Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

«Όχι στο όνομα μας» ως «Όχι στο Όνομα του Πατρός μας» (Η λακανική σημειολογία του συνθήματος και η βεστφαλιανή ψευδο-πατροκτονία)

Η επιφάνεια του συνθήματος.
Το σύνθημα «Όχι στο όνομα μας» εμφανίζεται ως χειρονομία ηθικής αποστασιοποίησης, αποκόπτει τον ομιλητή από μια πράξη (εθνικο-κρατικής) εξουσίας που εξακολουθεί να διενεργείται «στο όνομά του».
Όμως η γλωσσική οικονομία της φράσης προϋποθέτει ήδη μια οντολογία ονόματος, κάπου υπάρχει ένα «όνομα» που εγγυάται, νομιμοποιεί, επιτάσσει.
Στον λακανικό ορίζοντα, αυτό το «όνομα» συμπίπτει με το Όνομα-του-Πατέρα (Nom-du-Père), τον συμβολικό κόμβο που ράβει τον νόμο με τη γλώσσα.
Άρα, το «Όχι στο όνομα μας» δεν είναι απλώς μια ηθική άρνηση, είναι μια συμβολική παραχάραξη του Ονόματος, «Όχι στο Όνομα (του Πατρός) που μας υπογράφει».
*
Η κρυφή πρόταση, «Όχι στο ίδιο καθαυτό το Όνομα».
Κάτω από την επιφάνεια της αντίρρησης, το σύνθημα εκστομίζει μια βαθύτερη άρνηση, «Όχι στο ίδιο το Όνομα που μας δίνει όνομα».
Το υποκείμενο εδώ δεν αποσπάται απλώς από την κρατική πράξη, αρνείται τον ίδιο τον μηχανισμό ονοματοδότησης που το εντάσσει στη συμβολική τάξη.
Πρόκειται για χειρονομία υψηλού κινδύνου, αν αρνηθείς το Όνομα που σε θεμελιώνει, σε ποια γλώσσα μιλάς;
Η λακανική ειρωνεία είναι αμείλικτη, η άρνηση του Ονόματος γίνεται εν ονόματι του ίδιου Ονόματος, δηλαδή εντός του κυκλώματος που επιχειρεί να αποκηρύξει.
Έτσι, το «Όχι στο όνομα μας» τείνει να μετασχηματίζεται σε παράδοξο υπακοής, αρνούμαι, άρα υπογράφω.
*
Το κύκλωμα «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
Η φράση στήνει διπολικό σκηνικό, «εμείς» αφ’ ενός, «το όνομα» (δηλαδή ο Πατήρ/Νόμος) αφ’ ετέρου.
Η υποκειμενικότητα συγκροτείται εν σχέσει προς μια πατρική εστία νομιμοποίησης.
Το «εμείς» αυτοσχεδιάζεται ως κοινότητα της άρνησης, αλλά η άρνηση ορίζει τη συγγένεια, ο Πατέρας παραμένει το κέντρο βάρους.
Λακανικά, το σημαίνον του Πατρός δεν εξαφανίζεται διά της άρνησης, μετατοπίζεται και επανεγγράφεται ως πλαίσιο μέσα στο οποίο η άρνηση αποκτά νόημα.
Γι’ αυτό η χειρονομία συχνά εγκλωβίζεται σε acting-out, μια θορυβώδης δήλωση που ανακυκλώνει το ίδιο δεσμό «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
*
Η βεστφαλιανή υπογραφή του Πολιτικού.
Η φράση λειτουργεί εντός της βεστφαλιανής μορφής, Έθνος, Κράτος, Λαός, με τον Νόμο ως πατρικό Όνομα που εγγυάται εκπροσώπηση «στο όνομα» των υπηκόων.
Το «Όχι στο όνομα μας» εκκινεί μέσα σε αυτό το διάγραμμα, αρνούμαι την εκπροσώπηση που ο Πατέρας αξιώνει πως φέρει για λογαριασμό μου.
Όμως η εν λόγω άρνηση παραμένει εσωτερική στη βεστφαλιανή σκηνή, επειδή αξιοποιεί τα ίδια σημαίνοντα νομιμοποίησης (λαός, κυριαρχία, εντολή, ευθύνη).
Εδώ εδράζεται ο υπαινιγμός μας, η αντίθεση στον Πατέρα-Κυριαρχία αναπαράγει ως υπερκαθορισμό την πίστη ότι ο οικείος Πατέρας είναι ο σπουδαιότερος εχθρός, αξιωματικά προνομιακός στόχος τόσο της υλικής όσο και της συμβολικής πατροκτονίας.
*
Ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» ως αντιστραμμένος υπερκαθορισμός.
Το σύνθημα επιτελεί μια ιεράρχηση, πρώτα αρνούμαστε τον δικό μας Πατέρα (Κράτος, Έθνος, Δυτική Κυριαρχία), έπειτα ή ποτέ τους άλλους Πατέρες (θεοκρατία, ιμπεριαλισμοί «άλλων»).
Αυτός ο κανόνας παράγει αντιστροφή καθολικότητας, η καθολική αρχή δικαιοσύνης μετατρέπεται σε τοπικό ναρκισσισμό της ενοχής.
Το αποτέλεσμα είναι διπλό:
Σημειολογικά, ο Πατέρας του «οίκου μας» γίνεται ο μοναδικός φορέας του Κακού, ενώ οι εκδοχές Πατρός «εκτός» υποτιμώνται ή ρομαντικοποιούνται,
Πρακτικά, η πολιτική στρέφεται σε πατροκτονική εκδραμάτιση, η άρνηση καταλήγει να επιβεβαιώνει το πλαίσιο που μισεί, εφόσον αναγνωρίζει στον οικείο Πατέρα το μονοπώλιο της αξιοσημίας.
*
Το λακανικό υπόστρωμα, Nom-du-Père, désaveu, jouissance.
Το «Όχι στο όνομα μας» ενεργοποιεί τρεις κρίσιμες λακανικές μεταβλητές ψυχικής και εντέλει ιδεολογικής αυτοεμπλοκής.
Τις εξής:
Το Όνομα-του-Πατρός ως κόμβο νομιμοποίησης, όπου η άρνησή του, όταν εκφέρεται «στη γλώσσα του», το επαληθεύει ως αναφορά.
Το désaveu ως αποκήρυξη που γνωρίζει πως αποκηρύσσει χωρίς να οδηγείται σε μια καθολική πράξη άρνησης αυτού που αρνούμαι.
Ξέρω ότι μιλώ εντός του νόμου, διότι αν και τον αρνούμαι μερικά δεν σκοπεύω να τον υπερβώ (δια ενός άλλου), άρα η γνώση, αντί να απελευθερώνει, υποτάσσει.
Την jouissance της ενοχής, όπου απολαμβάνω την ειλικρίνειά μου ως αρνητή, απολαμβάνω τη ρωγμή μου με τον Πατέρα, κι αυτή η απόλαυση υπονομεύει τη μετάβαση από το θέαμα σε πράξη.
*
Γιατί το σύνθημα αναπαράγει τον κύκλο.
Επειδή δηλώνει χωρίς να μεταθέτει τη θέση του υποκειμένου στο Συμβολικό.
Η άρνηση, για να σπάσει τον κύκλο «εμείς-και-ο-Πατέρας μας», οφείλει να μετατραπεί από ηθικό ρήμα σε συντακτική πράξη, να αλλάξει το ποιος μιλά για ποιον και με τι θεσμική/υλική μορφή.
Χωρίς αυτή την μετα-συντακτική χειρονομία, το «Όχι» παραμένει ενδο-πατρικό, μια παραλλαγή της υπακοής, το παιδί που φωνάζει στον Πατέρα για να επιβεβαιώσει ότι ο Πατέρας είναι ακόμη εκεί.
*
Η έξοδος από τον βεστφαλιανό φαύλο κύκλο.
Δεν αρκεί να πούμε «όχι στο όνομα μας».
Χρειάζεται να απο-ονοματοδοτήσουμε το ίδιο το καθεστώς της ονοματοδοσίας, να μετατοπίσουμε την πράξη από την αντιπροσώπευση στην παρουσία.
Τρεις ενδείξεις εξόδου:
Διασύνδεση καθολικότητας, αν το «Όχι» είναι προς τον Πατέρα εν γένει, είναι προς κάθε Πατέρα, κοσμικά και συγκροτημένα (όχι επιλεκτικά).
Αλλαγή εστίας, από την φράση-υπογραφή σε πρακτικές θεσμοποίησης (δικαιώματα, εγγυήσεις, αντι-ιεραρχίες) που δεν δανείζονται τη νομιμοποίησή τους από το Όνομα ή την μάλλον (ψυχαναλυτικά) ύποπτη απάρνηση του.
Συντακτική αναδιάταξη, από το «μιλάμε εξ ονόματός μας» στο «μιλάμε από θέση», θέση που αναλαμβάνει κινδύνους, κόστη, λογοδοσία.
*
Η πολιτική συνέπεια.
Όταν το «Όχι στο όνομα μας» μεταφράζεται ως «Όχι στο Όνομα του Πατρός μας», τότε φωτίζεται η παγίδα, η άρνηση που κρατά τον Πατέρα στο κέντρο ως μεγαλύτερο Κακό, άρα ως μεγαλύτερη απόλαυση της πατροκτονικής μας αυτοεικόνας.
Ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» γίνεται το fetish-Άλλο που μας τρέφει πολιτικά.
Το αποτέλεσμα, συστηματική τύφλωση προς άλλες μορφές Πατέρα (θεοκρατικές, φυλετικές, ταυτοτικές), ακριβώς γιατί συντηρούν την αγνότητα της δικής μας πατροκτονίας.
*
Από το σύνθημα στη διάρρηξη.
Το σύνθημα μπορεί να γίνει πράξη μόνο αν σπάσει τον καθρέφτη του.
Να πάψει να ανακυκλώνει τον κύκλο «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
Να επανατοποθετήσει το Όνομα έξω από το μονοπώλιο του Πατέρα, το δίκαιο να μη θεμελιώνεται σε πατρική υπογραφή, αλλά σε κοσμικές καθολικότητες που ισχύουν παντού ή δεν ισχύουν πουθενά.
Να στραφεί από την πατροκτονία (υλική/συμβολική) στην αποπατριαρχοποίηση των μορφών, θεσμικές, γλωσσικές, οργανωτικές μετατοπίσεις που διαλύουν την ανάγκη του Πατρός αντί να την ανακυκλώνουν.
Τότε το «Όχι στο όνομα μας» παύει να είναι κρυφή ομολογία εξάρτησης από το Όνομα-του-Πατρός και γίνεται κοσμική πράξη λόγου, όχι άρνηση εντός της πατρικής σκηνής, αλλά έξοδος από αυτήν, όχι πατροκτονία, αλλά παύση της ανάγκης για Πατέρα.
*
Συμπλήρωμα.
Ο «βεστφαλιανός» υπερκαθορισμός της νεωτερικότητας.
Η νεωτερικότητα δεν είναι απλώς εποχή ιδεών, είναι καθεστώς θεσμικής, συμβολικής και άμεσα υλικής αντικειμενικότητας.
Η Βεστφαλιανή συνθήκη (ως ιστορική υλικοσυμβολική συμπύκνωση και ως διαρκές πλέγμα πρακτικών) εγκαθιστά τον κανόνα της εσωτερικής ομοιογένειας, έδαφος, λαός, κυριαρχία «κλειδώνονται» σε ένα τριπλό δεσμό που ορίζει το τι λογίζεται ως πολιτικό, τι ως ιδιωτικό, τι ως ξένο.
Έκτοτε, η επιθυμία της κυριαρχίας, η επιθυμία να εμφανίζεται το μέσα ως ενιαίο, δεν είναι απλώς ιδεολογία, αλλά μορφή του πραγματικού, γράφεται σε χάρτες, κτηματολόγια, στρατολογία, σχολεία, μητρώα, σύνορα, διαβατήρια.
Το Όνομα δεν αιωρείται, επιβάλλεται μέσω αντικειμενικών μηχανισμών.
*
Το αποτέλεσμα είναι ένας υπερκαθορισμός (Althusser, Λακάν) που διαπερνά ψυχή, πολιτισμό, πολιτική.
Η ψυχική οικονομία μαθαίνει να επιθυμεί ομοιογένεια (ταυτότητα χωρίς ρωγμή), ο πολιτισμός να την εξιδανικεύει (κανόνας, κανόνας αισθητικού), και η πολιτική να την περιφρουρεί (ασφάλεια, δικαιοδοσία, κανόνας εξαίρεσης).
Έτσι, ο βεστφαλιανός νόμος δεν «καλύπτει» απλώς την κοινωνία, την συντάσσει.
Το υποκείμενο δομείται να αναζητά Πατέρα, όχι μόνον ως συμβολικό σημείο, αλλά ως θεσμικό υπόστρωμα, κράτος-πατέρας, λαός-τέκνο, νόμος-ονομασία.
*
Από εδώ παράγεται και ο κανόνας του «οικείου εσωτερικού εχθρού», για να συντηρηθεί η ομοιογένεια, ο κίνδυνος σημασιοδοτείται εντός (αιρετικός, μειονότητα, ανυπάκουος, «πράκτορας»), ώστε η κυριαρχία να νομιμοποιεί την επιτήρηση, καταστολή ως εγγύηση ενότητας.
Η αντιστροφή που περιγράψαμε, η λατρεία της πατροκτονίας του δικού μας Πατέρα ως υπέρτατης πράξης, δεν σπάζει τον κανόνα, τον εκτελεί από την ανάποδη.
Αναγορεύει τον οικείο κυρίαρχο σε μοναδικό μέτρο του Κακού, υπεραναβαθμίζοντας τον εσωτερικό εχθρό σε κοσμοθεωρητικό απόλυτο.
Έτσι, η βεστφαλιανή θεσμο-δομή επιβιώνει στο ίδιο το σχήμα της αντίστασης, ο Πατέρας, και μάλιστα ο Οικείος Πατέρας, παραμένει το κέντρο βάρους είτε ως σημείο πίστης είτε ως σημείο μίσους.
*
Η αντικειμενική θεσμοποίηση, το «κράτος των πραγμάτων» ως πλέγμα αρχείων, όρων δικαιοδοσίας, κανόνων εκπροσώπησης, παράγει μια αυτοματοποίηση του λόγου (discours du maître) που διαπερνά και τον «αντι-λόγο».
Η ακαδημαϊκή θεωρία, ο ακτιβισμός, η τέχνη, ακόμη και οι μορφές της «ριζοσπαστικής» ζωής, οργανώνονται σε βεντάλια αναγνώρισης, καθεμία ζητά πιστοποίηση ομοιογένειας, ταυτότητας, τρόπου, ύφους, για να είναι ορατή.
Αυτό που συναντά κανείς ως «ελευθερία έκφρασης» είναι συχνά η αντεστραμμένη συμμόρφωση στην ομοιογενή γλώσσα που το καθεστώς μπορεί να διαβάσει.
Η βεστφαλιανή νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν απαγορεύει μόνο, μορφοποιεί και τι θα μετρήσει ως αντίθετος πολιτικός κανόνας περιορίζοντας τον στην αντιστροφική εναντίωση, ώστε με αυτόν τον τρόπο η «αριστερά» ή ο αντικαπιταλιστικός Λόγος εν γένει να παράγονται ως τα αντίστροφα ομοιώματά της.
*
Γι’ αυτό, όταν το σύνθημα «Όχι στο όνομα μας» μένει στο επίπεδο της ηθικής υπογραφής, ανακυκλώνει αθέλητα τον υπερκαθορισμό, μετατρέπει την άρνηση σε τεκμήριο ένταξης στο ίδιο θεσμικό αλφάβητο (λαός, όνομα, αντιπροσώπευση).
Το αντισυμβολικό του χειρονομίας παραδίδεται στην αντικειμενικότητα των μηχανισμών που φιλοξενούν μόνο ό,τι τυποποιείται.
Η εσωτερική ομοιογένεια παραμένει αλώβητη, απλώς μετατοπίζεται από τον λόγο της κυριαρχίας στον λόγο της ενοχής, και τα δύο, μορφές της ίδιας βεστφαλιανής γραμματικής.
*
Κατά συνέπεια, η ρήξη με τη βεστφαλιανή συνθήκη δεν ισοδυναμεί με ρομαντική «αποκήρυξη» του κράτους, αλλά με αποπατριαρχοποίηση των μορφών που το καθιστούν αντικειμενικά αναπαραγώγιμο, σημαίνει συντακτική μετατόπιση από την αντιπροσώπευση στην παρουσία (θεσμίσεις που δεν απαιτούν πατρική ονοματοδοσία για να δεσμεύουν), καθολικότητα χωρίς ομοιογένεια (δικαιώματα και εγγυήσεις με ισχύ ως προς κάθε Πατέρα, όχι μόνο τον «δικό μας»), κατάργηση και της (αριστερής/αναρχικής) αντιστροφικής ιεράρχησης του εχθρού - ώστε ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» να παύσει να είναι το υπερ-σημαίνον που μονοπωλεί την πράξη.
Σε μια πραγματικά Νέα Αριστερά η πράξη θα αρθρώνεται διατοπικά, πραγματικά οικουμενικά, εκεί όπου ο Πατέρας-Κυρίαρχος, ο οποιοσδήποτε Πατέρας-Κυρίαρχος, εξοντώνει σώματα και λόγους.
Μόνον έτσι ο υπερκαθορισμός αίρεται, όταν η ψυχική ανάγκη ομοιογένειας εκτίθεται στη ρωγμή (επιθυμία χωρίς Πατέρα), όταν ο πολιτισμός παύει να αισθητικοποιεί τη συμμόρφωση (ύφος χωρίς ομοιομορφία), και όταν η πολιτική παύει να είναι διαχείριση του «μέσα» μέσω της δαιμονοποίησης του «εντός».
Η έξοδος από τη βεστφαλιανή μορφή δεν είναι πατροκτονία, είναι η παύση της ανάγκης για πατέρα σε επίπεδο θεσμών.
Εκεί, το «Όχι στο όνομα μας» παύει να αναπαράγει την ομοιογένεια αντιστρέφοντάς την και γίνεται πράξη που ακυρώνει τον κανόνα της, αφήνοντας χώρο στο πολιτικό ως συμβάν, όχι ως υπογραφή.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Η 7η Οκτωβρίου: Νομική, πολιτική και ιδεολογική αποδόμηση μιας ψευδούς αφήγησης. Αυτός είναι ο υπαρκτός αντισημιτισμός φιλοφασισμός φιλο-θεοκρατισμός κομματιού τού κινήματος ΣΑΣ.

Απόσπασμα τής άθλιας ανακοίνωσης των λούμπεν «αντισιωνιστών» :
«Η 7η Οκτωβρίου δεν αποτελεί καμία τρομοκρατική ενέργεια αλλά την οριακά απεγνωσμένη απάντηση ενός καταπιεσμένου λαού που έπειτα από δεκαετίες καταπίεσης και συνεχών σφαγών σε ένα καθεστώς πολιορκίας απάντησε με αντεπίθεση, στην προσπάθεια του να λυτρωθεί έστω και για μικρό χρονικό διάστημα από την συνεχή πίεση τής σιωνιστικής δολοφονικής μηχανής.
Τα οποιαδήποτε επιχειρήματα περί αθώων θυμάτων σε rave party παραμένουν κάλπικα, παρέα με την προπαγάνδα από πλευράς των σιωναζί για δολοφονίες βρεφών αφού σε ένα 'πάρτι' στα σύνορα με την Γάζα οργανωμένο από τους ένοπλους εφέδρους και στρατιώτες τού IDF μπορεί να κατανοηθεί μόνο σαν άλλη μια φασιστική φανφάρα με σκοπό τον χλευασμό των παλαιστινίων και τής αντίστασης τους..»
ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΝΤΙΣΙΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΈΛΕΥΣΗ
*
Η 7η Οκτωβρίου: Νομική, πολιτική και ιδεολογική αποδόμηση μιας ψευδούς αφήγησης.
Αυτός είναι ο υπαρκτός αντισημιτισμός φιλοφασισμός φιλο-θεοκρατισμός κομματιού τού κινήματος ΣΑΣ.
Ραντεβού στην Κόλαση..
Ζήτω το ΡΚΚ !
«Η 7η Οκτωβρίου δεν αποτελεί καμία τρομοκρατική ενέργεια αλλά την οριακά απεγνωσμένη απάντηση ενός καταπιεσμένου λαού… Τα επιχειρήματα περί αθώων θυμάτων σε rave party είναι κάλπικα…» - Ανοικτή Αντισιωνιστική Συνέλευση
Πρόλογος.
Σκοπός του κειμένου είναι η τεκμηριωμένη και αδιάλλακτη αποδόμηση μιας ρητορικής που παρουσιάζει τη σφαγή αμάχων ως «νόμιμη αντεπίθεση».
Η θέση μας είναι διττή: καταδικάζουμε την κατοχή, τον αποκλεισμό και τις αποικιοκρατικές πολιτικές κατά των Παλαιστινίων, και ταυτόχρονα απορρίπτουμε τη θεολογική και φονταμενταλιστική εξύμνηση της σφαγής αμάχων ως μέθοδο «αντίστασης».
Η ανάλυση οργανώνεται σε τρία μέρη: (Α) νομικο‑πολιτική τεκμηρίωση, (Β) ιδεολογική αποδόμηση, (Γ) συμπέρασμα‑θέση. Στο τέλος παρατίθεται συνοπτική βιβλιογραφία.
Α. Νομικο‑πολιτική τεκμηρίωση: γιατί η 7η Οκτωβρίου δεν είναι «νόμιμη αντίσταση».
Α1. Ο ορισμός: στοχοποίηση αμάχων = έγκλημα.
Η σκόπιμη στοχοποίηση αμάχων, οι μαζικές εκτελέσεις, οι απαγωγές και η σεξουαλική βία συνιστούν εγκλήματα πολέμου και, υπό συνθήκες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Η 7η Οκτωβρίου πληροί αυτά τα κριτήρια: συντονισμένες επιθέσεις σε μη στρατιωτικούς χώρους, εκατοντάδες νεκροί και δεκάδες όμηροι.
Α2. Τεκμήρια για τον άμαχο χαρακτήρα των στόχων.
Ανεξάρτητες έρευνες καταγράφουν εισβολές σε οικισμούς, δημόσιους χώρους και το μουσικό φεστιβάλ Nova, όπου οι παρευρισκόμενοι ήταν άμαχοι (ανάμεσά τους γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά).
Α3. Απαγωγές, σεξουαλική βία, βασανιστήρια.
Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις ομηρίας, σεξουαλικής βίας και άλλων αποτρόπαιων πράξεων κατά τη διάρκεια της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου.
Η χρήση ομήρων αποτελεί βαρύ έγκλημα κατά το διεθνές δίκαιο.
Α4. Προσχεδιασμός και συντονισμός.
Η πολλαπλότητα σημείων εισβολής, τα μέσα μετακίνησης, ο όγκος πυρών και ο ρυθμός επιχειρήσεων δείχνουν προσχεδιασμένη και άριστα συντονισμένη επιχείρηση, όχι «απελπισμένο ξέσπασμα».
Α5. Συνοπτικό συμπέρασμα δικαίου.
Η ιστορική συγκρουσιακότητα δεν νομιμοποιεί εγκλήματα πολέμου.
Η 7η Οκτωβρίου εμπίπτει στον πυρήνα των απαγορεύσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και απαιτεί λογοδοσία.
*
Β. Ιδεολογική αποδόμηση: γιατί η υπεράσπιση της σφαγής είναι πολιτικά και ηθικά διεφθαρμένη.
Β1. Από τον «αντισιωνισμό» στον αντισημιτισμό.
Η ταύτιση «σιωνισμού = ναζισμού» και η δαιμονοποίηση του αντιπάλου ως απόλυτου Κακού αντικαθιστούν την πολιτική κριτική με θεολογική δαιμονολογία.
Πρόκειται για μεταμφιεσμένο αντισημιτισμό που ακυρώνει τον ορθολογικό έλεγχο των πράξεων.
Β2. Ψευδο‑αντιιμπεριαλισμός χωρίς υποκείμενο.
Η επίκληση «απελπισμένης απάντησης» παρακάμπτει την ταξική/κοινωνική ανάλυση.
Αντικαθιστά το χειραφετητικό υποκείμενο με ένα ιεροποιημένο «λαϊκό σώμα» που «δικαιούται να σκοτώνει» - λογική ξένη προς κάθε διεθνιστική, κοσμική αριστερά.
Β3. Λατρεία της θυσίας: αισθητική της νεκρολαγνείας.
Η εξύμνηση της βίας ως κάθαρσης και η ιεροποίηση της θυσίας μετατρέπουν το πένθος σε εργαλείο προπαγάνδας.
Δεν είναι απελευθέρωση αλλά παγίδα καταστροφής για τους ίδιους τους καταπιεσμένους.
Β4. Προδοσία του διεθνισμού.
Η στήριξη θεοκρατικού φονταμενταλισμού στο όνομα του «αντι‑Δυτικού» είναι άρνηση του διεθνισμού.
Η απελευθέρωση των λαών δεν περνά από τη σφαγή αμάχων αλλά από κοσμικό, χειραφετητικό αγώνα.
Β5. Η πολιτική που γίνεται θεολογία.
Η πίστη σε «ιστορική εκπλήρωση μέσω αίματος» ακυρώνει τη διαλεκτική πολιτική δράση και καθηλώνει τα κινήματα σε μυστικιστική βία χωρίς πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού.
*
Γ. Θέση.
Είμαστε ενάντια στην κατοχή, στους εποικισμούς και στον αποκλεισμό των Παλαιστινίων.
Εξίσου είμαστε ενάντια στη θεοκρατική φρίκη και στη λατρεία της σφαγής.
Η 7η Οκτωβρίου ήταν μαζική επίθεση κατά αμάχων και συνιστά εγκλήματα πολέμου/κατά της ανθρωπότητας.
Η αλληλεγγύη στους καταπιεσμένους δεν περιλαμβάνει άλλοθι για εγκλήματα.
 
Ιωάννης Τζανάκος
*
Παραπομπές.
UN Human Rights Council, Report of the Independent International Commission of Inquiry on the Occupied Palestinian Territory, including East Jerusalem, and Israel (A/HRC/56/26, 27 May 2024).
Διαπιστώσεις για στοχοποίηση αμάχων, ομηρίες και σεξουαλική βία.
Human Rights Watch, October 7: Crimes Against Humanity and War Crimes by Hamas‑Led Groups (17 July 2024).
International Criminal Court, Δήλωση Εισαγγελέα Karim A. A. Khan για εντάλματα σύλληψης (20 May 2024).
Le Monde, How a rave party near Gaza turned into a horror (10 Oct 2023) - ρεπορτάζ για το Nova festival.
Associated Press (Fact Check), What we know about claims regarding babies on Oct. 7 (Nov 2023) - έλεγχος υπερβολών/γεγονότων.
Amnesty International, Unlawful detentions/hostage‑taking by Hamas and other armed groups (2024) - παραβιάσεις και ομηρίες.
The Washington Post, Hamas’s tunnel network and use of civilian infrastructure (18 Dec 2023) - στρατιωτική χρήση νοσοκομείων/σχολείων.
 

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Μια ριζική μετατόπιση: Η Parole ως το μη οντολογικό πρωταρχικό.

 
Μια ριζική μετατόπιση:
Η Parole ως το μη οντολογικό πρωταρχικό.
**
Αυτό που προτείνω είναι πιο ριζοσπαστικό από μια απλή «διαλεκτική σύνθεση».
Δεν θέλω να συμβιβάσω langue και parole σε μια κοινή γένεση, αλλά να επαναονομάσω το σύνολο του φαινομένου ως Parole, μέσα στην οποία αναδύονται βαθμοί σταθεροποίησης, πήξης, επανάληψης.
Η κίνηση αυτή μπορεί να οδηγήσει:
Στον Χάιντεγκερ όταν επαναορίζει το Sein ως χρόνο, όχι ως ουσία.
Στον Ντελέζ όταν καθιστά την διαφορά πρωταρχική και την ταυτότητα παράγωγη.
Στον Ντερριντά όταν η écriture (σε διευρυμένη έννοια) προηγείται κάθε λόγου/γραφής διάκρισης.
*
Προς μια νέα ονοματολογία.
Αν η «κοινή ουσία» είναι η Parole τότε χρειαζόμαστε όρους για τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις της:
1.
Parole ως ροή (parole-ρεύμα).
Η ζώσα, ρέουσα, μη-επαναλήψιμη διάρκεια της εκφώνησης.
Το μπερξονικό durée στη γλώσσα.
Η ενικότητα, το ιδιάζον, το συμβάν του λόγου.
-
2.
Parole ως ίζημα.
(parole-στρώμα / parole-κανονικότητα).
Οι επαναλαμβανόμενες μορφές, τα μοτίβα που έχουν καθιζήσει από τη ροή.
Αυτό που παλιά αποκαλούσαμε langue, αλλά τώρα κατανοημένο ως βαθμός πήξης της ίδιας της parole, όχι ως ξεχωριστό επίπεδο.
-
3. Parole ως γραφή (parole-εγγραφή / parole-τεχνολογία).
Η σημειογραφική σταθεροποίηση, το «πάγωμα» της ροής σε επαναληπτά, μεταβιβάσιμα σχήματα.
Όχι «προδοσία» της φωνής, αλλά τεχνολογική έκταση της parole με τους δικούς της κανόνες.
-
4. Parole ως λογική μορφή (parole-τυποποίηση / parole-αλγόριθμος).
Οι υψηλά σταθεροποιημένες, επαναληπτικές, νοητικο-γλωσσικές επιτελέσεις (μαθηματικά, λογική, επιστημονική συλλογιστική).
Όχι «έξω» από τη parole, αλλά parole σε κατάσταση μέγιστης αυστηρότητας και ελάχιστης διακύμανσης.
Η δύναμη αυτής της κίνησης:
Α.
Καταργεί τον δυισμό.
Δεν έχουμε πια δύο οντότητες (δομή vs χρήση), έχουμε ένα συνεχές με κλίσεις: από το ρευστό προς το παγωμένο, από το συμβάν προς τον κανόνα, από τη φωνή προς τον αλγόριθμο.
Β.
Εξηγεί τη σταθερότητα χωρίς υπερβατικό στοιχείο.
Οι δομές δεν «κατεβαίνουν» από ουρανό κάποιας μεταγλώσσας.
Αναδύονται, σταθεροποιούνται, διατηρούνται μέσω επανάληψης, θεσμών, τεχνολογιών (γραφή, εκπαίδευση, κώδικες).
Γ.
Δικαιώνει την αυστηρότητα χωρίς πλατωνισμό.
Τα μαθηματικά δεν είναι «ανακάλυψη» αιώνιων αληθειών, αλλά υψηλά σταθεροποιημένα παιχνίδια λόγου με εξαιρετικά αυστηρούς κανόνες επανάληψης.
Η αυστηρότητα είναι επίτευγμα, όχι αποκάλυψη.
**
Αντιρρήσεις που παραμένουν.
1.
Το πρόβλημα της πρώτης επανάληψης.
Για να επαναληφθεί κάτι, πρέπει να αναγνωριστεί ως το ίδιο.
Αλλά πώς; Χρειάζεται κάποια προϋπάρχουσα (έστω ελάχιστη) δομή αναγνώρισης.
Η Parole δεν μπορεί να είναι απόλυτα πρωταρχική -κουβαλά μαζί της την ικανότητα για μοτίβο.
2.
Η βιολογική γλωσσική ικανότητα.
Η γλωσσική δυνατότητα του ανθρώπου (π.χ. η αναδρομικότητα της σύνταξης) φαίνεται να έχει βιολογικά θεμέλια.
Υπάρχει μια langue της φύσης (η γλωσσική δυνατότητα ως οργανική δομή) που προηγείται κάθε ιστορικής parole; Ερώτημα.
3.
Η μετα-αναστοχαστικότητα (περί) τής γλώσσας.
Όταν μιλάμε για τη γλώσσα (μετα-γλωσσολογία), χρειαζόμαστε έναν τρόπο να ξεχωρίσουμε αντικείμενο-γλώσσα από μετα-γλώσσα.
Αν όλα είναι Parole, πώς το διακρίνουμε αυτό;
Μια πιθανή απάντηση:
Η Parole ως πολλαπλά στρώματα.
Δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουμε κάθε διάκριση. 
Μπορούμε να πούμε:
Όλα είναι Parole, αλλά η Parole στρωματοποιείται.
Υπάρχει η parole-συμβάν (η μοναδική εκφώνηση).
Υπάρχει η parole-συνήθεια (το επαναλαμβανόμενο μοτίβο).
Υπάρχει η parole-θεσμός (οι κανόνες που επιβάλλονται).
Υπάρχει η parole-τεχνολογία (η γραφή, ο κώδικας).
Υπάρχει η parole-λογική (ο τυποποιημένος συλλογισμός).
Αυτό που η παράδοση αποκαλούσε langue δεν εξαφανίζεται - επανατοποθετείται ως "βαθμοί πήξης και θεσμοποίησης της parole".
*
Η πρότασή μου για μια ονοματολογία με την Parole ως κοινή ουσία είναι φιλοσοφικά νόμιμη, θαρρώ.
Απαιτεί όμως:
Λεπτομερή χαρτογράφηση των εσωτερικών βαθμίδων/στρωμάτων της Parole.
Εξήγηση της αναγνώρισης (πώς ξέρουμε ότι επαναλαμβάνουμε το ίδιο).
Θεωρία της καινοτομίας (πώς προκύπτει το νέο μέσα από επανάληψη).
Δικαιολόγηση της νόρμας της λογικής (γιατί μια απόδειξη είναι ορθή, όχι απλώς αποδεκτή).
Αν αυτά απαντηθούν, έχουμε μια γνήσια parole-centered οντολογία της γλώσσας - ένα είδος γλωσσικού υλισμού που δεν αρνείται τη δομή, αλλά τη θεωρεί αναδυόμενη ιδιότητα της ζώσας επιτέλεσης.

 
** 
Σκέψεις για την ανθρώπινη γλώσσα υπό το πρίσμα τού νέου φιλοσοφικού Υλισμού.
*
Πρόλογος.
Σε παλαιότερη δημοσίευσή μας ισχυριστήκαμε ότι η διάκριση discours και parole δεν προϋπάρχει ως θεμέλιο, ούτε η γλώσσα «κάθεται» εκ των υστέρων πάνω σε αυτόνομη σημαίνουσα άρθρωση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι απλώς parole ως θόρυβος, σημαίνει ότι ό,τι ονομάζουμε δομή ή discours αναδύεται από τη ζώσα επιτέλεση του λόγου και σταθεροποιείται μέσα από επαναλήψεις, θεσμούς, σημειογραφίες.
Δεν προτείνουμε απάρνηση της γραφής ή της επιστήμης. Προτείνουμε άρση της ιεροποίησης του γραπτού λόγου και των μεταγλωσσικών «θεραπειών» που σκίασαν το πρωτείο της φωνής και της εκφώνησης.
Ο επιστημονικός λόγος και ο μαθηματικός λογισμός δεν αιωρούνται σε καθαρό ουρανό μεταγλώσσας.
Είναι πρωτίστως μορφές επαναληπτικής νοητικής και νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης που εγγράφονται και σταθεροποιούνται ως κείμενα.
*
Τι απομένει από τη γλωσσολογική στροφή.
Ο πρώιμος μεταγλωσσικός ενθουσιασμός (Ράσσελ, Κάρναπ) θέλησε να «θεραπεύσει» την πολυσημία με καθαρή λογική μεταγλώσσα.
Ο ύστερος Βιτγκενστάιν θυμίζει ότι η γλώσσα είναι χρήση, πλέγμα παιχνιδιών λόγου και μορφών ζωής (Wittgenstein, Philosophical Investigations, 1953).
Από άλλη πλευρά, ο Χάιντεγκερ απορρόφησε δημιουργικά τη στροφή και επανόπλισε την οντολογία μέσω της γλώσσας (Heidegger, Unterwegs zur Sprache, 1959).
Ο δομισμός ανέδειξε κανονικότητες, αλλά στο σημείο της επιτέλεσης, εκεί όπου παράγεται η κανονικότητα, συναντά τα όριά του (Benveniste, Προβλήματα Γενικής Γλωσσολογίας, 1966, Austin, How to Do Things with Words, 1962).
*
Θέση.
Δεν υπάρχει προϋπάρχουσα «δομή» που θεμελιώνει την parole. Υπάρχει parole που καθιζάνει σε discours, και γραφή που σταθεροποιεί την επιτέλεση, δεν τη θεμελιώνει.
*
Λόγος ως φωνή και ως επανάληψη.
Ο λόγος είναι ζώσα επιτέλεση, άκουσμα, ρυθμός, προσφώνηση, απεύθυνση. 
Οργανώνεται σε υποσυστήματα και υψηλές συνθετότητες, αλλά παραμένει φωνή που επαναλαμβάνει.
Η γραφή ή σημειογραφία είναι πρόθεμα, ενισχύει μνήμη, μεταβίβαση, έλεγχο και αναπαραγωγιμότητα, χωρίς να αντικαθιστά την πρωταρχική σκηνή της εκφώνησης.
*
Το σημείο, ξενότητα και θεμελίωση.
Το σημείο, φώνημα ή γράφημα, με την ισχνή του υλικότητα, είναι ένα Ξένον.
Αναστέλλει την αμεσότητα.
Κι όμως, αυτή η ξενότητα θεμελιώνει την κοσμικότητα, μας επιτρέπει να βλέπουμε τον κόσμο ως όλον.
Τα κύρια ονόματα το δείχνουν.
Δεν περιγράφουν ιδιότητες, ατομικοποιούν εκτός περιγραφής, θεσμίζουν ταυτότητες και σχέσεις, ενώ συγχρόνως ξενίζουν. 
Από αυτό το διττό, αλλοτρίωση και θεμελίωση, τρέφονται οι οντοθεολογικές υποστάσεις.
*
Parole-first επιστήμη, λογική και μαθηματικά.
Εδώ διορθώνουμε ρητά την παρεξήγηση.
Δεν αντιπαραβάλλουμε επιτέλεση και λογική.
Λέμε ότι η ίδια η λογική μορφή και ο μαθηματικός τύπος είναι μορφές επαναληπτικής επιτέλεσης.
Νοητικής επιτέλεσης, δηλαδή εσωτερικές πράξεις διάκρισης, σύλληψης, αναγνώρισης μοτίβων, επαναφοράς κανόνων. Ρυθμικά, επαναληπτικά σχήματα σκέψης που εκπαιδεύονται με την άσκηση.
Νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης, δηλαδή εκφώνηση ορισμών και λημμάτων, χρήση δεικτών όπως «έστω», «άρα», «διότι», μεταβάσεις από υπόθεση σε συμπέρασμα, επαναλαμβανόμενες κινήσεις επιχειρηματολογίας.
Το κείμενο, ο τύπος, η απόδειξη, το αξίωμα, είναι το ίχνος αυτών των επιτελέσεων.
Η αυστηρότητα δεν χάνεται, ορίζεται ως σταθερό αποτέλεσμα επαναληπτικής επιτέλεσης.
*
Δύο καθαρά παραδείγματα.
Α. Απόδειξη ως επαναληπτική επιτέλεση
Μια απόδειξη δεν είναι μόνο γραμμή συμβόλων.
Είναι επαναλαμβανόμενη ακολουθία νοητικών κινήσεων, όπως αφαίρεση, εξειδίκευση, αναγωγή σε άτοπο, και γλωσσικών πράξεων όπως «έστω», «τότε», «επομένως».
Η πειστικότητα δεν προκύπτει επειδή υπάρχει το κείμενο, αλλά επειδή το μοτίβο αυτών των κινήσεων και πράξεων έχει σταθεροποιηθεί στην κοινότητα ως ορθή επανάληψη.
Το γραπτό παγιώνει την ακολουθία.
Η λογική μορφή είναι η ίδια η επανάληψη.
-
Β. Ο μαθηματικός τύπος ως επιτέλεση
Ο τύπος ∀ε>0∃δ>0: … δεν είναι ουδέτερη εικόνα.
Είναι σύντομος δείκτης πράξης.
Προκαλεί έναν κύκλο επαναλαμβανόμενων ελέγχων και διακρίσεων.
Η σημειογραφία συμπυκνώνει κανόνες επανάληψης.
Όταν κατανοούμε τον τύπο, σημαίνει ότι κατέχουμε τη διαδικασία, το επαναληπτικό του παίξιμο.
*
Το νέο ντελεζιανό και μπερξονικό διακύβευμα τού (φιλοσοφικού) Υλισμού.
Κρατούμε το μπερξονικό durée: ποιοτική συνέχεια όπου το παρόν εμφορείται από παρελθόν και εκβάλλει σε μέλλον, όχι ως στοίχιση στιγμών αλλά ως εμμένεια ροής (Bergson).
Στον Ντελέζ οι συνθέσεις του χρόνου, συνήθεια και παρόν, μνήμη και καθαρό παρελθόν, γεγονός και μέλλον, δείχνουν ότι δεν υπάρχει μηχανή μεταγλώσσας έξω από τη ροή, υπάρχει διαφορά εντός της ροής (Deleuze).
Με αυτό το βλέμμα, η parole δεν είναι στιγμιαίο συμβάν απέναντι στη μόνιμη δομή, αλλά ο τόπος όπου η διάρκεια γίνεται μορφή.
Η επαναληπτικότητα της χρήσης σμιλεύει κανονικότητες, οι κανονικότητες τείνουν να αυτονομούνται, η γραφή επιτελεί την πήξη της ροής.
Κάθε ρήγμα είναι ένταση της διάρκειας, όχι εξωτερικό θαύμα.
*
Ενάντια στους εύκολους αντιμηδενισμούς.
Η ρητορική της παρακμής ζητά επιστροφή σε καθαρές μεταγλώσσες και σταθερές ουσίες.
Αυτό ισοδυναμεί με επανιεροποίηση του γραπτού και διακοπή της έρευνας. 
Προτιμότερο είναι να παρακολουθούμε πώς οι χρήσεις γεννούν κανονικότητες και πώς οι κανονικότητες παραμένουν ιζήματα επιτέλεσης.
*
Πέντε προτάσεις.
Η διάκριση discours και parole δεν προϋπάρχει, αναδύεται από τη χρήση.
Η γραφή σταθεροποιεί, δεν θεμελιώνει.
Το σημείο είναι διπλό, «αποξενώνει» και θεμελιώνει.
Η λογική και οι μαθηματικοί τύποι είναι μορφές επαναληπτικής νοητικής και νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης.
Η αυστηρότητα είναι αποτέλεσμα σταθερής επανάληψης.
*
Ενδεικτικές παραπομπές.
Wittgenstein, Philosophical Investigations (1953)
Russell, Introduction to Mathematical Philosophy (1919)
Carnap, Der logische Aufbau der Welt (1928)
Heidegger, Unterwegs zur Sprache (1959)
Benveniste, Προβλήματα Γενικής Γλωσσολογίας (1966)
Austin, How to Do Things with Words (1962)
Bergson, Essai sur les données immédiates de la conscience (1889), Matière et Mémoire (1896)
Deleuze, Le Bergsonisme (1966), Différence et Répétition (1968)
.
 
Ιωάννης Τζανάκος 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Πέραν της Δυνητικότητας: Νόμος, Δίκαιο, Εργασία και η Διπλή Δίκη / Beyond Potentiality: Law, Right, Labor, and the Double Trial

 
Πέραν της Δυνητικότητας: Νόμος, Δίκαιο, Εργασία και η Διπλή Δίκη.
**
Πρόλογος.
Η σκοτεινή όψη της δυνητικότητας.
Όταν σκέπτομαι πλέον την δυνητικότητα και την ενδεχομενικότητα περιέρχομαι στην θλίψη της σκοτεινής τους όψης, διότι τούτη μου έχει επιβληθεί από το «δικαστήριο» τού καπιταλισμού αλλά και το ανεστραμμένο «δικαστήριο» των αφιονισμένων αντικαπιταλιστών της εποχής μας.
Η σκοτεινή ευθύτητα της καπιταλιστικής δίκης έρχεται να πλεχθεί με την σκοτεινή και όντως αντίπαλη προς αυτήν αναστροφή της, για να συγκροτήσουν από κοινού την σκοτεινότερη φυλακή τού κόσμου.
Σε αυτή την θλίψη δεν υφίστανται μόνον οι δυνητικότητες-απειλές που περικλείει η δέσμευση τής σωματικότητας και τής υποκειμενικότητας ενός ταπεινού μισθωτού, υφίστανται επίσης οι νέες υπερεγωτικές κλήσεις και απαξιώνουσες απειλές μιας νέας αριστεράς που έχει θεοποιήσει το ασυνείδητο, την απόλυτη ελευθερία και το φονικό, σέρνοντας μαζί της όποιο λουμπεναριό ταιριάζει συγκυριακά στην νέα «καθαρότητα».
*
Η «διπλή δίκη» του μισθωτού.
Δεν συμμετρικοποιώ, δεν ταυτίζω, δεν εξομοιώνω πραγματικότητες.
Μιλώ για μια δυνητικότητα στον κόσμο του εαυτού της, πέραν των φορτίσεων, όπου η καθαρή δυνητικότητα -σήμερα η μόνη υποκειμενικά διαθέσιμη- έχει θεμελιωθεί στο πραγματικό βάθος του καπιταλιστικού «πραγματικού»: την μόνον-δυνητικότητα της υποκειμενικότητας ως εργασιακής δύναμης.
Το καθαρό δυνητικόν δεν είναι πρωτίστως επιθυμητικό αλλά δικαιακό ή δικαιό-μορφο [κρατήστε το αυτό].
Έτσι εξομοιώνομαι ήδη κρινόμενος διπλά:
«Κάνοντάς το»: ύποπτος εργάτης για τους «φύσει» παρανοϊκούς κρατο-αστούς.
«Μη κάνοντάς το»: ύποπτος «μικροαστισμού» για τους «φύσει» παρανοϊκοσχιζοφρενείς νεοαριστεριστές, επειδή δεν ενεργοποιώ τον αστικό νόμο ως συλλαμβάνοντα εμέ.
Πρόκειται για σύγκρουση φαλλικών σημαινόντων σε πλήρη όρθωση.
Το ότι «το ένα έχει περισσότερο δίκιο» (ενδο-οικογενειακώς) επιτείνει την συμμετρία της φυλάκισης.
Η σεκταριστική αναζήτηση της απόλυτης μη-συμμετρίας στον τόπο της δικαιακής δυνητικότητας, που έχει γίνει ο καπιταλιστικός νόμος του Είναι, σφραγίζει την απόλυτη συμμετρία.
*
Η τεχνητή «αποκάλυψη» του αδίκου ως επιβεβαίωση της αφαίρεσης.
Αν δεν προκαλείτο τεχνητά η αδικία του νόμου και υπήρχε μόνον η φλατ αδικία της ζωής των ταπεινών εργατών, ο νόμος θα στεκόταν ως ασύμμετρος φενακισμός.
Με την τεχνητή πρόκληση/αποκάλυψη του ως αδίκου, επί ανόμων που ευφυώς επιδεικνύουν το κενό του, το βλέμμα του «μικροαστού» εργαζομένου επιστρέφει φορτωμένο με νέα ενοχή.
Στις συνθήκες της ύστερης «μητροπολιτικής» αφαίρεσης, αυτή η αποκάλυψη επιβεβαιώνει την συμμετρία: αναγάγει το υποκείμενο ξανά στον τόπο της δυνητικότητας, όπου κρίνεται δικαιακά διπλά - κι από τους εδραίους της αφαίρεσης και από τους αντιπάλους της ως «μη-ενεργόν».
*
Πατριαρχικός αντι-πατριαρχισμός και υπερεγώ.
Το «οικείο» περιβάλλον εγκαλεί με πατριαρχικό αντι-πατριαρχισμό.
Το «δέον» της δράσης τους -ως μαγική ψευδο-αυτονομία- επιτελεί ισχυρότερη κλήση από τον εσωτερικευμένο αστικό νόμο.
Η ενοχή της αφηρημένης μισθωτής εργασίας, εκπεμπόμενη από τους κρατο-αστούς, εμπλουτίζεται από την ενοχή της μη-δράσης κατά τα ανεστραμμένα αστικο-κρατικά πρότυπα της αναρχίας ή (στα καθ’ ημάς) μιας μιλιταριστικής μετάλλαξης τού νεοσταλινισμού της Μ. Ανατολής.
Καλά σας ξεμπερδέματα - και την ευχή μου δεν την έχετε.
*
Μεθοδολογική στροφή: από επιθυμία/παραγωγή στο δίκαιο/νόμο.
Ενώ η έρευνα για την κενή υποκειμενικότητα/δυνητικότητα είναι εφικτή όταν μιλάμε για παραγωγή/εργασία, στο πεδίο του «δικαίου» και του «νόμου» γίνεται δυσχερής.
Γιατί; Διότι η «μηδένωση της εργασίας» -όπως διαμεσολαβείται από το χρηματο-εμπόρευμα της εργασιακής δύναμης— έχει παράξει αυτόνομο θεωρησιακό τόπο που αφομοιώνει κάθε ασυμμετρία σε απόλυτη αφαίρεση.
Η ζωντανή εργασία περικυκλώνεται από δικαιικό ολοκληρωτισμό διττής προέλευσης: κράτος/ολιγαρχία από «δεξιά», νεοδικαιοκρατισμός/νεοαριστερισμός από «αριστερά».
Η διαφορά με τους παλιούς δικαιοκρατισμούς είναι καθοριστική: τότε υπήρχε απόσταση δομών-δικαίου, σήμερα «έλιωσαν» τα όρια, αλλά το «κενό θεμέλιο» μένει.
*
Η λαϊκή επιθυμία του Νόμου.
Παρά την υπερ-ιδεολογικοποίηση, οι «εξαφανισμένες» εργαζόμενες μάζες τρέφουν βαθιά περιφρόνηση για τα θεάματα και αναζητούν Νόμο.
Όχι κρατικό καταναγκασμό, αλλά ακλόνητο κανόνα αξιοπρεπούς συμβίωσης.
Αυτή η επιθυμία είναι συγκλονιστική, και όποιος την χάνει, χάνει τον άνθρωπο ως πολιτικό-κοινωνικό Είναι.
*
Μεταβατικότητα χωρίς κενό: δίκαιο, νόμος, επανάσταση.
Δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί «δικαιοσύνη πέραν του νόμου» σε κενά μεταξύ εκδοχών του, στις μεταβάσεις υπάρχει ήδη νέος νόμος.
Ο νόμος είναι πάντα θετός (έστω άγραφος).
Ακόμη κι όταν αναιρείται ένας νόμος, αυτό γίνεται από άλλον νόμο.
Επομένως, αν υπάρχει «δίκαιο-ως-μη-νόμος», θα βρεθεί εντός του νόμου, ως ταυτοχρόνως αναιρετική και εκπληρωτική στιγμή του - στα όρια («ένα-ελάχιστο-εντός/εκτός»).
Η επαναστατική βία, όταν τίθεται, τίθεται ως νόμος.
Η δημοκρατική-εργατική επανάσταση δεν αναστέλλει τον νόμο: τον ιδρύει εκ νέου, ακλόνητο και ενίοτε φοβερό.
Η λαϊκή συνείδηση επιθυμεί κανόνα, όχι αντι-νομικό μηδενισμό.
Κριτική των αντινομισμών και του σμιτιανού ορίζοντα.
Η διάζευξη «δίκιο» εναντίον «νόμου» καταλήγει σε αδιέξοδο αλληλοκατοπτρισμό: καταπίεση/μηδένωση και αυτονομημένες αξίες.
Η αποκόλληση του δίκιου από τον νόμο βαθαίνει τον εφιάλτη.
Χρειάζεται προσγείωση στο νομικο-δικαιικό σημείο, χωρίς ρεφορμισμό αλλά και χωρίς φαντασιωτικές υπερβάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αναδειχθεί η βαθιά -και συχνά αποσιωπημένη- συγγένεια των νεοαριστερισμών με τον Κ. Σμιτ: όχι απλώς επιρροή, αλλά παράδοξη συγ-γέννηση.
Ο σμιτιανός «νόμος της απόφασης» δηλητηριάζει τον Νόμο, ακόμη κι όταν φαίνεται να τον ανυψώνει.
Η κριτική εδώ δεν είναι φιλελεύθερη ασφάλεια αλλά προϋπόθεση μη-επιστροφής στην απόφαση.
*
Ο Νόμος/Δίκαιο ως υπαγωγική δημιουργία σωματικότητας.
Ορίζουμε «νόμο» ως αφηρημένο αναγκαστικό κανόνα με ικανότητα υπαγωγής άλλων σωμάτων/σωμάτων-θεσμών.
Η σωματικότητα δεν είναι «φυσικό» δεδομένο αλλά παραγόμενη εντός υπαγωγών, ο νόμος παράγει σωματικότητα και, ως αφαίρεση, υπάγεται κι αυτός στην ίδια του την αφαίρεση.
Εξ ου και η ιστορική εμπλοκή του με τις κυριαρχίες.
Κι όμως, ο νόμος εργάζεται και αντίστροφα.
Υψώνει την ύπαρξη στην αφαίρεση, εισάγει το Απόλυτο του καθήκοντος και θεμελιώνει την δημοκρατική αυτονομία ως ελευθερία υπαγωγικής ενέργειας πάνω στα πράγματα αφού μάθουμε την αυτο-κάμψη στον κανόνα.
Έτσι ο νόμος, διαχεόμενος κοινωνικά, μπορεί να λειτουργήσει ως «φυσικός» καταργών του κράτους - όχι με άρση της κανονιστικότητας, αλλά με εκ-κρατικοποίηση της κανονιστικότητας.
*
Η καταγωγή της δικαιοσύνης.
Φάντασμα επί ερειπίων.
Η δικαιοσύνη αναδύεται ως αυτόνομη αξία όταν καταστρέφεται η αταξική ελευθεριακή ισο-σύνη των πρωτοκοινοτήτων.
Γεννιέται πάνω σε ερείπια και γι’ αυτό φέρει μηδενωτική μήτρα.
Ο «ιστός» του δικαίου/νόμου καθοδηγείται συχνά από ιερατείο/ολιγαρχία.
Παγιδεύει τα θύματα, τα κάνει συνδημιουργούς του κώδικά του, επιστρέφοντας την κραυγή τους ως μέρος του ιστού.
Η εικόνα είναι ζοφερή, αλλά ακριβής, το δίκαιο είναι κάτοπτρο θυμάτων και θυτών.
Η αποκοπή του από τον νόμο δεν λύνει τον κόμπο, τον σφίγγει.
*
Η αξιωματική μας θέση για την δημιουργία/υπαγωγή.
(Συμπυκνωμένα, χωρίς λίστα, ως ενιαίο αξίωμα)
Οι κοινωνικές υπαγωγικές μορφές προ-παράγουν τα στοιχεία τους: δεν συναθροίζουν προϋπάρχοντα υλικά, αλλά δημιουργούν τις ίδιες τις αφαιρέσεις που υπάγουν.
Το ισχύει και για νόμο/δίκαιο.
Η πρωταρχική ιδρυτική δημιουργική πράξη (ανθρωπική) δεν είναι κυριαρχία, δύναται όμως να ιδρύει κυριαρχικές μορφές.
Οι κυριαρχικές υπαγωγές μπορεί να εμπεριέχουν δημιουργικότητα, αλλά ουδέποτε την ιδρυτική θεμελίωση, αυτή παραμένει «καλά φυλαγμένη».
Από εδώ έπεται: το «ιδρύειν» είναι ριζικά ξένο προς την σωματικότητα, όσο κι αν δύναται να την υπερβατολογεί.
Όταν η ιδρυτική δύναμη δημιουργεί δικαιοσύνη, δεν υποδέχεται «σώματα», αλλά αντιπροσώπους που ήδη τα έχουν απολέσει.
Η δημιουργία του δικαίου βλέπει την κόλαση αλλά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν, και η ενοχοποίηση του ίδιου του ιδρύειν είναι ακόμη πιο άδικη από την (εν μέρει δικαιολογημένη) ενοχοποίηση των κολασμένων μορφών του νόμου/δικαίου.
*
Πολιτική συνέπεια: ο εργατικός Νόμος ως δυνητικός-ενεργός.
Το δυνητικό δημοκρατικό δίκαιο της επαναστατικής εργατικής τάξης είναι νόμος - όχι κενό μεταξύ αστικού και εργατικού.
Είναι δυνητικό-ενεργό, αρχή που ήδη δρα ως κανόνας.
Η δημοκρατική επανάσταση, ως επαναστατική δημοκρατία του προλεταριάτου, είναι Νόμος που, για να υπάρξει, χρησιμοποιεί την αναγκαία βία:
συντρίβει τους εμπρόσωπους ταξικούς φορείς του καπιταλιστικού νόμου, και συντρίβει τον ίδιο τον καπιταλιστικό νόμο ως απρόσωπη μορφή σχέσεων.
Στην ίδια κίνηση, αποδομεί τους νεοαριστερισμούς/νεοαναρχισμούς αποκαλύπτοντας την σμιτιανή τους μήτρα.
Ο Νόμος του λαού είναι το Δίκαιο του λαού με θεσμό, όχι αναγνώριση χωρίς κανόνα.
*
Κατακλείδα.
Η ευθύνη του Λόγου και του Νόμου.
Ο Λόγος του Νόμου/Δικαίου, ως σημείο ένωσης ιδρυτικής δημιουργίας και κυριαρχικών μορφών, βρίσκεται σε διακινδύνευση.
Η ρεαλιστική-κυνική ανταρσία κατά του ίδιου του ιδρύειν (μέσω δήθεν «αντι-νομισμού») απλώς επιταχύνει την κυριαρχία χωρίς καν συστολή απέναντι στην αξία του δικαίου.
Η άρση αυτής της εξέγερσης δεν γίνεται με ηθικολογία αλλά με κάθοδο της δικαιοσύνης στον τόπο των υποστάσεων: ίδρυση κανόνα που λαμβάνει πάνω του την κρίση.
Η εργατική τάξη δεν είναι ξένη προς αυτή την δυναμική.
Τουναντίον.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
*
 

Beyond Potentiality: Law, Right, Labor, and the Double Trial

1) Prologue: The dark face of potentiality

When I now think potentiality and contingency, I sink into the sadness of their dark face, for it has been imposed on me by the “tribunal” of capitalism as well as by the inverted “tribunal” of today’s infuriated anti-capitalists. The dark straightforwardness of the capitalist trial is woven together with its truly opposing dark inversion, to co-constitute the darkest prison in the world.

Within this sadness, it is not only the threat-potentials embedded in the binding of corporeality and of what we might call the subjectivity of a humble waged subject—threats from the capitalist, the state bully, hunger, and the civil law as the possibility even of literal imprisonment—that are at work. 
There are also the new superegoic summons and degrading threats of a new Left that has deified the unconscious, absolute freedom, and the homicidal; it drags along whatever lumpen element happens to fit its new purity and sanctity.

2) The worker’s “double trial”

I do not symmetrize, identify, or assimilate realities with different force-charges and axiological contents. I speak instead of a potentiality in the world proper to itself—beyond these charges—namely the naked world of equality of criteria of judgment within a theoretically conceived pure potentiality which is today the only existing subjective intellectual potentiality. Not because thought “says so,” but because it is grounded in the capitalist Real: the mere-potentiality of subjectivity as labor-power. 
This pure potential, whether theoretical or inverted as fetish, is not primarily desiderative but juridical or juridico-formed [keep this].
Thus I am already equalized in judgment by all representatives of this potentiality. I am judged either for “having done what I shouldn’t,” in the eyes of civil law—as a suspicious worker to the “naturally” paranoid state-bourgeois—or for “not having done what I shouldn’t,” that is, for not activating civil law against myself—as a suspicious “petit-bourgeois” to the “naturally” parano-schizoid neo-leftists. 
It is, par excellence, a clash of phallic signifiers at full erection; and the fact that one side “has more right,” being “on our side” (always intra-familially), by the general criteria of the hyper-revolutionaries “who cross the line,” renders our sadness more symmetrical and carceral, since the pursuit of absolute non-symmetry within the terrain of juridical potentiality—now the absolute capitalist ontic/ontological and juridical law of Being—seals absolute symmetry.

3) The engineered revelation of injustice as confirmation of abstraction

If the injustice of Law were not artificially provoked—if only the flat injustice endured by the “humble” workers existed—Law would stand merely as an asymmetric bourgeois-statist mystification. But under late “metropolitan” abstraction, the dramaturgy of revealing Law as unjust, by ingenious unlawfuls who exhibit its void, confirms symmetry and abstraction: it re-casts the subject, especially the worker, back into the place of potentiality under harsher ontic/ontological conditions, where one is judged doubly, by the guardians of abstraction and by its adversaries, as a non-acting, non-transgressing element.

4) Patriarchal anti-patriarchalism and the superego

The “intimates” indict with a patriarchal anti-patriarchalism. The “ought” their own praxis commands—magical and absolute self-determination—issues a stronger call than internalized civil law. 

The guilt emitted by the bare condition of abstract wage-labor, continuously radiated by structurally “positive” state-bourgeois threats, is enriched by the guilt of non-action according to inverted bourgeois-statist models of anarchy or, in Greek conditions, of a prison-bound, prison-loving, militaristic (and notably failed-militaristic) anti-Semitic/anti-Zionist neo-Stalinism of the Middle East. Good luck disentangling yourselves; you do not have my blessing.


5) Methodological turn: from desire/production to right/law

Research into the form of empty subjectivity/potentiality can be done, abstractly yet concretely, when we speak of production, labor, and their forms. But when we rise to the field of “Right” and “Law,” inquiry appears nearly unworkable. The nullification of labor—mediated by the mass existence of labor-power as finance-commodity and “free” wage-labor—has historically produced an autonomous theoretical and axiological site that absorbs every real asymmetry into a supreme abstraction. 
Living labor is encircled by a two-formed juridical totalitarianism: by official state carriers “to the right,” and by neo-juridical neo-leftism “to the left.” Unlike older state-legalisms (left distributivist, right, even fascist), the distance between socio-economic structures and juridical abstractions has melted; the “empty” foundation persists.

6) The people’s desire for Law

Amid spectacles, the “disappeared,” now silent masses hold a deep contempt and seek Law—not statist caprice but an unshakable rule of dignified coexistence. This desire is decisive. Lose it and you lose the human in his deepest political-social being.


7) No vacuum between laws: revolution as law

We cannot found a justice “beyond law” on the alleged void between legal regimes. 
In transitions, a new law already exists, if only virtually. Law is always positum, even when unwritten; every abrogation is effected by another law. If a non-law justice exists, it is found within law as a simultaneous negating and fulfilling moment, at the thresholds—“an ε-inside” and “an ε-outside.” Even revolutionary violence, where it applies, does so as law—indeed as the law of a properly hierarchical, constraining, revolutionary democratic (socialist) state. What matters is to posit the new law such that the old bourgeois law appears as incomplete or alienated law—and to establish, through democratic revolution, a fuller, steadier, perhaps more fearsome law than ever. The need for binding rule will not vanish.

8) Against anti-nomism; on Schmitt’s subterranean parentage

The post-Marxist disjunction of “right” versus “law” reproduces the sterile mirror of oppression/voiding and autonomous values. Severing right from law deepens nightmare. One must ground the problem at the juridico-legal point—without bourgeois legalism, and without anarchoid fantasies of absolute supersession. Here it becomes urgent to expose the deep relation of neo-leftisms to Carl Schmitt: not mere influence, but a paradoxical co-parentage. Schmitt’s decisionism, even in its “third” phase, poisons Law by the sovereign exception; it does not redeem it.


9) Law/Right as subsumptive creation of corporeality

Let “law” be an abstract compulsory rule with subsumptive power over other bodies, including juridical bodies. Corporeality is not a pre-given Nature but a produced abstraction within subsumptions; Law produces corporeality and, as abstraction, submits to its own abstraction. Hence Law’s historical entanglement with dominations. Yet Law also works inversely: it elevates existence into abstraction, introduces the Absolute of duty, and grounds democratic autonomy as a freedom of subsumptive energy upon things after we learn self-bending to the rule. Diffused socially, Law can act as a quasi-“natural” abolisher of the state—by de-statizing normativity rather than abolishing normativity itself.


10) The origin of justice: a specter over ruins

Justice becomes an autonomous value precisely when the libertarian iso-being of primordial, classless, stateless communities is destroyed. It is born upon ruins and thus bears a nihilating matrix. The web of Right/Law is often spun by priestly-oligarchic intelligentsia; it traps victims and makes them co-creators of its code, returning their wail to them as part of the web. Justice is a mirror of victims and perpetrators. Tearing it from Law does not loosen the knot; it tightens it.


11) Axiomatic thesis on creation/subsumption

Subsumptive social forms pre-produce their elements: they do not merely gather pre-existing materials; they create the very abstractions they subsume. This holds for law/right as well. 

The primordial founding creative act (human) is not domination; yet it can found dominative forms. Such forms may contain creativity but never the foundational power: that remains “well-guarded.” Hence the founding is radically foreign to corporeality, even if it can transcendentalize it. When founding creativity creates justice, it does not admit bodies but proxies that have already lost them. Founding sees the inferno yet is not identical with it; to indict the founding itself is still more unjust than to indict the (partly justly indictable) infernal forms of law/right.


12) Political consequence: the worker’s Law as potential-active

The democratic right of the revolutionary working class is Law—not a void between bourgeois and workerly norms. It is potential-active, a rule already at work. Democratic revolution—the working-class revolutionary democracy—is Law that must, to exist, employ necessary force: to crush the personal class carriers of the capitalist law and to smash the capitalist law itself as the impersonal form of relations. In the same motion it dismantles neo-leftisms and neo-anarchisms by exposing their Schmittian matrix. The People’s Law is the People’s Right with institution, not recognition without rule.

13) Coda: the responsibility of Logos and Law

The Logos of Law/Right, as the joint of founding creativity and dominative forms, stands in historical jeopardy. A cynical “insurrection” against founding itself, via anti-nomism, merely hastens domination without even the scruple of value. The Aufhebung of this nihilist revolt does not come from moralism but from the descent of justice into the realm of appearances: instituting a rule that takes the crisis upon itself.

 

Ioannis Tzanakos 

 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Ακόμα κι αν η Παλαιστίνη δημιουργήθηκε αντανακλαστικά από την Βία τού σιωνισμού είναι Έθνος. Ελευθερία στο Έθνος των Παλαιστινίων Τώρα! Le Trio Joubran at the Olympia - Dabke.

Ριζοσπαστική Δημοκρατία Χωρίς Κράτος, ή, η Ριζοσπαστική Δημοκρατία (που αρχικά θα είναι και Εργατική Δικτατορία) να υποτάσσει το Κράτος. Θεωρητικό και ημι-αυτοβιογραφικό κείμενο

Κάπου στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας, είδα σε έναν τοίχο κοντά στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, ένα αναρχικό σύνθημα που σήμανε μια μεταστροφή στο κοινωνικό κίνημα στη χώρα που ζούμε, ίσως και αλλού όπου υπήρχε αντίστοιχο ισχυρό μαζικό κίνημα:
«Ούτε Φασισμός. Ούτε Δημοκρατία. Κάτω ο Κρατισμός. Ζήτω η Αναρχία».
Θεώρησα τότε ότι αυτό το σύνθημα είναι από τα πιο εύστοχα και αληθινά του αναρχικού κινήματος, συμπυκνώνει τη δύναμη του αναρχισμού και την ιστορική εμπειρία του από τότε που εμφανίστηκε στην άκρη των δημοκρατικών ριζοσπαστικών και αριστερών κινημάτων μαζί με την ανάδυση του καπιταλισμού.
Δεν γνωρίζω αν γεννήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ή προϋπήρχε, αυτό όμως δεν έχει σημασία, ακόμη κι αν είναι παλιάς κοπής σύνθημα θα μπορούσε να σημαίνει την ειδική θέση και την ιστορική εμπειρία του αναρχισμού, όπως διαπέρασε σαν βέλος τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα και όπως κατέληξε σαν καταστάλαγμα ύστερα από θύελλες καταπίεσης και εξαπάτησης της εργαζόμενης οικουμένης.
Όταν το είδα σκέφτηκα ότι η σκληρή αλήθεια του με αφορά, ένας καθημερινός καταπιεσμένος και εξαπατημένος νέος θα μπορούσε να το ακολουθήσει και να το κάνει βασικό σημείο της δικής του θεωρητικής αναφοράς.
Στάθηκα ώρα μπροστά του και βυθίστηκα σε σκέψεις που κράτησαν μέρες.
Το πόρισμα ήταν απλό και δύσκολο:
Είναι λάθος.
Δεν το σκέφτηκα επειδή διαφωνούσα ριζικά με τη στόχευσή του, το αντίθετο, μου φάνηκε ότι εξέφραζε μια ακόμη αδιέξοδη ανασύνθεση ήδη υπαρχόντων μαρξιστικών ή μαρξιστικοφανών αδιεξόδων.
Είχε ήδη γίνει κατανοητό ότι ο Μαρξ των μαρξικών κειμένων, και όχι των βοηθητικών εγχειριδίων των μαρξιστών του κκε και των μ-λ, ήταν πολύ κοντά σε αυτό που έλεγε το σύνθημα, ειδικά μετά την Κομμούνα στο Παρίσι το 1871.
Ο πραγματικός Μαρξ σύμφωνα με τα σημερινά κριτήρια πολλών μαρξιστών θα θεωρούνταν μάλλον αναρχοκομμουνιστής και αριστεριστής, και θα είχε διαγραφεί από το κόμμα.
Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκομαι ήδη εκεί, ή τουλάχιστον στο ναρ και την ανταρσύα, ιδίως μετά τη ριζοσπαστικοποίησή τους προς το τέλος της χιλιετηρίδας.
Το ζήτημα της σύγκρουσης με το κράτος και τον τότε θεωρούμενο κρατικό καπιταλισμό των σοσιαλιστικών καθεστώτων με απασχολούσε από τα δεκάξι μου, την περίοδο 1984 με 1990.
Κάτι όμως με σταματούσε.
Δεν κατέληγα στον αριστερισμό και τον αναρχοκομμουνισμό. Αυτό το κάτι που υπήρχε από τότε είναι τελικά και το κεντρικό επιχείρημα του κειμένου αυτού που διαβάζετε τώρα.
*
Στη σκέψη όλων, φιλοσοβιετικών και αντισοβιετικών, σοσιαλιστών, κομμουνιστών, αναρχικών, λαϊκιστών, με τη γενική έννοια μη δεξιών, απουσίαζαν έννοιες και παραστάσεις για το πολιτικό φαινόμενο και για την ενεργητική, δημιουργική λειτουργία του στη δόμηση του ολικού κοινωνικού φαινομένου.
Το πολιτικό στοιχείο και η αποξένωση μας από αυτό, όχι η αλλοτρίωσή μας επειδή εντασσόμαστε σε αυτό, αλλά η πρωταρχική αποξένωση που παράγει την ίδια την κοινωνική δομή ως ταξική, εκμεταλλευτική, καταπιεστική δομή, αναπαράγεται από το ριζοσπαστικό κίνημα ως αντεστραμμένη έλλειψη.
Για αυτό η αντίθεση στην ταξική και κρατική αλλοτρίωση καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα.
Σε νέα ταξική και κρατική αλλοτρίωση.
Οι καταπιεσμένοι δεν φτάνουν να οικειοποιηθούν την πολιτική κατάσταση, δεν μπορούν να παράγουν πολιτική, δεν μπορούν να διευθύνουν την ολότητα της κοινωνίας, άρα συνεχίζουν να βλέπουν την πολιτική από κάτω, και η πολιτική τους θέτει ξανά κάτω.
Η αριστερά, η αναρχία, ο λαϊκισμός, ο κομμουνισμός, ο αντικαπιταλισμός, πάσχουν από βαθιά αντιπολιτική οντολογία όταν αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση, παρότι προέρχονται από νεωτερική δημοκρατική και αστική ριζοσπαστική παράδοση και εκδηλώνονται ως φρενιτιώδης πολιτική δράση που σπάει τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού.
Στον αγώνα για το δίκιο, έχει ξεχαστεί ότι αυτό που παράγει το δίκιο και το μεταμορφώνει σε ισχύον είναι η πολιτική.
Ναι, αυτά έλεγα και τότε.
Για αυτό θεωρούσα ότι ο μόνος τρόπος για να πάψει η αδικία, να εξαλειφθεί η ταξική εκμετάλλευση, είναι μια μορφή ριζοσπαστικής δημοκρατίας.
Η δημοκρατία είναι και θα παραμείνει η μοναδική μορφή πολιτικής θέσμισης και δράσης που μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα και τις δίκαιες επιδιώξεις των καταπιεσμένων, ή των ανθρώπων που έχουν αποτινάξει την εκμετάλλευση και διευθύνουν τις κοινές υποθέσεις τους στη γειτονιά, στον τόπο, στη χώρα, στην οικουμένη.
Ξέρουμε άλλον τρόπο; Όχι.
Είναι κάθε δημοκρατία κοινωνική ή εργατική;
Όχι.
Μια πραγματική κοινωνική και εργατική δημοκρατία είναι δημοκρατία; Είναι.
Η λέξη, η έννοια, το νόημα, της αρχής αυτής είναι αλλοιωμένα; 
Ναι.
Μα αυτό συμβαίνει με όλα τα νοήματα.
Γιατί λοιπόν να τα εγκαταλείψουμε όλα;
Η επιλεκτική απαξίωση της δημοκρατίας, επειδή οι κοινωνικοσημασιολογικές αλλοιώσεις την καθιστούν τάχα φύσει αλλοτριωμένη και μη οικειοποιήσιμη από μια ελευθεριακή ή εργατική κοινωνία, πάντα με ενόχλησε, και στους κομμουνιστές και στους αναρχικούς.
Κρύβει αυτή την αντιπολιτική που λέμε.
*
Η δημοκρατία λένε είναι μορφή κράτους.
Το λένε αναρχικοί και κομμουνιστές, όχι όλοι.
Είναι πάντα; Όχι.
Η ταύτιση πολιτικής και κράτους είναι σοφιστεία.
Μπορεί να υπάρξει δημοκρατία που δεν καθορίζεται από την κρατικότητα.
Γιατί να μην γίνεται αυτό;
Πού είναι τα επιχειρήματα που το αποκλείουν;
Πουθενά.
Ο υποτιθέμενος μόνον κομμουνιστικός ή μόνον λενινιστικός αυταρχισμός δεν είναι ιδίωμα ενός ρεύματος, χαρακτηρίζει όλο το ριζοσπαστικό κίνημα όταν είναι μόνον ριζοσπαστικό.
Συνήθως χρειάζεται συμβιβαστική και ταξικοσυναινετική στάση για να ανακαλυφθεί η κεντρική αξία της δημοκρατίας μέσα στους ίδιους τους λαϊκούς κύκλους.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Μήπως το ίδιο το κίνημα και ο ενδογενής σεκταρισμός του δημιουργούν την ιδεολογική πολιορκία.
Μήπως έχει θεμελιωθεί και σε λανθασμένες προκείμενες ήδη από την εκκίνησή του;
*
Επιστρέφω στο αρχικό σύνθημα.
Υπάρχει δημοκρατία που μπορεί να εννοηθεί και να επιτελεστεί χωρίς να αποκρυσταλλώνεται σε κράτος.
Δημοκρατία χωρίς κράτος.
Ή δημοκρατία με κράτος υποταγμένο και υπαγμένο σε αυτήν, όταν είναι αναπόφευκτο να υπάρχει κράτος.
Συγγνώμη σύντροφοι.
Είμαι αριστερός, δεν είμαι σεκταριστής.
*
Μικρό αυτοβιογραφικό σημείωμα.
Μεγάλωσα σε σπίτι όπου ο πατέρας μου, πρώην βιομηχανικός εργάτης και έπειτα δημόσιος υπάλληλος, ήταν πωρωμένος πασόκος και φιλοσοβιετικός.
Από τα δεκάξι μου επέμενα ότι τα σοσιαλιστικά καθεστώτα ήταν εκμεταλλευτικά γραφειοκρατικά κρατικοκαπιταλιστικά καθεστώτα.
Οι καυγάδες μας ήταν έντονοι, με απειλές αποβολής από το σπίτι.
Σήμερα αυτό μου φαίνεται αλλόκοτο, τότε όμως έφτιαξε το ένστικτο να αμφισβητώ και τον κρατισμό και τον αντικρατισμό.
Δεν κατέληξα στον αριστερισμό ή στον αναρχοκομμουνισμό, γιατί διαισθανόμουν ότι λείπει η θετική οικειοποίηση της πολιτικής.
Η υπόσχεση δεν είναι να τελειώσουμε την πολιτική, η υπόσχεση είναι να την κοινωνικοποιήσουμε.
*
Για τη σχετικοποίηση της συνεισφοράς του ΡΚΚ.
Αν μιλάμε για το ΡΚΚ ως ιστορικό παράδειγμα, το αντιμετωπίζω ως αντινομικό αλλά ζωντανό και συκοφαντημένο αριστερό εθνιστικό κίνημα.
Δεν είναι υπόδειγμα, δεν είναι πρότυπο για καθολική μίμηση, έχει αντιφάσεις και βαριές ιστορικές δεσμεύσεις.
Ωστόσο αναδεικνύει την επιμονή στο πολιτικό, την ικανότητα να παράγεται συλλογική βούληση και θεσμικό πείραμα μέσα σε εχθρικό περιβάλλον.
Η αξία του είναι ενδεικτική και όχι κανονιστική, δείχνει ότι αριστερή πολιτική μπορεί να διεκδικεί δημοκρατική αυτοδιεύθυνση πέρα από το κράτος ή με κράτος υποταγμένο στη δημοκρατία.
Αυτή η ένδειξη δεν αίρει τις αντινομίες, τις καθιστά ορατές και διαχειρίσιμες.
*
Σημείωση για τη ριζοσπαστική δημοκρατία.
Η ριζοσπαστική δημοκρατία δεν είναι σύνθημα, είναι πρακτική οικειοποίησης των αποφάσεων από όσους υφίστανται τα αποτελέσματά τους.
Δεν είναι αρνητικό καθήκον, δεν είναι μόνο κατά του κράτους, είναι θετική ικανότητα παραγωγής κοινού χρόνου και κοινού νόμου από τα κάτω και από τα μέσα.
Όπου χρειάζεται κράτος, αυτό υπάγεται στη δημοκρατία.
Όπου δεν χρειάζεται, η δημοκρατία στέκει χωρίς αυτό.
Το κριτήριο είναι απλό.
Ποιος αποφασίζει, ποιος ελέγχει, ποιος λογοδοτεί.
Αν η απάντηση είναι οι πολλοί, τότε έχουμε πολιτική.
Αν η απάντηση είναι οι λίγοι, τότε έχουμε κρατικότητα χωρίς πολιτική.
*
Η πολιτική δεν καταργείται, η πολιτική κοινωνικοποιείται.
Η δημοκρατία δεν ταυτίζεται με την κρατικότητα, μπορεί να υπάρξει χωρίς κράτος ή με κράτος υποταγμένο σε αυτήν.
Η αριστερά που θα τολμήσει να το πει και να το πράξει, θα βγει από την αντιπολιτική έλλειψη και θα πάψει να αναπαράγει την αποξένωση. Αυτό είναι το στοίχημα. Και αυτό υπηρετώ.
**
Ιωάννης Τζανάκος

 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

Συνοπτικό Συμπέρασμα.

Συνοπτικό Συμπέρασμα τής προηγούμενης ανάρτησης. 
Εν ολίγοις, μαρξισμός χωρίς «δικτατορία τής εργατικής τάξης» δεν δύναται να υπάρξει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποιος επικαλείται τον μαρξισμό και την δικτατορία τής εργατικής τάξης είναι αυτοδικαίως μαρξιστής.
Εγώ επικαλούμαι και τον μαρξισμό και την δικτατορία τής εργατικής τάξης, εννοώντας την και ως την ταυτόχρονη, αλλά όχι (πλήρως) ταυτόσημη, εκπλήρωση τής δημοκρατίας.

Ιωάννης Τζανάκος