Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Αιώνια η ντροπή των χυδαίων εχθρών τού ηρωικού ΡΚΚ: το ΡΚΚ έσωσε και οργάνωσε τον λαό των Γεζίντι απέναντι στους θεοκράτες φασίστες.

Επειδή υπήρξαν και υπάρχουν και στην επικράτεια τής Ελληνικής Δημοκρατίας ορκισμένοι πολιτικοί και ιδεολογικοί εχθροί τού ηρωικού ΡΚΚ, θα τους καλούσαμε αν μπορούσαν να διαβάσουν να μελετήσουν και να μάθουν για τον σωτήριο ρόλο τού ΡΚΚ στην διάσωση και οργάνωση των Γεζίντι απέναντι στους Γενοκτόνους φασίστες τού ISIS, στο άρθρο που αναδημοσιεύσαμε [Αυτοκαθορισμός : Remembering the Şengal genocide].
Έπειτα, αφού σκύψουν το κεφάλι τους και αναλογιστούν τι έχουν πει με το λερωμένο ιδεοληπτικό στόμα τους, ειδικά οι «αυτόνομοι» [αλλά] και οι πολύ «αριστεροί» τού κΚε και των ελληνικών μ-λ, να μάθουν να σέβονται και να μη το «ανοίγουν» χωρίς να ξέρουν και χωρίς να θέλουν να μάθουν την αλήθεια που είναι μια και με την οποία δεν έχουν ούτε θα έχουν ποτέ σχέση.

Ιωάννης Τζανάκος
 
[8/2019] Πρώτη δημοσίευση:
 

Γεζίντι: Τα απομεινάρια μιας υπόθεσης που δεν έκλεισε..[Τρίτη, 9 Απριλίου 2019]. Και μια πρόσθετη σημείωση [18/12/2020]

Ο Αυτοκαθορισμός είναι Αντιψεκασμός

 

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Οι 3 «άντρακλες»

 
 
Τα μάθατε τα νέα;
Ο άντρακλας Πούτιν αποκάλεσε Άντρα τον Ερντογάν γιατί υπερασπίζεται τα συμφέροντα τής χώρας του, και είπε επίσης ότι [ο Ερντογάν] «δεν κουνάει την ουρά του» [αν ήταν καλή η μετάφραση..]
Λίγο πολύ είπε, όχι και τόσο πλαγίως, ότι ο Ερντογάν δεν είναι «γυναικούλα» και «αδελφή».
Το ίδιο είμαι σίγουρος ότι πιστεύει και για τον Τραμπ.
Θυμάστε τι σας έλεγα για την «φασιστική διεθνή» ίντριγκα αυτών των υπερ-Αντρών;
«Άντρακλες», «τα σέρνουν βαριά», «μάγκες», και άλλα ποταπά για ηγέτες κρατών που σέρνουν πίσω τους εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων, εκ των οποίων οι μισοί είναι γυναίκες [κάποιες τους ψηφίζουν βέβαια, τους άντρακλες].
Τι έχει να πει ο παλιός φίλος Ν.Κ για το παλιό του [ελπίζω όχι πια] ίνδαλμα;
Τι έχει να πει ο Λαφαζάνης; και όλο το ρωσόφιλο-ιρανόφιλο «αριστεροπατριωτικό» «κοινό»;
Έτσι θα κάναμε ρήξη με την δύση;
Για να πέσουμε στα νύχια αυτών των αντρουά φασιστοειδών;
Πρόκειται για «εποικοδόμημα»; μη χέσω πια τον μαρξισμό σας.
Αυτοί οι τρεις βαρβατίλες είναι μπάζα ούτε για τα μπάζα, και δυστυχώς η δύση φαίνεται «καλύτερη» να πω; αντιφατικότερη να πω; Θου Κύριε..
Για τους ακροδεξιούς ρωσόφιλους Πουτινολάτρες δεν έχω να πω πολλά. 
Ο δεξιός πατριωτισμός-εθνικισμός μπορεί να γίνει μεγαλύτερος εχθρός για ένα αδύναμο έθνος κι από τον χειρότερο ψευτο-κοσμοπολιτισμό τού συρμού.
Σκοτίστηκαν για την χώρα, σκοτίστηκαν για την εθνότητα, πάνω από όλα ψάχνουν τον Άντρα.
Για να μη λέμε κάτι χωρίς αποδείξεις.
Λίγα από αυτά που έχω πει κατά καιρούς για τους 3 Άντρακλες τής ανορθωμένης Πού-κ.λπ:
 
 
Ιωάννης Τζανάκος 
 
  

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Το αντικουρδικό μίσος και η αντικουρδική υστερία..

Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την άρρωστη αντικουρδική χαιρεκακία, την οποία είδα με τα [αναγιγνώσκοντα] μάτια μου να εκφράζουν ένας υπερ-αντικαπιταλιστής «αντιεθνικιστής» και ένας «αριστερός πατριώτης».
Και οι δύο ειρωνεύονταν την αδυνατότητα και το ανέφικτον τής ανάδυσης και έπειτα ύπαρξης κουρδικού έθνους κράτους, ο δε «πατριώτης» αδυνατούσε αν και εγγράμματος να διακρίνει μεταξύ έθνους και εθνότητας. 
Ας αφήσουμε τον «αριστερό πατριώτη» να συνεχίζει να σκέφτεται μέσα στις δηλητηριώδεις πατριωτικές φιλοχομεϊνικές-φιλοπουτινικές αναθυμιάσεις τού πατριωτισμού του, όσο μπορεί να σκέφτεται ακόμα, γιατί αν κρίνω από την εποχή που είχε εκφράσει απόψεις περί όλων αυτών, είχε ήδη αρχίσει να χάνει τα λαφαζανικά αυγά και πασχάλια του. 
Ας περιοριστούμε στον υπερ-αντικαπιταλιστή «αντιεθνικιστή».
Ο Κύριος αυτός, καταρχάς είχε το αντικουρδικό πρόβλημα που έχουν όλοι οι αντικούρδοι:
Αν οι Κούρδοι θέλουν κράτος δεν ξέρουν τι τους γίνεται και είναι ύποπτοι ιδεολογικά για καπιταλιστικές εθνοκρατικές βλέψεις.
Αν οι Κούρδοι δεν θέλουν [πια] κράτος [ΡΚΚ], τότε πάλι δεν ξέρουν τι θέλουν, είναι ασυνάρτητοι, ή λένε ψέματα και θέλουν έθνος κράτος ή έθνος, άσχετα από το τι λένε πολλοί από αυτούς για δημοκρατικές ομοσπονδίες κ.λπ., και άσχετα αν είναι όχι [ακόμα] έθνος-κράτος/έθνος αλλά εθνότητα που έχει κι αυτή δικαιώματα, και δικαίωμα στον εθνοτικό αυτοκαθορισμό υπό τις οποιεσδήποτε κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες.
Επίσης:
Επειδή και οι δεξιοί Κούρδοι και οι αριστεροί Κούρδοι κάνουν το λάθος να μιλάνε για δημοκρατία, έπεσαν στο περισκόπιο του νεομπορντιγκιστή σεκταριστή, διότι κατά την εδραιωμένη και θεμελιωμένη σεκταριστική παλάβρα του, τι νόημα έχει να αγωνίζεσαι για δημοκρατία
Αφού η δημοκρατία [και σαν «δημοκρατισμός»] υπό τις συνθήκες τού καπιταλιστικού ανταγωνισμού μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον φασισμό, ε τότε, λέει ο νεομπορντιγκιστής, ας της δώσουμε την χαριστική βολή ως αξία και ως σκοπό, και ας πιάσουμε τον αντικαπιταλισμό σκέτο. 
Νέτο σκέτο, και τα μυαλά στα κάγκελα.
Δεν είναι ο μοναδικός μαλάκας που τα λέει αυτά.
Διαβάστε κείμενα, διαβάστε ό,τι θέλετε.
Αυτοί οι σεκταριστικοί χώροι που έχουν πάρει τα μυαλά των πυρκέφαλων νεολαίων που ψάχνουν τον «αντικαπιταλιστικότερο τοίχο» για να καβαντζώσουν θέση και από εκεί να κρίνουν τούς άλλους ως «μικροαστούς», μιλάνε ανοιχτά όχι ενάντια στην αστική δημοκρατία, όχι ενάντια στην αντιπροσωπευτική αλλοτριωμένη δημοκρατία, αλλά μιλάνε ανοιχτά ενάντια σε κάθε δημοκρατία, ενάντια στην δημοκρατία γενικά.
Η αταξική κοινωνία τους δεν θα περικλείει αμεσοδημοκρατικές αρχές και δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά θα είναι τι; ένα αυτόματο; ένα μαγικό αυτόματο αυτοδιοίκησης χωρίς συνελεύσεις; χωρίς ψηφοφορίες, χωρίς διαμόρφωση κάποιων πλειοψηφιών; Τι θα είναι αυτό το πράμα; ελεύθερη αταξική κοινωνία «σκέτο»; Δεν είναι αυτό σταλινισμός από την πίσω πόρτα; δεν είναι αυτό υφέρπων φασισμός; Μήπως δεν αποδείχτηκε η βαθιά αντιδραστική υπόσταση αυτών των χώρων ειδικά στην Ελλάδα με την στάση τους στην πανδημία; Δεν ταυτίστηκαν στην πράξη με τους ακροδεξιούς; με τον Τραμπ; με τον Τράγκα;
Το λένε, το καμαρώνουν.
Είναι αντίπαλοι κάθε δημοκρατίας, κάθε πιθανής άμεσης εργατικής δημοκρατίας.
Ό,τι έλεγε δηλαδή ο χειρότερος τής ιστορικής τάσης των «αριστερών [αριστεριστών] κομμουνιστών», ο οποίος δεν ήταν ο Γκόρτερ, δεν ήταν ο Πάνεκουκ, αλλά ο Μπορντίγκα.
---
Αυτή είναι η κατάντια σήμερα, η «αριστεροπατριωτική» και η «αντεθνικο-αντικαπιταλιστική».
Αυτές τις ιδεολογικές τάσεις έχουμε να αντιμετωπίσουμε, ακόμα κι όταν θα έπρεπε να είναι αυτονόητο λόγου χάριν να υπερασπιζόμαστε έναν πληθυσμό, τον κουρδικό, που έχει κάνει πράγματα, συγκεκριμένα πράγματα για να προασπίσει την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια, ενόσω οι «πατριώτες» και οι σεκταριστές μιλάνε μιλάνε μιλάνε μιλάνε μιλάνε, κάνουν κανένα γκραφίτι, συνελεύσεις μερικών δεκάδων ή εκατοντάδων, αέρας κοπανιστός, φούσκες.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Όταν οι «φιλελεύθεροι» τής ελληνικής κεντροδεξιάς [ΝΔ] προμοτάρουν και διαφημίζουν Ναζιστές και συνεργάτες Ναζιστών..

Από τη πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά με ένα άρθρο στον «Φιλελεύθερο».
Ήξερα ότι ο κύριος Δημήτρης Τριανταφυλλίδης είναι ακραίος παθολογικός αντικομμουνιστής, ωστόσο δεν περίμενα να πέσει τόσο χαμηλά, και να «διαφημίσει» την δράση και το βιβλίο ενός Γερμανού πρώην Κομμουνιστή, και έπειτα συνεργάτη τού Ναζιστικού καθεστώτος.
Το βιβλίο τού κυρίου αυτού ήταν προπαγανδιστικό εγχειρίδιο των Ναζιστών, ο ίδιος συνεργάτης τους και βασικό στέλεχος υποστήριξης των Ρώσων δωσίλογων.
Δεν γνώριζα πολλά, αλλά έμαθα με μια μικρή περιήγηση στο ίντερνετ.
Το κατάπτυστο άρθρο [με λανθασμένη μεταφορά ονόματος]:

Καρλ Άλμπερχτ: Ο προδομένος σοσιαλισμός | Liberal.gr

 
 
Kαι γενικές κατατοπιστικές πληροφορίες από την γουίκι. 
Επειδή οι περισσότεροι δεν γνωρίζετε γερμανικά βάλτε τον αυτόματο μεταφραστή ή αναζητήστε αλλού την ιστορία τού Ναζί πρώην κομμουνιστή:

Karl I. Albrecht – Wikipedia

Χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«..Ο Άλμπρεχτ έγινε ένθερμος υποστηρικτής του ναζιστικού καθεστώτος.  

Από τα έσοδα από τις πωλήσεις τού βιβλίου απέκτησε το ποσό των 300.000  RM , αγόρασε μια βίλα κοντά στο Βερολίνο... Το 1944 έγινε SS-Hauptsturmführer και συνεργάστηκε με τον Gottlob Berger .  

Κατόπιν αιτήματός του, το 1945 έγινε βοηθός του στρατηγού Βλάσοφ , του διοικητή του ρωσικού απελευθερωτικού στρατού (ROA) που πολεμούσε στο πλευρό τής γερμανικής ναζιστικής στρατιωτικής μηχανής..»

 
 
Να μην ξεχάσω να δώσω τα συγχαρητήριά μου στον «Φιλελεύθερο» και τούς πρώην αριστερούς αρθρογράφους που έχουν γράψει ή έχουν δεχτεί να αναδημοσιευτούν άρθρα τους σε αυτό το ιδεολογικό χαμαιτυπείο τής ακροδεξιάς.

 
 
Ιωάννης Τζανάκος 
 
 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Kurdistan σημαίνει PKK, ΡΚΚ σημαίνει Kurdistan..

Λένε ότι δεν έχουν πρόβλημα με τους Κούρδους αλλά με το ΡΚΚ.
Ποιοι το λένε;
Οι Τούρκοι καθεστωτικοί ισλαμιστές-εθνοφασίστες, οι Ιρανοί καθεστωτικοί ισλαμιστές-εθνοφασίστες, διάφοροι μπααθιστές σε όλο τον αραβικό κόσμο, οι ισλαμοφονταμενταλιστές όλου τού πλανήτη, η ηγεσία τής κουρδικής φυλής Μπαρζανί, και για να έρθουμε στο «εδώ» θέμα μας: διάφοροι «μαρξιστές» και μέρος των αναρχικών στην Ελλάδα και αλλού.
Θα πει κάποιος ότι εννοούν άλλα πράγματα, όταν το λένε.
Ξέρω τι εννοούν οι Τούρκοι/Ιρανοί/Άραβες κ.α καθεστωτικοί/ισλαμοφονταμενταλιστές και εθνοφασίστες, όταν «διαχωρίζουν» Κούρδους και ΡΚΚ.
Εννοούν αυτό που εννοούν όλες οι δυνάμεις κατοχής στις κατεχόμενες ζώνες, κάνοντας προπαγάνδα για να κάμψουν το αντιστασιακό ανεξαρτησιακό φρόνημα τού κατεχόμενου λαού χτυπώντας την ένοπλη λαϊκή πρωτοπορία του, για να μείνει ο κατεχόμενος λαός χωρίς τον ένοπλο βραχίονά του [ανεξάρτητα το πως θα έκρινε κανείς αυτόν τον βραχίονα] [αυτό κάνουν και οι Ισραηλινοί σε κατεχόμενες ζώνες, για να μην ξεχνιόμαστε και να μην νομίζουν μερικοί ότι ξεχνιόμαστε].
Το τι εννοούν οι [Έλληνες] ψευτομαρξιστές ψευτοκομμουνιστές και ψευτοαναρχικοί όταν κάνουν τον ίδιο διαχωρισμό, μπορείτε να το βρείτε στο τρελάδικο των ψευδοταξικών κατηγοριοποιήσεών τους, στις οποίες πέραν τού γνωστού «αστικού» κατηγορικού προσδιορισμού [αστικό κόμμα, αστικό κίνημα], όταν κάνει μπαμ ότι δεν υπάρχει αστική ηγεσία «παίζει» ο γνωστός αλλλοτριωμένος, αναπόδεικτος και πάνω από όλα ταξικο-ρατσιστικός κατηγορικός προσδιορισμός τού «μικροαστού» και τού «μικροαστισμού».
Από εκεί και πέρα υπάρχουν και οι ψυχίατροι, οι εξομολογητές και οι ινστρούχτορες καθοδηγητές.
Η αλήθεια είναι μια:
Όποιος λέει ότι υπάρχουν κι άλλα κόμματα, κι άλλες τάσεις, εκτός από το ΡΚΚ, στο κουρδικό κίνημα, καλώς το λέει, έχει δίκιο.
Όποιος όμως λέει ότι «δεν έχει πρόβλημα με τους Κούρδους αλλά με το ΡΚΚ», δεν λέει τα παραπάνω, γιατί είναι ψεύτης και υποκριτής εχθρός των Κούρδων, ψεύτης και υποκριτής εχθρός και τής κουρδικής πατριωτικής αριστεράς. 
Όποιος λέει ότι «δεν έχει πρόβλημα με τους Κούρδους αλλά με το ΡΚΚ», λαμβάνει θέση υπέρ των κατακτητών και των καταπιεστών τού κουρδικού λαού, ειδικά επί των καταπιεζόμενων λαϊκών τάξεων εντός του.
Όποιος ξέρει, κι όποιος έχει καρδιά, κι όποιος είναι τίμιος, δεν διαχωρίζει Κουρδιστάν και ΡΚΚ.
Δεν υπάρχει σύγχρονο Κουρδιστάν χωρίς ΡΚΚ.
Το ΡΚΚ είναι η καρδιά τού κουρδικού λαού, κι όποιος στην Ελλάδα το μισεί και το συκοφαντεί, αν δεν είναι όργανο τής φυλής των Μπαρζανί [αν δεν μετέχει δηλαδή σε μια ενδο-κουρδική διαμάχη ως Κούρδος] είναι ιδεολογικό και πολιτικό όργανο τού τούρκικου Σοβινισμού:
Όπως το κΚε, όπως οι «αυτόνομοι», όπως το μεγαλύτερο μέρος τής ΛΑΕ συν άλλοι ρωσόφιλοι, όπως τα μ-λ ξεφτίδια, όπως μέρος των τροτσκιστών, όπως οι «εκσυγχρονιστές» τού Πασόκ, όπως οι «ανανεωτές» αλλά και οι απόμαχοι και παλαίμαχοι τής β' πανελλαδικής, και άλλοι.

Ιωάννης Τζανάκος


 

Zilan - Ferhad Merde.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Kurdistan και ελληνικό «κίνημα»..

Να «είσαι» μια εθνότητα περίπου 30.000.000 ανθρώπων και να μην «έχεις» κράτος.
Κατάρα και ευλογία μαζί.
Ξέχασα να πω «αστικό» για το κράτος.
Ζητώ συγγνώμη από τους «μαρξιστές» για αυτήν μου την παράλειψη.
Σε «στηρίζουν» οι Αμερικάνοι [Ιμπεριαλιστές], ίσως και οι Ισραηλινοί [Ιμπεριαλιστές];
Ε, τότε, είσαι «αμαρτωλός», άρα κατά τα κριτήρια τής πρώην γραμματέως τού κΚε, είσαι αντιδραστικός, το αίτημά σου δεν είναι πρέπον και ορθό. Άσχετα αν υπάρχει ένα μεγάλο μέρος τού κουρδικού κινήματος εθνικής και κοινωνικής αυτοδιάθεσης που δεν το ζητάει αυτό, να υπάρξει κουρδικό κράτος, αλλά εθνική/εθνοτική αυτονομία και αυτοάμυνα σε ένα διαεθνοτικό πολυπολιτισμικό πλαίσιο. 
Αυτά τα ξεχνάνε οι κουκουέδες. 
Ξέρουν μόνον να συκοφαντούν.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί. Διάβασα κάποτε έναν «αυτόνομο» «αντικαπιταλιστή», ο οποίος βέβαια δεν ενδιαφέρονταν για την ύπαρξη ή μη-ύπαρξη «εξωγενών» ιμπεριαλιστικών στηριγμάτων στα κουρδικά αιτήματα, αλλά έψαχνε μια «αυτοτελή δυναμική» που τα ερμηνεύει. 
Και αυτή, εφόσον δεν ήταν «αυτόνομη αντικαπιταλιστική» δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από καπιταλιστική/εθνοκαπιταλιστική/κρατικοκαπιταλιστική κ.λπ. 
Επίσης, όντας πολύ δυσαρεστημένος με τις αξιώσεις ημών των αφελών αλλά και των Κούρδων για δημοκρατία και ελευθερία, τόνιζε εμφατικά ότι το να μιλάς και να αγωνίζεσαι για δημοκρατία, δεν σημαίνει ότι υπερβαίνεις τον ορίζοντα των αστικών/καπιταλιστικών ανταγωνισμών, άρα μπορεί και να καταλήξεις στον εθνοφασισμό. Άρρωστοι, ύπουλοι, σεκταριστικοί υπαινιγμοί από ανθρώπους που μπροστά τους οι σταλινικοί είναι αγγελούδια στην συκοφαντική σεκταριστική και ολοκληρωτική «λογική».
Όλα αυτά για να δείξει κι αυτός το άρρωστο αριστερίστικο πάθος του ενάντια στους Κούρδους, την ίδια στιγμή που είμαι σίγουρος ότι θα έδειχνε την απόλυτη κατανόηση στον ισλαμοαριστερισμό τού Malcolm X [και εγώ δείχνω, αλλά όχι μόνον σε αυτό το είδος «αναστροφικής/αντιστροφικής αντίστασης»] ή σε ομάδες και τάσεις των «Αδελφών Μουσουλμάνων» στην δύση [ή λόγου χάριν στην Αίγυπτο], αρκεί να υπάρχει κάτι που θα είναι μετωπικά αντίθετο, όχι μεν στον Αμερικάνικο Ιμπεριαλισμό αλλά σίγουρα ενάντια στον αποικιακό δυτικισμό. 
Μετα-αποικιακή κριτική σε φάση παρακμής, πάντα εντός των ορίων τής καθωσπρέπει αντικαπιταλιστικής αντιεθνικιστικής κουλτούρας.
Δεν έχει τέλος ο αντικουρδισμός τους.
Υπάρχουν και οι πικραμένοι ρωσόφιλοι/ιρανόφιλοι [στην πραγματικότητα φιλο-χομεϊνιστές] και φιλο-Άσσαντ, φιλο-Χεζμπολάχ κ.λπ, κάπου κοντά στους κουκουέδες. 
Εκεί θα ακούσεις, εκτός των άλλων «αντιιμπεριαλιστικών», ότι οι Κούρδοι δεν είναι έθνος, ότι «άργησαν» να αποκτήσουν εθνική κουλτούρα, ότι συμμετείχαν στην γενοκτονία των Αρμενίων [κάποιες φυλές ναι, όχι η συντριπτική πλειονότητα του λαού, ούτε όλες οι φυλές] άσχετα αν το ΡΚΚ έχει ζητήσει ανοιχτά συγγνώμη εκ μέρους τού κουρδικού λαού, άσχετα αν τότε [την εποχή τής αρμενικής γενοκτονίας] δεν υπήρχε ΡΚΚ και κουρδική πατριωτική αριστερά.
Σε αναρχικούς χώρους [πλην τού Ρουβίκωνα είναι αλήθεια, και τον τιμάει αυτό] θα ακούσεις ότι το ΡΚΚ είναι εθνικιστικό εθνοσταλινικό, άρα είναι κακό, άρα είναι εχθρός, άρα είναι μικροαστικό/αστικό και τα γνωστά, τα οποία λένε και οι κουκουέδες. 
Αυτά έλεγαν όμως παλιότερα και οι τής β' πανελλαδικής, στον «Σχολιαστή», και οι τού Ιού, και όλο το αριστερίστικο εξουσιαστικό λουμπεναριό, το γνωστό πλέον στο «πανελλήνιο» κοινό για τον ρόλο του στην ανάδυση τού Σύριζα στην εξουσία. 
Τα ίδια θα ακούσεις και σε μαοϊκές ομάδες, στα μ-λ και σε άλλες ακόμα πιο ακραίες σέκτες τού αμετανόητου ζαχαριαδικού και χοτζικού σταλινοχώρου.
Όλα για να κοντύνουν τον κουρδικό αγώνα, να τον υποτιμήσουν, να τον στιγματίσουν.
Από ποιούς;
Από αυτούς που στον ελληνικό χώρο είναι ανίκανοι να ενεργοποιήσουν κινηματικά και να βοηθήσουν μια κοινωνία που πέρασε από ΔΝΤ και κοινωνική καταστροφή, από αυτούς που είναι ανίκανοι να φτιάξουν ισχυρό κίνημα σε μια χώρα που αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, από αυτούς που πέρασε ένας Σύριζα από πάνω τους και ακόμα το ψάχνουν.
 
Ιωάννης Τζανάκος 
 

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Αν είναι να ξεφύγουν

 
Όλοι τους κατοικούν στην θλίψη
δεν είδα κανέναν να θρηνεί το κυπαρίσσι

 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 
  

Δεν είδε κανέναν..

 
Απ' όλες τις μεριές, θρήνους ακούγανε τ' αυτιά μου,
χωρίς να βλέπω άνθρωπο κανένα
γι αυτό, ολότελα χαμένος, στάθηκα..
 
Άσμα ΧΙΙΙ
Η Θεία Κωμωδία, Κόλαση
Dante Alighieri 
 
 
Σα σκύλος κόκκινος
σε θυμό πείνας και δίψας
στρέφονταν ψηλά
στου ουρανού το πλήθος,
Ζητούσαν, 
Κάποια πρόσωπα να ζητά
Γνώριμες φάνηκαν οι φωνές
Κάποιες σκιές ακούστηκαν
Δεν είδε κανέναν 
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
  
 

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

دوگاه (تار:آزاده امیری تمبک:مریم‌ ملا)

قطعه‌ی خزان به یاد پرویز مشکاتیان - ساویا بیستون

تلفیق شنیدنی سنت و مدرنیته در قطعه «شهرنشین» - تنبور ادریس رضایی | Tanbur, "Urbanite"

چهار مضراب شوريده - پديده احرارنژاد و نازنين پدرثانى

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Βίωμα..

Κάποτε εξέφραζα σε έναν «φίλο» τον αποτροπιασμό μου για την ωμή και άνανδρη εκτέλεση μιας Κούρδισσας αγωνίστριας, από μια ομάδα τζιχαντιστών.
Είχε διαρρεύσει ένα βίντεο με την σκηνή.
Αποφεύγω να αναφέρομαι εδώ και καιρό σε τέτοια «ντοκουμέντα», αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου τώρα.
Το θέμα μου είναι η αντίδραση αυτού τού παλιού «φίλου» που μου είχε προκαλέσει κι αυτή έναν αποτροπιασμό, άλλου είδους όμως από τον αποτροπιασμό που προέκυψε από το «θέαμα» τής σκηνής τής εκτέλεσης.
Ο Κύριος αυτός, «πατριώτης» βέβαια, και σφόδρα «αντι-εθνομηδενιστής» και τάχα μου υποστηρικτής των Κούρδων [σε ένα «ρεαλιστικό» πλαίσιο πάντα] με επέπληξε διότι «έτσι είναι ο πόλεμος».
Ο Κύριος αυτός ήταν άντρας άντρακλας, βλέπεις, σαν κι αυτούς που «γεμίζουν» τα φασιστικά και τα εθνικιστικά κόμματα.
Όχι Κύριε, δεν είναι έτσι ο πόλεμος αν γίνεται από σύγχρονους δημοκρατικούς ανθρώπους και ανθρώπους που ανήκουν με επίγνωση στην σύγχρονη λαϊκή τάξη, κι αν στις «τάξεις» τους παρουσιάζονται τέτοιες στάσεις αυτές είναι εκτροπές των αξιών τους, και όχι «φυσικό» ή ενδογενές «πολεμικό» στοιχείο.
Ο πολεμιστής τής αταξικής και τής δημοκρατικής Ιδέας, έχει τσίπα και σέβεται τον πεσμένο, τον ηττημένο αντίπαλο όταν τον έχει στο «έλεός» του.
Αλλιώς, για τι πολεμάμε;
 
Ιωάννης Τζανάκος 

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Φωτεινή Νύχτα..

 
 
Τής κόλασης τα σκότη
νύχτα χωρίς φεγγάρι κι από τ΄αστέρια στερημένη
και μες στα σύννεφα τα μαύρα τυλιγμένη,
δεν έριξαν τόσο βαρύ το πέπλο τους μπροστά μου
όπως αυτός ο μαύρος ο καπνός που πλησιάζει,
μάς τυλίγει και σφικτά μάς αγκαλιάζει,
και που τα μάτια μας τα κλείνει και σκεπάζει,
Γι' αυτό κι ο άξιος και πιστός συνοδός μου
ήρθε κοντά και με την πλάτη μ΄ακουμπά .
Όπως τυφλός, πίσω απ΄ τον οδηγό μου περπατώ
μην τύχει και σκοντάψω ή χαθώ,
μην τύχει και χτυπήσω ή σκοτωθώ,
μες στον αγέρα αυτόν τον μολυσμένο και κατάμαυρο,
τον οδηγό μου ακούγοντας που λέει:
«Τον νου σου, από μένα μη ξεκόβεις»
 
'Ασμα XVI
Η Θεία Κωμωδία
Καθαρτήριο
Dante Alighieri
 
[μετάφραση, Ανδρέας Ριζιώτης]  




Η νυχτερινή σιγή τής Κόλασης
έχει πάψει για πάντα,
Κι είμαστε στης κάθαρσης την πλάνη
αιωρούμενοι και άπιστοι, 
όπως πρώτα..
 
Σαν να μην έγινε τίποτα,
σαν να αρκεί μια ακόμα δοκιμασία,
κι έπειτα όλα καλά,
Αλήθεια και ψέμα, 
Σαν να αρκούν. 
 
Δεν υπάρχει κανένα άστρο
να μας ακολουθεί
ή να το ακολουθούμε,
Κανένας σύντροφος να ακουμπήσουμε
χωρίς τής προδοσίας τον φόβο,
Δεν υπάρχει Τίποτα,
Αλλά δεν αρκεί,
Ούτε αυτό.
 
Όπως τυφλοί,
χωρίς τής τύφλωσης τον οδηγό
χωρίς το φως τής πίστης, το σκοτεινό,
δεν ακολουθούμε κανέναν, 
ούτε τον εαυτό μας,
 
Τον νου σας
Ξεκόψτε..
 
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 
 
 
 

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Θεματάκι..

Ο εξευτελισμός τής έννοιας τού «ταξικού πολέμου» δεν μπορεί παρά να «προέρχεται» από ανθρώπους που δεν έχουν σχέση ούτε με την έννοια/κατάσταση τού «πολέμου» ούτε με την έννοια/κατάσταση τής «εργατικής τάξης» την οποία επικαλούνται για να μιλήσουν για «ταξικό πόλεμο».
Άλλο:
Τι άλλο από Λουδοβίκοι διανοούμενοι, ή αιώνιοι εισοδηματίες έφηβοι, θα μπορούσαν να είναι αυτοί που χλευάζουν τον όρο τού «covid-κρούσματος» για να δείξουν τάχα ότι αυτό που έχει «ουσία» είναι μόνο το «κέρδος», λέγοντας λίγο πολύ αυτό που άκουσα σήμερα να λέγεται όχι από έναν αλλά από δύο Ταρίφες, ότι δηλαδή «όλα γίνονται για να...», και ότι όλα είναι ναπούμε θέατρο  «για να..».
Και καλά, οι Ταρίφες επιμένουν, Ταρίφες είναι.
Οι «μαρξιστές-αυτόνομοι», τα ιδεολογικά μπάσταρδα τού Καφφέντζης, γιατί επιμένουν να επιμένουν; σαν να είναι πεισματάρικα παιδάκια που επιμένουν να λένε ότι δεν έφαγαν το γλύκισμα ενώ το έφαγαν. 
Το γλύκισμα τού λουδοβίκειου «αντιολοκληρωτισμού», ότι «δεν αντέχω» και «δεν μπορώ» και αν μου πούνε ότι σε μια εντατική και σε μια υγειονομική επιτροπή «δεν επιτρέπεται κάπνισμα» τότε αυτό είναι «φασισμός» «σταλινισμός», και μην τα ακουμπάτε τα παιδιά, είναι τού «ελευθεριακού» παλιανθρωπισμού, ε λοιπόν αυτό το παραμυθάκι και αυτό το γλυκισματάκι τελείωσε.
Τελειώσατε, όσες αφίσες σεντόνια κι αν κολλάτε, σας πήρανε χαμπάρι, ότι σε παγκόσμια πρωτοτυπία και «ιδιαιτερότητα», και αριστεριστές και αυτόνομοι και ιδεολογικά μπάσταρδα τού Καφφέντζης και τις ίδιες θέσεις με τον Τραμπ, τον Τράγκα, τον Μπολσονάρου, και την Χρυσή Αυγή-πΟρδή, για την πανδημία, κάτι δεν πάει καλά, δεν νομίζετε; 
 
Ιωάννης Τζανάκος 

Ο «ελληνικότατος» ψεκασμένος αριστερισμός, ως νέο φασίζον «είδος»..

Σήμερα πληροφορήθηκα ότι:
«δεν υπάρχει υγεία, χωρίς δικαιοσύνη και ελευθερία».
Πρόκειται για γελοία, άστοχη και βαθιά φασίζουσα παραλλαγή τού εύστοχου αν και οντολογικού/λανθασμένου: «δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη».
Αναφέρεται στην καραντίνα και την επιβαλλόμενη από το Κράτος «κοινωνική απομόνωση» για να καταπολεμηθεί ο Κορωνοϊός.
Αυτή η γελοία φασίζουσα «τραμπική» παραλλαγή ενός δυνατού συνθήματος, «κολλήθηκε» στους δρόμους τής Αθήνας [μάλλον και αλλού] από τους ψεκασμένους τής υπερ-ελληνικότατης [στην συνωμοσιολογική ταριφοσύνη και καφρίλα] «αυτονομίας», οι οποίοι είναι οι «αγαπημένοι» μου ιδεολογικοί «καταχραστές» και ντόπιοι «εισαγωγείς», κακοί ιδεολογικοί και κινηματικοί «μεταφραστές» τού παγκόσμιου [κυρίως δυτικού όμως] αντίφα-αυτόνομου αντικαπιταλιστικού κινήματος.
[κινηματικός «κλάδος» τού νεοαριστερισμού, προερχόμενος: 
α) από τον ιστορικό κινηματικό «κλάδο» τού υπερδιεθνιστικού «αριστερού κομμουνισμού» (Γκόρτερ, Πάνεκκουκ, κ.λπ), μπορντιγκισμού κ.λπ και 
β) από κομμάτια τού αναρχισμού].
Ας δούμε κάποια πράγματα όμως.
Έχω αναφερθεί και στο παρελθόν στον «δικαιοκεντρισμό» τού υστερονεωτερικού σεκταρισμού [Εγώ φωνή βοώντος εν τη ερήμω: Ευθύνατε την οδόν Κυρίου καθώς είπεν Ησαΐας ο Προφήτης].
Θεωρώ ότι είναι λάθος να «καταχωρούμε» τον νέο σεκταρισμό στην «δικαιωματοκρατία».
Άλλο πράγμα είναι η φιλελεύθερη «δικαιωματοκρατία» και άλλο πράγμα είναι η νεοσεκταριστική «δικαιοκρατία», ακόμα κι αν μερικές φορές «εφάπτονται» ή σχηματίζουν «επάλληλους κύκλους» μεταξύ τους..
«Εδώ», στην ελλαδική περίπτωσή μας, έχουμε να κάνουμε μάλλον με πιο ακραίες και χαζόκακες «φάσεις» σεκταρισμού, δεν υπάρχουν τόσο υψηλές «προδιαγραφές» [πέρα από μαϊμουδίσματα], αλλά ένας σκληρός «δικαιοκρατισμός» μεν αλλά προσαρμοσμένος σε πιο «πεζές» «κινηματικές» «ερμηνευτικές προσεγγίσεις»:
Ο ελληνικός μεταπολιτευτικός και μετα-μεταπολιτευτικός σεκταρισμός είναι τυφλός, βίαιος, μηδενιστικός με την «κακή έννοια» τού όρου, και ουσιαστικά είναι ένας ατόφιος υστερικός αστικός νεολαιίστικος σεκταρισμός [με καταβολές σε «υψηλές» κοινωνικές ταξικές «θέσεις» και «κουλτούρες»].
Οι άτυποι «ηγέτες» τού «χώρου» δεν είναι «μικροαστοί», μισούν τους «μικροαστούς». 
Είναι βρωμόσκυλα τής μεγαλοαστικής τάξης που έχουν ψευδοαποστατήσει από τις μεγαλοαστικές οικογένειές τους, συνεχίζοντας όμως την ρατσιστική παράδοση [τής τάξης και των οικογενειών τους].
Δεν θέλω να προβώ σε αποκαλύψεις πραγμάτων που έχω μάθει τελευταία. 
Επιφυλάσσομαι. 
Τον φόβο μου να έχουν τα βρωμόσκυλα αυτά που παριστάνουν τους...και νομίζουν ότι είναι «αντικαπιταλιστές».
Ο ελληνικός μεταπολιτευτικός αριστερισμός στις «καλύτερες στιγμές» του και στις «νέες γενιές» του, οι οποίες προσεγγίζουν πλέον «επικίνδυνα» τα συνθήματα, και τις κοινωνικές, αξιακές και ιδεολογικές στάσεις τής παγκόσμιας ψεκασμένης νέας ακροδεξιάς στο ζήτημα τής «υγειονομικής κρίσης».
Τα συγχαρητήριά μου στην «παλαιά γενιά» τού ελλαδικού αριστερισμού και ειδικά τής ελλαδικής «αυτονομίας» που «έβγαλε» τέτοια φυντάνια.
Στο μεταξύ όλος ο σοβαρός αριστερισμός, στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες αλλά εν μέρει και στην Ελλάδα, μετά από μια πρώτη [απαράδεκτη κι αυτή] αμηχανία, τηρεί μιαν ορθή στάση στην «υγειονομική κρίση», παίρνοντας το μέρος τού πληττόμενου εργαζόμενου λαού, τού υγειονομικού προσωπικού, τής επιστημονικής κοινότητας, και συγκυριακά τού αστικού κράτους όταν τούτο είναι δημοκρατικό και επιτελεί κάποιες στοιχειώδεις κοινωνικές λειτουργίες. 
Ο δυτικός αριστερισμός ασκεί σφοδρή και έμπρακτη πολιτική και ιδεολογική κριτική στην νέα διεθνή ακροδεξιά των συνωμοσιολόγων και των αρνητών [τής επιδημίας], η οποία «ζευγαρωμένη» με ακραίους «κοινωνικο-δαρβινιστικούς» νεοφιλελεύθερους κύκλους τού μεγάλου Κεφαλαίου, προκρίνει την «ελευθερία από τα μέτρα».
Αυτό το σύνθημα που αναφέραμε στην αρχή, καθώς και άλλα σε άλλες γελοίες αφίσες, σε κείμενα και τρικάκια των Ελληναράδων «αυτόνομων», είναι πολύ κοντά σε αυτή την νέα ακροδεξιά.
Για μένα [για άλλους λόγους], και αυτοί και άλλοι αριστεριστές, ήταν και είναι «κόκκινο πανί», θα μπορούσα χωρίς ενδοιασμό να...κ.λπ, αλλά τούς θεωρούσα αφελώς «σοβαρούς αντιπάλους» σε έναν κοινό ιστορικό χώρο, ενώ τελικά αποδεικνύονται γελοίες περιπτώσεις, χειρότερες από άλλες παρόμοιες γελοίες περιπτώσεις στην Γερμανική αριστερά, συναποτελώντας [και αυτοί] μιαν ακόμα εκνευριστική «εθνοκεντρική» «ελληνική ιδιαιτερότητα» «ελληναραδισμού».
Είμαι ωστόσο περισσότερο οργισμένος όχι με αυτούς, οι οποίοι εξάλλου ως «αδύναμα σημεία» ενός αντίπαλου ιδεολογικού μετώπου με «βολεύουν» ρητορικά και ιδεολογικά για να κάνω εύκολες πολεμικές διεισδύσεις σε αυτό το αντίπαλο «στρατόπεδο». 
Είμαι έξαλλος [δε φοβάμαι να το πω], εδώ και μερικά χρόνια, με τους υπόλοιπους «συντρόφους» που τους «θέλουν» και τους «κατανοούν», στα πλαίσια μιας λούμπεν αλήτικης ιδεολογικής και πολιτικής συμπαιγνίας ενάντια σε άλλες τάσεις [ή τάσεις εν δυνάμει] στα κινήματα των νέων, στα αυτόνομα κινήματα, στην «κοινωνική αριστερά». 
Η Αθήνα είναι γεμάτη με φασίζοντα ψευτοαριστερίστικα ξερατά εναντίον τής υγειονομικής προστασίας τού εργαζόμενου λαού [ντόπιου και «ξένου»], τα οποία [ξερατά] δεν τα θεωρώ ούτε «αριστερίστικα» με βάση τις παγκόσμιες ιδεολογικές προϋποθέσεις, και οι «υπόλοιποι» «σύντροφοι» τα ανέχονται χωρίς πρόβλημα. Βλέπετε υπάρχουν «συμφωνίες» μεταξύ σκατόγερων αφεντικών και φυλάρχων «κινηματομπαμπάδων» τού «κινήματος» [κάπου εκεί είναι και ο Σύριζα και οι μ.κ.ο, παρόλο που «υβρίζονται» από τα «παιδιά»], για να υπάρξει προστασία τού «κομματιού αυτού», τού «κινήματος».  
Ενώ, αν πάω ας πούμε εγώ, ή κανένας άλλος αφελέστερος από μένα ή νεώτερος, να μιλήσουμε πουθενά ή να γράψουμε κανένα σύνθημα, μάλλον θα φάμε και ξύλο, θα χλευαστούμε, θα μας απομονώσουν.
Όπως μού είπε εξάλλου μια ποντικομαμή τού «ευρύτερου χώρου» [φροντίζοντας παρεμπιπτόντως να δει και που μένω, από καχυποψία μάλλον], όταν «δια ζώσης» ή ιντερνετικά, τού έφερνα αντιρρήσεις για τον «αντισιωνισμό-αντικουρδισμό» τού «χώρου»:
«Δεν θα σου μιλάει κανείς».
Σωστά.
Καλό μου κάνατε.
Κοιτάξτε τώρα να μαζέψτε τα φουκωικο-ναζιστάκια σας, άχρηστοι..
 
Ιωάννης Τζανάκος 
 

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Οι τρείς «άντρακλες» τής νέας ακροδεξιάς, και η ανάγκη να φεύγουν «σιγά σιγά»..

Μόνο πωρωμένοι εθνοφασίστες και θεοκράτες, εχθροί των ανθρώπων και των λαών, και μερικοί αποβλακωμένοι αριστεριστές [όχι στις Η.Π.Α που οι αριστεριστές, οι αναρχικοί, οι αντίφα, οι αυτόνομοι, είναι λάθος αλλά έχουν σθένος, είναι παλικάρια -και είναι κάτι άλλο από τα αντίστοιχα «είδη» στην γηραιά ήπειρο], μόνο αδιάφοροι και μισάνθρωποι, ανόητοι, μπορούν να στέκονται με αδιαφορία μπροστά στο ενδεχόμενο να μείνει στην εξουσία των Η.ΠΑ ο φασίστας και γλίτσας Τραμπ.

Ο Τραμπ πρέπει να φύγει, να εξαφανιστεί πολιτικά, και μαζί του πρέπει να «παίρνει σειρά» εξαφάνισης  [όχι μόνον πολιτικής] το φιλαράκι του, ο ψυχάκιας ψευτοσουλτάνος Ερντογάν.

Μα κάνω τώρα «ταξική ανάλυση»; [για «μερίδες τού Κεφαλαίου» και άλλα Πράσινα Άλογα, Κουραφέξαλα];

Τι σχέση έχουν αυτά με τον «αντιιμπεριαλισμό»;

Καλά τώρα! Κουκουρούκου. 
Αν η «ταξική ανάλυση» και ο «αντιιμπεριαλισμός», αυτής τής πρεσβυωπικής «μορφής» που σε κάνει να βλέπεις δέκα χιλιόμετρα μακριά αλλά όχι μπροστά σου, ήταν το νόημα τής ζωής μου, τότε θα ήμουν σε καμία κομματική οργάνωση τού «κόμματος τού λαού», ή σε άλλα μικρότερα, αλλά εξίσου ανοϊκά μαγαζιά.
Τα πράγματα είναι απλά:
1.
Ο εθνικισμός-απομονωτισμός τού Τραμπ που κρατάει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό σε μια «αντιδραστική εφεδρεία» είναι τελικά χειρότερος από τον παρεμβατικό ιμπεριαλισμό και των δημοκρατικών και των νεοσυντηρητικών Αμερικάνων, είναι αμιγώς φασιστικός αντιδραστικός, σκοτεινός εθνικισμός-απομονωτισμός. 
2.
Υπήρξε μια γενική αντίδραση στο «κόμμα» τής [κεντροαριστερής και δεξιάς] «φιλελεύθερης» «υπερπαγκοσμιοποίησης», αλλά το «τραμπικό» αποκρυστάλλωμα αυτής τής αντίδρασης είναι κατά πολύ χειρότερο [από την «υπερπαγκοσμιοποίηση» και το «κόμμα» της].
3.
Και ο Τραμπ, και ο Ερντογάν, αλλά και ο Πούτιν, είναι μια όχι και τόσο χαλαρή πολιτικο-προσωπική «ομοσπονδία» σημαινόντων παγκόσμιων εξουσιαστών που εμφορείται από φασίζουσες εθνικιστικές ιδέες και «αξίες». 
Οι «άντρακλες» αυτοί είναι σε συνεχή συνεννόηση μεταξύ τους, κάνουν συνέχεια το χειρότερο, ακολουθούν την ίδια κοινωνικοπολιτισμική και πολιτική «ατζέντα», και πρέπει να αρχίζουν να μας «αδειάζουν τη γωνιά».

Ιωάννης Τζανάκος

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Σημείωση για τον ιταλικό Νότο

Ακούστε αυτό το επαναστατικό-συντηρητικό άσμα:





Δείτε πάλι αυτό το κριτικό-πολεμικό κείμενό μου:


Repubblica Partenopea  


Και πείτε μου: 

Πως ορίζεις ως «προοδευτικό», ίσως και «αριστερό» στην εποχή του, ένα αποικιακό κίνημα όπως αυτό τού Γκαριμπάλντι και των Πιεμοντέζων; Και τους συντηρητικούς τού Νότου, που υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους, την βιομηχανία τους, την παιδεία τους, πως τους ορίζεις;

Ο Νότος τής Ιταλίας δεν συνήλθε ποτέ από την εισαχθείσα «πρόοδο», και κανείς σοβαρός αναλυτής δεν υπάρχει, σήμερα, που να μην αναγνωρίζει ότι η αντίδρασή «του» στους Πιεμοντέζους, κυρίως δεν ήταν αποτέλεσμα τής «φεουδαλικής αναχρονιστικότητάς» «του», αλλά τού αγώνα «του» για εθνοτική/εθνική αυτονομία, μη κηδεμονευόμενη αστική ανάπτυξη, εντάξει!.με συντηρητική μορφή, για να υπάρξει όμως κοινωνία, όπως τελικά δεν υπήρξε [λόγω των βόρειων].  
Οι Πιεμοντέζοι και ο Γκαριμπάλντι έφεραν την οικονομική και πολιτισμική ανάσχεση και καθυστέρηση στον Νότο, ο οποίος είχε αρχίσει μόνος «του» την καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη..
Μερικές φορές η «μορφή» δεν έχει αντιστοιχία με το «περιεχόμενο», πραγματικά καμία αντιστοιχία.
Δύσκολα τα πράγματα για τον «μαρξισμό» τού «εγχειριδίου» και τού «εργαστηρίου».
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Συμπλήρωμα για την έννοια τής αντινομίας.

 
Οι μεταξύ τους αντινομικές νοηματικές-ή-«οντικές» «οντότητες», πέρα από τον αδιέξοδο αλληλοετεροκαθορισμό τους, περιέχουν [ως αντινομικές] 2 ακόμα «προσδιορισμούς»:
 
1. 
Αναφέρονται σε ένα κοινό πεδίο αναρώτησης-ερώτησης, ως διαφορετικές απαντήσεις σε αυτό το ερωτηματικό πεδίο.
 
2.
Περιέχουν έναν σχετικά ισχυρό ή «απόλυτο» βαθμό ισχύος και οι δύο. Κατά κάποιο τρόπο ισχύουν και οι δύο αν και αντιφάσκουσες μεταξύ τους.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 
 

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [4]. Σημεία μη-φυγής [β]

Η κάθε εξέγερση [ή απλά η εκάστοτε ανατρεπτική συνωμοτική κίνηση] που εμπνέεται από ένα πολιτειακό σχέδιο, το οποίο υφίσταται με την μορφή θολών οραματικών ή σαφέστερων Ιδεών, προκαθορίζεται ως προς την έκβασή της από αυτές τις Ιδέες, ανεξάρτητα από την «μεγαλύτερη» ή «μικρότερη» μεταγενέστερη «κρατική» ή «κυριαρχική» «αλλοτρίωση» σε σχέση με θεμελιακές πτυχές αυτών των Ιδεών.
Μπορεί στην δεύτερη, την «ώριμη» φάση τής εξέγερσης-ή-κίνησης, όταν «επέρχεται» η επανάσταση, να υπάρχει [νομοτελειακή ή επιβαλλόμενη επιλεγμένη] μια «αντι-ρομαντική» παρέκκλιση [«αλλοτρίωση»] προερχόμενη από τις περιστάσεις και από τις επιλογές τής «μιλιταριστικής ελίτ» τής επανάστασης, μολοντούτο το γενικό σχήμα τής επανάστασης δεν έρχεται σε αντίφαση προς το αρχικό σχέδιο.
Η παραβίαση τής αμεσοδημοκρατικής αρχής [αν τούτη έχει υπάρξει] η οποία ισχύει κατά την πρώτη εξεγερτική φάση [αν τούτη έχει υπάρξει], ίσως και  κατά την πρώτη επαναστατική φάση [κατά την οποία ισχύει ακόμα η αμεσοδημοκρατική αρχή -αν έχει υπάρξει- και η οποία μπορεί να ταυτίζεται με την εξεγερτική φάση όταν τούτη έχει φτάσει σε ένα ώριμο σημείο] δεν σημαίνει βέβαια αναγκαστικά παραβίαση των [αρχικών] θεμελιακών αρχών και σχεδίων τής επανάστασης, ακόμα κι αν τούτες είναι «αμιγώς» δημοκρατικές ή «δημοκρατιστικές».
Μπορεί να μιλήσει κανείς μάλιστα για μια διεργασία αφαίρεσης και ώριμης συγκεκριμενοποίησης των γενικών αρχών-σχεδίων και των στρατηγικών αιτημάτων που είχαν προεικονιστεί στα συνωμοτικά επαναστατικά σχέδια ολιγάριθμων επαναστατών και τις πρώιμες εξεγερτικές φλόγες. 
Για να το θέσω ευθέως, σε σχέση με το μπαντιουικό κείμενο [απόσπασμα] αυτή η διεργασία έχει να κάνει με κάθε επαναστατικό σχέδιο, «ριζοσπαστικό προοδευτικό» ή «ριζοσπαστικό συντηρητικό», ανεξάρτητα από τις ιδιομορφίες που προέκυψαν στις εθνικοδημοκρατικές εξεγέρσεις/επαναστάσεις στην Ευρώπη το 1848, και το εννοώ αυτό μάλιστα σε σχέση και με άλλες εθνοδημοκρατικές εξεγέρσεις/επαναστάσεις που διατήρησαν τον κυρίως ή ακόμα και τον «στενότερο» εθνοδημοκρατικό χαρακτήρα τους ή ακόμα και έναν ακόμα στενότερο, «συντηρητικό» [λόγου χάριν θρησκευτικό ή θεοκρατικό] χαρακτήρα.
Και το λέω αυτό, προτού ακόμα αναφερθώ στα «μεσανατολικά», διότι νομίζω ότι έχει παρατραβήξει αυτή η ιστορικο-γενεαλογική παραμύθα τής ευρύτερης «νέας αριστεράς» με την «ελλειπτικότητα» των εθνοδημοκρατικών επαναστάσεων, με προεξάρχουσα την υποτιθέμενη «ελλειπτικότητα» τής υποτιθέμενης «πρωτομορφής» τους, τού «1848».
Τα όρια και οι αντινομικοί περιορισμοί των δημοκρατικών και εθνοδημοκρατικών κινημάτων, δεν υπάγονται αποκλειστικά στις ιδιομορφίες και τούς ιδιάζοντες περιορισμούς των παλαιών δυτικοευρωπαϊκών εθνοδημοκρατικών επαναστάσεων [παρά τις αυτονόητες ταυτότητες-ομοιότητες τους].
Ας κρατήσουμε αρχικά την θέση μου ότι υπάρχει ιστορική ενότητα τής εκάστοτε αρχικά εξεγερτικής [όχι πάντα] και τής κύριας, επαναστατικής διεργασίας [παρά τις διαφορετικές δυνατότητες παραλλαγών και εκβάσεών της, και παρά το αναπόφευκτο γεγονός τής ώριμης «ρεαλιστικής» προσγείωσής της, στην δεύτερη φάση], και ότι υπάρχει εν μέσω όλων αυτών ένας ιδεολογικός προγραμματικός και πολιτισμικός προκαθορισμός της που την «ρυθμοποιεί» και νοηματοδοτεί σε όλες τις φάσεις [ακόμα και μέχρι το «τέλος» της].
Όταν βλέπουμε την κάθε επαναστατική διεργασία από την σκοπιά τής συντελεσμένης ή πιθανής ματαίωσής της, πρέπει να προσέξουμε πλέον να μην υποκύπτουμε «διανοητικά-και-ψυχικά» στην κουραστική πλέον «αριστερή» ή «κομμουνιστική» ή «αναρχική» θρηνωδία, ακόμα κι αν, ή μάλλον ειδικά αν, είμαστε «αριστεροί» «κομμουνιστές» ή «αναρχικοί-αυτόνομοι», και θέλουμε όντως να αποκτήσουμε επιτέλους μια πραγματικά ορθολογική και προσγειωμένη στην πραγματικότητα των επαναστάσεων αντίληψη των πραγμάτων. 
Όταν η επανάσταση τείνει τελικά κάπου, και αυτό το «κάπου» είναι «κάτι» που δεν το περίμεναν πολλοί ενθουσιώδεις συμμετέχοντες σε αυτήν ή εξ' αποστάσεως συμπαθούντες αυτήν, αντί αυτοί να φαντάζονται ότι η επανάστασή «τους» έπεσε «θύμα» «πειρατείας» και «αλλότριας στους σκοπούς της» «οικειοποίησης», καλά θα κάνουν να δούνε τι πραγματικά ήταν αυτή η επανάσταση.
Σίγουρα, ο Μπαντιού έχει δίκιο που «βλέπει» με μια συμπαθούσα αποστασιοποίηση τον εκάστοτε «δημοκρατισμό» των «μεσανατολικών» εξεγέρσεων και των εθνοδημοκρατικών επαναστάσεων, αλλά αυτός ο «δημοκρατισμός» ή και «εξεγερτισμός»-«αναρχισμός» τους: 1) δεν είναι «ανατύπωση» τού 1848, 2) δεν είναι πάντα αποκλειστικά «εθνοδημοκρατικός», 3) και να είναι «εθνοδημοκρατικός» αυτό δεν είναι σημείο υποχρεωτικής «στενότητας», δεν είναι δηλαδή πρόβλημα, παρά μόνον για τους άρρωστα αεθνιστές και ρατσιστικά «αντιεθνικιστές» δυτικούς ή Έλληνες «νεοαριστερούς» «νεοαναρχικούς» κ.λπ, 4) δεν είναι ωστόσο περιορισμένος πάντα ούτε και στον ριζικά νεωτερικό «εθνοδημοκρατισμό», πράγμα που φάνηκε στην μεγάλη κυρίως-συντηρητική εθνοθεοκρατική επανάσταση στο Ιράν, αλλά και στα φασίζοντα εθνοθεοκρατικά και μάλλον πολλές φορές υπερεθνικά-αεθνικά ισλαμιστικά κινήματα στον σουννιτικό ισλαμικό κόσμο.
Όταν «δεν καταλαβαίνει κανείς Αλλάχ Χριστό και Παναγία, και Βούδα ίσως», για τους ιδεολογικούς-πολιτισμικούς και ιδεοπολιτειακούς προκαθορισμούς των εξεγερτικών και επαναστατικών κινήσεων ανθρώπων που έχουν άλλες, συντηρητικότερες από τις  «δυτικές» [και εξαλλονεοαριστερές], Ιδέες και Αξίες [που είναι σεβαστές από ανθρώπους σαν και μένα που ξέρουν να αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν, χωρίς να τις γουστάρουμε καθόλου], τότε «δεν ξέρουμε» πραγματικά «που πάνε τα τέσσερα», και για να ξέρουμε που θα κοντράρουμε με αυτές αλλά και να δούμε ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας στον αγώνα μας εναντίον τους, «εκεί». 
Θύτες και θύματα μαζί [οι «νεοκινηματίες» μαης68 «και-τα-ρέστα»] μιας εξεγερτικής μυθολογίας, που είχε και έχει σαν ουσιώδες φαντασιακό/πολιτισμικό στοιχείο της έναν ενοχικό και ψυχαναλυτικό/πολιτισμικό ανεστραμμένο-«αρνητικό» ναρκισσισμό,  δεν μπορούν τελικά να διακρίνουν τον εχθρό και τον σύμμαχο τους στον «μη-δυτικό» κόσμο, για αυτό και φτάνουν μερικοί από αυτούς να ανοίγουν την πόρτα στον εχθρό [ισλαμοαριστερισμός] και να την κλείνουν στον σύμμαχο, αλείφοντας έτσι βούτυρο στο ψωμί τής ευρωπαϊκής και αμερικάνικης ακροδεξιάς.

[Ίσως να συνεχιστεί, με άλλη μορφή]

Ιωάννης Τζανάκος

 
 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Mohammad Reza Shajarian ‎–Dar Khiyal (Full Album, 1995) ~ در خیال ‎– محمدرضا شجریان

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [3]. Σημεία μη-φυγής [α]

Όσο το δυνατόν συντομότερα και πυκνότερα, πως αντιλαμβάνομαι το αδιέξοδο τής «εξέγερσης» και τής εξιδανίκευσής της.
Όσον αφορά στα «μεσανατολικά» στην επόμενη δημοσίευση.
Σε αναφορά προς τις προηγούμενες δημοσιεύσεις και το κείμενο [απόσπασμα] τού Μπαντιού.
 
Η επανάσταση σε όλες τις μορφές και με όλα τα [συντελεσμένα ή δυνητικά] ιστορικά-ταξικά «πρόσημά» της, είναι μια διεργασία «κρατικής επανασύστασης», για αυτό και η μαρξιστικά εννοούμενη επανάσταση «έφτασε» «νοητικά» μέχρι το όριο τής «απονέκρωσης τού κράτους» στην φάση αμέσως «μετά» την επανάσταση και κατά την μεταγενέστερη διάρκεια μέχρι το «τέλος» τής ταξικής πάλης [αταξική κοινωνία].
Οι «αντιφάσεις» σε αυτό το σχέδιο δεν ήταν εννοημένες ως «αντιφάσεις» μεταξύ μιας υποστασιοποιημένης «κρατικότητας» και μιας «ελευθερίας», ανεξάρτητα από διακηρύξεις τού «μαρξισμού» τού ίδιου τού Μαρξ και των άμεσων πιστότερων συνεχιστών του, οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι μπορεί να υπάρξει μια [«μαρξιστική»] εννόηση που θέτει το κράτος και την [κοινωνική] ελευθερία σε πλήρη αντίφαση [μεταξύ «των»].
Η ούτως ειπείν νεοσταλινική «αναρχοσταλινική» ερμηνεία τού Μπαντιού είναι σαν να θέτει μιαν αντινομία, σαν να εγγίζει το όριο μιας σκέψης-δράσης που δεν μπορεί να ξεφύγει από ένα αντινομικό αδιέξοδο, αλλά αυτό το αδιέξοδο τίθεται, ωστόσο, με έναν τρόπο αντιθετικό προς την «κρατικότητα» ώστε στο τέλος μπορούμε να φανταστούμε έναν ορίζοντα που ξεκινάει σίγουρα, σχεδόν «προϋποθετικά», από την καθολική και οντολογική απάρνηση τής «κρατικότητας», παρά το γεγονός ότι στο μπαντιουικό κείμενο είναι εμφανής και ειλικρινής νομίζω η αυστηρή [αν και καλοπροαίρετη] κριτική του τού μη-κρατικού ή ακόμα και αντικρατικού «δημοκρατισμού» τής εκάστοτε εξέγερσης.
Η υποκειμενική τελεολογία τής επανάστασης όμως είναι «στιγματισμένη» από τον σκοπό τής «άλλης» «κρατικότητας» ή τής «άλλης» «πολιτειακής οργάνωσης», ανεξάρτητα αν από την «ίδια» [την επανάσταση και την υποκειμενική τελεολογία της] τίθεται μερικές φορές ως άμεσος ή προοπτικός ένας ευρύτερος α-κρατικός ή μη-κρατικός ή αντικρατικός σκοπός.
Ο Μαρξ αναγνώριζε σαν αυτονόητη αυτή την παραμονιμότητα τής δομής τής υποκειμενικής τελεολογίας τής επανάστασης, για αυτό και ήταν προσεκτικός ακόμα και στα πιο «αναρχίζοντα» κείμενά του όταν όριζε την σχέση τού εργατικού κινήματος με την «κρατικότητα».
Ακριβώς διότι [και] αυτή η μαρξιστική «διαλεκτική» είναι αντινομική, ακριβώς διότι απεικονίζει σχεδόν «προφητικά» την εκτύλιξη των αντινομιών που θα προκύψουν δια τής ίδιας τής ιστορικής δράσης, η μη ανάδειξη τής αντινομίας ως αντινομίας, δηλαδή η μη ανάδειξη τού αδιεξόδου ως καθολικού και προς το παρόν ανυπέρβλητου αντινομικού πλαισίου, μεταξύ εργατικής «κρατικότητας» και «εργατικής δημοκρατίας», δεν βοηθάει στην «προβληματοποίησή» του.
Η απαξιωτική υποστασιοποίηση τής «κρατικότητας» ως προς τον εσωτερικό ανταγωνιστικό πόλο της στην επαναστατική διεργασία, δεν παύει να είναι υποστασιοποίηση, πράγμα που φαίνεται εξάλλου και στην παράδοξη επιβίωση τής «θετικότητάς» της όταν σταθμίζονται τα ζητήματα «ασφάλειας» τού νέου επαναστατικού καθεστώτος, κατά έναν τρόπο μάλιστα που τής αποδίδονται ιδιότητες ουσιώδους συνέχισης τού σκοπού τής ίδιας καθαυτής τής [ελευθεριακής ή μαζικοδημοκρατικής] «εξέγερσης».
Έτσι, με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια διπλή μεταφυσική υποστασιοποίηση και τής «κρατικότητας» και τής «εξέγερσης», η οποία μάλιστα είναι σαν να σημαίνει ταυτόχρονα μια σύζευξη «αρνητικών» και «θετικών» στοιχείων και στις δύο, με έναν τρόπο όμως που να διατηρείται ο αρχικός βαθμός «απαξίωσης» και υποβάθμισης τής «κρατικότητας».
Τα γεγονότα στις πραγματικές επαναστάσεις «μιλάνε» διαφορετικά.
Η πιθανή αρχική καθοριστική φλόγα μιας εξέγερσης, που δεν είναι «απαραίτητη» πάντα σε κάθε επανάσταση [για αυτό και μιλήσαμε για «πιθανότητα»], είναι ήδη υπαγμένη στην Ιδέα μιας κρατικότητας. Αναρχική επανάσταση, αυτοτελώς, δεν έχει υπάρξει ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ, ακόμα κι αν οι αναρχικοί είναι παρόντες σε κάθε επαναστατική διεργασία, κι αυτό συμβαίνει απλά διότι επανάσταση σημαίνει «κατάληψη» τού κράτους κατά έναν τρόπο, ακόμα κι αν ο στόχος είναι να μην υπάρξει έπειτα κράτος.
Η επανάσταση διασταθμεύει τουλάχιστον μια «στιγμή» στην «κρατικότητα», ακόμα κι αν έχει στο «μυαλό» της να «αποδράσει» άμεσα από αυτήν.
Να καταλάβω να μην χρησιμοποιούμε τον όρο «κρατικότητα» και να τον αντικαταστήσουμε έμπρακτα από μια έννοια και μια πρακτική περί «πολιτείας» ή «πολιτειακότητας», αν και αυτό πολύ εύκολα κινδυνεύει να γίνει όχημα ενός γραφικού «δημοκρατισμού», αλλά το να θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς μια εκδοχή «θετικής» αναφορικότητας προς μια μορφή «κρατικότητας» είναι άστοχο και πολιτικά ανόητο.
Το γεγονός τώρα, ότι, αυτή η «παραδοσιακή» «πορεία» των «επαναστατικών πραγμάτων» ενέχεται σε ένα καθολικό παράδοξο και σε μια τραγική αντινομία, είναι «άλλο» πράγμα.
Ίσια ίσια, η παραδοχή ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει ως προς τις πεπατημένες «κρατικές» οδούς τής επαναστατικής στρατηγικής, αφήνει την σκέψη να στοχαστεί καλύτερα και πιο θαρρετά την ίδια την αντινομία καθαυτή ως πραγματική και ίσως απειλητική.
Εξάλλου η οριζόμενη «ιστορική εξέγερση» δεν μπορεί να υπάρξει καν, ακόμα και σαν απελπισμένη εξέγερση ως προς την άμεση ή ευρύτερη έκβασή της, αν δεν σημαίνει ήδη [για τους ίδιους τους «εξεγερμένους»] μιαν «προοπτική εικόνα» τής θετικής πολιτειακής-κρατικής «δομής» που θα την διαμεσολαβήσει, έστω «μόνον» κατά την πρώτη «στιγμή» τής υλοποίησης των στόχων της.
Ο πονηρούλης Μπαντιού αναφέρεται αρχικά στην μεγάλη συγκλονιστική συντηρητική [έως αντιδραστική] ιρανική ισλαμική-σιιτική επανάσταση αποκαθήλωσης τού Σάχη [τής μοναρχίας], προτού ακόμα αναφερθεί ατυχώς [όπως αποδείχτηκε] στο πλαίσιο και τις προοπτικές τής «αραβικής άνοιξης» [παραβλέποντας, όπως οι περισσότεροι αριστεροί καθοριστικές ιδεολογικές-οραματικές συντηρητικές πτυχές και των δύο κινήσεων, οι οποίες κάθε άλλο παρά «δυτικές» ήταν και είναι].
Στις αναφορές του αυτές φαίνεται η γύμνια του, που δεν είναι μόνο δική του.
Αλλά για όλα αυτά, στην επόμενη δημοσίευση..

[συνεχίζεται]

Ιωάννης Τζανάκος
    

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [2]

Οι έννοιες τής «αντινομίας» και της «αντινομικότητας» δεν έχουν την ίδια απήχηση στην ριζοσπαστική διαλεκτική όπως άλλες όμοιες έννοιες [όπως η «αντίφαση» και η «αντίθεση»], διότι απηχούν αδιέξοδα προβλήματα των οποίων η «επίλυση» δεν είναι ορατή σε κανέναν ορίζοντα.
Όπως γνωρίζουμε η «ριζοσπαστική διαλεκτική» ζει και αναπνέει μέχρι τώρα, δυστυχώς, μόνον με ορίζοντες και οντολογικά/μεταφυσικά εξασφαλισμένες «επιλύσεις» «προβλημάτων» και υπερβάσεις αδιεξόδων, ακόμα και όταν οι «φορείς» της καμώνονται τον απαισιόδοξο και τον «εμμενοκράτη». 
Είναι δε τόσο «βαθιά» η «ανάγκη» των «διαλεκτικών ριζοσπαστών» για έναν εξασφαλισμένο ορίζοντα και τελικές επιλύσεις των αδιεξόδων, ώστε ακόμα κι όταν αποστατούν στο «αστικό» στρατόπεδο, στην θεοκρατία, τον εθνικισμό ή τον φιλελευθερισμό, συνεχίζουν να διατηρούν την ανάγκη να πιστέψουν σε έναν εκ των προτέρων εξασφαλισμένο ορίζοντα υπέρβασής τους. 
Όπως καταλαβαίνουμε, σε ένα τέτοιο νοητικό, ψυχικό και ιδεολογικό ή θεωρητικό πλαίσιο, οι έννοιες τής αντινομίας και τής «αντινομικότητας» δεν είναι ιδιαίτερα «αγαπητές».

--

Δεν μπορούμε, ούτε ταχέως, να αναφερθούμε στην καντιανή θεωρητική «καταγωγή» τής έννοιας [τής αντινομίας], αλλά θα έπρεπε εκ των προτέρων να διευκρινίσουμε στον αναγνώστη ότι δεν θα ήταν ορθό να ψάξει στην προτεινόμενη δική μας έννοια τής έννοιας αυτής το [έστω «σχετικά»] επακριβές νόημα τής καντιανής εννοιολόγησης/οροθέτησής της.
Ας προβούμε σε μια πρώτη οροθέτησή της στο πλαίσιο που μας ενδιαφέρει:
Όταν μια νοηματική και οντική κατάσταση αντίκειται σε μιαν άλλη συμμετρικά ανταγωνιστική της [και το αντίστροφο, χωρίς ιεραρχική σειρά διαδοχής], και δεν υπάρχει δυνατότητα τελικής «υπερίσχυσης» τής μιας ή τής άλλης, και όταν επίσης απουσιάζει ένας «τρίτος» άμεσος ή προοπτικός συντελεστής που να τις υπερβαίνει [και τις δύο], μιλάμε για μια καταστασιακή αντινομία.
Διευκρινίζω εκ των προτέρων ότι δεν με ενδιαφέρει μια ιδεολογική/θεωρητική προβληματική κατά την οποία η αντίθεση καπιταλισμού και σοσιαλισμού/κομμουνισμού ή η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, θα εξετάζονταν υπό το πρίσμα μιας εκδοχής αντινομίας/αντινομικότητας, εις την οποία και οι «δύο πόλοι» «της» θα ήταν, τάχα, ευρισκόμενοι στο ίδιο «αντινομικό αδιέξοδο».
Για μένα ο καπιταλισμός είναι ιστορικά αδιέξοδος και δεν έχει «προοπτική διέξοδο» για να «ξεφύγει» από τους αυτοκαταστροφικούς και ετεροκαταστροφικούς περιορισμούς του, κάτι που δεν συμβαίνει με τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό [την αταξική κοινωνία].
Η έννοια τής αντινομίας όπως την αντιλαμβάνομαι περιέχει δύο [νοηματικούς και οντικούς] πόλους που αλληλοετεροκαθορίζονται δια τής αντανακλαστικής ενδοσυνάφειάς τους ως αδιέξοδοι: ο ένας «πόλος» «απαντάει» στον άλλο με αδιέξοδο τρόπο, παράγοντας ούτως ένα σημείο μιας ατέρμονης αλληλοαντανάκλασης/αλληλοκατόπτρισης «τους» που συνεχίζεται χωρίς τέλος, και χωρίς «λύση» δια τής επικράτησης τού ενός από τους δύο πόλους αλλά και χωρίς τη «λύση» που θα έφερνε ένας τρίτος πόλος που θα τους υπερέβαινε και τους δύο.
 
[συνεχίζεται]
 
Ιωάννης Τζανάκος
  

Mohammadreza Shajarian - Ghoghaye Eshghbazan Album

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Ο φιλόσοφος και οι σκιές του [1]

Σε αναφορά προς το προηγούμενο [αναδημοσιευμένο] κείμενο:
 
Δεν ανήκω σε αυτούς που κυνήγησαν [και κυνηγάνε ακόμα] την σκιά τού σπουδαίου [νεο-]κομμουνιστή φιλοσόφου Μπαντιού, στην Αθήνα. 
Για το Παρίσι-και-αλλού, δεν ξέρω τι έκαναν αυτοί που θεωρώ ότι θα μπορούσαν να είναι «όμοιοί» μου.
Βλέπεις, κάτι έγινε «κάπου εκεί» στα τέλη τής δεκαετίας τού ΄90, και χάσαμε «μερικοί» πολλά επεισόδια από τα ψυχοδράματα και τα πολιτικά δράματα που άρχισαν να παίζονται στα ιδεολογικά και ψυχικά «παρασκήνια» τής «μετασοβιετικής κατάστασης» τού «κινήματος».
Όπως καταλαβαίνω, ή μάλλον όπως νομίζω ότι καταλαβαίνω, συνέβησαν πολλά, κι εμείς, αυτό το ακαθόριστο «εμείς» πολλών παλιότερων «δογματικών» [<<τότε>>] «μαρξιστών», είχαν παραμείνει σε παλιές διαμάχες και διχοτομίες, όπως: «υπάρχει το ενδεχόμενο να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα;» και άλλα «παλαιοσταλινικά» και «παλαιοτροτσκιστικά».
Η απάντηση που δίναμε τότε, εμείς που ήμασταν ένα μέρος αυτού τού προαναφερόμενου «εμείς», ήταν ότι «όντως, μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα».
Όπως καταλαβαίνετε ανήκαμε στην τρισκατάρατη, σήμερα σχεδόν αφανισμένη και εξορισμένη στην ανυποληψία τάση ενός κάποιου είδους «σταλινισμού», αν και σε παλαιότερες εποχές αν δεν κάνω λάθος και κάποιος Γκράμσι την ίδια απάντηση έδινε, αλλά ποιος νοιάζεται σήμερα για αυτά που έλεγε κάποτε ο Γκράμσι; «ξεπερασμένα πράγματα» αυτά, όχι σαν τα άλλα τού ιδίου περί «ηγεμονίας». Έτσι είναι οι «ιδεολογικές εποχές».
Οι φρέσκοι και γυαλισμένοι εκπρόσωποί «τους» λαμβάνουν ό,τι «θέλουν» να «λάβουν» από το «παρελθόν», και παρελαύνουν περήφανοι που άφησαν πίσω τους «σκάρτα» και «λανθασμένα» σημεία του, κρατώντας μόνον τα «εξαγνισμένα», τα «καθάρια», τα «ευυπόληπτα» και αυτά που ταιριάζουν στον παροντικό εξαγνισμό που τελούν, συνεχίζοντας να παρελαύνουν με καμάρι.
Όπως φαίνεται, και ο φιλόσοφος μας, ο αγαπημένος Γάλλος μου, για να κάνει παρέα και παρέλαση στην Αθήνα με τον φανφαρόνο αρχιτροτσκίσταρο των Αθηνών, σημαίνει πως λόγου χάριν το θέμα που προανέφερα δεν το θεωρεί και τόσο καθοριστικό, για αυτό και τον κάνει παρέα. 
Αν ρώταγε όμως τον προαναφερόμενο φανφαρόνο δεν θα είχε μπροστά του την ίδια αδιάφορη αντιμετώπιση. 
Είναι προφανές ότι ο «μαρξισμός-λενινισμός» των κάποτε εξεγερμένων Παρισίων δεν νοιάζονταν και τόσο πολύ, ακόμα και σε αυτό το «κάποτε», για το θεματάκι μας, και για άλλα όμοια, άσχετα αν έδινε τα ρέστα του για την τάδε ή δείνα φράξια τού κινέζικου κομμουνιστικού κόμματος. 
Ήταν βλέπεις η ενδοκομματική, ενδοκινηματική «εξέγερση», η περίφημη αμφιλεγόμενη «πολιτιστική επανάσταση» που τράβαγε τότε το βλέμμα τού επαναστατικού σινεφίλ κοινού, και όχι τα γκρίζα και σκονισμένα θέματα, όπως αυτό που αφορούσε την δυνατότητα ή μη- να υπάρξει σοσιαλισμός σε μια χώρα ή σε μια ευρεία αλλά περιορισμένη [σε σχέση με το μέγεθος τής οικουμένης] «ζώνη» χωρών.
Κανονικά θα έπρεπε να πάψω εδώ την «ανάλυση» και να πάει ο καθένας στον πάγκο του, με τα θέματα και τα προβλήματά του, και εγώ μακριά ξανά από τη φάρα τού μάη68, που δεν μου γέμιζε ποτέ το μάτι, δεν μου το γεμίζει ούτε τώρα, αλλά δεν θα μου το γεμίσει και ποτέ.
Όμως, δεν πρόκειται να «πάω στον πάγκο μου» διότι είμαι ήδη εκεί, από «τότε», και όχι μόνον εγώ αλλά και άλλος πολύς κόσμος, που έζησε αυτή την φάση τής ιδεολογικής απομόνωσης «τότε», και άλλος [πολύς κόσμος] που θα την ζήσει και σήμερα χωρίς να έχει σχέση με αυτά τα παρελθόντα και τις ιδέες τους.
Οπότε, εκ τού πάγκου, και με ακομπλάριστη πλέον χαιρεκακία, μπορώ να συνεχίσω να παρακολουθώ το «δράμα» μιας οικείας-ανοίκειας [σε με πάντα] ιστορικής κοινότητας αισθημάτων και φαντασιώσεων, εφόσον βλέπω κιόλας ότι έχει και παραέχει σχέση με τις δομές τού ύστερου καπιταλισμού, όχι όπως νομίζει από την σκοπιά τής «εναντίωσης» αλλά από την σκοπιά τής «ακολούθησης».
Μα, τι λέει ο τύπος;
Είναι το «κίνημα» «ακολουθόν» τον ύστερο καπιταλισμό;
Ναι, αυτό λέει ο τύπος.
Πως και γιατί το λέω, και τι σχέση έχει αυτό με τον φιλόσοφο και τις σκιές του;
Στην επόμενη δημοσίευση.
 
Ιωάννης Τζανάκος    

[Ωραίο κείμενο με «νεύρο» και αλήθεια, αλλά και όλα τα ριζικά λάθη, μαζί] «Η εξέγερση και η Δύση» —Α.Badiou [αναδημοσίευση από τον «waltendegewalt»]

 αναδημοσίευση από:

waltendegewalt

Η εξέγερση και η Δύση
(Α.Μπαντιού, Το ξύπνημα τής Ιστορίας, κεφ. V, σελ.71-81)

Μια ιστορική εξέγερση αποτελεί πρόκληση για το Κράτος, καθώς τις περισσότερες φορές, μέσω τού αιτήματος τής απομάκρυνσης των κυβερνώντων, εγείρεται ο κίνδυνος για μια απότομη και απροετοίμαστη αλλαγή ή ακόμη και η προοπτική τής ολοκληρωτικής του κατάρρευσης (όπως πράγματι συνέβη με το μοναρχικό καθεστώς τού Σάχη στο Ιράν πριν από τριάντα χρόνια). Από την άλλη πλευρά, πολύ δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι η εξέγερση θα δώσει όλες τις απαντήσεις για τη φύση και την έκταση τής διαδικασίας πολιτικής αλλαγής στην οποία θα υποβληθεί το Κράτος μετά το ξέσπασμά της· η εξέγερση δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να προκαθορίσει τη μοίρα τού Κράτους.

Στα μαζικά κινήματα ιστορικών διαστάσεων, υπάρχουν βέβαια πάντα άνθρωποι που πιστεύουν ειλικρινά στο αντίθετο. Θεωρούν δηλαδή ότι οι λαϊκές δημοκρατικές πρακτικές τού κινήματος (μιας οποιασδήποτε ιστορικής εξέγερσης, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου) συνιστούν, κατά κάποιο τρόπο, πρότυπο για το μελλοντικό Κράτος. Στις συνελεύσεις που διοργανώνονται οι παριστάμενοι συμμετέχουν επί ίσοις όροις, όλοι έχουν δικαίωμα λόγου, οι κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, εθνοτικές, έμφυλες κ.λπ. διαφορές δεν έχουν πλέον καμιά σημασία, οι αποφάσεις λαμβάνονται πάντοτε συλλογικά κ.ο.κ. Φαινομενικά, τουλάχιστον. Διότι οι πιο έμπειροι αγωνιστές γνωρίζουν πώς να διοργανώσουν μια συνέλευση μέσω μιας ολιγομελούς, προκαταρκτικής συνάντησης, η οποία θα παραμείνει τελικά μυστική. Αυτό όμως λίγη σημασία έχει, καθώς η αλήθεια είναι ότι τις περισσότερες φορές η τελική απόφαση θα είναι ομόφωνη. Και αυτό διότι θα επικρατήσει, ως αποτέλεσμα τής συζήτησης, η ισχυρότερη και δικαιότερη πρόταση. Εν προκειμένω μπορούμε να πούμε ότι η «νομοθετική» εξουσία — η εξουσία διατύπωσης μιας νέας κατευθυντήριας οδηγίας — ταυτίζεται όχι μόνο με την εξουσία «εκτέλεσης» — την εξουσία εξειδίκευσης και εφαρμογής των προβλέψεών της — αλλά και με αυτήν τού ενεργού συλλογικού-λαϊκού υποκειμένου, που εκφράζεται συμβολικά από την ίδια τη συνέλευση.

Γιατί, λοιπόν, να μην διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής αυτών των στοιχείων τής μαζικής δημοκρατίας, που άλλωστε προκαλούν τόσο μεγάλο ενθουσιασμό, ώστε να συμπεριλάβει ολόκληρο το Κράτος; Αυτό αποκλείεται για τον απλό λόγο ότι μεταξύ τής εξεγερσιακής δημοκρατίας και τού μονότονα επαναληπτικού, τυφλού και καταπιεστικού συστήματος λήψης των κρατικών αποφάσεων — ακόμη και κυρίως όταν αυτές παρουσιάζονται ως «δημοκρατικές» — υπάρχει τόσο μεγάλο χάσμα, που κατά τον Μαρξ ο μόνος πιθανός τρόπος για την αναίρεσή του θα ήταν μέσω τής ολοκλήρωσης μιας διαδικασίας μαρασμού τού ίδιου τού Κράτους. Απαραίτητη δε προϋπόθεση για την ευόδωση τής διαδικασίας αυτής θα είναι όχι η καθολική εξάπλωση τής μαζικής δημοκρατίας, αλλά το διαλεκτικό της αντίθετο, η επιβολή μιας σφιχτής και αδυσώπητης μεταβατικής δικτατορίας.

Ως προς το σημείο αυτό, ο Μαρξ είχε χωρίς αμφιβολία δίκαιο και θα επανέλθω αργότερα στο λογικό αυτό παράδοξο, το οποίο σχετίζεται με την ύπαρξη μιας αναπόφευκτης συνέχειας μεταξύ, αφενός μεν, τής εξισωτικής δημοκρατίας που εγκαθιδρύεται εντός των κόλπων τής ίδιας τής ιστορικής εξέγερσης, αφετέρου δε, τής λαϊκής δικτατορίας που ασκείται προς τα έξω, προς την κατεύθυνση των εχθρών και των υπόπτων (πράγμα δια τού οποίου επιχειρείται η πολιτική πραγμάτωση τού καθήκοντος πίστης προς την εξέγερση).

Είναι όμως αρκετό, προς το παρόν, να παρατηρήσουμε ότι μια ιστορική εξέγερση δεν παρέχει αφ’ εαυτής καμία εναλλακτική λύση όσον αφορά την εξουσία την οποία σκοπεύει να ανατρέψει. Και εδώ διαπιστώνεται μια πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ «ιστορικής εξέγερσης» και «επανάστασης», εάν ληφθεί υπόψη ότι, τουλάχιστον από την εποχή τού Λένιν, η τελευταία θεωρείται ότι διαθέτει από μόνη της τα μέσα για την επιτυχή και άμεση κατάληψη τής εξουσίας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εξεγερμένοι πάντα διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι το νέο καθεστώς ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με εκείνο που ανατράπηκε από την εξέγερση. Την αρχετυπική μορφή τής σχέσης αυτής ενσαρκώνει το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση τού Ναπολέοντα Γ΄, ως συνέπεια τής στρατιωτικής ήττας και των ταραχών τής 4 Σεπτεμβρίου 1870, και στο οποίο κυρίαρχη θέση είχε το πολιτικό προσωπικό που προήλθε από την αποκαλούμενη «αντιπολίτευση» στο καθεστώς τής Αυτοκρατορίας. Η «νέα» αυτή εξουσία έδειξε ξεκάθαρα με το μέρος τίνος ήταν, όταν μερικούς μήνες αργότερα κατέσφαξε, χωρίς καμία τύψη, χιλιάδες εργάτες τής Παρισινής Κομμούνας, δείχνοντας έτσι το πραγματικό αντιλαϊκό και βάρβαρο πρόσωπό της.[1]

Το κομμουνιστικό κόμμα, με την έννοια που του έδωσε το ΣΔΕΚΡ[2] και κατόπιν η φράξια των Μπολσεβίκων, ήταν μια οργάνωση που, βάσει μιας διεξοδικής ανάλυσης τής Κομμούνας τού Παρισιού από τον Λένιν, κρίθηκε κατάλληλη να ενσαρκώσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας και να θεμελιώσει ένα νέο Κράτος ύστερα από την ολοκληρωτική καταστροφή τού παλιού τσαρικού κρατικού μηχανισμού.

Όταν το εξεγερσιακό σχήμα μετατραπεί σε πολιτικό σχηματισμό, όταν, δηλαδή, θα διαθέτει το απαραίτητο πολιτικό προσωπικό, ώστε, σε γενικές γραμμές, να μην χρειάζεται πλέον να προσφύγει στους επαγγελματίες βετεράνους τής κρατικής πολιτικής, τότε μπορεί κανείς να πει ότι η μεσοδιαστηματική περίοδος έφτασε στο τέλος της. Και αυτό διότι μια νέα πολιτική θα έχει αδράξει την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε μέσω τής αφύπνισης τής Ιστορίας, όπως αυτή εκφράστηκε, σε συμβολικό επίπεδο, με το ξέσπασμα μιας ιστορικής εξέγερσης.

Για να επιστρέψουμε στις ιστορικές εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, είναι ήδη προφανές ότι αυτές θα συνεχιστούν παρά ή, μάλλον, λόγω των εσωτερικών διαιρέσεων που θα προκύψουν. Μια μερίδα των εξεγερμένων — οι πιο νέοι, οι πιο αποφασισμένοι ή οι πιο οργανωμένοι — θα καταγγείλουν δημόσια ότι οι μεταβατικές κυβερνήσεις, που μόλις ανέλαβαν την εξουσία και πίσω από τις οποίες συχνά υποκρύπτεται η μονιμότητα και η συνέχεια των σημαντικότερων θεσμών και οργάνων τού παλαιού καθεστώτος (όπως είναι για παράδειγμα ο στρατός στην Αίγυπτο), είναι τόσο ξένες προς το λαϊκό κίνημα, ώστε να είναι εξίσου ανεπιθύμητες με τις κυβερνήσεις τού Μπεν Αλί ή τού Μουμπάρακ. Οι διαμαρτυρίες όμως αυτές δεν θα κατορθώσουν, τουλάχιστον προς το παρόν, να διαμορφώσουν την ιδέα βάσει τής οποίας θα μπορέσει να πάρει οργανωμένη μορφή η πιστότητα προς την ιστορική εξέγερση. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την έντονη αμηχανία και αναποφασιστικότητα των εμπλεκομένων, στοιχείο το οποίο, υπό μια καθαρά τυπική θεώρηση των πραγμάτων, επιτρέπει τον παραλληλισμό τής σημερινής κατάστασης στον αραβικό κόσμο με αντίστοιχες καταστάσεις που συνέβησαν τον 19ο αιώνα.[3]

Μετά απ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα: ποια είναι τα κριτήρια που επιτρέπουν να αξιολογηθεί η σημασία μιας εξέγερσης, να αποτιμηθεί το εύρος τής ιστορικής αφύπνισης που αυτή ενσαρκώνει;

Οι δυτικές δυνάμεις και τα εξαρτώμενα από αυτές μέσα ενημέρωσης είχαν εξ αρχής έτοιμη την απάντηση: σύμφωνα με την οπτική τους, οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες διαπνέονται από την επιθυμία τής «ελευθερίας», με την έννοια που δίνουν στη λέξη αυτή οι κάτοικοι τής Δύσης, νοούμενης δηλαδή ως «ελευθερογνωμίας» — η οποία έχει όμως ως σταθερό σημείο αναφοράς αφενός τον αχαλίνωτο καπιταλισμό (την «ελευθερία τού επιχειρείν») και αφετέρου το πολίτευμα που θεμελιώνεται στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση (μέσω τής διεξαγωγής «ελεύθερων εκλογών», οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής διαχειριστών τού υπάρχοντος συστήματος ανάμεσα σε υποψήφιους που δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα μεταξύ τους).

Όσον αφορά τις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, οι κυβερνώντες μας και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης προτείνουν ουσιαστικά ένα απλό ερμηνευτικό σχήμα. Εδώ υποτίθεται ότι εκδηλώνεται αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί επιθυμία για τη Δύση: με άλλα λόγια, η επιθυμία να «απολαύσουν» και αυτοί όλα όσα ήδη «απολαμβάνουμε» εμείς οι χορτασμένοι και απαθείς πολίτες των εύπορων χωρών· η επιθυμία τους να ενσωματωθούν, επιτέλους, στον «πολιτισμένο κόσμο»· τον κόσμο που οι Δυτικοί, αμετανόητοι απόγονοι ρατσιστών εποίκων, πιστεύουν ακράδαντα ότι εκπροσωπούν, και μάλιστα σε σημείο που να στήνουν διεθνή «δικαστήρια» για να δικάσουν εκείνους που πρεσβεύουν διαφορετικές αξίες και αρχές (έστω κι αν αυτές μερικές φορές είναι, πράγματι, ελάχιστα αξιέπαινες) ή ακόμα και όσους μοιάζουν απλώς να προσπαθούν να αποτινάξουν τη βαριά κηδεμονία τής «διεθνούς κοινότητας» (έστω κι αν ενίοτε ενεργούν με καθαρά ιδιοτελή κίνητρα). Ωστόσο, όταν οι Δυτικοί περιβάλλουν τις παρεμβάσεις του με τον μανδύα τού Νόμου, δείχνουν να ξεχνούν ότι η υποτιθέμενη εξουσία τους να υπαγορεύουν το Αγαθό δεν είναι παρά ένα εκσυγχρονισμένο όνομα για τον ιμπεριαλιστικό παρεμβατισμό.

Κάθε μαζικό κίνημα εκφράζει αναμφίβολα ένα επιτακτικό αίτημα ελευθερίας. Εφόσον μάλιστα πρόκειται για βαθιά διεφθαρμένα, αυταρχικά και απόλυτα υποταγμένα στις ιμπεριαλιστικές επιθυμίες καθεστώτα, όπως αυτά τού Μπεν Αλί και τού Μουμπάρακ, ένα τέτοιο αίτημα είναι απόλυτα θεμιτό και δικαιολογημένο. Από την άλλη, όμως, η άποψη ότι η εν λόγω επιθυμία συνιστά, κατ’ ουσίαν, επιθυμία για τη Δύση εμφανίζεται απείρως πιο προβληματική.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι έως σήμερα δεν έχει υπάρξει απολύτως καμία ένδειξη για την πρόθεση τού Δυτικού Μπλοκ να μεριμνήσει για την υλοποίηση τής «ελευθερίας» στις χώρες όπου παρεμβαίνει, ενίοτε και ενόπλως. Εκείνο που έχει σημασία για εμάς τους «πολιτισμένους» είναι η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα «είστε μαζί μας ή όχι;», εννοώντας, βεβαίως, με την έκφραση αυτή την εθελόδουλη ένταξή τους στο σύστημα τής παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, πράγμα που επιτυγχάνεται μέσω ενός διεφθαρμένου, ντόπιου πολιτικού προσωπικού το οποίο δραστηριοποιείται στο έδαφος των χωρών αυτών συνεργαζόμενο στενά με αντεπαναστατικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, εκπαιδευμένες, εξοπλισμένες και πλαισιωμένες από δικούς μας στρατιωτικούς, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και εμπόρους εξοπλισμών. Αν και ορισμένες «φίλες χώρες» όπως η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν, η Νιγηρία, το Μεξικό — και πολλές άλλες ακόμη — είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο διεφθαρμένες και αυταρχικές με την Τυνησία τού Μπεν Αλί και την Αίγυπτο τού Μπουμπάρακ, σπάνια ακούει κανείς να εκφέρουν γνώμη επί τού θέματος κάποιοι από εκείνους που, με αφορμή τα γεγονότα στην Τυνησία και την Αίγυπτο, εμφανίστηκαν ως θερμοί υποστηρικτές όλων ανεξαιρέτως των εξεγέρσεων υπέρ τής ελευθερίας. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι τα Κράτη μας προτιμούν την ηρεμία και την σταθερότητα που εξασφαλίζουν τα φιλικά δικτατορικά καθεστώτα από την αβεβαιότητα τής εξέγερσης. Από τη στιγμή, όμως, που αυτή θα ερμηνευθεί ως — ή, προτιμότερο, καταλήξει να αποτελεί — έκφραση τής επιθυμίας για τη Δύση, τότε οι πολιτικοί μας και τα μέσα ενημέρωσης θα σπεύσουν να τη χαιρετήσουν.

Μια τέτοια ωστόσο έκβαση δεν είναι εξασφαλισμένη. Και μόνο το γεγονός ότι, στη Λιβύη, οι Γάλλοι και οι Άγγλοι υποχρεώθηκαν (με τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί σε ρόλο κολαούζου και προπαγανδιστή) να φτιάξουν οι ίδιοι το «αντάρτικο» — μαζεύοντας ανθρώπους τού σκοινιού και τού παλουκιού, τους οποίους εξόπλισαν, οργάνωσαν και συνέδραμαν από αέρος και εκ των οποίων, όπως έγινε γνωστό, οι μόνοι αξιόμαχοι ήταν (άκουσον, άκουσον!) βετεράνοι τής Αλ Κάιντα που αποδείχθηκαν, έως τώρα τουλάχιστον, πειθήνια όργανα των Δυτικών (η Λιβύη είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου κάποιοι είχαν την έμπνευση να επευφημήσουν τον Σαρκοζί) — δείχνει τελικά πόσο πολύ οι κυβερνώντες μας αγωνιούν για το ενδεχόμενο μήπως οι αληθινές εξεγέρσεις φέρουν στο φως κάτι άλλο από την άμετρη αγάπη των εξεγερμένων για τους αυτοκρατορικούς πολιτισμούς μας. Το να γίνεται λόγος για συγκλονιστική «νίκη των ανταρτών», μετά από πέντε μήνες στρατιωτικών επιχειρήσεων με τη συμμετοχή αγγλογαλλικών αεροπορικών δυνάμεων υπό αμερικανικό επιχειρησιακό έλεγχο, ελικοπτέρων εφόδου, στρατιωτικών στελεχών και πρακτόρων εδάφους, είναι ειλικρινά γελοίο.

Όμως, είναι αυτού τού είδους η νίκη που λατρεύουν οι Δυτικοί («Τη δουλειά την κάναμε εμείς», όπως ομολόγησε απερίφραστα ο ίδιος ο Ζιπέ), κι αυτό γιατί, σε περίπτωση που πρόκειται για γνήσιες λαϊκές εξεγέρσεις, θα τους βασανίζει συνέχεια η σκέψη πως ίσως τελικά έχουν να κάνουν με ανθρώπους που δεν θέλουν να γκαρίζουν για το χατίρι τού Κάμερον, τού Σαρκοζί και τού Ομπάμα. Μήπως — κι εδώ είναι ολοφάνερη η αγωνία τους — όλα όσα συμβαίνουν σχετίζονται με μια αδιαμόρφωτη ακόμη αλλά πολύ δυσάρεστη για αυτούς Ιδέα; Μήπως αναδεικνύουν μια αντίληψη για τη δημοκρατία εντελώς διαφορετική από τη δική τους; Εν μέσω τής αβεβαιότητας αυτής, το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούνται είναι το ακόλουθο: «ας ξεσκονίσουμε, λοιπόν, τα όπλα μας, επιλέγοντας καναδυό στόχους για εξάσκηση».

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τι είναι ή τι μπορεί να είναι ένα λαϊκό κίνημα που ανάγεται σε μια «επιθυμία τής Δύσης» και ποια μορφή θα μπορούσαν να λάβουν οι σημερινές εξεγέρσεις, εάν κατάφερναν να ξεπεράσουν τον θανάσιμο αυτό πειρασμό.

Μια πρώτη απόπειρα θα ήταν να πούμε ότι, όταν ενδίδει στην επιθυμία τής Δύσης, η εξέγερση θα προσδιορίζεται κατά άμεσο τρόπο από τον αντιαυταρχικό της χαρακτήρα, οπότε ναι μεν η αρνητική και λαϊκή της δύναμη θα πηγάζει από το συγκεντρωμένο πλήθος, πλην όμως ως δύναμη κατάφασης θα συμμορφώνεται αποκλειστικά και μόνο με τις αρχές και τα πρότυπα που αποτελούν το καύχημα τής Δύσης. Ένα λαϊκό κίνημα που ανταποκρίνεται στον ορισμό αυτό είναι πιθανό ότι θα διοχετεύσει όλο το δυναμικό του στην κατεύθυνση τής προώθησης ορισμένων ασήμαντων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων και τής διεξαγωγής εκλογών υπό τη στενή εποπτεία τής «διεθνούς κοινότητας», στις οποίες, προς έκπληξη όλων των συμπαθούντων, θα κυριαρχήσουν είτε οι γνωστοί επαγγελματίες μισθοφόροι στην υπηρεσία των συμφερόντων τής Δύσης είτε μια ξαναζεσταμένη σούπα από «μετριοπαθείς ισλαμιστές», από τους οποίους, όπως γίνεται σιγά-σιγά αντιληπτό, δεν έχουν να φοβηθούν σχεδόν τίποτα οι κυβερνώντες μας. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι στο τέλος μιας τέτοιας διαδικασίας γινόμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου υπαγωγής και προσάρτησης στη Δύση.

Σύμφωνα με την ερμηνεία που επικρατεί στα μέρη μας, το εν λόγω φαινόμενο, το οποίο περιγράφεται ως «νίκη τής δημοκρατίας», είναι η φυσιολογική και επιθυμητή κατάληξη των εξεγερσιακών διαδικασιών που εκτυλίσσονται στον αραβικό κόσμο.

Έτσι άλλωστε εξηγείται γιατί, στον τόπο μας, αντιθέτως, οι εξεγέρσεις προκαλούν τον αποτροπιασμό και αντιμετωπίζονται με βάρβαρη καταστολή. Αφού οι «καλές εξεγέρσεις» χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι διεκδικούν την υπαγωγή τους στη Δύση, γιατί να μπει κανείς στον κόπο να εξεγερθεί στις αναπτυγμένες και σταθερές δημοκρατίες μας, εκεί δηλαδή όπου η εν λόγω υπαγωγή αποτελεί πάγια κατάσταση; Οι άπλυτοι (οι Άραβες, οι Νέγροι, οι Ασιάτες και οι υπόλοιποι εργάτες στις χώρες-κολαστήρια) διατηρούν το «δικαίωμα» — από καιρού εις καιρό και χωρίς υπερβολές — να θέλουν να γίνουν «σαν και μας»· πόσο μάλλον όταν κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί στον αιώνα τον άπαντα και ενώ θα συνεχίζεται με διάφορες μορφές η πατροπαράδοτη πρακτική τής αποικιακής λεηλασίας, που τροφοδοτεί την αδιαφορία και την απάθειά μας. Από την άλλη, στις χώρες μας, τους παρέχεται το δικαίωμα τής εργασίας και τής ψήφου που οφείλουν να ασκούν σιωπηρώς και κατά μόνας. Κι άμα θέλουν, ας κάνουν αλλιώς! Ο Κάμερον με τα λονδρέζικα γκούλαγκ για τους νεαρούς των μεγαλουπόλεων και ο Σαρκοζί με την σκούπα πλυσίματος Κέρχερ για τις λέρες των προαστίων στέκονται ακοίμητοι φρουροί στις επάλξεις τού πολιτισμού.

Αν ισχύει η πρόβλεψη τού Μαρξ ότι το πεδίο πραγμάτωσης των χειραφετητικών ιδεών είναι παγκόσμιο (κάτι που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ίσχυε στην πραγματικότητα για τις επαναστάσεις τού 20ού αιώνα), τότε τέτοια φαινόμενα υπαγωγής στη Δύση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν πραγματική αλλαγή. Αντιθέτως, η πραγματική αλλαγή θα συνίστατο, κατά κάποιο τρόπο, στην «αποδυτικοποίηση», στην αποχώρηση από τη Δύση, και μάλιστα με τη μορφή τού αποκλεισμού. Όνειρα, θα μου πείτε. Μπορεί να είναι κι έτσι, όνειρα που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτό πρέπει να ονειρευόμαστε, γιατί μ’ αυτό το όνειρο μπορεί κανείς, χωρίς να υποκύψει στο μηδενισμό τού «no future» και χωρίς να απαρνηθεί τα πιστεύω του, να διατρέξει τα δύσκολα χρόνια μιας μεσοδιαστηματικής περιόδου.


[1] Είναι ουσιώδης η ανασύνθεση τού χρονικού τής γένεσης τής (κοινοβουλευτικής) έννοιας τής «αριστεράς» με αφετηρία την «ρεπουμπλικανική» της προέλευση, δηλαδή την κυβέρνηση που σχηματίστηκε από την αριστερή αντιπολίτευση στον Ναπολέοντα Γ΄ και η οποία ανήλθε στην εξουσία το 1870. Θλιβεροί πρωταγωνιστές αυτής τής υπόθεσης, που οδήγησε στη συνθηκολόγηση με τους Πρώσσους και κατόπιν στη βάρβαρη σφαγή των κομμουνάρων, ήταν οι Θιέρσοι και οι τρεις Ζυλ, όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί ο Γκιγιεμέν (ο Ζυλ Φερί, ο Ζυλ Γκρεβί και ο Ζυλ Σιμόν). Η γαλλική αριστερά (τής αποικιοκρατίας, τής Ιερής Ένωσης τού 1914-18, τής ευρείας υποστήριξης στον Πετέν, τού πολέμου τής Αλγερίας, τής συμμετοχής στο πραξικόπημα τού Ντε Γκωλ το 1958, τής χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης υπό τον Μιτεράν, τής κατασταλτικής μεταχείρισης των εργατών αφρικανικής καταγωγής, και θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν τον κατάλογο …) παρέμεινε από τότε πιστή στις ρίζες της. Όσον αφορά τον προσδιορισμό τής λέξης «αριστερά» συναρτήσει μιας αντεπαναστατικής σταθεράς, δίνω ορισμένες αδρές κατευθύνσεις στο κεφάλαιο τής «Κομμουνιστικής Υπόθεσης», έ.α., που αφιερώνεται στην Κομμούνα τού Παρισιού.
[2] Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας. Επαναστατική μαρξιστική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Μάρτιο τού 1898 και η οποία αργότερα διασπάστηκε σε δύο φράξιες, τους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους. [Σημ.Συντ.]
[3] Μεταξύ των διαλεκτικών ενδείξεων τού ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, επιστροφή στην καθαρή του μορφή — στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο τον είδαμε να λειτουργεί κατά τα μέσα τού 19ου αιώνα — περιλαμβάνεται και η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομοιότητα μεταξύ των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο και τής ευρωπαϊκής «επανάστασης» τού 1848: η ίδια ή παρόμοια, φαινομενικά συνηθισμένη αφορμή, παρόμοιος γενικός ξεσηκωμός, παρόμοια διάδοση των εξεγέρσεων σε όλη την έκταση ενός ιστορικής σημασίας χώρου (οι εξεγέρσεις τού 1848 ξέσπασαν βέβαια στην Ευρώπη), παρόμοιες διαφοροποιήσεις ανά χώρα, παρόμοιες φλογερές αν και αόριστες συλλογικές διακηρύξεις, παρόμοιος αντιαυταρχικός προσανατολισμός, παρόμοιες αβεβαιότητες και αμφιβολίες, η ίδια υποβόσκουσα ένταση μεταξύ τής εργατικής και τής διανοουμενίστικης και μικροαστικής τους συνιστώσας κ.ο.κ. Γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα καμία από αυτές δεν μπόρεσε να οδηγήσει σε μια νέα κοινωνικοκρατική κατάσταση πραγμάτων. Είναι, όμως, εξίσου γνωστό ότι χάρη σε αυτές άρχισε μια εντελώς νέα πολιτική ακολουθία, που δεν ολοκληρώθηκε παρά στη δεκαετία τού 1980. Και αυτό οφείλεται στο ότι η Ιδέα μπόρεσε να συναρμοστεί με τα ιστορικά συμβάντα. Πράγματι, αν και νικημένοι οδομάχοι των γερμανικών εξεγέρσεων, ο Μαρξ και ο Ένγκελς υπέγραψαν ένα από τα πιο θριαμβευτικά κείμενα τής Ιστορίας, το Μανιφέστο τού κομμουνιστικού κόμματος.