοτέλης [1380b] [IV]
Σε ποιόν; σε τι;
Η τοπολογία τής αδιαφορίας
----
Ψάχνοντας την κατάσταση τής αδιαφορίας, στα συναισθήματα και τις ψυχικές
στάσεις των υποκειμένων, μπορεί να πέφτουμε σε παγίδα, να παγιδευόμαστε από
μόνοι μας, άσχετα αν «μάθαμε» να ψάχνουμε έτσι [άρα δεν έχουμε κάποια
ενοχή ή ευθύνη πάντα που αυτοπαγιδευόμαστε έτσι].
Κάθε τόπος που ομοιάζει τόπος [μη-]συναισθημάτων και [μη-]παθών, μπορεί να έχει
σχηματιστεί από μια προηγούμενη αντιμαχία-δια-λόγου, να έχει υπάρξει ως τόπος
[μη-τόπος] αδιαφορίας διότι κάποιο υποκείμενο έχει φροντίσει να σχηματίσει
αλλού τον τόπο τού λόγου και έχει κατορθώσει να μετατρέψει αυτό το «αλλού» [ως τόπο] σε πεδίο κάθε λόγου.
Δεν είναι μάλιστα και τόσο σίγουρο ότι θα κατανοήσουμε πολλά, αν περιορίσουμε
[νοητικά, ορίζοντας] αυτή την δημιουργία ενός τόπου έλλογου ενδιαφέροντος ως
αναφερόμενη σε μιαν ενεργοποιούσα σκοπιμότητα, η οποία συγκροτείται από
συμφέροντα, επιδιώξεις κ.λπ.
Δεν αποκλείουμε την ύπαρξη σκοποθεσιών συμφέροντος, άρα και σκοποθεσιών
συγκρότησης αδιαφορίας και παραναγνώρισης, αλλά είναι παραγωγικότερο να
εξετάσουμε την παραγωγή αυτών των καταστάσεων και τις καταστάσεις αυτές, ως
προερχόμενες από την ίδια την συνοριοθέτηση τού ενδιαφέροντος τού λόγου εντός «αυτού» που θα «ήθελε» να είναι και είναι.
Ως να είχε ο λόγος θέληση δηλαδή, πρώτα να φτιάξει τον δικό του οίκο, άρα μέσω
αυτής του τής ενέργειας να παράγεται και το εκτός τού οίκου [του].
Μιλάμε προσωποποιώντας τον λόγο, μιλάμε σχηματικά και μεταφορικά, αλλά δεν
είμαστε εγκλωβισμένοι στα σχήματα λόγου.
Στην πραγματικότητα η παραγωγή τού οίκου τού εκάστοτε λόγου, άρα τού τόπου
ενδιαφέροντος τού λόγου, τελείται την ίδια «στιγμή» που παράγεται η
ούτως ειπείν αδιαφορία του ως ένας μη-τόπος ή μια σειρά μη-τόπων αδιαφορίας.
Οι ρήτορες βέβαια, έχουν μιαν παρορμητική τάση να φυλάνε καλά αυτό τον οίκο ή
τόπο, ίσως επειδή είναι συν-κατασκευαστές του που είναι όμως χτισμένοι οι ίδιοι
ως μονίμως συγκροτώντες αυτόν.
Σε ποιόν; σε τι; -Σημείωμα για την αδυναμία να μιλήσεις.
Η σκέψη σταματάει, όχι μόνον όταν την διακόπτουν με βία, αλλά κι όταν δεν
μπορεί να συνεχίσει μέσα στον καταιγισμό αυτών που θέλει να εμφανίσει.
Δεν είναι η συγκίνηση ή η μη-γνώση που εμποδίζει πάντα την ανάδυση μιας μεθόδου
έκθεσης αυτών που θέλεις να εκθέσεις, ως άγνωστα, ως παραγνωρισμένα, ως
σκοτεινιασμένα στις [απασχολημένες με άλλα] σκέψεις των άλλων.
Είναι ότι σε πνίγει ο καταιγισμός των λόγων εκείνων που τα καλύπτουν όλα αυτά,
κάτω από βουνά πληροφοριών και απάθειας, κυνικών συλλογισμών και εφησυχαστικών
κατασφαλίσεων, ότι κάτι θα γίνει, ίσως γιατί δεν γίνεται τίποτα.
Ένα πηχτό πράγμα είναι όλα αυτά, κι όμως είναι τόσο συγκεκριμένα, τόσο
ξεκαθαρισμένα, αν τα δει κανείς με το απλό φως μιας λάμπας ή ενός λυχναριού.
Δεν με ενδιαφέρει να απολογηθώ για την επιστημονική ή ρητορική αδυναμία μου να
υπερασπιστώ και να εμφανίσω τον θάνατο των Ιρακινών, των Ιρανών και των Κούρδων
νεολαίων, ούτε είμαι θαρρώ κάποιος υστερικός ηθικολόγος. Κι αν είμαι ωστόσο, κι
αν τελικά απολογούμαι, θα ζητούσα κάτι. Να έχω τα χρήματα για να μισθώσω έναν
άξιο ρήτορα, έναν εμβριθή αναλυτή, που να μην πιστεύει τίποτα, να μην έχει
ενδιαφέρον, αλλά να είναι ικανός να κάνει αυτό που θα ήθελα να κάνω εγώ, και
δεν μπορώ.
Υπάρχει λοιπόν, και διακοπή τής σκέψης που προέρχεται από την αδυναμία της να
οργανώσει την εμφάνιση αυτού που ξέρει ότι υπάρχει, και το οποίο πρέπει κάποιος
να το εμφανίσει. Να το εμφανίσει, κι ας μην έχει καμία ηθική αξία αυτός που θα
το εμφανίσει, αρκεί να εμφανιστεί, να οργανωθεί ρητορικά, επιστημονικά,
αναλυτικά, όπως θα έπρεπε να οργανωθεί, ως λόγος.
Ο ρήτορας θα κατέβει στον Άδη χωρίς να σπάσει η καρδιά του, τού το
χρωστάω αυτό.
Σε ποιόν; σε τι;
Η αιφνίδια ανακοπή τής αντιδικίας, των αντιδίκων τής σκέψης, από μια σκέψη που
θέλει να τους απεικονίσει ως όλον, είναι άραγε τής ίδιας μορφής με αυτήν που θα
σταμάταγε, αιφνίδια πάλι, μια δίκη ή μια ρητορική διαμάχη;
Η ολότητα ως απεικόνιση μιας διεργασίας που ομοιάζει με την ανθρώπινη ζωή και
τις συνεχείς μέριμνες της, που συνέχεια αποπερατώνονται για να ξανάρθουν, ίδιες
αλλά άλλες, άλλες αλλά ίδιες, ομοιάζει σαν την βια που ταράζει αυτή την ζωή, ή
σαν θάνατος που την παύει για πάντα.
Όμως, ο αγώνας των αντιδίκων-δια-λόγου δεν παύει ποτέ, δεν φαίνεται να παύει
ποτέ, ούτε υπάρχει κάποια μορφή του που να δείχνει ότι έχει πάψει, έστω δια τής
αντικατάστασής της από μιαν άλλη, περιεκτικότερη.
Ακόμα κι αν λείψει ένας υποκειμενικός φορέας της, αν ξεχαστεί η δίκη ή ο λόγος
τής αντιμαχίας, ακόμα κι αν παγώσουν όλα αυτά από τις περιστάσεις που έχουν
ενίοτε το όνομα μιας ψευδολυτρωτικής λύσης ή ενός ενοχλημένου ηγεμόνα που
διατάζει παύση τής διεργασίας αυτής, ακόμα και τότε, θα έρθει η στιγμή, όλα να
ξεκινήσουν ξανά.
Η ανακοπή τής ίδιας καθαυτής τής διεργασίας είναι κάτι παραπάνω από προσωρινή,
δεν υφίσταται καν στο «σώμα» της που αν και διαβαίνει κενά ύπαρξης
είναι σαν να τα διαβαίνει όντας το ίδιο κενό και ως μη αντανακλόν το κενό.
Ο λόγος που ανακόπηκε, η αντιμαχία δια τού λόγου που ανακόπηκε, η ξεχασμένη
δίκη τού λόγου που αρχειοθετήθηκε, είναι σαν να μην υπέστη τίποτα από όλα αυτά,
και είναι σαν να πέρασε αυτόματα στην συνέχειά του, σαν να υπήρξε δηλαδή ένα
στιγμιαίο σημείο, και έπειτα πάλι τα ίδια. Που μείναμε;
Το να ζητάς λοιπόν να ολοποιήσεις τον λόγο ως διαμάχη, ως έριδα, ως ρητορικό
αγώνα, ως δίκη [εντός] τού λόγου δια τού [ίδιου τού] λόγου, σημαίνει ίσως ότι
θέλεις να τον εξαφανίσεις, να τον αποπερατώσεις δια τής θανάτωσής του, δια
παντός, διότι έχουνε και δουλειές οι άνθρωποι, τα δεσποτικά κράτη, οι θρησκείες
και τα κόμματα τού λαού.
Σημαίνει όμως όλο αυτό, ότι δεν πρέπει να συνοψίσεις; να τελέσεις ένα συνολικό
σχεδίασμα αυτού τού λόγου των αντίδικων και αντιμαχόμενων λόγων;
Σε ποιόν; σε τι;
Υπάρχουν απομεινάρια μιας αντιδικίας που γίνονται τα υλικά μιας βρώσης που δεν
την αφορούσε άμεσα, μιας βρώσης βέβηλης ως προς τον σκοπό αυτής τής αντιδικίας.
Οι ρητορικές διαμάχες των φιλοσόφων, σε στιγμές όπου δεν υπάρχει ένα ιερόν
απαραβίαστο από τον λόγο και την κριτική, άρα ούτε και βέβηλο ή μη-βέβηλο,
μπορούν να γίνουν το βρώσιμο υλικό των γυπών και των τσακαλιών, για τους
θεολόγους μιλώ, και για τους θρήσκους σχολιαστές.
Δεν ρητορεύουν ωστόσο, και τούτοι οι φιλόδοξοι άνθρωποι;
Ρητορεύουν, ίσως όμως όπως ομιλεί ένας στρατιωτικός σύμβουλος σε ένα συμβούλιο
τού στρατηγού ηγεμόνα, με κίνδυνο να χάσουν τα πάντα, με πρώτο το κεφάλι τους,
και προσπαθώντας να μην θίξουν την μεγαλοπρέπεια αυτού τού ηγεμόνα.
Ρητορεύουν όμως, και στην αρχή τής δικής τους ομιλίας προς κάποιον υπερβατικό
ηγεμόνα που προηγείται χρονικά τού πραγματικού, σε εποχές όπου υπάρχει ακόμα η
δυνατότητα να μιλήσουν ανοιχτά και θαρρετά, όπως όλοι οι υπόλοιποι ρήτορες,
εφόσον ακόμα υπάρχει η ελευθερία τού λόγου που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα
τσακίζει.
Αυτοί οι αρχέγονοι ιδρυτές τής απολυταρχίας και τού φόβου, έχουν όλες τις
ελευθερίες που υπάρχουν στην ελεύθερη πολιτεία, μπορούν αν θέλουν να σπουδάσουν
στις ρητορικές σχολές της, να φιλονικήσουν χωρίς να φοβούνται όπως θα φοβούνται
οι άνθρωποι, και ειδικά οι ρήτορες, όταν εδραιωθεί η ηγεμονία που φαντάζονται,
την οποία ποθούν και την οποία ετοιμάζουν με τους λόγους τους, τούς ακόμα
ανοιχτά ρητορικούς.
Όταν ιδρύεται ο φόβος τού απόλυτου ηγεμόνα, όχι από το μηδέν αλλά στην βάση
προηγούμενων υποχωρήσεων τής ελεύθερης πολιτείας τού λόγου, και τότε ακόμα,
αυτός ο θεολόγος ρήτορας, ο λόγιος αποστάτης τής Πόλης, χρησιμοποιεί όπως θέλει
και βεβηλώνει ό,τι αυτή η Πόλη τού έμαθε και τού δώρισε απλόχερα.
Στέκεται στις άκρες αυτής τής Πόλης, στα όρια και τις παρυφές της, και τελεί
αυτό του το ακροπάτημα στην ίδια την επικράτεια τού λόγου της, των λόγων της.
Το φιλοσοφικό και ρητορικό υβρίδιο που σχηματίζει, εκεί, σε αυτές τις άκρες, θα
είναι το σχολικό εγχειρίδιο των μελλοντικών στρατιωτικών, φατριαστικών και
πολιτικών συμβούλων, αυτών δηλαδή που μη έχοντας την δυνατότητα να ζήσουν σε
μιαν έστω φθαρμένη εκδοχή τής ελεύθερης Πόλης, δεν έχουν την δυνατότητα καν να
σχηματίσουν από μόνοι τους το υβρίδιο αυτό.
Αλλά κι όταν ακόμα είναι καλοί μαθητές, με τα εγχειρίδια στο προσκεφάλι τους,
δεν μπορούν ούτε αυτά να τα κατανοήσουν και να τα χρησιμοποιήσουν όπως οι
δημιουργοί τους που έζησαν στο μεταίχμιο τής ελευθερίας και της δεσποτείας,
υπηρετώντας την μετάβαση προς την δεσποτεία.
...
Προτού ακόμα υπάρξει η εμφάνιση τού Μακιαβέλι, υπήρχε ήδη μια αναβίωση των
αριστοτελικών σπουδών και τής ελεύθερης ρητορικής, μέσω μιας νεωτερικής «εκτροπής» των [μεσαιωνικών] «κατόπτρων].
Ας διαβάσουμε Κουέντιν Σκίνερ [Foundations of Modern Political Thought], έναν
από τους σημαντικότερους ιστορικούς τής πολιτικής φιλοσοφίας, για να
καταλάβουμε τι μας γίνεται.
Τον αναφέρω, όχι γιατί συμφωνώ σε όλα, αλλά για να θέσω το ερώτημα.
Η υβριδική πολιτική θεολογία, ως ένα πράμα των ιδρυτών τής μετάβασης προς την
απολυταρχία και προς την ίδια την απολυταρχία τής θεοκρατίας, των στρατηγών και
των συμβούλων που λέγαμε, ξεπεράστηκε άραγε, όσο νομίζαμε;
Ή έχουμε δίπλα μας, σε κάθε βήμα μας, ένα φάντασμά της να μας βασανίζει, μαζί
με όλους τους ζωντανούς θεοκράτες, θρήσκους και άλλους υβριδικούς ως προς την
σχέση τους με τον ελεύθερο λόγο, αντιπάλους τής ελευθερίας;
Και σε ποιο βαθμό υπάρχει αυτό το πράμα εντός όλων μας, αν και όχι στον ίδιο
βαθμό και με τον ίδιο τρόπο;
...
Ο γερμανικός ιδεαλισμός παρουσίασε μια τάση να επαναφοράς αυτούσιων υβριδικών
πολιτικοθεολογικών όρων και «στάσεων», ακόμα και όταν φορείς του κήρυσσαν
πολέμους εναντίον τού εκάστοτε ιδεολογικού ή πραγματικού «υπερβατικού» ηγεμόνα.
Παραλαμβάνει θεολογικές και πολιτικοθεολογικές έννοιες και χρήσεις τους, τις
ριζοσπαστικοποιεί, και θέτοντας το υπερβατολογικό εγώ σε ένα οντολογικό
επίκεντρο, το παράγει τελικά ως ένα νέο υπερβατικό εγώ.
Είναι τόσο νέο;
Τα ακροπατήματα των Γερμανών γιγάντων τής σκέψης, τρέφονται τα ίδια από τα
υβριδικά και κακάσχημα, έτσι τα βλέπω πια, ρητορικά ακροπατήματα των γυπών και
των τσακαλιών που ίδρυσαν τον μεσαιωνικό χριστιανισμό τής «δύσης»
αλλά και τής «ανατολής».
Το παρατραβάω;
Όχι.
Αν το παρατραβούσα, θα έπρεπε να ασχοληθώ καλύτερα με τον Ιερό Αυγουστίνο, τον
οποίο αντιπαθώ με όλο μου το Είναι.
Είναι ο σημαντικότερος αρχέγονος φασματικός εχθρός μου, και στην φιλοσοφία και
στην ρητορική.
Οι αγγελικοί διδάσκαλοι τής μεσαιωνικής δύσης [μορφωμένοι, ορθολογιστές,
σημαντικότεροι των ασήμαντων ανατολικών], και οι ησυχαστές τής ανατολής, με
αφήνουν αδιάφορο, δεν έχω χρόνο για αυτούς, παρά μόνον αν σημαίνουν μια
προετοιμασία τής νεώτερης εποχής.
Ο Αυγουστίνος είναι στις πύλες αυτής τής υβριδικής έναρξης και συνεχίζει να
επιβιώνει, σαν τρόπος, σαν στάση, στην «νεωτερικότητα», είναι
μάλιστα, λένε, ένας αρχέγονος ιδρυτής της [υποκειμενικός χρόνος κ.λπ
-απλουστεύω].
...
Αν θέλαμε να κατασκευάσουμε μια φανταστική Νέκυια των ελευθερορητόρων, στον Άδη
τής σκέψης, στον παραλογισμό τού θανάτου και τής δεσποτικής, θεοκρατικής,
θρησκευτικής, και σήμερα οντολογικής σκέψης, τότε, ο Αυγουστίνος θα
καιροφυλακτούσε άραγε σε κάποια από τις πύλες αυτού τού Άδη;
Κατεβαίνοντας σαν οχληρή
παρέα, στον τόπο που ενώνονται όλα σε μια τρομαχτική ομίχλη, δεν ήξεραν ίσως
ότι θα τούς ζητούνταν να ενωθούν, να πάψουν να αντιδικούν.
Από την πρώτη στιγμή δήλωσαν στον δεσπότη αυτού τού τρομαχτικού τόπου, ότι δεν θα
υποταχθούν σε αυτό το κάλεσμα, κι ας ακούγονταν ονειρικό, κι ας ήταν.
Θα συνέχιζαν τον λόγο τους, ο καθένας ξεχωριστά, με τον θέσμιο τρόπο των
ρητόρων, με τον δικό τους θέσμιο τρόπο, αδέσποτοι και ελεύθεροι από κάθε
υποβαλλόμενη ενότητα..
Σε ποιόν; σε τι;
Ακόμα κι αν υποθέταμε ότι ο αντίδικος σε μια διαμάχη δια λόγων, δεν θα μπορούσε
καθόλου να προβλέψει το επόμενο επιχείρημα τού αντιπάλου του, δεν θα ήμασταν
υπερβολικοί αν λέγαμε ότι μπορεί ωστόσο σχετικά γρήγορα να το εντάξει σε μιαν
εικόνα ενός «σώματος» επιχειρημάτων [αυτού τού αντιπάλου] που αν και
δεν «διατηρεί» την εικόνα του όπως σχηματίζονταν πριν [πάντα στην
περίπτωση κατά την οποία θα άκουγε κάτι εντελώς πρωτόφαντο], δεν σχηματίζει
ωστόσο μιαν εντελώς νέα εικόνα που θα απεικόνιζε ένα εντελώς διαφορετικό «σώμα» αυτού τού γενικού είδους.
Ο αγώνας τής αντιδικίας αυτής είναι σχετικά προβλέψιμος και βατός ως προς το
πεδίο της και ως προς τα επιχειρήματα που θα αρδευτούν από αυτό το πεδίο.
Ωστόσο, εφόσον έχουμε αποκλείσει, τρόπον τινά τεχνικά, την έκπληξη σε αυτό το
παιχνίδι, την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε με την πιθανή καταπληξία που μπορεί
να υποστεί ένας αντίδικος αν εμφανιστούν κρυμμένα στοιχεία ή αν είναι αδύναμος
ως φορέας των επιχειρημάτων του, τότε λοιπόν, αποκλείοντας τις περιστάσεις
εκείνες που έχουν να κάνουν με τον υποκειμενικό φορέα των επιχειρημάτων,
είμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο τού λόγου στο οποίο απουσιάζει η έκπληξη, το
εντελώς καινοφανές, το αδιανόητο, κατά την εμφάνιση ενός νέου επιχειρήματος.
Όλες οι υποθέσεις αντιδικίας, ακόμα και αυτές που αφορούν σε επαναστάσεις και
κοινωνικές αντιδικίες που παρουσιάζουν στο φως τής δημοσιότητας ιδέες που
θίγουν μιαν θέσμια ιερότητα, είναι σαν να ορθώνονται σε ένα ήδη γνωστό πεδίο,
σαν να είναι παλιές υποθέσεις που ξεψαχνίζονται ξανά, και ξανά.
Στο πλαίσιο αυτό, ακούγεται λίγο παράταιρο, ακόμα κι αν είσαι μέσα στην θύελλα
των συγκρούσεων, να δηλώνει κάποιος ή να παρουσιάζεται σαν να δηλώνει, ότι
φέρει το τελικό επιχείρημα, το επιχείρημα που θα λύτρωνε την συζήτηση από τον
ίδιο τον εαυτό της.
Το φάσμα λοιπόν τής μη-εκπλήρωσης τού στόχου τού εκάστου ρήτορα, αλλά και των
αντιδίκων του, όλων μαζί τελικά, για μιαν αλήθεια που θα έληγε την συζήτηση και
θα εξέδιδε μια τελική απόφαση, για πάντα, είναι ως φάσμα μη-εκπλήρωσης πανταχού
παρόν, διαποτίζει την ατμόσφαιρα κάθε αντιδικίας με λογικά και γλωσσικά μέσα.
Η μάχη ωστόσο συνεχίζεται, με την σύμβαση ότι θα μπορούσε να λήξει, και με την
γνώση μάλλον ότι δεν θα λήξει ποτέ, κι αν είναι να λήξει θα υπάρξει μετάβαση σε
μια παρόμοια ή άλλη συνθέτουσα που κάθε άλλο θα έχει αποπερατώσει εντός της ένα
απόλυτο τέλος τής προηγούμενης.
Σε ποιόν; σε τι;
Προτού ακόμα σιγάσει η αντιμαχία των λόγων, στο κέντρο της, την πιο κρίσιμη
στιγμή της, είναι σαν μην υπάρχει τίποτα άλλο από ένα είδωλο τής αναζητούμενης
αλήθειας, ένα φάσμα της που ξεφεύγει από την τελευταία πρόταση τού αντίδικου
που έχει μιλήσει τελευταίος.
Το βλέπει εσοπτριζόμενος, ότι, δεν έχει κατορθώσει να ορθώσει το συντριπτικό
επιχείρημα, ετοιμάζεται ήδη να ακούσει την ανταπάντηση τού αντιδίκου του, και ο
αντίδικος που ετοιμάζεται να απαντήσει, να ορθώσει τον δικό του λόγο, ίσως να
έχει ήδη σκεφτεί το τέλος τής φρέσκιας πρότασης που είναι να εκφέρει.
Από που πιάνεται όμως, για να εκφέρει αυτή την νέα πρόταση;
Θέλει ίσως να στρέψει την κατάσταση τού λόγου εκεί όπου ήταν, πριν ο αντίπαλος
ορθώσει τον λόγο εκείνο που ετοιμάζεται να αντιπαλέψει.
Ο καθένας τους είναι κρατημένος σε έναν πυρήνα επιχειρημάτων, σε μια αρμαθιά
επιχειρημάτων τα οποία είναι σαν να είναι ένα σώμα, το οποίο θέλει να μείνει
ακέραιο μέχρι το τέλος τής αντιδικίας, και το οποίο θα μείνει ακέραιο αν ο
ρήτορας κατορθώσει να πλήξει το αντίπαλο σώμα.
Μόνο που εδώ, σε αυτή την διαμάχη, σε αυτή την μάχη, δεν μπορείς να ελπίσεις
ότι αν συντρίψεις τον αντίπαλο, εξαφανίζοντας την ιδιαίτερη σωματικότητα του,
θα έχεις τελέσει τον σκοπό σου.
Το αντίθετο ρητόρευμα θα συνεχίσει να ζει αν το πλήξεις με έναν συντριπτικό
τρόπο που θα σημαίνει ότι δεν το κατανίκησες το ίδιο, αλλά μόνον ίσως τον φορέα
του που αποδείχτηκε ανάξιός του.
Ο θρόνος τού προσωρινά ηττημένου επιχειρήματος ζητάει τότε έναν νέο βασιλιά,
και ο βασιλιάς αυτός θα έρθει κάποια στιγμή. Νίκησες λοιπόν το σώμα τού
αντίδικού σου; όχι.
Η νίκη που θα είχε σημασία, τότε, αν μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο πράγμα, θα
είχε να κάνει με την καταστροφή τής ουσιώδους σωματικότητας τού επιχειρήματος
τού αντίδικου.
Μπορεί όμως να υπάρξει κάτι τέτοιο;
Σε έναν και μόνον ένα τόπο μαζεύεται κάθε φορά το
σμάρι των ρητορικών λόγων, σε μια περιστροφή όσων νοημάτων και χειρονομιών
γίνεται, περί της υπόθεσης που εξετάζεται.
Μια αποστολή ρητόρων στο σκοτάδι τής ανυπαρξίας,
για να πείσουν, να υπερασπιστούν, να ανοίξουν υποθέσεις, να επικρατήσουν στην
ρητορική μάχη ο ένας έναντι τού άλλου, να κερδίσουν την συγκατάθεση τής Πόλης
που τους έστειλε.
Μόνοι τους ξεκίνησαν, εκείνο το απόγευμα, η Πόλη απλά δέχτηκε το αίτημα τους,
ίσως για να ξεκουραστεί λίγο από την βοή των πιο ζωντανών και εκνευριστικών
παιδιών της.
Η Νέκυια των ρητόρων.
Κι όταν κατεβαίνουν στον Άδη, τον Λόγο υπερασπίζονται με θάρρος, καυγαδίζουν
υπέροχα σε όλη την διαδρομή και αντίκεινται πρόσωπο με πρόσωπο στον άρχοντα τού
κάτω κόσμου, μη ζητώντας ποτέ την ανάσταση τους, όντας ζώντες.
Σε ποιόν; σε τι;
Το όριο των {στρατηγικών} ανθρώπινων διλημμάτων ως προσδιορισμένων σε ένα
ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, και ως συγκροτημένων σε μια σειρά ή κλίμακα που
δεν περικλείει κάποιες [ενδογενείς {σε αυτήν}] ετερότητες σημείων, υπερβαίνεται
με την εμφάνιση αντικειμενικών όρων και συνθηκών που το κλονίζουν ως όριο, το
διαπερνούν, ιδρύοντας μιαν κυκλοφορία μεταξύ τής κατάστασης τού διλήμματος και
τής κατάστασης τής μοίρας, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό ότι αίρεται ή
υπερβαίνεται ολοκληρωτικά το όριο [τούτο]. Υπάρχει διάτρηση τού ορίου και ένα
πέραν τού ορίου αυτού, και την ίδια στιγμή υπάρχει μια επιστροφή στο «εντός του», χωρίς πάλι αυτή η επιστροφή να σημαίνει μια παλινόρθωση
τής [τυπικής] διλημματικής κατάστασης [όπως την ορίσαμε κατά καιρούς].
Μια ήδη επιβαρυμένη κατάσταση, και στο επίπεδο της [λογικής-γλωσσικής-υπαρκτικής]
ερωτηματοθεσίας, δηλ. το δίλημμα, επιβαρύνεται περαιτέρω, με την εισβολή μιας
[νοητικής-γλωσσικής-υπαρκτικής] κατάστασης που σημαίνει έναν ασφυκτικότερο
εγκλωβισμό, διατηρώντας ωστόσο, ακόμα, ένα εναπομείναν φορτίο επιλογών και ελευθερίας.
Η κλιμάκωση σε ένα πέραν των ορίων τής διλημματικής ελευθερίας, η οποία είναι
ήδη στιγματισμένη από δυαδικές δομές που σημαίνουν ασφυκτικούς περιορισμούς
[μερικές φορές και υποβαλλόμενους], σημαίνει λοιπόν ένα είδος άλματος, χωρίς
πάλι να είμαστε σε θέση να θεωρήσουμε με έγκυρο τρόπο ότι έχει αρθεί [αρνητικά]
η ανθρώπινη ελευθερία ως εκείνη η δυνατότητα που έχουν οι άνθρωποι να κινούνται
και να κυκλοφορούν «πάνω» σε εγγύτατα [μεταξύ τους] σημεία μιας
κλίμακας-σειράς.
Σε ποιόν; σε τι;
Όταν οι Κούρδοι τής βόρειας Συρίας αδειάστηκαν, πουλήθηκαν στον εχθρό τους, από
τον πρόεδρο των ηνωμένων καθαρμάτων τής οικουμένης [U.S.A], δεν ήταν αυτός ο
ίδιος ο συγκεκριμένος πρόεδρος που τους έθεσε σε θέση απολογίας, αλλά φίλοι και
εχθροί, ενδιαφερόμενοι από αγάπη, ή απλό ενδιαφέρον παρά τις διαφωνίες, και
άλλα συγκινητικά συναισθήματα που κάνουν έναν τίμιο άνθρωπο να ντρέπεται να
λέει ότι τα έχει.
Προτού όμως ακόμα να φτάσουν στο εδώλιο των ηθικών-ιδεολογικών κατηγοριών,
είχαν ήδη κριθεί για τα ελαττώματα τής στάσης του, διότι δεν έχουν μόνον οι
άνθρωποι ελαττώματα αλλά και η στάση τους, το στήσιμο τους στον κόσμο των άλλων
ανθρώπων.
Προτού ακόμα οι Κούρδοι συμμαχήσουν με τα ηνωμένα καθάρματα, για να πολεμήσουν
βρυκόλακες που ήταν κάτι παραπάνω από καθάρματα, τούς είχε απαγορευτεί κατά
κάποιο τρόπο να έχουν καν το δίλημμα αν θα έπρεπε να τελέσουν τέτοιου είδους
συμμαχίες. Έπρεπε να μην έχουν κανένα δίλημμα, να είναι πάντα με το μέρος του
καλού, τού «αντιιμπεριαλιστικού» καλού, το οποίο επέτασσε ή να συμμαχούν
ακόμα και με εχθρούς τους αν είναι για το καλό αυτό, ή να θυσιάζονταν σε μια
μοναχική μάχη εναντίον των εχθρών τους χωρίς να δέχονται την οποιαδήποτε
συμμαχία από κάποιον ιμπεριαλιστή εχθρό των εχθρών τους, σε κάθε περίπτωση να θυσιάζονταν.
Αν θα μπορούσε να υπάρξει δίλημμα λοιπόν για αυτούς, ήταν ένα: ελευθερία μόνον
αν εκ των προτέρων ήταν ταγμένοι στους σκοπούς τους υπό την προϋπόθεση ότι
αυτοί δεν θα έθιγαν τα συμφέροντα των Αράβων-και-Τούρκων φίλων-ή-και-εχθρών
τους, ή θάνατος από τα χέρια αυτών των φίλων-ή-και-εχθρών τους.
Έπρεπε τώρα να απολογηθούν, σε ποιούς από όλους όμως;
Και να μετανοήσουν, για τι όμως;
Η σειρά των τονικοτήτων τού
λόγου, των ισχυρών σημείων του, σημαίνει άραγε μια πάντα μετωνυμική μετάβαση;
Πως όμως τελείται έτσι η αιφνίδια, και κανονικά μη άμεσα ορατή, μετωνυμική
μετάβαση από το όλον στο μέρος και αντίστροφα;
Υπάρχει μια σχέση μεταξύ των σημείων-τόνων που καθιστά την σχέση τους πάντα
υπαγόμενη σε μια διαρκή μετάβαση ενός μέρους σε ένα όλον, όπου το προηγούμενο
και το επόμενο της «μελωδίας» αυτής εναλλάσσονται στην θέση τού
νομιζόμενου ως μέρους και τού νομιζόμενου ως όλου;
Ιστορικές σχηματοποιήσεις..
Η υπόθεση ότι υπάρχει μια στιγμιαία διακοπή τού λόγου των αντιμαχιών-δια-λόγου, δεν πρέπει να μας ωθήσει σε μιαν υποβαλλόμενη από την ίδια την βία αυτής της ανακοπής μάγευση.
Ο ηγεμόνας ή ο πολιτικοπολιτισμικός κόσμος που ανακόπτει δεν το πράττει αυτό διαμιάς.
Σε μερικές περιστάσεις μάλιστα, περιστάσεις που μπορούν να διαρκέσουν αιώνες, υπάρχει μια ασύμμετρη και παράξενη ανακοπή στοιχείων αυτής τής μορφής τού λόγου [των αντιμαχιών-δια-λόγου].
Δείτε, και μη θυμώνετε με τις ιστορικές σχηματοποιήσεις.
Όταν η Ρώμη μεταβαίνει από το δημοκρατικό προς το αυτοκρατορικό-καισαρικό μοντέλο συγκρότησης τής res publica, δεν αναιρείται [απόλυτα] το δικαίωμα τού λόγου για τις διαμάχες. Το δικαίωμα συστέλλεται, σε μιαν αργή διεργασία, πάντως υπάρχει. Η δε ανάδυση τής απολυταρχίας των αυτοκρατόρων τελείται αρχικά μέσω των εμφυλίων πολέμων μεταξύ των αριστοκρατών και τής συγκλήτου με το λαϊκό κόμμα, όπου όμως τον ρόλο τού αρνητικού καταλύτη τον παίζει το λαϊκό κόμμα. Το κόμμα των Γράκχων είναι το πεδίο ανάδυσης του Ιούλιου Καίσαρα, και η σύντομη ηγεμονία τού Ιουλίου Καίσαρα είναι το εφαλτήριο ανάδυσης τής απολυταρχίας [από εδώ προκύπτει και ο δικαιολογημένος - αν και ιστορικά αναχρονιστικός- νεωτερικός αριστερός εφιάλτης τού «καισαρισμού» ως προερχομένου από τα σπλάχνα τού «δικού» πληβειακού κόσμου, και ο δικαιολογημένος -αν και ιστορικά αναχρονιστικός- νεωτερικός φιλελεύθερος αντι-ολοκληρωτικός εφιάλτης για την ανάδυση τού ποπουλισμού-λαϊκισμού μέσω τής περιστολής τής εξουσίας τής συγκλήτου κ.λπ].
Η σύγκλητος, τότε, παραμένει ένα οχυρό τής ελευθερίας τού λόγου, και τα δικαστήρια επίσης, οι δίκες.
Όταν «πέφτουν» κι αυτά, έχουμε την απόλυτη δεσποτεία, και την εισβολή ανατολικών απολυταρχικών πολιτικών και θεολογικών δοξασιών και εντέλει θεσμών, πάντα υπό την ειδική υστερορωμαϊκή εκδοχή τους.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι δεν υπάρχει κάποια απόλυτη και εντελώς αιφνίδια ανακοπή τού λόγου των διαμαχών-δια-λόγου.
Όταν αρχίζει να επικρατεί η θεοκρατία, προτού ακόμα μιλήσουμε για «μεσαίωνα», τότε εμφανίζεται όλο αυτό ως το αποτέλεσμα μιας απόφασης, ως απείκασμα μιας αιφνίδιας στιγμής.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου