Σε δημοσίευση μας ισχυριστήκαμε τα εξής:
Υπάρχει για τους κοινούς μη θνητούς η διάκριση
discours[=σημαίνουσα δομή]/parole[=λόγια, εκφερόμενα] αλλά ελπίζω όχι για
όποιους θνητούς έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν από την καταστροφή των πάντων, η
οποία έχει συμβεί, αν δεν το έχετε καταλάβει...
Δεν υπάρχει καμία τέτοια διάκριση, ούτε η γλώσσα
έρχεται να «κάτσει» ούτως ειπείν εκ των υστέρων πάνω σε μιαν σημαίνουσα άρθρωση ή
να αναδυθεί κείμενη ή (πάλι) πάνω στο θεμέλιον τούτης τής σημαίνουσας άρθρωσης
αποικίζοντάς την.
Σημαίνει τούτο πως όλα είναι parole; Και Ναι και Όχι γλυκά
μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα λόγια είναι προσβάσιμα εφόσον μιλάμε για
όλα-τα-λόγια και όχι για τα πάντα στον Λόγο και τους Λόγους Του που περιέχουν,
όπως είδαμε, και άλλα πράγματα.
Θα υπερασπιστούμε αυτές τις σκέψεις μας και θα τις
επεκτείνουμε, προσδίδοντας τους το πραγματικό τους νόημα που είναι η υπεράσπιση
τού προφορικού Λόγου και τού προφορικού πολιτισμού.
Είναι και ο επιστημονικός Λόγος, είναι και ο
μαθηματικός λογισμός, έτσι απλά, parole;
Ναι, αυτό ισχυρίζομαι.
Στην βάση τής ιεροποίησης τής νόησης και τού
επιστημονισμού ως κυρίαρχων ιεροποιήσεων των ορθολογιστικών ελίτ, είναι η
«προαιώνια» ιεροποίηση τής γραφής, η ιεροποίηση τού γραπτού Λόγου.
Σημαίνει αυτό που λέμε μιαν απάρνηση τού γραπτού Λόγου
και εντέλει τής επιστήμης;
Όχι, δεν σημαίνει αυτό.
Πρέπει όμως ακολουθώντας την ίδια την επιστήμη τής γλωσσολογίας
και την «γλωσσολογική» στροφή τής Φιλοσοφίας, να αναχθούμε στο ίδιο το γλωσσικό
φαινόμενο στην ρίζα του και στο όλον του όπως τούτο υφίσταται ως ενιαίο
λειτουργικό και επιτελεστικό όλον.
Μπορεί η «γλωσσολογική στροφή» τής Φιλοσοφίας να
αποτέλεσε μια πραγματική επανάσταση εναντίον τής παραδεδομένης
οντολογίας/μεταφυσικής, αλλά ήδη στην εκκίνησή της ανασχέθηκε και
δογματικοποιήθηκε αρχικά «εκ των ένδον» από την ουτοπία τής
θετικιστικής-μαθηματικόμορφης «μεταγλώσσας».
Μερικοί δεν έχουν κατανοήσει ακόμα ότι ο μέγας
εκπρόσωπος αυτής τής μεταγλωσσικής προσπάθειας, ο Βίτγκενστάιν, και παραδίπλα ο
Ράσσελ, έσπασαν μεγαλειωδώς τα μούτρα τους στην προσπάθεια τους να υπερβούν
τους υποτιθέμενους οντολογικούς τροπισμούς τής άμεσης γλωσσικότητας,
«θεραπεύοντας» τη γλώσσα από την πολυσημία και τον οντολογισμό της μέσω τού
αναλυτικού ελέγχου και περιορισμού της.
Ίσως μόνον ο Βίτγκενστάιν το κατανόησε αυτό, και
προχώρησε στην μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη προσπάθεια του στην δεύτερη και
συναρπαστική φάση τής φιλοσοφικής ζωής του.
Οι νεοθετικιστές [«λογικοί εμπειριστές» «αναλυτικοί
φιλόσοφοι» κ.λπ] που συνέχισαν τις επιθέσεις στην παραδοσιακή
μεταφυσική/οντολογία περιορίστηκαν τελικά σε αυτήν την επίθεση, λειτούργησαν
και λειτουργούν ακόμα ως αέναοι και ετεροκαθορισμένοι «θεραπευτές» των σχημάτων
της.
Η επαναθεμελίωση όμως της μεταφυσικής/οντολογίας, με
τον Χάιντεγκερ, ακριβώς πάνω στα θεμέλια τής γλωσσολογικής στροφής, τούς
στέρησε την δυνατότητα να ασκούν από θέση υπεροχής την αντι-οντολογική κριτική
τους.
Ο κύριος Μάρτιν τους έβαλε στο χέρι, αφομοιώνοντας με
ιδιοφυή τρόπο την γλωσσολογική στροφή, και επανεξόπλισε την
μεταφυσική/οντολογία με μια νέα ακεραιότητα απέναντι στην εργαλειακή
θετικιστική κριτική της.
Αν ο κύριος Μάρτιν δεν ήταν ακροδεξιός αυτή του η
επιτυχία θα ήταν μεγαλύτερη, ενώ τώρα μέσω τής άθλιας πολιτικής του ταυτότητας
οι νεοθετικιστές δικαιολογούν και κρύβουν την αφλογιστία τής κριτικής τους και
αποκρύπτουν [και έτσι και δια άλλων τρόπων] την πλήρη και ολοκληρωτική αποτυχία
τους να δομήσουν μια ορθολογική-μαθηματική «μεταγλώσσα» και να δομήσουν τα
όποια νέα θετικιστικά «πρωτόκολλα» κατά το πρότυπο των θετικών επιστημών.
Τον ρόλο τής ανασύστασης και τής αναζωογόνησης τού
ορθολογισμού μετά τον ριζικό κλονισμό που υπέστη και αυτός από την «γλωσσολογική
στροφή» τον ανέλαβαν έπειτα πιο υπομονετικοί άνθρωποι και νουνεχείς κινήσεις
σκέψης μέσα από την ίδια την γλωσσολογία και τις παρακείμενες επηρεασμένες
κοινωνικές επιστήμες, τής κοινωνικής ανθρωπολογίας και τής κοινωνιολογίας, με
την μορφή τού δομισμού [στρουκτουραλισμού].
Ό,τι συνέβη στην Γαλλία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο, αλλά και στον «αγγλοσαξωνικό» φιλοσοφικό κόσμο, μετά το τελευταίο
στραπάτσο τού Ράσσελ και κάθε προσπάθειας για την δόμηση τής
«λογικομαθηματικής» μεταγλώσσας ως μιας οικουμενικής μεταγλώσσας, δεν ήταν
τυχαίο ούτε έχει τελειώσει.
Ποιο είναι κατά την γνώμη μας το αδύνατο σημείο αυτής
τής νέας προσπάθειας ανοικοδόμησης τού «ορθολογικού» φιλοσοφικού κόσμου;
Κατά την δική μας θέση είναι το σημείον parole[=λόγια,
εκφερόμενα] και το επάλληλο σημείο «σημείον».
Ο Λόγος δεν είναι τίποτα άλλο από parole και
άκουσμα, ο κάθε Λόγος, συμπεριλαμβανομένου τού μαθηματικού και επιστημονικού
Λόγου.
Υπάρχει μόνον μια ζωντανή γλωσσική επιτέλεση τής
σκέψης, η σκέψη σαν ζωντανή γλωσσική και νοητικογλωσσική επιτέλεση και δράση,
και τίποτα άλλο, πραγματικά τίποτα άλλο όταν μιλάμε για Λόγο, σκέψη, επιστήμη,
λογοτεχνία, ερωτική εξομολόγηση, ρητορεία και άπειρα άλλα.
Ο Λόγος είναι μια έξοχη «φλούδα», μια «φωνή» που
μπορεί να αναπτυχθεί σε πολλές βαθμίδες συνθετότητας και πολυπλοκότητας, και σε
πολλές διακριτές μεταξύ τους επιμέρους «οικοδομήσεις» και υποσυστήματα,
παραμένοντας ωστόσο αυτή και μόνον αυτή η «φλούδα» ή «φωνή».
Μιλάω για «φλούδα», για μια μεμβράνη, για ένα
τσαλακωμένο χαρτί με ένα σημείωμα κ.λπ και όχι μόνο για «επιφάνεια» για να
δείξω σε μια πρώτη μεταφορική εκδοχή της την υπόθεσή μου ότι ο Λόγος συνολικά
είναι ένα φθαρτό, περιορισμένο, θνησιγενές, παροδικό και προορισμένο κι αυτό να
σβήσει πράγμα ή ον, χωρίς εξ' αυτού να απορρέει κάποια στάση ή θέση απάρνησης
του και απάρνησης τής κεντρικής σημασίας του στο ανθρώπινο έμβιο..
---
σημεία για την γλώσσα.
Η κατηγοριακή εννόηση τού όντος ενεργούμενη
(παλαιότερα) ως υπόθεση για την οντολογική παρουσία μιας «μορφής», ή
ενεργούμενη ως υπόθεση για την οντολογική παρουσία μιας «δομής» [ή ενός
«συστήματος»] παρουσιάζει το κατηγοριακά νοούμενο οντολογικό Είναι ως το
πραγματικά υπάρχον αν-και-ως-κατηγοριακά νοούμενο «αρχικά» παθητικό, αλλά «όλο
τούτο» γίνεται με έναν τρόπο που προκαθορίζει την «ύστερη» ενεργοποίηση και την
τοποθέτησή του ως το «κυρίαρχο» ενεργητικό στοιχείο τού όντος.
Η αντιστροφή της κατηγοριακής (νοητικής-γλωσσικής)
λειτουργίας και η μετατροπή του κατηγορούμενου όντος από (θεωρούμενο/πραττόμενο
ως) παθητικό σε (θεωρούμενο/πραττόμενο ως) ενεργητικό, δεν είναι μόνον μια
απελευθερωτική ανάδυση τού απωθημένου τής (θεωρούμενης/έμπρακτης ως)
παθητικότητας ως ενέργειας, αλλά και (ανάδυση) μιας πάντα νέας δημιουργικής
αλλά συνάμα αδιέξοδης διαλεκτικής: ενέργειας-πάθους, [άρα και] κατηγοριακής
νόησης και ύλης.
Τα τέλη των διαλεκτικών τής κατηγοριακής νόησης
σημαίνουν τα δημιουργικά/καταστροφικά όρια και τα δημιουργικά/καταστροφικά
αδιέξοδα κοινωνικο-διανοητικών τρόπων συγκρότησης της σχέσης κατηγοριακής νόησης
και όντος (ή Είναι) κατά τους οποίους αναπαράγεται διαρκώς η αντίφαση και η
ετεροειδής διαφορά μεταξύ κατηγοριακής νόησης και όντος (Είναι).
Παρατήρηση:
Η «τελική» κρίση στην σκέψη δεν ξεπεράστηκε με την
αναζήτηση και κατάκτηση (υποτίθεται) ενός «τρίτου δρόμου» στην φιλοσοφία (λ.χ
Χούσερλ, φαινομενολογία), ούτε με τον λογικό εμπειρισμό, ούτε με την γενικότερη
«γλωσσική στροφή», αν και αυτονόητα όλα αυτά ήταν πολύ γόνιμα πράγματα.
Η κρίση παρέμεινε (ως) κρίση και έγινε δια της νέας
γονιμότητας αυτών των «μέσων» ή θεωριών και θεάσεων πολυπλοκότερη, γονιμότερη.
Το αδιέξοδο δεν παύει ούτως αλλά δεν είναι άγονο
[διαβάζεται και αντίστροφα: το αδιέξοδο δεν είναι άγονο αλλά δεν παύει], δεν
υπάρχει δηλαδή ένα σταμάτημα το οποίο να παράγει μόνον αδιέξοδο ή, για να το πω
απλά, δεν υπάρχει απλά μια «σκοταδιστική» εποχή εις την οποία οι εσωτερικές
διαμεσολαβήσεις δεν εγκυμονούν τίποτα άλλο από μια «παρακμή» ή «διάλυση» και
άλλα γραφικά περιγραφικά, που λέγονται από διαπρύσιους πολέμιους του νέου
«μηδενισμού» ή «μεταμοντερνισμού».
Αν υπάρχει παρακμή αυτή παρουσιάζεται σε αυτή τη
ρητορική «ενάντια στον μηδενισμό» και τον «μεταμοντερνισμό» και στους διαφόρους
αντιδραστικούς θεωρητικούς ή νεο-θεολόγους, οι οποίοι προπαγανδίζουν την
επιστροφή σε κάτι το οποίο δεν υπήρξε ποτέ ούτε θα υπάρξει, για να κηρύξουν
παπαδίστικα (πάλι) την διακοπή της σκέψης και της ελεύθερης λογικής έρευνας
προς πειθάρχηση από κάποια νέα παραδοσιοκρατία ή αυταρχία.
Η γλωσσολογική στροφή στην φιλοσοφία τον 20ο αιώνα δεν
ήταν αποτέλεσμα αυθαίρετης ή δημιουργικής επιλογής αλλά (αποτέλεσμα) της ίδιας
της ανάδυσης (μέσω της νεώτερης γλωσσολογίας) τής «αλήθειας της γλώσσας» ως
ενός αυτόνομου σημειακού συστήματος το οποίο δεν ακολουθούσε τους άμεσους
βιολογικούς προκαθορισμούς των άλλων έμβιων όντων κατά την επικοινωνία τους (το
δικό τους επικοινωνιακό ή γλωσσικό σύστημα). Βέβαια με τον καιρό άρθηκε η πρώτη
αρχική απόλυτη κατάταξη των μορφών σημειακής επικοινωνίας των άλλων έμβιων στον
χώρο της (απόλυτης) μη-γλωσσικότητας, ωστόσο παρέμεινε η διαφοροποίηση της
ανθρώπινης γλώσσας και η τοποθέτησή της σε ένα μη-φυσικό χώρο του
υπαρκτού.
Η ανθρώπινη γλώσσα παρουσιάζεται να είναι ένα σύστημα
επιτελέσεων ή η ίδια ένα σύστημα σημειακής επιτέλεσης του όντος, το οποίο δεν
έχει τίποτα το φυσικό ή κοσμικό με την έννοια που έχει όχι μόνον κάθε άλλο
επικοινωνιακό σύστημα αλλά και κάθε άλλο σύστημα στον κόσμο.
Η γλώσσα είναι το παρουσιαζόμενο ως «μη φυσικό
επιτελεστικό» στοιχείο που αντιπροσωπεύει μια συστημική λειτουργία τού σημείου
(των σημείων) και το οποίο συμπλέκεται με την ανθρώπινη κατάσταση όχι (απλά) ως
ένα καθοριστικό πρόσθετο στοιχείο αλλά ως «κάτι» που την ιδρύει (ως ανθρώπινη
κατάσταση) και την κάνει αδιανόητη χωρίς την γλώσσα:
Ομιλώ, συμβολίζω, σημαίνω, «αποφυσικοποιώ» το ον, άρα
υπάρχω ως άνθρωπος ή απλά υπάρχω ως σημειακή υπόσταση.
Η ρίζα των ανθρωπολογικά σημαινόμενων καταστάσεων του
ανθρώπου ως ειδικά ανθρώπινων ή αμιγώς ανθρωπογενών είναι η γλωσσικότητα και το
σημαίνειν, με τα χαρακτηριστικά τους όπως τα σκιαγραφήσαμε.
Η ρίζα της αμιγώς ανθρωπογενούς κατασκευαστικής
ικανότητας του ανθρώπου είναι η γλωσσικότητα και ως τέτοια σημαίνει κατά την
οπτική μας ένα παράδοξο σύστημα αναγκαίας αλλοτρίωσης του ανθρώπινου, το οποίο
είναι ενσωματωμένο στην ίδια του την υπόσταση, ανατινάζοντας τελικά ακόμα και
το ενδεχόμενο αυτή (ως υπόσταση) να θεωρηθεί ως πιθανά μια «δεύτερη Φύση» κατά
τα πρότυπα της «πρώτης Φύσης» όπως παρουσιάζεται σε ένα εμπειρικό
πλαίσιο.
Ο άνθρωπος είναι το μη-φυσικό ον που σημαίνει γλωσσικά
το ον επιτελώντας την γλώσσα, και επιτελεί την γλώσσα σημαίνοντας το ον ως
μη-φυσικό ον.
Το ον δεν είναι αντικειμενικό με την έννοια αυτή,
εφόσον το ίδιο καθαυτό (αυτό τούτο) είναι ένα σημείο στο πλέγμα της σημειακής
μη-φυσικότητας του ανθρώπινου γλωσσικού «σημαίνειν».
Η ίδια η ιδρυτική εκκίνηση της σκέψης ως μη-φυσικής
γλωσσικής πράξης τού ανθρώπινου όντος, και όχι ως ένα σύστημα άμεσων
επιτελέσεων των αναγκών και των επιβιωσιακών λειτουργιών των έμβιων εν γένει,
γίνεται δια τής ζωής τής γλώσσας ένας βασικός σκοπός τής ανθρώπινης βίωσης και
θέασης.
Αυτό μάλιστα η γλώσσα δεν το κάνει μόνον δια της
θρησκείας, της φιλοσοφίας, ακόμα και της επιστήμης ως συνολικής εικόνας, αλλά
με τις ίδιες τις άμεσες λειτουργίες τής γλωσσικότητας και του συμβολισμού όπως
πηγάζουν εκ της ανθρώπινης υπόστασης αποτελώντας ιδρυτικά στοιχεία της.
Η αιωρούμενη σημειακότητα της γλωσσικής επιτέλεσης
μπορεί άρα να δημιουργεί έναν αμιγώς ανθρώπινο επιτελεστικό σύστημα και ούτως
έναν μη-φυσικό μετα-κόσμο/Κόσμο.
Επί της βάσεως
ενός ήδη υπάρχοντος και πάντα ζώντος καθημερινού ενδοστοχασμού τής ίδιας της
καθημερινής γλωσσικότητας ως γλωσσσικότητας, ειδικά μάλιστα χωρίς την
«αυτεπίγνωση» μέσω κάποιου δευτερογενούς κοσμοθεωρητικού ή άλλου συστήματος,
συμβαίνουν σημαντικά πράγματα στην ζωή των ανθρώπων της (οριζόμενης ως) μαζικής
κοινωνίας:
Ο κόσμος
αρνείται σιγά σιγά, την υπερβατική σημειακή αιώρηση και την εντατική
υποκειμενικότητα της υπερβατικής γλώσσας μη μπορώντας να την απαρνηθεί εντελώς,
πράγμα που σημαίνει ίσως ότι δεν θέλει να αρνηθεί την σημειακή αιώρηση εν γένει
αλλά τον υπερβατικό τροπισμό της..
Το σημείο με την ισχνή του υλικότητα και παρά την
ισχνή του υλικότητα, και ως φώνημα και ως γραμματική μορφή, είναι ένα Ξένον,
ένα Μηδέν, ένα ριζικό Έτερον των όντων.
Όμως, για δείτε, ακριβώς αυτή η απόλυτη ξενωτική
μοναδικότητα του σημείου, στην πραγματικότητα ιδρύει και το Όλον των όντων ως
Ον ή Είναι ως πλάσμα της νόησης και της γλώσσας, άρα είναι ακριβώς αυτό που
εισάγει τον φορέα ή υποστασιακό τελεστή της γλώσσας-σημείο σε ένα κάτοπτρο εκ
του οποίου ορά (ακόμα και θολά ή στρεβλά αν θέλετε) τα πράγματα ως ξένα μεν
αλλά ως να υπάρχουν «εντός» μιας ολότητας.
Δεν έχει τόση σημασία τελικά (ή μόνον) αν η γλώσσα
«σκέφτεται» (με) τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος σκέφτεται δια της γλώσσας, αφού έτσι κι
αλλιώς μόνον δια της γλώσσας με την γλώσσα και εκ της γλώσσας αυτός (ο
«άνθρωπος») ορά ή μορφοποιεί τα πράγματα ως ένα όλον ή ως μια ενότητα.
Μπορούμε να
υποθέσουμε πως η «είσοδος-έξοδος» του ανθρώπινου όντος στο όλον-Εν, όπως
συμβαίνει ήδη κατά την ανάδυσή του ως γλωσσικού όντος, πιθανόν να είναι μια
επιθυμία, ένα φάντασμα, ένα Κάτι το οποίο περιορίζεται στην ίδια την μορφή του
όλου/Εν-ός ως περίκλειστης μορφής εντός της ίδιας της γλωσσικής μορφής.
Η ύπαρξη του σημείου της γλωσσικής πράξης αναδύει έναν βαθμό ριζικής
ξένωσης, ξένωσης τού ίδιου από το ον αλλά και ξένωσης τού υποκειμένου που το
εκφέρει [από το ίδιο το σημείο], ακόμα μάλιστα κι αν θεωρήσουμε θεαθούμε την
κοινωνική ή λειτουργική θέση του στο γενικό και πάντα ιδιαιτεροποιημένο σύστημα
τής γλώσσας [ας πούμε πως η ιδιαιτεροποίηση δεν έχει και τόση σημασία, δεν έχω
πρόβλημα]. Αυτή ξένωση, η ερήμωση που φανερώνει και αναδύει το σημείο,
εμφαίνεται βέβαια με λαμπρό τρόπο στα κύρια ονόματα, σε εκείνες δηλαδή τις
γλωσσικές μορφές που περιέχουν μιαν σαφή μη λειτουργικότητα πέραν της
κατονομασίας του σημαινόμενου.
Αυτή η κατονομασία δεν προσδίδει καμία ενικότητα
ή δεν φανερώνει καμία απλή γενικότητα, εφόσον το κύριο όνομα είναι μεν κάτι που
εξατομικεύει και διακρίνει το ενικό ον χωρίς όμως να το «αφήνει» σε αυτή την
ενικότητα-ατομικότητα σαν να είναι λ.χ μια κωδική ονομασία, αλλά είναι επίσης
και μια γενικότητα, ένας γενικός προσδιορισμός που δεν φτάνει ποτέ ούτε στην
γενικότητα μιας σημασίας ή ενός νοήματος αλλά ούτε στην θέση ενός καθαρά
λειτουργικού στοιχείου τής γλώσσας, όπως λ.χ το ρήμα, τα άρθρα κ.λπ.
Σε αυτό
το κάπως μυστηριώδες πλαίσιο μη σαφώς λειτουργικού ή ακόμα και μη λειτουργικού
αυτοκαθορισμού των σημαινομένων δια των σημαινόντων ως σημείων, παρασιτούν ή
βλασταίνουν όλες οι θεολογικές ή οντοθεολογικές υποστάσεις σαν να έχουν ζωή,
παρακείμενα πάντα στην τρέλα αλλά και στην εξέταση τής τρέλας από την επιστήμη,
την ψυχανάλυση κ.λπ. χωρίς όμως πάντα να γίνεται ακριβώς κατανοητό ότι το
«σημείο» ως αμιγές ούτως ειπείν «σημείο», το κύριο όνομα ας πούμε, έχει ριζώσει σε
μιαν ερήμωση του κόσμου και του υποκειμένου από τον κόσμο, την ίδια στιγμή που
ούτε το υποκείμενο ούτε ο κόσμος ως ένας κόσμος που έχει νόημα για ένα (ή
πολλά) υποκείμενο (-α) θα υφίσταντο καν χωρίς να είναι δυνατή μια τέτοια
ξένωση.
Έχει νόημα να ψάχνουμε την αιτία τής δημιουργικής τούτης ερήμωσης ή ξένωσης
στον λόγο της ή την λειτουργία της; Έχει, ένα νόημα το έχει, αν δεν σκοπεύουμε
να βυθιστούμε μόνον στις παραδοξότητες ή ακόμα και το αδιαφανές τής ίδιας της
σημειακότητας ως να είναι ένα ακατάλυτο μυστήριο. Από την άλλη, αυτό το
παράξενο ξένον τού σημείου αποκτάει ένα λειτουργικό νόημα και μιαν σαφή αναφορά
στην κοινωνική «ουσία» αν διατηρήσει τον παράξενο χαρακτήρα του και το ειδικό
φορτίο του ως μορφή ερήμωσης και ξένωσης από τον κόσμο των όντων ως αυτά να
είναι άμεσα ή ακόμα και διαμεσολαβημένα.
Το σημείο αίρει την αμεσότητα,
αλλά ακυρώνει και μιαν ομαλή ή ψευδοεπεισοδιακή διαμεσολαβητικότητα του
σημαίνοντος ως τούτο να είχε τελικά μιαν τελική αναφορά προς κάποιο άμεσο υλικό
ή ιδεακό ον ή πράγμα, και τούτη η ριζική άρνηση συμβαίνει ακόμα κι αν επιστρατεύσουμε την σχετικοποίηση ή διαλεκτικοποίηση των τελευταίων [ύλη, ιδέα,
πράγμα και άλλα, ανάλογα όμοια].
Ιωάννης Τζανάκος