Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [1]

 
Πρόλογος.
Υπάρχει ένας καταιγισμός «στοιχείων» ή πτυχών τής πραγματικότητας που θέλω να σημειώσω, χωρίς να διεκδικώ πια την δυνατότητα μιας πλήρους εικόνας των πραγμάτων. 
Θα το κάνω από εδώ και στο εξής, και υπόσχομαι στους αναγνώστες μου να μην «κατεβάσω» ξανά ή τροποποιήσω τα λεγόμενά μου.
Η εποχή τής αναζήτησης μιας «πλατωνικής» «επαναστατικής αλήθειας» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για μένα, και έχει αντικατασταθεί από την εποχή τής αμφιβολίας και της απορίας.
Μακάρι να είχα αυτή την γνώση τής μη-γνώσης και σε παλαιότερες εποχές, και έτσι να απόφευγα τις αχρείαστες συγκρούσεις με άλλους «ομοιοπαθείς» ξερόλες ή απλά να απόφευγα την συζήτηση καν με τους (άλλους) ξερόλες.
Από ξερολισμό πάντως σύντροφοι και «σύντροφοι», φίλοι εχθροφίλοι και πρώην φίλοι, μια χαρά τα πήγαμε, ενόσω βέβαια και οι περιλάλητες «ελίτ τής σκέψης» καλλιεργούσαν, και καλλιεργούν ακόμα αυτό το νεωτερικό πάθος.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αδύνατον έστω και τώρα, για όλους μας, να δούμε τι συμβαίνει τελικά, ή απλά να απορήσουμε και να κυκλοφορούμε μεταξύ μας με μια έστω απορία κάθε φορά, και όχι σαν να είμαστε όλοι και ο καθένας ξεχωριστά μια «αλήθεια».
Η σειρά που εγκαινιάζω θα έχει τον τετριμμένο και ελπίζω προσγειωμένο τίτλο «σκόρπιες παρατηρήσεις», και το περιεχόμενο τους θα είναι όντως σκόρπιο και χαλαρό, και για λόγους ευκολίας συγγραφής και ανάγνωσης χωρισμένο σε αριθμημένα σημεία.
Τέλος προλόγου, αρχή καταγραφών αποριών:
 
1.
Μου προκαλεί ένα είδος ναυτίας ο τρόπος ανταλλαγής προπαγανδιστικών επιχειρημάτων μεταξύ των «ομάδων ερμηνείας» και των πολιτικών στρατών «διαμόρφωσης» «κοινής γνώμης».
Το έχω επισημάνει και αλλού, και θέλω να το ξαναπώ: 
Βλέπω ότι πολλές ιδεολογικές κατηγορίες εναντίον τού «άλλου», περιέχουν «εντός τους» ένα είδος προληπτικής και επιθετικής προ-απάντησης στην κατηγορία που περιμένει ο πομπός ότι θα εκπέμψει ο άλλος πομπός, που παρουσιάζεται αναγκαστικά δια τού λόγου ως δέκτης.
Σημειώνω ότι μερικές φορές αυτή η προ-απάντηση χρησιμοποιεί μια κατηγορία η οποία προβλέπεται ότι θα εξακοντιστεί από τον άλλο (αντίπαλο) πομπό: ο ένας πομπός εξακοντίζει στον άλλον μια κατηγορία την οποία περιμένει ότι θα την ακούσει από αυτόν (τον άλλο πομπό).
Ας μην είμαστε υποκριτές, όλοι έχουμε συμμετάσχει σε ερμηνευτικές «μάχες τού δρόμου» και έχουμε πιθανά χρησιμοποιήσει τέτοιες «τεχνικές», αλλά το πράγμα έχει ξεφύγει λίγο, ή μήπως πολύ, με αυτή την «τεχνική».
Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του για αυτά που λέει και για τις πιθανές συνέπειές τους.
Χωρίς καμία περιστροφή και χωρίς κανένα ελιγμό λοιπόν, θέλω να πω τα εξής:
 
2.
Από την δική μου σκοπιά παίρνω το ιδεολογικό ρίσκο εδώ και χρόνια, να θέτω τα όρια ανοιχτά, και να στέκομαι απέναντι σε πρακτικές που θεωρώ ότι είναι αδιέξοδες, στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που ζούμε.
Δεν θεωρώ ότι η επιθετική εξεγερτική «λογική» έτσι όπως διαμεσολαβείται από τις συγκεκριμένες πολιτισμικές-θεαματικές συνθήκες που ζει η οικουμένη, βγάζει κάπου.
Νομίζω ξέρετε ότι από παλαιότερα έθεσα ανοιχτά το ζήτημα τής παθητικής αντίστασης, τής πραγματικά παθητικής αντίστασης, ως τής καταλληλότερης μορφής αγώνα σήμερα, και αυτό έχει τις συνέπειές του και στην άποψη μου για την «τεχνική» έκφραση των διαμαρτυριών όταν τούτες ξεσπάνε -δίκαια τις περισσότερες φορές.
Υπάρχει πάντα στην φαρέτρα των κινημάτων, ως γενική δυνατότητα, και η βια και ο ένοπλος αγώνας, αλλά η κορύφωση ενός αγώνα σε ήπια βίαιο και έπειτα σε ανοιχτό ένοπλο αγώνα, υπό αυτές τις συνθήκες που ζει η οικουμένη σήμερα, δεν μπορεί να γίνει «επαγωγικά» άρα οδηγεί, σήμερα πάντα, στην καταστροφή.
Αν υπάρξει ανάγκη, πραγματικά αληθινή ανάγκη για βίαιη μεταμόρφωση ενός κοινωνικού αγώνα, αυτή μπορεί να είναι πλέον εφικτή και μη-σεκταριστική μόνον αν προϋπάρχει ένα είδος μαζικής λαϊκής βάσης, και πάλι δεν «δέσαμε τον γάιδαρό μας». 
Λόγω αυτής τής ανασχετικής λογικής που υπηρετώ από παλιά, από τότε που θεώρησα ότι έχει αλλάξει η εποχή σε μερικά πράγματα, και λόγω τής συνεπαγόμενης από όλα αυτά κόντρας μου με την άμεση «επαγωγή» στην «λαϊκή βία», ακόμα και στην «ήπια λαϊκή βία», είμαι και σε αυτό το ζήτημα σε κόντρα με σχεδόν όλο το περίφημο «κίνημα».
Επαναλαμβάνω ότι συνεχίζω να θεωρώ το στάδιο όξυνσης ενός αγώνα σε ένοπλο αγώνα, ως ένα απόλυτα εφικτό και λογικό και αναγκαίο στάδιο αν χρειαστεί να υπάρξει, αλλά αυτό σήμερα μπορεί να γίνει μόνον αν προϋπάρχουν μεγάλες μαζικές κοινωνικές υποστηρίξεις και συμμετοχές, μια εδραιωμένη δημοκρατική κουλτούρα στο «λαϊκό ακροατήριο» και φυσικά υπάρχει σημαντικός λόγος.
Μέχρι «τότε», όχι μόνο επιβάλλεται αλλά είναι και πιο γόνιμο και δημιουργικό να αναπτυχθεί μια «λογική» παθητικής αντίστασης.
Όχι μόνον όμως υπάρχει «τεχνικό» πρόβλημα, αλλά αυτό αντανακλά στο βάθος και ένα σημερινό ιδεολογικό πρόβλημα: 
Μεταξύ ένοπλης εξέγερσης και κινήματος αντίστασης δεν υπάρχει μόνον ένα μεγάλο πρακτικό κενό που σήμερα πρέπει να καλύπτεται όπως προείπαμε μόνο αν υπάρχει μαζικότατη κοινωνική βάση αλλά και πραγματικός ειδικός λόγος, αλλά υπάρχει και ένα ηθικό και πολιτισμικό κενό που σήμερα μπορεί να καλύπτεται, έτσι όπως καλύπτεται, με σεκταρισμό ή ακόμα χειρότερα με νεολαϊκίστικες ή ακόμα και χουλιγκάνικες πρακτικές. 
Η εξεγερτική κουλτούρα πάσχει σήμερα, και πλέον πάσχει νοσηρά. 
Να σας φέρω ένα παράδειγμα από αυτά που δεν θα με βόλευαν να σας τα φέρω, για να γίνει ακόμα κατανοητότερο αυτό που σας λέω:
Και στο Ιράν και στο Ιράκ έγιναν διαδηλώσεις τις οποίες εγώ τις στήριξα, από αυτή εδώ την σελιδούλα, και δεν μετανιώνω που τις στήριξα.
Και στο Ιράν και στο Ιράκ υπάρχουν κράτη που δεν αστειεύονται, χύνουν αίμα πολύ εύκολα, οπότε οι διαδηλωτές έχουν κάθε λόγο, μα κάθε λόγο, να αντισταθούν με μια μορφή βίας. 
Όμως, ξέρετε γιατί αν και δικαιολογημένη από μέρους τους αυτή η βία, τελικά ίσως και να τους χαντάκωσε;
Γιατί οι κοινωνίες, και αυτές οι βασανισμένες πραγματικά κοινωνίες, είναι σαν να μη θέλουν πια να υπάρχει μια άμεση κλιμάκωση στην βία, ακόμα κι αν αυτή είναι δικαιολογημένη, απόλυτα δικαιολογημένη από την άμεση βια των κρατών και των παρακρατικών συμμοριών τους.
Η «ανασχετικότητα» αυτή, των κοινωνιών, ακόμα και κοινωνιών που υποφέρουν πραγματικά από θύελλες κρατικής-παρακρατικής βίας, δεν θεωρώ ότι είναι αποτέλεσμα μόνον φόβου, ή προπαγάνδας ή κόπωσης ή «μικροαστικού αποπροσανατολισμού», αλλά ίσως και μιας πραγματικής «ασυνείδητης» κοινωνικής-λαϊκής επίγνωσης τής σημερινής δομικής απόστασης που χωρίζει την σημερινή αντίσταση με την στρατηγική βία που έχει πάντα ένα κίνημα στην φαρέτρα του αν τεθούν ακραία στρατηγικά ζητήματα.
 
3.
Ένα γενικό θεωρητικό σχήμα σκεπτικισμού απέναντι στο εξεγερτικό φαινόμενο, το οποίο όμως υφίσταται (ως θεωρητικό σχήμα) όπως σας το περιέγραψα, ως ιστορικά περιορισμένο και προσδιορισμένο σε ειδικές πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες, σημαίνει μια σειρά από πολιτικές επιλογές.
Η παραδοξότητα αυτής τής θεωρητικής κατάστασης, είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει απάρνηση τής ένοπλης πάλης, αν χρειαστεί σε έναν λαό, σε μια κοινωνική τάξη ή μια κοινωνία. 
Υπάρχει ένας αναγκαστικός ανασχετικός στρατηγισμός, αυτό είναι το κρίσιμο σημείο.
 
4.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι έτσι, δεν υπάρχει από την άλλη καμία ιδεολογική, πολιτική, ή δικαιακή δικαιολογία για την «εγκληματοποίηση» τής κοινωνικής πολιτικής βίας όταν αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα τής κρατικής και καπιταλιστικής βίας.
Το γεγονός ότι είναι σήμερα αδιέξοδη, αλλοτριωμένη, τυφλή, και μόνον «αυτό» μπορεί να είναι υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικο-ταξικές ιδεολογικές-πολιτισμικές συνθήκες, δεν σημαίνει ότι δεν είναι κατανοητή ως πολιτική και όχι ως άμεση εγκληματική βία. 
Θέλουμε να την ορίσουμε με την γενικότερη έννοια ως πολιτικό έγκλημα; ας την ορίσουμε έτσι, και ας την κρίνουμε «θετικά» ή με σφοδρότητα «αρνητικά», αλλά δεν μπορούμε να την δώσουμε στην δεξιά σαν «αιχμάλωτη υπόσταση» ενός τάχα «ηθικού κράτους».
Το πολιτικό έγκλημα είναι αυτό που λέει και σημαίνει: πολιτικό έγκλημα.
Μια βίαιη εξεγερτική μεταμόρφωση μιας κοινωνικής κίνησης μπορεί να σημαίνει κάποιες στιγμές κι αυτή ένα πολιτικό έγκλημα, και να σημαίνει αυτό που λέει και σημαίνει: πολιτικό έγκλημα.
Ακόμα και τότε ο όρος «πολιτικό έγκλημα» δεν σημαίνει κάτι προκαθορισμένα μεμπτό ή «αρνητικό», από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, και ειδικά από την «δική» μας, αλλά δεν σημαίνει επίσης κάτι προκαθορισμένα καλό και επαναστατικά άγιο μόνο και μόνο γιατί είναι πολιτικό έγκλημα.
Τελεία και παύλα.
Από εκεί και πέρα, μπορούμε, πολιτικά, να ορίσουμε πως και τι και σε ποιον προσανατολισμό κρίνουμε ένα πολιτικό έγκλημα ως ορθό= η επανάσταση είναι και πολιτικό έγκλημα, ως λανθασμένο= η εξέγερση μπορεί να είναι σε λάθος κατεύθυνση, ή ως αντίπαλο, άσχετα αν είναι ορθό ή λανθασμένο για τους αντιπάλους μας= είναι το πολιτικό έγκλημα τού αντίπαλου, οπότε η κρίση αν είναι ορθό ή λανθασμένο από την σκοπιά του μας αφήνει αδιάφορους αξιολογικά, αφού για μας είναι απλά κάτι το ξένο ή εχθρικό.
 
5.
Δεν υπάρχει αριστερός ή αναρχικός φασισμός. 
Υπάρχει όμως αριστερός και αναρχικός σεκταρισμός.
Όποιος δεν το κατανοεί αυτό και συνεχίζει να μιλάει με αυτούς τούς όρους, δεν παίζει πάντα συνειδητά το παιχνίδι τού αστισμού αλλά στην περίπτωση που δομεί λ.χ μια σφοδρή πολεμική με «αγαθούς» σκοπούς έχει παρανοήσει, και με αυτή του την παράνοια-παρανόηση είναι σαν να δομεί, χωρίς να το ξέρει ίσως, μιαν ιδεολογική και ψυχική «επικοινωνία» με την άκρα δεξιά και τον αστισμό στις πιο επιθετικές φάσεις του.
Με τους φασίστες δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμία ιδεολογική ή αξιακή συνεννόηση και καμία έμμεση ή άμεση αξιολογική επικοινωνία, η οποία μάλιστα να προκύπτει από την παράβλεψη των προηγουμένων.
Η μονομέρεια αυτής τής απόφανσης ή αυτού τού συμπλέγματος των αποφάνσεων είναι ανοιχτή και ξάστερη, σε αντίθεση με τις δεξιές ή τις ευρύτερες (και μη-δεξιές) αστικές αποφάνσεις περί μιας «δημοκρατίας» που στέκεται στην «μέση» μεταξύ αυτών των δύο ακραίων αυταρχισμών, τού αριστερού ή αναρχικού σεκταρισμού και τού φασισμού, σαν να ήταν αξιακά και ιδεολογικά/πολιτικά ισοδύναμοι, στην πραγματικότητα ευνοώντας τον πάντα-αστικό φασιστικό ή μη-φασιστικό αυταρχισμό.
Από την άλλη, σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει συνθηκολόγηση με τον αριστερό σεκταρισμό. 
Μια ουσιαστική ιδεολογική πολεμική και κριτική του θα ξεκίναγε με αυτές τις προϋποθέσεις. 

Ιωάννης Τζανάκος
 
 
  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου