Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

7 δοκίμια για τον Χρόνο, σε αντι-Ντεμπόρ ρυθμό..

1

Τα ημερολογιακά συστήματα και γενικότερα τα (ανθρώπινα) συστήματα σήμανσης του χρόνου δεν είναι τυχαία κυκλικά κατά την καιρική-εποχική πτυχή της υπόστασής τους, εφόσον μπορεί να σημαίνεται η χρονική σειρά σε μιαν ευθεία προς το μέλλον (ή αντίστροφα στο παρελθόν) χωρίς άμεση αναφορά σε κάποιο κύκλο, αλλά ακόμα και τότε υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης της μέτρησης, δηλαδή υπάρχει μια κίνηση ετήσιας επιστροφής στο ίδιο σημείο εκκίνησης (χωρίς την κίνηση που μεσολαβεί το «τέλος» τής κίνησης με τα «ενδιάμεσα» καιρικά-εποχικά σημεία της, όπως συμβαίνει με τον εποχικό χρονικό κύκλο), πράγμα το οποίο σημαίνει έναν φανταστικό (ή πιθανό) κύκλο. 
Στην πραγματική κίνηση τού έμβιου και ειδικά τού ανθρώπινου έμβιου χρόνου υποστασιοποιούνται επαναλαμβανόμενα ξεχωριστά διακριτά εποχικά «σημεία» που επαναλαμβάνουν διαρκώς μιαν εποχική ταυτότητα, και κάθε σημείο τού συνολικού έμβιου χρόνου ενός καθολικού οικοσυστήματος θα μπορούσε να νοηθεί ως μια επιστροφή στο Ίδιο. 
Όταν ενώσεις όλες τις επιστροφές αυτές, όπως είπαμε ως νοούμενες ως επιστροφές σε ένα έκαστο εποχικό Ίδιο, τότε το συνολικό σχήμα τής κίνησης παράγεται ως ένας κύκλος, εφόσον μόνον μέσω αυτού τού συγκεκριμένου σχήματος (ακόμα κι αν δεν είναι «τέλειο») μπορεί να υπάρξει και επιστροφή στο Ίδιο και μια συνεχής διαδοχή διαφορετικών μεταξύ τους εποχικών Ιδίων.  
Σε αυτό το ειδικό πλαίσιο δόμησης, όπου υφίσταται μια ροή των διαδεχόμενων μεταξύ τους εποχικών επιστροφών, δεν γίνεται να υπάρξει ως μοναδική μια αδιαμεσολάβητη-αυτόματη (νοητική-βιωματική) αναγωγή τού επιδιωκόμενου να οριστεί «τέλους» τής χρονικής σήμανσης (τού χρονικού σημείου που θέλουμε να «μετρήσουμε») στην (συμβατική) εκκίνησή της, χωρίς να υπάρχει σε κάθε ξεχωριστή εποχική χρονική σήμανση η πραγμάτωση μιας επανάληψης ενός εποχικού Ίδιου. Στην πραγματικότητα, στον βιωμένο κυκλικό εποχικό χρόνο κάθε ξεχωριστή εποχή είναι μια επαναλαμβανόμενη έναρξη τού χρονικού κύκλου, και μόνον ιδιαίτερες συμβολικές-κοινωνικές ανάγκες ορίζουν την μία εποχή και όχι μιαν άλλη ως έναρξη τού χρόνου. Εφόσον όμως υπάρχει αυτή η συνεχής και αδιάρρηκτη ροϊκή διαδοχή των εποχών ως επαναλαμβανόμενων εποχικών σημείων ενός χρονικού συνεχούς, και δεν έχουμε να κάνουμε -όπως είδαμε- (κατά αυτόν τον τρόπο εννόησης και βίωσης τού χρόνου) (μόνον) με μιαν άμεση αναγωγή από το σημασμένο ως «έπειτα» τού «αρχικού παρόντος» στο «αρχικό παρόν», το μόνο σχήμα που μπορεί να αντανακλάσει και να εκφράσει αυτή ροή-διαδοχή είναι ένας κύκλος.  
Έχουμε λοιπόν την ετήσια κυκλικότητα, εφόσον κάθε έτος αποτελεί μιαν κίνηση που χαράζει το έτος ως μια σφαιρική, άρα κυκλική οντότητα (αν βέβαια δεχτούμε πως εδώ υπάρχει ένας κύκλος και πως ο κύκλος αυτός δεν είναι άλλο από μια επιπέδωση μιας σφαίρας) και βέβαια δια αυτής (της κυκλικότητας) έχουμε και το «καταραμένο» σημείο μηδέν επανεκκίνησης του χρόνου. Αλλά ακόμα κι αν προσθέσουμε στην ετήσια κυκλικότητα το γενικότερο χρονικό σύστημα σειριακής μέτρησης (λ.χ 489 μετά Χριστόν) βλέπουμε πως η δομή παραμένει η ίδια, εφόσον το σημείο εκκίνησης αυτής της χρονικής μέτρησης μαζί με το εκάστοτε σημείο που μετράμε (σε ποιο έτος βρισκόμαστε; λέμε) σχηματίζουν πάλι, μιαν συμβατική βέβαια, αλλά δια αυτής της συμβατικότητας κυκλικότητα που παραπέμπει στην ετήσια καιρική-εποχική κυκλικότητα: ο «αιώνας» ως μια προβολή και εκτύπωση τής εποχικής ετήσιας κυκλικότητας.

Στην (συμβατική) σφαίρα του έτους συναρμόζεται αρμονικά μια άλλη ευρύτερη σφαίρα των ετών με δεδομένη όμως την ανάγκη να υπάρξει και εις αυτήν ένα μηδενικό σημείο εκκίνησης, και αυτό βέβαια συμβατικό, εις το οποίο πρέπει να επιστρέψουμε.

Λέω πως πρόκειται για σφαιρικότητες, ή μάλλον πως μπορούμε να αντικρίσουμε τα ανθρώπινα χρονικά/ημερολογιακά συστήματα ως σφαιρικότητες διότι τα άκρα της ευθείας που σχηματίζεται από το παρόν και τα σημεία εκκίνησης της μέτρησης είναι οριακά μηδενικά, η εκκίνηση πάντως σίγουρα, την ίδια στιγμή όμως που έχουμε μιαν αναγκαστική ένωσή τους εφόσον μιλάμε για μέτρηση ή σήμανση του χρόνου, οπότε έχουμε μιαν ευθεία η οποία εκφράζει μάλλον παρά την συμβατική και στατική (ως συμβατική όμως) ακινησία της μιαν μορφή κίνησης που περιέχει αναγκαστικά (για να επιτελέσει τον ρόλο της ως έχει) ένα είδος (εποχικής) επιστροφής στο ίδιο αρχικό σημείο, και όπως είδαμε το μόνο (εμπειρικό) γεωμετρικό σχήμα που έχουμε γι' αυτό είναι ο κύκλος και μάλιστα ένας κύκλος ή σφαίρα με την βοήθεια του μηδενός. 
Τα αρχαιότερα ημερολογιακά συστήματα είχαν πολλά προβλήματα, αλλά πάντως και δια της (σχετικής) ελλείψεως του μηδενός ως αριθμού μολοντούτο το περιείχαν ως σημείο ίδρυσης του ημερολογιακού χρόνου, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. 
Ο κύκλος λοιπόν ή η σφαίρα ως περιέχουσα μάλιστα τον ουσιακό όρο του μηδενός ως εκκίνησης στην οποία επιστρέφουμε αρχικά, αλλά και ως ουσιακό όρο και του σημείου εκκίνησης και (ξανά) κατάληξης της κυκλικής κίνησης επιστροφής (το παρόν που «μετριέται») είναι το θεμέλιο κάθε συμβατικής έστω μέτρησης του ανθρώπινου χρόνου σαν κοινωνικού χρόνου, ακόμα και όταν σε νεωτερικές κοινωνικές δομές παρουσιάζεται από τα «έγκατα» τους η (όχι μόνον θεωρητική) ανάγκη να εκφραστεί ένας άλλος χρόνος ή υπερχρόνος που να μην έχει εκκίνηση σε κάποιο ιστορικό σημείο μηδέν εκκίνησης.

2.
Η επιστροφή, την οποία σχηματίζει η νόηση για να θεμελιώσει (ιδρύσει) ένα μαθηματικά σταθμισμένο (αριθμητικοποιημένο) σύστημα μέτρησης του ανθρώπινου (κοινωνικού) χρόνου, στο μηδενικό σημείο εκκίνησης που η ίδια έχει θεσμίσει (ως κοινωνική νόηση), συνήθως ενσωματώνεται στην προϋπάρχουσα κυκλική εννόηση του χρόνου, όπως αυτή έχει προέλθει από την βίωση και την άμεση καιρική-εποχική εμπειρία αρχικά κυρίως αγροτικών κοινωνιών.

Η μορφή του κύκλου ή ακόμα και της σφαιρικότητας του χρόνου ως ενός οντικο-νοητικού συστήματος το οποίο λειτουργεί δια μιας διαρκούς επιστροφής σε ένα μηδενικό σημείο εκκίνησης είναι μια σύνθεση του εμπειρικού καιρικού-εποχικού κυκλικού χρόνου με τον αμιγώς μαθηματικοποιημένο χρόνο όπως ο τελευταίος προκύπτει από την απλή αφαιρετική κίνηση παλινδρόμησης που διενεργείται νοητικά μεταξύ του παρόντος (ή κάποιου τυχαίου σημείου στο παρελθόν) και τού (συμβατικά κατασκευασμένου) μηδενικού σημείου εκκίνησης. Θα μπορούσαμε ωστόσο να απαλείψουμε την έννοια του κύκλου, σχηματίζοντας μιαν εικόνα του χρόνου κατά τον οποίο τα συμβάντα «εντός του», και οι νοητικο-κοινωνικές επιστροφές στο (συμβατικό) μηδενικό σημείο εκκίνησης ούτως ώστε να μορφοποιηθεί (ποσοτικά) ο χρόνος, θα διενεργούνταν πάνω σε μιαν ευθεία γραμμή ως ένα σύστημα παλινδρόμησης-επιστροφής από το σημείο που είναι να μετρηθεί στο (συμβατικό) σημείο εκκίνησης και πάλι στο σημείο που είναι να μετρηθεί (στην πραγματικότητα αυτό γίνεται «σχεδόν» αυτόματα). Γιατί η ανθρώπινη πραγματικότητα όμως ανθίσταται και θα ανθίσταται για πάντα σε αυτή την γραμμική έννοια της παλινδρόμησης ανάμεσα σε ένα ξερό σημείο μηδενικής εκκίνησης και το «μετρούμενο» σημείο; Νομίζω πως για να το κατανοήσουμε αυτό πρέπει πλέον να διαφύγουμε από την «αίρεση» εκείνη στον χώρο της «εναλλακτικής» διανόησης που δομεί την κριτική της στον συνεχή γραμμικό χρόνο της νεωτερικότητας λαμβάνοντας υπόψιν μόνον τις πτυχές εκείνες του χρόνου αυτού που προβληματοποιούνται από τα κενά και τις ρήξεις εντός αυτού του γραμμικού συνεχούς της παλινδρόμησης. Η απέχθεια αυτής της διανοήσεως προς την φυσική κυκλικότητα (σφαιρικότητα) και την μέσω αυτής (της κυκλικότητας-σφαιρικότητας) επιστροφιακή κατάσταση έχει συγκεκριμένες ρίζες που παραλλάσσουν ανά περίπτωση, αλλά γενικά υπάρχει υποταγή στην δεδομενικότητα της μαθηματικής μεταφυσικής στην βάση της γενικότερης λύσσας για την παντοτινή (υποτίθεται) νίκη του ουρμπανισμού και την συντριβή των «φυσικών» κοινωνιών (κάθε μορφής). Δεν τίθεται ζήτημα από όλους αυτούς για την αποδοχή της λογικής της μετωνυμικότητας του κύκλου (ή της σφαιρικότητας), όπως και δεν τίθεται γενικά ζήτημα αποδοχής της μετωνυμικής λειτουργίας ως αντιστοιχούσας σε διαχρονικές βιολογικές και εμβιωτικές δομές, πέραν του απλού γεγονότος πως ως (μικρο-)αστοί του άστεως είναι ούτως ή άλλως ξεκομμένοι από την ίδια την λειτουργία του κόσμου που το περιβάλλει (και περιβάλλει και αυτούς) αλλά και το τρέφει (και τρέφει και αυτούς).

Η σωτηρία όμως των ανθρώπων σε αυτό το όλο και επιδεινούμενο σύστημα ποσοτικής ανάπτυξης, ξεριζώματος, απο-φυσικοποίησης και υπερμαθηματικοποίησης της ζωής, διέρχεται και από την αποδοχή και ταυτόχρονα επιστροφή στον ίδιο τον κυκλικό (σφαιρικό) επιστροφισμό, αν όχι όπως ήταν και είναι ακόμα πάντως σε μιαν μορφή που τον αγκαλιάζει συντηρώντας τον σε πλήρη δόξα και επικράτηση. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο θα είναι εξάλλου εφικτή και μια αναγέννηση της αυτοεννόησης του ανθρώπινου όντος ως όντος με επίγνωση της φθαρτότητας και της κρισιμότητας της ύπαρξής του. Διότι, χωρίς αυτή την αυτεπίγνωση της φθαρτότητας και της κρισιμότητας των ανθρώπινων πραγμάτων είμαστε απλά ηλίθιοι, ή πολιτικάντηδες.
Υπάρχει μεν μια δεδομένη επαναληπτική δομή στο ίδιο το έμβιο ον και ειδικά στον άνθρωπο εκ της βιολογικής σύστασής του, αλλά μια πραγματική ολική εμβιωτική επανάληψη που θα ενσωμάτωνε αυτή την ατομικοβιολογική ας πούμε «εσωτερική δομή» στο σχήμα της θα ήταν εκείνη η οποία θα σχηματίζονταν σε ένα ευρύτερο κοσμικό ή κοσμολογικό πλαίσιο ακόμα και εννοούμενο με την εμπειρική μορφή της εναλλαγής των καιρών. Η εναλλαγή των καιρών-εποχών όπως αποτυπώνεται σε όλα τα ετήσια/ημερήσια ημερολόγια της ανθρωπότητας, όποια κι αν είναι η ακριβής συμβατική εκκίνησή τους όσον αφορά στο ξεκίνημα του (νέου) χρόνου ή της (νέας) ημέρας, εκφράζει με άμεσο εμπειρικό τρόπο αυτή την κοσμική ή κοσμολογική καμπύλωση της γραμμικής κατάστασης του χρόνου όπως αυτή (ως γραμμική) απεικονίζεται στην απλή ευθεία πάνω στην οποία διενεργείται η παλινδρομική κίνηση της στάθμισης του χρόνου.  

Για να μεταφράσουμε όμως τα πράγματα σε μια ακόμα πιο συγκεκριμένη έννοια τής κοσμολογίας θα έπρεπε να διευκρινήσουμε πως αυτή (ως έννοια) χρησιμοποιείται από εμάς με την στενότερη δυνατή υπο-έννοιά της όπως αυτή σημαίνει το συγκεκριμένο εμβιωτικό ή ευρύτερο βιολογικό οικοσύστημα εντός της γήινης σφαίρας: Ο χρόνος της έμβιας διάστασης τού υπαρκτού σε μια ευρύτερη διάσταση όμως από αυτήν του κάθε ειδικού βιολογικού ατομικού συστήματος αναφέρεται στους αντικειμενικούς ρυθμούς και τις αντικειμενικές δομές τής γήινης οικόσφαιρας σε αναφορά και προς το κάθε ξεχωριστό εμβιωτικό υποσύστημα και προς το συνολικό εμβιωτικό σύστημα. Εννοείται πως η διάκριση που προτάσσουμε αρχικά ανάμεσα στο ατομικό ειδικό βιολογικό σύστημα και το ευρύτερο οικοσύστημα αναφέρεται ειδικά στους ανθρώπους, και απεικονίζει μάλλον την ανησυχητική τους ικανότητα (δια μέσω των κοινωνιών τους) να προβαίνουν σε πρακτική «αποκοπή-αφαίρεση» τής ατομικής βιολογικής επαναληπτικότητας από την συνολική εμβιωτική βιολογική επαναληπτικότητα και μάλιστα να την επιβάλλουν ως γενικό κανόνα στον υπόλοιπο έμβιο κόσμο.

Ο χρόνος ως μια αδιατάρακτη συνεχής ή ακόμα και α-συνεχής/συνεχής σειρά ροής ατομικο-υποκειμενικών επαναλήψεων πάνω σε μια γραμμή είναι το αποτέλεσμα αυτής της επιβολής της αφαίρεσης του ατομικού βιολογικού από το συνολικό. Δεν έχει τόση σημασία λοιπόν αν κάποιος ένας ή κάποιοι πολλοί αμφισβητήσουν αυτή την ροή κατά την απόλυτη συνέχειά της και φαντασθούν ή πράξουν κάποια τομή ή κάποιο κενό σε αυτήν, αφού δεν θα έχει ακόμα και έτσι διαταραχθεί ούτε στο ελάχιστον η μονοκρατορία της μη-κυκλικής ή μη εμβιωτικά καμπυλωμένης επιστροφικότητας (επανάληψης) άρα (δεν θα διαταραχθεί) ούτε και η αμιγής παλινδρομικότητα εις ένα αρχικό ξερό (συμβασιακό) μηδέν και έπειτα ξανά στο πλήρες ή κενό σημείο εκκίνησης της επιστροφής. Πρόκειται για μια κενή επιστροφική παλινδρομησιακή και μόνον ατομικο-εμβιωτική επανάληψη (με την κοινοτόπως αρνητική έννοια του όρου της κενότητας), ακόμα κι αν διαμεσολαβείται από εξεγερτικές μεσσιανικές ή χιλιαστικές εκρήξεις. Σύμπτωμα ακόμα και αυτής της ανεστραμμένης γραμμικότητας τής (ψευδο-)εξέγερσης ή εξέγερσης εναντίον τού γραμμικού χρονικού συνεχούς, αλλά (σύμπτωμα) και της ίδιας καθαυτής τής κρίσης τής κεντρικής ηγεμονικής νεωτερικής χρονικής γραμμικότητας, είναι η διαρκής μη επίγνωση τού στοιχείου τής φθοράς και της κρισιμότητας εντός των καταστάσεων που βιώνει το ανθρώπινο ον. 

Η κατανόηση της (ανθρώπινης) σωματικής ρίζας της επαναληπτικής κίνησης ως παλινδρομικής νοητικής ενέργειας θεμελίωσης του χρόνου δεν επαρκεί για να ερευνήσουμε τον ανθρώπινο Λόγο του χρόνου, αλλά επίσης δεν επαρκεί και η παραμονή μας σε αυτή την κριτική διαπίστωση εφόσον αυτή η μορφή κατανόησης τού κόσμου [η σωματοκεντρική] δεν είναι απλά μια απόφαση ή μια επιλογή ενός η περισσότερων θεωρησιακών υποκειμένων αλλά αντανάκλαση της ανάπτυξης της νεωτερικής αστικής κοινωνίας και από την σκοπιά της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και από την σκοπιά της ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων. 

Η παραγωγή του χρόνου ως ενός γραμμικού συνεχούς/ασυνεχούς συστήματος «επί» του οποίου συντελείται μια ειδική (μη-κυκλική) παλινδρομική κίνηση μέτρησης στην βάση ενός (συμβατικού) μηδενικού σημείου εκκίνησης δεν είναι απλά μια κατασκευή, εφόσον καλύπτει πέραν των «αστικών» ιστορικών αναγκών την γενική ανάγκη ορθολογικής εξεικόνισης και ελέγχου του χρόνου, αλλά από την στιγμή που διαμορφώνεται ως αυτάρκης και αποκομμένη από τις καμπυλώσεις και τις δημιουργικές στρεβλώσεις που φέρει ο φυσικός εμβιωτικός χρόνος της κυκλικής επαναληπτικότητας λειτουργεί ως ένας ακόμα εξολοθρευτής της συγκεκριμένης ανθρώπινης ζωής, ειδικά της εργαζόμενης ακτήμονος ζωής. 

Η γενικευμένη νεωτερική φιλοσοφία/κοσμοθεωρία της κεντρικότητας του σώματος δεν είναι υπό αυτή την έποψη μόνον η ανάδυση ενός προαιώνιου απωθημένου και η εμφάνιση μιας δίκαιας ή αληθινής οντικότητας-χρονικότητας την οποία η κυρίαρχη κυκλικοχρονική παλαιοπατριαρχική κοινωνία συνέθλιβε, αλλά επίσης (είναι) η ανάδυση της διαχωρισμένης εκείνης αφαίρεσης με το όνομα «σώμα» η οποία σημαίνει την υπαγωγή του (εργαζόμενου) ανθρώπου: α) στην μορφή «εμπόρευμα εργασιακή δύναμη» [=αφηρημένη μορφή της εργασίας ως σωματοειδής δυνητικότητα] και β) στην αντίστοιχη μορφή χρόνου, τον γραμμικό συνεχή/ασυνεχή παλινδρομικό και μη κυκλικό χρόνο.  


3.

Η ανάπτυξη της ιστορικότητας δεν είναι συνυφασμένη (έστω) μόνον με την ανάπτυξη του αναντίστρεπτου και γραμμικού χρόνου ως να υπήρχε αυτός ο χρόνος στα βάθη της ιστορίας και να αναδύθηκε στην επιφάνειά της, μετατρέποντας όμως αυτήν την επιφάνεια σε κυριαρχική επιφάνεια ενός κυριαρχικού πλέον βάθους, αναιρώντας κατά αυτόν τον τρόπο (σε ρηξιγενή ή μη ρηξιγενή συνεχεία) την διάκριση μεταξύ επιφάνειας και βάθους σύμφωνα με τον γενικό κανόνα ανάδυσης μιας δύναμης από μη κυρίαρχη ή συγκυρίαρχη σε κυρίαρχη. 

Η ανάδυση της ιστορικότητας και η κυριαρχία της με την μορφή τής κυριαρχίας ενός μαζικού μη-αντιστρεπτού χρόνου, έχει βέβαια γενετική σχέση με την αριστοκρατική λειτουργία τού προσωποπαγούς και παραδοσιακού κυριαρχικού (προκαπιταλιστικού) μυθικοϊεραρχικού χρόνου, όπως όμως αυτός ως χρονική εξουσιαστική μήτρα ήδη-μαζικών κοινωνιών συγκροτεί έναν ισχυρό και όχι ασθενή ιστορικό χρόνο, και σχηματίζει μιαν κυριαρχική επιφάνεια με ένα σημαντικό ιστορικό βάθος που δεν ανατρέπεται και τόσο με την εισβολή και επικράτηση τού αναντίστρεπτου χρόνου της αστικής καπιταλιστικής κοινωνίας. 

Ο (όχι και τόσο πια) νέος καπιταλιστικός χρόνος οργανώνεται ως όλον τού χρονικού μορφώματος της κοινωνίας και το υπάγει εις εαυτόν ως ενεργητικό και ως αποθεματικό κεφάλαιο του εαυτού του. Η εξέλιξη των πραγμάτων μετέτρεψε και το αποθεματικό κεφάλαιο του καπιταλιστικού χρόνου, ήτοι τον «ελεύθερο» χρόνο και τις αναπαραγωγικές καταναλωτικές και οικιστικές λειτουργίες, σε ένα είδος ενεργητικού κεφαλαίου το οποίο δεν παίζει έναν επιβοηθητικό ή εξαρτημένο ρόλο αλλά έναν ισοδύναμο ρόλο στον βαθμό που οι ίδιες οι λειτουργίες που αυτό ενσωματώνει και μορφοποιεί έχουν ισοδυναμία με τις άμεσα παραγωγικές λειτουργίες. 

Η αποικιοποίηση των δομών αυτών από το κεφάλαιο και η εμφάνιση του κεφαλαίου ως ενός πλέον απόλυτου όλου της κοινωνικής χρονικότητας, συνυφαίνεται άρα με μιαν αναβίβαση τους, την ίδια στιγμή που αυτή η αναβίβαση συνυφαίνεται επίσης με τον ευτελισμό τους. Φανταστείτε πως υπάρχει ένα φάσμα λειτουργιών της ανθρώπινης ζωής που εθεωρείτο μάλιστα (παλαιότερα) από τις παραδοσιακές αριστοκρατίες στην ταπεινή «λαϊκή» μορφή τους ως κάτι ευτελές, και με τον ύστερο καπιταλισμό τούτο (το φάσμα) αναβιβάζεται σε καπιταλιστική αξία αλλά μολοντούτο αξία, την ίδια στιγμή που σε αυτό ενσωματώνονται οι αριστοκρατικές ποιότητες, ευτελισμένες και αυτές, αλλά ευτελιζομένων συνάμα και των πρώην θεωρουμένων ως ταπεινών «λαϊκών» ποιοτήτων. 

Δεν είναι άδικο να πει κάποιος πως ο καπιταλισμός (μαζί με τα ομοιώματα του) είναι το σύστημα της ευτέλειας, η ευτέλεια ως ιστορικό ον. Αυτή η ευτέλεια στεφανώνεται διαρκώς από τον κεντρικό αναντίστρεπτο χρόνο που την δημιούργησε. Υπάρχει άραγε σοβαρός άνθρωπος, μετά από όλα αυτά και άλλα που θα έρθουν εντός αυτού τού χρόνου, ο οποίος να πιστεύει πως μπορεί να μετατραπεί (τούτος ο χρόνος) έτσι απλά σε ένα άλλο είδος αναντίστρεπτου (μεν) αλλά ποιοτικού και αληθινά βιωμένου (δε) χρόνου;

Ή, εν πάση περιπτώσει, για να το θέσω μετριασμένα:

Υπάρχει άραγε σοβαρός άνθρωπος, ο οποίος πιστεύει ότι αυτός ο άλλος αναντίστρεπτος ποιοτικός χρόνος θα υπάρξει χωρίς την συγκυριαρχία του με ένα είδος άλλου κυκλικού χρόνου; Αν δεχτούμε πως θα υπάρξει συγκυριαρχία και δυναμική (σχετική) ισοδυναμία αναντίστρεπτου και κυκλικού χρόνου όλο το κοσμοθεωρητικό, αισθητικό και ιδεολογικό/πολιτικό πρόταγμα πρόγραμμά μας αλλάζει εκ θεμελίων. Ο κυκλικός χρόνος περιέχει καθορισμούς που διαφεύγουν της ιστορικότητας, είναι μια διαρκής άρνησή της, μια αντι-ιστορία και εν μέρει ένας αντι-χρόνος, ένα ά-χρονον ή μεταχρονικόν, και συνυφαίνεται βέβαια πάντα με μιαν εξωαστεακή και όχι μόνον εξωαστική πτυχή των πραγμάτων. Ακούγεται «πολύ θεωρητικό» αλλά δεν είναι, να εντάξεις τέτοια στοιχεία σε ένα κοσμοθεωρητικό άρα και πολιτικό πρόταγμα.

4.

Οι ρίζες του επαναστατικού μεσσιανισμού και η αλλοτριώνουσα σύνθεση μυθικοϊεραρχικής και χριστιανικής/ισλαμικής ιστορικότητας..

Η εμφάνιση και η κυριαρχική διάδοση των ιστορικών μονοθεϊστικών λατρειών που στηρίχθηκαν στο εβραϊκό βιβλικό θεμέλιο (Χριστιανισμός, Ισλάμ) δεν ήταν όπως λένε κάποιοι ένας συμβιβασμός του μυθικού και του ιστορικού χρόνου, ως αυτοί (οι χρόνοι) να ήταν αντιπροσωπεύοντες αντίθετες αρχές του όντος. Βέβαια αυτή τους η αντίληψη προκύπτει από την αναλυτική θέση τους ως προς τα μυθικοϊεραρχικά αρχαϊκά πρότυπα ταξικής κοινωνικής νοηματοδότησης, τα οποία θεωρούνται ως προσαρτημένα σε έναν ασθενή ιστορικό χρόνο και (συναφώς) ως προσαρτημένα σε έναν ακόμα-κυρίαρχο αγροτικό κυκλικό ανιστορικό χρόνο. Όμως, τα μυθικοϊεραρχικά αρχαϊκά πρότυπα ανήκουν ακέραια σε έναν τύπο ιστορικού χρόνου που προορίζεται να κυριαρχεί, η δε σύνθεσή τους με τις εσχατολογικές παραδόσεις και θεμελιώσεις του ιουδαϊσμού δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η ιστορική ανάγκη για μιαν ευρύτερη και λαϊκότερη εκδοχή ταξικής και κρατικής ιεράρχησης των κοινωνικών δεδομένων μιας αυτοκρατορικής επικράτειας. Ενώ είναι λοιπόν ένας μύθος πως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ εξάλειψαν την δουλεία (μια χαρά υπήρξε η δουλεία στις χριστιανικές και ισλαμικές επικράτειες), δεν είναι μύθος πως την μετρίασαν ως καταστατική αρχή τής κοινωνικής κοσμοθεωρίας εγχαράσσοντάς την ταυτόχρονα στα καταστατικά «έγκατα» της νεώτερης κοινωνίας, οργανώνοντας νοηματικά και πολιτικοθεολογικά (άρα πολιτικά) τον ιστορικό μετριασμό που προαναφέραμε. 

Το ζήτημα είναι δηλαδή πως ακριβώς λόγω της βαθύτερης και ηπιότερης επανεγγραφής τής δουλείας στο καταστατικό σώμα της γενικής κοσμοθεωρίας, αυτή ούτως επιβίωσε και ως ένα αντινομικό (πολιτικό) ήθος που προκαλούσε και μπορεί να προκαλεί με την ίδια ένταση και δουλικές εσωτερικεύσεις και δουλικές εξεγέρσεις, επανεγγράφοντας με την σειρά του στην ψυχική γεωγραφία του λαουτζίκου την ψυχική εγγραφή του ακριβώς ως λαουτζίκου. Η έννοια, το σημείο, και το συνάμα πρακτικό, εθολογικό πολιτικό και νομικό, νόημα: υπήκοος, είναι ο απέθαντος βρυκόλακας της δουλείας εντός των μοντερνικότερων και δημοκρατικότερων κοινωνικοπολιτικών δομών. Το ρωμαλέο σχήμα του βιομηχανικού και ευρύτερα αστικού προλεταριάτου της νεωτερικής εποχής και οι διανοούμενοί του, παρουσιάζονταν ως ένα υπερσώμα ενός αρρενωπού ήρωα τής μυθικής ιστορίας την ίδια στιγμή που είχαν το σχήμα ενός κακομοίρικου και μνησίκακου ψυχάριου ενός μονίμως αδικηθέντος από την κακιά μοίρα δούλου κάποιου υπερβατικού αυθέντη που πρέπει επιτέλους να εισακούσει τις διαμαρτυρίες του δούλου του. Η θέση άρα, του χρόνου της μεσσιανικής εποχής ενώ φαίνεται και (κακώς) παρουσιάζεται ως επιβιώνουσα στην χριστιανική ή ισλαμική σύνθεση με την μυθικοϊεραρχική τάξη και μάλιστα ως αντιπροσωπεύουσα ένα είδος αφηρημένης πρωτο-ιστορικότητας, δεν είναι επιβιώνουσα παρά με την αιρετική της ερμηνεία και σημαίνει, όταν συμβαίνει αυτό, το ακριβώς αντίθετο: αντι-ιστορία. Οι αγροτικές μάζες που αιρετικοποιούν τον χριστιανισμό (στο Ισλάμ αυτό δεν συμβαίνει με την ίδια μαζικότητα αλλά συμβαίνει δια της επιτάσεως κάποιων άλλων δομών του) κατά τον Μεσαίωνα και την πρώιμη νεωτερικότητα, το κάνουν αυτό εξορύσσοντας στην κυριολεξία τα θαμμένα μεσσιανικά χαρακτηριστικά ως περιέχοντα όμως την αντίστροφη ισορροπία ως προς τα συστατικά στοιχεία της σύνθεσης ιστορικού χρόνου (=μυθικοϊεραρχικού και χριστιανικού/ισλαμικού) και μη χρόνου. 

Γιατί, ο μεσσιανικός χρόνος (ή ακόμα και ο πρώϊμος προφητικός εβραϊκός Λόγος Χρόνος) παραμένει ένας όντως κυκλικός χρόνος τής αναμονής του μεγάλου κύκλου της δικαιοσύνης και ως τέτοιος περιέχει βέβαια εις έναν βαθμό στοιχεία ιστορικότητας ή κυριαρχικής ιστορικότητας αλλά πάντα υπαγμένα και υποταγμένα στο δίκαιο της επαναστατικής αγροτιάς, άρα και στο σχήμα τής (ειδικής όμως) κυκλικής χρονικότητάς της.


5.

Σύμφωνα με μια τυπική και μάλλον κοινότοπη πλέον διάκριση ο αναντίστρεπτος μη κυκλικός χρόνος της παραγωγής έχει σήμερα, μέσω της επ-έκτασης της παραγωγής σε όλη την επικράτεια του υπαρκτού, επ-εκταθεί και αυτός (ως αναντίστρεπτος χρόνος) σε όλη την επικράτεια τού υπαρκτού, άρα έχει υποτάξει την έμφυτη στους ανθρώπους (και κοινωνικά και βιολογικά) κυκλική ή επαναληπτική σύσταση του χρόνου.

Το αποτέλεσμα της υπερεπέκτασης τής παραγωγής, της παραγωγής για την παραγωγή (=καπιταλισμός, αλλά όχι μόνον), και του ειδικού χρόνου της, παρουσιάζεται να καθορίζει αυτόν τον κυκλικό επαναληπτικό χρόνο, ο οποίος στις (προκαπιταλιστικές) παραδοσιακές κοινωνίες πλέκονταν κατά κάποιο τρόπο σχετικά αρμονικά με την, σχετικά στατική ή σχετικά ισορροπημένη ως προς την σχέση της με την φύση, ταξική κοινωνία. Πρόκειται για ένα γενικό σχήμα το οποίο όπως είδαμε ήδη πάσχει περισσότερο από τι θα έπασχε αναπόφευκτα ή αναμενόμενα ως γενικό και αφηρημένο (διαλεκτικό) σχήμα. Όμως, πιάνοντας το νήμα εις ένα σημείο νοηματικής κοινότητας με αυτό το σχήμα, θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως όντως η νεώτερη (καπιταλιστική) εποχή της παραγωγής (στην γενικότητά της) σημαίνει όντως μιαν παράδοξη και σημαντική, εις την καθοριστικότητα της, μαζική επανεισαγωγή ως τροποποιημένης τής αρχής τού χρόνου ως αναντίστρεπτου και μοναδικού ως εδραζόμενου-θεμελιωμένου όχι πλέον στην εξαιρετική αριστοκρατική ατομικότητα του κυρίαρχου πολεμιστή και ιερέα (μερικές φορές και τα δύο μαζί) (επί) τής εργαζόμενης αγροτικής κοινότητας.

Βέβαια, δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε όλες εκείνες τις μορφές της διάχυσης της χρονικότητας που αίρουν την εικόνα μια άμεσης μετάβασης από το ένα σχήμα χωροχρονικότητας, άρα και χρονικότητας, στο νεωτερικό (αστικό) χωροχρονικό/χρονικό σχήμα. 

Είναι από την μια μεριά λάθος να θεωρήσουμε όλη αυτή την ενδιάμεση κατάσταση από την αγροτική κοινότητα προς την αστική νεωτερικότητα ως μιά προπαρασκευή ή ένα μεταβατικό στάδιο, αλλά το ίδιο λάθος είναι να μην δούμε δια της νεώτερης εικόνας της παραγωγής πως όντως με τον καπιταλισμό και την γενικευμένη εμπορευματική μορφή υπήρξε η επιτέλεση μιας ιστορικής κίνησης με μεγάλο χρονικό βάθος εις το παρελθόν, όπου αυτό το παρελθόν παράγεται ως το παρελθόν τής αστικής χωροχρονικότητας/χρονικότητας. Η μαζική καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή κατέλυσε τα αινίγματα χιλιάδων ετών και έλυσε ιστορικούς δεσμούς της ανθρωπότητας με την γη και την κλειστή κοινότητά της, δεσμούς που επιβίωναν καιροφυλακτώντας ή απλά παρόντες κάτω από την λαμπερή επιφάνεια ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Αυτό που ήταν «κάτω» από την επιφάνεια της πολυχιλιετούς κυριαρχικής παραδοσιακής και πατριαρχικής κοινωνίας (κάθε μορφής) στην κυριολεξία αποδομήθηκε, διαλύθηκε, εξαφανίστηκε και απορροφήθηκε μέσα στην πολυπληθή, μοναχική, αινιγματική και θορυβώδη σκηνή ολοένα και επεκτεινόμενων πόλεων και έπειτα μεγαπόλεων και μητροπόλεων. Το γενικό σχήμα της βεβηλωτικής παραβίασης και αντικατάστασης τής κυκλικής χωροχρονικότητας/χρονικότητας από μια νευρική, ποσοτικά υποστασιοποιημένη και πάντα εκτεινόμενη σε ένα μέλλον αστική χρονικότητα, η οποία ως κεφάλαιο η ίδια σύναζε και συνάζει κάθε προ-αστικό (ή και αστικό πλέον) παρελθόν στην ανήσυχη αν και κενή της υπόσταση, αποκτάει ούτως την γενική του αλήθεια.

Ωστόσο, αν και η γενική αλήθεια ήδη σημαίνει πολλά, αποκρύπτει την πραγματική ζωή, εξωτερική και εσωτερική-ως-αθόρυβη, των ίδιων των μαζών που εισρέοντας στον κόσμο της καπιταλιστικής αφαίρεσης αλλά και απομύζησης της ζωής τους και της ζωντανής εργασίας τους, παρουσιάζονται ακόμα ως να μην έχουν ενσωματωθεί ή ολοκληρωθεί νοηματικά σε κανένα από όλα τα υπο-πλαίσια αυτού του γενικού πλαισίου.

Για την ακρίβεια η ίδια η εξαιρετική μοναδικότητα των παλαιών υπερανθρώπων ή ψευδο-υπερανθρώπων της αιώνιας αριστοκρατίας ή του ιερατείου της προκαπιταλιστικής εποχής, ενώ φαίνεται να έχει ενσωματωθεί ως ανηρημένη στην αφηρημένη διεργασία της μαζικής καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, και ούτως έχει πάψει να υφίσταται εις το ψευδαισθησιακό της μεγαλείο, την ίδια στιγμή αποτελεί το κοινό και ρέον, άπιαστο, αντικείμενο της επιθυμίας όλων των μαζικοποιημένων και ποσοτικοποιημένων από το εμπόρευμα και το κεφάλαιο τάξεων. 
Ακόμα και η εργατική τάξη η οποία έγινε και γίνεται ακόμα το αντικείμενο μιας άμεσης διεργασίας ιδιοποίησης του άμεσου αποτελέσματος της εργασίας της από το καπιταλιστικό κεφάλαιο (και όχι μόνον ένα αντικείμενο της πραγμοποιητικής διεργασίας του καπιταλιστικού κεφαλαίου), φαίνεται να μην έχει κατορθώσει να αποκοπεί από το φάντασμα μιας εξαιρετικής μοναδικότητας του κοινωνικού προσώπου ως αποκομμένου από το κοινωνικό γεγονός. Η μαζικοποίηση και ο ιστορικός ευτελισμός της αριστοκρατικής εξαιρετικότητας είδαμε πως δεν σημαίνει ολοσχερή εξαφάνισή της αλλά, τουναντίον, λειτουργική ενσωμάτωσή της σε ένα σχήμα μαζικής παραγωγής, όπου η ίδια η παραγωγή παρουσιάζεται ως ο φορέας της χρονικότητας και της πραγματικής ιστορίας του ανθρώπου. Ο χρόνος ως χρόνος, υπερκείμενος ιστορικά και παράγων ιστορικά τον παραγωγικό χρόνο είναι και το νόημα του παραγωγικού χρόνου, αλλά αυτό συμβαίνει με μιαν δεύτερη υποστασιοποιούσα κίνηση, όπου ακόμα και αυτός ως ο ένδοξος χρόνος της αστικής εποχής, ο πρωτοχρόνος της, εντάσσεται απομυθευτικά και «ρεαλιστικά» στο διαρκές παρόν τής παραγωγής ως παραγωγής. Την ίδια στιγμή παντού διακηρύσσεται δια των εμπορευμάτων αλλά όχι μόνον, ούτε μόνον ως κύριο μέσον, η ανάδυση του εξαιρετικού ατόμου, ο αριστοκρατισμός της εξαιρετικής προσωπικότητας, και ούτως το ψευδαισθησιακό απόθεμα όλων των εποχών της κυριαρχίας φαίνεται να καταλαμβάνει όχι μόνον το εικονιστικό πλαίσιο και ούτως να το καθιστά ως (την) επικράτειά του, όντας το ίδιο μορφή της κεφαλαιακής ή εμπορευματικής υπεραισθητότητας (θέαμα), αλλά φαίνεται και όλο τον μέχρι τώρα απρόσβλητο ή απόξενο χώρο της ψυχικής μυχιότητας, όπου διατηρούνταν σπασμένες όλες οι υπερβατικές ή υπερβατολογικές αντιστάσεις του ατόμου σε κάθε κυριαρχική δομή. Γι΄αυτό άλλωστε, ακόμα και η κριτική και ο πόλεμος προς την καπιταλιστική παραγωγή ή την παραγωγή ως εν γένει, είναι πλέον χωρίς νόημα όσο δεν θίγει τον πυρήνα της πρωταρχικής αλλοτρίωσης της κοινότητας από την αποκομμένη ελίτ, εκεί όμως όπου τίθεται σε αμφιβολία (και ορθώς αν τεθεί) πρακτικά και η ίδια η κοινότητα ως ένα κατάλοιπο του κυριαρχικού εξουσιαστικού πρωτοβουλισμού και ως ένα αυτοϋπονομευμένο κατηγόρημα της ίδιας της κυριαρχίας
Η αναστροφή της επαναστατικής ρητορικής επί της κοινότητας αυτής, με κρυπτονιτσεϊκούς ελιγμούς (όσο πιο νιτσεϊκοί, τόσο πιο κρυπτόμενοι), για να ξυπνήσει άλλως το εγώ της, για να εκδιώξει την αισχρή ταπεινότητά της, για να πάψει να αναθέτει την ζωή της, ή για να διαλύσει τάχα μου τους κακούς τάχαμου διαχωρισμούς της ζωής, δεν θίγει τον θεμελιώδη πυρήνα του ψεύδους της, της αχρείας ψευδολαϊκότητάς της, η οποία όμως μάλλον είναι και η πλειονοτικά αυτοσημαινόμενη από τον λαό ως λαϊκότητα, και δεν θίγει το κυριότερο, δηλαδή το ζήτημα της ίδιας της καταγωγικής της σχέσης συνίδρυσης με την εκάστοτε ελίτ, ολιγαρχία κ.λπ Ακόμα και μέσω της ταξικιστικής διάλυσης τής έννοιας του λαού μερικοί λοιπόν πάλι έναν λαό επικαλούνται επιθυμούν, και μάλιστα αδιαμεσολάβητο όπως ακριβώς τον γέννησε η «μάνα» του η ταξική κοινωνία από τις απαρχές της ακόμα ως συνδημιουργούμενο με την κυριαρχική του απόφυση ή αποκοπή..

 

6.

Όσοι λένε πως το απόλυτο εγκατέλειψε την σκηνή της ανθρωπότητας για να υπάρξει η περιλάλητη ιστορία ως εκτύλιξη του άμεσου ή μάλλον ζωντανού-ως-ζωντανού ανθρώπινου, δεν είναι εγελιανοί αλλά, ως εκπεσόντες στην υποστασιοκεντρική μεταφυσική του κυρίου Φόϋερμπαχ, εγελιανίζοντες. Κατά την συνήθη πρακτική των υποστασιοκεντριστών, ή άλλως, των λατρευόντων την άμεση και αδιαμεσολάβητη ανθρώπινη υπόσταση-ουσία, για να δημιουργηθούν τα τάχα μου ακατάλυτα ψευδομάγια της φοϋερμπαχικής ανθρωποθεολογίας χρειάζεται κάθε «υπαρξιστική» διαλεκτική υποστήριξη με τελικό σκοπό την πρώτη αφελέστερη αλλά ούτως και θεολογικότερη μορφή της καταστροφικής κριτικής του προσφάτως σεσημασμένου ως υπερ-εγώ, ήτοι, του υπερκείμενου καθορισμού της κοινωνίας.

Οι ιδιότητες που περιέχονται εντός αυτού τού υπερέχοντος αλλοτριωτικού καθορισμού της (εκάστοτε) ταξικής κοινωνίας, δηλαδή (εντός) της υπερκείμενης στρατηγικής δομής, καταστρεφόμενες ως εν γένει ιδιότητες, εφόσον θεωρούνται συλλήβδην ως ακατάλυτα περιπλεγμένες με την ίδια την ύπαρξη και λειτουργία των κυρίαρχων τάξεων ή ελίτ, δεν συμπαρασύρουν την ίδια την ταξικότητα ή ιεραρχικότητα αλλά μάλλον τους ίδιους τους καταστροφείς τους σε μιαν αέναη θέασή τους εκ των κάτω, εκ του αιωνίου «κάτω» που νομίζει ότι καταστρέφοντας μαζί με την κυρίαρχη τάξη και όλα τα περιεχόμενα που αυτή φέρει δεν θα ξαναεμφανισθεί εις την ιστορία κυρίαρχη τάξη. 

Ο ιστορικιστικός ή ψευδοϊστοριστικός θερσιτισμός της ταξικής μιζέριας τού «από κάτω» ο οποίος επιθυμεί όλα να γίνουν όπως ακριβώς τα δημιούργησε η ταξική κοινωνία για τους «από κάτω» δεν στερείται αναλυτικών και κριτικών ικανοτήτων προερχομένων από την γονιμότητα που έχει κάθε άγονο μίσος ανθρώπων περιορισμένων σε μιαν αστική αίρεση τής αστικότητας, αναλογικά κατά τον ίδιο τρόπο που κάθε αίρεση αναπαράγει το δόγμα δια της αντιστροφικής κίνησής του. 
Ο μεγάλος ιστορικός χρόνος της αστικής εποχής, η αστική τάξη ως εγχρονοποίηση του ανθρώπινου κόσμου, όπου εν τέλει ο χρόνος ως μόνον-χρόνος παράγει μια σειρά από υποαποτελέσματα, καταλήγει τελικά με μιαν δεύτερη υποστασιοποίηση και ούτως με μιάν επιπλέον αυτοσυρρίκνωση τού ίδιου τού «εαυτού» του στον χρόνο της παραγωγής ως παραγωγής. 
Αν από εκεί εκκινώντας επιθυμούμε να διαφύγουμε κατασκευάζοντας έναν άλλο ποιοτικό χρόνο παραμένοντας ωστόσο στην εγχρονότητα μιας χρονοειδούς και μόνον χρονικότητας, ε τότε γαμώ το θεό σας της εμμένειας, είστε κατά κύριο λόγο χαϊντεγκεριανοί και δεν κρύβεται άλλο αυτό, παρά μόνον από τον εαυτό σας, πράγμα που δεν εξαγιάζεται ή θεραπεύεται ούτε με τις αγνές επικλήσεις σας στον Φόυερμπαχ, ούτε με τις έρευνες του κυρίου καθηγητού της «αρνητικής διαλεκτικής» Σαγκριώτη που θέλει μάλλον (δεν γνωρίζω επακριβώς, αν τολμά ας με ενημερώσει) να αποδείξει ότι όλα αυτός ο καταραμένος [ο Χάιντεγκερ] τα έκλεψε, λέει, από τον Λούκατς, όπως και ο Σμιτ (έκλεψε και αυτός, λέει) από τον Μπένγιαμιν κ.λπ κ.λπ 

Αν περιμένατε πως θα σας ορίσω επακριβώς τι είναι για μένα ο χρόνος της παραγωγής για την παραγωγή, τότε μάλλον θα το πιστέψατε όντως πως την έχω ψωνίσει κανονικά και προορίζω τον εαυτό μου για θώκους που ταιριάζουν σε μικροαστούς παραληρηματίες εκ Παρισίων κ.λπ. 

Η επέκταση της παραγωγής ως χρονικότητας, δια της ολικής μορφής εμπόρευμα και δια της επέκτασης της κεφαλαιακής σχέσης παντού, ή δια της παροξυσμικής αφαιρετικοποίησης όλων των καταναλωτικών ή χρηστικών μορφών της κοινωνικής αναπαραγωγής σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης, και η έμπρακτη φαντασιακή κυρίαρχηση, παραγωγική αξιοποίηση και αλλοίωση εκ μέρους της τού κυκλικού ανθρώπινου χρόνου, δεν μπορεί να εξηγήσει, παρά την διεισδυτικότητά της, την αυτογενή ύπαρξη, την αυτογενή ουσία, την διαχρονικότητα, το βάθος, την ανθρωπινότητα του κυκλικού χρόνου ως κυκλικού χρόνου εντασσόμενου σε μιαν ολική φυσική, κοινωνικοφυσική και εμβιωτική ολότητα, και άρα δεν μπορεί να εξηγήσει και να αναλύσει το μέγεθος της καταστροφής που επέφερε και επιφέρει η παραγωγή ως παραγωγή στην καθημερινή ύπαρξη ως δυνητική ποιοτική ύπαρξη που επιθυμεί να κείται πέραν τού χρόνου-ως-χρόνου, ακόμα και ως λήθη, κατάσταση και τάση όλων των άσημων ανθρώπων όπως ημείς οι ανυπόληπτοι λ.χ.

Κανένας «ομοσπονδοποιημένος» χρόνος-χρόνοι ως χρόνος-ως-χρόνος δεν μας ικανοποιεί, ούτε καμία φαντασιακή παιγνιότητα, ευφάνταστων διανοουμένων, αυτόκλητων αντιπροσώπων της ποιοτικής αυτουσιότητάς μας. Θέλουμε τον μεγάλο χρόνο μας, ο οποίος δεν είναι επακριβώς χρόνος, αλλά πάντως είναι φυσικός, φυσικότατος, αυθεντικοαυθεντικότατος αν και σίγουρα όχι με τον χαϊντεγκεριανό τρόπο. Ο χρόνος δεν περιέχει απλώς (ή μόνον, ή ως εν γένει) μιαν πτυχή κατά την (ιστορική) ισχύ τής οποίας διενεργείται η ανταλλαξιμότητα τού χρόνου όπως είναι κατατεμαχισμένος υποτίθεται σε ισομερή και αδιαφοροποίητα τμήματα. Ο χρόνος που περιέχει τούτες τις ιδιότητες είναι ο χρόνος ως χρόνος, ο χρόνος ο περίκλειστος στον εαυτό του. Ο χρόνος ως χρόνος, ήτοι ο χρόνος ως μόνον-χρόνος κατά την καθαυτότητά του αλλά και ως διαμεσολαβημένος από οποιαδήποτε κοινωνικοϊστορική δύναμη χωρίς όμως να περιέχει την (αυτο-)άρνησή του, είναι ένα εκ της συστάσεώς του μέσο τής κάθε υποδούλωσης. Ο (ανθρώπινος) χρόνος είναι η άρνηση του υπαρκτού ή του αισθητού μόνον όταν περιέχει μιαν απόλυτη (αυτο-)άρνησή του ως χρόνου. Ως εκ τούτου τα αμιγώς χρονοειδή προγράμματα απελευθέρωσης των υπόδουλων ανθρώπων της καθημερινής ανωνυμίας, ακόμα κι αν ενδύονται τους λαμπερούς αυτοπροσδιορισμούς μιας αόριστης, αν και αυτοανακηρυσσόμενης ως εργατοσυγκεκριμένης, παιγνιώδους φύσεως (προερχόμενης από κύκλους ευφάνταστων διανοουμένων), δεν είναι κάτι άλλο από μίαν ακόμα επιβεβαίωση της ολικής κυριαρχίας της νεωτερικής μορφής της ζωής (αστικής ή υποτίθεται μετα-αστικής). Όπου, το αντεστραμμένο είδωλο τού απόλυτα χρονοειδούς χρόνου δεν είναι τίποτα άλλο από έναν άλλο χρονοειδή χρόνο, ίσως μάλιστα αυτός να είναι αποσπασματικότερος από τον «τυπικό».

Υπάρχει ποιοτικός χρόνος μόνον αν είναι και μη χρόνος. Ο χρόνος ως (μόνον) χρόνος είναι ακριβώς ο παράγων τον χρόνο ως ποσότητα ισομερών και ομοιόμορφων μονάδων αποκομμένων μεταξύ τους και ενοποιημένων στο πλήθος των πραγμάτων που μπορεί να είναι ή να μην είναι εμπορεύματα, αλλά πάντως κυριαρχούν στην ζωή των ανθρώπων δια της κυριαρχίας αυτού τού χρόνου, του χρόνου ως (μόνον) χρόνου, ως ενός περίκλειστου και απόλυτου νοήματος εις το οποίο έχουν φυλακισθεί εντός τόσο οι εμφανείς ηγεμόνες της καπιταλιστικής ζωής όσο και οι μη εμφανείς ηγεμόνες της καπιταλιστικής ζωής, ήτοι (στην τελευταία περίπτωση) οι αισθητικές αιρέσεις και πρωτοπορίες. 

Η αστική τάξη ως ιστορική τάξη δεν είναι οικειοποιητής ή αξιοποιητής αυτού του χρόνου, του χρόνου ως (μόνον) χρόνου, αλλά κατασκευαστής του, αν βέβαια την ορίσουμε κυρίως ως δυναμική των πραγμάτων και όχι ως ένα βουλητικό ή υποστασιακό υποκείμενο. Κατασκευάζοντας αυτό τον χρόνο, δηλαδή τον χρόνο ως αυτάρκη θεότητα του όντος, κατασκευάζει και τις υποσυνέπειές του, ήτοι, τις ποσοτικοποιήσεις, τεμαχίσεις, ανταλλαξιμότητες κ.λπ που προαναφέραμε. Μία από τις υποσυνέπειες αυτής της μεγάλης ιστορικής και ιστορικο-οντικής μεταβολής των θεμελίων της ζωής, είναι η εμφάνιση εδώ και κει διαφόρων αιρετικών εκφάνσεων της ίδιας αυτής τής περί τον χρόνο θρησκείας. Η απορρόφηση αυτών των αιρέσεων του δόγματος της ενδοχρονικότητας, όσο και αν αυτές να σφαδάζουν μέσα στις ασθενείς γραμμές ποιοτικών ή μάλλον ποιοτιστικών αντικαπιταλιστικών οχυρών Μαζινώ, είναι μια ήρεμη και γαλήνια διεργασία ανανέωσης του καπιταλιστικού ιστορικού δόγματος, το οποίο απαλλαγμένο από τις ενοχλητικές φεουδαλοστρατιωτικές μορφές του μαχόμενου (αν και γραφειοκρατικού) σοσιαλισμού μπορεί να πλαισιωθεί από το όποιο αντίθετο δόγμα αρκεί να μην αμφισβητηθεί το κύριον θεωρητικό και οντικό δόγμα, δηλαδή ο χρόνος ως (μόνον) χρόνος.

Όποιος πίστεψε πάρα πολύ στην επανοικειοποίηση του χρόνου αυτού δια της διατήρησής του ως γενικού χρονοειδούς και δια της αποκοπής των «ποσοτικών» (ανταλλάξιμων) πτυχών του, και έψαξε ελλόγως ή έψαυσε με τις ενοράσεις του έναν άλλο ποιοτικό χρόνο εντός αυτού του ψευδοαρνητικού, μετατράπηκε και αυτός σε άλλο ένα κορόιδο της ιστορικής αποκάλυψης. 

Το γεγονός πως δεν είσαι αποδεκτός κατά τον βίο σου, και πως εφορμάς εις τον πυρήνα της αλλοτρίωσης (όπως σας αρέσει να λέτε) με τα ίδια τα μέσα της βαθύτερης θεμελίωσής της, μπορεί να σε διασώζει όσο ζεις εν τω χρόνω, αλλά πάντως δεν σε διασώζει από την κατάντια να θεωρηθείς κιόλας «εθνικός θησαυρός» της γαλλικής δημοκρατίας.


 7.

Μια (αντι-)λακανίζουσα παρέκβαση για την σφαιρικότητα.

Το σημαίνον τής έλλειψης, όμως, υφίσταται; 

Γιατί, αν η έλλειψη εκκεντρώνει εκ τής (πλασματικής ως) υποστάσεώς τής το νόημα τού όλου και το όλον ως νόημα, είναι ωστόσο η ίδια ως ένα νόημα ή μη νόημα; 
Γιατί, αν στερείται ωστόσο το προηγούμενο ερώτημα τής όποιας ουσίας, η συνύφανση σημείου και σημαίνοντος (αν και όχι με την άμεση έννοια μιας οντολικής αλληλοαναφοράς τους -έτυμον και τα σχετικά) δεν το επαναφέρει συνέχεια; Η στάση σε μια λογική κυκλοφορίας ή αέναης κίνησης μεταξύ των (δηλαδή, του σημείου και του σημαίνοντος) μπορεί να είναι απλά μια ευφυής υπεκφυγή, ούτως ώστε να μην τεθεί το βασανιστικό αυτό ερώτημα από την έποψη τής ουσιώδους ύπαρξής του, η οποία αναφέρεται πάντα σε σχέση με την σημασία τής έλλειψης, πριν ακόμα τεθεί ηγεμονικά με την κεπλεριανή της εκδήλωση (και σε αυτό ο Ζ.Λακάν έχει δίκιο να το παρουσιάζει και μόνον). Ίσως το ερώτημα του νοηματικού αυτοκαθορισμού τής έλλειψης να μην είναι τίποτα άλλο από τον ίδιο τον (συκοφαντημένο) μηδενισμό σε όποια μορφή του, ίσως όμως, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να είναι μια ένωση του ερωτήματος της Υστερικής (ανεκπλήρωτη επιθυμία) και του Ψυχαναγκαστικού (ανέφικτη επιθυμία) που δεικνύει (ως ένωση) ότι και τούτοι (ως υποερωτήματά του/της) είναι εκδηλώσεις μιας ακόμα βαθύτερης και πυρηνικότερης ερώτησης, τής μη ερώτησης περί της παρουσίας μας σε αυτό το Κάτι που μας συνέχει και μας διαλύει, ταυτόχρονα και ταυτότοπα, αν και άγνωστο «γιατί». 
Η έξοδος από τον κόσμο ως ολότητα αχνοφέγγει έναν άλλο ολικό καθορισμό του, που κι αν ακόμα δεν πληρούται ποτέ ή δεν έχει καν νόημα με ένα κέντρο ή πολλά κέντρα, έχει ωστόσο εντός του έναν προορισμό. Αν ήξερα πως δεν θα με ακολουθούσε η αμφιβολία ίσως και να τον αναζητούσα στην περιπλάνηση και την φυγή εώς αν εντός του[ς] να μην μπορούσα μεν να ανακαλύψω το νόημα ή το μη νόημα, αλλά κάτι ή Κάτι. Όμως μιας και με έχετε φιλέψει από νωρίς με αμφιβολία και την αδυναμία/δύναμη που χαρίζει η συνεχής και ανίκητη έλλογη απόσταση από κάθε οντολογία έστω και προκύπτουσα από όλες αυτές τίς διαμεσολαβήσεις, τότε δεν γίνεται αλλιώς από το να ζητήσω αλλού την απάντηση, πάντως όχι σε ένα ακόμα πέραν του κόσμου, ή εντός του κόσμου ή κατά του κόσμου. 
Γιατί, αν και ο κόσμος έχει αποκαλυφθεί με όλες τις τιμές ως μη όλον και ως μη υπάρχων κατά την ενότητά του, παραμένει ένας κόσμος που θα συνεχίσει μυστηριωδώς να υπάρχει και μετά από εμέναν και από εσάς. Αυτή η μυστηριώδης συνέχεια δεν είναι βέβαια κανένα από αυτά τα θρησκευτικά ή μυστικιστικά μυστήρια που υπόσχονται παραπλανητικές επιβιώσεις ή συνέχειες στο ίδιο το υποκείμενο που την εννοεί ή σημαίνει, αλλά απορρέει ακριβώς από την αντίστροφη ή ανάστροφη εκδοχή και πτύχωση τής ασυνέχειας ως ήδη υπάρχουσας ως ασυνέχειας, χωρίς την επικουρία κάποιας συνειδησιακής ή γλωσσικής εμμένειας ή λειτουργίας αν-και-παρά το γεγονός πως γίνεται εμφάνιση ή παρουσία στο ον μόνον δια τής γλώσσας<>σκέψης.
Γυρνάω ανάποδα το σακάκι τής νοητικής σφαιροποίησης ή κεντροποίησης τής σκέψης και της εμμονής στην ακεραιότητα ή την επιθυμία τής ακεραιότητας, και αντί να συναντώ οπτικά ή να ψαύω απλά την φόδρα τής εμμένειας (ως) τής έλλειψης ή ως άρνησης ή διαρκούς εξέγερσης απέναντι στην κεντρικότητα και την σφαιρικότητα (που μόλις αναφέραμε) συναντώ οπτικά ή ψάχνω ψαύω πάλι ένα ον, ένα Είναι, ή ακόμα και ένα Μηδέν το οποίο δεν θα είναι μόνον η άρνηση του σφαιρικού κ.λπ ή δεν θα είναι μόνον ένας αστερισμός από άπειρους αστερισμούς πολλαπλοτήτων ή ενικοτήτων.

 

Ιωάννης Τζανάκος

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου