Αν θέλουμε να αναστοχαστούμε την σχέση των επαναστατικών κινημάτων με το κράτος, με την έννοια και την πρακτική τού κράτους, θα έχουμε αγγίξει όλο το πρόβλημα τους, και αν θεωρούμε τον εαυτό μας μέρος ενός επαναστατικού πολιτικού σχεδίου και οράματος με αυτόν τον αναστοχασμό θα έχουμε αγγίξει το οικείο στρατηγικό πρόβλημά μας.
Όλο το πρόβλημα είναι να δούμε τι είναι τελικά το κράτος, τι σχέση έχουμε με το υφιστάμενο ως έννοια και ως πρακτική κράτος, αν πρέπει να διαρρήξουμε κάθε σχέση μας με μια (υπαρκτή ή πιθανή) στρατηγική για την μορφή κυριαρχίας ενός «οικείου» εργατικού, λαϊκού κ.λπ κράτους.
Αυτή η συζήτηση στους (πραγματικούς ή κατά φαντασίαν) ριζοσπαστικούς χώρους περιστρέφεται γύρω από τις αρνητικές ιστορικές εμπειρίες που προήλθαν από τις πολιτικές και εξουσιαστικές/κυριαρχικές πρακτικές τού σοβιετικού «σοσιαλισμού» και τής ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας.
Το λανθασμένο γενικό καταστάλαγμα αυτών των θεωρούμενων ως βασικών ιστορικών εμπειριών είναι ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην αρχική «αντικρατική» γραμμή που εκφράστηκε στην 1η διεθνή, και από την πλευρά των αναρχικών ή αναρχιζόντων και από την πλευρά των (τότε υπό διαμόρφωση) μαρξιστών.
Οι μετασταλινικοί (λ.χ Μπαντιού) και οι αντισταλινικοί μαρξιστές τής εποχής μας (και κάποιοι αριστεροί κομμουνιστές πριν την εποχή μας) το ορίζουν αυτό ως επιστροφή στον Μαρξ και την κομμούνα τού 1871, και οι αναρχικοί το ορίζουν αυτό απλά ως δικαίωσή τους, δεχόμενοι ωστόσο το κάλεσμα σε μιαν αλληλεγγύη από τους «μετανοημένους» νεολενινιστές αντισοσιαλδημοκράτες μαρξιστές ή τους αμετανόητους αλλά δικαιωμένους αντι-σοσιαλδημοκράτες/αντι-λενινιστές αριστερούς/αριστεριστές κομμουνιστές.
Ο κρατισμός τού εργατικού κινήματος όπως εμφανίστηκε αρχικά στον λασσαλισμό, και κατακεραυνώθηκε σε μια αμφιλεγόμενη επιστολή τού Μαρξ, και συνεχίστηκε στην (αρχική) ιστορική σοσιαλδημοκρατία, αλλά και στον λενινισμό/σταλινισμό, τέθηκε πλέον στο στόχαστρο τής επαναστατικής κριτικής και αυτοκριτικής που θυμίζει όλο και περισσότερο διεργασία μετανοίας και αναγέννησης μετά από μια βαριά αμαρτία.
Αφήνω λίγο στην άκρη την αμφίσημη και αμφιλεγόμενη θέση τού Νίκου Πουλαντζά που επιφυλάσσομαι να την αναλύσω εκτενέστερα στο μέλλον, σημειώνοντας ωστόσο ότι με βάση την τωρινή θέση και άποψή μου είναι και αυτή, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο, ενταγμένη και στο παλαιότερο και στο νέο σεκταριστικό ιδεολόγημα τού σύγχρονου ριζοσπαστισμού.
Επειδή τον τελευταίο καιρό ανατοποθετούμαι συνέχεια, κτίζω νέο ιδεολογικό/θεωρητικό οικοδόμημα, είμαι υποχρεωμένος να κάνω κάποιες σχηματικές οροθετήσεις, οι οποίες αναγκαστικά λαμβάνουν τον χαρακτήρα των πρόχειρων αξιωματικών ή «αξιωματικοφανών» αποφάνσεων.
Αναγκαστικά λοιπόν, και όχι διότι έχω την δυνατότητα να ορίζω μεμιάς τα πράγματα, είμαι υποχρεωμένος να μπαίνω στην καρδιά τού θέματος.
Μπαίνω στην καρδιά τού θέματος αμέσως:
Η θέση τής «επιστροφής» στα «αντικρατικιστικά» θεμέλια είναι ριζικά λανθασμένη, αδιέξοδη, και θα δεν θα φέρει την αναγέννηση τού ριζοσπαστικού χώρου και τού ιστορικού κινήματος τής αριστεράς, τού κομμουνισμού κ.λπ.
Συμφωνώ όμως ότι ο Μαρξ, ο μαρξισμός τού Μαρξ, ήταν πιο κοντά, εγγύτατα, στον αντικρατισμό των αναρχικών.
Όντως ο Μαρξ θεωρούσε ότι το «εργατικό κράτος» που αντιπαρέθετε στους αναρχικούς αντιπάλους του στην 1η διεθνή δεν ήταν κράτος με την ιστορική και «δομική» «κυριολεξία» τού όρου, παρά μόνον μια παροδική στιγμή κυριαρχίας απέναντι στο Κεφάλαιο και τις εκμεταλλευτικές τάξεις.
Το εργατικό κράτος στον Μαρξ είναι η δικτατορία τού προλεταριάτου (η δικτατορία τής εργατικής τάξης) που υπάρχει σαν μια στιγμή βίαιης καταστολής τής αστικής κυριαρχίας και τής αστικής αντεπανάστασης, και αμέσως μετά σημαίνει την γρήγορη, σχεδόν αυτόματη απονέκρωσή του κ.λπ
Υπό αυτή την έννοια οι σύγχρονες «αντικρατικιστικές» αναγνώσεις τού μαρξικού έργου είναι ορθότερες ως αναγνώσεις του και σημαίνουν μια θεωρητική και ιδεολογική διαύγαση των πραγματικών λεγομένων τού Μαρξ, σε αντίθεση με τις σοσιαλδημοκρατικές και λενινιστικές/σταλινικές σοφιστικές στρεβλώσεις τους.
Το πρόβλημα όμως -κατά την δική μου άποψη πάντα, και εδώ νομίζω μπαίνω στην καρδιά τού θέματος, είναι ότι τα λεγόμενα αυτά ως θέσεις φανερώνουν τον ριζικό θεμελιακό και αδιόρθωτο σεκταρισμό τού ίδιου τού Μαρξ.
Αυτό λοιπόν που η νέα αριστερά ανακαλύπτει ξανά και ξανά (ανοίγοντας τα αδερφικά χέρια της στην αναρχία) ως αντικρατισμό τού Μαρξ, είναι μεν αδιαμφισβήτητα «τού Μαρξ» αλλά δυστυχώς για όλους σας σύντροφοι δεν είναι «τής πραγματικότητας».
Το κράτος είναι ένα «σκληρό καρύδι» που δεν θα φύγει και τόσο εύκολα από την ιστορία, ακόμα κι αν ξαναγίνει, ή μάλλον ειδικά αν ξαναγίνει κάποια μεγάλη ιστορική επανάσταση.
Μια νέα κοινωνική εργατική επανάσταση βέβαια δεν πρόκειται να αφήσει κανένα κράτος άθικτο, ούτε θα είναι πλέον «εντέλει-κρατοκεντρική» με τον τρόπο που ήταν όλες οι προηγούμενες μεγάλες ιστορικές επαναστάσεις, και υπό αυτή την έννοια έχουν «ένα δίκιο» οι νεοαριστεροί και οι αναρχικοί, παλαιού και νέου τύπου, να ελπίζουν για κάτι το πρωτοφανές «αντικρατικό» στην νέα εποχή, αλλά την ίδια στιγμή:
Ένα δημοκρατικό κράτος θα συνεχίσει να υπάρχει.
Και αυτό είναι το φοβερό με την νέα ιντελιγκέντσια μας, τους φωστήρες μας και σεκταριστές αγωνιστές και διανοούμενους υπερασπιστές μας, τής νέας εποχής, ότι δεν θέλουν ακόμα να συζητήσουν για αυτό το φοβερό πράγμα, το κράτος, υπό την έννοια τής πιθανότητας που μόλις εξέθεσα.
Από την σκοπιά μου δεν έχω αποκτήσει την ικανότητα να ζω και να σκέφτομαι με «επιστροφές στα θεμέλια» αλλά με τις σκουριές τής εμπειρίας, οπότε θα συνεχίσω το μονότονο αριστεροδημοκρατικό βιολί μου, κι ας σημαίνει αυτό μια μορφή «αίρεσης» στην «αριστερή/αριστερίστικη/αντιεξουσιαστική» εποχή τής αριστερής μας συνείδησης.
Το θέμα δεν είναι θαρρώ μόνον η «αλήθεια», αν δηλαδή η θέση που υπερασπίζομαι για το κράτος είναι «αληθινότερη» από την μοδάτη αριστεροσεκταριστική θέση, η οποία κιόλας με έναν υπόρρητο πατριαρχισμό μάς [σάς] ενώνει με τον «αληθινό Έν-α» Μαρξ-Μπακούνιν-Πατέρα Σας, αλλά ότι με αυτό το ανανεωμένο σεκταριστικό ψέμα αυτής τής εποχής τού «οίκου» μας ίσως το μόνο το οποίο θα καταφέρουμε θα είναι να θυσιαστούμε χωρίς προοπτική, μόνο και μόνο για να «ανακαλύψουμε ξανά την Αμερική».