Η ελληνική κοινωνική συγκρότηση, περισσότερο από κάθε άλλη μεταπολεμική ευρωπαϊκή, έχει θεμελιωθεί πάνω σε ένα παράδοξο.
Η ίδια η συνθήκη της εξάρτησης από το κεφάλαιο και το κράτος μεταφράστηκε ιστορικά ως συνθήκη ατομικής «αυτονομίας».
Αυτό το παράδοξο έλαβε συγκεκριμένη μορφή στη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, η οποία αποτέλεσε το φαντασιακό κέντρο βάρους τόσο της πολιτικής οικονομίας όσο και της κοινωνικής ηθικής.
Στην Ελλάδα, η μικροϊδιοκτησία δεν ήταν ποτέ απλώς μια οικονομική κατηγορία, υπήρξε το συμβολικό υπόβαθρο της εθνικής και ταξικής ταυτότητας.
Η κατοχή ενός σπιτιού, ενός αγροτεμαχίου, ενός καταστήματος ή ενός μικρού οικοδομικού οικοπέδου αποτέλεσε τη μορφή της κοινωνικής υπόσχεσης που αντικατέστησε κάθε έννοια συλλογικής χειραφέτησης.
Η εσωτερίκευση αυτής της υπόσχεσης συνέβαλε καθοριστικά στον μικροαστικό προσανατολισμό του ελληνικού κινήματος.
Από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα, τα περισσότερα κινήματα που εμφανίστηκαν ως «λαϊκά» ή «ριζοσπαστικά» δεν υπερέβησαν ποτέ αυτό το θεμέλιο, υπερασπίστηκαν την ιδιοκτησία, όχι την εργασία, υπερασπίστηκαν το σπίτι, όχι την κατοίκηση, υπερασπίστηκαν τον μικροϊδιοκτήτη απέναντι στο κράτος ή την τράπεζα, αλλά σιώπησαν για τον ακτήμονα, για τον ενοικιαστή, για τον μετανάστη εργάτη που δεν κατέχει ούτε στέγη ούτε λόγο.
Η ιδεολογία της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας διαμόρφωσε έναν βαθύτατα αμυντικό ανθρωπολογικό τύπο: τον πολίτη που φοβάται την απώλεια περισσότερο από την αδικία, που θεωρεί την κατοχή αντικειμένων ως συνώνυμη της ελευθερίας, και την απώλεια αυτών ως μορφή εξόντωσης.
Στον τύπο αυτό, το σπίτι και το μικρό κεφάλαιο δεν είναι εργαλεία επιβίωσης, αλλά μεταφυσικά υποκατάστατα του εαυτού.
Έτσι, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας από το χρέος ή την εκποίηση εμφανίζεται ως κοινωνική αυτοάμυνα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί πράξη υποταγής στην ίδια τη δομή που παρήγαγε το χρέος.
Η κρίση του 2010 και τα επακόλουθα κινήματα έδειξαν με οδυνηρή σαφήνεια το βάθος αυτής της αλλοτρίωσης.
Η μαζική υπεράσπιση της «πρώτης κατοικίας», οι πλατείες, οι καταλήψεις συμβολικού χαρακτήρα, όλα εμφορούνταν από μιαν αντιφατική κοινωνική συνείδηση, ο λαός αντιστεκόταν όχι στη μορφή της ιδιοκτησίας αλλά στην απώλειά της.
Η φαντασίωση της καθολικής μικροϊδιοκτησίας -η «ουτοπία του σπιτιού για όλους»- λειτούργησε ως το πιο αποτελεσματικό ιδεολογικό αντίδοτο στην ταξική συνείδηση.
Ο ακτήμονας δεν διεκδίκησε την κατάργηση της ιδιοκτησίας, αλλά το δικαίωμα να γίνει κι αυτός ιδιοκτήτης, δεν αμφισβήτησε τη λογική της αγοράς, αλλά τη θέση του εντός αυτής.
Το αποτέλεσμα είναι μια ιδιότυπη κοινωνική συμμαχία, που εμφανίζεται ως λαϊκή αλλά αποτελεί συμμαχία υπεράσπισης του μικροαστισμού.
Ο μικροϊδιοκτήτης μετατρέπεται σε φαντασιακό υποκείμενο όλων των τάξεων: ο αγρότης, ο τεχνίτης, ο δημόσιος υπάλληλος, ο ελεύθερος επαγγελματίας, όλοι αυτοπροσδιορίζονται ως «ιδιοκτήτες που απειλούνται».
Αυτή η συνείδηση απονεκρώνει την προλεταριακή αντίθεση, την αντικαθιστά με μια αντι-προλεταριακή φαντασίωση αξιοπρέπειας, όπου η εκμετάλλευση κρύβεται κάτω από την ηθική της αυτάρκειας.
Ωστόσο, η μικροϊδιοκτησία, ακόμη και στις πιο «δημοκρατικές» ή «σοσιαλιστικές» εκδοχές της, παραμένει εργαλείο κυριαρχίας.
Η σχέση του ακτήμονα προς τον μικροϊδιοκτήτη δεν είναι σχέση ελευθερίας, αλλά εξάρτησης, είναι η καθημερινή, έμπρακτη αναπαραγωγή της ιεραρχίας σε μικρογραφία.
Το μικρό αφεντικό, ο μαγαζάτορας, ο εργολάβος, ο αγρότης με έναν μετανάστη εργάτη, ο επαγγελματίας που εκμεταλλεύεται έναν βοηθό, δεν αποτελούν απλώς ενδιάμεσα στρώματα, είναι το τριχοειδές σύστημα του κεφαλαίου, εκεί όπου η εξουσία αποκτά οικιακή και συναισθηματική μορφή.
Εδώ η εκμετάλλευση δεν είναι θεσμική, είναι προσωπική, και γι’ αυτό συχνά σκληρότερη.
Η καθημερινή μικροτυραννία της αγοράς, η απλήρωτη εργασία, ο εκβιασμός των μεταναστών και των γυναικών σε οικιακούς και μικροβιοτεχνικούς χώρους, δεν είναι παραμορφώσεις, είναι το οργανικό προϊόν της μικροαστικής παραγωγικής μορφής.
Η υπεράσπιση αυτής της μορφής από τα κινήματα - είτε με τον λόγο περί «λαϊκής περιουσίας», είτε μέσω του αιτήματος για «προστασία της μικρής ιδιοκτησίας»- συνιστά μια ιδεολογική μετάθεση της ταξικής πάλης στο πεδίο του φόβου.
Το υποκείμενο δεν συγκρούεται πλέον για την εργασία, αλλά για να μην χάσει την ιδιοκτησία του, η σύγκρουση δεν είναι ανάμεσα σε τάξεις, αλλά ανάμεσα σε «κακούς δανειστές» και «τίμιους μικροϊδιοκτήτες».
Έτσι, η πολιτική σύγκρουση μετατρέπεται σε ηθικολογικό δράμα, το κεφάλαιο αποπροσωποποιείται, ενώ η ιδιοκτησία προσωποποιείται ως ηθικό αγαθό.
Από τη σκοπιά μιας μαρξιστικής-κριτικής θεωρίας της ιδιοκτησίας, μπορούμε να πούμε πως η μικροαστική φαντασίωση αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο η αστική κοινωνία εξουδετερώνει την ίδια τη δυνατότητα της ταξικής ανατροπής.
Η ιδιοκτησία λειτουργεί ως εσωτερικός μηχανισμός συμβιβασμού του προλετάριου με την τάξη των αφεντικών, ως υπόσχεση ότι κάποτε θα αποκτήσει και αυτός ένα μερίδιο.
Η μικροαστική ουτοπία είναι συνεπώς μια ουτοπία ενσωμάτωσης, όχι απελευθέρωσης, μια ψευδής συνείδηση που συγχέει την κατοχή με την ύπαρξη, την αποταμίευση με την αξιοπρέπεια, την εξουσία επί του χώρου με την ελευθερία.
Το ελληνικό φαινόμενο, λόγω της ιστορικής του ιδιομορφίας, παρουσιάζει αυτή τη διαδικασία σε σχεδόν καθαρή μορφή.
Η μετεμφυλιακή ανοικοδόμηση, το σύστημα των αντιπαροχών, η οικογενειακή οικονομία και η επιδότηση της μικρής επιχειρηματικότητας δημιούργησαν ένα πλήρες δίκτυο μικροϊδιοκτητικής εξουσίας.
Το σπίτι έγινε η «μικρογραφία του κράτους», ήτοι τόπος οργάνωσης, επιτήρησης, εξουσίας των γενεών και του φύλου, αναπαραγωγής της εργασιακής πειθαρχίας.
Έτσι, η κατοικία δεν είναι απλώς υλικός χώρος, αλλά μηχανισμός κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου το κεφάλαιο αναθέτει στους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους την ευθύνη της αυτοπειθάρχησης.
Η αντίσταση στο χρέος, όταν δεν συνοδεύεται από την αμφισβήτηση της ίδιας της μορφής ιδιοκτησίας, παραμένει εντός του κύκλου της εξάρτησης.
Η κατοικία ως εμπόρευμα συνεχίζει να επιβάλλει τον αποκλεισμό, καθώς ορίζει το «δικαίωμα στην κατοίκηση» ως συνάρτηση της αγοράς και όχι ως κοινωνικό δικαίωμα.
Το αποτέλεσμα είναι η διαιώνιση της αντίθεσης.
Ο ακτήμονας, αντί να διεκδικεί την κοινή χρήση του χώρου, παλεύει για την ατομική του αποκατάσταση.
Η πραγματική απελευθέρωση του ακτήμονα δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επέκτασης της μικροϊδιοκτησίας, αλλά μόνο μέσω της κατάργησης της ιδιοκτησίας ως θεμελίου της κατοίκησης.
Μια κοινωνία της κατοίκησης δεν μπορεί να είναι κοινωνία ιδιοκτητών, μπορεί να είναι μόνο κοινωνία χρηστών, κοινοποιών, συνεταιρισμένων υποκειμένων που αναγνωρίζουν τον χώρο ως κοινό, όχι ως αντικείμενο κληρονομιάς ή επένδυσης.
Η κοινωνική κατοίκηση, ο δημοκρατικός έλεγχος του χώρου, η συλλογική διαχείριση/ιδιοκτησία της γης, αποτελούν τους όρους μιας άλλης κοινωνικής μορφής, όπου το «σπίτι» δεν είναι πια μεταφυσικό υποκατάστατο του εαυτού, αλλά χώρος ύπαρξης εντός του κοινού.
Επομένως, ο μικροαστικός προσανατολισμός του ελληνικού κινήματος δεν είναι επιφανειακός ή συγκυριακός.
Είναι η ιστορική του παθολογία, η πιο βαθιά του αλλοτρίωση, η μετατροπή της χειραφέτησης σε ιδιοποίηση, της κοινότητας σε ιδιοκτησία, της ελευθερίας σε δικαίωμα αποκλεισμού.
Η έξοδος από αυτήν δεν μπορεί να είναι ηθική, πρέπει να είναι θεσμική και υλική.
Η κατάργηση και τής μεγάλης και της μικρής και τής μεσαίας ιδιοκτησίας ως ενιαίου όρου κοινωνικής ασφάλειας και η αντικατάστασή τους από μορφές συλλογικής κατοίκησης, κοινοκτημοσύνης και μη-εμπορευματικής χρήσης.
Η φαντασίωση του «σπιτιού για όλους» πρέπει να αποκαλυφθεί ως αυτό που είναι, η ύστατη μορφή ενσωμάτωσης των ακτημόνων στην τάξη των αφεντικών.
Ο δρόμος της ελευθερίας δεν περνά από την κατοχή ενός σπιτιού, αλλά από την κατάργηση της κατοχής ως κοινωνικής σχέσης.
Μόνο τότε η κατοίκηση θα πάψει να είναι προνόμιο και θα γίνει όρος του κοινού, μορφή του πραγματικά ανθρώπινου βίου.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου