Καθώς
περπάταγα και με το αυτοκίνητο και με
τα πόδια στην Αθήνα, σήμερα από νωρίς
νωρίς, «πρώτη μέρα του χρόνου»,
παρατήρησα όλα αυτά τα πράγματα που
υπήρχανε για μένα προερχόμενα από τον
εαυτό μου.
Εννοώ
πως παρατηρούσα όλες τις αφίσες και τα
συνθήματα που έγραψα εγώ, ένα πράμα σαν
και μένα δηλαδή, και τα οποία θα διάβαζε
με ενδιαφέρον ένα πράμα σαν και μένα,
εγώ δηλαδή.
Ο
σολιψισμός του Λόγου εις εαυτόν, ο αγώνας
εις εαυτόν, η αλήθεια εις εαυτόν, η ταξική
πάλη εις εαυτόν, ακόμα και η αγάπη μου
προς το έμβιο εις εαυτόν. Να μη
σας κουράσω με παραθέσεις, αν και θα
είχε ενδιαφέρον να σας παρουσιάσω τον
εαυτό μη εαυτό ενός δύσθυμου παρατηρητή
του εαυτού του πάλι. Τουλάχιστον
εγώ το ξέρω, και τώρα που κοτσάρω μια
γραφή που φαίνεται τόσο απαράδεκτη σε
όλους αυτούς που βλέπουν τα «συλλογικά»
υποκείμενα στα «εγώ» της νιώθω
ωστόσο πως τουλάχιστον εγώ το ξέρω, πως
όλα αυτά αφορούν μόνον εμάς, ήτοι μόνον
εμένα. Εσείς
το ξέρετε; νομίζω πως μάλλον είναι αρκετά
ενοχλητικό να ξέρει κάποιος πως αντηχεί
εις εαυτόν και μόνον εις εαυτόν, διότι
ήδη αυτό τον ξεχωρίζει από τον εαυτόν
και ούτως είναι ήδη ένα άλλο, ένα ξένο,
και ένα ξένο δεν μπορεί παρά να αναζητεί
μαγνητιζόμενο νομοτελειακώς ένα άλλο
οικείο, οπότε να! πάλι από την αρχή εις
εαυτόν, πάλι τα ίδια.
Τα ίδια
υποκειμενοπαντελάκη μου τα ίδια
υποκειμενοπαντελή μου.
Όλη μας
η ζωή είναι μια έξοδος από έναν οίκο και
μια ελευθερία μέχρι να εισέλθουμε
τσακισμένοι, κρυωμένοι, διωγμένοι και
ανυπόληπτοι σε έναν άλλον οίκο, ίσως
και εχθρικό προς τον προηγούμενον. Οι
περισσότεροι εξ' ημών είμαστε ταπεινοί
μισθωτοί ή μικροαστοί, οπότε αυτός ο
νέος οίκος είναι ήδη τελειωμένος
αποπερατωμένος καθιδρυμένος, από
ανθρώπους που ξέρουν καλά να χτίζουν
οίκους και οικήσεις, φυλακές ζεστές για
μιαν ακόμα κατάληξη μιας μεταβατικής
περιπλάνησης από και εις ένα [εις] εαυτόν. Η
ελευθερία μας λοιπόν είναι συνυφασμένη
με αυτή την μετάβαση και όχι την κατάληξή
της. Αυτό
όμως δεν έχει σήμερον καμιά λέξη κανένα
σήμα για να το περιθάλψει μη οικογενώς,
αφού και η περιπλάνησή μας έχει σημανθεί
με περίκλειστες και σιδερόφραχτες ιδέες και συμπαραδηλώσεις.
Πρέπει
λοιπόν να μην έχουμε ελπίδα, πρέπει
λοιπόν να σκύψουμε το κεφάλι στο
συντελεσμένο, και μάλιστα πρέπει, ω
πρέπει!, σε κάποιες περιπτώσεις να το
αποκαλέσουμε και ως ένα διαρκές γίγνεσθαι,
ως ένα μη συντελεσμένο, ως μιαν ελευθερία,
ως μια νομαδικότητα, ως ένα μη ον, τέτοια
είναι η παγίδα που μας έστησαν και
στήθηκε, χωρίς να υπάρχει σχέδιο βέβαια,
κάθε πράμα στον καιρό του και οι νέοι
ελευθερωτές στο τέλος της ιστορίας. Τότε
είναι που μέσα στο περπάτημα μου
φαντάστηκα πάλι άλλον ένα διωγμό, άλλη
μια καταδίκη της ελευθερίας μου ως
εργάτη του κόσμου που δεν έχει κανέναν
Λόγο να πιστέψει κανέναν, αλλά στην
κυριολεξία κανέναν.
Περπατώντας
λοιπόν την πρώτη τού πρώτου τού τίποτα
που κυλάει πάνω στις ζωές μας, είδα όλες
αυτές τις αφίσες του εις εαυτόν σαν έναν
διωγμό που έκανα εγώ εις εαυτόν, όπως
σας το περιέγραψα στην αρχή, χωρίς καμία
ενοχή και χωρίς κανένα πλέγμα να
παρουσιάζεται εις αυτήν μου την
αυτοστόχευση. Δεν
νιώθω τίποτα άλλο, δεν σκέφτομαι τίποτα
άλλο πλέον από τον αδιόρατο και όντως
απρόσωπο
διωγμό της εργατικής τάξης,
της τάξης μου έστω εις την ευρύτατη
έννοιά της, από
ήδη θεσμοθετηθέντες διώκτες
και
από
υποψηφίους διώκτες οι οποίοι (οι
τελευταίοι) δεν είναι απλά ψεύτες αλλά
περισσότερο ψεύτες από κάθε αχρείο
αφεντικό ή από όλα τα αφεντικά του κόσμου
μαζί. Οι ψεύτες
και όχι μόνον κάποιοι δυνάστες όπως την
παλαιά εποχή με περικυκλώνουν από
παντού, αλλά δεν είναι πρόσωπα, οπότε
την «γλύτωσα» προς το παρόν την
ταξική, την εθνική ή την αμιγή παράνοια. Εξάλλου,
είπαμε και το ξαναλέω, όλα είναι μια εις
εαυτόν βολή από ένα άλλο, απομακρυσμένο
εις εαυτόν, εις εαυτόν του Ίδιου
εις-εαυτόν, σε ένα τυχαίο εγώ που περπάτησε
μέσα στον εαυτό του.
Αυτή η
περιπλάνηση δεν έχει άλλο νόημα, από το
νόημα της αυτοκατόπτρισης και της
ετεροκατόπτρισης μιας διωκόμενης
οντότητας, η οποία είναι φυλακισμένη
στην ύψιστη φυλακή υψίστης ασφαλείας
που λέγεται ελευθερία χωρίς όρους και
όρια ή ελευθερία με όρους και όρια, τα
ίδια σκατά. Ελευθερία
μεταξύ μιας φυλακής και μιας άλλης, ή
χειρότερα, ελευθερία μεταξύ μιας φυλακή γνωστότατης και μιας
θυσίας γκαραντί, χωρίς κανέναν προορισμό
παρά μόνον την θυσία και την κάβλα τής
ιντελιγκέντσιας τής κάποιας ελευθερίας. Θα
υπάρχει ίσως μια άλλη ελευθερία, αλλά
τείνω να πιστέψω πως όταν υπάρξει
φανερωμένη στους περιπάτους των
ταπεινών αλλοτριωμένων εργατών
και μικροαστών δεν θα λέγεται δεν θα
διατυμπανίζεται και μάλλον δεν θα
σημαίνεται καν.
Η οργή
μου δεν θα ξεθυμάνει εύκολα, ούτε μπορώ
να κλείσω τα μάτια στα έξωθεν τού ίδιου του εαυτού μου,
ακόμη κι αν κάνω όλα τα ξόρκια μαζί,
ακόμα κι αν αποφασίσω να αποσυρθώ σε
κάποια αντιδραστική επαρχία που με
περιμένει.
Ψάχνοντας ένα περπάτημα χωρίς όλους αυτούς τους φαφλατάδες της υποθέσεώς μας, ή μάλλον της δικής μου υπόθεσης, της τάξης μου που δεν χάρηκε ποτέ να είναι τάξη όταν ήταν τάξη επίφοβη που την «ήθελαν» όλοι και όχι ένας ψόφος όπως ακόμα τώρα, ψάχνοντας λοιπόν ένα άλλο βλέμμα που να μην κολακεύει να μην ζητιανεύει να μην ζητά αλλά να παίρνει, δεν είδα τίποτα σήμερα παρά βρισίδια στο Είναι της, βρισίδια στο μη Είναι της, ηθικολογικές απαιτήσεις προς αυτήν με «ταξικό» ένδυμα, ελπίδες και αποκαλύψεις του πόσο κακοί είναι οι εχθροί μας, αλλά δεν είδα τίποτα, δεν ένιωσα τίποτα, τίποτα τίποτα άλλο, πέραν τού ότι μας έχουν κυκλώσει όλοι οι παλαιοί και οι νέοι εχθροί και «φίλοι», γκρίζοι λύκοι με παρδαλά χρώματα και ντόπιοι χωροφύλακες με τα γνωστά. Γιατί, αν δεν το ξέρετε, είμαστε εδώ και δεν ανήκουμε παντού, αλλά άστο αυτό.
Ψάχνοντας ένα περπάτημα χωρίς όλους αυτούς τους φαφλατάδες της υποθέσεώς μας, ή μάλλον της δικής μου υπόθεσης, της τάξης μου που δεν χάρηκε ποτέ να είναι τάξη όταν ήταν τάξη επίφοβη που την «ήθελαν» όλοι και όχι ένας ψόφος όπως ακόμα τώρα, ψάχνοντας λοιπόν ένα άλλο βλέμμα που να μην κολακεύει να μην ζητιανεύει να μην ζητά αλλά να παίρνει, δεν είδα τίποτα σήμερα παρά βρισίδια στο Είναι της, βρισίδια στο μη Είναι της, ηθικολογικές απαιτήσεις προς αυτήν με «ταξικό» ένδυμα, ελπίδες και αποκαλύψεις του πόσο κακοί είναι οι εχθροί μας, αλλά δεν είδα τίποτα, δεν ένιωσα τίποτα, τίποτα τίποτα άλλο, πέραν τού ότι μας έχουν κυκλώσει όλοι οι παλαιοί και οι νέοι εχθροί και «φίλοι», γκρίζοι λύκοι με παρδαλά χρώματα και ντόπιοι χωροφύλακες με τα γνωστά. Γιατί, αν δεν το ξέρετε, είμαστε εδώ και δεν ανήκουμε παντού, αλλά άστο αυτό.
Η τάξη
σήμερα ξυπνάει στην αρχή του χρόνου,
και αυτό είναι όντως ένας χλευασμός που
μας κάνουν, αλλά καλά μας κάνουν, και
άλλα θα κάνουν και άλλοι σωτήρες θα
φανούν και άλλα ψέματα θα πουν και άλλα
περπατήματα θα' ρθούν, μάλλον από οίκο
σε οίκο πάλι, από σκλαβιά σε σκλαβιά, ή
από σκλαβιά σε άσκοπη θυσία, αλλά υπάρχει
και το ενδιάμεσο σημείο όπου ως
κομμουνιστές και ανόητοι ταυτόχρονα
θα αισθανθούμε πάλι ελεύθεροι, τώρα
ειδικά που οι
Κομισάριοι δεν μοιάζουν Κομισάριοι και
οι Φασίστες πάνε κι αυτοί να μην μοιάσουν
σαν Φασίστες,
και έτσι η ζωή πορεύεται και θα πορεύεται
μέχρι το τέλος.
Τουλάχιστον
εγώ ξέρω..είναι κάτι κι αυτό.
Ιωάννης Τζανάκος