Το αγνοημένο οψάριον με τραυμάτισε, κάθε σημείο συνάντησής μου με την αστική ιδεολογία, αυτήν που είναι σήμερα η αστική ιδεολογία, με τραυματίζει όσο τίποτα άλλο.
Το αγνοημένον οψάριον ήταν η τροφή μου, δεν το τίμησα όσο έπρεπε όταν το έβλεπα στο πιάτο μου, αλλά τώρα, σε μιαν παράξενη συνάντηση, το βλέπω αλλιώς, σε τούτο αναμφιβόλως έχει δίκιο η αστική ιδεολογία που με τραυματίζει, ή μάλλον τραυματίζει όποιον τραυματίζει, γιατί εμένα δεν με τραυμάτισε ποτέ, εις αυτό το σημείον.
Μιλάμε για το οψάριον, πάντα.
Σπαρταρούσε, το άμοιρο, το περήφανο ζώο.
Ούτε κατοπτρίστηκε πάνω του ποτέ η λαγνεία ενός σημαίνοντος, όπως κάθε στιγμή, σε κάθε στιγμή, ας μιλήσουν οι ανθρωπολόγοι, κατοπτρίστηκε σε δυϊκα, εν-ικοδυϊκά πλέγματα, δια του σημαίνοντος.
Κατέφτασε ο ιεραπόστολος και μας έμαθε ή μας μαθαίνει πάλι γράμματα, κανείς ας μην αμφιβάλει περί τούτου.
Ας αμφιβάλει αν μπορεί το οψάριον, ή κάθε οψάριον που επιθυμεί να εκφύγει, γιατί δεν τίθεται βέβαια θέμα αμφιβολίας.
Κανείς δεν είπε πως ο κύριος Κύριος του σημαίνοντος ασχολήθηκε καν με το οψάριον, όταν έπεσε ως αρπακτικό στον τόπο.
Το οψάριον ήτο και είναι μια εύκολη τελευταία υπόθεση, το λέει και το εννοεί ο κάθε μάντης Λακάν που καταφθάνει εις την νήσο-καπνό και πίσω της ξέρει ότι υπάρχει ένα σημαίνον έτοιμο να γίνει το ψητόν οψάριον του ιδίου, τα υλικά οψάρια του οψαρίου αυτού, που δεν είναι οψάριον αλλά σημαίνον, θα έρθουν ίσως τελευταία, θα γίνουν ο καρπός μιας άλλης βαθύτερης διεργασίας υποταγής.
Η υποταγή είναι μια από τις αρετές που προϋποθέτουν τον Νόμο για τον άνθρωπο και απορρέουν ίσως από τις εξακτινώσεις του Νόμου που μπορούν να αγγιχθούν, ακόμα και να πέσουν στην λάσπη του υπαρκτού όπως είναι δομημένο.
Αυτό, την πρώτη κρίσιμη στιγμή μιας επιβολής, το ξέρουν μόνον όσοι δεν είναι οψάρια, και κάνουν το αδίκημα, αιώνιο ωστόσο και πάντα πετυχημένο, να ρίξουν παντού τον ήχο των επιτελεσμάτων του Νόμου ως ήχο του Νόμου.
Αλλά, όταν μια κοινωνία ή απλώς, μια ομάδα ανθρώπων οψαρίων ή ψηστών οψαρίων, αμέριμνα έχουν ήδη απολέσει τον ήχο του αιώνιου, δικού τους αιώνιου ίσως, μόνον δικού τους αιώνιου Νόμου, πριν έρθει ο καλός ο σημαίνο-ν-ψήστης, είναι που είναι σε δύσκολη θέση, αν τον έχουν κιόλας ήδη εξευτελίσει τον Νόμο ως κάτι που υπερβαίνει και όχι τον νόμο μόνον της πολιτείας, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα.
Δεν ξέρω, γι' αλλού ξεκίνησα.
Αυτό που με έφερε κάπου αλλού ήταν μια προσγείωση, χωρίς να ξέρω γιατί ήρθε ως προσγείωση, αν και σχετιζόμενη με το απόσπασμα του Λακάν που με ερέθισε.
Σκεπτόμενος τον Νόμο, ήρθα σε επαφή εκ των πραγμάτων με το κοινωνικό στοιχείο του, και αναλογίστηκα πόσο έχουμε παρεξηγήσει στο κωλοχώρι τούτο, ακόμα και δικαιολογούμενοι ως ημι-αποικιοκρατούμενοι, τον Νόμο ως Νόμο, ως έναν υπερβατικό ή υπερβατολογικό κώδικα, εν πάση περιπτώσει.
Αλλά, εν μέσω λαθών, επιμένω, πως δεν υπάρχει παρα ταύτα μια κουλτούρα του Νόμου σε αυτό το κακοτόπι, γιατί κακοτόπι είναι έτσι όπως πάει πάλι να καταντήσει.
Για ποιόν Νόμο;
Θα έλεγα και για τον θετό Νόμο, αν είναι δυνατόν, παρακαλώ, και παρακαλώ να μην υποπτευθείτε.
Γιατί να μην σκεφτούμε όμως και τον θετό Νόμο;
Θα μπορούσα να πω πολλά, αλλά θα επιστρέψω στο οψάριον.
Δεν σε ξεχνώ ψαράκι μου.
Μπορεί λοιπόν κάπου και ο Ζακ κάτι να μας λέει, αν και ένας ιεραπόστολος που ήρθε να φάει το ψάρι και να μας αφήσει με την ψησταριά άδεια.
Μη μου πείτε για εσωτερίκευση αποικιοκρατικά εσωτερικευμένων ενοχών και οψάρια σημαινόμενα που μας τα παίρνουν από την εθνική ψησταριά.
Συμφωνώ πως υπάρχει και τέτοια διάσταση, με όλα συμφωνώ εγώ και με όλους, είμαι ο τύπος της τυπικής λογικής που χώνει παντού ένα «και».
Και αυτό και το άλλο και το παράλλο, παντού θέλω να σας χώσω ένα «και».
Και σεις είστε. Αστειεύομαι.
------
Στην μικρή ιστοριούλα-φράση του Λακάν, ότι όταν φτάνεις σε ένα ερημονήσι και δεις φωτιές ως ένα σημείον-σημαινόμενον, δεν μπορεί! άνθρωπος-σημαίνον θα είναι από πίσω, δεν υπήρξε το οψάριον που τούτο το σημαίνον έψηνε-έκαιγε.
Δεν είναι προφανές αλλά το οψάριον που έθεσα προ των οφθαλμών σας ως ένα σημαινόμενο τού σημαίνοντος φωτιά-άνθρωπος που θέτει ο κύριος (μάλλον) υμών Λακάν το έθεσα μόνον εγώ, και όχι ο ίδιος ο κύριος αυτός.
Θα μπορούσε να είναι μια φωτιά για ζέσταμα, ή μια φωτιά ενός πολέμου ή φωτιές πολέμου, και πάλι το σημαίνον θα ήταν από πίσω, αλλά ο κύριος της σημαινον-λατρείας δεν θα έφερνε βέβαια παραδείγματα.
Πάντως τα σημαίνοντα ψήνουν και ψάρια-σημαινόμενα, αυτό δεν μπορεί να το αποκρύψει κανένας κύριος, ούτε μπορεί αμέσως και βιαστικά να μας κατηγορήσει ότι εμμένουμε εις το σημαινόμενο, και γι' αυτό κάνουμε αυτή την αποκοπή.
Για την ακρίβεια, κάνουμε αυτή την αποκοπή, όχι για να επαναφέρουμε μόνον το σημαινόμενο, για να το «ζητήσουμε» και αυτό (ε! κάποιο δικαίωμα έχουν για σημαινόμενα-ψητά και οι θνητοί ιθαγενείς), αλλά (κάνουμε αυτή την αποκοπή) για να θέσουμε το μέχρι-την-«στιγμή»-αυτή (που σας μιλάμε) σημαινόμενο-ως-ψηνόμενο ξανά στην περίοπτη θέση του σημαίνοντος, αλλά όχι με τον λακανοειδή τρόπο.
Σύμφωνα με την λογικότερη λογική που κυκλοφορεί στην πιάτσα το ον τούτο, ας πούμε ένα οψάριον μετά την βίαιη απομάκρυνσή του από την θάλασσα από τους ψαράδες, όχι μόνον είναι προς ανάλωση, αλλά από την πρώτη στιγμή είναι ένα σημαινόμενο του σημαίνοντος ανθρώπου κατά πολλούς και διάφορους τρόπους.
Ειδικά οι «πρώτοι» άνθρωποι θα το εντάξουν σε ιεροτελεστικές μαγικο-ανιμιστικές και άλλες επιτελέσεις, θα το κάνουν, δηλαδή, εκτός από ένα προς βρώσιν σημαινόμενο επίσης ένα σημαινόμενο ενός «διανοητικού» ή «α-συνειδήτου» κοινοτικού σημαίνοντος.
Διαβάστε κοινωνική ανθρωπολογία για να μετατρέψετε τούτη την εικόνα που σας δίδω τώρα σε κάτι πολύ πιο πλούσιο σε προσδιορισμούς και γοητεία.
Ό,τι και να κάνει το οψάριον δεν γλυτώνει το γράπωμά του από το σημαίνον.
Το σημαίνον είναι το πρώτο και τελευταίο δίχτυ που το πιάνει και πάνω του σπαρταρά, πάνω του αποβιώνει και πάνω του γίνεται μέσον ανάλωσης με πολλούς τρόπους το οψάριον-σημαινόμενο, μετατρεπόμενο συνεχώς σε οψάριον-σημαινόμενον-τού-σημαίνοντος.
Το σημαίνον λοιπόν είναι ένα δίχτυ που πάνω του υπάρχει το ον εκείνο που εντάχθηκε εις αυτό όντας πριν κάτι άλλο.
Υπήρχε αυτό το πριν;
Μα βέβαια, δεν είναι δύσκολο να πούμε ότι υπήρχε, θα πει κάποιος.
Όμως, και να το πει τούτο αυτός ο κάποιος, θα υπάρξει αμέσως και δικαίως η αντίρρηση που θα του αντιγυρίσει ότι το ον που δεν είχε πέσει ακόμα στο δίχτυ του σημαίνοντος μετατρεπόμενο σε σημαινόμενον-του-σημαίνοντος δεν ήταν το οψάριον, για να μείνουμε στο παράδειγμά μας.
Τι ήταν τούτο;
Ήταν;
Το να πεις ότι δεν-ήταν, είναι κάπως ως ένα μπερκλεϋκό αστείο, αν και καλό για να σπάνε τα μούτρα τους οι μικροϋλιστές ή υλιστούληδες.
Δεν έχει νόημα να πεις ότι δεν ήταν, γιατί δεν έχει νόημα ο όρος Είναι, και κάθε διαμεσολαβημένη έννοιά του, δεν-είναι δεν-ήταν και τα λοιπά θλιβερά.
Αλλά πρέπει να βρείς λέξη και έννοια για να δώσεις μιαν μορφή υλικής πραγματικής ύπαρξης στο οψάριον-πριν-υπάρξει-ως-οψάριον.
Νομίζω πως υπάρχει μια μεγάλη προσπάθεια ορισμού τούτου του όντος, σε όλο τον αξιότιμο επιστημονικό, φιλοσοφικό και άλλο κόσμο, και ημείς δεν έχουμε να προσθέσουμε και πολλά επί τούτου, ή εν πάση περιπτώσει δεν έχουμε να προσθέσουμε και πολλά περισσότερα.
Θέλω να ελευθερωθώ πάλι, να σκεφτώ το οψάριον με το δικό μου, άγονο ή γόνιμο, μάτι, και να αφεθώ επιτέλους μακριά, πολύ μακριά.
Να πω, μακριά από το δίχτυ;
Δεν μπορώ να το πω αυτό, δεν δύναμαι να ζήσω με αυταπάτες, δυστυχώς, και ως ένα οψάριον ο ίδιος γνωρίζω ότι πάντα θα σπαρταρώ πάνω στο δίχτυ.
Σκέφτομαι μόνον αν θα υπήρχε μια ευκαιρία για την οψαρ-ι-οσύνη να είναι ένα σημαίνον και αυτή, έστω πάνω στο δίχτυ σπαρταρώντας, τού σημαίνοντος που είναι δίχτυ.
Το δίχτυ τούτο θα άλλαζε άραγε, αν το οψάριον αιτούσε την φωνή του ως οψάριον;
Η ζωή ενός οψαρίου πάνω στο δίχτυ έχει έναν λόγο και ένα λέγειν ως δίχτυ, το δίχτυ είναι που όχι μόνον σπαρταράει το ψάρι αλλά και το κάνει ένα ψάρι που σπαρταράει τον σπαραγμό του ως να ήταν το ίδιο δίχτυ ή ακόμα και το-ίδιο-το-δίχτυ.
Η φυλακή αντηχεί τους ήχους των φυλακισμένων και οι φυλακισμένοι είναι οι αντηχήσεις τής φυλακής τους.
Ω κόσμε φυλακή, ποια θάλασσα θα σε πνίξει;
Ω κόσμε δίχτυ, ποιο κήτος θα σε σκίσει;