Μια ριζική μετατόπιση:
Η Parole ως το μη οντολογικό πρωταρχικό.
**
Αυτό που προτείνω είναι πιο ριζοσπαστικό από μια απλή «διαλεκτική σύνθεση».
Δεν θέλω να συμβιβάσω langue και parole σε μια κοινή γένεση, αλλά να επαναονομάσω το σύνολο του φαινομένου ως Parole, μέσα στην οποία αναδύονται βαθμοί σταθεροποίησης, πήξης, επανάληψης.
Η κίνηση αυτή μπορεί να οδηγήσει:
Στον Χάιντεγκερ όταν επαναορίζει το Sein ως χρόνο, όχι ως ουσία.
Στον Ντελέζ όταν καθιστά την διαφορά πρωταρχική και την ταυτότητα παράγωγη.
Στον Ντερριντά όταν η écriture (σε διευρυμένη έννοια) προηγείται κάθε λόγου/γραφής διάκρισης.
*
Προς μια νέα ονοματολογία.
Αν η «κοινή ουσία» είναι η Parole τότε χρειαζόμαστε όρους για τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις της:
1.
Parole ως ροή (parole-ρεύμα).
Η ζώσα, ρέουσα, μη-επαναλήψιμη διάρκεια της εκφώνησης.
Το μπερξονικό durée στη γλώσσα.
Η ενικότητα, το ιδιάζον, το συμβάν του λόγου.
-
2.
Parole ως ίζημα.
(parole-στρώμα / parole-κανονικότητα).
Οι επαναλαμβανόμενες μορφές, τα μοτίβα που έχουν καθιζήσει από τη ροή.
Αυτό που παλιά αποκαλούσαμε langue, αλλά τώρα κατανοημένο ως βαθμός πήξης της ίδιας της parole, όχι ως ξεχωριστό επίπεδο.
-
3. Parole ως γραφή (parole-εγγραφή / parole-τεχνολογία).
Η σημειογραφική σταθεροποίηση, το «πάγωμα» της ροής σε επαναληπτά, μεταβιβάσιμα σχήματα.
Όχι «προδοσία» της φωνής, αλλά τεχνολογική έκταση της parole με τους δικούς της κανόνες.
-
4. Parole ως λογική μορφή (parole-τυποποίηση / parole-αλγόριθμος).
Οι υψηλά σταθεροποιημένες, επαναληπτικές, νοητικο-γλωσσικές επιτελέσεις (μαθηματικά, λογική, επιστημονική συλλογιστική).
Όχι «έξω» από τη parole, αλλά parole σε κατάσταση μέγιστης αυστηρότητας και ελάχιστης διακύμανσης.
Η δύναμη αυτής της κίνησης:
Α.
Καταργεί τον δυισμό.
Δεν έχουμε πια δύο οντότητες (δομή vs χρήση), έχουμε ένα συνεχές με κλίσεις: από το ρευστό προς το παγωμένο, από το συμβάν προς τον κανόνα, από τη φωνή προς τον αλγόριθμο.
Β.
Εξηγεί τη σταθερότητα χωρίς υπερβατικό στοιχείο.
Οι δομές δεν «κατεβαίνουν» από ουρανό κάποιας μεταγλώσσας.
Αναδύονται, σταθεροποιούνται, διατηρούνται μέσω επανάληψης, θεσμών, τεχνολογιών (γραφή, εκπαίδευση, κώδικες).
Γ.
Δικαιώνει την αυστηρότητα χωρίς πλατωνισμό.
Τα μαθηματικά δεν είναι «ανακάλυψη» αιώνιων αληθειών, αλλά υψηλά σταθεροποιημένα παιχνίδια λόγου με εξαιρετικά αυστηρούς κανόνες επανάληψης.
Η αυστηρότητα είναι επίτευγμα, όχι αποκάλυψη.
**
Αντιρρήσεις που παραμένουν.
1.
Το πρόβλημα της πρώτης επανάληψης.
Για να επαναληφθεί κάτι, πρέπει να αναγνωριστεί ως το ίδιο.
Αλλά πώς; Χρειάζεται κάποια προϋπάρχουσα (έστω ελάχιστη) δομή αναγνώρισης.
Η Parole δεν μπορεί να είναι απόλυτα πρωταρχική -κουβαλά μαζί της την ικανότητα για μοτίβο.
2.
Η βιολογική γλωσσική ικανότητα.
Η γλωσσική δυνατότητα του ανθρώπου (π.χ. η αναδρομικότητα της σύνταξης) φαίνεται να έχει βιολογικά θεμέλια.
Υπάρχει μια langue της φύσης (η γλωσσική δυνατότητα ως οργανική δομή) που προηγείται κάθε ιστορικής parole; Ερώτημα.
3.
Η μετα-αναστοχαστικότητα (περί) τής γλώσσας.
Όταν μιλάμε για τη γλώσσα (μετα-γλωσσολογία), χρειαζόμαστε έναν τρόπο να ξεχωρίσουμε αντικείμενο-γλώσσα από μετα-γλώσσα.
Αν όλα είναι Parole, πώς το διακρίνουμε αυτό;
Μια πιθανή απάντηση:
Η Parole ως πολλαπλά στρώματα.
Δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουμε κάθε διάκριση.
Μπορούμε να πούμε:
Όλα είναι Parole, αλλά η Parole στρωματοποιείται.
Υπάρχει η parole-συμβάν (η μοναδική εκφώνηση).
Υπάρχει η parole-συνήθεια (το επαναλαμβανόμενο μοτίβο).
Υπάρχει η parole-θεσμός (οι κανόνες που επιβάλλονται).
Υπάρχει η parole-τεχνολογία (η γραφή, ο κώδικας).
Υπάρχει η parole-λογική (ο τυποποιημένος συλλογισμός).
Αυτό που η παράδοση αποκαλούσε langue δεν εξαφανίζεται - επανατοποθετείται ως "βαθμοί πήξης και θεσμοποίησης της parole".
*
Η πρότασή μου για μια ονοματολογία με την Parole ως κοινή ουσία είναι φιλοσοφικά νόμιμη, θαρρώ.
Απαιτεί όμως:
Λεπτομερή χαρτογράφηση των εσωτερικών βαθμίδων/στρωμάτων της Parole.
Εξήγηση της αναγνώρισης (πώς ξέρουμε ότι επαναλαμβάνουμε το ίδιο).
Θεωρία της καινοτομίας (πώς προκύπτει το νέο μέσα από επανάληψη).
Δικαιολόγηση της νόρμας της λογικής (γιατί μια απόδειξη είναι ορθή, όχι απλώς αποδεκτή).
Αν αυτά απαντηθούν, έχουμε μια γνήσια parole-centered οντολογία της γλώσσας - ένα είδος γλωσσικού υλισμού που δεν αρνείται τη δομή, αλλά τη θεωρεί αναδυόμενη ιδιότητα της ζώσας επιτέλεσης.
**
Σκέψεις για την ανθρώπινη γλώσσα υπό το πρίσμα τού νέου φιλοσοφικού Υλισμού.
*
Πρόλογος.
Σε παλαιότερη δημοσίευσή μας ισχυριστήκαμε ότι η διάκριση discours και parole δεν προϋπάρχει ως θεμέλιο, ούτε η γλώσσα «κάθεται» εκ των υστέρων πάνω σε αυτόνομη σημαίνουσα άρθρωση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι απλώς parole ως θόρυβος, σημαίνει ότι ό,τι ονομάζουμε δομή ή discours αναδύεται από τη ζώσα επιτέλεση του λόγου και σταθεροποιείται μέσα από επαναλήψεις, θεσμούς, σημειογραφίες.
Δεν προτείνουμε απάρνηση της γραφής ή της επιστήμης. Προτείνουμε άρση της ιεροποίησης του γραπτού λόγου και των μεταγλωσσικών «θεραπειών» που σκίασαν το πρωτείο της φωνής και της εκφώνησης.
Ο επιστημονικός λόγος και ο μαθηματικός λογισμός δεν αιωρούνται σε καθαρό ουρανό μεταγλώσσας.
Είναι πρωτίστως μορφές επαναληπτικής νοητικής και νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης που εγγράφονται και σταθεροποιούνται ως κείμενα.
*
Τι απομένει από τη γλωσσολογική στροφή.
Ο πρώιμος μεταγλωσσικός ενθουσιασμός (Ράσσελ, Κάρναπ) θέλησε να «θεραπεύσει» την πολυσημία με καθαρή λογική μεταγλώσσα.
Ο ύστερος Βιτγκενστάιν θυμίζει ότι η γλώσσα είναι χρήση, πλέγμα παιχνιδιών λόγου και μορφών ζωής (Wittgenstein, Philosophical Investigations, 1953).
Από άλλη πλευρά, ο Χάιντεγκερ απορρόφησε δημιουργικά τη στροφή και επανόπλισε την οντολογία μέσω της γλώσσας (Heidegger, Unterwegs zur Sprache, 1959).
Ο δομισμός ανέδειξε κανονικότητες, αλλά στο σημείο της επιτέλεσης, εκεί όπου παράγεται η κανονικότητα, συναντά τα όριά του (Benveniste, Προβλήματα Γενικής Γλωσσολογίας, 1966, Austin, How to Do Things with Words, 1962).
*
Θέση.
Δεν υπάρχει προϋπάρχουσα «δομή» που θεμελιώνει την parole. Υπάρχει parole που καθιζάνει σε discours, και γραφή που σταθεροποιεί την επιτέλεση, δεν τη θεμελιώνει.
*
Λόγος ως φωνή και ως επανάληψη.
Ο λόγος είναι ζώσα επιτέλεση, άκουσμα, ρυθμός, προσφώνηση, απεύθυνση.
Οργανώνεται σε υποσυστήματα και υψηλές συνθετότητες, αλλά παραμένει φωνή που επαναλαμβάνει.
Η γραφή ή σημειογραφία είναι πρόθεμα, ενισχύει μνήμη, μεταβίβαση, έλεγχο και αναπαραγωγιμότητα, χωρίς να αντικαθιστά την πρωταρχική σκηνή της εκφώνησης.
*
Το σημείο, ξενότητα και θεμελίωση.
Το σημείο, φώνημα ή γράφημα, με την ισχνή του υλικότητα, είναι ένα Ξένον.
Αναστέλλει την αμεσότητα.
Κι όμως, αυτή η ξενότητα θεμελιώνει την κοσμικότητα, μας επιτρέπει να βλέπουμε τον κόσμο ως όλον.
Τα κύρια ονόματα το δείχνουν.
Δεν περιγράφουν ιδιότητες, ατομικοποιούν εκτός περιγραφής, θεσμίζουν ταυτότητες και σχέσεις, ενώ συγχρόνως ξενίζουν.
Από αυτό το διττό, αλλοτρίωση και θεμελίωση, τρέφονται οι οντοθεολογικές υποστάσεις.
*
Parole-first επιστήμη, λογική και μαθηματικά.
Εδώ διορθώνουμε ρητά την παρεξήγηση.
Δεν αντιπαραβάλλουμε επιτέλεση και λογική.
Λέμε ότι η ίδια η λογική μορφή και ο μαθηματικός τύπος είναι μορφές επαναληπτικής επιτέλεσης.
Νοητικής επιτέλεσης, δηλαδή εσωτερικές πράξεις διάκρισης, σύλληψης, αναγνώρισης μοτίβων, επαναφοράς κανόνων. Ρυθμικά, επαναληπτικά σχήματα σκέψης που εκπαιδεύονται με την άσκηση.
Νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης, δηλαδή εκφώνηση ορισμών και λημμάτων, χρήση δεικτών όπως «έστω», «άρα», «διότι», μεταβάσεις από υπόθεση σε συμπέρασμα, επαναλαμβανόμενες κινήσεις επιχειρηματολογίας.
Το κείμενο, ο τύπος, η απόδειξη, το αξίωμα, είναι το ίχνος αυτών των επιτελέσεων.
Η αυστηρότητα δεν χάνεται, ορίζεται ως σταθερό αποτέλεσμα επαναληπτικής επιτέλεσης.
*
Δύο καθαρά παραδείγματα.
Α. Απόδειξη ως επαναληπτική επιτέλεση
Μια απόδειξη δεν είναι μόνο γραμμή συμβόλων.
Είναι επαναλαμβανόμενη ακολουθία νοητικών κινήσεων, όπως αφαίρεση, εξειδίκευση, αναγωγή σε άτοπο, και γλωσσικών πράξεων όπως «έστω», «τότε», «επομένως».
Η πειστικότητα δεν προκύπτει επειδή υπάρχει το κείμενο, αλλά επειδή το μοτίβο αυτών των κινήσεων και πράξεων έχει σταθεροποιηθεί στην κοινότητα ως ορθή επανάληψη.
Το γραπτό παγιώνει την ακολουθία.
Η λογική μορφή είναι η ίδια η επανάληψη.
-
Β. Ο μαθηματικός τύπος ως επιτέλεση
Ο τύπος ∀ε>0∃δ>0: … δεν είναι ουδέτερη εικόνα.
Είναι σύντομος δείκτης πράξης.
Προκαλεί έναν κύκλο επαναλαμβανόμενων ελέγχων και διακρίσεων.
Η σημειογραφία συμπυκνώνει κανόνες επανάληψης.
Όταν κατανοούμε τον τύπο, σημαίνει ότι κατέχουμε τη διαδικασία, το επαναληπτικό του παίξιμο.
*
Το νέο ντελεζιανό και μπερξονικό διακύβευμα τού (φιλοσοφικού) Υλισμού.
Κρατούμε το μπερξονικό durée: ποιοτική συνέχεια όπου το παρόν εμφορείται από παρελθόν και εκβάλλει σε μέλλον, όχι ως στοίχιση στιγμών αλλά ως εμμένεια ροής (Bergson).
Στον Ντελέζ οι συνθέσεις του χρόνου, συνήθεια και παρόν, μνήμη και καθαρό παρελθόν, γεγονός και μέλλον, δείχνουν ότι δεν υπάρχει μηχανή μεταγλώσσας έξω από τη ροή, υπάρχει διαφορά εντός της ροής (Deleuze).
Με αυτό το βλέμμα, η parole δεν είναι στιγμιαίο συμβάν απέναντι στη μόνιμη δομή, αλλά ο τόπος όπου η διάρκεια γίνεται μορφή.
Η επαναληπτικότητα της χρήσης σμιλεύει κανονικότητες, οι κανονικότητες τείνουν να αυτονομούνται, η γραφή επιτελεί την πήξη της ροής.
Κάθε ρήγμα είναι ένταση της διάρκειας, όχι εξωτερικό θαύμα.
*
Ενάντια στους εύκολους αντιμηδενισμούς.
Η ρητορική της παρακμής ζητά επιστροφή σε καθαρές μεταγλώσσες και σταθερές ουσίες.
Αυτό ισοδυναμεί με επανιεροποίηση του γραπτού και διακοπή της έρευνας.
Προτιμότερο είναι να παρακολουθούμε πώς οι χρήσεις γεννούν κανονικότητες και πώς οι κανονικότητες παραμένουν ιζήματα επιτέλεσης.
*
Πέντε προτάσεις.
Η διάκριση discours και parole δεν προϋπάρχει, αναδύεται από τη χρήση.
Η γραφή σταθεροποιεί, δεν θεμελιώνει.
Το σημείο είναι διπλό, «αποξενώνει» και θεμελιώνει.
Η λογική και οι μαθηματικοί τύποι είναι μορφές επαναληπτικής νοητικής και νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης.
Η αυστηρότητα είναι αποτέλεσμα σταθερής επανάληψης.
*
Ενδεικτικές παραπομπές.
Wittgenstein, Philosophical Investigations (1953)
Russell, Introduction to Mathematical Philosophy (1919)
Carnap, Der logische Aufbau der Welt (1928)
Heidegger, Unterwegs zur Sprache (1959)
Benveniste, Προβλήματα Γενικής Γλωσσολογίας (1966)
Austin, How to Do Things with Words (1962)
Bergson, Essai sur les données immédiates de la conscience (1889), Matière et Mémoire (1896)
Deleuze, Le Bergsonisme (1966), Différence et Répétition (1968)
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου