Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Οι παγίδες τής παγκόσμιας ιεραρχικής πυραμίδας. Οι αυτοκρατορίες τού θανάτου.

 
[1]
Ορίσαμε σε κείμενα μας, σχηματικά, τη δομή -και την αρχική αναγκαιότητα- του αντανακλαστικού «αντιστροφικού» ετεροκαθορισμού των καταπιεσμένων υποκειμένων από την εκάστοτε εκμεταλλευτική κυριαρχία που τα υπάγει στην άμεση εξουσία της. 
Το «πρόβλημα» της εν λόγω δομής εκφράζεται στα σύγχρονα κοινωνικά-ταξικά αποτελέσματά της, όταν αναδύεται ιστορικά η παραγωγή μη καπιταλιστικών μεν αλλά εκμεταλλευτικών κοινωνιών, ακριβώς μέσω της ταυτόχρονα εξομοιωτικής-και-αντιστροφικής άρνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας από την εργατική τάξη και τα διανοούμενα/γραφειοκρατικά στρώματα.
Μια ειδικότερη -οντολογικά στενότερη αλλά εξίσου αδιέξοδη- μορφή ετεροκαθορισμένης αντιστροφής μιας καταπιεστικής ιεραρχικής δομής σχετίζεται με την εθνική/εθνοκρατική μορφή κυριαρχίας. 
Το έθνος (nation), σε διάκριση από την εθνοτική ομάδα/εθνότητα (ethnicity, ethnic group), συνιστά ιεραρχικό καταπιεστικό μηχανισμό που αποκρυσταλλώνεται σε κράτος. 
Αφομοιώνοντας και αλλοτριώνοντας -με επιθετικούς και συναίνεσης τρόπους- ετερογενή εθνοτικά στοιχεία μέσω μιας κυρίαρχης εθνοτικής ομάδας, εκφράζει πάντοτε μια κυρίαρχη εκμεταλλευτική τάξη (όντας μέρος της) ως σχετικά αυτόνομος βραχίονάς της, που δύναται να αυτονομηθεί περισσότερο έως και να συγκροτήσει τον κύριο κορμό της άρχουσας τάξης.\
Το πεδίο «τέλεσης» αλλά και «εγκλωβισμού» της ταξικής πάλης στη σύγχρονη καπιταλιστική και γραφειοκρατική εποχή -και όχι μόνο- είναι το έθνος/\έθνος-κράτος.

Διευκρινιστικά: Η «σχετική αυτονομία» του κράτους, άρα και του έθνους-κράτους, δεν σημαίνει υπερταξική ή διαταξική αυτονομία. Σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το ίδιο το κράτος αποτελεί ειδικό και σχετικά αυτοτελή εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό συντελεστή. Το ότι, απορροφώντας τη «δημόσια αρχή», επιτελεί και ουδέτερες λειτουργίες δεν αφορά αυτή τη συγκεκριμένη σχετική αυτονομία που μας απασχολεί. Επίσης, η ύπαρξη εθνών/εθνών-κρατών πριν τον καπιταλισμό έχει καταδειχθεί κυρίως από την εργασία του Anthony Kaldellis και δεν ανάγεται αποκλειστικά στη συμβολή του Benedict Anderson.

Το έθνος/έθνος-κράτος δεν αποτελεί μόνο κυρίαρχο πεδίο τέλεσης και εγκλωβισμού των ταξικών ανταγωνισμών, αλλά και πεδίο των ευρύτερων διακρατικών αντιθέσεων, συγκρούσεων και ενοποιήσεων. Εδώ εντοπίζεται μια κρίσιμη δομική ιδιοτυπία: το διεθνές/οικουμενικό παιχνίδι μεταξύ κρατών/εθνών/εθνών-κρατών είναι ιεραρχικό και πάντοτε χαρακτηρίζεται (1) από θεμελιώδη ασυμμετρία/ανισότητα και (2) από κενά κυριαρχίας. Το διακρατικό σύστημα δεν είναι απλώς άνισης ανάπτυξης ισχύος· είναι δομικά ασύμμετρο και τελικά «μηδενοποιητικό».

Στον δεσπόζοντα πυρήνα του, το σύστημα αυτό είναι συσχέτιση μεταξύ ενεργών αυτοκρατορικών-ιμπεριαλιστικών εθνών/εθνών-κρατών και δυνητικά αυτοκρατορικών-ιμπεριαλιστικών εθνών/εθνών-κρατών. Το έθνος είναι ενδογενώς ιμπεριαλιστικός-αυτοκρατορικός θεσμός, ακόμη κι όταν πρωτοεμφανίζεται ως ανεστραμμένο, αμυντικό πρόπλασμα στα μυαλά καταπιεσμένων εθνοτήτων. Επομένως, όσο υπάρχει «έθνος» θα υπάρχει ασυμμετρία και ανισότητα μεταξύ «εθνών»· δεν μπορούν όλα να γίνουν φορείς αυτοκρατορίας ή καν σοβαροί υποψήφιοι γι’ αυτήν.

Έτσι, προπλάσματα εθνών ή αδύναμα έθνη που δεν καθίστανται πραγματικά κυρίαρχα εντός της ριζικής αυτής ασυμμετρίας, λειτουργούν ως «κενά κυριαρχίας»: ακόμη κι αν φαίνονται σταθεροποιημένα στη «μέση» της ιεραρχίας, δεν πληρούν τον θεμελιώδη όρο του «έθνους» με την κυριολεκτική, πρακτική έννοια: ενεργή ή δυνητική αυτοκρατορική-ιμπεριαλιστική οντότητα. Παραμένουν σε ένα όριο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας.
Από εδώ προκύπτει και μια διάκριση αρχών: άλλο ο επαναστατικός εθνοτισμός μιας καταπιεσμένης εθνότητας (ως αιτούμενο αυτονομίας/αυτοκαθορισμού) κι άλλο ο εθνικισμός. Όταν ο πρώτος αντιστρέφεται σε εθνικισμό, οι φορείς του είτε φαντασιώνονται αυτοκρατορική μετεξέλιξη είτε πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει «ανεξάρτητο» έθνος-κράτος χωρίς ιμπεριαλιστικές/καταπιεστικές δυναμικές προς τα έξω και προς τα μέσα. Το σύνθημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» (όχι της εθνοτικής αυτονομίας) -εκτός από περιπτώσεις όπου σημαίνει απλώς άρση ξένης κατοχής- τείνει να σημαίνει στην πράξη ιμπεριαλιστική αυθυπαρξία/αυτοτέλεια και υπεροχή έναντι άλλων εθνών.

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτό έχει μια υπό προϋποθέσεις ρεαλιστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν απομεινάρια παλαιών αυτοκρατοριών και υλικό-ιδεολογικό υπόστρωμα «αυτοκρατορικού έθνους» (λ.χ. Ιράν, Τουρκία). Κάτω από αυτό το κατώφλι ισχύος δεν έχουμε απλώς «αδύναμα έθνη», αλλά μια ζώνη δομικά ανέφικτων τάσεων προς «εθνική κυριαρχία»/«εθνική υπόσταση». Εδώ ακριβώς έγκειται η παγίδα της παγκόσμιας ιεραρχικής πυραμίδας: εγκλωβίζει τους λαούς της περιφέρειας -εντός και εκτός κυρίαρχων ή δυνητικά κυρίαρχων εθνών— σε αμυντικούς εθνικισμούς και πατριωτισμούς που, ακόμη κι αν είναι κατανοητοί, καταλήγουν σε ουτοπίες με συχνά καταστροφικές εκβάσεις. Πρακτικά, ένα τέτοιο ιδεολογικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοστεί αν ο τόπος δεν ανήκει στον παγκόσμιο κυριαρχικό πυρήνα· η απομόνωση δεν συνιστά «εφαρμογή» αλλά αδιέξοδο.

Η επίγνωση ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουμε «έθνη» εν τοις πράγμασι αλλά εθνομορφώματα ή απολήξεις άλλων εθνών έχει συνέπειες και για τον αντιεθνικισμό: πώς αρθρώνεται ανοιχτός λόγος και πράξη εναντίον του «έθνους» όταν λείπει το ίδιο το πραγματικό έδαφος του έθνους; 
Το ερώτημα δεν είναι σοφιστικό· ανοίγει πρακτικά και θεωρητικά διλήμματα για το πού και πώς αξίζει να αγωνιστούμε μέσα σε ένα πεδίο όπου συμπλέκονται πραγματικότητες και φαντασιακές ταυτότητες.
*
 
[2]
Τα έθνη/έθνη-κράτη που αναδύθηκαν μετά τα δυτικά έθνη-κράτη υπήρξαν δέσμια εθνικιστικών αντικατοπτρισμών που προήλθαν από τον ανερχόμενο δυτικό κόσμο. Δεν μπόρεσαν, εκ της θέσης τους, να «διαβάσουν» το ευρύτερο πλαίσιο της δυτικής ανάδυσης. Εστίασαν στη μορφή του έθνους-κράτους και στο εθνικό-καπιταλιστικό του υπόβαθρο, παραβλέποντας το ειδικό γεωστρατηγικό πλαίσιο που το γέννησε.
Τα «βεστφαλιανά» κράτη αναδύθηκαν μέσα από σκληρές κρατικές συγκρούσεις πάνω σε ένα κοινό ευρωπαϊκό πεδίο μάχης, σε σύνδεση με τον «νέο κόσμο», το δουλεμπόριο και τη γενοκτονία των ιθαγενών. Υπήρξε, δηλαδή, μια ευρύτερη -αν και όχι «κλειστή»- υπερεθνική εδαφικοποίηση των ανταγωνισμών, μέσω της οποίας αναδύθηκαν τα εθνικά κράτη.
Άρα, προτού μιλήσουμε για τους εθνοκρατικούς/εθνοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς μέσω των οποίων αναδύθηκαν τα νεωτερικά κράτη, πρέπει να διευκρινίσουμε αυτό το ειδικό χωρικό/τοπολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ανταγωνισμοί συγκροτήθηκαν και, ταυτόχρονα, συγκρότησαν το ίδιο το πεδίο ως κοινό χώρο δυτικοϊμπεριαλιστικής κυριαρχίας και αυτοκαθορισμού -έως και κοσμοκρατορίας. Οι εθνικές «μονάδες» δεν ήταν το μόνο αιτιακό πλέγμα παραγωγής του νέου κυριαρχικού κόσμου· εντάχθηκαν ως ενεργοί συντελεστές σε έναν ενιαίο, αν και σπαρασσόμενο, γεωστρατηγικό χώρο.

Τα έθνη/έθνη-κράτη που «ήρθαν αργότερα», ακόμη και ως αρνητικά αντανακλαστικά του δυτικού παραδείγματος, φέρουν το στίγμα της αδυναμίας είτε να ενταχθούν ισότιμα στον ευρύτερο αυτό χώρο είτε να κατασκευάσουν έναν όμοιο μαζί με άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Η υστέρηση αυτή -υλική, χρονική και χωρική- στην κτήση ολοκληρωμένης εθνικο-ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, γέννησε σχέδια φαντασιακής δόμησης έθνους που διολίσθησαν σε νεωτερικές παραλλαγές καταγωγικού φυλετισμού: έναν βεβιασμένο μονοεθνοτικό εθνικισμό.

Ο συνδυασμός δυτικογεννημένου εθνικισμού/εθνοκρατισμού με έναν αλλοιωμένο, από τον εθνικισμό, εθνοτισμό -μέσα σε επιταχυνόμενες εθνικοποιήσεις της κοινωνικής ζωής- υπήρξε ιστορικά από τους πιο δολοφονικούς μη αμιγώς δυτικούς εθνικισμούς. Οι βαλκανικές εθνοκαθάρσεις και οι γενοκτονίες που συνόδευσαν την εθνοομογενοποίηση αποτελούν πρώιμες εκφράσεις του φαινομένου. Η τάση δεν εξέλιπε: σύγχρονες γενοκτονίες και εκτοπίσεις συνδέονται με την ίδια λογική βίαιης ομογενοποίησης.

Η βασική αιτία: ο μη δυτικός περιφερειακός καπιταλιστικός κόσμος καθυστέρησε δομικά να συγκροτήσει «κανονικά» έθνη-κράτη και επιχείρησε, υπό πίεση, να μιμηθεί ανεστραμμένα τη Δύση· οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες του ήταν κατά κανόνα πολυπολιτισμικές/πολυεθνοτικές, και ο εισαγόμενος «εθνικός σκοπός» (μαζί με τον καπιταλισμό) παρήγαγε επιταχυντική βία ομογενοποίησης. Σήμερα, ο «εθνικός σκοπός» αυτός, εκτός από ανήθικος και φασιστικός, είναι και ιστορικο-πρακτικά ανέφικτος· η ανεφικτότητα κλιμακώνει αντιδραστικούς σπασμούς.

Το αδιέξοδο επιτείνεται επειδή στο παιχνίδι κυριαρχικών ιδιοτήτων δεν μετέχουν μόνο μικροϊμπεριαλιστικές άρχουσες τάξεις, αλλά και καταπιεσμένες λαϊκές τάξεις. Επιπλέον, μερίδες εθνοτικών/άλλων μειονοτήτων εντός δυτικών χωρών φαντάζονται «εξωτερικά» αυτοκρατορικά ερείσματα σε εναλλακτικές «ανατολικές» αυτοκρατορίες. Συντίθεται έτσι ένα πλέγμα αμοιβαίων αυταπατών: περιφερειακοί εθνικισμοί που ζητούν νομιμοποίηση και δυτικές ριζοσπαστικότητες που τους αποδίδουν λυτρωτικό ρόλο. Η ανάλυση οφείλει να αποδομεί αυτές τις συγκλίσεις φαντασιασμών.
**
 
[3]
Η εικόνα του ύστερου καπιταλιστικού κόσμου ως «πολυπολικού» κρύβει, πίσω από έναν πυρήνα αλήθειας, ένα κρίσιμο κενό. Ο «νέος πολυπολικός» κόσμος δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, διότι αποτελείται από:
(Α) τη δυτική ιμπεριαλιστική «αυτοκρατορία», η οποία συγκροτείται από ανταγωνιζόμενες επιμέρους δυνάμεις αλλά εκκινεί από κοινό χώρο αυτοκαθορισμού· και
(Β) αναδυόμενες εθνοκαπιταλιστικές δυνάμεις που τείνουν να γίνουν αυτοκρατορικές και ταυτόχρονα να συγκροτήσουν έναν δικό τους «κοινό χώρο» εκκίνησης και αυτοκαθορισμού.
Ορισμένες ιστορικά «υστερούσες» δυνάμεις του μη δυτικού κόσμου -με συνδρομή της Ρωσίας, ιστορικά ενδιάμεσης- τείνουν να ολοκληρωθούν ως κυρίαρχα έθνη-κράτη με τον μόνο τρόπο που αυτό επιτυγχάνεται: μετατρεπόμενες σε αυτοκρατορικές-ιμπεριαλιστικές οντότητες και συγκροτώντας κοινό χώρο εντός του οποίου θα διεξάγουν και τους αμοιβαίους ανταγωνισμούς τους. 
Τα κράτη αυτά, παρότι είχαν απολέσει υλικά/ιδεολογικά την αυτοκρατορική ιδιότητα σε περιόδους δυτικής υπεροχής, διατήρησαν ζώσα «μνήμη» της στο εθνικιστικό κράτος-φαντασιακό (ενδεικτικά: Ιράν, Τουρκία, Κίνα). 
Δεν πρόκειται για αμυδρές φαντασιώσεις χωρίς ερείσματα, αλλά για στρατηγικές με πληθυσμιακά, οικονομικά και στρατιωτικά θεμέλια και μεθοδικές πράξεις κυριαρχικού αυτοκαθορισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαίο να εξεταστεί και η προοπτική των χωρών/κοινωνιών που παραμένουν σε «κατώτερη» ή «μεσαία» θέση στη νέα ιεραρχία παγκόσμιας ισχύος: ποιες είναι οι συνέπειες για τους εργαζόμενους και τις διανοούμενες τάξεις, εντός αδύναμων εθνών-κρατών ή μη εθνικά συγκροτημένων εθνοτήτων, όταν βρεθούν ανάμεσα σε συγκρουόμενους πόλους που ενοποιούν και διασπούν ταυτόχρονα;
Ενδιάμεση σημείωση (περί «κοινών ψευδαισθήσεων»).
Είναι χρήσιμη μια διευκρίνιση για το πώς νοούνται οι «διαταξικές» ψευδαισθήσεις. 
Κοινωνικές αυταπάτες μπορούν να εμφανίζονται εγκάρσια σε διαφορετικές τάξεις, παρότι φέρουν διαφορετικά ταξικά πρόσημα, μορφές και λειτουργίες. 
Η πηγή τους, σε μεγάλο βαθμό, ανιχνεύεται στην κυρίαρχη ιδεολογία και στους ιδεολογικούς-πολιτισμικούς μηχανισμούς του καπιταλισμού. Το σημείωμα αυτό στοχεύει μόνο να αποσαφηνίσει τη χρήση του όρου, ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις στις επόμενες ενότητες.
**
 
[4]
Ο «πολυπολικός» ύστερος καπιταλισμός κρύβει μια ασυμμετρία: δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. 
Σήμερα συντίθεται από (1) τη δυτική ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία -ένα σύμπλεγμα ανταγωνιζόμενων επιμέρους δυνάμεων που, παρά τις τριβές, εκκινούν από έναν κοινό χώρο αυτοκαθορισμού της κυριαρχίας τους- και (2) αναδυόμενες εθνοκαπιταλιστικές δυνάμεις που επιδιώκουν να μετατραπούν σε αυτοτελείς αυτοκρατορικούς πόλους. Οι δεύτερες δεν αρκούνται στην εσωτερική τους ισχύ· επιχειρούν ταυτόχρονα να συγκροτήσουν έναν εναλλακτικό, κοινό μεταξύ τους, χώρο κυριαρχικού αυτοκαθορισμού και «χωρικής εκκίνησης» προς το εξωτερικό.
Αρκετά από αυτά τα κράτη -αρχικά απομεινάρια παλαιών αυτοκρατοριών που απώλεσαν υλικό και ιδεολογικό κύρος - έχουν πλέον «διαβάσει» σωστά το δυτικό εθνικισμό: δεν μένουν στη λαμπερή, αλλά κίβδηλη, αφήγηση της εθνικής αυτογέννησης· αντιλαμβάνονται πως προϋπόθεση ισχύος είναι η ένταξη σε έναν υπερεθνικό, κοινό χώρο όπου αρθρώνεται η κυριαρχία. 
Έτσι, κινούνται για να αποκτήσουν όχι μόνο ισχυρό κράτος-έθνος, αλλά και τη χωρική/θεσμική υποδομή μιας αυτοκρατορικής παρουσίας.
Σημαντικό εδώ: ορισμένα μη δυτικά έθνη-κράτη -Ιράν, Τουρκία, κυρίως η Κίνα- ποτέ δεν απώλεσαν την αυτοκρατορική ιδιότητα από τη μνήμη του κράτους. Δεν ανήκουν στην κατηγορία των περιφερειακών εθνοψωνισμών χωρίς υλικό έρεισμα· διαθέτουν πληθυσμιακή, οικονομική και στρατιωτική βάση, καθώς και μεθοδικές πράξεις αυτοκαθορισμού. 
Γι’ αυτό και μπορούν ρεαλιστικά να διεκδικούν θέση σε έναν εναλλακτικό πόλο ισχύος, αντίθετα με μικρές ή εξαρτημένες εθνικές φαντασιώσεις που στερούνται τόσο υποδομών όσο και βιώσιμης στρατηγικής.


Ο κόσμος δεν είναι (ακόμη) αληθινά πολυπολικός: ένα εδραιωμένο δυτικό σύμπλεγμα ισχύος συνυπάρχει με αναδυόμενους παίχτες που στήνουν τον δικό τους κοινό χώρο κυριαρχίας. Ιράν, Τουρκία και κυρίως Κίνα αξιοποιούν διαρκείς αυτοκρατορικές μνήμες και υλικά ερείσματα για να μεταβούν από έθνη-κράτη σε λειτουργικούς αυτοκρατορικούς πόλους.

** 
 
[5]
Πρέπει να το κατανοήσουμε έλλογα, να το βγάλουμε στο φως της διαυγούς σκέψης:
Ζώντας απομακρυσμένοι από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις βρισκόμαστε σε μια παράδοξη και σύνθετη κατάσταση - ιδιαίτερα όταν «ανήκουμε» στις καταπιεσμένες εργαζόμενες ή μικροαστικές τάξεις. Μπορεί ο κόσμος να έχει συγκροτηθεί γύρω από τερατώδη αστεακά κέντρα, ο καπιταλισμός να έχει επικρατήσει, και οι περισσότεροι εθνικοί καπιταλισμοί -ακόμη και του λεγόμενου «τρίτου κόσμου»- να έχουν αναβαθμιστεί· ωστόσο η γενική διαίρεση ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και τις εξαρτημένες περιφέρειες δεν έχει εκλείψει. Υφίσταται σε μεταλλαγμένη, πιο σύνθετη και συχνά παράδοξη μορφή.
Παράλληλα, εντείνεται και η εσωτερική περιθωριοποίηση των εθνικών «περιφερειών». 
Γύρω από τις μεγα-μητροπόλεις δεν υπάρχει πια η αγροτιά όπως την ξέραμε, αλλά ένα εξαρτημένο «τοπίο»: μεγάλες ή μεσαίες βιομηχανικοαγροτικές εκμεταλλεύσεις, όπου εργάζονται από τους πιο αδύναμους προλετάριους του κόσμου - συχνά μετανάστες σε συνθήκες στέρησης και επισφάλειας, εκτεθειμένοι σε εντατική χρήση φυτοφαρμάκων και χωρίς επαρκή υγειονομική προστασία. 
Οι εικόνες εκμετάλλευσης είναι ωμές: υπερεργασία, κακοστέγαση, ανασφάλεια.
Ο κόσμος μας δεν είναι ενοποιημένος, παρά την καπιταλιστική, αστεακή και ιδεολογική «ενοποίησή» του. 
 Δεν πρόκειται για ένα «λείο πεδίο» όπου όλα «ρέουν» αδιακρίτως. 
Νέα τείχη και ιεραρχικοί διαχωρισμοί ορθώνονται παντού. 
Όταν ένας παλαιός φράχτης πέφτει, αλλού υψώνεται άλλος - αρχικά αόρατος, συχνά παρουσιαζόμενος ως «λεπτή διαφορά» που δεν θα μετατραπεί σε νέο τείχος. 
Αρκεί να δούμε τι συνέβη στις μεταξύ μας άμεσες κοινωνικές σχέσεις πριν και μετά τη μνημονιακή περίοδο: πέρα από την υλική δυσπραγία, τα βαθύτερα ρήγματα σε φιλικούς, συντροφικούς και ιδεολογικούς χώρους δεν γεφυρώθηκαν· άνοιξαν περισσότερο. 
Η κρίση δεν «φωτίζει απλώς την αλήθεια» των ρηγμάτων. 
Συχνά δημιουργεί νέα, βαθύτερα χάσματα, δυσκολότερα στη γεφύρωση από ό,τι υπαγορεύουν προϋπάρχουσες ιδεολογικές ή ταξικές διαφοροποιήσεις. 
Η άμεση εποπτεία του κοινωνικού μικρόκοσμου δείχνει τι συμβαίνει και στον μακρόκοσμο - ιδίως στα «ενδότερα» των λαϊκών τάξεων.

Η προσπάθεια όσων ζουν στην «περιφέρεια» του παγκόσμιου καπιταλιστικού και κρατικού κόσμου μοιάζει συχνά μπερδεμένη υπόθεση: άλλοτε μάταιη επιθυμία, άλλοτε παράτολμο όνειρο. Είναι πάθος για το σημείο εκείνο όπου θα αρχίσει να πλέκεται το ύφασμα της αντίστασης, το σύμβολο του δίκαιου αγώνα· είναι αγωνία για την ενιαία σύμπτωση των νοημάτων και των ελευθεριακών αξιών που θα δώσουν περιεχόμενο στη μάχη.

Οι λαοί και οι άνθρωποι της περιφέρειας -μια έννοια σχετική, καθώς καμία «περιφέρεια» δεν είναι μόνο περιφέρεια- εκτέθηκαν στις υποσχέσεις του νέου καπιταλιστικού κόσμου ως «παραίσθηση». Διδάχθηκαν ότι ο κόσμος αποτελείται από «έθνη» - «καλοτακτοποιημένες», οικονομικά αναπτυγμένες κυριαρχικές μονάδες «ομοιογενών» ανθρώπων. Αυτό επιχείρησαν και οι ίδιοι. 
Οι αστικές τάξεις της περιφέρειας, αναδυόμενες σε σαθρό έδαφος αυτοκαθορισμού, είδαν πίσω από τη λαμπερή επιφάνεια του «έθνους-κράτους» τα εναλλασσόμενα πρόσωπα μιας νέας καπιταλιστικής αυτοκρατορίας (ή περισσότερων τέτοιων). 
Η πρακτική γνώση τους στην άσκηση κυριαρχίας τις οδήγησε σε μια απόφαση εγγεγραμμένη στον κώδικα της καπιταλιστικής τους υπόστασης: θα συναινούσαν ή θα υπάγονταν στον ισχυρό ιμπεριαλισμό, θα συνέχιζαν στο εσωτερικό πολιτικές εθνικής ομογενοποίησης, και θα καιροφυλακτούσαν για μια «αναβάθμιση» εντός ευρύτερων ιμπεριαλιστικών σχηματισμών.
Οι αστικές τάξεις της αναδυόμενης περιφέρειας κατάλαβαν γρήγορα ότι οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις είναι ολοκληρωμένες εθνικές κυριαρχίες μόνο ως τμήματα μιας υπερεθνικής τάξης πραγμάτων: μιας υπερεθνικής έννομης, ιεραρχικής τάξης με συγκεκριμένα χωροκυριαρχικά χαρακτηριστικά. 
Εκεί εντάσσονται και ανταγωνίζονται.
Το πρόβλημα κατανόησης το έχουμε εμείς - οι «κατώτερες» λαϊκές τάξεις. 
Είτε ως αριστεροί πατριώτες είτε ως διεθνιστές αντιεθνικιστές, ξεκινάμε συχνά με ελλιπή υλικά και διανοητικά μέσα. 
Ακόμη κι οι επιφανείς θεωρητικοί δεν ξέφυγαν από το βάρος μιας ελλιπούς εκκίνησης. 
Η έλλειψη δεν είναι μόνο θέμα «παραγωγικών δυνάμεων»· είναι δομικός όρος της αδυναμίας.
**
 
[6]
Είναι εύκολο να διαχωρίσουμε τον αυτοκαθορισμό σε τροπισμούς (κομμουνιστικός, αναρχικός, νεοελευθεριακός κ.λπ.) και να ησυχάσουμε σε ιδεολογικές «κατηγορίες». 
Αυτοί οι διαχωρισμοί, αν και περιέχουν στοιχεία αλήθειας, δεν επαρκούν για τους καταπιεσμένους σε περιφερειακές ή ημι-μητροπολιτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. 
Όταν «πιάνουμε» μόνο μία πτυχή του αυτοκαθορισμού, κινδυνεύουμε είτε να υπαχθούμε σε τμήματα της ντόπιας αστικής τάξης είτε να υπαχθούμε άμεσα σε ξένο ιμπεριαλισμό.
Αδιέξοδες εκδοχές του αυτοκαθορισμού
1η εκδοχή: Ο «αριστερός πατριωτισμός/εθνικισμός» τείνει να γίνεται ουρά του ντόπιου Κεφαλαίου, κυνηγώντας εσαεί «εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση» στα διαστήματα που αφήνουν οι καταιγίδες του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η κατάληξη είναι συνήθως υπαγωγή σε ισχυρότερους υπερεθνικούς σχηματισμούς.
2η εκδοχή: Ο «καθαρός» αντιεθνικισμός/διεθνισμός υποτιμά συχνά την αξία της εθνοτικής αυτοδιάθεσης/αυτονομίας (και, όπου χρειάζεται, της εθνικής αυτοδιάθεσης), περιμένοντας μια «ταυτόχρονη» παγκόσμια επανάσταση. Η άρνηση συγκεκριμένων θεμάτων κυριαρχίας/καταπίεσης οδηγεί σε έμμεση απολογητική ξένων ιμπεριαλισμών.
**
 
[7] Αρχική ομοίωση
Η διασπορά ιδεών και εικόνων της κυριαρχίας στους υποτελείς γεννά πρόκληση ομοίωσης: τη δημιουργία μικρόκοσμων ιεραρχίας που αναπαράγουν, σε τοπική κλίμακα, το κυρίαρχο νόημα. 
Στην «πρώτη επαφή» μη καπιταλιστικών κοινωνιών με τη δυτική καπιταλιστική νεωτερικότητα, η πρόσληψη έγινε συχνά αντιστροφικά: οι μορφές της αντίστασης διαμορφώθηκαν από τα ίδια τα φαινόμενα που αντιμάχονταν. Μαζί με τα εμπορεύματα και την ισχύ μεταφέρθηκε και η ιδέα του έθνους/έθνους-κράτους ως «καθαρή μορφή», εύκολα μεταφράσιμη σε οικεία σχήματα.
** 
 
[8] Η κατασκευή του έθνους-κράτους.
Η σύσταση ενός σύγχρονου καπιταλιστικού έθνους-κράτους στηρίχτηκε σε ήδη υφιστάμενα «υλικά» που έπρεπε να ομογενοποιηθούν. 
Η δυσκολία εξαρτάται από την πολλαπλότητα και την ετερογένεια αυτών των υλικών και από το διεθνές περιβάλλον ανταγωνισμού.
**
 
[9] Μια μη τυπική ιστορία: ο οθωμανικός εκφυλισμός (συνοπτικά)
Όταν ο σχηματισμός δυτικών εθνών-κρατών έχει ήδη προχωρήσει, διαμορφώνεται ένα ειδικό γεωστρατηγικό πλαίσιο που αποδομεί προϋπάρχουσες αυτοκρατορίες. 
Στην οθωμανική περίπτωση, η σταδιακή αποδόμηση συνοδεύτηκε από εσωτερικές αντιφάσεις και από την εκλαΐκευση ενός εθνικισμού στρατοκεντρικού τύπου. 
Οι λαϊκές τάξεις προσδέθηκαν στο νέο εθνικιστικό αφήγημα, το οποίο, αν και «αντι-αποικιακό» στη μορφή, εξελίχθηκε σε σκληρό μοντέλο εθνοκρατικού εθνικισμού, με εγκληματικές εκτροπές και γενοκτονικά αποτελέσματα. 
Η διαθλασμένη πρόσληψη του δυτικού εθνοκρατισμού προήλθε από διαφορετικούς ρυθμούς υλικής ανάπτυξης και από την απουσία των «δυτικών» ιστορικών συνθηκών.
**
 
[10] Λιβελογραφική υποσημείωση (μετριασμένη)
Η συγκρότηση καπιταλιστικών εθνών/αυτοκρατοριών υπήρξε ιστορικά εξαιρετικά αιματηρή. 
Η επιλεκτική ιστορική κριτική που συγκρίνει «λογιστικά» εγκλήματα καθεστώτων, συχνά αποσιωπά τα δικά της αδιέξοδα. Σε κάθε πραγματική επαναστατική διαδικασία υφίσταται κίνδυνος εκτεταμένης βίας· ο περιορισμός της δεν προκύπτει από σεκταριστικές διαμάχες, αλλά από βαθιά δημοκρατικό αυτοέλεγχο, οργάνωση της λαϊκής εξουσίας και αυστηρά εγγυητικά πλαίσια δικαιωμάτων.
**
 
[11] Ανασκόπηση.
Επισημάνθηκε η διάκριση ανάμεσα στην «εθνικιστική» αστική τάξη (που εμφορείται από εθνικισμό/πατριωτισμό) και την «εθνική» αστική τάξη με την αυστηρή έννοια: εκείνη που έχει ολοκληρωθεί ως ιμπεριαλιστική και συμμετέχει «επί ίσοις όροις» σε υπερεθνικές τάξεις πραγμάτων. 
Μόνον τότε το έθνος (ως Nation) αποκτά το πλήρες, κυριαρχικό νόημά του. 
Τα έθνη που δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι κυρίαρχα με την αυστηρή έννοια - γεγονός που μπορεί να αποδειχθεί ευκαιρία για έναν άλλο ορισμό της «λαότητας» και της εθνοτικότητας από τη σκοπιά των καταπιεσμένων.
** 
 
[12] Ευκαιρία για διαλεκτική αυτοαναίρεση.
Δηλώνονται θεματικές προς αναθεώρηση/αναστοχασμό (το κράτος ως εργαλείο και ως αλλοτρίωση, σιωνισμός/αντισιωνισμός και αραβικός εθνικισμός στο πλαίσιο της μετα-αποικιακής σύγκρουσης, λενινισμός/αντιλενινισμός και παθολογίες του νεοαριστερισμού, έννοια των παραγωγικών δυνάμεων).
**
 
[13] Να αρμέξουμε λαγούς και να κουρέψουμε χελώνες.
Σε μη-μητροπολιτικές ή ημι-μητροπολιτικές κοινωνίες, η «πλήρης» μεταστοιχείωση σε ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν υλοποιείται για όλους - ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει «ολοκληρωτικός» παγκόσμιος μητροπολιτικός καπιταλισμός. Άρα τα επαναστατικά κινήματα της περιφέρειας οφείλουν να αρθρώσουν έναν αντιεθνικιστικό λόγο που, ταυτόχρονα, δεν αδιαφορεί για τον τόπο («πατρίδα-μητρίδα») - χωρίς πατριωτικές λεξιλαγνείες και χωρίς ουδετερολογικές αυταπάτες απέναντι σε δυτικό και ανατολικό ιμπεριαλισμό.
**
 
[14] Απόσχιση από την κυριαρχική ύφανση του Λόγου.
Η πρόταση που περιγράφει την απόσχιση από την Κυριαρχία αδικεί την ίδια την απόσχιση· είναι περισσότερο μια πράξη, μια γιορτή με ένταση. Οτιδήποτε, ως κώδικας/λόγος/ιδέα/πολιτικό σχέδιο, σε εγκλωβίζει σε κυριαρχικές δομές, πρέπει να απορρίπτεται - ακόμη κι αν προσωρινά υπηρετεί ανάγκες άμυνας. Η παγίδα της προσαρμογής είναι ισχυρή.
** 
 
[15] Γλώσσα και κυριαρχία.
Η κυριαρχική σκέψη είναι μορφή γλωσσικής σημείωσης. 
Η γλώσσα δεν απλώς αντανακλά, αλλά συνιδρύει πραγματικότητες: ορισμένα «αντικείμενα» υπάρχουν όσο υφίσταται η γλωσσική τους εσωτερίκευση. 
Η άρνηση μιας αλλοτριωμένης γλωσσικής αφαίρεσης μπορεί να συνεπάγεται και άρνηση του «αντικειμένου» ως αυτοτελούς.
Η κυριαρχική γλώσσα απολυτοποιεί την αναφορικότητά της, εγκλωβίζοντας υποκείμενα σε ιστούς ακραίων αφαιρέσεων. Η έξοδος δεν είναι μόνο υλική-θεσμική· είναι και γλωσσική: ρήξη με τα υπερ-αφηρημένα σημεία («Έθνος», «Θεός» κ.ά.) όταν λειτουργούν ως αυτάρκεις φορείς νοήματος. 
Η επανασύστασή τους είναι δυνατή μόνο ως πειθαρχημένα στοιχεία μιας ανοιχτής, ζωντανής ολότητας, όχι ως αυτάρκεις υπερ-οντότητες.
** 
 
[16] Η Παταγονία της ονομασίας (μετριασμένο σημείωμα)
Η ονοματοδοσία δεν είναι μόνο πατριαρχικό σχήμα· είναι γενικότερη πράξη κυριαρχίας. Οι αδύναμοι συχνά προσδένονται σε ένα Όνομα, σε σύμβολα και λάβαρα, ως υποκατάστατα ταυτότητας και αντοχής. Η κριτική δεν αφορά τις απαραίτητες λειτουργίες της γλώσσας, αλλά τη μετατροπή της σε εργαλείο υποστασιοποίησης απόλυτων ετεροτήτων.
** 
[17] L-λ6.
Στη χώρα L-λ6 συνεχίζεται διαρκής συζήτηση για το «πού» βρίσκεται το όριο της εθνικής καπιταλιστικής κυριαρχίας σε σχέση με την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. 
Πολλοί θεωρούν ότι το «χρυσόμαλλο δέρας» της κυριαρχίας είναι προσιτό - «κάτω» από το ανώτατο ιμπεριαλιστικό ταβάνι. Άλλοι διαφωνούν ως προς την απόσταση.
Το πρόβλημα είναι γενικό: για πολλές «νέες» καπιταλιστικές χώρες υπάρχει δομική φραγή ανόδου. Αυτό δεν στερεί μόνο την είσοδο στα «ανώτερα» ιμπεριαλιστικά στρώματα, αλλά και την ίδια την πλήρη θέση της «εθνικής» κυριαρχίας. 
Ο επερχόμενος κοινωνικός πόνος -καθώς αναδιαμορφώνονται γεωπολιτικές ισορροπίες- θα είναι μεγάλος για τις υποτελείς τάξεις. 
Η προετοιμασία απέναντι σε κρίσεις υψηλής έντασης απαιτεί κατανόηση της «βεστφαλιανής» υπόστασης της νεωτερικής εθνοκρατικής κυριαρχίας - και αυτή η κατανόηση είναι ακόμη ελλειμματική.
** 
 
[18] Επίλογος [α]
Η συγκρότηση της «εθνικής κυριαρχίας» συνεπάγεται -δυνητικά ή ενεργά- την ύπαρξη κοινωνικής, εθνικής και εθνοτικής καταπίεσης εντός και εκτός των εθνοκρατικών μονάδων. 
Ακόμη και όταν δεν έχει εκδηλωθεί πλήρως, η τάση είναι νομοτελειακή. 
Η εθνική κυριαρχία δεν είναι η μόνη μορφή καταπίεσης στην ιστορία, αλλά αποτελεί μια ιδιαίτερα ισχυρή, ιστορικά προσδιορισμένη πτύχωση.
Χρειάζεται επίσης σαφής διάκριση ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία (ως κρατική ομογενοποίηση) και στην αρχή της εθνοτικής αυτοδιάθεσης/αυτονομίας.
 
[19] Επίλογος [β]
Η κυριαρχία εντός ορισμένου χωροκυριαρχικού πεδίου συνεπάγεται βίαιη ενοποίηση και ταυτόχρονη αποκοπή από την ευρύτερη γη ως ενότητα. 
Η νεωτερική καπιταλιστική εποχή τείνει να απολυτοποιεί διακριτές «μονάδες» (ατομικότητες, θεσμούς, κράτη). 
Η «βεστφαλιανή» αρχή της αδιαίρετης κυριαρχίας εγγράφεται σε αυτή την τάση.
Το σύγχρονο έθνος-κράτος, ως τέλειος προστάτης του Κεφαλαίου (και συχνά ως μήτρα της ίδιας της καπιταλιστικής σχέσης), παράγει μηχανισμούς εξομοίωσης που δυσανεξούν σε ετερότητα.
** 
 
[20] Επίλογος – Τέλος [γ]
Οι ενότητες αυτές προτείνονται ως ερωτήματα και αφορμές για συζήτηση. 
Οι εθνοκρατικές «μονάδες» και το αρχικά δυτικό ιμπεριαλιστικό-αποικιοκρατικό πλαίσιο δεν προϋπήρξαν το ένα του άλλου· συναναδύθηκαν. 
Η «μία» μορφή συσσωμάτωσης γέννησε την «άλλη».
Ο προσωπικός δρόμος εδώ παραμένει ταγμένος στην αμφιβολία και την αντίρρηση - όχι στην παρηγορητική εύρεση ενός τελικού «αληθούς».
 
Ιωάννης Τζανάκος


Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Πατριωτ-ισμός και αντι-Πατριωτισμός: Ο Δηλητηριώδης Χιτώνας τού Κενταύρου Νέσσου..

Ο τόπος και ο «απόλυτος» καπιταλισμός.
Η καπιταλιστική παραγωγή προτάσσει ως αξία ή ως συντελεσμένο ιστορικό γεγονός (δια του Λόγου των προσωποποιήσεών της: ιδιοκτητών, γραφειοκρατών, διανοουμένων και αστικού κράτους), την ενοποίηση του χώρου, αλλά στην πραγματικότητα προκαλεί, πραγματώνει και συγκροτεί ένα είδος ψευδοενοποίησης του χώρου που σημαίνει την κυριαρχία ενός «τμήματός» του έναντι ενός «άλλου».
Όμως, η ψευδότητα αυτής της καπιταλιστικά συγκροτούμενης ενότητας του χώρου, ήτοι η ψευδοενότητα του τοπικού και του οικουμενικού χώρου, δεν είναι ο φενακισμός ενός αληθινού ιδανικού, το οποίο φαλκιδεύεται από μιαν κατάσταση πραγμάτων ή τους φορείς της για να μην πραγματοποιηθεί ή για να «μυστικοποιηθεί» η αντικειμενική αδυναμία πραγμάτωσής του εντός του καπιταλισμού και η δυνατότητα πραγμάτωσής του σε ένα άλλο «διεθνές» σύστημα, αλλά είναι ένα από την εκκίνησή του ήδη ψευδές ιδανικό μιας αλλοτριωμένης επιθυμίας για την πραγμάτωση μιας ούτως ή άλλως ανέφικτης και ψευδούς δυστοπικής ουτοπίας.
**
Η μία ή άλλη «απόλυτη» ενοποίηση του χώρου, είναι η ολοκληρωτική ψευδοουτοπία της καπιταλιστικής δεξιάς, τού καπιταλιστικού κέντρου και της καπιταλιστικής ή αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ο χώρος και κάθε τοπολογικός τρόπος συγκρότησής του σε ένα κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο είναι πάντα ένα σύστημα διακριτών, ποιοτικά διαχωρισμένων, ετερογενών και πολλών στο πλήθος, χώρων και τόπων.
Ο τόπος είναι πάντα ένας οικείος, δικός χώρος, και μόνον ούτως είναι τόπος.
Δεν υπάρχει κανένα ελεύθερο παιγνιώδες πλαίσιο που να αφορά αυτό τον αεί οικείο τόπο, και τον τόπο ως το αεί οικείο των ιδρυτών του και των συνεχιστών του, παρά μόνον ίσως με την αρχική κανονιστική και οντολογική αποδοχή τής απόλυτης προϋποθετικότητας της ταυτότητάς του με τους κατόχους (συνκατόχους) και αυθέντες (συναυθέντες) ιδρυτές του.
Η προσκόλληση της εν-τοπισμένης ομάδας σε μια γη είναι μόνον ένα συνεπαγόμενο χωρικό αποτέλεσμα αλλά και το σύμβολο της ηγεμονίας της σε έναν τόπο, το οποίο αν και φετιχοποιείται από την ακροδεξιά είναι μια ακλόνητη συμβολική πραγματικότητα της τοπικής υπόστασής της και της εδαφικής ηγεμονίας της.
Μπορεί ωστόσο μια γη να είναι ή να γίνει το σημείο μιας δημοκρατικής συγκυριαρχίας-συνηγεμονίας, συμβολικής και υλικής, διαφορετικών λαών, όσο δύσκολο κι αν ακούγεται αυτό.
Η αμφισβήτηση της τοπικότητας, άρα και του συμβόλου της γης των πατέρων και των μητέρων μας, με τις ψευδείς ενδύσεις περί ενός άλλου ολοκληρωτικά μη εθνοτικού τόπου ή ακόμα και μη τόπου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα αποτέλεσμα τής υλικής και ιδεολογικής/πολιτισμικής Κυριαρχίας πολύ συγκεκριμένων μερίδων τού πλανητικού Κεφαλαίου που ως προγραμματικό και ιδεολογικό σκοπό είχαν και έχουν να πραγματώσουν μιαν μη βιολογική αλλά ολοκληρωτική και νεοφασιστική ευγονική ψευδοεπιστήμη κατασκευής του απόλυτου οικουμενικού νέου (υπερ-)ανθρώπου.
Ενός ξεριζωμένου όντος χωρίς κυριαρχικά ερείσματα σε ένα σημείο του χώρου, χωρίς δυνατότητα να αρθρώσει και να πραγματοποιήσει ένα ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο δημοκρατικό και πατριωτικό (όχι εθνικιστικό/πατριωτιστικό) αίτημα ύπαρξης.
**
Η κριτική της γεωγραφίας του ανθρώπου έχει σήμερα μετατραπεί «και αυτή» σε ένα εργαλείο της κυριαρχίας από ανθρώπους που έχουν σαν σκοπό τους την καταστροφή του ανθρώπου ως συγκεκριμένου και ζωντανού όντος.
Οι ιδεολογικές παρατάξεις που συγκροτούν, προπαγανδίζουν και προσπαθούν να πραγματώσουν ένα τέτοιο σχέδιο για την ανθρωπότητα είναι αυτές που στο μυαλό τους και την ψυχή τους έχουν ένα και μόνο σύστημα: Καπιταλισμός.
Αυτό το ολοκληρωτικό σύστημα ψευδοενοποίησης δεν είναι ουσιαστικά και πραγματικά ένα αντίθετο σύστημα προς τον εθνικισμό αλλά αποτελεί τον καλύτερο και πιο προσαρμοσμένο αντίπαλό του σε μια μάχη η οποία είχε και θα έχει πάντα ως αποτέλεσμά της την καταστροφή των εργαζόμενων ανθρώπων.
Όπως ο εθνικισμός κατέστρεψε τις τοπικές κοινωνίες και εξαφάνισε εθνότητες, εθνοτικές ομάδες, γλώσσες και τοπικά έθη, όπως ο εθνικισμός κατέστρεψε βιότοπους, ανθρώπινα και φυσικά περιβάλλοντα, παραδοσιακές τέχνες και αισθητικές για να τις υποτάξει στον μηχανισμό αλλοτρίωσης τής εθνότητας σε έθνος-και-έθνος/κράτος, έτσι και ο υπερδιεθνισμός επιθυμεί να εξαφανίσει τους τόπους, και αξιοποιώντας την ελλειπτική και αντινομική αντιπροσώπευσή τους από εθνικά ή πολυεθνικά κράτη και πολιτικούς οργανισμούς, σχεδιάζει την εξαφάνισή τους με το χώνεμά τους μέσα σε ένα πολτώδες και αφόρητο Εν, χωρίς κανένα πραγματικό ποιοτικό έρεισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων.
Για να απαλλαχθούμε από τον αστικό εθνικισμό και την αφόρητη καταστροφή που επέφερε στον ποιοτικό και ανθρώπινο καθορισμό του εκάστοτε τόπου, και του τόπου μας, δεν αρκεί να προστρέξουμε στον ακραίο διεθνισμό.
Μην ξεχνάμε εξάλλου πως οι διεθνιστές ή αεθνιστές είναι τα αιρετικά παιδιά του εθνικισμού: Μόνον «εθνικιστικά» μπορούν να εννοήσουν την εθνότητα, την μισούν μισώντας τον εαυτό τους ως δημιουργήματα του εθνικιστικά εννοούμενου και βιωμένου λαού.
Οι εθνικιστές και οι αντιεθνικιστές είναι συν τοις άλλοις και τα ιστορικά τέκνα της αλλοτρίωσης τής εθνότητας σε έθνος-και-έθνος/κράτος.
Ακριβώς όμως γιατί ο καπιταλισμός είναι σήμερα το κυρίαρχο σύστημα, και δεν προβλέπεται στο άμεσο ή ακόμα και μεσοπρόθεσμο μέλλον η ανατροπή του, η διαλεκτική του της αδιέξοδης αντιπαράθεσης μεταξύ των ψευδοαντιθέτων του πρόκειται να οξυνθεί και να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερα κοινωνικο-ιστορικά αδιέξοδα.
**
Η ακόμα μεγαλύτερη αστεοποίηση των πληθυσμών και η ολοκληρωτική καταστροφή της υπαίθρου, αντί να οδηγήσει σε μιαν εξέγερση των μαζών θα οδηγήσει μάλλον σε επιτάσεις των αντινομιών του συστήματος με αναπαραγωγή τους σε ένα ακόμα πιο αδιέξοδο πλαίσιο διευθέτησής τους ή μερικής πραγμάτωσής τους.
Οι πόλεις θα μπορούσαν να είναι για τις εργαζόμενες μάζες και τα καταπιεσμένα υποκείμενα το νικηφόρο πεδίο τής ιστορικής αντιπαράθεσής τους με το ντόπιο και ξένο καπιταλιστικό κεφάλαιο και τους διάφορους δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς μασκαράδες του, αλλά αυτό θα προϋπόθετε μια σειρά ισχυρών ερεισμάτων τους στην ύπαιθρο και την εκάστοτε τοπική περιφέρεια ή υπο-περιφέρεια.
Το γεγονός πως οι πόλεις έγιναν το ιστορικό πεδίο της αντιπαράθεσης αυτής στο παρελθόν χωρίς να γίνουν όμως το πεδίο της ιστορικής ελευθερίας των ανθρώπων και ειδικότερα των εργαζόμενων υποζυγίων, δεν σημαίνει μιαν ιστορική υστέρηση σε σχέση με την αντικειμενική ελευθεριακή δυναμική που υποτίθεται περιέχει η πόλη ως τόπος του ανθρώπινου, αλλά αντίθετα (σημαίνει) τα ιστορικά όρια της ελευθεριακής δυναμικής από την σκοπιά των ορίων τής κάθε εφικτής πόλης.
Η πόλη όχι μόνον λειτούργησε ως ένας απελευθερωτικός μηχανισμός ως-εν-δυνάμει αλλά μάλλον ως μια τεράστια απρόσωπη και ύπουλη μηχανή σκλάβωσης και ψευδαισθησιακής ζωής.
Η ψευδαίσθηση αυτή επιτείνεται με τις ουτοπίες της πόλης, κορυφώνεται στην απόλυτη ψευδαίσθηση περί ενός ριζοσπαστικού μητροπολιτικού προλεταριάτου, την ίδια στιγμή που σήμερα το συγκεκριμένο μητροπολιτικό προλεταριάτο και πρεκαριάτο βρίσκεται εκ της αντικειμενικής θέσεώς του σε δυσχερέστερη θέση ως προς την διανοητική σύλληψη των ιστορικών καθηκόντων του, σε σχέση με κάθε άλλη στιγμή της ιστορίας.
Η μοναχικότητα του αποκομμένου πλήθους μέσα στο πλήθος ως τον μοναδικό καθορισμό του Είναι των πραγμάτων, δεν αλλάζει ουσιωδώς ανάλογα με τον βαθμό δύναμης και το είδος της τεχνικής ή πολεοδομικής δομής συγκρότησης τής κοινωνικότητας, από την στιγμή που έχει υπάρξει απώλεια του περιφερειακού και εξωαστεακού ερείσματος της καθημερινής ύπαρξης και αντιστοίχως πλήρης καταστροφή των τοπικών ποιοτικών δομών, χωρίς άμεση και οργανική αντικατάστασή τους με ένα νεωτερικό αλλά ωστόσο ζωντανό σύστημα άμεσης κοινωνικότητας και υλικής αναπαραγωγής.
Ούτως αποκαλύπτεται με ανατριχιαστική πλέον εμφάνεια το ψεύδος της «ιστορικής και χρονικής συνείδησης» ως ενός δημιουργικού αλλά και ριζικά ψεύτικου πολιτικού και κοσμοθεωρητικού αντισταθμίσματος προς την καπιταλιστική αλλοτρίωση και ερήμωση των κοινωνικών όντων και καταστάσεων.
Αυτό που αρχικά παρουσιάστηκε ως έλλειμμα και υστέρηση της «ιστορικής συνείδησης» (της κοινωνίας, του προλεταριάτου κ.λπ) δεν είναι παρά το σύμπτωμα της «συνείδησης-ως-συνείδησης», όπου η «ίδια» μας παρουσιάζεται τελικά ως ένα αθεράπευτο συνδρόμο αποκοπής τής ίδιας τής αστικής και αστεακής υπερβατικότητας από τους ταπεινότερους και γι'αυτό κρισιμότερους όρους της ανθρώπινης υπόστασης.
Ο υπερβατισμός της αστικής και αστεακής συνείδησης (εντός και διά του οντολογικού καθορισμού της πόλης) κάτω από το μασκάρεμα μιας ψευδούς και χυδαίας εκδοχής μιάς (ψευδο-)καντιανής και (ψευδο-)εγελιανής υπερβατολογικής ελευθερίας ή μιάς ψευδούς και χυδαίας εκδοχής του ορθολογισμού ή της θετικής επιστήμης, δεν μπορούσε να σημαίνει τελικά τίποτα άλλο από μια επίκληση σε μια παθολογική και εγωτική μορφή και του υπερβατολογικού και του υπερβατικού εγώ/μη-εγώ, η οποία μάλιστα είχε και έχει το απέραντο αστικό θράσος να μιλάει στο όνομα τού εγώ και τής επιθυμίας ενάντια υποτίθεται στο υπερεγώ εν γένει, ή ειδικότερα.
Γι' αυτό άλλωστε και αυτή η νεοϋπερβατική ψευδο(υπερ)συνείδηση μπορεί να αντικρίσει μόνον διαψεύσεις χωρίς να αναρωτιέται για τους ταπεινότερους όρους αυτών των διαψεύσεων, και δύναται να ψευδοανακαλύψει πόσο την προδίδουν οι καθημερινοί άνθρωποι όταν είναι απλά βυθισμένοι στην απελπισία της αντινομίας τής αστικής ζωής τους χωρίς θεϊκές αυταπάτες, ή (να ψευδοανακαλύψει) τις υποτιθέμενες συνωμοσίες της εξουσίας να κατασκευάζει τους χώρους της πόλης ως διαχωρισμένους και τούτο να ευθύνεται υποτίθεται για την αποκοπή των ανθρώπων από τον «πραγματικό εαυτό» τους.
Ενώ στα αλήθεια, η ίδια η «αμιγής ιστορικότητα», η ανυψωμένη στο άπειρο κενό «χρονικότητα», η μεταφυσική λατρεία του «παιγνιώδους χρόνου», η αλλοτριωμένη ως-καταρρέουσα-εις-εαυτόν «χρονικότητα», είναι τα μέσα βύθισης στο απολυτότερο ψεύδος που εμφανίσθηκε στην πραγματικότητα του ανθρώπου, παρουσιάζονται από τις έξαλλες αιρέσεις του καπιταλισμού ως το άπαν της ελευθερίας που έρχεται και θα έρθει (κυρίως εντός τους).
Η υποταγή του χώρου στον βιωμένο χρόνο, λένε.
Αλλά αυτό ακριβώς είναι ο απόλυτος καπιταλισμός, ή απλά, αυτός είναι ο καπιταλισμός ως κοσμοθεωρητική και βιωματική ταυτότητα.
**
Το πλήθος και η δημοκρατία των μαζών.
Παρά το γεγονός ότι το εργαζόμενο πλήθος αποτελεί την ποσοτική (πληθική) πλειονότητα τής αστικής κοινωνίας δεν αποτελεί, ούτε δύναται να αποτελέσει ένα ενιαίο ρεύμα το οποίο θα έρχονταν ως ενιαία πλειονότητα αντίθετο στην μειονοτική «ολιγαρχία» του κεφαλαίου (από την σκοπιά μιας υπερ-πλειονοτικής υπόστασης).
Δεν είναι μόνον οι πολιτικοί (+πολεμολογικοί), οργανωτικοί και ιδεολογικοί λόγοι που κάνουν ανέφικτη αυτή την ανάδυση του πλήθους των εργαζόμενων και μικροαστών σε υπερ-πλειονοτικό ρεύμα, αλλά και η εμπλοκή ενός μεγάλου μέρους των σε μιαν άμεση ενεργή συμμετοχή στην καπιταλιστική εξουσία, όσο αυτή υφίσταται.
Η εμπλοκή αυτή είναι υλική εμπλοκή και έχει να κάνει με την ιδιαίτερη υπόσταση της μισθωτής εργασίας ως νομοτελειακά ιεραρχικοποιημένης, όσο υφίσταται το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και ένα «εναλλακτικό» μη καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό σύστημα. Η απεμπλοκή των κατασκευασμένων από την καπιταλιστική κυριαρχία στην παραγωγή ως «ανώτερων» στρωμάτων τής μισθωτής εργασίας είναι εφικτή μόνον αν υπάρξει μεταβατική κατάσταση προς ένα ελευθεριακό αταξικό σύστημα, και εδραίωση τούτου, και αντίστοιχη μετατροπή τής ίδιας τής λειτουργίας τής εργασίας (ή τής δημιουργικής δράσης) δια τής ενοποίησης πολλών από τις διακεκριμένες μορφές της.
Δεν θεωρώ πως μπορεί να υπάρξει στον ελευθεριακό δημοκρατικό σοσιαλισμό πλήρης ενοποίηση τής εργασίας ή κατάργησή της σε ένα δημιουργικό όλον, αλλά (από την άλλη) θεωρώ ως εφικτό, αν επιθυμούμε την ελευθεριακή κατάσταση, να υπάρξει μια ενοποίηση πολλών μορφών της, και πέραν από εφικτό θεωρώ πως τούτο είναι και το μόνο που μπορεί να καταστρέψει την ιεραρχικοποίησή της και να οδηγήσει σε μιαν ελευθεριακή και υπεύθυνη κοινωνία χωρίς τάξεις.
Πάντως, όσο υπερισχύει το καπιταλιστικό σύστημα, είναι αδύνατον να υπάρξει απο-ιεραρχικοποίηση τής (μισθωτής) εργασίας, άρση του ιεραρχικού καταμερισμού στην παραγωγή, και ενοποίηση των καταπιεζόμενων εργαζόμενων στρωμάτων σε μια ενιαία υπερπλειονοτική «λαϊκή» τάση-τάξη τής αστικής κοινωνίας.
Και αν υπάρξει θα είναι ηγεμονευόμενη από ένα ιδεολογικό σύστημα προσομοιωμένο προς τον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό ή τον αστικό (δημοκρατικό) σοσιαλισμό.
Η αρχική γενική τάση ταύτισης της λαϊκότητας και του δημοκρατισμού με την προλεταριακή υπόθεση έχει προβληματοποιηθεί, και όταν εμφανίζεται ένα είδος γενικής τάσης μιας παρόμοιας ένωσης, παρά τα «θετικά» στοιχεία που εμπεριέχει, μπορεί να σημαίνει μιαν αναπαραγωγή (πάλι) τής εσωτερικής διαίρεσης μέσα στην μισθωτή εργασία.
Μιλάμε λοιπόν, σε ένα «θεωρητικό κενό», χωρίς καν να αναφερθούμε στις ιδεολογικές, επιθυμητικές, φαντασιακές δομές, σαν να ήταν η μισθωτή εργασία και οι μικροαστοί «έτοιμοι» να ορίσουν την ενότητά τους χωρίς αυτές τις προαναφερόμενες δομές, και ακόμα και έτσι βλέπουμε πως δεν υπάρχει μια εύκολη δυνατότητα μιας ριζικής και αληθινής λαϊκής πατριωτικής ενότητας, ενός ενιαίου «εργαζόμενου λαού» με έναν τρόπο που να αποδομεί το κάθε αφεντιλίκι. Ίσως όμως να μην υπάρχει και άλλος δρόμος.
Ας δούμε όμως και άλλα ζητήματα.
**
Η έννοια τού «λαού» ήδη περιέχει έναν βαθμό διαταξικής ιδεολογικής δέσμευσης που λειτουργεί παραπλανητικά ως προς την έννοια τής ταξικής διαίρεσης τής κοινωνίας, και μάλιστα όπως αυτή δομείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Πίσω από τον «λαό» συνωθείται και η προηγούμενη αμφιλεγόμενη ένωση των τμημάτων της μισθωτής εργασίας αλλά και αστικά και μικροαστικά στρώματα. Σχεδόν όλοι όσοι δεν είναι «ολιγάρχες» είναι «λαός».
Κάπου εκεί όμως, έτσι κι αλλιώς, έρχονται και οι «ολιγάρχες» και τίποτα δεν μπορεί να τους αποκλείσει από το «λαϊκό όλον».
Η έννοια του λαού, όπως λειτουργεί συνήθως σήμερα διαλύει κάθε ταξική συνείδηση και αφήνει τα «κατώτερα» εργαζόμενα στρώματα έκθετα στην ψευδή συνείδηση και την αλλοτρίωση μιας φαντασιακής αστικής ενότητας.
Όσο όντως υπήρχαν τμήματα τής αστικής και μικροαστικής τάξης που συμμετείχαν με μη αντιδραστικό ιδεολογικό «πρόσημο» σε έναν καθολικό αγώνα εναντίον της «ιμπεριαλιστικής» εξουσίας η έννοια τού «λαού» λειτουργούσε παρά τους κινδύνους και προωθητικά, ενώ σήμερα λειτουργεί μόνον σε ένα προβληματικό ιδεολογικό/πολιτικό πλαίσιο που συνήθως εντάσσεται στο γενικό συντηρητικό ή και αντιδραστικό ιδεολογικό/πολιτικό πλαίσιο.
Τα διάφορα ιδεολογικά και πολιτικά σχήματα που επικαλούνται την έννοια τού «λαού» ακόμα κι αν δεν είναι ταγμένα στον νεοεθνικισμό είναι σίγουρο πως έχουν καθηλωθεί σε ένα ξεπερασμένο πλέον στάδιο τής ταξικής και κοινωνικής πάλης για την ελευθερία και τον αληθινό κομμουνισμό.
Επιπλέον λειτουργούν όλα αυτά και εντός τής μισθωτής εργασίας και εντός των μικροαστών ως μπετοναρίσματα της εσωτερικής στην εργασία ιεραρχίας.
Θα ισχυρίζονταν ωστόσο κάποιος πως δεν υπάρχει κανένας ειδικός λόγος στα πράγματα που να κάνει αυτή την μετάλλαξη υποχρεωτική, ή δεδομένη ως νομοτελειακά τείνουσα στην ολοκληρωτική της εκτροπή, εφόσον μπορεί να υπάρξει μια έννοια τού λαϊκού όλου ως τούτο να μπορούσε να αρθεί στην αταξική ή έστω μη διαχωρίζουσα ενότητα μεταξύ των ανθρώπων.
*
Αυτό που γράφεται στα αστικά και «σοσιαλιστικά» συντάγματα ως λαϊκή κυριαρχία είναι η ίδια η σταθεροποίηση τής διάκρισης λαού και κυριαρχίας, είναι ακριβώς η διάκριση αυτή.
Η λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο από την σταθεροποίηση της οντότητας του λαού σε λαό, άρα σε ένα μη αυτοκυβερνώμενο πλήθος.
Η έννοια τής αυτοκυβέρνησης του λαού, η κλασική τυπική έννοια τού κάθε δημοκρατισμού, αν υλοποιούνταν θα σήμαινε την διαλεκτική κατάργηση του λαού ως «λαού» και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα αυτοκυβέρνησης (των) ελεύθερων ανθρώπων.
Για να υλοποιηθεί όμως, ως έννοια περιέχουσα και αυτή την αυτοκυβέρνηση, πρέπει πλέον να πάψει να υφίσταται και στους όρους που την συγκροτούν.
Πρόκειται για το παράδοξο που είναι συγγενές με το παράδοξο τής (ιδέας) έννοιας περί «λαϊκού κράτους» :
Ένα πραγματικό λαϊκό κράτος δεν μπορεί να είναι ούτε λαϊκό ούτε κράτος.
Αν κάποτε, κακώς τελικά, όλο αυτό λειτουργούσε ως μια στιγμή-αλτήρας για να μετατραπεί ο λαός σε αυτοκυβερνώμενο υποκείμενο, σήμερα λειτουργεί ως ανασχετική καθήλωση.
Δεν υπάρχει ωστόσο ένα αντινομικό όλον το οποίο μπορεί να εξέλθει του εαυτού του αναφερόμενο ενεργώς στους όρους που το συγκροτούν;
Το ίδιο ερώτημα αναδιατυπωμένο:
Είναι αδύνατον να υπάρξουν και άλλες αντινομικές οντότητες ως δυνητικότητες μιας άλλης κατάστασης (ή ολότητας);
Ό,τι από τα παραπάνω (κράτος, κοινωνικό όλον ως όλον κ.λπ) είμαστε υποχρεωμένοι ίσως να αποδεχτούμε αναγκαστικά, λόγω των αντικειμενικών συσχετισμών δύναμης, δεν πρέπει να το κάνουμε ιδεολογία και πίστη.
Ίσως το δυσχερέστερο και σημαντικότερο για να λυθεί «αντινομικό πρόβλημα» βρίσκεται μέσα στην ιδεολογία των νέων επαναστατικών φατριών (νεοαναρχισμός, νεοαριστερισμός), και σχετίζεται με μιαν ανεστραμμένη επιβίωση τής έννοιας του «λαού».
***
Για μια νέα αγάπη στην πατρίδα, ενάντια στον υπερπατριωτισμό.
Υπάρχουμε και εμείς ως αυτοί που συνέχισαν να ελπίζουν ότι η αγάπη για την πατρίδα, όχι ο πατριωτ-ισμός των «πατριωτιστών», θα μπορούσε να αποκτήσει ένα άλλο κοινωνικό δημοκρατικό και ταξικό περιεχόμενο.
Ο «πατριωτ-ισμός» όμως, πέρα από το πραγματικό ενδιαφέρον για μια εθνότητα και έναν τόπο, είναι πλέον, εδώ και αρκετές δεκαετίες σε όλο τον κόσμο, ένα ιδεολογικό υποσύστημα αποκλειστικά τής κρατικής-γραφειοκρατικής και καπιταλιστικής ιδεολογίας, το οποίο βρίσκει κοινωνικά ερείσματα μόνο σε μεσαία λαϊκά στρώματα ενόσω για τους υπόλοιπους «λαϊκούς» είναι μια ιδεολογική και πολιτική παγίδα στην οποία συνεχίζουν να πέφτουν.
Καταρχάς ο «πατριωτισμός» θα είχε ένα νόημα για τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, ακόμα και για τους μικροαστούς εργαζόμενους, μόνον ως πιθανά «αμυντικός πατριωτισμός» όταν η εθνική άμυνα θα είχε πραγματικό έρεισμα ως άμυνα απέναντι σε μια άλλη επιθετική εθνική οντότητα, ένα επεκτατικό έθνος κράτος ή μια ιμπεριαλιστική μητρόπολη.
Μπορεί σήμερα να υπάρξει μια τέτοια άμυνα; η οποία δεν θα ήταν πρόφαση για να «διακοπεί» η ταξική πάλη και να σιγάσει η πιθανή εναντίωση τής νεολαίας και τής εργατικής τάξης στην εξουσία τού Κεφαλαίου και τού κράτους του;
Ναι, μπορεί να υπάρξει.
Μπορεί να υπάρξει λαϊκή άμυνα, μπορεί να υπάρξει η ανάγκη και το δικαίωμα για μια λαότητα-εθνότητα ή ένα «μέρος» της, να ορθώσει το ανάστημά της με τα όπλα απέναντι σε έναν κατακτητή ή απέναντι σε ένα επιθετικό έθνος-κράτος.
Όμως η σύγχρονη πραγματικότητα τού καπιταλισμού στην τελική «καταληκτική» «μορφή» του και τής κρίσης τού έθνους κράτους, επιτάσσει πλέον για να υπάρξει αυτή η πιθανή πατριωτική αντίσταση να ενδυθεί ουσιαστικά και όχι μόνον τυπικά την Ιδέα τής οικουμενικότητας, σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει ακόμα και την «νοικοκυρεμένη» συγκατάβαση τού «διεθνισμού».
*
Στα δικά μας:
Σε μια πιθανή επίθεση μιας επεκτατικής δύναμης απέναντι στην ελληνική επικράτεια, λόγου χάριν σε μια πιθανή επεκτατική επίθεση τής Τουρκίας, η λαϊκή άμυνα θα είχε νόημα αν συντελούνταν όχι σαν η «μοναχική» εκστρατεία μιας κυρίαρχης εθνότητας, τής εθνότητας που ίδρυσε το σύγχρονο νέο ελληνικό έθνος κράτος, αλλά σαν πολιτική και στρατιωτική αντίσταση όλων των ανθρώπων, των εργαζόμενων κατοίκων τής χώρας, ανεξάρτητα από εθνοτική καταγωγή και ταυτότητα, γλώσσα και «πολιτισμική» ταυτότητα.
Θεωρώ ότι σε κάθε άλλη περίπτωση «νικητές» θα είναι οι μεγάλοι Ιμπεριαλιστές, ως επιδιαιτητές τού πολέμου, ή ακόμα και η υπερμιλιταριστική φασίζουσα [σημερινή] Τουρκία.
Αν θεωρούμε ότι έχουμε δίκαιο, και πως «σαν χώρα» βρισκόμαστε σε πραγματική άμυνα που δεν είναι μόνον εθνοκαπιταλιστική πρόφαση για τα ειδικά συμφέροντα τής ελληνικής αστικής τάξης, τότε θα έπρεπε να ζητάμε αυτή την νέα μορφή αντίστασης, διότι μόνο αυτή θα έβγαζε νόημα και για μας και για την χώρα ως χώρα.
Αυτή όμως η νέα μορφή αντίστασης, μπορεί να υπάρξει τελικά ως μια από τις πτυχές τής υπέρβασης ακόμα και τού «ιστορικού» αμυντικού αριστερού «εθνικισμού-πατριωτισμού», και όχι ως μια νέα εκδοχή του.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που το λέω αυτό, εγώ ακριβώς που επιμένω ακράδαντα ότι υπάρχει πρόβλημα με την επιθετικότητα τού τουρκικού έθνους κράτους αλλά και της παραπλανημένης τουρκικής λαότητας.
Καταρχάς στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες εθνικές οντότητες που έχουν στην συμβολική ή πραγματική «κατοχή» τους ένα έθνος κράτος, η έννοια, η αξία, το φαντασιακό, το θεαματικό και το συμβολικό, τής «εθνότητας-ως-έθνος» έχει καταληφθεί από το «κρατικό» ως νόημα, ως έννοια, ως αξία, ως φαντασιακό, ως θεαματικό και ως συμβολικό.
Η προσπάθεια να υπάρξει διάσπαση «εθνικού» και «κρατικού», για να υπάρξει υποτίθεται το «εθνικό» ως «κοινωνικό» και «εθνοτικό», [θα] είναι ατελέσφορη όσο το έθνος-κράτος κάνει τη «δουλειά» του, άρα θα υποταχθεί και θα υπαχθεί άμεσα σε μια μορφή κρατικού πατριωτισμού-εθνικισμού αν δεν τεθεί εξαρχής ως διαφοροποιημένη από το αστικό έθνος-κράτος.
Το κράτος ως έθνος-κράτος «απορροφά» τον αρχικό εθνοτικό προσδιορισμό του «εντός» του, και η εθνότητα που πιθανά λειτούργησε ως η «μαγιά» του δεν μπορεί να «ξαναγυρίσει» στην αρχική της επαναστατική πολιτική κατάσταση ως «έθνος».
Δεν χρειάζεται να «πάμε» στις αρχικές αλλοτριώσεις που σημαίνει ούτως ή άλλως ακόμα και μια αρχική, πιθανά επαναστατική-δημοκρατική, φάση ανάδυσης ενός [αστικού ή και προ-αστικού] έθνους κράτους, εφόσον θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε όλες τις επαναστάσεις ανάδυσης νέων κοινωνικών και πολιτικών-πολιτειακών μορφών «συμβαίνουν» πάντα και κάποια «κακά» πράγματα.
Το πρόβλημα με το έθνος κράτος σε σχέση με τον πιθανό αρχικό εθνοτικό προσδιορισμό του είναι πως ακόμα κι αν δεν τον ανακατασκευάζει ήδη από την εκκίνηση τής ανάδυσής του, σίγουρα τον «απορροφά», μη αφήνοντάς «τον» να «αναπνεύσει» ποτέ ξανά ως ο αυτόνομος πολιτικός καθορισμός: «εθνότητα-έθνος».
Το σύγχρονο [αλλά και το προ-νεωτερικό] έθνος ως έθνος κράτος δεν «απορροφά» μόνον τις εθνότητες που βρίσκονται στο «διάβα» του για να τις «εξαφανίσει» ως ξεχωριστές εθνότητες εάν δεν είναι προσαρμοσμένες στο μονοεθνοτικό εθνοκαπιταλιστικό και κρατικο-ομογενοποιητικό «πλάνο» του, αλλά τσαλακώνει και κακοποιεί ακόμα και την εθνότητα που «έλαχε» να αποτελεί τον συντελεστή εξομοίωσης-απορρόφησης-εξαφάνισης των άλλων εθνοτήτων που ζούνε στην αναδυόμενη επικράτειά του.
Έτσι, ενώ αυτή η «αρχική εθνότητα» μπορεί να αποτέλεσε ένα προνομιούχο «κοινωνικό-συμβολικό» «έδαφος» για τα ίδια τα μέλη της για κοινωνική και εθνοτική επικράτησή τους, την ίδια στιγμή έγινε ένα αφομοιωνόμενο/απορροφούμενο και αυτό «κοινωνικό-συμβολικό/πολιτικό» «έδαφος» το οποίο αν «είχε» λαλιά που να σήμαινε τον «εαυτό» «του» όπως ήταν πριν, δεν θα μπορούσε να τον «αναγνωρίσει» στην εποχή μετά την «απόκτηση» από μέρους «του» τού έθνους κράτους.
**
Η φαντασιακή επιθυμία των αριστερών ή «δημοκρατικών» «πατριωτών/εθνικιστών» για ένα έθνος που θα αποκόπτονταν ως νέος Ηρακλής τού «εθνοπολιτικού» από τον θανατηφόρο κρατικό χιτώνα του εθνοκρατικού Κενταύρου Νέσσου, θα παραμείνει επιθυμία, δεν πρόκειται να υλοποιηθεί ποτέ, και επιπλέον τους περιβάλλει και τους ίδιους με αυτό τον ίδιο τον δηλητηριώδη κρατικό χιτώνα, όσο τούτοι δεν αποκόπτονται ριζικά από το έθνος-κράτος ως μορφή και ως «κατάληξη» τού αγώνα για εθνοτικό και πατριωτικό αυτοκαθορισμό.
Αν κάτι υπάρχει πέραν τού έθνους κράτους, ως εθνοτικός καθορισμός, είναι η ίδια η εθνότητα ως εθνοτικότητα και όχι ως έθνος [Nation].
Για να αποκολληθεί από το κράτος και να αναπνεύσει και αυτός ο καθορισμός πρέπει πλέον να ανθίσει σαν πολιτικό/πολιτισμικό λουλούδι ως αιρόμενος διαρκώς μέσα σε έναν ευρύτερο πολυπολιτισμικό οικουμενικό και εντέλει ομοσπονδιακό διαεθνοτικό κήπο.
*
Όπως δεν είναι σε όλους γνωστό, οι ιδέες και τα σημεία δεν ανήκουν κυριαρχικά σε κανέναν, αλλά σίγουρα δεν παράγονται από τους παραχαράκτες τους.
Η παραχάραξη των ιδεών και των σημείων, όταν δεν γίνεται με θράσος κλεφτοκοτά αλλά με επιδεξιότητα κατσικοκλέφτη, είναι ανύπαρκτη ως έγκλημα.
Ως λαθραία οικειοποίηση τους προϋποθέτει όμως και ένα είδος αφέλειας από την σκοπιά των αρχικών παραγωγών και κατόχων τους, η οποία είναι σαν να προλειαίνει ή ακόμα και να προεργάζεται την πονηρία των παραχαρακτών και καταχραστών των έργων τους.
Οπότε οι πρώτοι παραγωγοί και πρώτοι κάτοχοι, προτού διαμαρτυρηθούν, αφού περάσει το πρώτο σοκ τής επίγνωσης ότι τους πήρανε το έργο, θα έπρεπε να σκεφτούν σε τι έφταιξαν και τι ακριβώς παρήγαγαν ούτως ώστε να πέσει τόσο εύκολα στα χέρια τού πρώτου τυχόντα πονηράντζα τυχοδιώκτη.
Θα μου πείτε τώρα, προς τι όλος αυτός ο πρόλογος.
Επειδή οι «αριστεροί», και ειδικά οι «αριστεροί πατριώτες-εθνικιστές» έχουν την τάση να δημιουργούν ευφυή ιδεολογικά πλαίσια τα οποία έχουν μια γενικότερη χρήση, και όχι μόνον την «ταξική» ή «κοινωνική» που φαντάστηκαν όταν τα έφτιαχναν, τούτο δεν σημαίνει ότι έχουν πάντα την ευφυία που υποτίθεται ότι έχει ο ιστορικός χώρος τους αλλά και τα έργα τους τα ίδια, αλλά επίσης, τούτο δεν σημαίνει ότι όντως τα παρήγαγαν εκ τού μηδενός, σαν να ήρθαν απευθείας από τον «λαό» τον «ίδιο», ή την «κοινωνία» την «ίδια», ή την «εργατική τάξη» την «ίδια».
*
Όλα τα σημεία τής γλώσσας, όλες οι ιδέες, τα νοήματα, προέρχονται από άλλα όμοια και διαφορετικά αλλά ως προεργασίες των επόμενων.
Το πρόβλημα στον Λόγο και τους κοινωνικούς κώδικες του παρουσιάζεται όταν αρχίζει να διαφαίνεται ένα συνολικό στρατηγικό αδιέξοδο:
«Τότε» οι ιδεολογικοί αντικατοπτρισμοί των «σημείων» «του» και οι αλλεπάλληλοι αδιέξοδοι αλληλοετεροκαθορισμοί αυτών των σημείων, παράγουν και την σκιά τής ιδεολογικής παραχάραξης ως έναν «αναγκαίο σύντροφο» τού παραχαραχθέντος πρωτοτύπου, το οποίο έτσι διαρρηγνύεται ως «πρωτότυπο».
Αυτή η «σκιά» τού αδιεξόδου τού Λόγου, κάποτε αναλαμβάνει τα συμβολικά και νοηματικά ηνία του και γίνεται η ίδια ο Λόγος, παίρνει τη θέση τού «πρωτότυπου» Λόγου, όπως λόγου χάριν η αστυνομία και το παρακράτος κάποια στιγμή αναλαμβάνουν τα ηνία τής ταξικής καταστολής και από όργανα και σαλτιμπάγκοι τού κύριου άξονα τού καπιταλιστικού κράτους μετατρέπονται σε «κύριο κράτος».
Δεν αναζητούμε άρα ένα «πρωτότυπο» σημείο τού Λόγου με «γνήσια» αντίγραφα, ούτε έχει νόημα να ασκήσουμε κριτική σε «σημεία και τέρατα» τής ιδεολογίας, ορθώνοντας συνέχεια τον ψευδοόρο τής στρέβλωσης αυτού τού «πρωτοτύπου» σαν τούτο να υπήρχε πραγματικά, αλλά δυνάμεθα ωστόσο να διαβλέψουμε πότε και πως αυτό που συμβατικά θεωρούμε ως «πρωτότυπο» παράγει την αναγκαία προερχόμενη από αυτό παραχάραξή του ως την τελική αποκάλυψη τής «κακώς ερμηνευόμενης», στρατηγικής ελλειπτικότητας του.
Δεν υπάρχει βέβαια κάποια «γενεαλογική στρατηγική κατάρα» που βγαίνει στο φως, ή γίνεται αντιληπτή αν-και-στο-φως λίγο αργά, διότι ήταν σε μια γωνιά αγνοημένη από τους θεατές ενός ορατού κόσμου.
Ούτε υπάρχει κάποια «δομική απόσταση» μεταξύ στρατηγικού Λόγου και στρατηγικής πράξης, ώστε να ανακαλύπτουμε πάντα έναν λόγο που η πάντα-και-εκ-φύσεως υπέρμετρα αφαιρετική θεωρία τελικά μπορεί να αποκτήσει και μια χθαμαλή εκδοχή.
**
Ιωάννης Τζανάκος