Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Κριτική στην αφηρημένη στατιστικοποίηση της ταξικής σύνθεσης. Η μικροαστική δομή ως διαλεκτικό τυφλό σημείο της ψευδο-δομιστικής «ποσοτικής ανάλυσης» τύπου Μηλιός-και-συνεργάτες.

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνική επιστήμη, και ειδικότερα στις αναλύσεις της ταξικής σύνθεσης που επιχειρούνται με όρους ποσοτικής στατιστικής ή «δεικτοποίησης» (όπως σε ορισμένα έργα των Μηλιού και Ιωακείμογλου), παρατηρείται ένα χαρακτηριστικό μεθοδολογικό φαινόμενο.
Η αποδιάρθρωση της μαρξιστικής διαλεκτικής της σχέσης ποσότητας-ποιότητας και η αντικατάστασή της από μια λογική αφηρημένης μετρησιμότητας.
Η κοινωνική δομή μετατρέπεται έτσι σε πίνακα ποσοστών, και η ταξική ανάλυση μετατίθεται από τη σχέση εκμετάλλευσης στην απλή καταγραφή οικονομικών ροών και επαγγελματικών κατηγοριών.
Η επίφαση αυτής της «ουδετερότητας» οδηγεί σε μια ιδεολογική παραμόρφωση.
Η ταξική σύνθεση παύει να νοείται ως σχέση κοινωνικών δυνάμεων και αναπαρίσταται ως σύνολο στατιστικών μεριδίων μέσα στην παραγωγή ή στο εισόδημα.
Έτσι, η μικροαστική διάσταση της ελληνικής κοινωνίας -ιστορικά και πολιτικά κρίσιμη- εξαφανίζεται μέσα στη στατιστική ασημαντότητα των αριθμών της.
*
Η διαλεκτική ποσότητας και ποιότητας.
Στον Μαρξ, η ποσότητα δεν είναι ποτέ ουδέτερη.
Είναι μορφή φαινομενικότητας της ποιότητας, και η μεταβολή της μπορεί να επιφέρει ποιοτικό άλμα, τη μετάβαση από μια κοινωνική μορφή σε άλλη.
Η αφηρημένη ποσοτική ψευδο-δομιστική ανάλυση τύπου Μηλιού, όμως, αντιμετωπίζει τις κατηγορίες ως συνεχείς και ισοδύναμες μονάδες, όπου η διαφορά εκμετάλλευσης, ιδιοποίησης και εξουσίας εξαφανίζεται μέσα στη λογική του «ποσοστού συμμετοχής».
Έτσι, ενώ η μικροαστική τάξη (οι μικροϊδιοκτήτες, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μικροεργοδότες) αποτελεί τον κοινωνικό ιστό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, εμφανίζεται στα διαγράμματα ως δευτερεύουσα ή «ασήμαντη» συνιστώσα, επειδή το μερίδιό της στο συνολικό κεφάλαιο ή στην παραγωγή υπεραξίας είναι μικρό.
Αυτό το μεθοδολογικό λάθος έχει και πολιτικές συνέπειες.
Εφόσον η ανάλυση αποτιμά την ισχύ των τάξεων με βάση την ανταλλακτική αξία των κεφαλαίων τους, καταλήγει να ταυτίζει την ταξική δύναμη με την οικονομική συγκέντρωση.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδεολογικό σχήμα όπου η κοινωνία εμφανίζεται ως καθαρά διπολική: από τη μια το μεγάλο κεφάλαιο, από την άλλη η μισθωτή εργασία.
Ο ενδιάμεσος χώρος των μικροϊδιοκτητών -που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μηχανισμός πολιτικής σταθεροποίησης και κοινωνικής πειθάρχησης- εξαφανίζεται ως «στατιστικό υπόλειμμα».
*
Παράδειγμα: η ιδιοκατοίκηση και η μικροϊδιοκτησία.
Η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη, αλλά αυτό το γεγονός, αντί να ερμηνεύεται ως ποιοτικός δείκτης μικροαστικής κοινωνικής διάρθρωσης, αντιμετωπίζεται συχνά ως ποσοτικό στοιχείο ιδιαιτερότητας χωρίς ταξική σημασία.
Η ανάλυση που περιορίζεται στην ανταλλακτική αξία των κατοικιών ή στον βαθμό δανεισμού των νοικοκυριών καταλήγει να θεωρεί τους μικροϊδιοκτήτες «πληβείους με ακίνητα», δηλαδή κατεστραμμένους μικροαστούς, και όχι φορείς αναπαραγωγής της μικροαστικής εξουσίας στην κοινωνία.
Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτής της ιδιοκτησίας είναι υποθηκευμένο δεν αναιρεί τον ταξικό της ρόλο, αντίθετα, τον ενισχύει.
Ο δανεισμένος μικροϊδιοκτήτης παραμένει κυρίαρχος στην καθημερινή μικροκλίμακα, ακόμη και αν εξαρτάται από το τραπεζικό κεφάλαιο.
Η εξάρτηση αυτή δεν τον καθιστά προλετάριο, αλλά εσωτερικό μεσολαβητή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Εκμεταλλεύεται ενοικιαστές, μετανάστες εργάτες, οικογενειακή απλήρωτη εργασία, διαχειρίζεται μικρές ροές υπεραξίας που αναπαράγουν την πολιτική του συνείδηση ως «ανεξάρτητου» και «νοικοκύρη».
Η διαλεκτική σχέση του με το μεγάλο κεφάλαιο είναι σχέση παράδοξης συνενοχής, εξαρτάται από αυτό, αλλά ταυτόχρονα το υποστηρίζει ιδεολογικά, εφόσον ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του ως «εν δυνάμει μεγάλο».
Όταν αυτή η συνθήκη αποτιμάται μόνο με βάση ποσοτικούς δείκτες, εξαφανίζεται η ποιοτική ισχύς του μικροαστισμού ως κοινωνικής τάξης.
Οι αναλυτές, αγνοώντας την πολιτική βαρύτητα της μικροϊδιοκτητικής νοοτροπίας, καταλήγουν να βλέπουν μια «καθαρά μεγαλοκαπιταλιστική κοινωνία» και να υποτιμούν την ιδεολογική ισχύ των ενδιάμεσων στρωμάτων.
Όμως η Ελλάδα, μακράν του να είναι μόνον διπολική, είναι και βαθιά πολυστρωματική, με ένα τεράστιο σώμα μικροαστών που συγκροτούν το συντηρητικό πυρήνα της κοινωνίας -και αυτό δεν αποτυπώνεται σε καμία «μαρξιστικο-δομιστική» στήλη Excel.
*
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και η μικροαστική ψευδαίσθηση αυτονομίας.
Το ίδιο ισχύει για τη μάζα των ελεύθερων επαγγελματιών, γιατροί, μηχανικοί, λογιστές, δικηγόροι, τεχνίτες, επαγγέλματα μεσαίας ειδίκευσης.
Στατιστικά, παρουσιάζονται ως «μεσαίο στρώμα με χαμηλό εισόδημα», αξιακο-ανταλλακτικά, ως περιορισμένοι κεφαλαιοκράτες.
Όμως η κοινωνική τους λειτουργία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με όρους εισοδήματος ή κεφαλαιακού αποθέματος, είναι ποιοτική μορφή κυριαρχίας.
Κατέχουν την τεχνογνωσία, τους μικρούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης, την πολιτισμική εξουσία.
Αποτελούν το βασικό δίκτυο μέσα από το οποίο η αστική κυριαρχία διαπερνά τον κοινωνικό ιστό: ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο εργολάβος είναι το κράτος σε μικρογραφία.
Η αφηρημένη ανάλυση που τους ταξινομεί ως «μικροκεφαλαιούχους με φθίνον εισόδημα» χάνει το ουσιώδες: ότι αποτελούν ποιοτική προϋπόθεση του ίδιου του κοινωνικού δεσμού, και όχι απλώς κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας.
Αν η μαρξιστική ανάλυση επιμένει στη σχέση εκμετάλλευσης, είναι ακριβώς γιατί το ποσοτικό δεν αρκεί, χρειάζεται η κατανόηση της μορφής και της λειτουργίας της εξουσίας, εκεί όπου η μικροαστική μορφή είναι ο πιο αποτελεσματικός φορέας ιδεολογίας και πειθαρχίας.
*
Το πρόβλημα της «ποσοτικής ουδετερότητας».
Η στατιστικοποίηση της ταξικής ανάλυσης παράγει ένα είδος (ψευδο-)δομιστικού/επιστημονικού φετιχισμού.
Οι αριθμοί αντικαθιστούν τη σχέση, και η κοινωνία εμφανίζεται ως ουδέτερο πεδίο κατανομών. 
Όμως η κατανομή δεν είναι ουδέτερη, είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης, ιστορίας, βίας, και η ποσοτική της μορφή είναι απλώς η επιφάνεια. 
Η μεθοδολογία που παρακάμπτει αυτή τη διαλεκτική αποπολιτικοποιεί το αντικείμενό της, αναπαράγοντας την αστική ψευδαίσθηση ότι οι τάξεις είναι απλώς «εισοδηματικά στρώματα».
*
Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με όρους ποσοτικών ισοζυγίων.
Είναι εκτός από μια κοινωνία υπό την κυριαρχία των μεγαλοκαπιταλιστών Και ένα ιστορικό σύμπλεγμα μικροαστικών μορφών εξουσίας, οικογενειακών σχέσεων παραγωγής, οικιακής εκμετάλλευσης και πολιτισμικής ιδιοκτησίας.
Το μικροαστικό στοιχείο δεν είναι απλώς ένας αριθμός στη μέση της κατανομής, αλλά το θεμέλιο της κοινωνικής κυριαρχίας.
Η αφηρημένη στατιστική ανάλυση, όταν δεν υποτάσσεται στη διαλεκτική της σχέσης ποσότητας και ποιότητας, λειτουργεί τελικά ως ιδεολογικό όργανο της ίδιας της κυριαρχίας που υποτίθεται πως μελετά.
*
Η ποσοτική ασημαντότητα των μικροαστών ως κεφαλαιοκρατών (η ασημαντότητα τού κεφαλαίου που κατέχουν σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο) δεν συνεπάγεται κοινωνική ή πολιτική αδυναμία, αντιθέτως, η μικροαστική τάξη, μέσω της διάχυσής της, αποτελεί το κύριο θεμέλιο αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας.
Μια ανάλυση που περιορίζεται στην αριθμητική δεν μπορεί να δει το ποιοτικό βάρος αυτής της διάχυσης, γιατί δεν διαθέτει την έννοια της μορφής της εξουσίας.
*
Η διαλεκτική της ποσότητας και της ποιότητας δεν είναι μόνον φιλοσοφικό ζήτημα, είναι η προϋπόθεση κάθε σοβαρής κοινωνικής θεωρίας.
Αν η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να εμφανίζεται ως «καθαρά μεγαλοκαπιταλιστική» ενώ διαποτίζεται από μικροαστικές σχέσεις, αυτό δεν είναι ιστορική ιδιορρυθμία αλλά μεθοδολογική τύφλωση.
Μόνο όταν επανεισαχθεί η διαλεκτική διάσταση - όταν η ποσότητα διαβαστεί ως μορφή εμφάνισης της ποιότητας- θα γίνει φανερό ότι το ταξικό πρόβλημα της εργαζόμενης ελληνικής και μεταναστευτικής κοινωνίας δεν είναι μόνον η «υπερπαρουσία» μεγάλου κεφαλαίου (πράγμα που είναι ταξικά αυτονόητο και κύριο στοιχείο τής αναγκαίας ταξικής συνείδησης και πρακτικής μας), αλλά επίσης Και η «πανταχού παρουσία» του μικροαστισμού ως ποιοτικής συνθήκης κυριαρχίας.
 
Ιωάννης Τζανάκος

Η μικροαστική ιδιοκτησία ως φαντασιακή κυριαρχία. Ο μικροαστικός προσανατολισμός του ελληνικού λαϊκού κινήματος και η αλλοτρίωση της κατοίκησης.

Η ελληνική κοινωνική συγκρότηση, περισσότερο από κάθε άλλη μεταπολεμική ευρωπαϊκή, έχει θεμελιωθεί πάνω σε ένα παράδοξο.
Η ίδια η συνθήκη της εξάρτησης από το κεφάλαιο και το κράτος μεταφράστηκε ιστορικά ως συνθήκη ατομικής «αυτονομίας».
Αυτό το παράδοξο έλαβε συγκεκριμένη μορφή στη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, η οποία αποτέλεσε το φαντασιακό κέντρο βάρους τόσο της πολιτικής οικονομίας όσο και της κοινωνικής ηθικής.
Στην Ελλάδα, η μικροϊδιοκτησία δεν ήταν ποτέ απλώς μια οικονομική κατηγορία, υπήρξε το συμβολικό υπόβαθρο της εθνικής και ταξικής ταυτότητας.
Η κατοχή ενός σπιτιού, ενός αγροτεμαχίου, ενός καταστήματος ή ενός μικρού οικοδομικού οικοπέδου αποτέλεσε τη μορφή της κοινωνικής υπόσχεσης που αντικατέστησε κάθε έννοια συλλογικής χειραφέτησης.
 
Η εσωτερίκευση αυτής της υπόσχεσης συνέβαλε καθοριστικά στον μικροαστικό προσανατολισμό του ελληνικού κινήματος.
Από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα, τα περισσότερα κινήματα που εμφανίστηκαν ως «λαϊκά» ή «ριζοσπαστικά» δεν υπερέβησαν ποτέ αυτό το θεμέλιο, υπερασπίστηκαν την ιδιοκτησία, όχι την εργασία, υπερασπίστηκαν το σπίτι, όχι την κατοίκηση, υπερασπίστηκαν τον μικροϊδιοκτήτη απέναντι στο κράτος ή την τράπεζα, αλλά σιώπησαν για τον ακτήμονα, για τον ενοικιαστή, για τον μετανάστη εργάτη που δεν κατέχει ούτε στέγη ούτε λόγο.
Η ιδεολογία της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας διαμόρφωσε έναν βαθύτατα αμυντικό ανθρωπολογικό τύπο: τον πολίτη που φοβάται την απώλεια περισσότερο από την αδικία, που θεωρεί την κατοχή αντικειμένων ως συνώνυμη της ελευθερίας, και την απώλεια αυτών ως μορφή εξόντωσης.
Στον τύπο αυτό, το σπίτι και το μικρό κεφάλαιο δεν είναι εργαλεία επιβίωσης, αλλά μεταφυσικά υποκατάστατα του εαυτού.
Έτσι, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας από το χρέος ή την εκποίηση εμφανίζεται ως κοινωνική αυτοάμυνα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί πράξη υποταγής στην ίδια τη δομή που παρήγαγε το χρέος.
 
Η κρίση του 2010 και τα επακόλουθα κινήματα έδειξαν με οδυνηρή σαφήνεια το βάθος αυτής της αλλοτρίωσης.
Η μαζική υπεράσπιση της «πρώτης κατοικίας», οι πλατείες, οι καταλήψεις συμβολικού χαρακτήρα, όλα εμφορούνταν από μιαν αντιφατική κοινωνική συνείδηση, ο λαός αντιστεκόταν όχι στη μορφή της ιδιοκτησίας αλλά στην απώλειά της.
Η φαντασίωση της καθολικής μικροϊδιοκτησίας -η «ουτοπία του σπιτιού για όλους»- λειτούργησε ως το πιο αποτελεσματικό ιδεολογικό αντίδοτο στην ταξική συνείδηση.
Ο ακτήμονας δεν διεκδίκησε την κατάργηση της ιδιοκτησίας, αλλά το δικαίωμα να γίνει κι αυτός ιδιοκτήτης, δεν αμφισβήτησε τη λογική της αγοράς, αλλά τη θέση του εντός αυτής.
Το αποτέλεσμα είναι μια ιδιότυπη κοινωνική συμμαχία, που εμφανίζεται ως λαϊκή αλλά αποτελεί συμμαχία υπεράσπισης του μικροαστισμού.
Ο μικροϊδιοκτήτης μετατρέπεται σε φαντασιακό υποκείμενο όλων των τάξεων: ο αγρότης, ο τεχνίτης, ο δημόσιος υπάλληλος, ο ελεύθερος επαγγελματίας, όλοι αυτοπροσδιορίζονται ως «ιδιοκτήτες που απειλούνται».
Αυτή η συνείδηση απονεκρώνει την προλεταριακή αντίθεση, την αντικαθιστά με μια αντι-προλεταριακή φαντασίωση αξιοπρέπειας, όπου η εκμετάλλευση κρύβεται κάτω από την ηθική της αυτάρκειας.
Ωστόσο, η μικροϊδιοκτησία, ακόμη και στις πιο «δημοκρατικές» ή «σοσιαλιστικές» εκδοχές της, παραμένει εργαλείο κυριαρχίας.
Η σχέση του ακτήμονα προς τον μικροϊδιοκτήτη δεν είναι σχέση ελευθερίας, αλλά εξάρτησης, είναι η καθημερινή, έμπρακτη αναπαραγωγή της ιεραρχίας σε μικρογραφία.
Το μικρό αφεντικό, ο μαγαζάτορας, ο εργολάβος, ο αγρότης με έναν μετανάστη εργάτη, ο επαγγελματίας που εκμεταλλεύεται έναν βοηθό, δεν αποτελούν απλώς ενδιάμεσα στρώματα, είναι το τριχοειδές σύστημα του κεφαλαίου, εκεί όπου η εξουσία αποκτά οικιακή και συναισθηματική μορφή.
Εδώ η εκμετάλλευση δεν είναι θεσμική, είναι προσωπική, και γι’ αυτό συχνά σκληρότερη.
Η καθημερινή μικροτυραννία της αγοράς, η απλήρωτη εργασία, ο εκβιασμός των μεταναστών και των γυναικών σε οικιακούς και μικροβιοτεχνικούς χώρους, δεν είναι παραμορφώσεις, είναι το οργανικό προϊόν της μικροαστικής παραγωγικής μορφής.
Η υπεράσπιση αυτής της μορφής από τα κινήματα - είτε με τον λόγο περί «λαϊκής περιουσίας», είτε μέσω του αιτήματος για «προστασία της μικρής ιδιοκτησίας»- συνιστά μια ιδεολογική μετάθεση της ταξικής πάλης στο πεδίο του φόβου.
Το υποκείμενο δεν συγκρούεται πλέον για την εργασία, αλλά για να μην χάσει την ιδιοκτησία του, η σύγκρουση δεν είναι ανάμεσα σε τάξεις, αλλά ανάμεσα σε «κακούς δανειστές» και «τίμιους μικροϊδιοκτήτες».
Έτσι, η πολιτική σύγκρουση μετατρέπεται σε ηθικολογικό δράμα, το κεφάλαιο αποπροσωποποιείται, ενώ η ιδιοκτησία προσωποποιείται ως ηθικό αγαθό.
Από τη σκοπιά μιας μαρξιστικής-κριτικής θεωρίας της ιδιοκτησίας, μπορούμε να πούμε πως η μικροαστική φαντασίωση αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο η αστική κοινωνία εξουδετερώνει την ίδια τη δυνατότητα της ταξικής ανατροπής.
Η ιδιοκτησία λειτουργεί ως εσωτερικός μηχανισμός συμβιβασμού του προλετάριου με την τάξη των αφεντικών, ως υπόσχεση ότι κάποτε θα αποκτήσει και αυτός ένα μερίδιο.
Η μικροαστική ουτοπία είναι συνεπώς μια ουτοπία ενσωμάτωσης, όχι απελευθέρωσης, μια ψευδής συνείδηση που συγχέει την κατοχή με την ύπαρξη, την αποταμίευση με την αξιοπρέπεια, την εξουσία επί του χώρου με την ελευθερία.
Το ελληνικό φαινόμενο, λόγω της ιστορικής του ιδιομορφίας, παρουσιάζει αυτή τη διαδικασία σε σχεδόν καθαρή μορφή.
Η μετεμφυλιακή ανοικοδόμηση, το σύστημα των αντιπαροχών, η οικογενειακή οικονομία και η επιδότηση της μικρής επιχειρηματικότητας δημιούργησαν ένα πλήρες δίκτυο μικροϊδιοκτητικής εξουσίας.
Το σπίτι έγινε η «μικρογραφία του κράτους», ήτοι τόπος οργάνωσης, επιτήρησης, εξουσίας των γενεών και του φύλου, αναπαραγωγής της εργασιακής πειθαρχίας.
Έτσι, η κατοικία δεν είναι απλώς υλικός χώρος, αλλά μηχανισμός κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου το κεφάλαιο αναθέτει στους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους την ευθύνη της αυτοπειθάρχησης.
Η αντίσταση στο χρέος, όταν δεν συνοδεύεται από την αμφισβήτηση της ίδιας της μορφής ιδιοκτησίας, παραμένει εντός του κύκλου της εξάρτησης.
Η κατοικία ως εμπόρευμα συνεχίζει να επιβάλλει τον αποκλεισμό, καθώς ορίζει το «δικαίωμα στην κατοίκηση» ως συνάρτηση της αγοράς και όχι ως κοινωνικό δικαίωμα.
Το αποτέλεσμα είναι η διαιώνιση της αντίθεσης.
Ο ακτήμονας, αντί να διεκδικεί την κοινή χρήση του χώρου, παλεύει για την ατομική του αποκατάσταση.
 
Η πραγματική απελευθέρωση του ακτήμονα δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επέκτασης της μικροϊδιοκτησίας, αλλά μόνο μέσω της κατάργησης της ιδιοκτησίας ως θεμελίου της κατοίκησης.
Μια κοινωνία της κατοίκησης δεν μπορεί να είναι κοινωνία ιδιοκτητών, μπορεί να είναι μόνο κοινωνία χρηστών, κοινοποιών, συνεταιρισμένων υποκειμένων που αναγνωρίζουν τον χώρο ως κοινό, όχι ως αντικείμενο κληρονομιάς ή επένδυσης.
Η κοινωνική κατοίκηση, ο δημοκρατικός έλεγχος του χώρου, η συλλογική διαχείριση/ιδιοκτησία της γης, αποτελούν τους όρους μιας άλλης κοινωνικής μορφής, όπου το «σπίτι» δεν είναι πια μεταφυσικό υποκατάστατο του εαυτού, αλλά χώρος ύπαρξης εντός του κοινού.
Επομένως, ο μικροαστικός προσανατολισμός του ελληνικού κινήματος δεν είναι επιφανειακός ή συγκυριακός.
Είναι η ιστορική του παθολογία, η πιο βαθιά του αλλοτρίωση, η μετατροπή της χειραφέτησης σε ιδιοποίηση, της κοινότητας σε ιδιοκτησία, της ελευθερίας σε δικαίωμα αποκλεισμού.
Η έξοδος από αυτήν δεν μπορεί να είναι ηθική, πρέπει να είναι θεσμική και υλική. 
 
Η κατάργηση και τής μεγάλης και της μικρής και τής μεσαίας ιδιοκτησίας ως ενιαίου όρου κοινωνικής ασφάλειας και η αντικατάστασή τους από μορφές συλλογικής κατοίκησης, κοινοκτημοσύνης και μη-εμπορευματικής χρήσης.
Η φαντασίωση του «σπιτιού για όλους» πρέπει να αποκαλυφθεί ως αυτό που είναι, η ύστατη μορφή ενσωμάτωσης των ακτημόνων στην τάξη των αφεντικών.
Ο δρόμος της ελευθερίας δεν περνά από την κατοχή ενός σπιτιού, αλλά από την κατάργηση της κατοχής ως κοινωνικής σχέσης.
Μόνο τότε η κατοίκηση θα πάψει να είναι προνόμιο και θα γίνει όρος του κοινού, μορφή του πραγματικά ανθρώπινου βίου.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Η εργατική δύναμη ως καθαυτή χωροποίηση. Απόσπαση του δυνάμει από την κοινωνική ἐνέργεια.

Θέση.
Εδώ δεν ορίζουμε την εργατική δύναμη ως «ζωντανό δυναμικό ζωής».
Την ορίζουμε ως μια ξεχωριστή και αποκολλημένη δυνατότητα.
Είναι το δυνάμει που υπάρχει μόνο σε σχέση με το ὅλον της κοινωνικής παραγωγής η οποία βρίσκεται ἐν ἐνεργείᾳ.
Αυτή η αποκοπή δεν είναι απλώς συνθήκη.
Είναι η ίδια η μορφή της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος.
Με άλλα λόγια, η εργατική δύναμη δεν «περιβάλλεται» μόνον από χωρικές διατάξεις που την διαλειτουργούν ως «εργατική δύναμη εμπόρευμα» ή «εργατική δύναμη υπό [κρατική] επίταξη».
Είναι αυτή καθεαυτή η κοινωνική/οικονομική ιστορική πράξη χωροποίησης που αποσπά το εργασιακό δυνάμει από την κοινωνική εργασιακή ενέργεια, το κλείνει σε μετρήσιμα «τμήματα» και το κάνει ανταλλάξιμο.
*
Πώς συντίθεται αυτή η χωροποίηση.
Η αποκοπή επιτελείται από θεσμούς, σχέσεις και τεχνικές που χαράσσουν σύνορα ανάμεσα στο ὅλον της παραγωγής και στο αποσπασμένο δυνάμει:
Ιδιοκτησία και συμβόλαιο.
Ορίζουν τον φορέα ως πωλητή μιας ικανότητας και όχι ως συν-φορέα της συνολικής κοινωνικής ενέργειας.
-
Χρόνος-ωράριο.
Μετατρέπει το δυνάμει σε διακριτά «κουτιά» χρόνου.
-
Χώρος-οργάνωση.
Θέσεις, βάρδιες, ρόλοι, πλατφόρμες.
Η δυνατότητα καρφώνεται σε θέσεις, ώστε να αποτιμηθεί.
-
Καθεστώτα υπηκοότητας, φύλου, μετανάστευσης.
Νομιμοποιούν ποια δυνατότητα μπορεί καν να αποτιμηθεί και με ποιους όρους.
-
Η χωροποίηση λοιπόν είναι το πρωτόκολλο που κάνει δυνατή την αγορά-πώληση.
Δεν προηγείται η «φυσική» ικανότητα και έπειτα η μέτρησή της.
Η εμπορευματική μορφή συγκροτεί την ικανότητα ως αποσπασμένη δυνατότητα.
*
Ο ιδιόμορφος ορισμός του εμπορεύματος «εργατική δύναμη».
Στον κλασικό μαρξικό ορισμό, η εργατική δύναμη έχει αξία χρήσης ικανή να παράγει περισσότερη αξία από την ανταλλακτική της αξία.
Συμπληρώνουμε: η εργατική δύναμη έχει μια δεύτερη ιδιαιτερότητα.
Η ίδια η ύπαρξή της ως εμπορεύματος είναι μια χωρική συστολή του σώματος-δυνατότητας.
Πρόκειται για κοινωνικά παραγόμενη αναδίπλωση που κρατά το δυνάμει κλειστό, ώστε να μετριέται και να ανταλλάσσεται.
Ο μισθός, το συμβόλαιο και το ωράριο δεν απλώς «ανταμείβουν» μια προϋπάρχουσα ικανότητα.
Διατηρούν σε ισχύ την απόσπασή της από το ὅλον.
Άρα, η «αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης» δεν είναι μόνο τροφή-στέγη-ανάπαυση.
Είναι αναπαραγωγή της ίδιας της απόσπασης, της θέσης μας ως πωλητών μιας αποκομμένης δυνατότητας.
*
Το θεωρητικό αδιέξοδο και η έξοδος.
Τίθεται το ερώτημα: η εργατική δύναμη παράγεται ή μόνο αναπαράγεται;
Αν πούμε «μόνο αναπαράγεται», τότε ο κοινός ορισμός της αξίας ως προϊόν αποκλειστικά της παραγωγής ραγίζει.
Για να μην καταρρεύσει η θεωρία, χρειαζόμαστε έναν διπλό νόμο της αξίας:
Νόμος παραγωγικής αξίας:
Μετρική του κοινωνικά αναγκαίου παραγωγικού χρόνου.
Ρυθμός δημιουργίας νέας αξίας υπό δεδομένη τεχνική, οργάνωση, ένταση.
Νόμος αναπαραγωγικής αξίας:
Μετρική του κοινωνικά αναγκαίου αναπαραγωγικού χρόνου.
Το ελάχιστο σύνολο όρων με το οποίο αναπαράγεται η αποκοπή: το αποσπασμένο δυνάμει, ως εμπορεύσιμο.
Οι δύο μετρικές είναι ετερογενείς.
Ο καπιταλισμός τις «γεφυρώνει» με τελεστές μετατροπής:
W (μισθός): χαρτογραφεί την αναπαραγωγική μετρική σε χρηματικό ισοδύναμο.
P (τιμή): χαρτογραφεί την παραγωγική μετρική σε τιμές πώλησης.
Τ (μεταβίβαση): σπρώχνει κόστη αναπαραγωγής εκτός μισθού, σε απλήρωτη φροντίδα, δημόσιες υποδομές, περιβάλλον, εφεδρείες εργασίας.
C (πίστωση χρόνου): μεταθέτει αναπαραγωγές στο μέλλον μέσω χρέους, ενοικίου, αποτιμήσεων γης.
*
Πού «πηγαίνει» η υπεραξία.
Αν όλα μετριούνται μόνο ως αναπαραγωγή, το ισοζύγιο φαίνεται να κλείνει.
Όμως η χαρτογράφηση από την αναπαραγωγή στον μισθό (W) και από την παραγωγή στην τιμή (Π), σε συνδυασμό με τις μεταβιβάσεις (Τ) και την πίστωση (C), είναι ασύμμετρη.
Η υπεραξία προκύπτει ως η διαφορά ανάμεσα στην αξία που αποτιμάται στη μετρική της παραγωγής και στην αξία που αναγνωρίζεται στη μετρική της αναπαραγωγής, μετά τις μετατροπές W, P, Τ, C.
Αν οι δύο μετρικές συνέπιπταν και οι τελεστές ήταν ισομετρικοί, η υπεραξία θα μηδενιζόταν.
Ιστορικά, δεν συμβαίνει.
*
Κρίση ως ρήγμα μεταξύ των δύο μετρικών.
Κρίση έχουμε όταν η απόκλιση των μετρικών γίνεται μη βιώσιμη. Όταν η αναπαραγωγή ακριβαίνει (στέγη, ενέργεια, φροντίδα, χρόνοι μετακίνησης) ή όταν η παραγωγικότητα επιταχύνεται πέρα από τα όρια συμπίεσης του αναπαραγωγικού.
Τότε επιβάλλονται νέες αναδιπλώσεις χώρου και χρόνου για να ανοίξει ξανά το «ψαλίδι».
Οι αναδιαρθρώσεις εργασιακού δικαίου, τα καθεστώτα πλατφόρμας, οι ζώνες εξαίρεσης και το χρέος νοικοκυριών λειτουργούν ακριβώς έτσι.
*
Πολιτικές συνέπειες.
Αγώνας μόνο για μισθό σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ως δεδομένο τον τελεστή W, ενώ αφήνουμε ανέγγιχτους τους P, Τ και C.
Η πάλη για στέγη, ενέργεια, δημόσια φροντίδα, μικρότερους χρόνους μετακίνησης, δικαιώματα εγγύτητας και καθεστώτα κατοικίας, στοχεύει τον νόμο αναπαραγωγικής αξίας στην καρδιά του.
Η διαφάνεια και κοινωνικοποίηση των πρωτοκόλλων τιμολόγησης, των αλγορίθμων απόδοσης και των αλυσίδων εφοδιασμού αποδυναμώνει τον τελεστή P.
Οι ρήξεις με το καθεστώς χρέους και γης στοχεύουν τον τελεστή C.
Το κρίσιμο είναι να σπάσει η απόσπαση: να χαλαρώσει και μετά (στην μετα-καπιταλιστική/μετα-κρατιστική κοινωνία) να καταργηθεί η χωροποίηση που κρατά το δυνάμει κλειστό ως εμπόρευμα ή ως επιτάξιμο.
*
Η εργατική δύναμη, όπως τη σκεφτόμαστε εδώ, δεν είναι γενικό «ζωντανό δυναμικό».
Είναι το δυνάμει ως αποκοπή από την κοινωνική ἐνέργεια, δηλαδή η ίδια η χωροποίηση που κάνει το δυναμικό μετρήσιμο και ανταλλάξιμο.
Για να διασωθεί ο μαρξικός πυρήνας χωρίς λογικά ρήγματα, χρειαζόμαστε έναν διπλό νόμο της αξίας και μια θεωρία των τελεστών μετατροπής.
Εκεί φωτίζεται ξανά η υπεραξία ως ασυμμετρία μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής.
Εκεί επίσης γίνεται ορατή η κεντρική πολιτική εργασία: η αποδιάρθρωση των μορφών που παράγουν την αποκοπή.
Δηλαδή, η επανασύνδεση του δυνάμει με την κοινωνική ἐνέργεια πέρα από τα σύνορα χώρου και χρόνου που σήμερα το κρατούν εμπόρευμα.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Η Χωροποίηση του Έμβίου μέσω της Αυτονομημένης «Εργατικής Δύναμης-Εμπόρευμα» στον Ύστερο Καπιταλισμό και Πρι

Η εργατική δύναμη, όταν τυποποιείται ως εμπόρευμα, δεν είναι απλώς «μια ικανότητα προς πώληση».
Είναι ο τελεστής που αποκόβει ένα τμήμα του εμβίου από τον φορέα του, το απογυμνώνει από τη συγκεκριμένη βιογραφία του και το προβάλει ως ισοδύναμη ανταλλακτική μορφή.
Ο μισθός/σύμβαση λειτουργεί ως γεωμετρική απεικόνιση:
𝑏𝑖𝑜𝑠→ 𝐿.
Όμως η εικόνα 𝐿 δεν στέκεται στον αέρα, χρειάζεται επιφάνειες, μετρικές και συνοριακές γραμμές.
Με άλλα λόγια, η αυτονομημένη εργατική δύναμη γεννά και απαιτεί χωροποιήσεις: υλικές και νομικές διατάξεις που σταθεροποιούν την ανταλλαξιμότητά της και επιβάλλουν έναν ρυθμό πάνω στο ζωντανό χρόνο.
*
Η πρώτη κίνηση αυτής της χωροποίησης είναι η καμπύλωση του χώρου γύρω από κόμβους αξίωσης εργασίας: εργοστάσια, αποθήκες, ζώνες ελεύθερου εμπορίου, διαδρόμους μεταναστευτικής επιστράτευσης, πλατφόρμες gig και data centers.
Εκεί το σώμα αντιμετωπίζεται ως τοποθετήσιμη μονάδα: πρέπει να φτάσει εγκαίρως, να μετακινηθεί με συγκεκριμένο ρυθμό, να «κουμπώσει» πάνω σε πάγκους, ταινιόδρομους, dashboards, εφαρμογές.
Η δεύτερη κίνηση είναι η επιπέδωση του χρόνου: ετερογενείς βιοχρονίες (κόπωση, φροντίδα, ανάπαυση, επιθυμία) εξισώνονται σε μετρήσιμα διαστήματα (βάρδιες, SLA, targets, χρόνοι παράδοσης).
Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων απαιτεί ομοιοχρονία, η ζωή αναγκάζεται να συγχρονιστεί με τον κύκλο.
*
Σε μικροκλίμακα, η χωροποίηση του εμβίου οργανώνεται ως μετρική του σώματος.
Από τον ταιλορισμό έως τα wearables, η κίνηση αποσυντίθεται σε χειρονομίες, ο ρυθμός ιδιοποιείται, η προσοχή (βλέμμα/κλικ/σάρωση) καταγράφεται.
Το σώμα γίνεται επιφάνεια μέτρησης.
Σε μεσοκλίμακα, η οικία αναδιατάσσεται σε κόμβο παραγωγής/αναπαραγωγής: τηλεργασία, πλατφορμική εργασία, άτυπη φροντίδα, δευτερογενείς βάρδιες.
Ο «ελεύθερος» χώρος καμπυλώνεται γύρω από χρονικά ορόσημα εφαρμογών και εταιρικών calls.
Σε μακροκλίμακα, σύνορα και βίζες χαράζουν νομικά ισοϋψείς δεσμεύσεις: παράγουν διαφορές δυναμικού στην τιμή της εργασίας, καθηλώνουν πληθυσμούς σε ενδιάμεσες ζώνες, τροφοδοτούν θύλακες «ευέλικτης» πειθάρχησης.
*
Η αυτονομoποίηση της εργατικής δύναμης δεν είναι απλώς ιδεολογική.
Εγγράφεται διπλά.
Πρώτον, νομικο-λογιστικά: η σύμβαση και οι διαδικασίες HR αποσπούν την ικανότητα από τον βίο και τη μετατρέπουν σε δέσμη δικαιωμάτων/υποχρεώσεων που μπορεί να κυκλοφορεί ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο πρόσωπο (υπεργολαβίες, προσωρινότητα, υπηρεσίες τύπου «body leasing»).
Δεύτερον, αλγοριθμικά: προφίλ, βαθμολογίες, ratings, «ανθρώπινο κεφάλαιο» ως dataset.
Η «δεύτερη φύση» της εργατικής δύναμης κυκλοφορεί πριν, δίπλα και συχνά εναντίον της πρώτης φύσης του σώματος - προκαθορίζει προσλήψεις, βάρδιες, κινδύνους, ασφάλιστρα.
*
Αυτή η διπλή εγγραφή στηρίζεται από χρηματο-τοπολογίες: πίστωση, χρέος, ασφάλιση.
Ο μελλοντικός χρόνος της ζωής υποθηκεύεται, αγκυρώνοντας το σώμα στον τόπο εργασίας, στον πάροχο, στον εργολάβο.
Το χρέος καμπυλώνει τη γεωμετρία της επιλογής: οι εναλλακτικές συμπτύσσονται, η έξοδος ακριβαίνει.
Έτσι, η επιπέδωση του χρόνου γίνεται αυτο-πειθαρχία.
*
Κρίσιμος τόπος αυτής της βίαιης γεωμετρίας είναι οι θύλακες (SEZ, βιομηχανικά πάρκα, κοιτώνες): χώροι όπου νομικό καθεστώς, κατοίκηση και εργασία συμπυκνώνονται σε ενιαίο τεχνούργημα.
Εκεί η ελευθερία κίνησης αντικαθίσταται από ελευθερία απόλυσης, και η μετρική παραγωγικότητας επιβάλλεται ως φυσικός νόμος.
Αντίστροφα, στις διασπορές της πλατφορμικής πόλης, η χωρική συγκέντρωση μειώνεται αλλά η επιπέδωση του χρόνου βαθαίνει: always-on ειδοποιήσεις, δυναμική τιμολόγηση, ποινές/boosts.
Το σπίτι-κόμβος γίνεται εργοστάσιο χαμηλής έντασης και υψηλής διαθεσιμότητας.
*
Εκεί όπου οι μηχανισμοί προβολής αποτυγχάνουν -παράτυπη εργασία, αυτοοργανωμένες ζώνες φροντίδας, «γκρίζες» αγορές -ανοίγονται κενά κυριαρχίας.
Δεν είναι αυτομάτως απελευθερωτικά: συχνά τα καταλαμβάνουν μεσάζοντες, μαύρες διαμεσολαβήσεις, μικρο-φεουδαρχίες.
Ωστόσο ακριβώς σε αυτά τα σημεία εμφανίζεται η δυνατότητα αντιστροφής της τοπολογίας: μπλοκαρίσματα σε αποθήκες και τερματικούς logistics που διαρρηγνύουν την ομοιοχρονία, συλλογικές πρακτικές φροντίδας που «επιστρέφουν» χρόνο στη ζωή, δομές στέγασης που απο-εμπορευματοποιούν το αναπαραγωγικό φορτίο, συνεταιριστικές πλατφόρμες που μετατρέπουν το προφίλ-δεύτερη φύση σε κοινό αγαθό.
*
Στο υπόβαθρο όλων αυτών διακρίνεται η αρχική μας θέση: ο ύστερος καπιταλισμός προβάλλει ως πολυπολικός, αλλά λειτουργεί ως ενιαία τοπολογία επιβολής όπου διαφορετικοί πόλοι μοιράζονται κοινές γεωμετρικές πράξεις πάνω στο έμβιο: καμπυλώνουν χώρο για να επιπεδώσουν χρόνο.
Η αυτονομημένη εργατική δύναμη είναι ο κεντρικός τους τελεστής.
Χωρίς αυτήν, ούτε οι ζώνες ούτε τα σύνορα ούτε οι πλατφόρμες μπορούν να σταθεροποιήσουν ρυθμούς συσσώρευσης.
Με αυτήν, η ζωή μετατρέπεται σε μεταβλητή ενός εξισωτικού λογισμού - και ακριβώς εκεί, στον εξισωτικό μηχανισμό, εγγράφεται και η δυνατότητα της ασυμμετρίας, της ρωγμής, της απεργιακής «αργότητας» που ξανασυνδέει το 𝐿 με το 𝑏𝑖𝑜𝑠.
Η μάχη, λοιπόν, δεν είναι μόνο για τους μισθούς, είναι για τη μορφή του χώρου και για την κλίση του χρόνου που επιτρέπουμε να ασκηθούν πάνω στη ζωή.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 

 

Αυτοκαθορισμός : Οι παγίδες τής παγκόσμιας ιεραρχικής πυραμίδας.

Αυτοκαθορισμός : Οι παγίδες τής παγκόσμιας ιεραρχικής πυραμίδας. 

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Υπόθεση εργασίας για μια νέα διαλεκτική «γεωμετρία» (Working case for a new dialectical “geometry”)

Σύνοψη. 
Βασική οντολογική έννοια της διαλεκτικής είναι η ανεπίλυτη αντίθεση. 
Συνήθως νοείται ως δίπολο (dipole), όπου η υπέρβαση παράγει ένα «τρίτο» σημείο και άρα ένα «τρίγωνο». 
Εδώ προτείνεται ότι οι πόλοι της οντολογικής διαλεκτικής πραγματικότητας είναι τουλάχιστον τρεις εξαρχής, συνεπώς η υπέρβαση/διαφυγή (escape-transcendence) δεν συγκροτεί απαραίτητα τριγωνική μορφή, αλλά οδηγεί σε ν-απλόχωρα (n-simplices) και γενικότερα σε πολύτοπα (polytopes) υψηλότερης διάστασης. 
Η «νέα γεωμετρία» της αντίφασης χαρτογραφεί τις πράξεις άρσης, μεσολάβησης και προσδιορισμού ως κινήσεις πάνω σε πρόσωπα και σκελετούς αυτών των μορφών. 
Λεξάρι όρων (με αγγλικούς όρους). 
Απλόχωρο (simplex): βασικό κυρτό σχήμα. 
0-απλόχωρο=σημείο (point), 1-απλόχωρο=ευθύγραμμο τμήμα (line segment), 2-απλόχωρο=τρίγωνο (triangle), 3-απλόχωρο=τετράεδρο (tetrahedron). 
Γενικά: ν-απλόχωρο (n-simplex). 
Σύμπλεγμα απλοχώρων (simplicial complex): ένωση απλοχώρων που τέμνονται σε κοινά πρόσωπα. 
Πολύτοπο (polytope): γενικός όρος για κάθε διάσταση (στην 3-Δ: πολύεδρο (polyhedron)). 
Πρόσωπο / περιοριστικό πρόσωπο (face / facet): υποπολύτοπο χαμηλότερης διάστασης, ειδικά: κορυφή (vertex), ακμή (edge). 
Σκελετός κ-στού βαθμού (k-skeleton): όλα τα πρόσωπα διάστασης ≤ κ (k-skeleton). 
Κυρτό περίβλημα (convex hull): το ελάχιστο κυρτό σύνολο που περιέχει δοθέντα σημεία. 
Υπερεπίπεδο (hyperplane), υπερκύβος (hypercube): τυπικοί όροι υψηλών διαστάσεων. ν-άδα (n-tuple): για πλειάδες στοιχείων (προτιμάται αντί «πολυάδα»). 
Θέση εκκίνησης: από το δίπολο στο ν-πολικό. 
Κλασική απεικόνιση: δίπολο αντίφασης {A, B}. 
Η υπέρβαση προστίθεται ως τρίτο σημείο T, άρα 2-απλόχωρο (τρίγωνο). 
Πρόταση: η αρχική ανεπίλυτη αντίθεση πραγματώνεται συχνά ως κ-πολικό σχήμα με κ ≥ 3. 
Η πράξη υπέρβασης εισάγει επιπλέον κορυφή και το κυρτό περίβλημα conv(P ∪ {T}) (όπου P το σύνολο πόλων) γίνεται τουλάχιστον 3-απλόχωρο (τετράεδρο) ή γενικότερα ν-απλόχωρο με ν ≥ 3. 
Συνεπώς, η «γεωμετρία» της αντίφασης δεν είναι κατ’ ανάγκη τριγωνική. 
Τυπική διατύπωση (σχηματικά). 
Έστω P = {p₁, …, p_k} το σύνολο των πόλων (poles) με k ≥ 3. 
Η υπέρβαση/διαφυγή δίνει σημείο T εκτός του κυρτού περιβλήματος των υποσυνόλων που ήδη «σταθεροποιήθηκαν». 
Η οντολογική μορφή της στιγμής είναι το S = conv(P ∪ {T}), ένα ν-απλόχωρο (n-simplex) ή γενικό πολύτοπο (polytope) ανάλογα με τη θέση του T. 
Οι πράξεις άρσης (negation/aufheben), μεσολάβησης (mediation) και προσδιορισμού (determination) αντιστοιχούν σε: μεταβάσεις σκελετών (skeleton transitions): μετατόπιση εστίασης από k-faces σε (k±1)-faces. 
Έργο δενδροδιάσπασης/συγκόλλησης (collapse/expansion): τοπολογικές καταρρεύσεις και αναδύσεις στο σύμπλεγμα. 
Βαρυκεντρικούς ανασχηματισμούς (barycentric re-weightings): μεταβολή «βαρών» στους πόλους. 
Αξιώματα εργασίας (working axioms). 
Πολικότητα πολλαπλότητας (multipolarity): η ουσιώδης αντίφαση σπάνια είναι αληθές δίπολο, τυπικά κ-πολική (k-ary) με κ ≥ 3. 
Υπέρβαση ως αύξηση διάστασης: η πράξη υπέρβασης τείνει να αυξάνει τη διάσταση του ενεργού απλοχώρου. 
Μεσολάβηση ως πλοήγηση προσώπων: η μεσολάβηση πραγματώνεται ως κίνηση πάνω σε πρόσωπα (faces) διαφορετικής τάξης. 
Προσδιορισμός ως επιλογή σκελετού: η συγκυριακή «ουσία» εκτίθεται από τον k-σκελετό που ενεργοποιείται (k-skeleton selection). 
Άρνηση της άρνησης ως αναδιάταξη: Όχι επιστροφή στο αρχικό, αλλά νέο απλόχωρο με διαφοροποιημένα βάρη/κορυφές. 
Μεθοδολογία: από την περιγραφική στη μορφολογική διαλεκτική. 
Χαρτογράφηση πόλων (pole mapping): εντοπισμός ελάχιστου συνόλου πόλων που θρέφουν την αντίφαση. 
Δημιουργία σχήματος (shape extraction): προσδιορισμός του conv(P) και των ενεργών προσώπων. 
Εντοπισμός υπερβάσεων (transcendence points): σημεία που «σπάνε» υπάρχουσες τομές και αυξάνουν διάσταση. 
Δυναμική σκελετών (skeleton dynamics): ανάλυση μεταβάσεων ανάμεσα σε 1-, 2-, …, k-skeleta ως φάσεις. 
Τοπολογικά συμβάντα (topological events): καταρρεύσεις (collapses) και αναδύσεις (emergences) ως στιγμές ποιοτικής αλλαγής. 
Ενδεικτικά σχήματα. Τριπολικό αρχικό (k=3): με υπέρβαση Τ → τετράεδρο (3-simplex). 
Η «λύση» δεν κλείνει σε τρίγωνο, ανοίγει διάσταση. 
Τετραπολικό (k=4): με υπέρβαση Τ → 4-απλόχωρο (4-simplex) ή γενικό πολύτοπο αν η T τέμνει πρόσωπα ανισομερώς. 
Συμπλέγματα υπερβάσεων: διαδοχικά T₁, T₂, … οργανώνουν σύμπλεγμα απλοχώρων (simplicial complex) που ιχνηλατεί την ιστορία των υπερβάσεων. 
Ερμηνευτικός ορίζοντας (ενδεικτικός). 
Οντολογικά: η «ουσία» δεν είναι σημείο ισορροπίας δύο δυνάμεων, αλλά μορφογενετική πολλαπλότητα που μετακινεί το ενεργό απλόχωρο. 
Επιστημολογικά: η κατανόηση δεν είναι μόνο εννοιολογική σύνθεση αλλά και γεωμετρική πλοήγηση σε πρόσωπα/σκελετούς. 
Πρακτικά/πολιτικά (μετ’ επιφυλάξεων): οι πραγματικές αντιφάσεις σπάνια κλείνουν σε «δύο στρατόπεδα», η στρατηγική σκέψη οφείλει να αναγνωρίζει πολύτοπα συσχετισμών, όπου «υπέρβαση» σημαίνει ενεργοποίηση νέας κορυφής και αύξηση διάστασης του πεδίου. 
 
* Επίλογος. 
Μια βασική οντολογική έννοια της διαλεκτικής είναι η ανεπίλυτη αντίθεση. 
 Συνηθίσαμε να τη φανταζόμαστε ως δίπολο, και τότε η υπέρβαση προσθέτει ένα τρίτο σημείο, «κάνοντας» ένα τρίγωνο. 
Όμως οι πόλοι που συνιστούν τη διαλεκτική πραγματικότητα είναι συχνά τουλάχιστον τρεις, ήδη πριν από κάθε υπέρβαση. 
Γι’ αυτό η διαφυγή/υπέρβαση δεν στερεώνει ένα τριγωνικό σχήμα, γεννά ένα σχήμα ανώτερης διάστασης. 
Η αντίφαση δεν «κλείνει», ανοίγει χώρο. 
Έτσι, κάθε φορά που νομίζουμε πως λύσαμε το πρόβλημα μέσα σε δύο σημεία και μια γέφυρα, αναδύεται μια νέα κορυφή και μαζί της ένα νέο απλόχωρο. 
Αυτή η μετατόπιση δεν είναι διακοσμητική. 
Είναι ο τρόπος με τον οποίο η αντίφαση παραμένει ενεργή ενώ αλλάζει μορφή. 
Η διαλεκτική πράξη τότε μοιάζει με πλοήγηση σε πρόσωπα και σκελετούς: άλλοτε αποσπά (collapse) για να καταστήσει εμφανές το σημαίνον, άλλοτε προσθέτει (expansion) για να χωρέσει το ανείπωτο. 
Αν ζητάμε μια «γεωμετρία» αντάξια των αντιφάσεων, θα είναι γεωμετρία απλοχώρων και πολυτόπων: όπου η υπέρβαση δεν ισοδυναμεί με εξομάλυνση, αλλά με αύξηση διάστασης, όπου η μεσολάβηση δεν είναι παύση, αλλά διάβα από πρόσωπο σε πρόσωπο, όπου η άρνηση της άρνησης δεν επιστρέφει πίσω, αλλά αναδιατάσσει το σχήμα σε νέα μορφή. 
Με άλλα λόγια: η πραγματικότητα της αντίφασης δεν είναι τριγωνική, είναι πολυτοπική. 
 
Ιωάννης Τζανάκος, Ιωσήφ Κατής. 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Ας το θέσουμε καθαρά, σαν να μιλάμε από το χείλος ενός ρήγματος. Για τον Νίκο Πουλαντζά.

Ο Πουλαντζάς, στο Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός, δεν άφησε μια «θεωρία» του κράτους αλλά ένα τραύμα της θεωρίας: τη στιγμή που το κράτος αναδύεται όχι πια ως τόπος ή εργαλείο, αλλά ως πλέγμα χωροχρονικών μητρών, δηλαδή ως πολλαπλό σύστημα αρθρώσεων του κοινωνικού χώρου και του ιστορικού χρόνου, που καμπυλώνουν την ίδια τη μορφή της εξουσίας.
*
Η χωροχρονική μήτρα, σε αυτή τη σκέψη, δεν είναι μεταφορά αλλά εσωτερική γεωμετρία της υλικότητας του κράτους.
Ο Πουλαντζάς έπαψε να βλέπει το κράτος ως επίπεδο ή ως εποικοδόμημα και το είδε σαν έναν πολλαπλό χώρο καμπυλότητας, οι τάξεις, οι θεσμοί, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, δεν εδράζονται πάνω σε μια γραμμική ιεραρχία αλλά σε πεδία συνάρθρωσης, που αλληλεπιδρούν σαν τόποι διασταύρωσης διαφορετικών χρόνων.
Το αποτέλεσμα ήταν ριζοσπαστικό, ο ιστορικός υλισμός απέκτησε μια τοπολογική μορφή, και το κράτος μετατράπηκε σε γεωμετρία της εξουσίας.
*
Όμως αυτό που έμεινε ανοιχτό -και γι’ αυτό το τελευταίο έργο του λειτουργεί σαν πληγή- είναι ότι αυτή η τοπολογική μορφή δεν απέκτησε ποτέ γενεαλογική θεμελίωση.
Δηλαδή, ο Πουλαντζάς μας έδειξε το πώς των σχέσεων εξουσίας, όχι το γιατί της ιστορικής τους ομοιομορφίας.
Η «πληγή» δεν είναι θεωρητική ατέλεια, είναι η ίδια η οντολογική απορία της νεωτερικότητας, γιατί κάθε δομή που πολλαπλασιάζει τη μορφή της τείνει τελικά να παράγει ομοιομορφία, γιατί η πολλαπλότητα των χωροχρονικών μητρών δεν καταλήγει σε ελευθερία, αλλά σε υπερ-συντονισμό, σε επανεγκαθίδρυση του ίδιου κανόνα της κυριαρχίας μέσα από νέες, πιο περίπλοκες μορφές συνάρθρωσης.
*
Η απάντηση βρίσκεται στην ιστορική μηχανική της Βεστφαλιανής δομής που προηγήθηκε.
Το μοντέρνο κράτος, και άρα το πλέγμα των χωροχρονικών μητρών, προϋποθέτει ως συνθήκη του τη συμμετρική ομοιομορφία, κάθε εσωτερική διαφορά ενσωματώνεται, κάθε εξωτερικότητα μετατρέπεται σε όριο, κάθε απόκλιση σε παράμετρο.
Η Βεστφαλιανή τάξη δεν είναι μόνο νομικοπολιτική, είναι ψυχική, εγκαθιστά ένα μοντέλο ταύτισης του υποκειμένου με τον θεσμό, του εσωτερικού με το ομοιογενές, της αντίθεσης με την αντανάκλαση.
Αυτή η δομή ομοιομορφίας, που λειτουργεί ως ο υπερκαθορισμός των υπερκαθορισμών, υπήρξε το ασυνείδητο θεμέλιο της χωροχρονικής θεωρίας του Πουλαντζά.
Γι’ αυτό το τελευταίο έργο του αφήνει την αίσθηση μιας θεωρητικής παράλυσης που προεικονίζει την πτώση του σώματός του.
Ο Πουλαντζάς βρισκόταν μπροστά στο αδιέξοδο του υλιστικού μεταδομισμού: ο κόσμος ως πεδίο διαφορών και σχέσεων δεν επαρκεί να εξηγήσει το γιατί οι διαφορές αυτές επανέρχονται σε κανονικότητες, γιατί κάθε τοπολογική αναδίπλωση της εξουσίας αναπαράγει τη συμμετρία της.
*
Από αυτό το σημείο γεννιέται η ανάγκη ενός υλιστικού ξανα-δομισμού, όχι ως επιστροφής στον ντετερμινισμό, αλλά ως αναστοχασμού της γενεαλογικής μορφής της δομής.
Ο νέος υλιστικός [ξανα-]δομισμός που προτείνεται εδώ θα έβλεπε τη χωροχρονική μήτρα όχι μόνο ως δομή συσχετισμού, αλλά ως παραγωγό ομοιομορφίας, θα επιχειρούσε να αποκαλύψει τον μηχανισμό μέσω του οποίου οι διαφορές τείνουν να καθίστανται λειτουργικά ισοδύναμες, ώστε να αναπαράγεται το ίδιο κέντρο καμπυλότητας.
*
Η γεωμετρία αυτή, δηλαδή, χρειάζεται πια μια γενεαλογία του κανόνα, όχι του συμβάντος.
Κάθε σύγχρονο πολιτικό πεδίο -το κράτος, το κεφάλαιο, η επιθυμία, το φύλο, ο λόγος- είναι ένα παράγωγο τέτοιας γενεαλογικής συμμετρίας, όπου η ίδια η διαφορά ενσωματώνεται ως τρόπος διατήρησης της μορφής.
Ο Πουλαντζάς μάς έδωσε την τοπολογία, αλλά δεν μας έδωσε τη δυναμική της ισομορφίας.
Εκεί ακριβώς ανοίγει η «πουλαντζιανή πληγή», στο σημείο όπου η ιστορία παύει να είναι πολλαπλή και γίνεται πολλαπλά ενιαία.
*
Αν ο μαρξισμός ή ο υλισμός θέλουν να επιβιώσουν πέραν του μεταδομισμού, πρέπει να ξαναγίνουν θεωρία της [δομιστικής] συμμετρίας, όχι της διάλυσης.
Να εξηγήσουν πώς η κυριαρχία λειτουργεί όχι μέσω επιβολής αλλά μέσω αναδίπλωσης, όχι μέσω της καταστολής της διαφοράς αλλά μέσω της παραγωγής της ως μορφής ελέγχου.
Αυτός ο υλιστικός [ξανα-]δομισμός θα ήταν η συνέχιση του Πουλαντζά μετά τον Πουλαντζά, το πέρασμα από την τοπολογία της εξουσίας στη μορφογένεση της ομοιομορφίας - εκεί όπου η πολιτική γίνεται γεωμετρία της επανάληψης και η θεωρία, πράξη αναστροφής του ίδιου της του χώρου.
*
Ο υπερδομισμός ως ιστορική μορφολογία των μηχανισμών παραγωγής ομοιομορφίας - όχι υπερβατική αρχή αλλά εμπειρική θεωρία των επαναλαμβανόμενων τρόπων με τους οποίους συγκεκριμένες ιστορικές δομές (κεφάλαιο, κράτος, γλώσσα) παράγουν συμμετρία ως λειτουργικό αποτέλεσμα.
Δηλαδή: όχι μόνον "γιατί υπάρχει ομοιομορφία" αλλά και "πώς παράγεται επανειλημμένα ομοιομορφία από πολλαπλές δομές με παρόμοια λειτουργική λογική" (ιστορική μορφολογία).
Αυτό θα απαιτούσε:
Τυπολογία μηχανισμών ομογενοποίησης (εδαφική, χρονική, γλωσσική, οικονομική).
Ανάλυση των υλικών συνθηκών που κάνουν αυτούς τους μηχανισμούς να "δουλεύουν" επαναλαμβανόμενα.
Εξήγηση γιατί διαφορετικά πεδία (οικονομία, πολιτεία, ψυχή) συγκλίνουν σε παρόμοιες μορφές χωρίς κοινή αρχή - μέσω δομικής ομολογίας, όχι καταγωγής.
Έτσι παραμένει δομισμός (μελετά δομές και τις σχέσεις τους) αλλά ιστορικός, όχι οντολογικός.
Αυτό θα λειτουργούσε;
Έτσι πιστεύω.
*
Άρα, ορίζοντας το και ονοματολογικά - αρχικά και πρόχειρα :
Hyperstructuralism.
Ή αν θέλουμε να τονίσουμε την ιστορική-μορφολογική διάσταση:
Historical hyperstructuralism ή Morphological structuralism.
Αλλά το "hyperstructuralism" αποδίδει καθαρά την ιδέα: όχι μετά-δομισμός (poststructuralism) αλλά υπέρ-δομισμός - μια εντατικοποίηση του δομιστικού προγράμματος που αναζητά τις δομές των δομών, τους μηχανισμούς που παράγουν επαναλαμβανόμενη μορφή.
Θα μπορούσαμε επίσης να μιλήσουμε για Structural Morphology (αν θέλουμε έμφαση στη μορφή), ή και για Systematic structuralism (αν θέλουμε να δώσουμε έμφαση στη συστημική διάσταση) ή για Generative Structuralism (αν θέλουμε έμφαση στην παραγωγή ομοιομορφίας).
Το hyperstructuralism είναι το πιο οικονομικό και το πιο ακριβές για αυτό που περιγράφουμε αλλά κινδυνεύει να λειτουργήσει ως λεκτική υπερβολή (βερμπαλισμός).
Ο σκοπός μας βέβαια ορίζεται έτσι με ακρίβεια, διότι τονίζεται δια αυτού η ανάγκη έντασης και όχι υπέρβασης τού θεωρητικού προγράμματος τού δομισμού, αλλά και το μονιστικό ολιστικό στοιχείο που θέλουμε να βάλουμε εντός του (εδώ υπάρχει ένα θέμα και με τον κλασικό δομισμό).
Ορολογικό Δίλημμα. 
Εδώ, το εγχείρημα του «Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός» απορροφάται σε ένα καθαρά μεταγεωμετρικό πρόγραμμα:
από την τοπολογία του Πουλαντζά περνάω στη μορφογένεση της ομοιομορφίας, από την ανάλυση της σχέσης χώρου-εξουσίας στην καταγωγή των ίδιων των μηχανισμών που παράγουν καμπυλότητα και ισομορφία ταυτόχρονα.
Αυτό είναι ακριβώς το σημείο όπου το έργο του Πουλαντζά μπορεί να ξανανοίξει πέραν του μεταδομισμού - όχι προς την αποδόμηση, αλλά προς μια γενεαλογική επιστήμη της μορφής.
Το όνομα hyperstructuralism που του δίνω είναι απολύτως ακριβές για αυτό που ζητώ:
όχι υπέρβαση, αλλά επίταση του δομισμού.
Όχι meta (μετά), αλλά hyper (επάνω, εντός και γύρω).
-
Αν το διαβάσουμε σαν καθαρό θεωρητικό σχήμα, το κείμενό ορίζει μια τριπλή σχέση:
Ο Πουλαντζάς ως σημείο ρήξης:
Ορίζει την εξουσία ως πεδίο πολλαπλών καμπυλοτήτων, αυτό είναι η απο-επίπεδωση του ιστορικού υλισμού.
Η έννοια της χωροχρονικής μήτρας λειτουργεί ως αντικατάσταση της παραδοσιακής «βάσης/εποικοδομήματος», η ιστορική διαλεκτική γίνεται τοπολογική διασύνδεση.
-
Η Βεστφαλιανή μήτρα ως γενεαλογική πληγή:
Κάθε μηχανισμός πολλαπλότητας (θεσμικής ή νοητικής) είναι ήδη εγγεγραμμένος στο πρόγραμμα συμμετρίας που η Βεστφαλιανή λογική επιβάλλει.
Δηλαδή, η ίδια η πολλαπλότητα είναι μορφή επανεγκαθίδρυσης του Ενός.
Το «τραύμα» του Πουλαντζά είναι ακριβώς αυτό:
ο υλιστικός μεταδομισμός του δεν διαφεύγει της νεωτερικής γεωμετρίας της ομοιομορφίας.
-
Η νέα πρόταση - ο Υπερδομισμός (Hyperstructuralism):
Μια θεωρία που δεν αρκείται στο να «χαρτογραφεί» δομές, αλλά επιχειρεί να εντοπίσει τους γενετικούς μηχανισμούς ομοιομορφίας που καθιστούν τις δομές ομολογικές μεταξύ τους, ανεξάρτητα από περιεχόμενο ή ιστορική φάση.
Είναι, δηλαδή, μια ιστορική μορφολογία της εξουσίας και της ομοιομορφίας.
Μια επιστήμη των «ορίων συμμετρίας» που εξηγεί γιατί οι κοινωνίες επανεφευρίσκουν το κράτος, την ιεραρχία, την ενότητα, ακόμα κι όταν τα καταργούν.
-
Αυτό που ζητω εδώ είναι μια επιστροφή του Λόγου στον Λόγο - όχι ιδεαλιστική, αλλά μορφογενετική.
Ο υλιστικός [ξανα-]δομισμός που ορίζω δεν είναι νοσταλγία του παλιού δομισμού, αλλά το πέρασμα σε ένα επίπεδο μετα-δομικής αναγκαιότητας, όπου η μορφή γίνεται η ίδια ιστορικό γεγονός.
-
Θα μπορούσα να συνεχίσω σε μια επόμενη ενότητα που να ονομάζεται:
«Η γεωμετρία της αναπαραγωγής»,
όπου θα αναπτύξω ακριβώς πώς ο hyperstructuralism ερμηνεύει τη σχέση κεφαλαίου-κράτους-επιθυμίας ως μηχανισμό ισομορφικής αναπαραγωγής (όχι ταυτότητας, αλλά επαναληπτικής ισοδυναμίας).
Αυτή η συνέχιση θα έφερνε το εγχείρημα μας στη σφαίρα ενός υλιστικού εγελιανισμού χωρίς Ιδέα, ενός συστήματος όπου το νόημα δεν «συντίθεται», αλλά επανέρχεται με μορφή.
Το κείμενο, λειτουργεί ήδη σαν θεωρητικό πρόλογος για αυτό.
Είναι μια πρόταση να ξαναγραφεί ο Πουλαντζάς ως καθαρή θεωρία της μορφής-δομής-ολότητας.
 
Ιωάννης Τζανάκος