Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Παραγωγή, Πολιτική και Σώμα..


Παραγωγή και σωματικότητα. 
Οι γενικοί όροι τής θεματοποίησης που επιχειρούμε.
 
Ενώ οι σχέσεις κατανομής των μέσων κατανάλωσης και παραγωγής στο καπιταλιστικό σύστημα αποτελούν, σε διάκριση προς τις αντίστοιχες σχέσεις στα προ-καπιταλιστικά συστήματα, σε μεγαλύτερο και εντατικότερο βαθμό αποτελέσματα της άμεσης παραγωγικής και ανταλλακτικής διεργασίας, διατηρούν ωστόσο την δική τους δυναμική και ισχύ και επιτελούν έναν θεμελιακό διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της άμεσης παραγωγικής και ανταλλακτικής διεργασίας και της πολιτικής εξουσίας.  
Αν και δεν είναι άμεσα κατανοητό από τα προηγούμενα λεχθέντα, ο καθορισμός της ανταλλαγής ως άμεσος καθορισμός πάντα ανήκε στο άμεσο παραγωγικό «πεδίο» της κοινωνικής οικονομίας.  
(Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως έχει δείξει ρητά ο Μαρξ, πως ως ιδιαίτερος καθορισμός περιέχεται διαλεκτικά, όπως και ο καθορισμός της κατανομής και ο καθορισμός της κατανάλωσης, στην ευρύτερη έννοια-ταυτότητα της παραγωγής. Εδώ όμως εξετάζουμε τους οικονομικούς καθορισμούς στην διάκρισή τους).  
Η σημασία της ανταλλακτικής διεργασίας λαμβάνεται από την συμπύκνωσή της στην μορφή «εμπόρευμα». 
Αυτό δεν σημαίνει πως η ανταλλακτική διεργασία της παραγωγής υπόκειται σε διαχρονικούς ιστορικούς νόμους ή ότι η «υπόλοιπη» παραγωγή υπόκειται σε κάποιους διαχρονικούς ιστορικούς νόμους της ανταλλαγής, ή ακόμα περισσότερο πως υπόκειται στον (υποτιθέμενο) διαχρονικό «νόμο» του εμπορεύματος, αλλά πως σε σχέση με την ιστορική εξέλιξη των σύγχρονων αστικών παραγωγικών σχέσεων αλλά και τις προ-αστικές θεμελιώσεις τους (π.χ δουλεία ή γενικά εμπόριο) παίζει έναν καθοριστικό ρόλο, άρα συντελείται στον βαθύτερο πυρήνα της οικονομικής πραγματικότητας.  
Το αναμφισβήτητο της σημασίας αυτού του θεμελιακού συντελεστικού ρόλου της ανταλλακτικής διεργασίας τής παραγωγής (ως διακριτής οικονομικής πράξης) όπως είδαμε «οριοθετείται» από τον ισχυρό καθορισμό (τής δομής) τής κατανεμητικής πρακτικής.  
Θα είχε βέβαια μεγάλη θεωρητική αξία μια αναγέννηση της θεωρητικής διαλεκτικής της ταυτότητας(-διαφοράς) μεταξύ των ειδικών καθορισμών της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας (παραγωγή-κατανάλωση-ανταλλαγή-κατανομή) αλλά από την άλλη θεωρώ πως θα είχε την ίδια αξία και μια συγκεκριμένη (ιστορική) αποτίμηση και ιεράρχηση των καθορισμών της οικονομίας ως ξέχωρων. 
Στο θέμα μας εδώ αυτό που έχει σημασία είναι η επίλυση του (φαινομενικού;) παράδοξου που σχηματίζεται από την συνύπαρξη δύο «επιφανειακών» (ως ξέχωρων όπως είπαμε) καθορισμών της οικονομίας στον καπιταλισμό, ήτοι της κατανομής και της ανταλλαγής.  
Η ανταλλαγή ως αυτονομημένη και καθορίζουσα πρακτική που συμπυκνώνεται και αποκρυσταλλώνεται στην μορφή «εμπόρευμα» βρίσκεται όπως είπαμε στον καπιταλισμό εγγύτερα στον βαθύ πυρήνα της παραγωγής και διαμεσολαβεί την ουσία του καπιταλισμού με ενδογενή νομοτελειακό τρόπο.  
Για να το πω απλά δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς την γενικευμένη εμπορευματική διεργασία και ανταλλαγή αφού τελικά αυτή διαμεσολαβεί την σχέση των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους της παραγωγής με την εμπορευματική μορφή, ήτοι με την «εμπορευματοποίηση» της εργατικής δύναμης, ή για να το θέσω νομίζω καλύτερα με την μετατροπή της γενικής και ειδικής ικανότητας προς εργασία σε εμπόρευμα (εμπόρευμα εργατική δύναμη) μέσω όμως μιας ταυτόχρονης και ομοούσιας (με την προαναφερόμενη) διαλεκτικής διεργασίας μετατροπής της γενικής εργασιακής ουσίας του ανθρώπου σε ένα «διττό σώμα» που αποτελείται από το σώμα<>«ικανότητα-δυνητικότητα προς εργασία» και το σώμα<>«εργασιακή ενέργεια» (δράση).  
Η ίδια η έννοια της «εργατικής δύναμης» δεν μπορεί να ξεχωριστεί από την μετατροπή τής γενικής και ειδικής ικανότητας προς εργασία σε ξεχωριστό και διακριτό δυνητικό σώμα (ψυχοσωματική οντότητα σε εργασιακή ετοιμότητα) εντός του ορισμένου ως πια «προβληματικά» ενιαίου ανθρώπινου σώματος (ψυχοσωματικής οντότητας που είναι και εργασιακή ετοιμότητα και εργασιακή ενέργεια).  
Η διαίρεση της εργαζόμενης ανθρώπινης ουσίας σε δυνητικότητα-ικανότητα και εργασιακή ενέργεια (η ικανότητα στην «εφαρμογή» της) δεν είναι βέβαια μια απόλυτα δημιουργημένη (ιστορικά) διάκριση ούτε πρόκειται (αν ξεπεραστεί ο καπιταλισμός) να πάψει ως γενικά χρήσιμη διάκριση (για σχεδιασμό της κοινωνικής εργασίας ή απλά θεωρητική κατανόησή της) αλλά ως κοινωνικο-οντολογικό υπόβαθρο και ως οντολογική ουσία της παραγωγής δεν μπορεί να διατηρηθεί. 
Δεν είναι μόνον η μορφή «εμπόρευμα» που πρόκειται να καταστραφεί στην αταξική κοινωνία αλλά και κάθε κοινωνικο-οντολογική διάκριση μεταξύ «ικανότητας-δυνητικότητας» και «ενέργειας». 
Στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε πως εισερχόμαστε στην προβληματική εκείνη που επικεντρώνει στην έννοια της γενικευμένης ανταλλαγής ως θεμελιακής μορφής της αλλοτρίωσης που όμως (ως έννοια) συμπυκνώνει βαθύτερες έννοιες της ίδιας της ανταλλαγής.  
Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να επανέλθουμε στην έννοια της (ιστορικής) ταυτότητας-διαφοράς που προαναφέραμε γονιμοποιώντας την όμως με την διαλεκτική της ανταλλαγής ως μιας σημαντικής ιδιαίτερης ξεχωριστής παραγωγικής πρακτικής που συν-θεμελιώνει ριζικά ως γενικευμένη την αλλοτρίωση και την ταξική εκμετάλλευση. 
Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η ιδιαίτερη γενικευμένη κοινωνικο-οικονομική πρακτική με την κατανεμητική κοινωνικο-οικονομική πρακτική, σε συνθήκες μάλιστα κρατικού και κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού που σημαίνουν ένα είδος «επιστροφής» της κεντρικής ισχύος της κατανεμητικής πρακτικής; 
Ο τρόπος ιδιοποίησης της κοινωνικής παραγωγής αποτελεί στοιχείο της ανήκον όμως στην εξωτερική στοιβάδα της που αντανακλά εσωτερικά την άμεση παραγωγική διεργασία διαμεσολαβώντας την ως μορφοποιούμενη σε σχέσεις κατανομής.  
Συνήθως όταν μιλάμε για την καπιταλιστική παραγωγική διεργασία σε συνάφεια προς τον τρόπο ιδιοποίησης αναφερόμαστε στην αντίφαση ανάμεσα στην ευρύτερη και βαθύτερη -σε σχέση με προηγούμενους τρόπους παραγωγής- κοινωνικοποίησή της και την ατομική ιδιοποίηση που αυτή (ως καπιταλιστική) εκπροσωπεί. 
Θα έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε πως όταν μιλάμε για ατομική ιδιοποίηση της κοινωνικοποιημένης (καπιταλιστικής) παραγωγής δεν αναφερόμαστε κυρίως στα μέσα κατανάλωσης και εκείνο το μέρος του υπερπροϊόντος που απομένει μετά την συσσώρευση του κεφαλαίου αλλά ακριβώς και κυρίως στο υπερπροϊόν που «επανεπενδύεται», δηλαδή συσσωρεύεται, και στον θεμελιωδώς ιδιωτικό τρόπο διενέργειας αυτής της συσσώρευσης που εκφράζεται και αποκρυσταλλώνεται νομοτελειακά με την δομή της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την δομή της συσσώρευσης ως συσσώρευσης υπεραξίας. 
Εδώ θα μπορούσαμε να διακόψουμε την ανάλυσή μας για τις σχέσεις κατανομής για να επισημάνουμε την σημασία της ιδιαίτερης-ειδικής μορφής του υπερπροϊόντος της εργασίας στον καπιταλισμό που είναι η υπεραξία και η οποία σχετίζεται με τους ουσιώδεις συν-καθορισμούς των μορφών ανταλλαγής και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. 
Περιορίζουμε την αναφορά μας στην διαπίστωση και μόνον της ουσιώδους συν-καθοριστικότητας των μορφών ανταλλαγής σε σχέση με την γενικευμένη μορφή του εμπορεύματος.  
Είναι αδύνατον να αναφερόμαστε στην έννοια του καπιταλισμού χωρίς να αναφερόμαστε στις συνκαθοριστικότητες της εμπορευματικής μορφής και του (αλλοτριωμένου) καταμερισμού της εργασίας. 
Ας συνεχίσουμε.  
Ακόμα και όταν ο καπιταλισμός εισήλθε στο μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό στάδιό του και μεταμορφώθηκε ως προς τις σχέσεις κατανομής του σε κρατικό ή κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό δεν υπερέβη την βασική δομή κατανομής που είναι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η ιδιωτική δομή συσσώρευσης μέσω της υπεραξίας. 
Όταν αναφερόμαστε στην έννοια του κρατικού καπιταλισμού δεν σημαίνουμε κάποια γενική μορφή ολικής άρσης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής [κρατικός εκμεταλλευτικός σοσιαλισμός, ή αληθινός σοσιαλισμός] αλλά ένα είδος συγκέντρωσης τής δομής τής ατομικής ιδιοκτησίας που επιφέρει μερική άρση της, όπως και μερική άρση της δομής της καπιταλιστικής συσσώρευσης υπό το καθεστώς του συσσωρευτικού μετασχηματισμού και πραγματοποίησης της υπεραξίας, χωρίς όμως να τις αίρει ως θεμελιώδεις δομές.
----


Βασικές δομές τής αλλοτρίωσης ως «σωματόμορφης» αλλοτρίωσης.

α. Το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.

Το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα δεν δημιουργήθηκε με το καπιταλιστικό σύστημα αλλά με την δουλοκτησία και το δουλεμπόριο, και επίσης δεν καταργήθηκε με τον καπιταλισμό γιατί τάχα η εσωτερική του αξία χρήσης μετατράπηκε σε ξεχωριστό εμπόρευμα από το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.  
Η εργασιακή (ή εργατική) δύναμη δεν είναι στον καπιταλισμό ένα ξεχωριστό εμπόρευμα από το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα αλλά μια τροπή, ή μια αναπτυγμένη ειδική μορφή τού ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος που ιδρύεται ως ξεχωριστή από την γενική μορφή μέσω της ανάδυσης της σημαντικότερης και εσωτερικότερης αξίας χρήσης του που είναι η δυνατότητα-ικανότητα εργασίας ως αποκλειστικής ιδιότητας όλου του εμπορευματο-σώματος, διεργασία που παρουσιάζεται να καταργεί την σωματική ιδιότητα αυτής τής διττής υπόστασης που ορίσαμε ως ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.  
Υπό μιά έννοια η κατάργηση αυτής της πλευράς του συγκεκριμένου ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος φαίνεται λοιπόν τελικά να το καταργεί ή να το αίρει διαλεκτικά και να το αντικαθιστά με ένα άλλο είδος εμπορευματο-σώματος που φαίνεται να ταυτίζεται με την ίδια καθαυτή την εργασιακή δύναμη-ικανότητα και όχι τον «ευρύτερο» ανθρώπινο φορέα της που είναι ο άνθρωπος ως γενική σωματικότητα ή ως ακόμα ευρύτερη οντότητα. 
Η δυνατότητα-ικανότητα εργασίας ως ξεχωριστό και σχετικά αυτάρκες νέο σωματικό ον είναι εκείνο το ον που αποτελεί τον πυρήνα της καπιταλιστικής διεργασίας της παραγωγής που αποκόπτεται από την ανθρώπινη υπόσταση και την «καθυποτάσσει» ως γενική υπόσταση στην αναγκαιότητα τής (ανα-)παραγωγής της.  
Βέβαια αυτή η διάσπαση και καθυπόταξη της ενιαίας εργαζόμενης ανθρώπινης ουσίας ούτε είναι προϊόν μιας εσωτερικής διεργασίας της ίδιας ούτε περικλείει καν την ίδια καθαυτή την ζωή της ακόμα και στο καπιταλιστικό πλαίσιο, εφόσον συνεχίζει να υφίσταται απλά και ξάστερα η αναγκαιότητα της γενικής αυτο-συντήρησής της που εργαλειοποιείται ως ευρύτερη από τον αστικό εκβιασμό, αποτελεί δηλαδή ένα ουσιώδες αν και πρόσθετο μέρος του «ειδικού» εκβιασμού των κεφαλαιοκρατών απέναντι στην σχηματισμένη πιά ως «ειδική σωματικότητα» εργασιακή (εργατική) δύναμη.  
Από την άλλη πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως όλη αυτή η ειδικοποίηση και φαινομενική άρση του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος δεν πρέπει να κρίνεται με ρομαντικό τρόπο από την σκοπιά της γενικής ενότητας της εργαζόμενης ουσίας χωρίς να κρίνεται ταυτόχρονα και η γενική μορφή του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος όπως παρουσιάστηκε στην δουλοκτησία (και υφίσταται μυστικοποιημένη μέσα σε αρχαίες φιλοσοφίες που αποτελούν αντικείμενο γενικού θαυμασμού από διάφορους αφελείς ή «αφελείς»).  
Επίσης πρέπει να κριθούν, ειδικά οι πρώιμες μορφές τους, και οι φεουδαλικές εκφράσεις της ενιαίας εργαζόμενης ουσίας (προτιμώ να τις ονομάζω μετα-ρωμαϊκές μετα-δουλοκτητικές), παρ' όλο που στηρίζονται σε μια σχετικά πλήρη άρνηση, στο γενικότερο επίπεδο, της (αρχικής-δουλοκτητικής) μορφής του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος.
 

β. Το κράτος και η δουλεία.

Το κράτος ως το μοναδικό σημείο παρατήρησης του ανθρώπινου κόσμου είναι το σημείο εκκίνησης και εκροής παραστάσεων που ως μοναδικό τους αντικείμενο και σημαινόμενο έχουν μιά πολλαπλότητα οντολογικά στατικών σωμάτων, ακίνητων ή κινούμενων, ζωντανών ή νεκρών.  
Το κράτος ως σημείο παρατήρησης του ανθρώπινου κόσμου τον καλουπώνει σε μια πολλαπλοειδή σωματική υπόσταση που πέρα από τις φαινομενικά κινούμενες και ζωντανές μορφές της σημαίνει την οντολογική ακινησία και νέκρα της σε σχέση με το δημιουργικό της περιεχόμενο.  
Η συσχέτιση της σωματοειδούς νέκρας που καθιδρύει το κράτος με το ζωντανό περιεχόμενο των σωμάτων που υποδέχεται ως μορφή το καθιστά την πρώτη δυνητική μορφή δημιουργίας του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος.  
Οι μεγάλες ιεραρχικές ηγεμονίες και βασιλείες που μπορούν να θεωρηθούν ως οι πρωτο-μορφές των νεωτερικών (ιμπεριαλιστικών) υπερ-κρατών ήταν και αυτές που διοργάνωσαν την δουλεία και το δουλεμπόριο και τον μαζικό στρατιωτικό και εμπορευματικό εξανδραποδισμό ξένων πληθυσμών, μαζί με την διοργάνωση της εσωτερικής υποτέλειας και ιεραρχικής υποταγής του γηγενούς αγροτικού πληθυσμού.  
Οι πόλεις, η δουλεία, η πορνεία, η ιεραρχία, η στρατιωτική κυριαρχία, το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα αλλά και το υλικό εμπορευματο-σώμα (ζώα και προϊόντα της γης, προϊόντα των τεχνών κ.α) σχετίζονται με το ίδιο το αρχαίο κράτος, είναι μέρη της ουσίας του και όχι βάσεις της. 
Η ειδικότερη και πιό εξελιγμένη μορφή της αρχαίας κρατικής δουλοκτησίας ήταν οι πόλεις-κράτη (Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη) γιατί συγκροτήθηκαν σε μια πιο συγκεκριμένη μορφοποίηση και συστηματοποίηση των θεμελιακών δομών της κρατικής δουλείας που είναι: α) το ίδιο το κράτος σε μια αφηρημένη μορφή και β) το υλικό και ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.  
Μπορούμε να πούμε πως τότε εμφανίστηκε η πρώτη μορφή Συστήματος που σημαίνει μιαν αυτο-αναπαραγωγή και αυτο-ανάπτυξη των ταξικών και ιεραρχικών σχέσεων.  
Νομίζω πως είναι λάθος να εντάσσουμε αδιάκριτα την αρχαία (κρατική) δουλοκτησία στο ίδιο γενικό σχήμα με τον φεουδαλισμό (ή τιμαριωτισμό) λόγω αυτής ακριβώς της συστηματικότητας.  
Θεωρώ ως ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός τον ρόλο της νέας δουλοκτησίας και του νέου δουλεμπορίου στην ιστορική δημιουργία του (δυτικού) καπιταλισμού και αποδίδω μεγάλη σημασία στην ενδότερη επιβίωση ουσιακών σχημάτων της μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα (που δεν έχουν έναν μεταφορικό ή περιθωριακό ρόλο) ακόμα και κατά την νεώτερη (κρατικο-καπιταλιστική) μονοπωλιακή ιμπεριαλιστική μορφοποίησή του.  
Αυτό είναι ένα αντικείμενο μελέτης που θα άξιζε να αναδειχθεί, και όχι μόνον για ιδεολογικούς προπαγανδιστικούς λόγους (λ.χ την απομυθοποίηση της γενεαλογίας του φιλελευθερισμού). 



Οι θεμελιώδεις δομές τής «σωματόμορφης» αλλοτρίωσης ως δομές διαμεσολάβησης. 
 
Η δημιουργία ενός πλήθους εξαρτημένων ανθρώπων από μια κυρίαρχη ολιγάριθμη-ολιγαρχική ομάδα έχει νόημα και εξήγηση αν σχετίζεται με την ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγικής διεργασίας. 
Όμως η ουσία αυτής της ιδιοποίησης δεν είναι αυτή η ίδια καθαυτή ως ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων τής παραγωγικής διεργασίας αλλά (ουσία τής ιδιοποίησης) είναι η ολότητα-μορφή της παραγωγής που ιδρύεται σε αλληλενεργή αιτιακή συνάφεια με έναν συγκεκριμένο καταμερισμό της εργασίας. 
Βέβαια η ατομική (και ολιγαρχική) ιδιοποίηση, ή αντίθετα η κοινωνική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της καθιδρυμένης ολότητας-μορφής της παραγωγικής διεργασίας και του αντίστοιχου σε αυτήν καταμερισμού της εργασίας δεν είναι άσχετη προς την ίδια την ουσία αυτής της καθιδρυμένης ολότητας-μορφής και του «δικού» της καταμερισμού της εργασίας.  
Η αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν την ουσία της ταξικής ή της ευρύτερης κοινωνικής τους θέσης σχετίζεται με την αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ως ουσία της ζωής τους την κοινωνική παραγωγή και τις μορφές της και ως εξωτερική μορφή (αν και όχι «επιφανειακή» απλά) αυτής (τής κοινωνικής παραγωγής) τον τρόπο ή την κατανομή της ιδιοποίησης.  
Όμως αυτή η αδυναμία είναι αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της μετατροπής της εργασίας και της ευρύτερης παραγωγής σε έναν μηχανισμό πόνου και καταστροφής των άμεσων παραγωγών. 
Η κοινωνική παραγωγή ως εκδήλωση και ως ολική μορφή ενός ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας που σημαίνει επιπλέον (και εξίσου) την άντληση τού τελικού αποτελέσματος (προϊόντος) προς ατομική διάθεση και ιεραρχικά καθορισμένη επανα-κοινωνικοποίηση, σημαίνει για την πλειονότητα των παραγωγών (τους άμεσους παραγωγούς) φτώχεια, στερήσεις, βίαιο θάνατο, αποξένωση, ηθική εξαχρείωση κ.ο.κ.  
Αυτό που είναι το προϊόν ενός τρόπου κυριαρχίας και ιεραρχικής μορφοποίησης της παραγωγικής διεργασίας, η μορφή της ιδιοποίησης και η ιδιοποίηση εν γένει, αποτελεί ένα δευτερεύον και δημιουργημένο ουσιακό στοιχείο (αν και παραμένον ως ουσιακό) που καθίσταται σημαντικότερο τού πραγματικού του ρόλου από την στιγμή που αναδιπλασιάζεται μέσα στον νου των καταπιεσμένων άμεσων παραγωγών και καθορίζει την ίδια την στοιχειακή τους αναπαραγωγή και συντήρηση (την «σωματικότητά» τους). 
Η πείνα, η στέρηση, και από την άλλη ο «πλούτος» η χλιδή, η επιδεικτική κατανάλωση και η χρήση συμβόλων δύναμης, που προκύπτουν συμμετρικά από την εκμεταλλευτική κατανομή τού προϊόντος τής παραγωγικής διεργασίας είναι αν τα δούμε ως ένα διαλεκτικό σύνολο το ενδογενές κοινωνικο-ουσιακό μέσο (στην ταξικά καθορισμένη κοινωνική ουσία) και όχι ο ενδογενής κοινωνικο-ουσιακός σκοπός (και σημαντικότερος στην ταξικά καθορισμένη κοινωνική ουσία) που είναι (ως σκοπός) η βαθύτερη (από την ιδιοποίηση) ιεραρχική δόμηση τής ολότητας-μορφής τής παραγωγικής διεργασίας και ο αντίστοιχος (σε αυτήν) καταμερισμός εργασίας. 
Αυτοί είναι κάποιοι σημαντικοί γενικοί καθορισμοί των ταξικών-ιεραρχικών κοινωνιών είτε μιλάμε για την σύγχρονη ταξική κοινωνία, την αστική κοινωνία, είτε μιλάμε για τις προ-αστικές ταξικές κοινωνίες. 
Εξετάσαμε μόνον «στην άκρη» των νοηματικών μας διαμεσολαβήσεων έναν σημαντικό γενικό καθορισμό τους, την «σωματικότητα-Σώμα», (υπάγοντάς τον στον καθορισμό της ιδιοποίησης) αν και διαμεσολαβεί τις ταξικές κοινωνίες «συντελώντας» (ως διαμεσολαβημένος και ως διαμεσολαβών) σε διαφοροποιήσεις και ειδικές ιστορικές μορφοποιήσεις τους που δεν μπορούν να εξηγηθούν αυτόματα με το γενικό σχήμα που προαναφέραμε που εξάλλου είναι χρήσιμο, όπως είναι, κυρίως για να εξετάσουμε τα «κοινά» στοιχεία τους.  
Το στοιχείο αυτό σχετίζεται μάλιστα, κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, με το αναζητούμενο θέμα μας που είναι η μορφή και το περιεχόμενο της εργατικής πολιτικής στο δυναμικό πλαίσιο τής υλικής και θεωρητικής κριτικής τής εν γένει ταξικο-ολιγαρχικής και ειδικά αστικής πολιτικής οντολογίας (μεταφυσικής).

Ας ξαναδούμε όμως κάποια γενικά σχήματα τής έννοιας/κατάστασης τής διαμεσολάβησης, σε συνέχεια προς τα προηγούμενα λεχθέντα από εμάς σχήματα.

Όπως είδαμε η εκμεταλλευτική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων τής -«ιδανικής» προς αυτόν τον ειδικό σκοπό- παραγωγικής διεργασίας είναι το ενδογενές ουσιακό μέσο τού ενδογενούς ουσιακού σκοπού που είναι η αναπαραγωγή και η εξέλιξη τής ιεραρχικής και ολιγαρχικής δομής (ολότητας-μορφής) της ίδιας της παραγωγικής διεργασίας.
Γι' αυτό εξάλλου και η εμμονή τής (όποιας) αριστεράς στην δομή της ιδιοποίησης-κατανομής, που απηχεί την λαϊκή εμμονή στην αμεσότητα του προβλήματος, αν και απόλυτα δικαιολογημένη και μάλιστα ορθή περιέχει ένα είδος καθήλωσης στην εξωτερική στοιβάδα της κοινωνικής ουσίας. 
Ήδη λέγοντας πως αυτή η κρίσιμη δομή «βρίσκεται» στην εξωτερική στοιβάδα της κοινωνικής ουσίας εννοούμε πως είναι μέρος της ουσίας αυτής, είναι δηλαδή καθορίζον στοιχείο της ενεργού ουσίας και όχι κάποιο παθητικό αποτέλεσμά της.  
Η εξωτερικότητα ως προσδιορισμός δεν σημαίνει πάντα ένα είδος υποδεέστερης «φαινομενικότητας» αλλά ίσως ένα στρώμα εσωτερικών οριοθετήσεων εντός της ίδιας τής ουσίας, ας πούμε εντός τής ίδιας της ενδογένειας. 
Αν θέλουμε λοιπόν να προχωρήσουμε βαθύτερα στην έρευνα της κοινωνικής ουσίας κατά την ιστορική φάση της ταξικής εκμετάλλευσης και της ιεραρχικής επιβολής θα πρέπει να δούμε τι ρόλο παίζει το συντελεστικό στοιχείο της «σωματικότητας» όπως παράγεται ως στοιχείο της ολότητας-μορφής της παραγωγικής διεργασίας. 
Θα ξεκινήσουμε με ένα ερώτημα που σχετίζει την έννοια της σωματικότητας με τις διαμεσολαβήσεις που συγκροτούν την ολότητα-μορφή της ταξικής παραγωγικής διεργασίας και τον ταξικό καταμερισμό της εργασίας, επιχειρώντας μάλιστα και ένα είδος επικαιροποίησης της ανάλυσής μας σε συνάφεια προς την αστική μορφή της ταξικής κοινωνίας. 
Εδώ, πριν θέσουμε το συγκεκριμένο ερώτημα, πρέπει να ξαναθυμίσουμε πως ορίσαμε την ίδια την «σωματικότητα» ως έκφραση της εργασιακής αποξένωσης και του εργασιακού κατακερματισμού που χαρακτηρίζει όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες. 
Ας θέσουμε τώρα το ερώτημα:  
Είναι η (αλλοτριωμένη) σωματικότητα [ταυτόν] έκφραση του ουσιακού μέσου , δηλαδή της «ιδιοποίησης» ή έκφραση του ουσιαστικού σκοπού της ταξικής κοινωνίας;

Μια πρώτη απάντηση:

Η «σωματικότητα» ως κοινωνικός καθορισμός σημαίνει ήδη την μετατροπή μιας ενιαίας εργασιακής υποκειμενικότητας σε ξενωμένη αφηρημένη δυνητικότητα εργασίας και δημιουργίας, και έχει σημανθεί λεκτικά εδώ και καιρό ως «εργασιακή δύναμη». 
Στην πραγματικότητα η εργασιακή δύναμη ως αφηρημένος και ξενωτικός προσδιορισμός που είναι μεταφοροποιείται πρακτικά και οντολογικοποιείται από πολύ παλαιά ως σωματικότητα και τελικά αλλοτριώνεται και οικειοποιείται από τους κυρίαρχους ως «Σώμα».  
Το Σώμα του κυρίαρχου «τρέφεται» από τις εργασίες των υποτελών με την έννοια πως συγκροτείται ως καταπιεστικό και αλλοτριωτικό εποικοδόμημα επί της κοινωνικο-ουσιακής θεμελιακότητας της άμεσης εργασίας από τον θρυμματισμό της κοινωνικο-οντολογικής ενότητας τής άμεσης εργασίας (των άμεσων παραγωγών).  
Η σωματικοποίηση της δημιουργικής δύναμης των άμεσων παραγωγών δεν είναι ούτε ουσιακό μέσον ούτε ουσιακός σκοπός της ολότητας-μορφής τής (ταξικής-ιεραρχικής-εκμεταλλευτικής) παραγωγικής διεργασίας και τού (ταξικού-ιεραρχικού-εκμεταλλευτικού) καταμερισμού της εργασίας, αλλά αποτελεί την θεμελιακή διαμεσολάβηση μεταξύ τους που (συν-)καθορίζει επίσης και την ειδική μορφή των ταξικών κοινωνιών. 
Με αυτή την έννοια βέβαια μπορεί να θεωρηθεί με μιαν ευρύτερη μη-τελεολογική έννοια ως μια «ουσιακή λειτουργία-δομή», ή ως μια θεμελιακή «συστημική υπόσταση» των ταξικών-ιεραρχικών συστημάτων. 
Η «σωματικότητα» ως καθορισμός των υποτελών είναι και η θεμελιακή διαμεσολάβηση μεταξύ της οικονομικής και πολιτικής μορφής της συνολικής παραγωγής, άρα (είναι) και το αίτιο της ειδικής-συγκεκριμένης μορφής της πολιτικής οντολογίας, τόσο των υποτελών όσο (κυρίως) των κυριάρχων που αποκρυσταλώνεται στην γενική μορφή του (κυρίαρχου) Σώματος. 
Εξ' ού και οι «οργανικίστικες» μεταφορές που χρησιμοποιούνται από όλα τα ταξικά στρατόπεδα (αν μιλάμε για ταξικά στρατόπεδα μάχης και όχι για παρακολουθήματα και ερείπια) με εντελώς διαφορετικούς τρόπους αλλά και με μια ταυτότητα. 
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και πολιτικής η «σωματικότητα» αποκτά έναν γενικό χαρακτήρα που αντανακλά την ολοκλήρωση της αποξένωσης των άμεσων παραγωγών από τους εμπράγματους όρους της ζωντανής τους εργασίας και την ολοκλήρωση του απόλυτα ιεραρχικού και κατακερματιστικού καταμερισμού της κοινωνικής οικονομίας, που συμπλέκεται (ως -διττή-ολοκλήρωση) με την γενίκευση της εμπορευματικής-χρηματικής μορφής της ανταλλαγής και του αφηρημένου ολοκληρωτικού κράτους.  
Η ολοκλήρωση και γενίκευση των δυνητικών μορφών των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών σημαίνει από μια άλλη σκοπιά την ολοκλήρωση και γενίκευση (και απλοποίηση-αφαιρετικοποίηση) των ταξικών σχέσεων (δύο και όχι πολλές καθοριστικές ανταγωνιστικές τάξεις που αυτο-προσδιορίζονται και ετεροπροσδιορίζονται με σαφήνεια ως τάξεις και όχι ως νομοκατεστημένες οντότητες-συσσωματώσεις). 
Ο ανταγωνισμός των τάξεων, ειδικά στην αστική εποχή, λαμβάνει από ένα σημείο και πέρα έναν καθοριστικά «σωματικό» χαρακτήρα, άρα και έναν απόλυτο πολεμικό χαρακτήρα, εφόσον είναι νομοτελειακά αναπόφευκτη η συγκεκριμένη ολοκλήρωση της γενικής ουσίας των αντιθέσεων στο σημείο της συγκεκριμένης τους διαμεσολάβησης.  
Η αποκλειστικότητα της εξωτερικής διαμεσολαβητικότητας του ταξικού συστήματος που εκφράζεται με την δομή της ιδιοποίησης καταργείται (ως αποκλειστικότητα) και δημιουργείται ένα πεδίο «εξωτερικού» πολιτικο-οικονομικού συνκαθορισμού που αφορά και τις σχέσεις ιδιοποίησης και την σχέση των «σωμάτων», άρα ένα βαθύτερο επίπεδο οργάνωσης της ταξικής δύναμης που έχει εφαρμοστεί και έχει πλάσει τις εργατικές υποκειμενικότητες.  
Η νοηματική μετάθεση στην δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας τρόπος να αναδυθεί αυτό το θέμα της (νεωτερικής) απόλυτης ξένωσης της εργασίας και το θέμα της απόλυτης βίας που αυτή υποκρύπτει και προκαλεί, όχι μόνον στο επίπεδο της ιδιοποίησης αλλά και στο θεμελιακότερο επίπεδο της μορφής της κοινωνικής ισχύος. 
Η απάντηση των εργατών, του λαού, δεν έχει πολλές παραλλαγές.  
Ή κάποιος προτάσσει την άμεση εμπλοκή με αυτό το διττό επίπεδο (ιδιοποίηση, πάλη μεταξύ πολιτικών-πολεμικών «σωμάτων») ή αρνείται την εμπλοκή του με το ένα σημείο του (την ταξική βία, «σωματικότητα») άρα και αυτό ως διττό.  
Ο σκοπός του εργαζόμενου λαού είναι βέβαια να υπερβεί την σωματικοποίηση της κοινωνικής σχέσης, αλλά ως σκοπός δεν μπορεί να υπερβεί τα υφιστάμενα μέσα διαμεσολάβησης μέσων σκοπών, από την στιγμή μάλιστα που είναι ουσιακά μέσα και ουσιακοί σκοποί της υφιστάμενης και ταξικά προσδιορισμένης κοινωνικής οικονομίας. 
Όχι μόνον σε στρατηγικό επίπεδο αλλά σε τακτικό επίπεδο μάχης, όχι μόνον στην πολιτική και ιδεολογική μάχη αλλά και στην οικονομική μάχη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, η κυριαρχία διακυβεύεται στο πολεμικό-«σωματικό» πεδίο.  
Βέβαια η ίδια η θέση ενός υποτελούς μέσα σε μια υφιστάμενη πραγματικότητα που του στερεί πλήρως την ενότητα των αυτοκαθορισμών του δεν του παρέχει αυτά τα μέσα και αυτούς τους σκοπούς όπως θα ήταν εφικτό σε μια κατάσταση κατοχής τους, άρα «πολιτικής εξουσίας», επομένως είναι λάθος να προτάξει από μέρους του ένα βιαστικό πολεμικό, ας πούμε ένοπλο, σχέδιο μάχης. 
Αλλά από την άλλη είναι αδύνατον και να αποκτήσει ποτέ αυτή την «κατοχή» αν δεν την αποκτήσει αυτοστιγμεί «τώρα».   
Το σίγουρο είναι πως σήμερα (στην νεωτερική εποχή) δεν θα μπορέσει να προ-κατέχει μια οποιαδήποτε δυνητική μορφή αυτών των δομών (κατοχής μέσων ιδιοποίησης και πολιτικο-σωματικής συγκρότησης) αν ήδη έχει απαλείψει «μέσα» του την έννοια της κρατικής εξουσίας, ήτοι της δικτατορίας, αφού η κρατική εξουσία είναι υπό αυτές τις συνθήκες, τελικά, και δικτατορία.  
Πριν ακόμα μιλήσουμε για την δικτατορία ως δικτατορία από την πλευρά μιας τάξης, ας ξεκαθαρίσουμε επιτέλους πως κρατική εξουσία μπορεί να υπάρξει αν στον πυρήνα της είναι και δικτατορία.   
Και όταν μάλιστα η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης έχει σαν βάση της την πλήρη αποξένωση και αφυποστασιοποίηση των εργατικών υποκειμενικοτήτων μέσα στην ίδια την παραγωγική διεργασία υπάρχει ένας ακόμα λόγος να θεωρήσουμε πως είναι η απόλυτη αστική δικτατορία που μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια εξίσου απόλυτη εξουσία του εργαζόμενου λαού, όταν είναι αυτό εφικτό, χωρίς υποχρεωτικά αυτή η εξουσία να ορίζεται ως «δικτατορία» [του προλεταριάτου].

 

Τα μοτίβα τής πολιτικής οντολογίας.

Ο γενικευμένος μύθος της μετα-νεωτερικής αστικής και μικροαστικής πολιτικής θεωρίας είναι πως το πρόβλημα στην θεωρία είναι η ουσιοκρατία. 
Αυτός ο θεωρητικός Λόγος ανακαλύπτει πίσω από κάθε «κυριαρχικό» και «εξουσιαστικό» Λόγο το φάντασμα της ουσιοκρατίας.   
Όμως στην πραγματικότητα η πολιτική οντολογία/μεταφυσική σχηματίζονταν και σχηματίζεται γύρω από την έννοια του σώματος ακόμα κι όταν δομείται ως μια απαντητική ερμηνευτική και νοηματική δομή απέναντί του. 
Η πολιτική εξουσία εκφράζεται ως Λόγος μέσω μιας μεταφοράς που την παρουσιάζει ως σωματική υπόσταση αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μια μορφή κοινωνικής λειτουργίας και εργασίας που διενεργείται από τους συντελεστές μιας ουσιακής αντίθεσης μεταξύ μίας κυρίαρχης τάξης που ιδιοποιείται τα αποτελέσματα της παραγωγής αφού έχει αρχικά ιδιοποιηθεί και έχει παράγει την ίδια την παραγωγή ως ολότητα και (από την άλλη πλευρά) μιας τάξης που παράγει τα άμεσα αίτια και τα άμεσα αποτελέσματα αυτής της παραγωγικής ολότητας - που την έχει παράξει (ως ολότητα) η κυρίαρχη τάξη. 
Αυτή η αντίθεση μπορεί να λαμβάνει συγκεκριμένες σωματικές μορφές αλλά δεν είναι ουσιαστικά μια αντίθεση μεταξύ σωμάτων. Γιατί όμως παρ' όλα αυτά η πολιτική εξουσία είτε εκφράζει την κυρίαρχη τάξη είτε εκφράζει την κυριαρχούμενη τάξη εκφράζεται μέσω αυτής της θεμελιώδους «σωματικής» μεταφοράς του Λόγου; 
Δίνω άμεσα την απάντηση πως η κοινωνική κοινότητα-ταυτότητα αυτής της μεταφορικής λειτουργίας (που δεν είναι βέβαια απόλυτη) δεν σημαίνει ένα είδος διαχρονικής ταυτότητας, ιστορικής ή άλλης (λ.χ συμφερόντων), αλλά ένα ήδη δυνητικά απερχόμενο γενικό και εκφράζον την ταξική δομή διαμεσολαβητικό συμβάν που σημαίνει τον επικαθορισμό των άμεσων παραγωγών από την παραγωγική κυριαρχικότητα της εκμεταλλευτικής τάξης επί της παραγωγής ως ολότητας.
Η ύπαρξη αυτού τού διαμεσολαβητικού συμβάντος ως μόνιμης διαμεσολαβητικής «συστημικής υπόστασης» των ταξικών-κυριαρχικών-εκμεταλλευτικών κοινωνιών, δεν το καθιστά το μοναδικό αίτιο τής ύπαρξης τους:
Η θεμελιακή διαμεσολάβηση δεν υποσημαίνει κάποια θεμελιακή υπερ-αιτία των κοινωνιών αυτών, αν και ως θεμελιακή διαμεσολάβηση συναποτελεί μαζί με άλλα αιτιακά πλέγματα το συνολικό πλέγμα αιτίων που γέννησαν αυτές τις κοινωνίες και συνεχίζουν να συντελούν στην παραμονή τους στην «ύπαρξη».
Σε ένα αφηρημένο επίπεδο που έχει εντοπίσει και απολυτοποιήσει ο αναρχισμός και η αυτονομία η άρση αυτού του επικαθορισμού θα σήμαινε την πλήρη καταστροφή αυτής της νοηματικής «μεταφοράς» μέσω της πρακτικής εξαφάνισής της (και το αντίστροφο). 
Όμως εφόσον αυτή η επικαθορίζουσα δομή δεν είναι το θεμελιακό αιτιακό σύμπλεγμα παραγωγής τής εκάστοτε ταξικά καθορισμένης κοινωνικής οικονομίας και του ταξικού καθορισμού της ως ολικού παραγωγικού καθορισμού δεν μπορεί αιρόμενη να σημάνει και την άρση τής ταξικής κοινωνίας.
Τα «αίτια» ή τα «πεδία» οργάνωσης της κοινωνικής οικονομίας και της διοίκησής της (που είναι κατά κάποιο τρόπο μέρος τής εκάστοτε κοινωνικής οικονομίας) δεν μπορούν να εξηγηθούν δια της ίδιας της «ολιστικής» λειτουργίας της αλλοτριωτικής ολότητας ούτε δια της ειδικής «ολιστικής» λειτουργίας τής αλλοτριωτικής πολιτικής και της κυριαρχίας, άρα και της βασικής νοηματικής τους («σωματικής») μεταφοράς. 
Το να μην αποδεχόμαστε την διάκριση «βάση-εποικοδόμημα» δεν σημαίνει κατ' ανάγκην την αποδοχή εκείνου τού είδους άρσης τής διάκρισής τους που θα συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με την εξήγηση των ολιστικά προσδιορισμένων φαινομένων από την ίδια την ολότητα (αν και παράλογο λέγεται και αυτό με τον μεταμφιεστικό μετασχηματισμό τής «ολότητας» σε «δομή» ή «σύστημα») ή από την ειδική ολότητα («δομή») της πολιτικής, της κυριαρχίας, του κράτους κ.ο.κ  
Η παταγώδης αποτυχία των δομιστικών και μετα-δομιστικών θεωριών, αλλά και των ακραία μεταφυσικών πολιτικο-κεντρικών θεωριών (όπως του Κ.Καστοριάδη ή του Κ.Σμιτ που ομοιάζουν ουσιαστικά, παρά τις ριζικές διαφορές τους, εξ' αυτού του «κοινού» Λόγου) έχει να κάνει με αυτήν την επιλογή αυτού του αδιέξοδου και «αυτάρκους» ολο-κεντρισμού που πολυπλοκοποιεί, αναπτύσσει και συσκοτίζει απλούστερες ταυτολογικές και μεταφυσικές ερμηνείες που στηρίζονται σε πιο άμεσες ή πιο έμμεσες «μεταφοροποιήσεις» της πολιτικής από την «σωματικότητα» και την φαντασματική ολότητα που σχηματίζεται «πάνω» της. 
Η αλήθεια όμως για την γενική και ειδική μορφή της ταξικής-εκμεταλλευτικής (μορφής τής) κοινωνικής οικονομίας είναι πως δομείται ως μια συγκεκριμένη αντιφατική ένωση και ως ένας συγκεκριμένος αντιφατικός συνδυασμός των μορφών της εργασίας. 
Στην βάση της ταξικής κοινωνίας βρίσκεται η αρχή του καταμερισμού της εργασίας, άρα και η αρχή της υποταγής της κοινωνίας στον γενικό κανόνα της διαφοροποίησης των εργασιών σε έναν οριζόντιο και σε έναν κάθετο-ιεραρχικό άξονα καταμερισμού, όπου ως οριζόντιος καταμερισμός εννοείται εκείνη η μορφή διαφοροποίησης της εργασίας και των προϊόντων της σε ισοδύναμα είδη εργασιών και προϊόντων και ως κάθετος-ιεραρχικός καταμερισμός εννοείται εκείνη η μορφή διαφοροποίησης της εργασίας και των προϊόντων της σε ανισοδύναμα είδη εργασιών ανάλογα με το σωματικό ή διανοητικό τους περιεχόμενο. 
Η κοινωνική διαφοροποίηση ανάμεσα σε εκμεταλλευτική και εκμεταλλευόμενη τάξη που αντιπαλεύουν για την κατανομή των προϊόντων της παραγωγής και πολεμούν για τον έλεγχό της είναι αποτέλεσμα των δομικών πλεγμάτων ένωσης και αλληλοδιαμεσολάβησης του οριζόντιου και του κάθετου άξονα του καταμερισμού των εργασιών που δημιουργούν τον κάθετο άξονα ως κυρίαρχο αφού «πρώτα» τον έχουν παράξει ως κάθετο-ιεραρχικό. 

Σε αυτό το πλαίσιο η δημιουργία της πολιτικής μεταφυσικής ανάγεται σε αρχέγονο ακόμα σημείο στα εξής στοιχεία:  

1) Μόνιμη και νομοτελειακά οροθετημένη και οροθετούσα κατάλυση των ενωτικών δεσμών της κοινωνικής υπόστασης μέσω της ίδρυσης μιας αέναα ισχύουσας και επιβαλλόμενης διαφοροποίησης της αέναα ιδρυτικής της ουσίας που είναι η εργασία.  
2) Μόνιμη και νομοτελειακά οριοθετημένη και οριοθετούσα διάκριση ανάμεσα στην άμεση και την έμμεση παραγωγή, ανάμεσα στον άμεσο και τον έμμεσο παραγωγό, στα πλαίσια ενός χασματικά διαιρεμένου και κατακερματισμένου «συλλογικού εργαζόμενου». 
3) Μόνιμη και νομοτελειακά σχηματισμένη διάκριση ανάμεσα στο κυρίαρχο σώμα και την εσωτερικοποιημένη κυριαρχημένη «σωματικότητα», όπου το κυρίαρχο «Σώμα» αναδύεται ως η εξαιρετική ενοποιός ουσία και η εσωτερικοποιημένη κυριαρχημένη «σωματικότητα» ως το κοινό ταυτόν: ως αυτό που κερματίζεται για να ενοποιηθεί, ως αυτό που εργάζεται για να πειθαρχηθεί, ως αυτό που υποδέχεται για να γονιμοποιηθεί, ως αυτό που δεν εντέλλεται τίποτα.  
4) Το «Σώμα» είναι η ουσία της μόνιμης απάρνησης της αυτοδυναμίας του εργαζόμενου υποκειμένου και ταυτά η ομοιωματική προβολή του αντικειμένου της κυριαρχίας όπως αυτό έχει παραχθεί από την ξένωση της άμεσης εργασίας και την βίαιη αποκοπή του φορέα της από τους εμπράγματους όρους της που δημιουργεί ως αποκοπή την ενδογένεια του υποκειμένου σε σωματικότητα.  
Η ανάδυση του «Σώματος» ως του κύριου άξονα μετωνυμικής και μεταφορικής έκφρασης του φορέα αυτού και της ξενωτικής λειτουργίας που τον υποστασιοποιεί ως «σωματικότητα» συμβολίζεται πρακτικά και πρακτικοποιείται συμβολιστικά με την ίδρυση της Κυριότητας, της απόλυτης Κυριαρχίας.    
Και σε αυτό το ήδη από την αρχή της φαντασματικό πλαίσιο ορθώνεται το κεντρικό φάντασμα της «Πολιτικής», της μοντέρνας καπιταλιστικής «Αυτοκρατορίας», της «Δημοκρατίας», εν τέλει του «Κράτους» που καμώνεται τον κεντρικό καθορισμό της σωματικότητας.  
5) Η σύσταση της ολιγαρχικής και ειδικά τής ολιγαρχικής αστικής Πολιτικής είναι δομικά καθορισμένη από την διαίρεση ανάμεσα στην άμεση και την έμμεση παραγωγή και τις πολύπλοκες διαιρέσεις της εργασίας, και η (επαναστατική) πολιτική ως δραστηριότητα δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από αυτό το πλαίσιο αν δεν θέσει την ίδια την διαίρεση σε αμφισβήτηση, ακόμα κι αν αυτό γίνει μέσα στα πλαίσια μιας «πολιτικής μεταφυσικής». 
Ποιες είναι οι δυνατότητες αυτής της πολιτικής μεταφυσικής ή οντολογίας σήμερα σε μια κατεύθυνση αυτο-ανατροπής της εφόσον «στοχεύει», αν στοχεύει, στην άρση των αλλοτριωτικών διαιρέσεων της εργασίας και της Πολιτικής; 
Για να ορίσουμε αυτές τις δυνατότητες πρέπει δούμε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους εντός του καπιταλισμού, αναφερόμενοι στο ζήτημα της εργασιακής ουσίας και της πολιτικής της έκφρασης που είναι η «δικτατορία της εργατικής τάξης» (του προλεταριάτου) σε εν δυνάμει και εν ενεργεία μορφή, όπως αυτό το ζήτημα προκύπτει ως πρακτικό αποτέλεσμα μιας εξίσου πρακτικής ύπαρξης τής καπιταλιστικής κοινωνίας ως μια δομής αποξένωσης μεταξύ «τακτικής εργατικής υπόστασης» και «στρατηγικής καπιταλιστικής εξουσίας».
----


Ιωάννης Τζανάκος

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου