Η επιφάνεια του συνθήματος.
Το σύνθημα «Όχι στο όνομα μας» εμφανίζεται ως χειρονομία ηθικής αποστασιοποίησης, αποκόπτει τον ομιλητή από μια πράξη (εθνικο-κρατικής) εξουσίας που εξακολουθεί να διενεργείται «στο όνομά του».
Όμως η γλωσσική οικονομία της φράσης προϋποθέτει ήδη μια οντολογία ονόματος, κάπου υπάρχει ένα «όνομα» που εγγυάται, νομιμοποιεί, επιτάσσει.
Στον λακανικό ορίζοντα, αυτό το «όνομα» συμπίπτει με το Όνομα-του-Πατέρα (Nom-du-Père), τον συμβολικό κόμβο που ράβει τον νόμο με τη γλώσσα.
Άρα, το «Όχι στο όνομα μας» δεν είναι απλώς μια ηθική άρνηση, είναι μια συμβολική παραχάραξη του Ονόματος, «Όχι στο Όνομα (του Πατρός) που μας υπογράφει».
*
Η κρυφή πρόταση, «Όχι στο ίδιο καθαυτό το Όνομα».
Κάτω από την επιφάνεια της αντίρρησης, το σύνθημα εκστομίζει μια βαθύτερη άρνηση, «Όχι στο ίδιο το Όνομα που μας δίνει όνομα».
Το υποκείμενο εδώ δεν αποσπάται απλώς από την κρατική πράξη, αρνείται τον ίδιο τον μηχανισμό ονοματοδότησης που το εντάσσει στη συμβολική τάξη.
Πρόκειται για χειρονομία υψηλού κινδύνου, αν αρνηθείς το Όνομα που σε θεμελιώνει, σε ποια γλώσσα μιλάς;
Η λακανική ειρωνεία είναι αμείλικτη, η άρνηση του Ονόματος γίνεται εν ονόματι του ίδιου Ονόματος, δηλαδή εντός του κυκλώματος που επιχειρεί να αποκηρύξει.
Έτσι, το «Όχι στο όνομα μας» τείνει να μετασχηματίζεται σε παράδοξο υπακοής, αρνούμαι, άρα υπογράφω.
*
Το κύκλωμα «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
Η φράση στήνει διπολικό σκηνικό, «εμείς» αφ’ ενός, «το όνομα» (δηλαδή ο Πατήρ/Νόμος) αφ’ ετέρου.
Η υποκειμενικότητα συγκροτείται εν σχέσει προς μια πατρική εστία νομιμοποίησης.
Το «εμείς» αυτοσχεδιάζεται ως κοινότητα της άρνησης, αλλά η άρνηση ορίζει τη συγγένεια, ο Πατέρας παραμένει το κέντρο βάρους.
Λακανικά, το σημαίνον του Πατρός δεν εξαφανίζεται διά της άρνησης, μετατοπίζεται και επανεγγράφεται ως πλαίσιο μέσα στο οποίο η άρνηση αποκτά νόημα.
Γι’ αυτό η χειρονομία συχνά εγκλωβίζεται σε acting-out, μια θορυβώδης δήλωση που ανακυκλώνει το ίδιο δεσμό «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
*
Η βεστφαλιανή υπογραφή του Πολιτικού.
Η φράση λειτουργεί εντός της βεστφαλιανής μορφής, Έθνος, Κράτος, Λαός, με τον Νόμο ως πατρικό Όνομα που εγγυάται εκπροσώπηση «στο όνομα» των υπηκόων.
Το «Όχι στο όνομα μας» εκκινεί μέσα σε αυτό το διάγραμμα, αρνούμαι την εκπροσώπηση που ο Πατέρας αξιώνει πως φέρει για λογαριασμό μου.
Όμως η εν λόγω άρνηση παραμένει εσωτερική στη βεστφαλιανή σκηνή, επειδή αξιοποιεί τα ίδια σημαίνοντα νομιμοποίησης (λαός, κυριαρχία, εντολή, ευθύνη).
Εδώ εδράζεται ο υπαινιγμός μας, η αντίθεση στον Πατέρα-Κυριαρχία αναπαράγει ως υπερκαθορισμό την πίστη ότι ο οικείος Πατέρας είναι ο σπουδαιότερος εχθρός, αξιωματικά προνομιακός στόχος τόσο της υλικής όσο και της συμβολικής πατροκτονίας.
*
Ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» ως αντιστραμμένος υπερκαθορισμός.
Το σύνθημα επιτελεί μια ιεράρχηση, πρώτα αρνούμαστε τον δικό μας Πατέρα (Κράτος, Έθνος, Δυτική Κυριαρχία), έπειτα ή ποτέ τους άλλους Πατέρες (θεοκρατία, ιμπεριαλισμοί «άλλων»).
Αυτός ο κανόνας παράγει αντιστροφή καθολικότητας, η καθολική αρχή δικαιοσύνης μετατρέπεται σε τοπικό ναρκισσισμό της ενοχής.
Το αποτέλεσμα είναι διπλό:
Σημειολογικά, ο Πατέρας του «οίκου μας» γίνεται ο μοναδικός φορέας του Κακού, ενώ οι εκδοχές Πατρός «εκτός» υποτιμώνται ή ρομαντικοποιούνται,
Πρακτικά, η πολιτική στρέφεται σε πατροκτονική εκδραμάτιση, η άρνηση καταλήγει να επιβεβαιώνει το πλαίσιο που μισεί, εφόσον αναγνωρίζει στον οικείο Πατέρα το μονοπώλιο της αξιοσημίας.
*
Το λακανικό υπόστρωμα, Nom-du-Père, désaveu, jouissance.
Το «Όχι στο όνομα μας» ενεργοποιεί τρεις κρίσιμες λακανικές μεταβλητές ψυχικής και εντέλει ιδεολογικής αυτοεμπλοκής.
Τις εξής:
Το Όνομα-του-Πατρός ως κόμβο νομιμοποίησης, όπου η άρνησή του, όταν εκφέρεται «στη γλώσσα του», το επαληθεύει ως αναφορά.
Το désaveu ως αποκήρυξη που γνωρίζει πως αποκηρύσσει χωρίς να οδηγείται σε μια καθολική πράξη άρνησης αυτού που αρνούμαι.
Ξέρω ότι μιλώ εντός του νόμου, διότι αν και τον αρνούμαι μερικά δεν σκοπεύω να τον υπερβώ (δια ενός άλλου), άρα η γνώση, αντί να απελευθερώνει, υποτάσσει.
Την jouissance της ενοχής, όπου απολαμβάνω την ειλικρίνειά μου ως αρνητή, απολαμβάνω τη ρωγμή μου με τον Πατέρα, κι αυτή η απόλαυση υπονομεύει τη μετάβαση από το θέαμα σε πράξη.
*
Γιατί το σύνθημα αναπαράγει τον κύκλο.
Επειδή δηλώνει χωρίς να μεταθέτει τη θέση του υποκειμένου στο Συμβολικό.
Η άρνηση, για να σπάσει τον κύκλο «εμείς-και-ο-Πατέρας μας», οφείλει να μετατραπεί από ηθικό ρήμα σε συντακτική πράξη, να αλλάξει το ποιος μιλά για ποιον και με τι θεσμική/υλική μορφή.
Χωρίς αυτή την μετα-συντακτική χειρονομία, το «Όχι» παραμένει ενδο-πατρικό, μια παραλλαγή της υπακοής, το παιδί που φωνάζει στον Πατέρα για να επιβεβαιώσει ότι ο Πατέρας είναι ακόμη εκεί.
*
Η έξοδος από τον βεστφαλιανό φαύλο κύκλο.
Δεν αρκεί να πούμε «όχι στο όνομα μας».
Χρειάζεται να απο-ονοματοδοτήσουμε το ίδιο το καθεστώς της ονοματοδοσίας, να μετατοπίσουμε την πράξη από την αντιπροσώπευση στην παρουσία.
Τρεις ενδείξεις εξόδου:
Διασύνδεση καθολικότητας, αν το «Όχι» είναι προς τον Πατέρα εν γένει, είναι προς κάθε Πατέρα, κοσμικά και συγκροτημένα (όχι επιλεκτικά).
Αλλαγή εστίας, από την φράση-υπογραφή σε πρακτικές θεσμοποίησης (δικαιώματα, εγγυήσεις, αντι-ιεραρχίες) που δεν δανείζονται τη νομιμοποίησή τους από το Όνομα ή την μάλλον (ψυχαναλυτικά) ύποπτη απάρνηση του.
Συντακτική αναδιάταξη, από το «μιλάμε εξ ονόματός μας» στο «μιλάμε από θέση», θέση που αναλαμβάνει κινδύνους, κόστη, λογοδοσία.
*
Η πολιτική συνέπεια.
Όταν το «Όχι στο όνομα μας» μεταφράζεται ως «Όχι στο Όνομα του Πατρός μας», τότε φωτίζεται η παγίδα, η άρνηση που κρατά τον Πατέρα στο κέντρο ως μεγαλύτερο Κακό, άρα ως μεγαλύτερη απόλαυση της πατροκτονικής μας αυτοεικόνας.
Ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» γίνεται το fetish-Άλλο που μας τρέφει πολιτικά.
Το αποτέλεσμα, συστηματική τύφλωση προς άλλες μορφές Πατέρα (θεοκρατικές, φυλετικές, ταυτοτικές), ακριβώς γιατί συντηρούν την αγνότητα της δικής μας πατροκτονίας.
*
Από το σύνθημα στη διάρρηξη.
Το σύνθημα μπορεί να γίνει πράξη μόνο αν σπάσει τον καθρέφτη του.
Να πάψει να ανακυκλώνει τον κύκλο «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
Να επανατοποθετήσει το Όνομα έξω από το μονοπώλιο του Πατέρα, το δίκαιο να μη θεμελιώνεται σε πατρική υπογραφή, αλλά σε κοσμικές καθολικότητες που ισχύουν παντού ή δεν ισχύουν πουθενά.
Να στραφεί από την πατροκτονία (υλική/συμβολική) στην αποπατριαρχοποίηση των μορφών, θεσμικές, γλωσσικές, οργανωτικές μετατοπίσεις που διαλύουν την ανάγκη του Πατρός αντί να την ανακυκλώνουν.
Τότε το «Όχι στο όνομα μας» παύει να είναι κρυφή ομολογία εξάρτησης από το Όνομα-του-Πατρός και γίνεται κοσμική πράξη λόγου, όχι άρνηση εντός της πατρικής σκηνής, αλλά έξοδος από αυτήν, όχι πατροκτονία, αλλά παύση της ανάγκης για Πατέρα.
*
Συμπλήρωμα.
Ο «βεστφαλιανός» υπερκαθορισμός της νεωτερικότητας.
Η νεωτερικότητα δεν είναι απλώς εποχή ιδεών, είναι καθεστώς θεσμικής, συμβολικής και άμεσα υλικής αντικειμενικότητας.
Η Βεστφαλιανή συνθήκη (ως ιστορική υλικοσυμβολική συμπύκνωση και ως διαρκές πλέγμα πρακτικών) εγκαθιστά τον κανόνα της εσωτερικής ομοιογένειας, έδαφος, λαός, κυριαρχία «κλειδώνονται» σε ένα τριπλό δεσμό που ορίζει το τι λογίζεται ως πολιτικό, τι ως ιδιωτικό, τι ως ξένο.
Έκτοτε, η επιθυμία της κυριαρχίας, η επιθυμία να εμφανίζεται το μέσα ως ενιαίο, δεν είναι απλώς ιδεολογία, αλλά μορφή του πραγματικού, γράφεται σε χάρτες, κτηματολόγια, στρατολογία, σχολεία, μητρώα, σύνορα, διαβατήρια.
Το Όνομα δεν αιωρείται, επιβάλλεται μέσω αντικειμενικών μηχανισμών.
*
Το αποτέλεσμα είναι ένας υπερκαθορισμός (Althusser, Λακάν) που διαπερνά ψυχή, πολιτισμό, πολιτική.
Η ψυχική οικονομία μαθαίνει να επιθυμεί ομοιογένεια (ταυτότητα χωρίς ρωγμή), ο πολιτισμός να την εξιδανικεύει (κανόνας, κανόνας αισθητικού), και η πολιτική να την περιφρουρεί (ασφάλεια, δικαιοδοσία, κανόνας εξαίρεσης).
Έτσι, ο βεστφαλιανός νόμος δεν «καλύπτει» απλώς την κοινωνία, την συντάσσει.
Το υποκείμενο δομείται να αναζητά Πατέρα, όχι μόνον ως συμβολικό σημείο, αλλά ως θεσμικό υπόστρωμα, κράτος-πατέρας, λαός-τέκνο, νόμος-ονομασία.
*
Από εδώ παράγεται και ο κανόνας του «οικείου εσωτερικού εχθρού», για να συντηρηθεί η ομοιογένεια, ο κίνδυνος σημασιοδοτείται εντός (αιρετικός, μειονότητα, ανυπάκουος, «πράκτορας»), ώστε η κυριαρχία να νομιμοποιεί την επιτήρηση, καταστολή ως εγγύηση ενότητας.
Η αντιστροφή που περιγράψαμε, η λατρεία της πατροκτονίας του δικού μας Πατέρα ως υπέρτατης πράξης, δεν σπάζει τον κανόνα, τον εκτελεί από την ανάποδη.
Αναγορεύει τον οικείο κυρίαρχο σε μοναδικό μέτρο του Κακού, υπεραναβαθμίζοντας τον εσωτερικό εχθρό σε κοσμοθεωρητικό απόλυτο.
Έτσι, η βεστφαλιανή θεσμο-δομή επιβιώνει στο ίδιο το σχήμα της αντίστασης, ο Πατέρας, και μάλιστα ο Οικείος Πατέρας, παραμένει το κέντρο βάρους είτε ως σημείο πίστης είτε ως σημείο μίσους.
*
Η αντικειμενική θεσμοποίηση, το «κράτος των πραγμάτων» ως πλέγμα αρχείων, όρων δικαιοδοσίας, κανόνων εκπροσώπησης, παράγει μια αυτοματοποίηση του λόγου (discours du maître) που διαπερνά και τον «αντι-λόγο».
Η ακαδημαϊκή θεωρία, ο ακτιβισμός, η τέχνη, ακόμη και οι μορφές της «ριζοσπαστικής» ζωής, οργανώνονται σε βεντάλια αναγνώρισης, καθεμία ζητά πιστοποίηση ομοιογένειας, ταυτότητας, τρόπου, ύφους, για να είναι ορατή.
Αυτό που συναντά κανείς ως «ελευθερία έκφρασης» είναι συχνά η αντεστραμμένη συμμόρφωση στην ομοιογενή γλώσσα που το καθεστώς μπορεί να διαβάσει.
Η βεστφαλιανή νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν απαγορεύει μόνο, μορφοποιεί και τι θα μετρήσει ως αντίθετος πολιτικός κανόνας περιορίζοντας τον στην αντιστροφική εναντίωση, ώστε με αυτόν τον τρόπο η «αριστερά» ή ο αντικαπιταλιστικός Λόγος εν γένει να παράγονται ως τα αντίστροφα ομοιώματά της.
*
Γι’ αυτό, όταν το σύνθημα «Όχι στο όνομα μας» μένει στο επίπεδο της ηθικής υπογραφής, ανακυκλώνει αθέλητα τον υπερκαθορισμό, μετατρέπει την άρνηση σε τεκμήριο ένταξης στο ίδιο θεσμικό αλφάβητο (λαός, όνομα, αντιπροσώπευση).
Το αντισυμβολικό του χειρονομίας παραδίδεται στην αντικειμενικότητα των μηχανισμών που φιλοξενούν μόνο ό,τι τυποποιείται.
Η εσωτερική ομοιογένεια παραμένει αλώβητη, απλώς μετατοπίζεται από τον λόγο της κυριαρχίας στον λόγο της ενοχής, και τα δύο, μορφές της ίδιας βεστφαλιανής γραμματικής.
*
Κατά συνέπεια, η ρήξη με τη βεστφαλιανή συνθήκη δεν ισοδυναμεί με ρομαντική «αποκήρυξη» του κράτους, αλλά με αποπατριαρχοποίηση των μορφών που το καθιστούν αντικειμενικά αναπαραγώγιμο, σημαίνει συντακτική μετατόπιση από την αντιπροσώπευση στην παρουσία (θεσμίσεις που δεν απαιτούν πατρική ονοματοδοσία για να δεσμεύουν), καθολικότητα χωρίς ομοιογένεια (δικαιώματα και εγγυήσεις με ισχύ ως προς κάθε Πατέρα, όχι μόνο τον «δικό μας»), κατάργηση και της (αριστερής/αναρχικής) αντιστροφικής ιεράρχησης του εχθρού - ώστε ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» να παύσει να είναι το υπερ-σημαίνον που μονοπωλεί την πράξη.
Σε μια πραγματικά Νέα Αριστερά η πράξη θα αρθρώνεται διατοπικά, πραγματικά οικουμενικά, εκεί όπου ο Πατέρας-Κυρίαρχος, ο οποιοσδήποτε Πατέρας-Κυρίαρχος, εξοντώνει σώματα και λόγους.
Μόνον έτσι ο υπερκαθορισμός αίρεται, όταν η ψυχική ανάγκη ομοιογένειας εκτίθεται στη ρωγμή (επιθυμία χωρίς Πατέρα), όταν ο πολιτισμός παύει να αισθητικοποιεί τη συμμόρφωση (ύφος χωρίς ομοιομορφία), και όταν η πολιτική παύει να είναι διαχείριση του «μέσα» μέσω της δαιμονοποίησης του «εντός».
Η έξοδος από τη βεστφαλιανή μορφή δεν είναι πατροκτονία, είναι η παύση της ανάγκης για πατέρα σε επίπεδο θεσμών.
Εκεί, το «Όχι στο όνομα μας» παύει να αναπαράγει την ομοιογένεια αντιστρέφοντάς την και γίνεται πράξη που ακυρώνει τον κανόνα της, αφήνοντας χώρο στο πολιτικό ως συμβάν, όχι ως υπογραφή.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου