Κάποτε ο μαρξισμός σήμαινε μιαν ισορροπία και μια σύνθεση στρατηγικών
αρνητικών κριτικών και θετικών προτάσεων.
Δεν έχει μείνει τίποτα από
αυτό το πράγμα.
Ο νεομαρξισμός είναι ένα μείγμα συνθετικών κρίσεων, στο οποίο πλεονάζουν οι άγονες αρνητικές κρίσεις.
Ίσως αλήθεια να σημαίνει μια προσπάθεια να μην αντιφάσκουν (δομικά;) τα πεδία των δράσεων ενός υποκειμένου, και οι κρίσεις του που αναδύονται (από το ίδιο) στο εκάστοτε πεδίο να αντιστοιχούν στις κρίσεις του που αναδύονται (από το ίδιο) στα άλλα πεδία.
Θυμάμαι
μια εποχή όπου το «κλασικό» αίτημα να αντιστοιχεί μια (εννοιολογική,
ψυχική, εικονική) παράσταση (μας) στο αντικείμενο της θεωρούνταν (από
εμάς) κάπως δεδομένη και «τυποκρατική».
Ψάχναμε για τα άλλα, τα μεγάλα,
τα διαλεκτικά.
Για αυτό και όσους από τους κύκλους μου θυμάμαι να
ασχολούνται με την «κριτική σκέψη» προχώραγαν γοργά γοργά σε αυτά τα
άλλα, τα μεγάλα, τα διαλεκτικά.
Και αν ακόμα ψαχούλευαν Καντ, έστω
προπαιδευτικά, δεν ενδιαφέρονταν για την Κριτική τού Καθαρού Λόγου, αλλά
ήθελαν να φτάσουν στις «τελεολογικές κρίσεις» άμεσα, και στις άλλες
κριτικές, και όσο το δυνατόν γρηγορότερα στον Χέγκελ.
Ψυχεδέλεια «κακής»
μορφής, απάρνηση τού θεμελιακού καθήκοντος.
Θέλαμε-θέλανε να γίνουν-γίνουμε
Πικάσο χωρίς να μάθουν πρώτα σχέδιο, θέλανε-θέλαμε την «διαλεκτική
λογική» χωρίς να νοιαζόμαστε-νοιάζονται για την αρχή τής μη-αντίφασης.
Υπάρχει,
ίσως, και ένα είδος αρνητισμού, μιας κακώς νοούμενης αρνητικής
διαλεκτικής (δεν ξέρω αν υπάρχει και καλώς νοούμενη), όπου η πρώτη
«πρόσκρουση» στην πραγματικότητα, και η εμφάνιση στο ίδιο το υποκείμενο
που δημιούργησε την οντολογική αρνητική κρίση/επίκριση (δηλ. το πλέγμα κρίσεων που
συνοδεύουν και σχηματίζουν νοητικά τον «κακό» αρνητισμό) τού άγονου
χαρακτήρα αυτού τού αρνητισμού, τής ανοησίας του, «διορθώνεται» μέσω τής
περίφημης «οικειοποίησης» τού υπαρκτού που κρίθηκε, χωρίς όμως να
υπάρχει ούτε αναγνώριση τού λάθους (τού αρνητισμού) ούτε πραγματική
αναγνώριση ότι αυτή η πραγματικότητα που (επι)κρίθηκε ήταν γόνιμη, και
εντέλει χωρίς να υπάρχει άρα πραγματική οικειοποίηση της από αυτό το
«διορθωμένο», τάχα, (επι)κριτικό υποκείμενο:
«Ναι, θέλουμε και εμείς την
τεχνολογία, την οποία πρώτα την παρουσιάζαμε ως σατανική-καπιταλιστική,
αλλά δεν την θέλουμε έτσι όπως είναι σατανική-καπιταλιστική αλλά
«δημοκρατική» «σοσιαλιστική» κ.λπ. Σε τελική ανάλυση, και αυτή η
τεχνολογία δεν έγινε από την επιστήμη, αλλά από την απλήρωτη εργασία των
εργατών, την καταλήστευση των πόρων κ.λπ κ.λπ...».
Με αυτό τον τρόπο και
αυτά τα τελευταία επιχειρήματα, τα οποία έχουν μια μερική αλλά ισχυρή
αλήθεια, ακυρώνονται από την άφταστη μιζέρια τού αρνητισμού, και η μη
διάθεση του να αναγνωρίσει ένα πόντο από την γονιμότητα τού αντιπάλου
(σε σημείο να μετατρέπεται σε «σύστημα») τον οδηγεί ξανά και ξανά στο
ίδιο σημείο εκκίνησης: τον απόλυτο και οντολογικό αρνητισμό.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου