Η θεωρητική τάση να ερμηνεύεται η ανθρώπινη ζωή στον
καπιταλισμό ως ένα ενεργό ή δυνητικό υπο-σύστημα ελευθερίας που αντιστοιχεί σε
αυτόν, είναι αγαπημένη στα αστικά και τα μικροαστικά στρώματα, εφόσον αντανακλά
την ειδική ταξική θέση τους αλλά και τις αυταπάτες τους σε σχέση με την
καθημερινή ζωή τους.
Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ελεύθερη στον καπιταλισμό, η
έννοια μάλιστα της ελευθερίας απολυτοποιείται και φετιχοποιείται εντός αυτού
τού συστήματος διότι τούτο είναι αναγκαίο σημείο τής ίδιας τής καθημερινής αναπαραγωγής
του ως συστήματος όπου κεντρικό λειτουργικό ρόλο επιτελεί η «ελεύθερη» ως εμπόρευμα εργατική δύναμη.
Όμως αυτή η ψευδοελευθερία ή φενακιστική ελευθερία τής
εργασιακής «σωματικότητας» εντός του καπιταλισμού δεν είναι το
αντικείμενο της μεταφυσικής λατρείας μόνον αυτών που είναι σε θέση απόλυτης
ταυτότητας προς αυτόν, αποδεχόμενοί τον μοιρολατρικά ή απολογούμενοι για την
τελειότητά του, αλλά και αυτών που ανακαλύπτουν συνεχώς δυνατότητες να υπάρχουν
ελευθερίες εντός του ακόμα κι αν αποδέχονται φαινομενικά πως αποτελεί μιαν
αναπόδραστη και θλιπτική νομοτέλεια.
Ειδικά αυτοί οι μικροαστοί κυρίως, αλλά και ένα
σημαντικό μέρος τής πρώην μαρξιστικής ελίτ, παρουσιάζουν συνέχεια ανύπαρκτες
δυνατότητες, «ευκαιρίες» που χάθηκαν, διάκενα και δυνητικότητες.
Δεν είναι ανήκοντες μόνον στον αριστερισμό αλλά και σε
άμεσες εξαλλαγές του, νεοεθνικιστικές, ή σε ένα γενικό πολτώδη «χώρο»
άσκησης μοτουαλιστικών ή κοινοτιστικών ουτοπιών (που περιλαμβάνει και τους
προαναφερόμενους νεοεθνικιστές), αλλά υπάρχει πάντα και ο μηδενιστικός ή
ελευθεριακός ατομικισμός που «κινείται» δια μέσω όλων αυτών είτε ως
βασικός ιδεολογικός άξονας είτε ως ένα απαραίτητο καρύκευμα για να
ψευδοθεμελιώνεται η απάτη και η αυταπάτη της ελεύθερης επιλογής ή της οντικής
δυνητικότητας.
Η νέα ουτοπική φαντασίωση και οι νέες θεωρίες τής
εξαλλοελευθεριακής «ύπαρξης» εμφανίστηκαν κυρίως με το κενό
πυροτέχνημα του κινήματος μαη68, και ενσαρκώνονται στους συνήθως
ημι-αγράμματους ή παραληρηματίες φοιτητές, διανοούμενους αλλά και σε
καθημερινούς ιδεολογικοποιημένους εργαζόμενους και μικροαστούς που μετά την
κατάρρευση τού μαρξιστικού δόγματος έσπευσαν να αναζητήσουν νέα ιδεολογία,
συμπληρωματική ή και αντίθετη προς αυτό, αλλά σε νεοουτοπική κατεύθυνση.
Το γεγονός πως υπήρξε διάχυση της επιστημονικής
γνώσης, αλλά και κρίση μέσα και στην ίδια την επιστήμη, κρίση οντολογική, κρίση
μεθοδολογική, κρίση ηθική, κρίση παραδειγμάτων της κατά την εφαρμογή τους στην
κοινωνική θεωρία, έδωσε αέρα στα πανιά της μαζικής παγκόσμιας και άνευ ηθικών
και γνωσιακών φραγμών νέας σέκτας, για να πλεύσει «ελεύθερη»
διανέμοντας σε οικουμενικό επίπεδο τα «χαρμόσυνα» νέα τής «απελευθέρωσης» από την τάχαμου «τυραννία» τού ορθολογισμού
και της επιστήμης.
Αυτός ο πολτός της νέας ψευδοελευθερίας ομοιάζει σαν
ένας περιπλανώμενος θίασος μερικές φορές αλληλοϋβριζόμενων απατεώνων μάγων και
φανατικών που έχουν όμως πρόσβαση και στο καπιταλιστικό παλάτι, το οποίο είναι
πάντα έτοιμο να δεχτεί τις υπηρεσίες τους σε καιρούς κρίσης και καταστροφής.
Στην άμοιρη (και με «δική» της ευθύνη) χώρα «μας» αυτοί οι σαλτιμπάγκοι φάνηκε να είναι περισσότεροι αναλογικά
από τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής της, αλλά η άνοδος ενός τιποτένιου
πολιτικάντη προερχόμενου ιδεολογικά/πολιτικά από την «μετριοπαθή»
πτέρυγα αυτού του περιπλανώμενου θιάσου των νεοαριστερών νεοελευθεριακών
απατεώνων απέδειξε ότι ο καπιταλισμός πράττει σοφότερα από΄τι νομίζαμε ημείς οι
αφελείς. Αποδείχθηκε πόσο χρήσιμη και καταλυτικά επιδραστική
είναι η ενεργός παρουσία αυτής τής νέας ιδεολογίας για την λειτουργικότατη
εξυπηρέτηση των αναγκών και της «ντόπιας» και της «οικουμενικής» μορφής αυτού του συστήματος.
Και μην στέκεστε σε αυτόν τον πολιτικό απατεώνα και
την γελοία παρέα του που από καταναλωτές μπάφου και διαδρομιστές πανεπιστημίων
ή υπηρεσιών «ευρωπαϊκής πολιτικής» στην μεταπολίτευση κατέληξαν να
έχουν κυβερνητική εξουσία σε αποικία τής πλάκας, κοιτάξτε πιο μακριά. Πίσω από αυτό το πράμα έρχονται διάφοροι νέοι
πολιτικοί απατεώνες και δημαγωγοί της ψευδοαπελευθέρωσης, τής δυνητικότητας που
δεν ενεργοποιήθηκε η έρμη, οι οποίοι πιθανόν σήμερα ορθώνουν πύρινες φλόγες
κριτικής απέναντί του.
Δείτε ας πούμε (την έχω την εμμονή) τον διαπρύσιο
επικριτή των εθνομηδενιστών και τρόφιμο των σκοτεινών εθνικιστικών κύκλων
Καραμπελιά[ς]-και-υπηρέται, πόσο συνυφασμένος ήταν και είναι ακόμα με όλο αυτό
το πράγμα, σαρξ εκ της σαρκός των νέων κινημάτων, πρώτος και καλύτερος,
εισαγωγέας τής «αυτονομίας», κάποτε και οικολόγος και (κριτικά,
ντροπαλά) υπέρ του «ένοπλου», μέσα σε όλο το αντισιωνιστικό
αντι-ιμπεριαλιστικό ιδεολόγημα, κοινοτιστής, και άλλα που βαριέμαι τώρα να
παραθέσω.
Μέσα στον Τσίπρα κρύβονται άπειροι Τσίπρες,
Τσίπρας-Καραμπελιάς, Τσίπρας-Καζάκης, Τσίπρας-Σώρρας, αλλά και Τσίπρας-Φίλης,
Τσίπρας-Λαφαζάνης, Τσίπρας εθνικιστής, Τσίπρας αντιεθνικιστής,
Τσίπρας-με-μολότωφ, Τσίπρας-με-πούρο-στο-Μαξίμου, Τσίπρας παντού.
Αυτό το πράμα είναι πέραν των άλλων, αν το εξετάσουμε
ως μια ειδική αυτοθέαση τού καπιταλιστικού κόσμου, η νομοτελειακή κατάληξη τής
νεοαριστερά τροποποιημένης ιδέας περί δυνητικότητας.
Ο κακός δογματικός μαρξισμός, τι κακία ω Αλλάχ, διαλύει
κάθε αυταπάτη περί ελευθερίας μέσα στον καπιταλισμό, προτάσσει την απολυτότητα
και την νομοτελειακότητα των κοινωνικών δεσμών κατά την ειδική ιστορική τους
συστημική δόμηση, και δεν κάνει για πολιτικούς απατεώνες και τυχοδιώκτες, ακόμα
κι αν είναι εκφρασμένος σε μια πολιτικά ανοϊκή μορφή όπως του κκε λ.χ.
Κάνει ίσως, στην σημερινή παραλυτική μορφή του, για
πραγματικά συντηρητικά κόμματα όπως το κκε, τα οποία ειδικά λόγω της ιστορικής
ήττας τους αποτελούν την αξιολογότερη εφεδρεία της αστικής ελίτ, μια εφεδρεία
που έχει όμως μια ελάχιστη πιθανότητα, αν δεν χαλάσει ο καταψύκτης εις τον
οποίο είναι μέσα, να μετατραπεί σε μνηστήρα της εξουσίας.
Οι άλλοι, όπως σας τους περιγράψαμε, για ένα πράγμα
είναι ικανοί σε πολιτικό ηθικό και επιστημονικό επίπεδο: Να φτιάχνουν λαμπερές απάτες και οράματα,
φαντασιώσεις, φαντάσματα, ιδεολογίες, φενάκες, ελπίδες, για μιαν «εναλλακτική» λύση, πάντα εντός τού συστήματος τής μισθωτής εργασίας
το οποίο υπηρετούν άξια, αξιότερα και από τους δεξιούς.
----
Η επιθυμία τής συνέχειας [1]
Το ενδιαφέρον για το μέλλον δεν είναι δυνατόν να έχει
κάποιο συνεκτικό νόημα αν δεν σημαίνει μιαν απαίτηση συνέχειας με το παρόν,
χωρίς αυτό πάλι να σημαίνει από μόνο του κάτι ορθό από κάποια γενική άποψη.
Χρειάζεται να ζητάς και να απαιτείς την συνέχεια αυτών
που συνέχουν ένα παρόν που βιώνεις, και αυτό έχει σημασία για να έχει η σκέψη
και η πρακτική σου μια στοιχειώδη συνοχή, άσχετα αν ξέρεις πως το μέλλον είναι
στην πραγματικότητα απρόβλεπτο και σίγουρα όχι όπως θα το ήθελες ακόμα κι αν
είναι καλύτερο ή έστω προσαρμοσμένο στις επιθυμίες σου για την συνέχειά του με
αυτό που τώρα είσαι και υπερασπίζεσαι.
Θεωρώ πως εκτός από την περίφημη συνέχεια με το
παρελθόν που μερικοί αρνούνται αλλά την επιτελούν κι αυτοί ως φάντασμα, και
άλλοι την επιθυμούν αλλά την επιτελούν κι αυτοί ως φάντασμα, υπάρχει και το
παρόν, υπάρχει η επιθυμία του παρόντος, αλλά με το βέλος του να εκτείνεται σε
κάποιο μέλλον.
Αν μια κοινωνία, μια κοινωνική τάξη, μια εθνοτική ή
θρησκευτική ομάδα, δεν επιθυμεί να σκεφτεί ένα μέλλον που να την συνεχίζει όπως
συνέχεται στο παρόν, έστω ως ένα τροποποιημένο ον, έχει εμπλακεί σε επιθυμία
θανάτου, και αυτός είναι ο πραγματικά καταστροφικός και μόνον καταστροφικός
μηδενισμός.
Η σκέψη ενός μέλλοντος που θα ήταν η λήθη όλων όσων
υπήρξαν ή υπάρχουν είναι μάλλον θλιβερή, όση οντολογική αλήθεια κι αν περιέχει
αν σκεφτείς τον χρονικό ορίζοντα στο τελικό του τέλος, όπου θα αναιρούνταν
ακόμα και η ίδια η υπόσταση τού χρόνου.
Δεν μένουν πολλά πράγματα, από την ατομική ύπαρξη
τίποτα, αλλά αυτός θα έπρεπε να είναι λόγος για να επιθυμεί κάποιος κάτι να
μείνει.
Να μην μείνει ούτε ίχνος από την καταπίεση, συμφωνώ,
να μην μείνει ωστόσο η ικανότητα του καταπιεσμένου να παραμένει άνθρωπος με
ζεστή καρδιά αν και καταπιεσμένος;
Ένα παράδειγμα φέρνω, κι άλλα τόσα μου έρχονται, αλλά
η ουσία τους που ίσως να χάνεται μέσα τους είναι το πραγματικό πρόσωπο τής
ζωής, τα λάθη της και τα σωστά της, η ικανότητα να βρεθούν λύσεις που να
γεφυρώνουν τις διαφορές όσων επιθυμούν μιαν ενάρετη και ελεύθερη κοινωνία,
μόνον ενάρετα ελεύθερη όμως και μόνον ελεύθερα ενάρετη.
Υπάρχει ωστόσο αυτή η ικανότητα που διασφαλίζει την
ορθή συνέχεια του ορθού παρόντος στο μέλλον, έστω ως μνήμη μιας ζωής που
προσπάθησε να μην πέσει στις λάσπες του μίσους και της απάθειας;
Και αν υπάρχει σχετίζεται κάπως με τους πολιτικούς
αγώνες και τις αντιπαραθέσεις που μας βασανίζουν όλους;
Εδώ είναι που η λήθη και η μνήμη παίζουν το κακό
παιχνίδι τους σήμερα, γιατί ενώ η απαίτηση της ζεστής καρδιάς είναι το νόημά
τους δεν είναι και το ορθό μέσο για την πραγμάτευσή τους και την διαμεσολάβησή
τους στους αγώνες που προαναφέραμε.
Οι λύσεις δεν ενέχουν καλή ή κακή μνήμη, ή μια
απαίτηση λήθης, αλλά ένα ψύχος, το έχω ξαναπεί αυτό.
Το ψύχος αυτό είναι το παγερό εκείνο σώμα που μπορεί
να κρατήσει αληθινά ζεστή την καρδιά του δικαίου αιτήματος για μια ζωή ελεύθερη
από καταπίεση αλλά και από την αυθαιρεσία αυτών που θεωρούν ότι έχουν το κλειδί
τής απελευθέρωσης γιατί τους το έταξε ή ακόμα και τους το έδωσε κάποιο Είναι.
Θέλω να συνεχίσει η αληθινή ζωή, η ζωή αυτή που έχει
νόημα να συνεχίσει να υπάρχει ακόμα και μετά τα φυσικά όρια που της έχουν
τεθεί, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, με τον όποιο τρόπο, αν πυρακτώνω συνέχεια
τον λογισμό μου με πολώσεις που τείνουν στην πραγμάτωση τής ιδέας ότι υπάρχει
ένας αγνός και ένας μολυσμένος πόλος του Είναι, και ότι ο αγνός πόλος είναι
κάτι σαν το πραγματικό Είναι του Είναι.
Αν υπάρχει ένα αληθινό Είναι, ένα συνεκτικό και
ακέραιο παρόν, αξίζει να συνεχίσει, έτσι μπορεί να σκέφτεται όποιος μπορεί να
σκέφτεται την ζωή, αρκεί να μην το ανάγει σε θεότητα ή σε πυρήνα του Είναι που
περικλείεται απλά από το κακό ή το ψεύδος.
Αυτό το αληθινό Είναι θα έχει την δύναμη να υπάρξει
και θα περικλείει την ικανότητα και την επιθυμία της συνέχειας, όχι σαν να
είναι αυτό από μόνο του απόδειξη μιας αγαθότητας ή μιας αλήθειας, αλλά ως
απαίτηση ενός όντος να επιτελεί τον εαυτό του όπως κάθε άλλο ον.
Αυτό δεν είναι απόδειξη δικαίου ή ανωτερότητας,
δεν είναι σημείο μιας βουλητικής δύναμης ή ισχύος σαν να ήταν από μόνη της ένα
δίκαιον, αλλά δικαίωμα της ύπαρξης και ειδικά τής ύπαρξης εκείνης που μπορεί να
ισχυρισθεί ότι κάποιος θα συνεχίσει να την ορά ως περικλείουσα ενάρετες
ιδιότητες και ελεύθερες απολαύσεις αυτών των ιδιοτήτων.
Από την άλλη πλευρά, αφού έχουμε πρώτα, όπως τώρα,
σχετικοποιήσει την αξία ή την απαίτηση τής συνέχειας, αντιστρέφοντας την φορά
της κρίσης μας θα ρωτάγαμε:
Υπάρχει κάτι όντας ενάρετο και όντως ελευθεριακό που
να μην απαιτεί την συνέχειά του και μολοντούτο να παραμένει ενάρετο και όντως
ελευθεριακό;
Υπάρχει καν σκέψη για να φέρεις στον κόσμο μιαν
ελευθερία που του λείπει αν δεν ζητήσεις να αναδυθεί μέσα από τις αλυσίδες του
και να συνεχίσει να υπάρχει στο μέλλον ένα ήδη υπάρχον στο παρόν ον;
Τι μπορεί να σημαίνει όλη αυτή η λαγνεία γύρω από το
παρόν μόνον ως παρόν ή ως ένα παρόν που αξίζει μόνον αν παραμένει περίκλειστο
στον εαυτό του έστω ως κινούμενο;
Μπορεί να σημαίνει ελευθερία σε τάση να υπάρξει; ή
μήπως είναι μια συστροφή των αλυσίδων αυτού που το λέει και το πράττει;
Το άγονο παρόν των μοντέρνων αλλά και των
αντιμοντέρνων τού μοντέρνου, δεν έχει τις καλύτερες όψεις αν το θέσεις στο ύψος
των περιστάσεων που καλείται να υπάρξει.
Χωρίς την επιθυμία τής συνέχειας, αλλά και της δομής
εκείνης που είναι συνέχεια, χωρίς μιαν ορμή προς το συνεχές του χρόνου, δεν
φαίνεται να υπάρχει ελευθερία που να συνυφαίνεται με την αρετή, διασπώνται η
αρετή και η ελευθερία, αντιμάχονται η μία την άλλη, και στο τέλος το κράτος δεν
είναι τίποτα άλλο από ένας επιδιαιτητής προορισμένος να αναπαράγει αυτή την
αντιμαχία, χωρίς καν την ανάγκη να υπάρξει βία για την εμφάνισή του στον κόσμο,
όπου θα εμφανίζεται συνέχεια για να καλύψει και να κρύψει το κενό εκείνο που
προέρχεται από αλλού όμως.
------
Η επιθυμία τής συνέχειας [2] -
αποσπάσματα μιας κοινωνικής ηθογραφίας..
Η ελληνική αστική κοινωνία, ως αυτό που είναι «κάτω» από την μεγαλοαστική τάξη ως υπόλοιπο, είναι ένας πολτός από
επιθυμίες που περιορίζονται στο παρόν.
Οι επιθυμίες της για διατήρηση στο μέλλον είναι και
αυτές περιορισμένες σε σχέδια για την προσκόλληση στο γκουβέρνο ή σε μιαν
πρόσβαση σε αυτό, κι έχει ο θεός και το κόμμα, η φατρία, ο διάδρομος και οι
σέκτες συλλογικής φαντασίωσης.
Όταν σκέφτεσαι πόσο γενικόλογες και αόριστες είναι
αυτές οι περιγραφές που μόλις άκουσες θυμήσου τη ζωή σου, και σε πόσες
συζητήσεις έχεις εμπλακεί με ανθρώπους της πιάτσας που να λένε κάτι άλλο,
συμμετέχοντας όμως οι περισσότεροι σε αυτό που λένε επιτιμώντας.
Θα ήθελα κάποια στιγμή να πιάσω από το πέτο έναν από όλους
αυτούς που «περιγράφουν» τους άλλους μιλώντας ουσιαστικά για τον
εαυτό τους, και να τον σύρω σε έναν φανταστικό καθρέφτη μπας και συμβεί κάτι,
αλλά δεν πρόκειται ούτε να το κάνω ούτε να βρω κάτι τέτοιο, αφού οι μόνοι
καθρέφτες που υπάρχουν, συνήθως σπασμένοι και σκονισμένοι, είναι οι άλλοι
άνθρωποι.
Περιορίζομαι σε τετριμμένα παραδείγματα, όπως το
κοινωνικοασφαλιστικό υπο-σύστημα.
Το κοινό αγαθό που περικλείουν αυτά τα παραδείγματα,
κοινό αν και καίει περισσότερο τους φτωχούς, δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα,
αν δεν το εντάξεις αναλυτικά στην έρευνα τής διαχείρισής του σε σχέση με τον
πραγματικό άρχοντα του καπιταλισμού που είναι ο αφηρημένος χρόνος.
Αυτός ο μεγάλος άρχοντας που βασιλεύει ως δυνάστης
πάνω σε όλες τις ζωές των γραπωμένων υποζυγίων που παρακαλάνε για έναν μισθό
και ένα κρεββάτι σε δημόσιο νοσοκομείο, είναι και το μεγάλο κλειδί κατανοήσης
πολλών απτών, αν και όχι τόσο άμεσα συλλαμβανόμενων από την νόηση, βιοπολιτικών
δράσεων και δομών της αστικής κοινωνίας.
Η κοινωνία αυτή λοιπόν, ως «λαϊκή» ή
ψευδολαϊκή ψευδοκοινωνία σε πτώση προς τα κάτω του χρόνου και προς τα παπούτσια
των ντόπιων αλλά ειδικά ξένων μεγαλοαφεντάδων, ορίζεται σε μιαν διαμορφωμένη
βιοπολιτική τού χρόνου που περικυκλώνει την ζωή σε μια προσδοκώμενη σύνταξη,
έπειτα από δεκαετίες υπόκλισης και υποταγής σε κρατικούς και παρακρατικούς
παράγοντες που όσο δυσκολεύουν τα πράγματα, όταν δυσκολεύουν, για όλους, τόσο
μεγαλώνουν τις απαιτήσεις τους για υπόκλιση και υποταγή.
Αλλά αυτή η τάση, η κλίση των πολλών, ειδικά των
παλαιότερων απόμαχων της εργασίας, να σκύβουν κι άλλο και να ζητούν από τους
νεώτερους να έχουν σύνεση στον τρόπο σκέψης και δράσης, δεν είναι απομακρυσμένη
από την επιλεγόμενη δομή βιοπολιτικής ένταξής τους στο εκάστοτε
αφηρημένο-αφηρημένο αλλά και αφηρημένο-συγκεκριμένο βιοπολιτικό σχήμα του
κοινωνικού χρόνου.
Μήπως αυτό το επιλεγόμενο σχήμα επιλέχθηκε μόνον από
τα αφεντικά και το κράτος ή κάτι στραβό έπαιξαν και πολλοί από τους εκατομμύρια «παλαιόθεν» εργαζόμενους της ελληνικής επικράτειας;
Ο χρόνος μιας αστικής κοινωνίας είναι μεν αφηρημένος
αλλά και διαιρεμένος ως αφηρημένος σε τμήματα χειριζόμενα ανάλογα με την ίδια
την κατάτμησή τους, σε χρονικούς τόπους διαιρεμένους και με αυθαίρετο
τρόπο αλλά και με κάποια ερείσματα στην βιολογική δομή των ανθρώπων. Αυτή η διαίρεση δεν είναι μια τυπική φόρμα που μπορεί
κανείς να την ζυγίσει μόνον με τα φετιχοποιημένα μέτρα ενός μαρξισμού τής
αδικημένης και ληστευμένης ζωντανής εργασίας ή με τα μέτρα ενός όχι και τόσο
αθώου τελικά λαϊκισμού τής δίκαιας διανομής του κοινού αγαθού.
Υπάρχουν τρόποι να κρύπτονται άθλιοι σχεδιασμοί αλλά
και άθλιες λαϊκές συναινέσεις που στηρίζονται σε ένα χρονικό ακριβώς συμβόλαιο
με τον θάνατο κάποιων άλλων, που έρχονται ήρθαν αλλά είναι ακόμα απληροφόρητοι
για το τι παίζεται ή ακόμα δεν έχουν έρθει καν αλλά τους σκάβουνε από τώρα τον
λάκκο.
Μίλησα για συνέχεια, και μίλησα για την συνέχεια προς
το μέλλον, αλλά για πείτε μου, όταν δεν υπάρχει καν σκέψη, πραγματική σκέψη για
το μέλλον, όταν αυτό το μέλλον παρουσιάζεται ένοχα ως ήδη νεκρό από μια
κουστωδία ασυνάρτητων καταστροφολόγων που ενώνουν για μιά στιγμή τη φωνή τους
για να πούνε μόνον για καταστροφή και όχι για λύσεις, τότε, πείτε μου, έχω
άδικο να υποψιάζομαι ότι αυτή η κοινωνία, αφού πρώτα πούλησε αυτούς που την
υπερασπίστηκαν έχει ήδη πουλήσει τους ανθρώπους «της» τού μέλλοντος;
αυτούς που θα έρθουν πάνω σε ένα τίποτα να σκεφτούν τι;
Γιατί αυτό που έγινε το 1945-1949 να μην γίνει τώρα;
όχι με την έννοια του «εμφυλίου» αλλά με την έννοια της αναπομπής του
δίκιου που του έχουμε υποχρέωση συνέχειας, κάπου έξω; τότε σε κάτι εξορίες,
σήμερα σε μιαν αδιαφορία για την πραγματική συνέχεια τής εργασίας και της ζωής
των άτυχων μελλοντικών ανθρώπων; Και τι νομίζετε, άθλιοι εθνικιστές και α-εθνιστές, θα
έχει τότε σημασία το έθνος ή το μη-έθνος; ή μήπως ψάχνετε να βρείτε όλοι
προφάσεις για αυτό που είναι να ζητήσετε από τώρα και «δεν είναι ώρα τώρα
για τέτοια»; που να τρέχεις που λένε..
-----------------
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου