Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Κριτική στην αφηρημένη στατιστικοποίηση της ταξικής σύνθεσης. Η μικροαστική δομή ως διαλεκτικό τυφλό σημείο της ψευδο-δομιστικής «ποσοτικής ανάλυσης» τύπου Μηλιός-και-συνεργάτες.

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνική επιστήμη, και ειδικότερα στις αναλύσεις της ταξικής σύνθεσης που επιχειρούνται με όρους ποσοτικής στατιστικής ή «δεικτοποίησης» (όπως σε ορισμένα έργα των Μηλιού και Ιωακείμογλου), παρατηρείται ένα χαρακτηριστικό μεθοδολογικό φαινόμενο.
Η αποδιάρθρωση της μαρξιστικής διαλεκτικής της σχέσης ποσότητας-ποιότητας και η αντικατάστασή της από μια λογική αφηρημένης μετρησιμότητας.
Η κοινωνική δομή μετατρέπεται έτσι σε πίνακα ποσοστών, και η ταξική ανάλυση μετατίθεται από τη σχέση εκμετάλλευσης στην απλή καταγραφή οικονομικών ροών και επαγγελματικών κατηγοριών.
Η επίφαση αυτής της «ουδετερότητας» οδηγεί σε μια ιδεολογική παραμόρφωση.
Η ταξική σύνθεση παύει να νοείται ως σχέση κοινωνικών δυνάμεων και αναπαρίσταται ως σύνολο στατιστικών μεριδίων μέσα στην παραγωγή ή στο εισόδημα.
Έτσι, η μικροαστική διάσταση της ελληνικής κοινωνίας -ιστορικά και πολιτικά κρίσιμη- εξαφανίζεται μέσα στη στατιστική ασημαντότητα των αριθμών της.
*
Η διαλεκτική ποσότητας και ποιότητας.
Στον Μαρξ, η ποσότητα δεν είναι ποτέ ουδέτερη.
Είναι μορφή φαινομενικότητας της ποιότητας, και η μεταβολή της μπορεί να επιφέρει ποιοτικό άλμα, τη μετάβαση από μια κοινωνική μορφή σε άλλη.
Η αφηρημένη ποσοτική ψευδο-δομιστική ανάλυση τύπου Μηλιού, όμως, αντιμετωπίζει τις κατηγορίες ως συνεχείς και ισοδύναμες μονάδες, όπου η διαφορά εκμετάλλευσης, ιδιοποίησης και εξουσίας εξαφανίζεται μέσα στη λογική του «ποσοστού συμμετοχής».
Έτσι, ενώ η μικροαστική τάξη (οι μικροϊδιοκτήτες, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μικροεργοδότες) αποτελεί τον κοινωνικό ιστό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, εμφανίζεται στα διαγράμματα ως δευτερεύουσα ή «ασήμαντη» συνιστώσα, επειδή το μερίδιό της στο συνολικό κεφάλαιο ή στην παραγωγή υπεραξίας είναι μικρό.
Αυτό το μεθοδολογικό λάθος έχει και πολιτικές συνέπειες.
Εφόσον η ανάλυση αποτιμά την ισχύ των τάξεων με βάση την ανταλλακτική αξία των κεφαλαίων τους, καταλήγει να ταυτίζει την ταξική δύναμη με την οικονομική συγκέντρωση.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδεολογικό σχήμα όπου η κοινωνία εμφανίζεται ως καθαρά διπολική: από τη μια το μεγάλο κεφάλαιο, από την άλλη η μισθωτή εργασία.
Ο ενδιάμεσος χώρος των μικροϊδιοκτητών -που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μηχανισμός πολιτικής σταθεροποίησης και κοινωνικής πειθάρχησης- εξαφανίζεται ως «στατιστικό υπόλειμμα».
*
Παράδειγμα: η ιδιοκατοίκηση και η μικροϊδιοκτησία.
Η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη, αλλά αυτό το γεγονός, αντί να ερμηνεύεται ως ποιοτικός δείκτης μικροαστικής κοινωνικής διάρθρωσης, αντιμετωπίζεται συχνά ως ποσοτικό στοιχείο ιδιαιτερότητας χωρίς ταξική σημασία.
Η ανάλυση που περιορίζεται στην ανταλλακτική αξία των κατοικιών ή στον βαθμό δανεισμού των νοικοκυριών καταλήγει να θεωρεί τους μικροϊδιοκτήτες «πληβείους με ακίνητα», δηλαδή κατεστραμμένους μικροαστούς, και όχι φορείς αναπαραγωγής της μικροαστικής εξουσίας στην κοινωνία.
Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτής της ιδιοκτησίας είναι υποθηκευμένο δεν αναιρεί τον ταξικό της ρόλο, αντίθετα, τον ενισχύει.
Ο δανεισμένος μικροϊδιοκτήτης παραμένει κυρίαρχος στην καθημερινή μικροκλίμακα, ακόμη και αν εξαρτάται από το τραπεζικό κεφάλαιο.
Η εξάρτηση αυτή δεν τον καθιστά προλετάριο, αλλά εσωτερικό μεσολαβητή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Εκμεταλλεύεται ενοικιαστές, μετανάστες εργάτες, οικογενειακή απλήρωτη εργασία, διαχειρίζεται μικρές ροές υπεραξίας που αναπαράγουν την πολιτική του συνείδηση ως «ανεξάρτητου» και «νοικοκύρη».
Η διαλεκτική σχέση του με το μεγάλο κεφάλαιο είναι σχέση παράδοξης συνενοχής, εξαρτάται από αυτό, αλλά ταυτόχρονα το υποστηρίζει ιδεολογικά, εφόσον ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του ως «εν δυνάμει μεγάλο».
Όταν αυτή η συνθήκη αποτιμάται μόνο με βάση ποσοτικούς δείκτες, εξαφανίζεται η ποιοτική ισχύς του μικροαστισμού ως κοινωνικής τάξης.
Οι αναλυτές, αγνοώντας την πολιτική βαρύτητα της μικροϊδιοκτητικής νοοτροπίας, καταλήγουν να βλέπουν μια «καθαρά μεγαλοκαπιταλιστική κοινωνία» και να υποτιμούν την ιδεολογική ισχύ των ενδιάμεσων στρωμάτων.
Όμως η Ελλάδα, μακράν του να είναι μόνον διπολική, είναι και βαθιά πολυστρωματική, με ένα τεράστιο σώμα μικροαστών που συγκροτούν το συντηρητικό πυρήνα της κοινωνίας -και αυτό δεν αποτυπώνεται σε καμία «μαρξιστικο-δομιστική» στήλη Excel.
*
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και η μικροαστική ψευδαίσθηση αυτονομίας.
Το ίδιο ισχύει για τη μάζα των ελεύθερων επαγγελματιών, γιατροί, μηχανικοί, λογιστές, δικηγόροι, τεχνίτες, επαγγέλματα μεσαίας ειδίκευσης.
Στατιστικά, παρουσιάζονται ως «μεσαίο στρώμα με χαμηλό εισόδημα», αξιακο-ανταλλακτικά, ως περιορισμένοι κεφαλαιοκράτες.
Όμως η κοινωνική τους λειτουργία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με όρους εισοδήματος ή κεφαλαιακού αποθέματος, είναι ποιοτική μορφή κυριαρχίας.
Κατέχουν την τεχνογνωσία, τους μικρούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης, την πολιτισμική εξουσία.
Αποτελούν το βασικό δίκτυο μέσα από το οποίο η αστική κυριαρχία διαπερνά τον κοινωνικό ιστό: ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο εργολάβος είναι το κράτος σε μικρογραφία.
Η αφηρημένη ανάλυση που τους ταξινομεί ως «μικροκεφαλαιούχους με φθίνον εισόδημα» χάνει το ουσιώδες: ότι αποτελούν ποιοτική προϋπόθεση του ίδιου του κοινωνικού δεσμού, και όχι απλώς κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας.
Αν η μαρξιστική ανάλυση επιμένει στη σχέση εκμετάλλευσης, είναι ακριβώς γιατί το ποσοτικό δεν αρκεί, χρειάζεται η κατανόηση της μορφής και της λειτουργίας της εξουσίας, εκεί όπου η μικροαστική μορφή είναι ο πιο αποτελεσματικός φορέας ιδεολογίας και πειθαρχίας.
*
Το πρόβλημα της «ποσοτικής ουδετερότητας».
Η στατιστικοποίηση της ταξικής ανάλυσης παράγει ένα είδος (ψευδο-)δομιστικού/επιστημονικού φετιχισμού.
Οι αριθμοί αντικαθιστούν τη σχέση, και η κοινωνία εμφανίζεται ως ουδέτερο πεδίο κατανομών. Όμως η κατανομή δεν είναι ουδέτερη, είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης, ιστορίας, βίας, και η ποσοτική της μορφή είναι απλώς η επιφάνεια. Η μεθοδολογία που παρακάμπτει αυτή τη διαλεκτική αποπολιτικοποιεί το αντικείμενό της, αναπαράγοντας την αστική ψευδαίσθηση ότι οι τάξεις είναι απλώς «εισοδηματικά στρώματα».
*
Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με όρους ποσοτικών ισοζυγίων.
Είναι εκτός από μια κοινωνία υπό την κυριαρχία των μεγαλοκαπιταλιστών Και ένα ιστορικό σύμπλεγμα μικροαστικών μορφών εξουσίας, οικογενειακών σχέσεων παραγωγής, οικιακής εκμετάλλευσης και πολιτισμικής ιδιοκτησίας.
Το μικροαστικό στοιχείο δεν είναι απλώς ένας αριθμός στη μέση της κατανομής, αλλά το θεμέλιο της κοινωνικής κυριαρχίας.
Η αφηρημένη στατιστική ανάλυση, όταν δεν υποτάσσεται στη διαλεκτική της σχέσης ποσότητας και ποιότητας, λειτουργεί τελικά ως ιδεολογικό όργανο της ίδιας της κυριαρχίας που υποτίθεται πως μελετά.
*
Η ποσοτική ασημαντότητα των μικροαστών ως κεφαλαιοκρατών δεν συνεπάγεται κοινωνική ή πολιτική αδυναμία, αντιθέτως, η μικροαστική τάξη, μέσω της διάχυσής της, αποτελεί το κύριο θεμέλιο αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας.
Μια ανάλυση που περιορίζεται στην αριθμητική δεν μπορεί να δει το ποιοτικό βάρος αυτής της διάχυσης, γιατί δεν διαθέτει την έννοια της μορφής της εξουσίας.
*
Η διαλεκτική της ποσότητας και της ποιότητας δεν είναι μόνον φιλοσοφικό ζήτημα, είναι η προϋπόθεση κάθε σοβαρής κοινωνικής θεωρίας.
Αν η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να εμφανίζεται ως «καθαρά μεγαλοκαπιταλιστική» ενώ διαποτίζεται από μικροαστικές σχέσεις, αυτό δεν είναι ιστορική ιδιορρυθμία αλλά μεθοδολογική τύφλωση.
Μόνο όταν επανεισαχθεί η διαλεκτική διάσταση - όταν η ποσότητα διαβαστεί ως μορφή εμφάνισης της ποιότητας- θα γίνει φανερό ότι το ταξικό πρόβλημα της εργαζόμενης ελληνικής και μεταναστευτικής κοινωνίας δεν είναι μόνον η «υπερπαρουσία» μεγάλου κεφαλαίου (πράγμα που είναι ταξικά αυτονόητο και κύριο στοιχείο τής αναγκαίας ταξικής συνείδησης και πρακτικής μας), αλλά επίσης Και η «πανταχού παρουσία» του μικροαστισμού ως ποιοτικής συνθήκης κυριαρχίας.
 
Ιωάννης Τζανάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου