Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

3 σημειώσεις για τον σοσιαλισμό ως μη-ουτοπία


1.

Το ότι αποδείχθηκε ιστορικά πως η έννοια του επιστημονικού σοσιαλισμού ήταν μια ιδεολογική φενάκη που επικάλυπτε τη γραφειοκρατική παραμόρφωση ή εκτροπή του σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής θεωρίας δεν σημαίνει πως η κριτική στις ουτοπικές θεωρήσεις και πρακτικές περί σοσιαλισμού πρέπει να σταματήσει, ούτε επίσης σημαίνει πως αυτή η κριτική είναι χρήσιμη, ορθή ή έχουσα προοπτική για τους μισθοσυντήρητους και τους φτωχούς, αν εκκινεί από έναν αστικό, σοσιαλφιλελεύθερο τύπο σοσιαλιστικής θεωρίας και πράξης. 
Η σοσιαλιστική θεωρία και πράξη έχει να περάσει, ειδικά τώρα, από συμπληγάδες πέτρες, ξανά, γιατί πληγώθηκε καίρια στο πρόσφατο παρελθόν, μετά το πλήγμα στο κύρος αλλά και την ίδια την ύπαρξη του σοβιετικού μοντέλου, και συνετρίβη σε δύο νέα, αλλά εξίσου αλλοτριωμένα, αντεργατικά κομμάτια:
Τον νεοαριστερισμό/νεοαναρχισμό και τη νέα αριστερίστικη σοσιαλδημοκρατία.
 

2.

Η ουτοπική στάση και σκέψη διέπει και τα δύο αλλοτριωμένα κομμάτια τής «νέας αριστεράς», αλλά ο ωφελημένος πάντα είναι και θα είναι η αριστερίστικη σοσιαλδημοκρατία.

Η κατάσταση στο κίνημα: «Από πάνω» Σάντερς ή Τσίπρας και «από κάτω» νεοαριστερισμός/νεοαναρχισμός. Η ιδιόμορφη περίπτωση κκε δεν αποτελεί κανόνα στο παγκόσμιο ρεύμα. Η ουτοπία λαμβάνει σήμερα και σκοτεινές αντιδραστικές μορφές που καλύπτονται από την μάχη ενάντια στον εθνοφασισμό και φονταμενταλισμό. Η αντιφασιστική μάχη κρύβει αυτή τη μαυρίλα μέσα στη μαυρίλα του φασίστα εχθρού, και αυτό δεν αίρεται ακόμα και με πολιτικές ή άλλες αποκαλύψεις, διότι αυτές συνήθως γίνονται από την δεξιά ή την δεξιόστροφη ή δεξιά σοσιαλδημοκρατία, οπότε λόγω της αναξιοπιστίας των «κατηγόρων» καταρρίπτονται.

Αν θέλουμε να πιάσουμε τα πράγματα από ένα νήμα, αυτό θαρρώ είναι η ουτοπία και η αθλιότητά της, αρκεί να αποφύγουμε τις κακοτοπιές που υπάρχουν σε αυτή την κριτική εκκίνηση όπως τις ιχνογραφήσαμε στην αρχή. Οι επικριτές της «νέας αριστεράς» συνήθως είναι αναξιόπιστοι ως υποστηρικτές της αστικής εξουσίας που είναι, αν και είναι εύκολο να ολισθήσει κανείς στα επιχειρήματά τους, τα οποία είναι δομημένα και όχι απλώς προπαγανδιστικά. Οι νέοι σοσιαλιστές επαναστάτες πρέπει να αρνηθούν την χείρα βοηθείας των δεξιοσοσιαλδημοκρατών και να τους ξαποστείλουν στην δεξιά και φιλελεύθερη αγκαλιά. Η κριτική στην ουτοπία και τις αντιδραστικότερες πτυχές της μπορεί να ξεκινήσει με έναν κλασικό σοσιαλδημοκρατικό σοσιαλιστικό ή και κομμουνιστικό τρόπο, χωρίς την βοήθεια του «κέντρου»...

 

3.

Η κριτική της υφιστάμενης κατάστασης, ακόμα κι αν ενδύεται τον μανδύα τής αντικαπιταλιστικής κριτικής δεν θέτει με ρεαλιστικούς όρους το ζήτημα τής κατάργησης του συστήματος τής μισθωτής εργασίας και την αντικατάστασή του από ένα σοσιαλιστικό σύστημα όπου το σύστημα των αμοιβών της «ζωντανής» εργασίας θα είναι αποκομμένο από κάθε εξαναγκασμό και βία.

Όταν τίθεται ζήτημα τής υπέρβασης του μισθεξαναγκασμού αυτό γίνεται με ουτοπικούς όρους. Άρα, δεν τίθεται το ζήτημα, έτσι τουλάχιστον το κατανοώ.

Όταν μιλάμε για κατάργηση του συστήματος τής μισθωτής εργασίας δεν μιλάμε για μιαν τυπική και στενή υπέρβαση του όρου του μισθού, δεν μιλάμε δηλαδή για κατάργηση της αμοιβής ή του μισθού εν γένει (έστω άμεσα), αλλά για κατάργηση εκείνου του είδους της αμοιβής που απορρέει από την διευθυντική, ιδιοκτησιακή, αλλά και τεχνική αποξένωση των παραγωγών από τους αντικειμενικούς υλικούς όρους της παραγωγής.

Για να γίνει κατανοητό αυτό είμαστε υποχρεωμένοι τελικά, μάλλον αναγκασμένοι «σημειολογικά», απέναντι στην ουτοπιστική-κοινοτιστική στρέβλωση του προγράμματος κατάργησης του συστήματος τής μισθωτής εργασίας σε πρόγραμμα κατάργησης της αμοιβής ως εν γένει, να προτάξουμε το νέο σύστημα ως σύστημα όπου θα υπάρχει ένας ορθότερος τρόπος μισθιακής κατανομής τού διανεμόμενου μέρους του συνολικού προϊόντος.

Με αυτό τον τρόπο όμως, από την άλλη, η κριτική στην υπεραριστερή κοινοτιστική ουτοπία για μιαν οικονομία χωρίς σύστημα αμοιβών κινδυνεύει να διολισθήσει σε μιαν απολογητική τελικά ενός τροποποιημένου συστήματος της μισθωτής εργασίας. Η πιθανότητα όμως αυτής τής «δεξιάς» διολίσθησης έχει προκύψει από την (νέα) ιδεολογική ηγεμονία του ουτοπισμού-αριστερισμού. Άλλο τώρα, που οι πονηρούληδες (αριστεριστές) νεοσοσιαλδημοκράτες αξιοποιούν αυτή την (νέα) ιδεολογική ηγεμονία των σεκταριστών για να περάσουν τα δικά τους προσαρμοστικά ρεφορμιστικά προγράμματα: Οι αριστεριστές  νεοσοσιαλδημοκράτες (τύπου σύριζα ή και λαέ) χρησιμοποιούν επιτυχώς το ουτοπικό ανέφικτο, ώστε να επιβάλλουν το αστικορεφορμιστικό εφικτό, όπως έκαναν και με τον τροτσκισμό (και το κάνουν ακόμα, χωρίς ντε και καλά να φταίει τούτος), όταν δέχονταν (και δέχονται) πως δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα, άρα αφού δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα καθήστε τώρα και μη μιλάτε, κάνουμε ότι μπορούμε, λένε. Μπορεί ο νεοαριστερισμός-νεοαναρχισμός να κατανοήσει αυτές τις ευθύνες του που απορρέουν από αυτή την έξαλλη ουτοπιστική προπαγάνδα του, μπορεί να κατανοήσει ότι εξυπηρετεί άμεσα το νεοσοσιαλδημοκρατικό του «ταβάνι»;
Όχι.

--------------------------------------------------------- 

Ιωάννης Τζανάκος

 

 

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Ο αντι-σοσιαλδημοκρατικός ψευδο«κομμουνισμός» τού σεκταριστή ηλίθιου, και η κοινωνική ασφάλιση..

 
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος νομικός για να κατανοήσει ότι η αναγκαστικότητα και η καθολικότητα τού Νόμου, δημιουργεί μια κοινωνικοχρονική συνέχεια η οποία δύναται σε σημαντικές «περιπτώσεις» νομικής μορφοποίησης τού κοινωνικού γεγονότος να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους πολίτες μιας κοινωνίας.
Ασχολούμενοι (στις προηγούμενες δημοσιεύσεις μας) με το σημαντικό μοντέρνο κοινωνικό αγαθό τής κοινωνικοασφαλιστικής υγειονομικής-και-συνταξιοδοτικής κάλυψης τής ανθρώπινης ζωής, περιγράψαμε το αναμφισβήτητο γεγονός ότι μόνον μια ισχυρή κρατική εγγύηση ενός κρατικά τεθειμένου Νόμου μπορεί να διασφαλίσει την καθολικότητα τής κοινωνικής ασφάλισης μέσω τής έννομης αναγκαστικής κοινωνικής αποταμίευσης [όταν υπάρχει «χρήμα-εμπόρευμα»] και μέσω της έννομης εγγύησης τής τήρησης των έννομα θεσμοθετημένων παροχών (υγείας και σύνταξης) [ακόμα και όταν φανταζόμαστε ένα πιθανό μη-εγχρήματο μη-εμπορευματικό αταξικό σύστημα].
Δεν μπορούμε να σκεφτούμε καλύτερη και πληρέστερη γενική διασφάλιση τής εγγύησης τής κοινωνικοχρονικής άρα και κοινωνικής συνέχειας που δημιουργείται δια τής κοινωνικής ασφάλισης, από αυτήν που δημιουργείται δια τού κρατικού Νόμου, ούτε υπάρχει κάποια άλλη θεωρητική ή πολιτική προσέγγιση η οποία να ανατρέπει αυτό το δεδομένο.
Είναι δεδομένο βέβαια ότι το ταξικό κράτος τού καπιταλισμού διατηρεί στην φαρέτρα του το όπλο τής αναίρεσης των νόμων, και αυτό το βλέπουμε από τότε που η νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει κυριαρχήσει εντός τού καπιταλισμού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάποια «νομοτέλεια» που καθορίζει την στάση τού καπιταλισμού και τού κράτους του. 
Ανάλογα με τους ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων μπορεί να ξαναϋπάρξει κοινωνικοχρονικά συνεχές και δυνατό ως καθολικό και έννομα αναγκαστικό δημόσιο-κρατικό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό.
Όμως, και αυτή είναι η διαπίστωση στην οποία πρέπει όσοι έχουν επηρεαστεί από τους σεκταριστές να δώσουν σημασία, ακόμα κι αν η ανασύσταση τού κρατικού κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος είναι αδύνατη εντός τού καπιταλισμού, αν υπάρξει ανατροπή τού καπιταλισμού «αυτό» που θα δημιουργηθεί πάλι σαν κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα θα μπορεί να υπάρξει πάλι μόνον μέσω κρατικών έννομων κοινωνικοασφαλιστικών εγγυήσεων-και-καταναγκασμών που θα δίνονται και θα επιβάλλονται από το εργατικό δημοκρατικό κράτος. 
Σε αντίθετη περίπτωση η ανατροπή τού καπιταλισμού θα φέρει κάτι χειρότερο για τους εργαζόμενους και στην κοινωνική ασφάλισή τους, θα φέρει ένα είδος υπερεπαναστατικής «πολ-ποτ-ικής» αυθαιρεσίας και σε αυτό τον «τομέα» τής κοινωνικής ζωής.
Κανένας επαναστατικός «κοινοτικός» αυτοματισμός δεν μπορεί να αντικαταστήσει μια δημοκρατική έννομη κρατική εγγύηση στην κοινωνική ασφάλιση, εφόσον εκτός Νόμου και έννομου καθορισμού αυτών των ζητημάτων δεν υπάρχει τίποτα άλλο από μεταβλητότητα, ασυνέχεια, αυθαιρεσία. 
Είναι η δομική υπόσταση αυτών των συστημάτων κοινωνικής πρακτικής τέτοια που αποκλείει αν είσαι ορθολογικός άνθρωπος κάθε σκέψη «εξω-κρατικού» πειραματισμού.
Οι σεκταριστές αντικαπιταλιστές/αντικρατιστές κατηγορούν με σφοδρότητα τον νεοφιλελευθερισμό και καλά κάνουν, αλλά αυτό που προτείνουν ως δικό τους κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα-μοντέλο είναι κατά πολύ χειρότερο τού νεοφιλελεύθερου συστήματος-μοντέλου εφόσον δεν περιέχει ούτε καν σπασμένη μια γενικότερη αφηρημένη κανονιστική εγγύηση και ρύθμισή του.
Οι πιο ακραίοι σεκταριστές δεν μπορούν καν να καταλάβουν τη σημασία τής κοινωνικοχρονικής συνέχειας σε ένα κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα για τους/τις εργαζόμενους/εργαζόμενες.
Και όσοι «μετριοπαθείς» σεκταριστές την κατανοούν αυτή την σημασία, αδυνατούν συνήθως να κατανοήσουν ότι αυτή η συνέχεια μπορεί να υπάρξει και στον καπιταλισμό και σε έναν πρώιμο κομμουνισμό μόνον δια μέσω μιας κρατικής εγγύησης.
Αν γίνεται αλλιώς, γιατί δεν μας λένε τον τρόπο;
Δεν έχουν να πούνε τίποτα, πέραν γενικών και αόριστων «αντι-σοσιαλδημοκρατικών» σεκταριστικών μπουρδολογιών.
Η κριτική στην «σοσιαλδημοκρατία», όπως γίνεται, λόγου χάριν στο θέμα που μας απασχολεί, έχει γίνει πλέον ο «σοσιαλισμός τού σεκταριστή ηλίθιου».
Μιλάμε για κρίσιμες υγειονομικές ανάγκες και κρίσιμες συνταξιοδοτικές ανάγκες απλών ανθρώπων όταν βρίσκονται σε αδυναμία υγείας ή ηλικίας, και όταν μιλάμε για όλα αυτά το χειρότερο που μπορούμε να φανταστούμε είναι να εξαρτάται η ικανοποίηση αυτών των αναγκών από «επαναστατικές κοινότητες» και «εργατικά συμβούλια».
Όποιος σκέφτεται με αυτό τον τρόπο, λόγου χάριν στο θέμα μας τής κοινωνικής ασφάλισης, σκέφτεται ως σεκταριστής, σκέφτεται χιλιαστικά, σκέφτεται σαν επίδοξος υπερεπαναστάτης δεσποτικός και αυταρχικός άνθρωπος.
Με λίγα λόγια, «να μας λείπει το βύσσινο».
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

 
  

3 τρόποι διασφάλισης τής κοινωνικής ασφάλισης, και οι 3 εφικτοί μόνον ως κρατικοί τρόποι.

 

Στην καρδιά τού θέματος:
 
1.
Όταν υπάρχει εμπόρευμα/χρήμα ως δομικό στοιχείο ενός καπιταλιστικού συστήματος, η κοινωνική ασφάλιση μπορεί να διασφαλιστεί αληθινά μόνο μέσω ενός Νόμου περί αναγκαστικότητας των εισφορών που σχηματίζουν το κρατικό ασφαλιστικό Κεφάλαιο το οποίο είναι αναγκαίο για να υπάρξουν οι συνταξιοδοτικές και υγειονομικές καλύψεις που είναι απαραίτητες για να ζήσει με αξιοπρέπεια ο/η εργαζόμενος/-η.
Και η τήρηση τού Νόμου αυτού, και η τήρηση τού Νόμου ως προς την απόδοση των συνταξιοδοτικών-υγειονομικών παροχών, μπορεί να υπάρξει μόνον μέσω μιας μορφής κράτους. 

2.
Όταν υπάρχει εμπόρευμα/χρήμα ως δομικό στοιχείο ενός [μεταβατικού] σοσιαλιστικού συστήματος, ισχύει περίπου το ίδιο:
Η κοινωνική ασφάλιση μπορεί να διασφαλιστεί αληθινά μόνο μέσω ενός Νόμου περί αναγκαστικότητας των εισφορών που σχηματίζουν το κρατικό ασφαλιστικό χρηματικό πλεόνασμα το οποίο είναι αναγκαίο για να υπάρξουν οι συνταξιοδοτικές και υγειονομικές καλύψεις που είναι απαραίτητες για να ζήσει με αξιοπρέπεια ο/η εργαζόμενος/-η.
Και η τήρηση τού Νόμου αυτού, και η τήρηση τού Νόμου ως προς την απόδοση των συνταξιοδοτικών-υγειονομικών παροχών, μπορεί να υπάρξει μόνον μέσω μιας μορφής κράτους.
 
3.
Σε ένα πιθανό μη-εμπορευματικό μη-εγχρήματο αταξικό σύστημα, δεν χρειάζεται «χρηματική ή λογιστική» «αποταμίευση», εφόσον δεν θα υπάρχει χρήμα εμπόρευμα, αλλά είναι ακόμα περισσότερο αναγκαία μια κρατική-έννομη αρχή διασφάλισης των συνταξιοδοτικών και υγειονομικών καλύψεων.
Γιατί όμως;
Μήπως θα έπρεπε ως εργαζόμενοι να εμπιστευτούμε την «εργατική» ή «αταξική» ή «ελευθεριακή μη-ιεραρχική» κοινωνία ή κοινότητα, ότι όταν θα βρεθούμε σε ανάγκη να μας θρέψει ή να μας περιθάλψει, θα το κάνει;
Σώπα! 
Αν κρίνω από τη συμπεριφορά των ιδεολογικών και φαντασιακών «προπομπών» της, και αν φανταστώ σκεπτόμενος τις «τωρινές» απαιτήσεις τους απέναντι στις σημερινές «τετριμμένες» υπάρξεις μας, αν τυχόν και βρεθούμε στην ανάγκη να στηριχθούμε πάνω τους, είμαι σίγουρος ότι χωρίς έστω ένα εργατικό κράτος, και μάλιστα ένα δημοκρατικό εργατικό κράτος, ότι θα μας άφηναν να ψοφήσουμε.
Φανταστείτε αν για να αποφύγουμε τα καπιταλιστικά δεσμά θα ήμασταν υποχρεωμένοι χωρίς κανένα Νόμο και Κράτος να διαπραγματευόμασταν συνέχεια, «ελευθεριακά» ή «μαρξιστικά», για το αν θα πρέπει να έχουμε ή να μην έχουμε την υποστήριξη τής «κοινότητας» ειδικά όταν θα ήμαστε άρρωστοι ή γέροι.
Ο Πολ-Ποτ πέθανε, και δεν θα τον αναστήσουμε ακόμα και σε «αναρχική» μορφή.
 
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
   

Ο αλαζονικός αυταρχισμός των «άφοβων» αντικρατιστών. Κράτος πρόνοιας και εργατική τάξη.

 
Υπάρχει ένας τρόπος, ένα στυλ ριζοσπαστισμού, το οποίο άνθησε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, και πέραν των ούτως ειπείν «θετικών» πτυχών του σημαίνει την ανάδυση ενός νέου αυταρχισμού.
Θα μπω χωρίς άλλους προλόγους στην καρδιά τού θέματος, τοποθετούμενος μέσω κριτικών-ρητορικών ερωτημάτων και απαντήσεων: 

1.
Έχουν μερικοί «ριζοσπάστες» την στοιχειώδη επίγνωση τι σημαίνει για έναν καθημερινό εργαζόμενο η διασφάλιση ότι όταν γεράσει ή όταν αρρωστήσει βαριά, θα έχει μια σύνταξη;
Έχουν μερικοί «ριζοσπάστες» την στοιχειώδη επίγνωση τι σημαίνει για έναν καθημερινό εργαζόμενο η διασφάλιση τής υγειονομικής φροντίδας του αν την χρειαστεί;
Η ερώτηση αυτή δεν είναι «λαϊκίστικη», η ερώτηση αυτή σίγουρα δεν είναι «συντηρητική».
Μόνο Λουδοβίκοι και Μαρίες Αντουανέτες τής υπερεπανάστασης στέκονται χλευαστικά απέναντι σε αυτό το «ρητορικό» ερώτημα.
Για έναν/μίαν καθημερινό/-η εργαζόμενο/-η, η διασφάλιση ότι αυτός και οι οικείοι του θα μπορέσουν να έχουν μια σύνταξη όταν δεν θα μπορούν να δουλεύουν άλλο, είναι μια σημαντική διασφάλιση.
Για έναν/μίαν καθημερινό/-η εργαζόμενο/-η, η διασφάλιση ότι αυτός και οι οικείοι του θα μπορέσουν να έχουν υγειονομική φροντίδα αν την χρειαστούν, είναι μια σημαντική διασφάλιση.
Όποιος χλευάζει αυτή την διασφάλιση, όποιος χλευάζει την προσκόλληση των εργαζόμενων [εργατών και μικροαστών] στην διασφαλισμένη σύνταξή τους, είναι άσχετος από την αληθινή ζωή, είναι άσχετος από την ζωή των φτωχών ανθρώπων, είναι άσχετος από την εργατική τάξη, είναι άσχετος από τον ανθρωπιστικό υλισμό, είναι άσχετος από τις ανθρώπινες ανάγκες.
Δεν «είναι» μόνον όλα αυτά. 
Είναι ένας νιτσεϊκός αλαζόνας, ένας υπερανθρωπάκος.
Οι υπερανθρωπάκηδες όλων των «ειδών» χλευάζουν την απλή, την τετριμμένη προσκόλληση των καθημερινών ανθρώπων στις διασφαλίσεις, τούς υβρίζουν ως «φοβικούς», τούς χλευάζουν ως «μικροαστούς», τούς κρίνουν, τους περιφρονούν, τους στιγματίζουν ιδεολογικά.
Έχω να τους πω το εξής:
Άκου σεκταριστή υπερανθρωπάκο, ο άφοβος υπερανθρωπισμός σου συντελεί στην ιδεολογική κυριαρχία τού Κεφαλαίου και τού νεοφιλελευθερισμού.
Δεν δικαιούνται να ομιλούν όσοι σαν κι εσένα περιφρονούν τις καθημερινές ανθρώπινες ανάγκες για συνταξιοδοτική και υγειονομική ασφάλιση και μάλιστα μοστράρουν στον καθρέφτη τους το ρολάκι τού αδιάλλακτου αντικαπιταλιστή-αντικρατιστή.
Κι όμως, αυτοί μιλάνε σήμερα, και μιλάνε πολύ.
Κι όσοι όμως από αυτούς όλους τους νεοσεκταριστές υπερασπίζονται τάχα τον δημόσιο χαρακτήρα τής υγειονομικής και συνταξιοδοτικής ασφάλειας, τι ακριβώς λένε και τελικά ακυρώνουν αυτό το ψευδές ενδιαφέρον τους για τους εργαζόμενους;
Δείτε:

2.
Για να υπάρξει διασφάλιση μιας σύνταξης και μιας πλήρους υγειονομικής κάλυψης για τους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους, χρειάζεται δια τού Νόμου υποχρεωτική συσσώρευση (όχι  απαραίτητα Κεφαλαίου αλλά) κοινωνικών αποταμιεύσεων και κρατική-δημόσια διασφάλιση αυτών των αποταμιεύσεων.
Δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει καλό και αποτελεσματικό για τους απλούς εργαζόμενους συνταξιοδοτικό και υγειονομικό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα που να μπορεί να στηριχθεί μόνο στις ατομικές αποταμιεύσεις τους, ή στις αποταμιεύσεις τής οικογένειάς τους, ή στις αποταμιεύσεις τής κοινότητάς τους, ή στις αποταμιεύσεις τού εργατικού συμβουλίου τους.
Για να διασφαλιστεί ότι θα συγκεντρωθεί και θα υπάρξει ένα αναγκαίο μέγεθος κοινωνικής αποταμίευσης που δεν θα είναι εξαρχής έρμαιο του ιδιωτικού Κεφαλαίου, ή μιας αυταρχικής ηγεσίας τού κράτους, για να διασφαλιστεί ότι θα συγκεντρωθεί και θα υπάρξει ένα αναγκαίο μέγεθος κοινωνικής αποταμίευσης που δεν  θα είναι έρμαιο των εργοδοτών-αφεντικών όσο υπάρχουν αφεντικά, ή δεν θα είναι έρμαιο τής κάθε λογής αυτόκλητης «επαναστατικής κοινότητας», πρέπει η συγκρότησή του να είναι εδραιωμένη και εγγυημένη από τον αναγκαστικό δημοκρατικό Νόμο ως «αναγκαστική εισφορά», και ο δημοκρατικός Νόμος, όπως ο κάθε Νόμος, υπάρχει και αυτός μόνον δια μέσω ενός Κράτους.
Και η τήρηση τού Νόμου αυτού, και η τήρηση τού Νόμου ως προς την απόδοση των συνταξιοδοτικών-υγειονομικών παροχών, μπορεί να υπάρξει μόνον μέσω μιας μορφής κράτους.
Όλα τα άλλα είναι παραμύθια τής υπερεπαναστατικής Χαλιμάς, τα οποία μια χαρά ταιριάζουν στον αγριανθρωπικό κανιβαλισμό τού νεοφιλελευθερισμού και τής νεοακροδεξιάς.
Όπως ταιριάζουν στην νέα ακροδεξιά, όλα αυτά τα υπερεπαναστατικά παραμύθια, ενάντια τάχα στον «μικροαστικό» «φόβο» για την ζωή, ή την «ζωούλα» μας, όπως τη λένε οι «άφοβοι» αλαζόνες, οι «άφοβοι» αυταρχικοί και αλαζόνες που ξέρουν από τη μια να κολακεύουν την εργατική τάξη, την οποία συνήθως την ξέρουν από το κιάλι κι όχι αυτοπροσώπως, και από την άλλη ξέρουν να την υβρίζουν και να την περιφρονούν βαφτίζοντάς την «μικροαστική» όταν ξέρει τι είναι αυτό που την ενδιαφέρει και συμφέρει.

Ιωάννης Τζανάκος


 

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Τα αντικρατικίστικα σεκταριστικά παραμύθια τής υπερεπαναστατικής Χαλιμάς και η κοινωνική ασφάλιση.

 
Εμείς οι σοσιαλιστές εργαζόμενοι είμαστε ακόμα έκπληκτοι με την κοινωνική αποστασία των υπερεπαναστατών σεκταριστών, όπως τούτη εκφράζεται έμπρακτα, αν και κάπως ύπουλα, με την ταξικίστικη-σεκταριστική εγκατάλειψη τού κοινωνικού κράτους πρόνοιας ως πρακτικού κοινωνικού μηχανισμού και ως ριζοσπαστικού ταξικού αιτήματος.
Ξέρουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός, ως έκφραση τής δομικής επιθετικότητας τού μεγάλου ιδιωτικού εθνικού και υπερεθνικού Κεφαλαίου, έχει στο μόνιμο στόχαστρό του το κοινωνικό κράτος πρόνοιας και το δημόσιο-κρατικό ασφαλιστικό σύστημα.
Ξέρουμε ότι έχει πετύχει τον σκοπό του να το αποδομήσει όπου υπήρξε και να εμποδίσει την ανάπτυξή του όπου θα μπορούσε να υπάρξει.
Αυτό που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε μέχρι να εμφανιστεί ήταν τη στάση όχι μόνον τής «δεξιάς» σοσιαλδημοκρατίας αλλά και τής αριστερής ή αριστερίστικης σοσιαλδημοκρατίας.
Αυτό που πραγματικά ήταν εξοργιστικό όταν το είδαμε ήταν η βαθιά υποχώρηση των αντικαπιταλιστών-αντικρατιστών και η στρατηγική υποταγή τους στον νεοφιλελευθερισμό.
Για τούς «δεξιούς» σοσιαλδημοκράτες μιλάνε και φλυαρούν όλοι οι υπόλοιποι «μη-δεξιοί».
Για τον εαυτό τους όμως δεν μιλάνε.
Τι δεν λένε: 
1. 
Οι πιο «συνεπείς», οι αντικαπιταλιστές-αντικρατιστές, δεν λένε ότι πίσω από τον επιδερμικό υπερεπαναστατισμό τους δέχονται να μην υπάρχει και στον καπιταλισμό και στον μετα-καπιταλισμό [σοσιαλισμό, κομμουνισμό, αναρχία κ.λπ] νομική, άρα κρατική εγγύηση των συντάξεων και των υγειονομικών-ιατρικών καλύψεων των εργαζομένων. 
Άρα πίσω από τις ταξικές κραυγές τους για την διατήρηση τού δημόσιου κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, ορίζοντάς το ως μόνον-δημόσιο, θέτοντας την εγγύηση τής δημόσιας υπόστασής του ανεξάρτητα από την κρατική-νομική εδραίωσή της, υπάρχει βαθιά συμφωνία με τον νεοφιλελευθερισμό. 
2. 
Οι αριστεριστές σοσιαλδημοκράτες, τύπου Σύριζα και Μέρα25, ακολουθώντας την ίδια σεκταριστική γραμμή [όντας και σε συμμαχία με τους ακραιφνείς σεκταριστές], προβαίνουν στην ίδια ακριβώς στρατηγική αποσύνδεση «μεταξύ» κράτους και δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος, ώστε να ακολουθήσουν «ντροπαλά» την στρατηγική επιλογή τού νεοφιλελευθερισμού να αποσπάσει το κράτος από κάθε μόνιμη και στρατηγική ασφαλιστική υποχρέωση. 
Δέχονται κι αυτοί, στα πλαίσια μιας ψευδοκεϋνσιανής «νεοκεϋνσιανής» λογικής, την απορρύθμιση, και απαρνούνται το πολιτικό καθήκον να απαιτήσουν την μονιμότητα των κοινωνικών δημόσιων δαπανών, απαρνούνται την δημοσιονομική παρέμβαση, την κυριαρχία στο νόμισμα, και άλλα, παρουσιάζοντας τον νεοφιλελευθερισμό ως «νομοτέλεια». 
Σε μια άλλη δημοσίευση θα δείξω πως η γραμμή των σεκταριστών υπηρετεί τον καπιταλισμό, αλλά επιπλέον εκφράζει το αγριανθρωπικό και αντεργατικό-αντιλαϊκό όραμά τους για τον «σοσιαλισμό από τα κάτω» ή τον αγριανθρωπικό νεοσταλινικό «μετακαπιταλισμό» τους.
 
Ιωάννης Τζανάκος
  

Κοινωνικό κράτος πρόνοιας: Ένα αληθινό αντι-νεοφιλελεύθερο/αντι-φιλελεύθερο ριζοσπαστικό αίτημα τής εποχής μας.


 
Σε κάποια φάση τής παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης αναπτύχθηκε μια μορφή κρατικής ασφαλιστικής κάλυψης των εργαζόμενων, κυρίως στις τότε κυρίαρχες καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές χώρες.
Μπορεί αυτή η κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη των εργαζόμενων [εργατών και μικροαστών] να ήταν αποτέλεσμα οικονομικών και πολιτικών αναγκαιοτήτων που απέρρεαν από τις αναγκαιότητες εδραίωσης τής καπιταλιστικής-κρατικής κυριαρχίας, αλλά ως αποτέλεσμα απέκτησε μια δική του αυτόνομη σημασία για την ζωή τής εργατικής τάξης και των λαϊκών μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων.
Ακόμα και σήμερα που υπάρχει διαρκής επέλαση τού νεοφιλελεύθερου μοντέλου πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας τού Κεφαλαίου, είναι πολύ δύσκολο για το Κεφάλαιο και τις αστικές τάξεις σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να διαλύσουν εντελώς το κοινωνικό κράτος πρόνοιας.
Οι προοδευτικές αστικές πολιτικές δυνάμεις [αριστερές, σοσιαλδημοκρατικές κ.λπ] και οι ριζοσπαστικές αντικαπιταλιστικές αντιεξουσιαστικές κ.λπ δυνάμεις, έχουν κάθε λόγο να συμφωνήσουν και να αγωνιστούν από κοινού για την προάσπιση τού κοινωνικού κράτους πρόνοιας και να υπερασπιστούν την ύπαρξη και την περαιτέρω εδραίωση των δημόσιων κοινωνικοασφαλιστικών καλύψεων για τους εργαζόμενους.
Δεν πρέπει να επικρατεί ειδικά στον ριζοσπαστικό χώρο μια σεκταριστική αντίληψη για το κοινωνικό κράτος πρόνοιας και μέσω αυτής να θεωρείται τούτο ως απόλυτα συνυφασμένο με τον καπιταλισμό και το γραφειοκρατικό αστικό κράτος.
Υπάρχουν κοινωνικά αγαθά τα οποία παράχθηκαν στην βάση ειδικών καπιταλιστικών συμφερόντων και μέσω ιστορικά παροδικών ταξικών συμβιβασμών και ταξικών συνεργατικών συναινέσεων, αλλά αυτό δεν τα καθιστά «αμαρτωλά» ώστε να «αποστρέψουμε» το «καθάριο ταξικό» βλέμμα μας από αυτά.
Επίσης, το γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει μεταβεί σε ένα δομικά επιθετικό νεοφιλελεύθερο στάδιο αχαλίνωτης κυριαρχίας και ανάπτυξης, δεν σημαίνει ότι το αίτημα ανασύστασης τού κοινωνικού κράτους πρόνοιας είναι «ρεφορμιστικό».
Δεν είναι ρεφορμιστικό για τους εξής λόγους:
1. 
Και να πέσει ο καπιταλισμός μόνο ένας εργατικός κρατικός μηχανισμός μπορεί, τουλάχιστον μέχρι τον «τέλειο κομμουνισμό», να συγκροτήσει ξανά ένα διαρκές/συνεχές και μόνιμο στον χρόνο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, και μάλιστα να το δημιουργήσει ως ευρύτερο και πληρέστερο ακόμα και από αυτό που υπήρξε στις «κοινωνικότερες» φάσεις τού καπιταλισμού.
2.  
Η κοινωνική-εργατική αποταμίευση που χρειάζεται για τους εργαζόμενους για να ζήσουν με υλική ασφαλιστική [υγειονομική-συνταξιοδοτική] επάρκεια και σε ένα ταξικό-εκμεταλλευτικό και σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα, μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μέσω ενός ισχυρού δημοσίου τομέα που [θα] λειτουργεί υπό την νομική και πολιτική εποπτεία ενός δημοκρατικού κράτους.
Καμία επιμέρους «κοινοτική μονάδα» ή «ατομική-οικογενειακή μονάδα» ή «εργατική-συμβουλιακή «μονάδα», και στον καπιταλισμό και σε ένα μετακαπιταλιστικό-αντικαπιταλιστικό σύστημα, δεν μπορεί να διασφαλίσει την κοινωνική και χρονική συνέχεια που μπορεί να διασφαλίσει ένα δημόσιο-κρατικό κοινωνικοασφαλιστικό συνταξιοδοτικό και κοινωνικο-υγειονομικό σύστημα. 
Όλα τα άλλα είναι παραμύθια τής Χαλιμάς, και υποσημαίνουν μια βαθιά υποταγή και συναίνεση τού σεκταρισμού προς τον νεοφιλελευθερισμό. 
Ο σεκταριστικός «καθάριος-ταξικός» αντικαπιταλισμός-αντικρατισμός έχει προβεί σε ύπουλη πολιτική «αντι-κεϋνσιανή» συμμαχία με τον νεοφιλευθερισμό, και παραδίπλα η αριστερίστικη σοσιαλδημοκρατία, τύπου Σύριζα και Μέρα25, μέσω αυτού τού σεκταρισμού βρίσκει την τέλεια δικαιολογία για να μην υπερασπιστεί πλέρια αυτά όλα που ως σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να υπερασπιστεί και προάγει αν δεν ήταν ταξικά ξεπουλημένη [ακόμα και με τα σοσιαλδημοκρατικά κριτήρια].
Η επιστροφή σε «παλιομοδίτικα» «κεϋνσιανά» σοσιαλδημοκρατικά-σοσιαλιστικά αιτήματα και επιτεύγματα σηματοδοτεί την αληθινή αριστερή και ριζοσπαστική ταυτότητα τής εποχής μας, χωρίς να την εξαντλεί βέβαια..
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 

5 κρίσιμα αντι-ρομαντικά σημεία..

 
1.
Δεν είναι δυνατή η επιστροφή σε μια μορφή τοπικής κοινότητας. 
Η κριτική στην κοινότητα όμως δεν πρέπει να περιορίζεται στην κριτική τής εξιδανίκευσης των προνεωτερικών κοινοτικών μορφών οργάνωσης ούτε μόνον στην κριτική στην ουτοπικότητα ή μη-εφικτότητα τής ύπαρξης μιας μορφής κοινότητας ακόμα και υπό μοντέρνους όρους. Χρειάζεται μια εναλλακτική μορφή άμεσης κοινωνικότητας η οποία σε ένα μετακαπιταλιστικό πλαίσιο θα αναπληρώνει το κενό τής ύπαρξης κοινότητας και θα καταργεί την σημερινή υπεραφαιρετικότητα των καπιταλιστικών [και κρατικοσοσιαλιστικών] κοινωνικών δεσμών.
 
2.
Η κριτική στο έθνος/έθνος-κράτος πρέπει να μην γίνεται από την σκοπιά μιας διαλυτικής επιστροφής σε μια προ-εθνοκρατική μορφή κοινοτικής ή ομοσπονδιακής οργάνωσης γενικά. 
Έτσι κι αλλιώς έχει αποδειχτεί ότι έθνος/έθνος-κράτος υπήρχε και πριν την νεωτερικότητα, αλλά κι αν ακόμα «θηρεύσουμε» στο παρελθόν άλλες μορφές εθνοτικής και διαεθνοτικής ύπαρξης-συνύπαρξης αυτές δεν ανταποκρίνονται σε καμία περίπτωση στις σύγχρονες ανάγκες των ανθρώπων. 
Ούτε οι μεγάλες καπιταλιστικές ή κρατικοσοσιαλιστικές ομοσπονδίες-συνομοσπονδίες εθνών/εθνών-κρατών μπορούν να «καλύψουν» κανένα κενό αν τυχόν και «αφεθεί» το έθνος/έθνος-κράτος να καταστραφεί ή να περιοριστεί δραστικά. 
Η λεγόμενη μεταεθνική κατάσταση των σύγχρονων ισχυρών καπιταλιστικών κοινωνιών είναι το ίδιο αδιέξοδη και προβληματική, τουλάχιστον, όσο το σύγχρονο έθνος/έθνος-κράτος.
Οι μεγάλες συσσωματώσεις είναι πάντα αυτοκρατορικές, άρα υπόκεινται στην ισχύ των μεγάλων ισχυρών εθνών, δομικά άνισες και ασύμμετρες, και πάντα στο τέλος διαλύονται.
Χρειαζόμαστε και σε αυτό το θέμα μιαν άλλη προοπτική και μιαν άλλη διαεθνοτική διαμεσολάβηση, την οποία δεν την έχουμε, και η οποία δεν μπορεί να έχει σχέση με οτιδήποτε από αυτά που γνωρίσαμε.
 
3.
Δεν υπάρχει περίπτωση να καταργηθεί η εργασία και το «βάρος» της, ούτε η τεχνική θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει «τόσο» ελεύθερο χρόνο «ικανό» να μας απαλλάξει από το «βάρος» αυτό. 
Η ζωή είναι και θα είναι πάντα μια εργασιακή δέσμευση που θα απορροφά μεγάλο μέρος τού ζωντανού χρόνου των ανθρώπων.
Η πιθανή και επιθυμητή από τους επαναστατικοποιημένους εργαζόμενους κατάργηση τής εξάρτησης τής εργασίας και τής εξάρτησης τού φορέα της από ιδιωτικές και κρατικές εργοδοσίες, άρα η κατάργηση τής ύπαρξης ιδιωτών ή κρατικών εργοδοτών/αφεντικών, δεν μπορεί να σημαίνει την πλήρη κατάργηση τής αμειβόμενης εργασίας.
 
4.
Δεν υπάρχει τίποτα στην «σημερινή» κοινωνικοϊστορική δυναμική και στην αντίστοιχη παραγωγική δυναμική που να δείχνει ότι θα μπορέσουμε να αντικαταστήσουμε πλήρως το κράτος ως έναν από τους θεσμούς τής κοινωνίας. 
Μπορούμε πάντα να μιλάμε για δημοκρατικό περιορισμό του, και για ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό του, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα δημοκρατικό εργατικό/σοσιαλιστικό κράτος, αλλά η πλήρης κατάργηση του είναι ουτοπία χωρίς κανένα έρεισμα στην ιστορική εμπειρία και τα δεδομένα τής πραγματικότητας.
 
5.
Δεν υπάρχει τίποτα στην «σημερινή» κοινωνικοϊστορική δυναμική και στην αντίστοιχη παραγωγική δυναμική που να δείχνει ότι θα μπορέσουμε να καταργήσουμε παντού τον ιεραρχικό καταμερισμό τής εργασίας.
Όπου μπορούμε πρέπει να τον καταργούμε, αλλά δεν μπορούμε να τον καταργήσουμε παντού.
Η ίδια η τεχνική συγκρότηση των σύγχρονων κοινωνιών επιτάσσει ένα είδος ιεραρχικού τεχνικού καταμερισμού.
Δεν υπάρχει επιστροφή σε ένα προ-τεχνολογικό σύστημα παραγωγής, ούτε υπάρχει επιστροφή σε μια προ-επιστημονική οργάνωση τής παραγωγής αλλά και τής σκέψης.
Υπάρχει η δυνατότητα εργατικού και κυρίως δημοκρατικού ελέγχου και καθορισμού τους, και επίσης υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθεί ένας δημοκρατικός μηχανισμός διαρκούς διάχυσης τής τεχνικής γνώσης στην κοινωνία. 
 
Σημείωση περί τού πολιτικού προσανατολισμού.
Η θεώρηση τής ρεαλιστικής αλήθειας που εκτέθηκε «εδώ» ως «ρεφορμιστικής» ή «κρατικίστικης» είναι μια σεκταριστική υποταγή στον ρεφορμισμό.
Όσοι θέλουν να «βγαίνουν» «από τα αριστερά» στις προηγούμενες διαπιστώσεις δεν θέλουν να υπάρξει επανάσταση, κι ας το ποθούν, και η μοίρα τους είναι να υποτάσσονται στον κάθε ένα Σύριζα ή Σάντερς ή Μπάιντεν, αν τυχόν και σφίξουν τα γάλατα.
Ο σεκταρισμός, ειδικά σήμερα, είναι το πρόπλασμα τής απότομης προσγείωσης στον αστικό ή γραφειοκρατικό «ρεαλισμό». 
Με λίγα λόγια, όποιοι σήμερα είναι «αριστερότεροι» αριστεροί και «αναρχικότεροι» αναρχικοί, πάντα θα προλειαίνουν το έδαφος μιας αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. 
Πρακτική στάση, και εντέλει θεμιτή, αλλά η αριστερίστικη υποκρισία που την θεμελιώνει περισσεύει.
Είμαι πιο «δεξιά» από αυτούς, άρα είμαι πιο αριστερά από αυτούς.
 
Ιωάννης Τζανάκος
    

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Το πρόβλημα τής ριζοσπαστικής κριτικής.

 
Η έννοια τού τρόπου παραγωγής δεν επαρκεί για να εξηγήσει την έννοια τού Κεφαλαίου και τού καπιταλισμού.
Ακόμα κι αν χρησιμοποιήσουμε παραπλήσιες εννοιολογήσεις και έννοιες-ονόματα για την αναλυτική περιγραφή τού υπάρχοντος συστήματος παραγωγής και κυριαρχίας, ακόμα κι αν χρησιμοποιήσουμε μιαν ευρύτερη εννοιολόγηση που θα συνόψιζε τις έννοιες τής κυριαρχίας όπως αυτή συμπυκνώνεται στην πιο αφηρημένη μορφή της σε αυτό το σύστημα.
Η ανάδυση ενός άλλου νεωτερικού [μοντέρνου] εκμεταλλευτικού συστήματος που όχι μόνον δεν ήταν καπιταλιστικό αλλά προήλθε από την σύγκρουση με τον καπιταλισμό, μπορεί να μην έχει πλέον καμία παροντική πρακτική και ιστορική σημασία αλλά φανερώνει [από μια ακόμα σκοπιά των πραγμάτων -που δεν είναι μοναδική] όχι μόνον την ελλειπτικότητα τής έννοιας τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αλλά και την ελλειπτικότητα γενικότερα των εννοιών και ευρύτερα των θεωριών που εξηγούν από μια «ριζοσπαστική» «εναντιωματική θέση» την λειτουργία και την συστημική υπόσταση των νεωτερικών [μοντέρνων] συστημάτων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Το άμεσο πρακτικό πολιτικό αποτέλεσμα αυτής τής θεμελιώδους αδυναμίας κατά τον εξηγητικό θεωρητικό προσδιορισμό των συστημάτων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, και ειδικότερα κατά τον εξηγητικό θεωρητικό προσδιορισμό τού καπιταλισμού, είναι η ανάδειξη τής πολιτικής αδυναμίας κάθε εναντιωματικού αντικαπιταλιστικού προτάγματος όταν ορίζεται με βάση μόνον την ίδια την εναντιωματική-αντιθετική θέση.
Η ίδια η αρνητική έννοια «αντι-καπιταλισμός» [και όλες οι «εκδοχές» της] είναι προβληματική, αλλά κατά την γνώμη μου αυτό δεν συμβαίνει για τους λόγους που επικαλούνται οι δεξιοί και οι σοσιαλδημοκράτες ανταγωνιστές και αντίπαλοι των αντικαπιταλιστικών θέσεων. 
Δεν θέλω να απαλείψω την πιθανή κριτική αναλυτική αξία των συντηρητικών [και] [φιλο-]καπιταλιστικών θέσεων όταν αναδεικνύουν τις πιθανές αναλυτικές και πολιτικές ελλείψεις των αντίπαλών τους αντικαπιταλιστικών θέσεων, αλλά θα προτιμούσα να δω το πρόβλημα από μια σκοπιά η οποία δεν αποδίδει στον καπιταλισμό την «αιωνιότητα» και «ανωτερότητα» που τού αποδίδουν οι απολογητές τού καπιταλισμού [δια μέσω των «αντι-αντι-καπιταλιστικών» κριτικών τους]
Στη πραγματικότητα οι αντινομίες και τα ανυπέρβλητα αδιέξοδα τού καπιταλισμού και τού κρατικού σοσιαλισμού ανήκουν σε μιαν ευρύτερη αλλά κοινή μεταξύ τους «νεωτερική πηγή» ανυπέρβλητων αντινομιών και αδιεξόδων.
Το πρόβλημα τού καπιταλισμού και τού κρατικού σοσιαλισμού είναι κοινό, και εκφράζει το ευρύτερο ανυπέρβλητο πρόβλημα [σύνολο προβλημάτων] όλων των νεωτερικών [μοντέρνων] εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών συστημάτων παραγωγής και πολιτικής οργάνωσης.
Αν δούμε λοιπόν αυτά τα προβλήματα ως κοινά, και αν ανοίξουμε το αναλυτικό και πολιτικό/ηθικοπολιτικό βλέμμα μας στο αδιέξοδο όλων των νεωτερικών [μοντέρνων] συστημάτων, όπως εμφανίστηκαν στην πράξη και παρέμειναν -αν και μερικά πέθαναν- στην σκέψη, τότε θα μπορέσουμε να δούμε καλύτερα τι είναι ο καπιταλισμός. 
Αυτό που έχει απομείνει είναι ο καπιταλισμός, ο κρατικός σοσιαλισμός δεν υφίσταται παρά μόνον σε σπασμωδικές μορφές, και η κριτική που προέχει είναι η κριτική τού καπιταλισμού, αλλά ως κριτική δεν πρόκειται να καρποφορήσει και να παράξει εύστοχες αναλυτικές πολιτικές/ηθικοπολιτικές έννοιες αν δεν συμπεριλάβει στους στόχους της μιαν εύστοχη κριτική τού κρατικού σοσιαλισμού που θα υπερβαίνει ως κριτική τους ιστορικούς περιορισμούς τής ριζοσπαστικής θεωρίας, οι οποίοι αντανακλούν και εκφράζουν την σεκταριστική χιλιαστική οντολογία της.
Η κριτική που γίνεται στον κρατικό σοσιαλισμό σήμερα, ως αναδρομική κριτική, είναι σεκταριστική κριτική, ενώ μια από τις ιστορικές και οντολογικές πηγές τού ίδιου τού κρατικοσοσιαλιστικού φαινομένου είναι ο βαθύς σεκταρισμός τόσο όλων των μαρξιστικών ρευμάτων όσο και όλων των αναρχικών ρευμάτων. 
Αυτή η σεκταριστική κριτική δεν θα είχε νόημα αν περιορίζονταν στον μικρόκοσμο των «ριζοσπαστικών» σχολών και ομάδων, αλλά έχει [κακώς εννοούμενο] αρνητικό νόημα διότι και εμποδίζει την ανάδυση ενός πραγματικά αντικαπιταλιστικού δημοκρατικού κινήματος και εμποδίζει την ίδια την κριτική ανάλυση τής συστημικής υπόστασης τού ίδιου τού καπιταλισμού.
Χρειάζεται μεν να παραμείνουμε στην κύρια γραμμή στόχευσης, που είναι η κριτική τού καπιταλισμού, αλλά αυτή η κύρια γραμμή δεν υπηρετείται αλλά παρεμποδίζεται με την σεκταριστική τροπή που έχει πάρει μετά την πτώση τού κρατικού σοσιαλισμού, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια ακόμα εμφάνιση τού σεκταριστικού προβλήματος το οποίο υπήρχε πάντα.
Θεωρείστε ακόμα και την έννοια «σεκταρισμός» ως ελλειπτική και παροδική-μεταβατική. Απλά «δεν έχω άλλη», πιο περιεκτική, μέχρι αυτή την στιγμή.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 
   

Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον..

 
Δεν είναι λάθος να προσπαθείς να κάνεις αυτοκριτική και να αναθεωρήσεις πολλές απόψεις σου, αλλά είναι λάθος να κάνεις απολογητική αυτοκριτική απέναντι σε πολιτικά και ιδεολογικά υποκείμενα που είναι γιομάτα από αυταρέσκεια και οντολογικές ιδεολογικές και πολιτικές παραδοχές.
Ο δρόμος τής πολιτικής απομόνωσης, όταν δεν έχεις αποφασίσει να το «βουλώσεις», είναι δύσκολος, τραχύς, μπορεί να κρύβει παγίδες, εφόσον το αίσθημα τής αποκοπής από μια πραγματική ή ιδεοφαντασιακή αγέλη ή κοινότητα μπορεί να σε οδηγήσει σε αντανακλαστικές και ετεροκαθορισμένες αντιδράσεις.
Στη πραγματικότητα δεν μπορείς να τα αποφύγεις όλα αυτά, αλλά το νόημα είναι τα ξεπεράσεις γρήγορα με δουλειά και κάποια μορφή λήθης.
Υπάρχει δουλειά να γίνει.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 

Δικαίωση; Όχι. Υπομονή και δουλειά...

 
Ίσως να μην χρειάζονταν να πούμε τόσο πολλά πράγματα για να αποδείξουμε την ορθότητα μερικών διαπιστώσεων μας για «χώρους» και «υπο-χώρους», και για το πως ενοποιείται η αντίληψή τους με τις αντιλήψεις τής παγκόσμιας νέας (ψεκασμένης) ακροδεξιάς.
Περπατάμε στον δρόμο και ακούμε τα ίδια, με τις ίδιες εκφράσεις, με τις ίδιες σχεδόν λεκτικές διατυπώσεις, από ψεκασμένους ακροδεξιούς συμπολίτες μας στην Σπάρτη -μια όχι και τόσο «προοδευτική» Πόλη την οποία όμως την αγαπήσαμε, και βλέπουμε αφίσες στα Εξάρχεια και αλλού, με τις ίδιες θεωρίες.
Μήπως είναι κάποια «μικροαστική» θεωρία περί «άκρων» που συναντιούνται;
Όχι, είναι η πραγματικότητα των συνωμοσιολογικών άκρων που συναντιούνται, πρώτα από όλα στην κοινή περιφρόνησή τους για την ανθρώπινη ζωή.
Αυτός είναι ο «φετιχιστικός αντικαπιταλισμός» που κάποιοι σήμερα συνωμοσιολόγοι και «αντιεθνικιστές» πετάγανε και πετάνε σαν στίγμα στον «αριστερό πατριωτισμό», όχι μόνον στον κακόμοιρο τον Λαφαζάνη αλλά και σε άλλους πιο επικίνδυνους για αυτούς.
Και δίκιο να είχαν για τον «φετιχιστικό αντικαπιταλισμό» άλλων, που είχαν δίκιο, πρέπει τώρα να πιούνε το πικρό ποτήρι τής επίγνωσης ότι η «αμαρτία» αυτή σχετίζεται και με αυτούς.
Ό,τι λέγανε για κάποιους άλλους ισχύει και για τους ίδιους:
Ένα σημαντικό κομμάτι τού αντικαπιταλισμού και τής αναρχίας, ειδικά στην Ελλάδα, συναντήθηκε με την ψεκασμένη νέα ακροδεξιά.
Αλλά και η πιο «σοβαρή» αριστερά και αναρχία, και ο πιο «σοβαρός» «αντικαπιταλισμός», έδειξαν και δείχνουν έμπρακτη αδιαφορία στην ανάγκη να παραβιάσουν τη σειρά των θρησκευτικών ιδεολογικών τελετουργιών τους. Σε μια «μετριοπαθή» μορφή πράττουν ό,τι πράττουν οι ακραίες σεκταριστικές ομάδες. 
Παρεμπιπτόντως, αν και ασκείται μέσα στο «κίνημα» μια κριτική σε αυτές τις ακραίες σεκταριστικές ομάδες, δεν βλέπω παραταύτα αυτή την κριτική να έχει ιδιαίτερα σφοδρή μορφή. Άρα υπάρχει ιδεολογική συγκάλυψη, μυστικοποίηση.
Υπάρχει άρα μια ευρύτερη ιδεολογική συνάντηση.
Για αυτή την ιδεολογική συνάντηση δεν τους βλέπω να μιλάνε όμως, ούτε αυτούς ούτε άλλους στην ευρύτερη αριστερά και αναρχία.
Ξέρανε και ξέρουν να συκοφαντούν μόνον, άλλες τάσεις και άλλους χώρους.
Επίσης ξέρουν πολύ καλά να ανακαλύπτουν ναρκισσισμούς και παράνοιες μόνον στους άλλους, και όχι στον υπέροχο και αυτοθαυμαζόμενο «αντικαπιταλιστικό» εαυτό τους.
Τον βλαμμένο «φροϋδομαρξιστικό» και «φουκωικό-αγκαμπενικό» εαυτό τους.
Σιωπούν.
Ήταν, είναι και θα είναι συκοφάντες και σεμνότυφες ιδεολογικές θεούσες τής νέας «ευρωπαϊκής» αριστεράς, διότι η αμερικάνικη «νέα αριστερά» «νέα αναρχία» κ.λπ, παρά τις υπερβολές της δεν έλεγε και δεν λέει τέτοιες μαλακίες.
Για να διακρίνουμε καταστάσεις, πρόσωπα, πράγματα, πολιτικές τάσεις και ομαδοποιήσεις.
Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλα παραδείγματα από την (ελλαδική) πολιτική και «κινηματική» επικαιρότητα, αλλά τα έχω ήδη πει σε παλαιότερες τοποθετήσεις μου.
---
 
Ο σεκταρισμός συνεχίζει να κυριαρχεί στα μυαλά αυτών που στον ελλαδικό χώρο έχουν «επιφορτίσει» τον «εαυτό» τους και τις οργανώσεις τους με τον ρόλο τού «αντικαπιταλιστή».
Και η αδιαφορία συνεχίζει. Και η απάθεια. Και όλα αυτά θα οξυνθούν με την υποστήριξη τού Σύριζα και τής Ανταρσύα, αλλά πλαγίως και τού κΚε.
Όταν στο μέλλον οι «μάζες» στην χώρα θα τους γυρίσουν εντελώς την πλάτη, σε μεγάλο βαθμό οικειοποιούμενες με «λαϊκότερο» τρόπο και τις αριστεροσεκταριστικές και αντεξουσιαστικές παράνοιες, τότε θα είναι αργά. Είναι ήδη αργά.
Είδαμε τι έγινε με τα κινήματα από το Σιάτλ (1999) και μετά.
Είδαμε πως η πάνσοφη «νέα αριστερά/αναρχία» έχασε τα αυγά και τα πασχάλια, και πως αναγκάστηκε με την ουρά στα σκέλια να στηρίξει Μπάιντεν [που δεν είναι Σύριζα] για να γλυτώσει από το λαϊκίστικο νεοακροδεξιό τέρας που χάιδεψε στα κρυφά, παρά τις «πολεμικές». 
---

Σε αυτό το ερειπωμένο τοπίο πρέπει κάποιοι να προχωρήσουν. 
Προς το παρόν και στα επόμενα δύο χρόνια, ετοιμάζουμε την θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική επιστροφή μας, ενσωματώνοντας όλα αυτά σε μιαν ευρύτερη θεματολογία.
Πέρα από λίγες βασικές δημοσιεύσεις μας που διατηρήσαμε σβήσαμε τα πάντα και τα ξαναφτιάχνουμε όλα από την αρχή.
Μη ψάχνετε αδίκως.
Θα επιστρέψουμε με πιο γερές και πιο βαθιές βάσεις. 
Παρακολουθούμε και καταγράφουμε όλες τις ανοησίες και τις αντινομίες μερικών, αλλά δεν αρκούμαστε σε αυτό.
Η ζωή είναι μικρή για να ασχολείσαι με ιδεοληπτικούς μαλάκες.
Πήραμε το «μάθημά» μας και δεν πρόκειται να συνεχίσουμε την ήπια και σχεδόν απολογητική πολεμική τού παρελθόντος.
Όταν έρθει η ώρα, θα πονέσουν μερικοί...
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Anser Ft. Buzz - Ίσως να μη γεράσουμε