Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [4]

 
Ψάχνοντας την πιθανή ανοησία σου, την αναπόφευκτη μερικές φορές, άνθρωπος είσαι, πρέπει νομίζω να ζητήσεις την βοήθεια άλλων ανόητων συνανθρώπων, άνθρωποι είναι, ανοησίες θα έχουν κάνει, κάποιες στιγμές τουλάχιστον θα έγιναν ανόητοι κι αυτοί.
Νομίζω ότι πέραν τού γενικού ότι ανόητος γίνεται κάποιος όταν «μπαίνει σε ξένα χωράφια», πρέπει να βρεθεί κάτι που να χαρακτηρίζει την ανοησία στον δημόσιο-πολιτικό χώρο τής κοινωνίας στον οποίο δεν μπορεί να ισχύσει το προαναφερθέν.
Αφού ο δημόσιος χώρος «ανήκει» σε όλους, δεν μπορείς να ισχυριστεί κάποιος ότι κάποιος άλλος μπήκε σε «ξένα χωράφια», εφόσον το «χωράφι» είναι κοινό και αδιαίρετο, αν μιλάμε για οποιαδήποτε μορφή δημοκρατίας ή κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης [στην αριστερίστικη αργκό].
Ερχόμαστε λοιπόν ξανά στο πρόβλημα τής ιδιότητας τού «πολίτη».
Δυστυχώς, ο ιστορικός σεκταρισμός τού κινήματος και ο στρατηγικός αντιδημοκρατισμός του (εφόσον «προβλέπεται» δια τής κατάργησης τού κράτους και η κατάργηση τής πολιτικής, άρα και τής ιδιότητας τού «πολίτη» «μέσα» στον «οικουμενικό άνθρωπο»), δυστυχώς λοιπόν, μας επιτάσσει να γράφουμε συνέχεια μια μετάφραση στην κινηματική στρατηγική «αντιπολιτική» αργκό:
Να μιλήσουμε λοιπόν και για τον άνθρωπο (ή το έμβιο που στην «αμαρτωλή πατριαρχική-αποικιακή ανθρωποκεντρική ταξική περίοδο» λέγονταν «άνθρωπος»!!), ως ενεργό υποκείμενο τής ελευθεριακής κοινότητας, και μετά από αυτή την κουραστική νεοαριστερίστικη «πρόσθεση», να ρωτήσουμε πάλι:
«Τι» θα μπορούσε να θεραπεύσει το διαρκές πρόβλημα τής ανοησίας, τής ξαστοχιάς, τής στρεβλής και παραμορφωμένης αντίληψης, ενός «πολίτη», δια μέσω των θεσμών τής πολιτικής κοινότητας ή Πόλης;
Ας ξεκινήσουμε με το αρχικό ερώτημα αν υπάρχει στην νεωτερική καπιταλιστική και (δυνητικά) μετα-καπιταλιστική εποχή «πολιτική κοινότητα» ή απλά Πόλη, Πόλις.
Μήπως τελικά ισχύει αυτό που λένε οι ιδεαλιστές δημοκράτες ότι αυτή η Πόλη δεν υπήρξε ποτέ εντός αυτής τής εποχής; παρά μόνον ίσως σε «στιγμές»;
Και στην αρχαία Ελλάδα όμως, για «στιγμές» μιλάμε, και όχι για όλη την ελληνική (πολιτικο-πολιτισμική) επικράτεια στην πορεία τού ιστορικού χρόνου, και βέβαια υπήρχε το «ζήτημα» τής δουλείας και τής ταξικής ιεραρχίας και εκεί, το οποίο καλά κάνουν και το τονίζουν οι μαρξιστές και οι αναρχικοί (χωρίς όμως αγαθή πρόθεση), ως ένα όχι και τόσο «ξεχωριστό» στοιχείο ακόμα και τής δημοκρατικής Πόλεως.
Βλέπουμε λοιπόν θραύσματα δημοκρατίας και καθολικής πολιτικής συμμετοχής, εκλάμψεις, σκόρπια και αντινομικά στοιχεία, ακόμα και εκεί όπου λάμπουν οι πιο άψογες μορφές αυτής τής πολιτικής μορφής, και στην αρχαιότητα και στην νεωτερική [καπιταλιστική/μετα-καπιταλιστική] εποχή.
Στο επίκεντρο τού δημοκρατικού ή «αριστερίστικα» τού αυτοδιευθυντικού ερωτήματος και αιτήματος βρίσκεται πάλι το ελάχιστο «μοναδολογικό» στοιχείο του, ο «πολίτης» ή το ενεργό πολιτικό-θεσμικό υποκείμενο.
Σε αυτό το σημείο εδράζεται και εκκινεί ίσως σήμερα, αναγκαστικά, το πρόβλημα και η προβληματική τής θεραπείας τής ατομικής ξαστοχιάς ανοησίας στρεβλής αντίληψης-και-ηθικής, τού ιδιωτεύοντος ατομικισμού ή «αντίθετα» (αλλά συμμετρικά «αντίθετα») τού υπερκοινωνικού ή κοινοτιστικού σεκταριστικού αντι-ατομικισμού, εφόσον από εκεί αναγκαστικά ξεκινάει ο μεμονωμένος στοχασμός ειδικά τού «νεωτερικού» υποκειμένου που εντέλει θέλει με κάποιο τρόπο να βγει έξω από το τείχος τής απομόνωσης για να μιλήσει, να ρητορεύσει, να ζητήσει το δίκαιο του, αλλά κυρίως και κυριότερα να δημιουργήσει το πεδίο εκείνο που περιέχει κάθε φορά την απόφαση για το τι είναι «δίκαιο» και «άδικο», το οποίο «δίκαιο» και «άδικο» δεν προϋπήρχε τού ίδιου τού πεδίου αυτού.
Αν ξεκινήσει κάποιος από τον στοχασμό, και από το πάθος ακόμα, για ένα «δίκαιο» και ενάντια σε ένα «άδικο», χωρίς να δημιουργήσει ένα έστω προπλασματικό πεδίο όπου αυτά δημιουργούνται εξαρχής και δεν ανακαλύπτονται σαν να υπήρχαν εξαρχής, τότε θα έχει υποκύψει πάλι σε μια μορφή «δικαιοκρατίας», άρα σε μια μορφή α-πολίτικης ηθικολογίας, άρα σε έναν ακόμα σεκταρισμό, σε μιαν ακόμα ιδιωτική θεολογία, σε μιαν ακόμα μεταφυσική διάκρισης και οντολογικής διαίρεσης μεταξύ πολιτικής θέσμισης και κοινωνίας-οικονομίας κλπ, άρα εντέλει θα έχει υποκύψει πάλι σε ένα είδος ολιγαρχικού και μόνον ολιγαρχικού αριστοκρατισμού, άρα εντέλει θα έχει στην φαρέτρα του πάντα την απαίτηση και αυτός και οι άλλοι «συνάνθρωποι» να συλλάβει-συλλάβουν κάποια προϋπάρχουσα αλήθεια.
Κάπου «εκεί» και η πιθανή ευφυία-ανοησία του, θα εκληφθεί ως μια καθαρά «μοναδολογική» και εγγενώς αυταρχική αναζήτηση τής αλήθειας που συμμετρικά θα εκβάλλει σε μιαν απώθηση τής αναλήθειας ως μορφής ανοησίας, σαν να μπορούσαν τελικά οι άνθρωποι να σκεφτούν την αρχή τής πολιτικής και κοινωνικής συγκρότησης «μόνοι» τους, και σαν να ήταν δυνατόν να υπήρχε μια ομάδα εκλεκτών που να έχουν αυτό το χάρισμα.
 
Ιωάννης Τζανάκος  
 
 

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [3]

 


Είναι αλήθεια ότι οι «βαθύτεροι» αντι-συριζαίοι δεν είναι οι δεξιές μιξοπαρθένες τής κρατικής/παρακρατικής μπατσοκρατίας, ούτε οι νοικοκυραίοι τού διαμερίσματος και τού καναπέ που τις θαυμάζουν με μια μαζοχιστική σεξουαλικότητα συνταξιούχου χρυσαυγίτη, αλλά δεν είμαστε ούτε και «εμείς» οι παραπλανημένες παρθενόπες τού σεκταριστικού αριστερισμού ή τού (τέως) αριστερίστικου πατριωτισμού που παρά την φαινομενική αγριάδα μας την πατήσαμε σαν τα ζώα με το κάλπικο δημοψήφισμα τού πολιτικού τυχοδιώκτη.
«Εμείς» οι τελευταίοι, και δεν είμαστε λίγοι, ακόμα αναρρώνουμε από την μαλακία μας και από τις «παρενέργειες» τής ιδεολογικής «φαρμακευτικής» αγωγής μας, οπότε ένα μεγάλο μέρος τής οργής μας, η οποία διαφέρει ανά περίπτωση, μπορεί να εκλαμβάνεται ως δημιουργικό μόνον αν το «καθαρίζουμε» συνέχεια από αυτές τις «παρενέργειες» και τις τοξίνες που παράγουν.
Χθες διάβασα και έφριξα με τον λόγο ενός υποψήφιου προστάτη-νταβατζή από τις υπόγες τής «ανανεωτικής» συριζαίικης λέρας, και σε μεγάλο βαθμό είναι σαν να πήρα στην κυριολεξία αυτά που έλεγε, σαν να μπορούσε δηλαδή αυτή η «λέρα μέσα από τη λέρα» να ήταν όντως κάτι σαν στρατηγίσκος μιας υπόγειας παραπολιτικής και παρα-πολιτισμικής συμπαιγνίας λούμπεν ή λουμπενοειδούς χαρακτήρα.
Το γεγονός ότι συμβαίνει και αυτό δεν σημαίνει ότι συμβαίνει όπως το φανταζόμαστε όταν το βλέπουμε μέσα από έναν δικό μας υποβλητικό λόγο, εν πολλοίς επηρεασμένο από την γενικότερη πλέον καχυποψία τού συντηρητικού λαϊκού περιβάλλοντος μας.
Στην πραγματικότητα ο Κυρίτσης και ο κάθε λίγδας τής λούμπεν μικροαστικής βαλκανιζατέρ εκδοχής τής «νέας αριστεράς», δεν διοικεί και δεν διευθύνει τίποτα παραπάνω από ένα υπερεκτιμημένο (και από τον ίδιο) κουραδόκαστρο.
Και η προστασία που πάει να πουλήσει είναι ακόμα και στο επίπεδο τής λούμπεν μικροαστικής επαγγελματικής της «ιδιότητας» ένα «παλτό», ανήμπορο να κεντρίσει το ενδιαφέρον ακόμα και χαμηλόβαθμων πρακτόρων κάποιας βαριεστημένης υπηρεσίας κάποιας από τις ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις.
Είναι προφανές ότι το μήνυμα τού «παλτού» έχει πολλούς πιθανούς «αποδέκτες», και μάλιστα ξένους επικυρίαρχους τού φαιδρού προτεκτοράτου, αλλά μιας και αυτοί οι επικυρίαρχοι είναι μάλλον σοβαρότεροι από αυτές τις λίγδες, τελικά καταλήγει να γίνεται αντιληπτό ως κάτι παραπάνω από μια ακόμα πορδή μόνο από τις ειδικές «αντι-συριζικές» κοινωνικές ομάδες που προαναφέραμε, στο πλαίσιο ενός γελοίου είδους δικομματικού ή διπολικού «αλληλοετεροκαθορισμού».
Βέβαια, κι έτσι ακόμα, και με δεδομένους τους μηχανισμούς των λούμπεν συνεννοήσεων και «φτιαξιμάτων» όπως περιγράψαμε αλλού, η κατάσταση μπορεί κάποια στιγμή να γίνει όντως επικίνδυνη και να ωθήσει σε νέες εκτροπές, με αρχική ευθύνη πάντα τής Δεξιάς.
Το ότι οι ιδεοληπτικοί, οι σεκταριστές και η τυχοδιωκτική ομπρέλα τους, καραδοκούν για να αξιοποιήσουν άλλο ένα, σχεδόν «προβλεπόμενο», ολίσθημα των θρασύδειλων τραμπούκων τού δεξιού παρακράτους, οι οποίοι μάλιστα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ιδιαίτερα ευφυείς, δεν δικαιολογεί αυτό το παρακράτος.
Μπορεί αυτό το «πράμα», να τη γλύτωσε άλλη μια φορά μέσω τής ασύλληπτης μαλακίας των τυχοδιωκτών και των σεκταριστών να φέρουν χουλιγκάνικες ενισχύσεις, αλλά πάντα υπάρχει «άλλη μια φορά» και πάντα υπάρχει η πιθανότητα τής παρεκτροπής.
Το παιχνίδι με τον «ηλίθιο και τον πανηλίθιο», όπου ο ένας αλλάζει ρόλο με τον άλλο, μερικές φορές μέσα στην ίδια μέρα, μπορεί να δίνει στην «ατμόσφαιρα» την γενικότερη εικόνα ενός κιτς γκροτέσκο στην άκρη τής βαλκανικής, χωρίς να προβλέπεται «πραγματικό αίμα», αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς..
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
  

Ο Προστάτης που παράγει το αγαθό τής Προστασίας μαζί με το αντίθετό του, ΜΙΛΗΣΕ. Διαβάζεται και «αντίστροφα». Καιρός να δούνε μερικοί ΠΟΙΟΙ τούς εργαλειοποιούνε, αν και μάλλον πολλοί από αυτούς το ξέρουνε..

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο που λέει "Γιώργος Κυρίτσης @giorgoskyritsis Αν δεν θέλετε τέτοιες εικόνες, πάρτε πίσω τον V. Κεραμέως. Όταν βάλετε αστυνομία στα πανεπιστήμια, κάθε βδομάδα θα έχουμε σκηνικά Νέας Σμύρνης" 

Ο Προστάτης που παράγει το αγαθό τής Προστασίας μαζί με το αντίθετό του, ΜΙΛΗΣΕ. 
Διαβάζεται και «αντίστροφα»:
Ο Προστάτης που υπονοεί ότι παράγει το αντίθετο τής ασφάλειας, δηλαδή την ανασφάλεια, για να επιβεβαιώσει υπονοούμενα τον «ρόλο» του ως τού «ορθού προστάτη» ο οποίος μόνον αυτός ως υποτιθέμενος παραγωγός της μπορεί να μας «χαρίσει» το αντίθετό της, δηλαδή την ασφάλεια, ΜΙΛΗΣΕ.
Καιρός να δούνε μερικοί ΠΟΙΟΙ τούς εργαλειοποιούνε, αν και μάλλον πολλοί από αυτούς το ξέρουνε..
Τι λέει η ανταρσύα;
Τίποτα δεν λέει, ένοχη και μοιραία, όπως η ελλαδική αναρχία.
Ο κεντρικός παραγωγός τής τυφλής Βίας βέβαια δεν εντοπίζεται στο κόμμα των τυχοδιωκτών, αλλά σε όλο το φάσμα τής αστικής τάξης και ελίτ στην χώρα, με πρώτη πρώτη την Δεξιά και τους παρακρατικούς μηχανισμούς της, αλλά ο Σύριζα δεν παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο, και δεν είναι όπως λένε πολλοί μετανοημένοι «σταλινικοί» ένα καλούτσικο τελικά αστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά το κόμμα τής αριστερίστικης σεκταριστικής σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή ένα ιστορικό και ιδεολογικό έκτρωμα που πρέπει να πάψει να παίρνει πάνω από 3%, για να πάψει και η Δεξιά να έχει την οποιαδήποτε δικαιολογία και νομιμοποίηση για να αναδιοργανώνει το νέο μπατσοκρατικό δεξιό κράτος της.
 
Ιωάννης Τζανάκος

 

 

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [2]

 

 1.
Πάντα υπάρχει το ζήτημα των έμμεσων επικοινωνιών και συντονισμών όχι μόνον μεταξύ αντίθετων και αλληλομισούμενων «παρατάξεων» αλλά και μεταξύ διαφορετικών ετερογενών κοινωνικοπολιτισμικών ομάδων που δεν θέλουνε να υπάρχει μεταξύ τους άμεσος κοινωνικός συγχρωτισμός.
Εγώ ονομάζω αυτή την συνεννόηση «συνεννόηση με τα μάτια».
Το «καλό» για αυτούς που την πραγματοποιούν είναι ότι δεν εκτίθενται στα βλέμματα άλλων αντιπάλων τους, αλλά περισσότερο ότι πραγματοποιούν έναν υπόρρητο, αλλά όχι «συνωμοτικό» συντονισμό μεταξύ τους, χωρίς βέβαια μερικές φορές να λείπουν κάποιες εντελώς απαραίτητες «συνεννοήσεις».
Μερικές φορές έχω την «εντύπωση» ότι οι ευρύτερες κοινωνικές και ταξικές ομάδες και συσσωματώσεις σε φάσεις ακραίας αλλοτρίωσης και κακώς εννοούμενης «μαζοποίησης» είναι σαν να λειτουργούν σαν «μαφιόζοι» ή σαν πελάτες «μαφιόζων» που μοιράζουν (χωρίς να το λένε) ρόλους σε μια «κοινωνική συνεργασία».
Αλλά ούτε αυτό δεν συμβαίνει στην κυριολεξία του, εφόσον οι διάφορες συνεννοήσεις, και αλληλοεργαλειοποιήσεις αυτού τού είδους, γίνονται με την ταυτόχρονη «παρουσία» μιας βαθιάς ενοχής που προκύπτει από την αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ των «συνεννοούμενων» και «αλληλοεργαλειοποιούμενων», η οποία προκαλεί μιαν αναγκαία μυστικοποίηση τού φαινομένου που δεν μπορεί να συγκριθεί με την ειλικρινή συνεννόηση των μαφιόζων όταν είναι μόνοι τους μακριά από τα περίεργα βλέμματα.
Ποιος θα το έλεγε ότι θα φτάναμε να ψάχνουμε στον αθλητικό λαϊκό κόσμο και υπόκοσμο τα εξουσιαστικά εργαλεία τής σημερινής καταναλωτικής και αλλοτριωμένης θεαματικής εξέγερσης;
Δεν τα έχει εργαλειοποιήσει κανένας αυτά τα εργαλεία, αυτοεργαλειοποιούνται «μόνα» τους [πλεονασμός], αλλά σε ένα πλαίσιο οριζόντιων και παράλληλων επαφών «με τα μάτια» και μέσω «φυτεμένων» αγκιτατόρων παρατηρητών και τοποτηρητών και των δύο πλευρών, υπάρχει ταυτόχρονα μια επισφαλής εύθραυστη αλληλοεργαλειοποίηση.
Ο λόγος περί «λούμπεν», όταν αναφερόμαστε σε όλα αυτά, δεν επαρκεί, και αν δεν «διαμεσολαβηθεί» από μιαν ευρύτερη κοινωνιολογική ανάλυση μπορεί να γίνει χρήσιμος σε μια ηθικολογική συντηρητική ρητορική, από άτομα τα οποία την ίδια στιγμή μπορεί να συμμετέχουν στις αλληλοεργαλειοποιήσεις.
Μιλάμε για τον δρόμο, και ο δρόμος δεν είναι λούμπεν, αλλά ότι έχει «εντός» του σπηλιές και μυστικά δεν μπορούμε πλέον να το κρύψουμε από τον εαυτό μας και τους άλλους.
Δεν νιώθω τίποτα για όλα αυτά, μπορώ να πω ότι με αφήνουν αδιάφορο ως «υποκείμενο», αλλά είναι βλέπεις η ζωή τής Πόλης τής χώρας. Μια Πόλη έχει αυτή η χώρα και αυτή συνεχίζει να είναι νοσηρή με έναν τρόπο που θυμίζει τις δυτικές μητροπολιτικές Πόλεις αλλά από την άλλη δεν τις θυμίζει και τόσο, τι να σημαίνει άραγε αυτό;

2.
Η «τεχνική» τού θυμού υπάρχει πριν τον θυμό, ο θυμός δεν είναι ένα αυθόρμητο φαινόμενο που εκφράζεται με μια ενιαία «τεχνική» μορφή, αλλά ένα φαινόμενο που ξεσπάει ή αναδύεται ως αυθόρμητο αφού πρώτα έχει μορφοποιηθεί και «τεχνικοποιηθεί» από την πολιτική και ιδεολογική/πολιτισμική θέσμιση των ανθρώπινων πραγμάτων μέσω πολλών και διαφορετικών θεσμών και κοινοτήτων-θεσμών.
Τα όρια και οι υπερβάσεις τους δεν οργανώνονται από τον θυμό, κατασκευάζονται και τεχνικοποιούνται από νοητικές-ψυχικές-πολιτισμικές πολιτικές δομές που προϋπάρχουν τού θυμού ή των θυμών.
Οπότε η συζήτηση για τον θυμό και την ηφαιστειώδη εκτύλιξη του όταν προϋπάρχει ένα «άδικο» είναι μια σεκταριστική συζήτηση για τα πανηγύρια, τα οποία όμως πανηγύρια μια χαρά τα βλέπω να ιντριγκάρουν και να διαμορφώνουν καταστάσεις με σκοτεινό, όπως είπαμε «μη-συνωμοτικό» μολοντούτο σκοτεινό τρόπο.
Μάθανε και διαμορφώθηκαν μερικοί να αγωνίζονται από μια φόρμα θυμού, και έχουν αρχίσει να ξεχνάνε το ίδιο το γεγονός ότι είναι φόρμα κι αυτή, κι όχι ο θυμός ο ίδιος σαν να υπήρχε από μόνος του.
Ο σεκταρισμός είναι τελικά κάτι σαν μια ιδιωτικοποίηση και κάτι σαν μια ιδιωτεία τού θυμού. 
 

Ιωάννης Τζανάκος

 
 


Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [1]

 
Πρόλογος.
Υπάρχει ένας καταιγισμός «στοιχείων» ή πτυχών τής πραγματικότητας που θέλω να σημειώσω, χωρίς να διεκδικώ πια την δυνατότητα μιας πλήρους εικόνας των πραγμάτων. 
Θα το κάνω από εδώ και στο εξής, και υπόσχομαι στους αναγνώστες μου να μην «κατεβάσω» ξανά ή τροποποιήσω τα λεγόμενά μου.
Η εποχή τής αναζήτησης μιας «πλατωνικής» «επαναστατικής αλήθειας» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για μένα, και έχει αντικατασταθεί από την εποχή τής αμφιβολίας και της απορίας.
Μακάρι να είχα αυτή την γνώση τής μη-γνώσης και σε παλαιότερες εποχές, και έτσι να απόφευγα τις αχρείαστες συγκρούσεις με άλλους «ομοιοπαθείς» ξερόλες ή απλά να απόφευγα την συζήτηση καν με τους (άλλους) ξερόλες.
Από ξερολισμό πάντως σύντροφοι και «σύντροφοι», φίλοι εχθροφίλοι και πρώην φίλοι, μια χαρά τα πήγαμε, ενόσω βέβαια και οι περιλάλητες «ελίτ τής σκέψης» καλλιεργούσαν, και καλλιεργούν ακόμα αυτό το νεωτερικό πάθος.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αδύνατον έστω και τώρα, για όλους μας, να δούμε τι συμβαίνει τελικά, ή απλά να απορήσουμε και να κυκλοφορούμε μεταξύ μας με μια έστω απορία κάθε φορά, και όχι σαν να είμαστε όλοι και ο καθένας ξεχωριστά μια «αλήθεια».
Η σειρά που εγκαινιάζω θα έχει τον τετριμμένο και ελπίζω προσγειωμένο τίτλο «σκόρπιες παρατηρήσεις», και το περιεχόμενο τους θα είναι όντως σκόρπιο και χαλαρό, και για λόγους ευκολίας συγγραφής και ανάγνωσης χωρισμένο σε αριθμημένα σημεία.
Τέλος προλόγου, αρχή καταγραφών αποριών:
 
1.
Μου προκαλεί ένα είδος ναυτίας ο τρόπος ανταλλαγής προπαγανδιστικών επιχειρημάτων μεταξύ των «ομάδων ερμηνείας» και των πολιτικών στρατών «διαμόρφωσης» «κοινής γνώμης».
Το έχω επισημάνει και αλλού, και θέλω να το ξαναπώ: 
Βλέπω ότι πολλές ιδεολογικές κατηγορίες εναντίον τού «άλλου», περιέχουν «εντός τους» ένα είδος προληπτικής και επιθετικής προ-απάντησης στην κατηγορία που περιμένει ο πομπός ότι θα εκπέμψει ο άλλος πομπός, που παρουσιάζεται αναγκαστικά δια τού λόγου ως δέκτης.
Σημειώνω ότι μερικές φορές αυτή η προ-απάντηση χρησιμοποιεί μια κατηγορία η οποία προβλέπεται ότι θα εξακοντιστεί από τον άλλο (αντίπαλο) πομπό: ο ένας πομπός εξακοντίζει στον άλλον μια κατηγορία την οποία περιμένει ότι θα την ακούσει από αυτόν (τον άλλο πομπό).
Ας μην είμαστε υποκριτές, όλοι έχουμε συμμετάσχει σε ερμηνευτικές «μάχες τού δρόμου» και έχουμε πιθανά χρησιμοποιήσει τέτοιες «τεχνικές», αλλά το πράγμα έχει ξεφύγει λίγο, ή μήπως πολύ, με αυτή την «τεχνική».
Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του για αυτά που λέει και για τις πιθανές συνέπειές τους.
Χωρίς καμία περιστροφή και χωρίς κανένα ελιγμό λοιπόν, θέλω να πω τα εξής:
 
2.
Από την δική μου σκοπιά παίρνω το ιδεολογικό ρίσκο εδώ και χρόνια, να θέτω τα όρια ανοιχτά, και να στέκομαι απέναντι σε πρακτικές που θεωρώ ότι είναι αδιέξοδες, στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που ζούμε.
Δεν θεωρώ ότι η επιθετική εξεγερτική «λογική» έτσι όπως διαμεσολαβείται από τις συγκεκριμένες πολιτισμικές-θεαματικές συνθήκες που ζει η οικουμένη, βγάζει κάπου.
Νομίζω ξέρετε ότι από παλαιότερα έθεσα ανοιχτά το ζήτημα τής παθητικής αντίστασης, τής πραγματικά παθητικής αντίστασης, ως τής καταλληλότερης μορφής αγώνα σήμερα, και αυτό έχει τις συνέπειές του και στην άποψη μου για την «τεχνική» έκφραση των διαμαρτυριών όταν τούτες ξεσπάνε -δίκαια τις περισσότερες φορές.
Υπάρχει πάντα στην φαρέτρα των κινημάτων, ως γενική δυνατότητα, και η βια και ο ένοπλος αγώνας, αλλά η κορύφωση ενός αγώνα σε ήπια βίαιο και έπειτα σε ανοιχτό ένοπλο αγώνα, υπό αυτές τις συνθήκες που ζει η οικουμένη σήμερα, δεν μπορεί να γίνει «επαγωγικά» άρα οδηγεί, σήμερα πάντα, στην καταστροφή.
Αν υπάρξει ανάγκη, πραγματικά αληθινή ανάγκη για βίαιη μεταμόρφωση ενός κοινωνικού αγώνα, αυτή μπορεί να είναι πλέον εφικτή και μη-σεκταριστική μόνον αν προϋπάρχει ένα είδος μαζικής λαϊκής βάσης, και πάλι δεν «δέσαμε τον γάιδαρό μας». 
Λόγω αυτής τής ανασχετικής λογικής που υπηρετώ από παλιά, από τότε που θεώρησα ότι έχει αλλάξει η εποχή σε μερικά πράγματα, και λόγω τής συνεπαγόμενης από όλα αυτά κόντρας μου με την άμεση «επαγωγή» στην «λαϊκή βία», ακόμα και στην «ήπια λαϊκή βία», είμαι και σε αυτό το ζήτημα σε κόντρα με σχεδόν όλο το περίφημο «κίνημα».
Επαναλαμβάνω ότι συνεχίζω να θεωρώ το στάδιο όξυνσης ενός αγώνα σε ένοπλο αγώνα, ως ένα απόλυτα εφικτό και λογικό και αναγκαίο στάδιο αν χρειαστεί να υπάρξει, αλλά αυτό σήμερα μπορεί να γίνει μόνον αν προϋπάρχουν μεγάλες μαζικές κοινωνικές υποστηρίξεις και συμμετοχές, μια εδραιωμένη δημοκρατική κουλτούρα στο «λαϊκό ακροατήριο» και φυσικά υπάρχει σημαντικός λόγος.
Μέχρι «τότε», όχι μόνο επιβάλλεται αλλά είναι και πιο γόνιμο και δημιουργικό να αναπτυχθεί μια «λογική» παθητικής αντίστασης.
Όχι μόνον όμως υπάρχει «τεχνικό» πρόβλημα, αλλά αυτό αντανακλά στο βάθος και ένα σημερινό ιδεολογικό πρόβλημα: 
Μεταξύ ένοπλης εξέγερσης και κινήματος αντίστασης δεν υπάρχει μόνον ένα μεγάλο πρακτικό κενό που σήμερα πρέπει να καλύπτεται όπως προείπαμε μόνο αν υπάρχει μαζικότατη κοινωνική βάση αλλά και πραγματικός ειδικός λόγος, αλλά υπάρχει και ένα ηθικό και πολιτισμικό κενό που σήμερα μπορεί να καλύπτεται, έτσι όπως καλύπτεται, με σεκταρισμό ή ακόμα χειρότερα με νεολαϊκίστικες ή ακόμα και χουλιγκάνικες πρακτικές. 
Η εξεγερτική κουλτούρα πάσχει σήμερα, και πλέον πάσχει νοσηρά. 
Να σας φέρω ένα παράδειγμα από αυτά που δεν θα με βόλευαν να σας τα φέρω, για να γίνει ακόμα κατανοητότερο αυτό που σας λέω:
Και στο Ιράν και στο Ιράκ έγιναν διαδηλώσεις τις οποίες εγώ τις στήριξα, από αυτή εδώ την σελιδούλα, και δεν μετανιώνω που τις στήριξα.
Και στο Ιράν και στο Ιράκ υπάρχουν κράτη που δεν αστειεύονται, χύνουν αίμα πολύ εύκολα, οπότε οι διαδηλωτές έχουν κάθε λόγο, μα κάθε λόγο, να αντισταθούν με μια μορφή βίας. 
Όμως, ξέρετε γιατί αν και δικαιολογημένη από μέρους τους αυτή η βία, τελικά ίσως και να τους χαντάκωσε;
Γιατί οι κοινωνίες, και αυτές οι βασανισμένες πραγματικά κοινωνίες, είναι σαν να μη θέλουν πια να υπάρχει μια άμεση κλιμάκωση στην βία, ακόμα κι αν αυτή είναι δικαιολογημένη, απόλυτα δικαιολογημένη από την άμεση βια των κρατών και των παρακρατικών συμμοριών τους.
Η «ανασχετικότητα» αυτή, των κοινωνιών, ακόμα και κοινωνιών που υποφέρουν πραγματικά από θύελλες κρατικής-παρακρατικής βίας, δεν θεωρώ ότι είναι αποτέλεσμα μόνον φόβου, ή προπαγάνδας ή κόπωσης ή «μικροαστικού αποπροσανατολισμού», αλλά ίσως και μιας πραγματικής «ασυνείδητης» κοινωνικής-λαϊκής επίγνωσης τής σημερινής δομικής απόστασης που χωρίζει την σημερινή αντίσταση με την στρατηγική βία που έχει πάντα ένα κίνημα στην φαρέτρα του αν τεθούν ακραία στρατηγικά ζητήματα.
 
3.
Ένα γενικό θεωρητικό σχήμα σκεπτικισμού απέναντι στο εξεγερτικό φαινόμενο, το οποίο όμως υφίσταται (ως θεωρητικό σχήμα) όπως σας το περιέγραψα, ως ιστορικά περιορισμένο και προσδιορισμένο σε ειδικές πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες, σημαίνει μια σειρά από πολιτικές επιλογές.
Η παραδοξότητα αυτής τής θεωρητικής κατάστασης, είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει απάρνηση τής ένοπλης πάλης, αν χρειαστεί σε έναν λαό, σε μια κοινωνική τάξη ή μια κοινωνία. 
Υπάρχει ένας αναγκαστικός ανασχετικός στρατηγισμός, αυτό είναι το κρίσιμο σημείο.
 
4.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι έτσι, δεν υπάρχει από την άλλη καμία ιδεολογική, πολιτική, ή δικαιακή δικαιολογία για την «εγκληματοποίηση» τής κοινωνικής πολιτικής βίας όταν αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα τής κρατικής και καπιταλιστικής βίας.
Το γεγονός ότι είναι σήμερα αδιέξοδη, αλλοτριωμένη, τυφλή, και μόνον «αυτό» μπορεί να είναι υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικο-ταξικές ιδεολογικές-πολιτισμικές συνθήκες, δεν σημαίνει ότι δεν είναι κατανοητή ως πολιτική και όχι ως άμεση εγκληματική βία. 
Θέλουμε να την ορίσουμε με την γενικότερη έννοια ως πολιτικό έγκλημα; ας την ορίσουμε έτσι, και ας την κρίνουμε «θετικά» ή με σφοδρότητα «αρνητικά», αλλά δεν μπορούμε να την δώσουμε στην δεξιά σαν «αιχμάλωτη υπόσταση» ενός τάχα «ηθικού κράτους».
Το πολιτικό έγκλημα είναι αυτό που λέει και σημαίνει: πολιτικό έγκλημα.
Μια βίαιη εξεγερτική μεταμόρφωση μιας κοινωνικής κίνησης μπορεί να σημαίνει κάποιες στιγμές κι αυτή ένα πολιτικό έγκλημα, και να σημαίνει αυτό που λέει και σημαίνει: πολιτικό έγκλημα.
Ακόμα και τότε ο όρος «πολιτικό έγκλημα» δεν σημαίνει κάτι προκαθορισμένα μεμπτό ή «αρνητικό», από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, και ειδικά από την «δική» μας, αλλά δεν σημαίνει επίσης κάτι προκαθορισμένα καλό και επαναστατικά άγιο μόνο και μόνο γιατί είναι πολιτικό έγκλημα.
Τελεία και παύλα.
Από εκεί και πέρα, μπορούμε, πολιτικά, να ορίσουμε πως και τι και σε ποιον προσανατολισμό κρίνουμε ένα πολιτικό έγκλημα ως ορθό= η επανάσταση είναι και πολιτικό έγκλημα, ως λανθασμένο= η εξέγερση μπορεί να είναι σε λάθος κατεύθυνση, ή ως αντίπαλο, άσχετα αν είναι ορθό ή λανθασμένο για τους αντιπάλους μας= είναι το πολιτικό έγκλημα τού αντίπαλου, οπότε η κρίση αν είναι ορθό ή λανθασμένο από την σκοπιά του μας αφήνει αδιάφορους αξιολογικά, αφού για μας είναι απλά κάτι το ξένο ή εχθρικό.
 
5.
Δεν υπάρχει αριστερός ή αναρχικός φασισμός. 
Υπάρχει όμως αριστερός και αναρχικός σεκταρισμός.
Όποιος δεν το κατανοεί αυτό και συνεχίζει να μιλάει με αυτούς τούς όρους, δεν παίζει πάντα συνειδητά το παιχνίδι τού αστισμού αλλά στην περίπτωση που δομεί λ.χ μια σφοδρή πολεμική με «αγαθούς» σκοπούς έχει παρανοήσει, και με αυτή του την παράνοια-παρανόηση είναι σαν να δομεί, χωρίς να το ξέρει ίσως, μιαν ιδεολογική και ψυχική «επικοινωνία» με την άκρα δεξιά και τον αστισμό στις πιο επιθετικές φάσεις του.
Με τους φασίστες δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμία ιδεολογική ή αξιακή συνεννόηση και καμία έμμεση ή άμεση αξιολογική επικοινωνία, η οποία μάλιστα να προκύπτει από την παράβλεψη των προηγουμένων.
Η μονομέρεια αυτής τής απόφανσης ή αυτού τού συμπλέγματος των αποφάνσεων είναι ανοιχτή και ξάστερη, σε αντίθεση με τις δεξιές ή τις ευρύτερες (και μη-δεξιές) αστικές αποφάνσεις περί μιας «δημοκρατίας» που στέκεται στην «μέση» μεταξύ αυτών των δύο ακραίων αυταρχισμών, τού αριστερού ή αναρχικού σεκταρισμού και τού φασισμού, σαν να ήταν αξιακά και ιδεολογικά/πολιτικά ισοδύναμοι, στην πραγματικότητα ευνοώντας τον πάντα-αστικό φασιστικό ή μη-φασιστικό αυταρχισμό.
Από την άλλη, σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει συνθηκολόγηση με τον αριστερό σεκταρισμό. 
Μια ουσιαστική ιδεολογική πολεμική και κριτική του θα ξεκίναγε με αυτές τις προϋποθέσεις. 

Ιωάννης Τζανάκος
 
 
  
 

2 κρίσιμα σημεία για το Kurdistan..

 

Προσωπική προλογική σημείωση:
Είναι παράξενο. 
Αν και θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει αντίσταση στο τουρκικό έθνος-κράτος και αυτή η αντίσταση να είναι θεμελιώδες στοιχείο τής ριζοσπαστικής στρατηγικής στην ελληνική επικράτεια, από την σκοπιά των λαϊκών τάξεων κυρίως, την ίδια στιγμή διαπιστώνω ότι αν υπάρχει αριστερά που να με εκφράζει αυτή βρίσκεται κάπου μεταξύ Τουρκίας, Κουρδιστάν και Ιράν.
Άραγε, ο υποτιθέμενος και «εντός» μου αριστερός πατριωτισμός υπάρχει; ή είναι το κέλυφος ενός δυνάμει διεθνισμού;
Δεν είναι προσωπικό, είναι πολιτικό.
---
 
Το κυρίως θέμα:
Το αίνιγμα μας δεν λύνεται χωρίς την τουρκική εργατική τάξη, αλλά και για την τουρκική και για την ιρανική εργατική τάξη, το αίνιγμα δεν λύνεται χωρίς την απελευθέρωση τής κουρδικής εθνότητας η οποία πλέον τείνει να μετατραπεί σε έθνος ή ακόμα και σε έθνος-κράτος.
Αμφισβητώ, συνεχίζω να αμφισβητώ όσους εξαρχής «διεθνιστές» στην ελληνική επικράτεια συνεχίζουν να περιφρονούν και να φοβούνται τον λαϊκό κουρδικό αγώνα.
Οι αιτιάσεις τους ότι το ΡΚΚ ήταν και είναι ένα μικροαστικό εθνικιστικό κίνημα, δεν πιάνουν τόπο, διότι αν τις δεις ήρεμα θα δεις ότι έτσι όπως γίνονται, «κακοπροαίρετα», είναι αιτιάσεις που δικαιολογούν εμμέσως την αποικιοκρατία τής τούρκικης αστικής τάξης και τού τούρκικου έθνους-κράτους.
Μιλάμε για ταξικές προφάσεις εν φιλοκεμαλιστικές αμαρτίαις, τόσο τής «νόμιμης» τούρκικης αριστεράς και των ακραίων μαοϊκών σεκταριστών (όχι όλων), όσο και τής ελληνικής και κυπριακής αριστεράς (και το κκε μέσα) που φοβούνται ότι η πιθανή διάλυση τής εθνικής-κρατικής ενότητας τού τουρκικού έθνους-κράτους, από μια κουρδική απόσχιση, θα ευνοούσε τον ελληνικό εθνικισμό και τον δυτικό ιμπεριαλισμό. 
Ό,τι φαίνεται να ευνοεί αυτούς τους παράγοντες «πρέπει», σύμφωνα με αυτή την ετεροκαθορισμένη «λογική», να καταπολεμηθεί. 
Όμως:
1.
Το ότι το ΡΚΚ είναι μικροαστικό-αστικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ή μάλλον ότι πιθανόν είναι και αυτό, δεν λέει τίποτα εξαρχής και εντέλει αρνητικό, αν το δεις ακόμα και με την οπτική των «κλασικών».
Ανοίξτε τα κιτάπια σας και διαβάστε τι λένε για αυτές τις περιπτώσεις, και το πως πρέπει να αντιμετωπίζονται από τις «αντικαπιταλιστικές» πρωτοπορίες.
Εμένα ούτε αυτά τα κιτάπια με καλύπτουν, αλλά εν πάση περιπτώσει, μιας και μιλάμε για κολλημένα άτομα όπως είναι οι σεκταριστές στην Ελλάδα, τους παραπέμπω εκεί.
2.
Πουθενά και ποτέ, οι μαρξιστές, και οι αναρχικοί, μιας άλλης εποχής (που παρά την ιδεολογική βιαιότητα της δεν ήταν ιδεολογικά χουλιγκάνικη όταν υπήρχε ιδεολογική πολεμική), δεν απαρνήθηκαν το ενδεχόμενο και το πολιτικό επαναστατικό «δίκιο» τής πιθανής και υπό συγκεκριμένες συνθήκες απόσχισης μιας εθνότητας από ένα έθνος-κράτος και μιας αναδιάταξης των υφισταμένων εθνοκρατικών συνόρων.
Είναι πάντα προτιμότερο να μην γίνονται βίαιες αλλαγές συνόρων και τα ζητήματα που αφορούν εθνοτικά δημοκρατικά και άλλα δικαιώματα να λύνονται εντός των υφισταμένων συνόρων, μέχρι τουλάχιστον να πάψουν να υπάρχουν έθνη-κράτη ή περιορισμένα πολυεθνικά κράτη ή μορφώματα.
Αν όμως η καταπίεση επιτείνεται, αν υπάρχει ενδεχόμενο εθνοκτονίας-γενοκτονίας, αν υπάρχουν διωγμοί, αν το κράτος ή έθνος-κράτος ξεπερνάει, όπως κάνει πολλές φορές, τα όποια «όρια», ναι, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα δικαίωμα απόσχισης και αλλαγής συνόρων.
Το ότι μπορεί ο εκάστοτε «ιμπεριαλισμός» να ποντάρει σε αυτές τις αποσχίσεις και να αξιοποιεί αυτές τις αποσχίσεις, το ότι ο εκάστοτε «ιμπεριαλισμός» μπορεί να υποδαυλίζει τις επιθυμίες απόσχισης εθνοτήτων και λαϊκών ομάδων σε αντίπαλα του έθνη-κράτη, δεν σημαίνει ότι εμείς, οι αριστεροί ή δημοκράτες, πρέπει με έναν ετεροκαθορισμένο τρόπο να κλείνουμε τα μάτια στην εθνική και αποικιοκρατική καταπίεση αυτών των εθνοτήτων και λαϊκών ομάδων.
Ο «αντιιμπεριαλιστικός» αλλά μερικές φορές και ο «αντικαπιταλιστικός» ετεροκαθορισμός από τον «ιμπεριαλισμό» είναι αντιδραστικός, και μάλλον ωθεί αυτές τις εθνοτικές και λαϊκές ομάδες [που έχουν διάφορες πιθανές «εσωτερικές» ταξικές συγκροτήσεις] ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά τού «ιμπεριαλισμού».
Ψάξτε, διαβάστε, μελετήστε, πως ο σοβινισμός μέρους τής τουρκικής αριστεράς, και τού επίσημου φιλοσοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος, ώθησε όχι μόνον Κούρδους αλλά και Τούρκους αριστερούς και κομμουνιστές να σχεδιάσουν και να πράξουν την εθνοτική/εθνική λαϊκή εξέγερση στο Κουρδιστάν.
Το ΡΚΚ ήταν το ώριμο φρούτο αυτών των διεργασιών όπως αποτύπωναν την κρίση εντός τής τούρκικης αριστεράς, και αν κάποιοι από τους σημερινούς ξερόλες θέλουν να μελετήσουν καλύτερα για να του ασκήσουν κριτική καλό θα ήταν να ξεκινήσουν την μελέτη τους με αυτή την προϋπόθεση, την μελέτη δηλαδή των λαθών και των αισχών τόσο των φιλοσοβιετικών κομμουνιστών όσο και των μαοϊκών ομάδων, προτού ρίξουν το ανάθεμα στο ΡΚΚ.
 
Υστερόγραφο, με νόημα:
Εγώ από την πλευρά μου έχω να πω το εξής:
Ο μονομετωπικός «αντι-ιμπεριαλισμός», όχι μόνον ο μονομετωπικός «αντι-δυτικοϊμπεριαλισμός», είναι αντιδραστικός, σκοτεινός, και ναι, θα το πω: μικροαστικός σεκταριστικός, είτε είναι «σταλινικός» είτε «αναρχοσταλινικός»-αυτόνομος.  

Ιωάννης Τζανάκος



 

The genocidal policy of the state and the body in the box, By Ali Çiçek

 

If Kurdish society surrendered to its pain, it would not be able to live on. The Kurdish resistance draws strength from pain and life from death. Thus in Kurdistan “resistance becomes life”.

We all know Halime Aksoy now. The mother who fought for three years to have the body of her fallen son and guerrilla fighter Agit Ipek (Nom de Guerre: Kemal Berxwedan) handed over. Agit had fallen in 2017 in Dersim. His remains were finally handed over to her: in a box and by mail – sent by the General Prosecutor’s Office in Dersim. Even if we should forget her name, it will be difficult to forget the picture on which she is pictured with the postal package. Halime Aksoy commented on this situation with the words: “I cannot say anything about it, I cannot find the words for it…”.

This box will remain in our memory as truth from now on. It contains both the truth of Kurdish society and the character of the Turkish state.

All this happened very “normally”. Cahit Özkan, Vice-Chairman of the AKP parliamentary group, said in the Turkish Parliament that it was ‘a few pieces of bone’ and that it was a normal procedure. How much does this statement of the AKP politician Özkan remind us of the words of a Polish man who was able to flee from a Nazi concentration camp: “They were able to kill people and behaved quite normally, I could not understand that”[1]. The state of this “normality” has taken on a different dimension in Kurdistan in the last five years.

Defending the Kurdish society

Through the resistance of the Kurdish freedom movement led by the Kurdistan Workers’ Party (PKK) for more than 40 years, the events in Kurdistan have attracted international attention. The Kurdish question has become an international issue in the 21st century. Moreover, the social awakening in Kurdistan has long since become a positive point of reference for leftist, progressive movements worldwide. Especially since the successful struggle for Kobanê by the self-defence forces of the YPG/YPJ, the revolution in Rojava with its pillars of radical democracy, women’s liberation and ecology inspires people worldwide to work for a just world without oppression and exploitation.

For these activists, a holistic approach to the Kurdish freedom movement and developments in Kurdistan is needed. Already in a previous article, we spoke of the “dialectic of revolution in Kurdistan”, and wrote “Because the resistance strategy of the Kurdish movement is a holistic one, political offensives in Northern Kurdistan support processes in Rojava. Backlashes in Southern Kurdistan can effect Rojava. The struggle is conducted on several levels. This is the dialectic of the revolution in Kurdistan, and within this framework, a holistic approach to the Kurdish freedom movement is needed, through which an effective solidarity can develop”[2].

Since the successful resistance in Kobanê in Western Kurdistan/Rojava, the focus has been on the social construction of an alternative social system oriented on the concept of “democratic confederalism” and its defence. Meanwhile, the geographically largest part of Kurdistan, namely Northern Kurdistan, is exposed to a real campaign of annihilation by the Turkish state. In this sense, the Kurdish freedom movement led by the PKK considers it as its main task to “defend (Kurdish society) under the threat of genocide”.

With this article, we want to take a closer look at this understanding of the Kurdish freedom movement. How does the Kurdish freedom movement evaluate its mission and task? What does it understand by the concept of “cultural genocide”, which for it is the central concept of the Turkish state? What does this mean for Kurdistan solidarity?

The box with the mortal remains of Agit Ipek was sent by the public prosecutor’s office to his parents in Amed (Diyarbakir)…

The defence of the “Kurdistan thesis” in the courtroom of Diyarbakir

The military prison of Diyarbakir is today best known for its role as a notorious torture centre after the fascist military coup of 12 September 1980 and the hunger strikes and resistance of PKK prisoners. The prison later became known worldwide under the name of “Diyarbakir’s hell”. The prisoners were systematically tortured and humiliated with brutal and fascist-motivated methods. Books and films like “14.Tîrmeh (July 14) – The Hell of Diyarbakir” describe the inhumane conditions in prison.

In the prison of Diyarbakir, alongside the resistance of the political prisoners, the political defence of PKK members like Mazlum Doğan or Mehmet Hayri Durmuş took place. This defence represents an important point in the history of the struggle for political self-determination in Kurdistan. The main PKK trial began on 13 April 1981 and was held against 591 PKK members. Despite five years of severe torture, at the trial a defence of around 20,000 pages was presented. This is the largest defence in the history of Kurdistan on this scale and holds great significance. Mazlum Doğan later said, in reference to the main trial, “the struggle for independence and freedom was settled in the court protocols.”

Let’s take a closer look at these logs:

Mazlum Doğan: If it wasn’t for the Kurdish question, we wouldn’t be here.

Kurdistan was characterized by colonial oppression, denial and self-denial. The existence of a Kurdish ethnic group was simply denied. At the beginning of his defence, Mazlum Doğan declared: “In the light of the present reality, I will not testify here either for myself or for the other persons who are on trial for the party cause, but I will testify as it is my responsibility to history.”

He then addressed terms and definitions in the indictment and explained, for example: “It is not called East and Southeast Anatolia, but Central-West-North Kurdistan”[3].

This introduction by Mazlum Doğan is significant in the context of colonialism and the relationship of oppression. Because the rulers define: they give the names. The relationship established with the defining power is important. It leads to objectification where there is no equal relationship. Instead, in court, the accused is prevented from forming his own sentences. The practice of power is legible and palpable in the protocols.

Mazlum Doğan picked apart the incorrect passages of the indictment piece by piece: “Here it says ‘independent, united, democratic Kurdistan’ and in other passages, it says ‘a Kurdish state based on Marxism-Leninism’. I must emphasise that the PKK’s programme does not say ‘Kurdish state based on Marxism-Leninism’, but as I explained. It is about building an independent, democratic and united country and a state which will be national and democratic and in which society will be self-governing. That is what the programme says.”

At the end of his defence, Mazlum Doğan entered the discussion about “Kurdish history”. He explained his knowledge about the Middle East, Kurdish society and Kurdistan: “The Middle East today is the centre of the contradiction between capitalism and socialism. Kurdistan is in a very strategic place in the Middle East. The geostrategic importance of Kurdistan must be properly understood. If you want to expel imperialism from the Middle East, to separate the Middle East from the imperialist-capitalist bloc, you have to make a revolution in Kurdistan where the reactionary of the Middle East is gathering. (…) I myself have read every publication about Kurdistan and the Kurds. I have not been satisfied with this, but I have also read texts in which there is only one sentence or word. If there was no problem called Kurds or Kurdistan, there would not have been people who deal with this topic. Social and societal phenomena are those that impose themselves at a certain time.”

Mehmet Hayri Durmuş: The existence of Kurdistan is no longer in question

Mehmet Hayri Durmuş, then a member of the PKK Central Committee, began his defence in court on 19 June 1981 after 45 days of hunger strike. Durmuş wanted to resolve one thing in his defence: The question of the “existence of the Kurds”. This issue was provocatively raised by the court again and again with racist and fascist questions. Some questions of the judge in this context were for example: “Where do you take this Kurd from, why do you fragment the Turkish nation? Where do you take it from without knowing the history? What is your source? What historical documents prove this? Where should this Kurdish language come from, it is only a mixture of 90 per cent Persian and 10 per cent Laristani? A mixture of Arabic, Persian and English is Kurdish after all. Have you done any research on the language?” Against this colonialist practice, Durmuş responded in a certain sense with the defence strategy of rupture (défence de rupture), which was theorized and practised by the French lawyer Jacques Vergès. He thus refused to accept the implicit consent that characterises conventional pleas, saying: “We do not have a racist, nationalist and chauvinist understanding and we do not have an eye for the land of others. The areas that are historically inhabited by Kurdish society are considered by us as Kurdistan. … I don’t want to go into this subject, I don’t want to make it a subject of discussion, but I see that the delegation of the court is always debating this subject, the existence or non-existence of the Kurds and Kurdistan. This situation is strange for us. This topic is so clear today that there is no need to discuss it …”[4]

On 14 July 1982, Mehmet Hayri Durmuş announced the start of a death fast, because the “right to political defence is prevented”. In protest against the unbearable torture, Mazlum Doğan had set fire to his cell and hanged himself more than three months earlier.

“A fight to clarify the question of whether the Kurds exist or not”

The basic goal of the PKK has so far been to make the Kurdish question visible. The fact that the Kurdish reality was being denied during its founding phase forced the question of existence. Therefore, the PKK first tried to prove the existence of this question. The current PKK programme, which was adopted at the 11th Party Congress in 2014, states: “Through its struggle, the PKK, whilst not achieving full national freedom, has seriously smashed the system of denial and annihilation and guaranteed the existence and free life of Kurdish society.

On this basis, the construction of a democratic nation on a certain level has been developed in Northern Kurdistan, the society of Western Kurdistan has been brought into a process of building social freedom and democratic nation, the society in Eastern Kurdistan has been brought into a process of creating awareness and organising the democratic nation, in Southern Kurdistan an indirect effect has been applied to the statist solution of the Kurdish question and the Kurdish diaspora has been brought into a position to support the freedom struggle of Kurdistan with the awareness of the democratic nation. Thus, Kurdish society has completed the first stage by making its existence, identity and reality visible and by the actualisation of the PKK. The second stage is now the democratic solution process of the Kurdish question. This will be developed and realised essentially within the framework of a solution based on a democratic nation”[5].

In his fifth defence paper, Abdullah Öcalan deals with this role of the PKK[6]: “The struggle carried out by the PKK in the last 30 years has been conducted only for the question of existence with regard to the Kurds. This struggle was in a certain sense a struggle to clarify the question of whether the Kurds exist or not. While one side declared that the Kurds exist, the other side denied it. (…) Without a doubt, it is a very dangerous and pathetic situation for an individual and a society to discuss its own existence. It shows the thin line between life and death.”

While the existence of Kurdish society and Kurdistan is taken for granted today, even if there is no recognised political status yet, the above-mentioned discussions in the courtrooms of Diyarbakir prison about the being or not being and the death of numerous PKK members clearly show this “thin line between life and death”.

The Turkish state as a regime of “cultural genocide”

The handing over of the mortal remains of Agit Ipek can be seen as a peak of the brutalisation of violence and the decline of morality in Turkey towards the Kurds. This event should not be seen in isolation from the developments in Northern Kurdistan since 2015. The achievements of Kurdish society have since then been exposed to a broad and multidimensional attack of the Turkish state. The Kurdish Freedom Movement summarises this state policy under the term of “cultural genocide”, which aims at a long-term and painful destruction of Kurdish life. In a certain sense, we can observe a process of recolonisation of Northern Kurdistan by the Turkish state after the breakdown of the so-called peace negotiations in 2014/15.

This policy of “cultural genocide” extends on the one hand to the political level with the repression of the Democratic Party of Peoples (HDP), half of whose members and sympathizers are in Turkish prisons. The regime of forced administration, under which democratically elected Kurdish mayors are removed from office and replaced by state representatives, also falls within this framework. However, the forced administrations are not only an attack on the democratic will in the Kurdish municipalities but also on culture. For example, the first official act of the forced administrators was to remove the Kurdish inscription plaques hung on the town halls. They changed the Kurdish names of parks, streets and avenues. For example, a memorial to the victims of the Roboskî massacre, the Tahir Elçi Park named after the human rights lawyer who was shot, as well as the names of the Kurdish poet Ehmedê Xanî and Uğur Kaymaz, the young man executed by Turkish security forces with 13 bullets, all disappeared from the streets of Amed. In this way, the state tries to erase the social memory of its massacres and the values of the Kurdish population.

Instead of the monuments of the murdered people, monuments for killed soldiers and policemen were erected. This was accompanied by a wave of closures of women’s centres and community centres. Kurdish schools were transformed into police bases. Multilingual theatre schools and dozens of theatres, art and cultural centres were closed or all employees were fired so that the centres are de facto inoperative. Religious schools or Koran courses are now being established in many of the closed art and culture centres.

Besides this cultural level, the attacks also have an economic dimension. The forced administrators have manoeuvred the local authorities into a debt swamp. Moreover, historical-cultural assets are also the target of this policy. The flooding of the 12,000-year-old city of Hasankeyf (Kurdish: Heskîf), which is one of the most magnificent cultural and natural treasures on our planet, is a symbol of this. Kurdish cities were also targeted by destruction in recent years. The greatest physical destruction of the historic old town of Sûr in Amed took place after the end of all armed conflicts from March 2016 onwards. Since then, the houses of 25,000 forcibly displaced people have been completely demolished. About 175,000 people in other destroyed places such as Cizîr (Cizre), Nisebîn (Nusaybin) and Şirnex (Şirnak) experienced the same. In these places and in Sûr, several hundred civilians were deliberately killed.

These are only a few examples of the Turkish state policy, which is called the policy of cultural genocide on the Kurdish side, according to the motto: “The best Kurd is a dead Kurd”. The anti-Kurdish policy practised today by the AKP government even outshines the policy of the years of the military dictatorship and the dirty war of the Turkish government in the 1990s. While in the 1980s and 1990s the state had Kurds who stood up for their identity first kidnapped by paramilitaries, policemen or soldiers, then killed and then thrown into mass graves or onto roadsides, today the state murders publicly, without cover, before the eyes of the world public. As if the killing of Kurds was completely legitimate and right.

By posting the mortal remains of killed PKK fighters, the aim is to increase the effect of the state brutality and to maximise the pain and anger of the relatives and Kurdish society. A collective feeling of helplessness is to be created. The aim is to extremely traumatise the relatives and thus force them to surrender by breaking their will to resist and their fighting morale.

Despite the multidimensional state terror, Kurdish society has been resisting ceaselessly for decades. This resistance continues despite all the massacres that have been committed, because Kurdish society does not surrender to its pain. It knows how to turn pain and anger into a source of resistance. If she surrendered to her pain, she would not be able to live on. And so in Kurdistan – in the words of Mazlum Doğan – “resistance becomes life”. The Kurdish resistance draws strength from pain and life from death. That the Kurdish people are forced to draw life from death and defend the right to live is terrible and awful. That a society must die so much in order to live is unimaginable. But this is reality in Kurdistan. And it is a shame for those who watch it. The only way to lift this shame and stop the killing in Kurdistan is to actively defend the right to life. And life is not just about survival. It means being able to live a life worth living. The resistance in Kurdistan is exactly that.

[1] Arno Gruen: The Madness of Normality

[2] https://anfdeutsch.com/hintergrund/rojava-wie-verteidigen-12967

[3] http://www.saradistribution.com/mazlum_dogan_savunma.htm

[4] http://www.saradistribution.com/hayri_durmus_savunma.htm

5] Translated from http://www.serxwebun.org/arsiv/385/files/assets/common/downloads/publication.pdf

6] The book was published in Turkish in 2011. It was written by Öcalan on the prison island Imrali. The title is roughly translated to: The Kurdish Question and the Solution of the Democratic Nation. An English translation is not yet available.

*Ali Çiçek is an employee of Civaka Azad – Kurdish Centre for Public Relations

 
Πηγή: