Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Πέραν της Δυνητικότητας: Νόμος, Δίκαιο, Εργασία και η Διπλή Δίκη / Beyond Potentiality: Law, Right, Labor, and the Double Trial

 
Πέραν της Δυνητικότητας: Νόμος, Δίκαιο, Εργασία και η Διπλή Δίκη.
**
Πρόλογος.
Η σκοτεινή όψη της δυνητικότητας.
Όταν σκέπτομαι πλέον την δυνητικότητα και την ενδεχομενικότητα περιέρχομαι στην θλίψη της σκοτεινής τους όψης, διότι τούτη μου έχει επιβληθεί από το «δικαστήριο» τού καπιταλισμού αλλά και το ανεστραμμένο «δικαστήριο» των αφιονισμένων αντικαπιταλιστών της εποχής μας.
Η σκοτεινή ευθύτητα της καπιταλιστικής δίκης έρχεται να πλεχθεί με την σκοτεινή και όντως αντίπαλη προς αυτήν αναστροφή της, για να συγκροτήσουν από κοινού την σκοτεινότερη φυλακή τού κόσμου.
Σε αυτή την θλίψη δεν υφίστανται μόνον οι δυνητικότητες-απειλές που περικλείει η δέσμευση τής σωματικότητας και τής υποκειμενικότητας ενός ταπεινού μισθωτού, υφίστανται επίσης οι νέες υπερεγωτικές κλήσεις και απαξιώνουσες απειλές μιας νέας αριστεράς που έχει θεοποιήσει το ασυνείδητο, την απόλυτη ελευθερία και το φονικό, σέρνοντας μαζί της όποιο λουμπεναριό ταιριάζει συγκυριακά στην νέα «καθαρότητα».
*
Η «διπλή δίκη» του μισθωτού.
Δεν συμμετρικοποιώ, δεν ταυτίζω, δεν εξομοιώνω πραγματικότητες.
Μιλώ για μια δυνητικότητα στον κόσμο του εαυτού της, πέραν των φορτίσεων, όπου η καθαρή δυνητικότητα -σήμερα η μόνη υποκειμενικά διαθέσιμη- έχει θεμελιωθεί στο πραγματικό βάθος του καπιταλιστικού «πραγματικού»: την μόνον-δυνητικότητα της υποκειμενικότητας ως εργασιακής δύναμης.
Το καθαρό δυνητικόν δεν είναι πρωτίστως επιθυμητικό αλλά δικαιακό ή δικαιό-μορφο [κρατήστε το αυτό].
Έτσι εξομοιώνομαι ήδη κρινόμενος διπλά:
«Κάνοντάς το»: ύποπτος εργάτης για τους «φύσει» παρανοϊκούς κρατο-αστούς.
«Μη κάνοντάς το»: ύποπτος «μικροαστισμού» για τους «φύσει» παρανοϊκοσχιζοφρενείς νεοαριστεριστές, επειδή δεν ενεργοποιώ τον αστικό νόμο ως συλλαμβάνοντα εμέ.
Πρόκειται για σύγκρουση φαλλικών σημαινόντων σε πλήρη όρθωση.
Το ότι «το ένα έχει περισσότερο δίκιο» (ενδο-οικογενειακώς) επιτείνει την συμμετρία της φυλάκισης.
Η σεκταριστική αναζήτηση της απόλυτης μη-συμμετρίας στον τόπο της δικαιακής δυνητικότητας, που έχει γίνει ο καπιταλιστικός νόμος του Είναι, σφραγίζει την απόλυτη συμμετρία.
*
Η τεχνητή «αποκάλυψη» του αδίκου ως επιβεβαίωση της αφαίρεσης.
Αν δεν προκαλείτο τεχνητά η αδικία του νόμου και υπήρχε μόνον η φλατ αδικία της ζωής των ταπεινών εργατών, ο νόμος θα στεκόταν ως ασύμμετρος φενακισμός.
Με την τεχνητή πρόκληση/αποκάλυψη του ως αδίκου, επί ανόμων που ευφυώς επιδεικνύουν το κενό του, το βλέμμα του «μικροαστού» εργαζομένου επιστρέφει φορτωμένο με νέα ενοχή.
Στις συνθήκες της ύστερης «μητροπολιτικής» αφαίρεσης, αυτή η αποκάλυψη επιβεβαιώνει την συμμετρία: αναγάγει το υποκείμενο ξανά στον τόπο της δυνητικότητας, όπου κρίνεται δικαιακά διπλά - κι από τους εδραίους της αφαίρεσης και από τους αντιπάλους της ως «μη-ενεργόν».
*
Πατριαρχικός αντι-πατριαρχισμός και υπερεγώ.
Το «οικείο» περιβάλλον εγκαλεί με πατριαρχικό αντι-πατριαρχισμό.
Το «δέον» της δράσης τους -ως μαγική ψευδο-αυτονομία- επιτελεί ισχυρότερη κλήση από τον εσωτερικευμένο αστικό νόμο.
Η ενοχή της αφηρημένης μισθωτής εργασίας, εκπεμπόμενη από τους κρατο-αστούς, εμπλουτίζεται από την ενοχή της μη-δράσης κατά τα ανεστραμμένα αστικο-κρατικά πρότυπα της αναρχίας ή (στα καθ’ ημάς) μιας μιλιταριστικής μετάλλαξης τού νεοσταλινισμού της Μ. Ανατολής.
Καλά σας ξεμπερδέματα - και την ευχή μου δεν την έχετε.
*
Μεθοδολογική στροφή: από επιθυμία/παραγωγή στο δίκαιο/νόμο.
Ενώ η έρευνα για την κενή υποκειμενικότητα/δυνητικότητα είναι εφικτή όταν μιλάμε για παραγωγή/εργασία, στο πεδίο του «δικαίου» και του «νόμου» γίνεται δυσχερής.
Γιατί; Διότι η «μηδένωση της εργασίας» -όπως διαμεσολαβείται από το χρηματο-εμπόρευμα της εργασιακής δύναμης— έχει παράξει αυτόνομο θεωρησιακό τόπο που αφομοιώνει κάθε ασυμμετρία σε απόλυτη αφαίρεση.
Η ζωντανή εργασία περικυκλώνεται από δικαιικό ολοκληρωτισμό διττής προέλευσης: κράτος/ολιγαρχία από «δεξιά», νεοδικαιοκρατισμός/νεοαριστερισμός από «αριστερά».
Η διαφορά με τους παλιούς δικαιοκρατισμούς είναι καθοριστική: τότε υπήρχε απόσταση δομών-δικαίου, σήμερα «έλιωσαν» τα όρια, αλλά το «κενό θεμέλιο» μένει.
*
Η λαϊκή επιθυμία του Νόμου.
Παρά την υπερ-ιδεολογικοποίηση, οι «εξαφανισμένες» εργαζόμενες μάζες τρέφουν βαθιά περιφρόνηση για τα θεάματα και αναζητούν Νόμο.
Όχι κρατικό καταναγκασμό, αλλά ακλόνητο κανόνα αξιοπρεπούς συμβίωσης.
Αυτή η επιθυμία είναι συγκλονιστική, και όποιος την χάνει, χάνει τον άνθρωπο ως πολιτικό-κοινωνικό Είναι.
*
Μεταβατικότητα χωρίς κενό: δίκαιο, νόμος, επανάσταση.
Δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί «δικαιοσύνη πέραν του νόμου» σε κενά μεταξύ εκδοχών του, στις μεταβάσεις υπάρχει ήδη νέος νόμος.
Ο νόμος είναι πάντα θετός (έστω άγραφος).
Ακόμη κι όταν αναιρείται ένας νόμος, αυτό γίνεται από άλλον νόμο.
Επομένως, αν υπάρχει «δίκαιο-ως-μη-νόμος», θα βρεθεί εντός του νόμου, ως ταυτοχρόνως αναιρετική και εκπληρωτική στιγμή του - στα όρια («ένα-ελάχιστο-εντός/εκτός»).
Η επαναστατική βία, όταν τίθεται, τίθεται ως νόμος.
Η δημοκρατική-εργατική επανάσταση δεν αναστέλλει τον νόμο: τον ιδρύει εκ νέου, ακλόνητο και ενίοτε φοβερό.
Η λαϊκή συνείδηση επιθυμεί κανόνα, όχι αντι-νομικό μηδενισμό.
Κριτική των αντινομισμών και του σμιτιανού ορίζοντα.
Η διάζευξη «δίκιο» εναντίον «νόμου» καταλήγει σε αδιέξοδο αλληλοκατοπτρισμό: καταπίεση/μηδένωση και αυτονομημένες αξίες.
Η αποκόλληση του δίκιου από τον νόμο βαθαίνει τον εφιάλτη.
Χρειάζεται προσγείωση στο νομικο-δικαιικό σημείο, χωρίς ρεφορμισμό αλλά και χωρίς φαντασιωτικές υπερβάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αναδειχθεί η βαθιά -και συχνά αποσιωπημένη- συγγένεια των νεοαριστερισμών με τον Κ. Σμιτ: όχι απλώς επιρροή, αλλά παράδοξη συγ-γέννηση.
Ο σμιτιανός «νόμος της απόφασης» δηλητηριάζει τον Νόμο, ακόμη κι όταν φαίνεται να τον ανυψώνει.
Η κριτική εδώ δεν είναι φιλελεύθερη ασφάλεια αλλά προϋπόθεση μη-επιστροφής στην απόφαση.
*
Ο Νόμος/Δίκαιο ως υπαγωγική δημιουργία σωματικότητας.
Ορίζουμε «νόμο» ως αφηρημένο αναγκαστικό κανόνα με ικανότητα υπαγωγής άλλων σωμάτων/σωμάτων-θεσμών.
Η σωματικότητα δεν είναι «φυσικό» δεδομένο αλλά παραγόμενη εντός υπαγωγών, ο νόμος παράγει σωματικότητα και, ως αφαίρεση, υπάγεται κι αυτός στην ίδια του την αφαίρεση.
Εξ ου και η ιστορική εμπλοκή του με τις κυριαρχίες.
Κι όμως, ο νόμος εργάζεται και αντίστροφα.
Υψώνει την ύπαρξη στην αφαίρεση, εισάγει το Απόλυτο του καθήκοντος και θεμελιώνει την δημοκρατική αυτονομία ως ελευθερία υπαγωγικής ενέργειας πάνω στα πράγματα αφού μάθουμε την αυτο-κάμψη στον κανόνα.
Έτσι ο νόμος, διαχεόμενος κοινωνικά, μπορεί να λειτουργήσει ως «φυσικός» καταργών του κράτους - όχι με άρση της κανονιστικότητας, αλλά με εκ-κρατικοποίηση της κανονιστικότητας.
*
Η καταγωγή της δικαιοσύνης.
Φάντασμα επί ερειπίων.
Η δικαιοσύνη αναδύεται ως αυτόνομη αξία όταν καταστρέφεται η αταξική ελευθεριακή ισο-σύνη των πρωτοκοινοτήτων.
Γεννιέται πάνω σε ερείπια και γι’ αυτό φέρει μηδενωτική μήτρα.
Ο «ιστός» του δικαίου/νόμου καθοδηγείται συχνά από ιερατείο/ολιγαρχία.
Παγιδεύει τα θύματα, τα κάνει συνδημιουργούς του κώδικά του, επιστρέφοντας την κραυγή τους ως μέρος του ιστού.
Η εικόνα είναι ζοφερή, αλλά ακριβής, το δίκαιο είναι κάτοπτρο θυμάτων και θυτών.
Η αποκοπή του από τον νόμο δεν λύνει τον κόμπο, τον σφίγγει.
*
Η αξιωματική μας θέση για την δημιουργία/υπαγωγή.
(Συμπυκνωμένα, χωρίς λίστα, ως ενιαίο αξίωμα)
Οι κοινωνικές υπαγωγικές μορφές προ-παράγουν τα στοιχεία τους: δεν συναθροίζουν προϋπάρχοντα υλικά, αλλά δημιουργούν τις ίδιες τις αφαιρέσεις που υπάγουν.
Το ισχύει και για νόμο/δίκαιο.
Η πρωταρχική ιδρυτική δημιουργική πράξη (ανθρωπική) δεν είναι κυριαρχία, δύναται όμως να ιδρύει κυριαρχικές μορφές.
Οι κυριαρχικές υπαγωγές μπορεί να εμπεριέχουν δημιουργικότητα, αλλά ουδέποτε την ιδρυτική θεμελίωση, αυτή παραμένει «καλά φυλαγμένη».
Από εδώ έπεται: το «ιδρύειν» είναι ριζικά ξένο προς την σωματικότητα, όσο κι αν δύναται να την υπερβατολογεί.
Όταν η ιδρυτική δύναμη δημιουργεί δικαιοσύνη, δεν υποδέχεται «σώματα», αλλά αντιπροσώπους που ήδη τα έχουν απολέσει.
Η δημιουργία του δικαίου βλέπει την κόλαση αλλά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν, και η ενοχοποίηση του ίδιου του ιδρύειν είναι ακόμη πιο άδικη από την (εν μέρει δικαιολογημένη) ενοχοποίηση των κολασμένων μορφών του νόμου/δικαίου.
*
Πολιτική συνέπεια: ο εργατικός Νόμος ως δυνητικός-ενεργός.
Το δυνητικό δημοκρατικό δίκαιο της επαναστατικής εργατικής τάξης είναι νόμος - όχι κενό μεταξύ αστικού και εργατικού.
Είναι δυνητικό-ενεργό, αρχή που ήδη δρα ως κανόνας.
Η δημοκρατική επανάσταση, ως επαναστατική δημοκρατία του προλεταριάτου, είναι Νόμος που, για να υπάρξει, χρησιμοποιεί την αναγκαία βία:
συντρίβει τους εμπρόσωπους ταξικούς φορείς του καπιταλιστικού νόμου, και συντρίβει τον ίδιο τον καπιταλιστικό νόμο ως απρόσωπη μορφή σχέσεων.
Στην ίδια κίνηση, αποδομεί τους νεοαριστερισμούς/νεοαναρχισμούς αποκαλύπτοντας την σμιτιανή τους μήτρα.
Ο Νόμος του λαού είναι το Δίκαιο του λαού με θεσμό, όχι αναγνώριση χωρίς κανόνα.
*
Κατακλείδα.
Η ευθύνη του Λόγου και του Νόμου.
Ο Λόγος του Νόμου/Δικαίου, ως σημείο ένωσης ιδρυτικής δημιουργίας και κυριαρχικών μορφών, βρίσκεται σε διακινδύνευση.
Η ρεαλιστική-κυνική ανταρσία κατά του ίδιου του ιδρύειν (μέσω δήθεν «αντι-νομισμού») απλώς επιταχύνει την κυριαρχία χωρίς καν συστολή απέναντι στην αξία του δικαίου.
Η άρση αυτής της εξέγερσης δεν γίνεται με ηθικολογία αλλά με κάθοδο της δικαιοσύνης στον τόπο των υποστάσεων: ίδρυση κανόνα που λαμβάνει πάνω του την κρίση.
Η εργατική τάξη δεν είναι ξένη προς αυτή την δυναμική.
Τουναντίον.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
*
 

Beyond Potentiality: Law, Right, Labor, and the Double Trial

1) Prologue: The dark face of potentiality

When I now think potentiality and contingency, I sink into the sadness of their dark face, for it has been imposed on me by the “tribunal” of capitalism as well as by the inverted “tribunal” of today’s infuriated anti-capitalists. The dark straightforwardness of the capitalist trial is woven together with its truly opposing dark inversion, to co-constitute the darkest prison in the world.

Within this sadness, it is not only the threat-potentials embedded in the binding of corporeality and of what we might call the subjectivity of a humble waged subject—threats from the capitalist, the state bully, hunger, and the civil law as the possibility even of literal imprisonment—that are at work. 
There are also the new superegoic summons and degrading threats of a new Left that has deified the unconscious, absolute freedom, and the homicidal; it drags along whatever lumpen element happens to fit its new purity and sanctity.

2) The worker’s “double trial”

I do not symmetrize, identify, or assimilate realities with different force-charges and axiological contents. I speak instead of a potentiality in the world proper to itself—beyond these charges—namely the naked world of equality of criteria of judgment within a theoretically conceived pure potentiality which is today the only existing subjective intellectual potentiality. Not because thought “says so,” but because it is grounded in the capitalist Real: the mere-potentiality of subjectivity as labor-power. 
This pure potential, whether theoretical or inverted as fetish, is not primarily desiderative but juridical or juridico-formed [keep this].
Thus I am already equalized in judgment by all representatives of this potentiality. I am judged either for “having done what I shouldn’t,” in the eyes of civil law—as a suspicious worker to the “naturally” paranoid state-bourgeois—or for “not having done what I shouldn’t,” that is, for not activating civil law against myself—as a suspicious “petit-bourgeois” to the “naturally” parano-schizoid neo-leftists. 
It is, par excellence, a clash of phallic signifiers at full erection; and the fact that one side “has more right,” being “on our side” (always intra-familially), by the general criteria of the hyper-revolutionaries “who cross the line,” renders our sadness more symmetrical and carceral, since the pursuit of absolute non-symmetry within the terrain of juridical potentiality—now the absolute capitalist ontic/ontological and juridical law of Being—seals absolute symmetry.

3) The engineered revelation of injustice as confirmation of abstraction

If the injustice of Law were not artificially provoked—if only the flat injustice endured by the “humble” workers existed—Law would stand merely as an asymmetric bourgeois-statist mystification. But under late “metropolitan” abstraction, the dramaturgy of revealing Law as unjust, by ingenious unlawfuls who exhibit its void, confirms symmetry and abstraction: it re-casts the subject, especially the worker, back into the place of potentiality under harsher ontic/ontological conditions, where one is judged doubly, by the guardians of abstraction and by its adversaries, as a non-acting, non-transgressing element.

4) Patriarchal anti-patriarchalism and the superego

The “intimates” indict with a patriarchal anti-patriarchalism. The “ought” their own praxis commands—magical and absolute self-determination—issues a stronger call than internalized civil law. 

The guilt emitted by the bare condition of abstract wage-labor, continuously radiated by structurally “positive” state-bourgeois threats, is enriched by the guilt of non-action according to inverted bourgeois-statist models of anarchy or, in Greek conditions, of a prison-bound, prison-loving, militaristic (and notably failed-militaristic) anti-Semitic/anti-Zionist neo-Stalinism of the Middle East. Good luck disentangling yourselves; you do not have my blessing.


5) Methodological turn: from desire/production to right/law

Research into the form of empty subjectivity/potentiality can be done, abstractly yet concretely, when we speak of production, labor, and their forms. But when we rise to the field of “Right” and “Law,” inquiry appears nearly unworkable. The nullification of labor—mediated by the mass existence of labor-power as finance-commodity and “free” wage-labor—has historically produced an autonomous theoretical and axiological site that absorbs every real asymmetry into a supreme abstraction. 
Living labor is encircled by a two-formed juridical totalitarianism: by official state carriers “to the right,” and by neo-juridical neo-leftism “to the left.” Unlike older state-legalisms (left distributivist, right, even fascist), the distance between socio-economic structures and juridical abstractions has melted; the “empty” foundation persists.

6) The people’s desire for Law

Amid spectacles, the “disappeared,” now silent masses hold a deep contempt and seek Law—not statist caprice but an unshakable rule of dignified coexistence. This desire is decisive. Lose it and you lose the human in his deepest political-social being.


7) No vacuum between laws: revolution as law

We cannot found a justice “beyond law” on the alleged void between legal regimes. 
In transitions, a new law already exists, if only virtually. Law is always positum, even when unwritten; every abrogation is effected by another law. If a non-law justice exists, it is found within law as a simultaneous negating and fulfilling moment, at the thresholds—“an ε-inside” and “an ε-outside.” Even revolutionary violence, where it applies, does so as law—indeed as the law of a properly hierarchical, constraining, revolutionary democratic (socialist) state. What matters is to posit the new law such that the old bourgeois law appears as incomplete or alienated law—and to establish, through democratic revolution, a fuller, steadier, perhaps more fearsome law than ever. The need for binding rule will not vanish.

8) Against anti-nomism; on Schmitt’s subterranean parentage

The post-Marxist disjunction of “right” versus “law” reproduces the sterile mirror of oppression/voiding and autonomous values. Severing right from law deepens nightmare. One must ground the problem at the juridico-legal point—without bourgeois legalism, and without anarchoid fantasies of absolute supersession. Here it becomes urgent to expose the deep relation of neo-leftisms to Carl Schmitt: not mere influence, but a paradoxical co-parentage. Schmitt’s decisionism, even in its “third” phase, poisons Law by the sovereign exception; it does not redeem it.


9) Law/Right as subsumptive creation of corporeality

Let “law” be an abstract compulsory rule with subsumptive power over other bodies, including juridical bodies. Corporeality is not a pre-given Nature but a produced abstraction within subsumptions; Law produces corporeality and, as abstraction, submits to its own abstraction. Hence Law’s historical entanglement with dominations. Yet Law also works inversely: it elevates existence into abstraction, introduces the Absolute of duty, and grounds democratic autonomy as a freedom of subsumptive energy upon things after we learn self-bending to the rule. Diffused socially, Law can act as a quasi-“natural” abolisher of the state—by de-statizing normativity rather than abolishing normativity itself.


10) The origin of justice: a specter over ruins

Justice becomes an autonomous value precisely when the libertarian iso-being of primordial, classless, stateless communities is destroyed. It is born upon ruins and thus bears a nihilating matrix. The web of Right/Law is often spun by priestly-oligarchic intelligentsia; it traps victims and makes them co-creators of its code, returning their wail to them as part of the web. Justice is a mirror of victims and perpetrators. Tearing it from Law does not loosen the knot; it tightens it.


11) Axiomatic thesis on creation/subsumption

Subsumptive social forms pre-produce their elements: they do not merely gather pre-existing materials; they create the very abstractions they subsume. This holds for law/right as well. 

The primordial founding creative act (human) is not domination; yet it can found dominative forms. Such forms may contain creativity but never the foundational power: that remains “well-guarded.” Hence the founding is radically foreign to corporeality, even if it can transcendentalize it. When founding creativity creates justice, it does not admit bodies but proxies that have already lost them. Founding sees the inferno yet is not identical with it; to indict the founding itself is still more unjust than to indict the (partly justly indictable) infernal forms of law/right.


12) Political consequence: the worker’s Law as potential-active

The democratic right of the revolutionary working class is Law—not a void between bourgeois and workerly norms. It is potential-active, a rule already at work. Democratic revolution—the working-class revolutionary democracy—is Law that must, to exist, employ necessary force: to crush the personal class carriers of the capitalist law and to smash the capitalist law itself as the impersonal form of relations. In the same motion it dismantles neo-leftisms and neo-anarchisms by exposing their Schmittian matrix. The People’s Law is the People’s Right with institution, not recognition without rule.

13) Coda: the responsibility of Logos and Law

The Logos of Law/Right, as the joint of founding creativity and dominative forms, stands in historical jeopardy. A cynical “insurrection” against founding itself, via anti-nomism, merely hastens domination without even the scruple of value. The Aufhebung of this nihilist revolt does not come from moralism but from the descent of justice into the realm of appearances: instituting a rule that takes the crisis upon itself.

 

Ioannis Tzanakos 

 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Bizin Mahalle

Ακόμα κι αν η Παλαιστίνη δημιουργήθηκε αντανακλαστικά από την Βία τού σιωνισμού είναι Έθνος. Ελευθερία στο Έθνος των Παλαιστινίων Τώρα! Le Trio Joubran at the Olympia - Dabke.

Ριζοσπαστική Δημοκρατία Χωρίς Κράτος, ή, η Ριζοσπαστική Δημοκρατία (που αρχικά θα είναι και Εργατική Δικτατορία) να υποτάσσει το Κράτος. Θεωρητικό και ημι-αυτοβιογραφικό κείμενο

Κάπου στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας, είδα σε έναν τοίχο κοντά στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, ένα αναρχικό σύνθημα που σήμανε μια μεταστροφή στο κοινωνικό κίνημα στη χώρα που ζούμε, ίσως και αλλού όπου υπήρχε αντίστοιχο ισχυρό μαζικό κίνημα:
«Ούτε Φασισμός. Ούτε Δημοκρατία. Κάτω ο Κρατισμός. Ζήτω η Αναρχία».
Θεώρησα τότε ότι αυτό το σύνθημα είναι από τα πιο εύστοχα και αληθινά του αναρχικού κινήματος, συμπυκνώνει τη δύναμη του αναρχισμού και την ιστορική εμπειρία του από τότε που εμφανίστηκε στην άκρη των δημοκρατικών ριζοσπαστικών και αριστερών κινημάτων μαζί με την ανάδυση του καπιταλισμού.
Δεν γνωρίζω αν γεννήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ή προϋπήρχε, αυτό όμως δεν έχει σημασία, ακόμη κι αν είναι παλιάς κοπής σύνθημα θα μπορούσε να σημαίνει την ειδική θέση και την ιστορική εμπειρία του αναρχισμού, όπως διαπέρασε σαν βέλος τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα και όπως κατέληξε σαν καταστάλαγμα ύστερα από θύελλες καταπίεσης και εξαπάτησης της εργαζόμενης οικουμένης.
Όταν το είδα σκέφτηκα ότι η σκληρή αλήθεια του με αφορά, ένας καθημερινός καταπιεσμένος και εξαπατημένος νέος θα μπορούσε να το ακολουθήσει και να το κάνει βασικό σημείο της δικής του θεωρητικής αναφοράς.
Στάθηκα ώρα μπροστά του και βυθίστηκα σε σκέψεις που κράτησαν μέρες.
Το πόρισμα ήταν απλό και δύσκολο:
Είναι λάθος.
Δεν το σκέφτηκα επειδή διαφωνούσα ριζικά με τη στόχευσή του, το αντίθετο, μου φάνηκε ότι εξέφραζε μια ακόμη αδιέξοδη ανασύνθεση ήδη υπαρχόντων μαρξιστικών ή μαρξιστικοφανών αδιεξόδων.
Είχε ήδη γίνει κατανοητό ότι ο Μαρξ των μαρξικών κειμένων, και όχι των βοηθητικών εγχειριδίων των μαρξιστών του κκε και των μ-λ, ήταν πολύ κοντά σε αυτό που έλεγε το σύνθημα, ειδικά μετά την Κομμούνα στο Παρίσι το 1871.
Ο πραγματικός Μαρξ σύμφωνα με τα σημερινά κριτήρια πολλών μαρξιστών θα θεωρούνταν μάλλον αναρχοκομμουνιστής και αριστεριστής, και θα είχε διαγραφεί από το κόμμα.
Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκομαι ήδη εκεί, ή τουλάχιστον στο ναρ και την ανταρσύα, ιδίως μετά τη ριζοσπαστικοποίησή τους προς το τέλος της χιλιετηρίδας.
Το ζήτημα της σύγκρουσης με το κράτος και τον τότε θεωρούμενο κρατικό καπιταλισμό των σοσιαλιστικών καθεστώτων με απασχολούσε από τα δεκάξι μου, την περίοδο 1984 με 1990.
Κάτι όμως με σταματούσε.
Δεν κατέληγα στον αριστερισμό και τον αναρχοκομμουνισμό. Αυτό το κάτι που υπήρχε από τότε είναι τελικά και το κεντρικό επιχείρημα του κειμένου αυτού που διαβάζετε τώρα.
*
Στη σκέψη όλων, φιλοσοβιετικών και αντισοβιετικών, σοσιαλιστών, κομμουνιστών, αναρχικών, λαϊκιστών, με τη γενική έννοια μη δεξιών, απουσίαζαν έννοιες και παραστάσεις για το πολιτικό φαινόμενο και για την ενεργητική, δημιουργική λειτουργία του στη δόμηση του ολικού κοινωνικού φαινομένου.
Το πολιτικό στοιχείο και η αποξένωση μας από αυτό, όχι η αλλοτρίωσή μας επειδή εντασσόμαστε σε αυτό, αλλά η πρωταρχική αποξένωση που παράγει την ίδια την κοινωνική δομή ως ταξική, εκμεταλλευτική, καταπιεστική δομή, αναπαράγεται από το ριζοσπαστικό κίνημα ως αντεστραμμένη έλλειψη.
Για αυτό η αντίθεση στην ταξική και κρατική αλλοτρίωση καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα.
Σε νέα ταξική και κρατική αλλοτρίωση.
Οι καταπιεσμένοι δεν φτάνουν να οικειοποιηθούν την πολιτική κατάσταση, δεν μπορούν να παράγουν πολιτική, δεν μπορούν να διευθύνουν την ολότητα της κοινωνίας, άρα συνεχίζουν να βλέπουν την πολιτική από κάτω, και η πολιτική τους θέτει ξανά κάτω.
Η αριστερά, η αναρχία, ο λαϊκισμός, ο κομμουνισμός, ο αντικαπιταλισμός, πάσχουν από βαθιά αντιπολιτική οντολογία όταν αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση, παρότι προέρχονται από νεωτερική δημοκρατική και αστική ριζοσπαστική παράδοση και εκδηλώνονται ως φρενιτιώδης πολιτική δράση που σπάει τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού.
Στον αγώνα για το δίκιο, έχει ξεχαστεί ότι αυτό που παράγει το δίκιο και το μεταμορφώνει σε ισχύον είναι η πολιτική.
Ναι, αυτά έλεγα και τότε.
Για αυτό θεωρούσα ότι ο μόνος τρόπος για να πάψει η αδικία, να εξαλειφθεί η ταξική εκμετάλλευση, είναι μια μορφή ριζοσπαστικής δημοκρατίας.
Η δημοκρατία είναι και θα παραμείνει η μοναδική μορφή πολιτικής θέσμισης και δράσης που μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα και τις δίκαιες επιδιώξεις των καταπιεσμένων, ή των ανθρώπων που έχουν αποτινάξει την εκμετάλλευση και διευθύνουν τις κοινές υποθέσεις τους στη γειτονιά, στον τόπο, στη χώρα, στην οικουμένη.
Ξέρουμε άλλον τρόπο; Όχι.
Είναι κάθε δημοκρατία κοινωνική ή εργατική;
Όχι.
Μια πραγματική κοινωνική και εργατική δημοκρατία είναι δημοκρατία; Είναι.
Η λέξη, η έννοια, το νόημα, της αρχής αυτής είναι αλλοιωμένα; 
Ναι.
Μα αυτό συμβαίνει με όλα τα νοήματα.
Γιατί λοιπόν να τα εγκαταλείψουμε όλα;
Η επιλεκτική απαξίωση της δημοκρατίας, επειδή οι κοινωνικοσημασιολογικές αλλοιώσεις την καθιστούν τάχα φύσει αλλοτριωμένη και μη οικειοποιήσιμη από μια ελευθεριακή ή εργατική κοινωνία, πάντα με ενόχλησε, και στους κομμουνιστές και στους αναρχικούς.
Κρύβει αυτή την αντιπολιτική που λέμε.
*
Η δημοκρατία λένε είναι μορφή κράτους.
Το λένε αναρχικοί και κομμουνιστές, όχι όλοι.
Είναι πάντα; Όχι.
Η ταύτιση πολιτικής και κράτους είναι σοφιστεία.
Μπορεί να υπάρξει δημοκρατία που δεν καθορίζεται από την κρατικότητα.
Γιατί να μην γίνεται αυτό;
Πού είναι τα επιχειρήματα που το αποκλείουν;
Πουθενά.
Ο υποτιθέμενος μόνον κομμουνιστικός ή μόνον λενινιστικός αυταρχισμός δεν είναι ιδίωμα ενός ρεύματος, χαρακτηρίζει όλο το ριζοσπαστικό κίνημα όταν είναι μόνον ριζοσπαστικό.
Συνήθως χρειάζεται συμβιβαστική και ταξικοσυναινετική στάση για να ανακαλυφθεί η κεντρική αξία της δημοκρατίας μέσα στους ίδιους τους λαϊκούς κύκλους.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Μήπως το ίδιο το κίνημα και ο ενδογενής σεκταρισμός του δημιουργούν την ιδεολογική πολιορκία.
Μήπως έχει θεμελιωθεί και σε λανθασμένες προκείμενες ήδη από την εκκίνησή του;
*
Επιστρέφω στο αρχικό σύνθημα.
Υπάρχει δημοκρατία που μπορεί να εννοηθεί και να επιτελεστεί χωρίς να αποκρυσταλλώνεται σε κράτος.
Δημοκρατία χωρίς κράτος.
Ή δημοκρατία με κράτος υποταγμένο και υπαγμένο σε αυτήν, όταν είναι αναπόφευκτο να υπάρχει κράτος.
Συγγνώμη σύντροφοι.
Είμαι αριστερός, δεν είμαι σεκταριστής.
*
Μικρό αυτοβιογραφικό σημείωμα.
Μεγάλωσα σε σπίτι όπου ο πατέρας μου, πρώην βιομηχανικός εργάτης και έπειτα δημόσιος υπάλληλος, ήταν πωρωμένος πασόκος και φιλοσοβιετικός.
Από τα δεκάξι μου επέμενα ότι τα σοσιαλιστικά καθεστώτα ήταν εκμεταλλευτικά γραφειοκρατικά κρατικοκαπιταλιστικά καθεστώτα.
Οι καυγάδες μας ήταν έντονοι, με απειλές αποβολής από το σπίτι.
Σήμερα αυτό μου φαίνεται αλλόκοτο, τότε όμως έφτιαξε το ένστικτο να αμφισβητώ και τον κρατισμό και τον αντικρατισμό.
Δεν κατέληξα στον αριστερισμό ή στον αναρχοκομμουνισμό, γιατί διαισθανόμουν ότι λείπει η θετική οικειοποίηση της πολιτικής.
Η υπόσχεση δεν είναι να τελειώσουμε την πολιτική, η υπόσχεση είναι να την κοινωνικοποιήσουμε.
*
Για τη σχετικοποίηση της συνεισφοράς του ΡΚΚ.
Αν μιλάμε για το ΡΚΚ ως ιστορικό παράδειγμα, το αντιμετωπίζω ως αντινομικό αλλά ζωντανό και συκοφαντημένο αριστερό εθνιστικό κίνημα.
Δεν είναι υπόδειγμα, δεν είναι πρότυπο για καθολική μίμηση, έχει αντιφάσεις και βαριές ιστορικές δεσμεύσεις.
Ωστόσο αναδεικνύει την επιμονή στο πολιτικό, την ικανότητα να παράγεται συλλογική βούληση και θεσμικό πείραμα μέσα σε εχθρικό περιβάλλον.
Η αξία του είναι ενδεικτική και όχι κανονιστική, δείχνει ότι αριστερή πολιτική μπορεί να διεκδικεί δημοκρατική αυτοδιεύθυνση πέρα από το κράτος ή με κράτος υποταγμένο στη δημοκρατία.
Αυτή η ένδειξη δεν αίρει τις αντινομίες, τις καθιστά ορατές και διαχειρίσιμες.
*
Σημείωση για τη ριζοσπαστική δημοκρατία.
Η ριζοσπαστική δημοκρατία δεν είναι σύνθημα, είναι πρακτική οικειοποίησης των αποφάσεων από όσους υφίστανται τα αποτελέσματά τους.
Δεν είναι αρνητικό καθήκον, δεν είναι μόνο κατά του κράτους, είναι θετική ικανότητα παραγωγής κοινού χρόνου και κοινού νόμου από τα κάτω και από τα μέσα.
Όπου χρειάζεται κράτος, αυτό υπάγεται στη δημοκρατία.
Όπου δεν χρειάζεται, η δημοκρατία στέκει χωρίς αυτό.
Το κριτήριο είναι απλό.
Ποιος αποφασίζει, ποιος ελέγχει, ποιος λογοδοτεί.
Αν η απάντηση είναι οι πολλοί, τότε έχουμε πολιτική.
Αν η απάντηση είναι οι λίγοι, τότε έχουμε κρατικότητα χωρίς πολιτική.
*
Η πολιτική δεν καταργείται, η πολιτική κοινωνικοποιείται.
Η δημοκρατία δεν ταυτίζεται με την κρατικότητα, μπορεί να υπάρξει χωρίς κράτος ή με κράτος υποταγμένο σε αυτήν.
Η αριστερά που θα τολμήσει να το πει και να το πράξει, θα βγει από την αντιπολιτική έλλειψη και θα πάψει να αναπαράγει την αποξένωση. Αυτό είναι το στοίχημα. Και αυτό υπηρετώ.
**
Ιωάννης Τζανάκος

 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

Συνοπτικό Συμπέρασμα.

Συνοπτικό Συμπέρασμα τής προηγούμενης ανάρτησης. 
Εν ολίγοις, μαρξισμός χωρίς «δικτατορία τής εργατικής τάξης» δεν δύναται να υπάρξει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποιος επικαλείται τον μαρξισμό και την δικτατορία τής εργατικής τάξης είναι αυτοδικαίως μαρξιστής.
Εγώ επικαλούμαι και τον μαρξισμό και την δικτατορία τής εργατικής τάξης, εννοώντας την και ως την ταυτόχρονη, αλλά όχι (πλήρως) ταυτόσημη, εκπλήρωση τής δημοκρατίας.

Ιωάννης Τζανάκος
 

Παραγωγή, Πολιτική και Σώμα.

 
Παραγωγή, Πολιτική και Σώμα.
**
Α. Παραγωγή και σωματικότητα.
Α.1. Οι γενικοί όροι τής θεματοποίησης που επιχειρούμε.
Ενώ οι σχέσεις κατανομής των μέσων κατανάλωσης και παραγωγής στο καπιταλιστικό σύστημα αποτελούν, σε διάκριση προς τις αντίστοιχες σχέσεις στα προ-καπιταλιστικά συστήματα, σε μεγαλύτερο και εντατικότερο βαθμό αποτελέσματα της άμεσης παραγωγικής και ανταλλακτικής διεργασίας, διατηρούν ωστόσο την δική τους δυναμική και ισχύ και επιτελούν έναν θεμελιακό διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της άμεσης παραγωγικής και ανταλλακτικής διεργασίας και της πολιτικής εξουσίας.
Αν και δεν είναι άμεσα κατανοητό από τα προηγούμενα λεχθέντα, ο καθορισμός της ανταλλαγής ως άμεσος καθορισμός πάντα ανήκε στο άμεσο παραγωγικό «πεδίο» της κοινωνικής οικονομίας.
(Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως έχει δείξει ρητά ο Μαρξ, πως ως ιδιαίτερος καθορισμός περιέχεται διαλεκτικά, όπως και ο καθορισμός της κατανομής και ο καθορισμός της κατανάλωσης, στην ευρύτερη έννοια-ταυτότητα της παραγωγής. Εδώ όμως εξετάζουμε τους οικονομικούς καθορισμούς στην διάκρισή τους).
Η σημασία της ανταλλακτικής διεργασίας λαμβάνεται από την συμπύκνωσή της στην μορφή «εμπόρευμα».
Αυτό δεν σημαίνει πως η ανταλλακτική διεργασία της παραγωγής υπόκειται σε διαχρονικούς ιστορικούς νόμους ή ότι η «υπόλοιπη» παραγωγή υπόκειται σε κάποιους διαχρονικούς ιστορικούς νόμους της ανταλλαγής, ή ακόμα περισσότερο πως υπόκειται στον (υποτιθέμενο) διαχρονικό «νόμο» του εμπορεύματος, αλλά πως σε σχέση με την ιστορική εξέλιξη των σύγχρονων αστικών παραγωγικών σχέσεων αλλά και τις προ-αστικές θεμελιώσεις τους (π.χ δουλεία ή γενικά εμπόριο) παίζει έναν καθοριστικό ρόλο, άρα συντελείται στον βαθύτερο πυρήνα της οικονομικής πραγματικότητας.
Το αναμφισβήτητο της σημασίας αυτού του θεμελιακού συντελεστικού ρόλου της ανταλλακτικής διεργασίας τής παραγωγής (ως διακριτής οικονομικής πράξης) όπως είδαμε «οριοθετείται» από τον ισχυρό καθορισμό (τής δομής) τής κατανεμητικής πρακτικής.
Θα είχε βέβαια μεγάλη θεωρητική αξία μια αναγέννηση της θεωρητικής διαλεκτικής της ταυτότητας(-διαφοράς) μεταξύ των ειδικών καθορισμών της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας (παραγωγή-κατανάλωση-ανταλλαγή-κατανομή) αλλά από την άλλη θεωρώ πως θα είχε την ίδια αξία και μια συγκεκριμένη (ιστορική) αποτίμηση και ιεράρχηση των καθορισμών της οικονομίας ως ξέχωρων.
Στο θέμα μας εδώ αυτό που έχει σημασία είναι η επίλυση του (φαινομενικού;) παράδοξου που σχηματίζεται από την συνύπαρξη δύο «επιφανειακών» (ως ξέχωρων όπως είπαμε) καθορισμών της οικονομίας στον καπιταλισμό, ήτοι της κατανομής και της ανταλλαγής.
Η ανταλλαγή ως αυτονομημένη και καθορίζουσα πρακτική που συμπυκνώνεται και αποκρυσταλλώνεται στην μορφή «εμπόρευμα» βρίσκεται όπως είπαμε στον καπιταλισμό εγγύτερα στον βαθύ πυρήνα της παραγωγής και διαμεσολαβεί την ουσία του καπιταλισμού με ενδογενή νομοτελειακό τρόπο.
Για να το πω απλά δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς την γενικευμένη εμπορευματική διεργασία και ανταλλαγή αφού τελικά αυτή διαμεσολαβεί την σχέση των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους της παραγωγής με την εμπορευματική μορφή, ήτοι με την «εμπορευματοποίηση» της εργατικής δύναμης, ή για να το θέσω νομίζω καλύτερα με την μετατροπή της γενικής και ειδικής ικανότητας προς εργασία σε εμπόρευμα (εμπόρευμα εργατική δύναμη) μέσω όμως μιας ταυτόχρονης και ομοούσιας (με την προαναφερόμενη) διαλεκτικής διεργασίας μετατροπής της γενικής εργασιακής ουσίας του ανθρώπου σε ένα «διττό σώμα» που αποτελείται από το σώμα<>«ικανότητα-δυνητικότητα προς εργασία» και το σώμα<>«εργασιακή ενέργεια» (δράση).
Η ίδια η έννοια της «εργατικής δύναμης» δεν μπορεί να ξεχωριστεί από την μετατροπή τής γενικής και ειδικής ικανότητας προς εργασία σε ξεχωριστό και διακριτό δυνητικό σώμα (ψυχοσωματική οντότητα σε εργασιακή ετοιμότητα) εντός του ορισμένου ως πια «προβληματικά» ενιαίου ανθρώπινου σώματος (ψυχοσωματικής οντότητας που είναι και εργασιακή ετοιμότητα και εργασιακή ενέργεια).
Η διαίρεση της εργαζόμενης ανθρώπινης ουσίας σε δυνητικότητα-ικανότητα και εργασιακή ενέργεια (η ικανότητα στην «εφαρμογή» της) δεν είναι βέβαια μια απόλυτα δημιουργημένη (ιστορικά) διάκριση ούτε πρόκειται (αν ξεπεραστεί ο καπιταλισμός) να πάψει ως γενικά χρήσιμη διάκριση (για σχεδιασμό της κοινωνικής εργασίας ή απλά θεωρητική κατανόησή της) αλλά ως κοινωνικο-οντολογικό υπόβαθρο και ως οντολογική ουσία της παραγωγής δεν μπορεί να διατηρηθεί.
Δεν είναι μόνον η μορφή «εμπόρευμα» που πρόκειται να καταστραφεί στην αταξική κοινωνία αλλά και κάθε κοινωνικο-οντολογική διάκριση μεταξύ «ικανότητας-δυνητικότητας» και «ενέργειας».
Στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε πως εισερχόμαστε στην προβληματική εκείνη που επικεντρώνει στην έννοια της γενικευμένης ανταλλαγής ως θεμελιακής μορφής της αλλοτρίωσης που όμως (ως έννοια) συμπυκνώνει βαθύτερες έννοιες της ίδιας της ανταλλαγής.
Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να επανέλθουμε στην έννοια της (ιστορικής) ταυτότητας-διαφοράς που προαναφέραμε γονιμοποιώντας την όμως με την διαλεκτική της ανταλλαγής ως μιας σημαντικής ιδιαίτερης ξεχωριστής παραγωγικής πρακτικής που συν-θεμελιώνει ριζικά ως γενικευμένη την αλλοτρίωση και την ταξική εκμετάλλευση.
Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η ιδιαίτερη γενικευμένη κοινωνικο-οικονομική πρακτική με την κατανεμητική κοινωνικο-οικονομική πρακτική, σε συνθήκες μάλιστα κρατικού και κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού που σημαίνουν ένα είδος «επιστροφής» της κεντρικής ισχύος της κατανεμητικής πρακτικής;
Ο τρόπος ιδιοποίησης της κοινωνικής παραγωγής αποτελεί στοιχείο της ανήκον όμως στην εξωτερική στοιβάδα της που αντανακλά εσωτερικά την άμεση παραγωγική διεργασία διαμεσολαβώντας την ως μορφοποιούμενη σε σχέσεις κατανομής.
Συνήθως όταν μιλάμε για την καπιταλιστική παραγωγική διεργασία σε συνάφεια προς τον τρόπο ιδιοποίησης αναφερόμαστε στην αντίφαση ανάμεσα στην ευρύτερη και βαθύτερη -σε σχέση με προηγούμενους τρόπους παραγωγής- κοινωνικοποίησή της και την ατομική ιδιοποίηση που αυτή (ως καπιταλιστική) εκπροσωπεί.
Θα έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε πως όταν μιλάμε για ατομική ιδιοποίηση της κοινωνικοποιημένης (καπιταλιστικής) παραγωγής δεν αναφερόμαστε κυρίως στα μέσα κατανάλωσης και εκείνο το μέρος του υπερπροϊόντος που απομένει μετά την συσσώρευση του κεφαλαίου αλλά ακριβώς και κυρίως στο υπερπροϊόν που «επανεπενδύεται», δηλαδή συσσωρεύεται, και στον θεμελιωδώς ιδιωτικό τρόπο διενέργειας αυτής της συσσώρευσης που εκφράζεται και αποκρυσταλλώνεται νομοτελειακά με την δομή της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την δομή της συσσώρευσης ως συσσώρευσης υπεραξίας.
Εδώ θα μπορούσαμε να διακόψουμε την ανάλυσή μας για τις σχέσεις κατανομής για να επισημάνουμε την σημασία της ιδιαίτερης-ειδικής μορφής του υπερπροϊόντος της εργασίας στον καπιταλισμό που είναι η υπεραξία και η οποία σχετίζεται με τους ουσιώδεις συν-καθορισμούς των μορφών ανταλλαγής και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.
Περιορίζουμε την αναφορά μας στην διαπίστωση και μόνον της ουσιώδους συν-καθοριστικότητας των μορφών ανταλλαγής σε σχέση με την γενικευμένη μορφή του εμπορεύματος.
Είναι αδύνατον να αναφερόμαστε στην έννοια του καπιταλισμού χωρίς να αναφερόμαστε στις συνκαθοριστικότητες της εμπορευματικής μορφής και του (αλλοτριωμένου) καταμερισμού της εργασίας.
Ας συνεχίσουμε.
Ακόμα και όταν ο καπιταλισμός εισήλθε στο μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό στάδιό του και μεταμορφώθηκε ως προς τις σχέσεις κατανομής του σε κρατικό ή κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό δεν υπερέβη την βασική δομή κατανομής που είναι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η ιδιωτική δομή συσσώρευσης μέσω της υπεραξίας.
Όταν αναφερόμαστε στην έννοια του κρατικού καπιταλισμού δεν σημαίνουμε κάποια γενική μορφή ολικής άρσης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής [κρατικός εκμεταλλευτικός σοσιαλισμός, ή αληθινός σοσιαλισμός] αλλά ένα είδος συγκέντρωσης τής δομής τής ατομικής ιδιοκτησίας που επιφέρει μερική άρση της, όπως και μερική άρση της δομής της καπιταλιστικής συσσώρευσης υπό το καθεστώς του συσσωρευτικού μετασχηματισμού και πραγματοποίησης της υπεραξίας, χωρίς όμως να τις αίρει ως θεμελιώδεις δομές.
*
Β. Σώμα
Β.1. Βασικές δομές τής αλλοτρίωσης ως «σωματόμορφης» αλλοτρίωσης
(α) Το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.
Το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα δεν δημιουργήθηκε με το καπιταλιστικό σύστημα αλλά με την δουλοκτησία και το δουλεμπόριο, και επίσης δεν καταργήθηκε με τον καπιταλισμό γιατί τάχα η εσωτερική του αξία χρήσης μετατράπηκε σε ξεχωριστό εμπόρευμα από το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.
Η εργασιακή (ή εργατική) δύναμη δεν είναι στον καπιταλισμό ένα ξεχωριστό εμπόρευμα από το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα αλλά μια τροπή, ή μια αναπτυγμένη ειδική μορφή τού ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος που ιδρύεται ως ξεχωριστή από την γενική μορφή μέσω της ανάδυσης της σημαντικότερης και εσωτερικότερης αξίας χρήσης του που είναι η δυνατότητα-ικανότητα εργασίας ως αποκλειστικής ιδιότητας όλου του εμπορευματο-σώματος, διεργασία που παρουσιάζεται να καταργεί την σωματική ιδιότητα αυτής τής διττής υπόστασης που ορίσαμε ως ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.
Υπό μιά έννοια η κατάργηση αυτής της πλευράς του συγκεκριμένου ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος φαίνεται λοιπόν τελικά να το καταργεί ή να το αίρει διαλεκτικά και να το αντικαθιστά με ένα άλλο είδος εμπορευματο-σώματος που φαίνεται να ταυτίζεται με την ίδια καθαυτή την εργασιακή δύναμη-ικανότητα και όχι τον «ευρύτερο» ανθρώπινο φορέα της που είναι ο άνθρωπος ως γενική σωματικότητα ή ως ακόμα ευρύτερη οντότητα.
Η δυνατότητα-ικανότητα εργασίας ως ξεχωριστό και σχετικά αυτάρκες νέο σωματικό ον είναι εκείνο το ον που αποτελεί τον πυρήνα της καπιταλιστικής διεργασίας της παραγωγής που αποκόπτεται από την ανθρώπινη υπόσταση και την «καθυποτάσσει» ως γενική υπόσταση στην αναγκαιότητα τής (ανα-)παραγωγής της.
Βέβαια αυτή η διάσπαση και καθυπόταξη της ενιαίας εργαζόμενης ανθρώπινης ουσίας ούτε είναι προϊόν μιας εσωτερικής διεργασίας της ίδιας ούτε περικλείει καν την ίδια καθαυτή την ζωή της ακόμα και στο καπιταλιστικό πλαίσιο, εφόσον συνεχίζει να υφίσταται απλά και ξάστερα η αναγκαιότητα της γενικής αυτο-συντήρησής της που εργαλειοποιείται ως ευρύτερη από τον αστικό εκβιασμό, αποτελεί δηλαδή ένα ουσιώδες αν και πρόσθετο μέρος του «ειδικού» εκβιασμού των κεφαλαιοκρατών απέναντι στην σχηματισμένη πιά ως «ειδική σωματικότητα» εργασιακή (εργατική) δύναμη.
Από την άλλη πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως όλη αυτή η ειδικοποίηση και φαινομενική άρση του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος δεν πρέπει να κρίνεται με ρομαντικό τρόπο από την σκοπιά της γενικής ενότητας της εργαζόμενης ουσίας χωρίς να κρίνεται ταυτόχρονα και η γενική μορφή του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος όπως παρουσιάστηκε στην δουλοκτησία (και υφίσταται μυστικοποιημένη μέσα σε αρχαίες φιλοσοφίες που αποτελούν αντικείμενο γενικού θαυμασμού από διάφορους αφελείς ή «αφελείς»).
Επίσης πρέπει να κριθούν, ειδικά οι πρώιμες μορφές τους, και οι φεουδαλικές εκφράσεις της ενιαίας εργαζόμενης ουσίας (προτιμώ να τις ονομάζω μετα-ρωμαϊκές μετα-δουλοκτητικές), παρ' όλο που στηρίζονται σε μια σχετικά πλήρη άρνηση, στο γενικότερο επίπεδο, της (αρχικής-δουλοκτητικής) μορφής του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος.
(β) Το κράτος και η δουλεία.
Το κράτος ως το μοναδικό σημείο παρατήρησης του ανθρώπινου κόσμου είναι το σημείο εκκίνησης και εκροής παραστάσεων που ως μοναδικό τους αντικείμενο και σημαινόμενο έχουν μιά πολλαπλότητα οντολογικά στατικών σωμάτων, ακίνητων ή κινούμενων, ζωντανών ή νεκρών.
Το κράτος ως σημείο παρατήρησης του ανθρώπινου κόσμου τον καλουπώνει σε μια πολλαπλοειδή σωματική υπόσταση που πέρα από τις φαινομενικά κινούμενες και ζωντανές μορφές της σημαίνει την οντολογική ακινησία και νέκρα της σε σχέση με το δημιουργικό της περιεχόμενο.
Η συσχέτιση της σωματοειδούς νέκρας που καθιδρύει το κράτος με το ζωντανό περιεχόμενο των σωμάτων που υποδέχεται ως μορφή το καθιστά την πρώτη δυνητική μορφή δημιουργίας του ανθρώπινου εμπορευματο-σώματος.
Οι μεγάλες ιεραρχικές ηγεμονίες και βασιλείες που μπορούν να θεωρηθούν ως οι πρωτο-μορφές των νεωτερικών (ιμπεριαλιστικών) υπερ-κρατών ήταν και αυτές που διοργάνωσαν την δουλεία και το δουλεμπόριο και τον μαζικό στρατιωτικό και εμπορευματικό εξανδραποδισμό ξένων πληθυσμών, μαζί με την διοργάνωση της εσωτερικής υποτέλειας και ιεραρχικής υποταγής του γηγενούς αγροτικού πληθυσμού.
Οι πόλεις, η δουλεία, η πορνεία, η ιεραρχία, η στρατιωτική κυριαρχία, το ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα αλλά και το υλικό εμπορευματο-σώμα (ζώα και προϊόντα της γης, προϊόντα των τεχνών κ.α) σχετίζονται με το ίδιο το αρχαίο κράτος, είναι μέρη της ουσίας του και όχι βάσεις της.
Η ειδικότερη και πιό εξελιγμένη μορφή της αρχαίας κρατικής δουλοκτησίας ήταν οι πόλεις-κράτη (Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη) γιατί συγκροτήθηκαν σε μια πιο συγκεκριμένη μορφοποίηση και συστηματοποίηση των θεμελιακών δομών της κρατικής δουλείας που είναι: α) το ίδιο το κράτος σε μια αφηρημένη μορφή και β) το υλικό και ανθρώπινο εμπορευματο-σώμα.
Μπορούμε να πούμε πως τότε εμφανίστηκε η πρώτη μορφή Συστήματος που σημαίνει μιαν αυτο-αναπαραγωγή και αυτο-ανάπτυξη των ταξικών και ιεραρχικών σχέσεων.
Νομίζω πως είναι λάθος να εντάσσουμε αδιάκριτα την αρχαία (κρατική) δουλοκτησία στο ίδιο γενικό σχήμα με τον φεουδαλισμό (ή τιμαριωτισμό) λόγω αυτής ακριβώς της συστηματικότητας.
Θεωρώ ως ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός τον ρόλο της νέας δουλοκτησίας και του νέου δουλεμπορίου στην ιστορική δημιουργία του (δυτικού) καπιταλισμού και αποδίδω μεγάλη σημασία στην ενδότερη επιβίωση ουσιακών σχημάτων της μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα (που δεν έχουν έναν μεταφορικό ή περιθωριακό ρόλο) ακόμα και κατά την νεώτερη (κρατικο-καπιταλιστική) μονοπωλιακή ιμπεριαλιστική μορφοποίησή του.
Αυτό είναι ένα αντικείμενο μελέτης που θα άξιζε να αναδειχθεί, και όχι μόνον για ιδεολογικούς προπαγανδιστικούς λόγους (λ.χ την απομυθοποίηση της γενεαλογίας του φιλελευθερισμού).
*
Γ. Πολιτική.
Γ.1. Οι θεμελιώδεις δομές τής «σωματόμορφης» αλλοτρίωσης ως δομές διαμεσολάβησης.
Η δημιουργία ενός πλήθους εξαρτημένων ανθρώπων από μια κυρίαρχη ολιγάριθμη-ολιγαρχική ομάδα έχει νόημα και εξήγηση αν σχετίζεται με την ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγικής διεργασίας.
Όμως η ουσία αυτής της ιδιοποίησης δεν είναι αυτή η ίδια καθαυτή ως ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων τής παραγωγικής διεργασίας αλλά (ουσία τής ιδιοποίησης) είναι η ολότητα-μορφή της παραγωγής που ιδρύεται σε αλληλενεργή αιτιακή συνάφεια με έναν συγκεκριμένο καταμερισμό της εργασίας.
Βέβαια η ατομική (και ολιγαρχική) ιδιοποίηση, ή αντίθετα η κοινωνική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της καθιδρυμένης ολότητας-μορφής της παραγωγικής διεργασίας και του αντίστοιχου σε αυτήν καταμερισμού της εργασίας δεν είναι άσχετη προς την ίδια την ουσία αυτής της καθιδρυμένης ολότητας-μορφής και του «δικού» της καταμερισμού της εργασίας.
Η αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν την ουσία της ταξικής ή της ευρύτερης κοινωνικής τους θέσης σχετίζεται με την αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ως ουσία της ζωής τους την κοινωνική παραγωγή και τις μορφές της και ως εξωτερική μορφή (αν και όχι «επιφανειακή» απλά) αυτής (τής κοινωνικής παραγωγής) τον τρόπο ή την κατανομή της ιδιοποίησης.
Όμως αυτή η αδυναμία είναι αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της μετατροπής της εργασίας και της ευρύτερης παραγωγής σε έναν μηχανισμό πόνου και καταστροφής των άμεσων παραγωγών.
Η κοινωνική παραγωγή ως εκδήλωση και ως ολική μορφή ενός ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας που σημαίνει επιπλέον (και εξίσου) την άντληση τού τελικού αποτελέσματος (προϊόντος) προς ατομική διάθεση και ιεραρχικά καθορισμένη επανα-κοινωνικοποίηση, σημαίνει για την πλειονότητα των παραγωγών (τους άμεσους παραγωγούς) φτώχεια, στερήσεις, βίαιο θάνατο, αποξένωση, ηθική εξαχρείωση κ.ο.κ.
Αυτό που είναι το προϊόν ενός τρόπου κυριαρχίας και ιεραρχικής μορφοποίησης της παραγωγικής διεργασίας, η μορφή της ιδιοποίησης και η ιδιοποίηση εν γένει, αποτελεί ένα δευτερεύον και δημιουργημένο ουσιακό στοιχείο (αν και παραμένον ως ουσιακό) που καθίσταται σημαντικότερο τού πραγματικού του ρόλου από την στιγμή που αναδιπλασιάζεται μέσα στον νου των καταπιεσμένων άμεσων παραγωγών και καθορίζει την ίδια την στοιχειακή τους αναπαραγωγή και συντήρηση (την «σωματικότητά» τους).
Η πείνα, η στέρηση, και από την άλλη ο «πλούτος» η χλιδή, η επιδεικτική κατανάλωση και η χρήση συμβόλων δύναμης, που προκύπτουν συμμετρικά από την εκμεταλλευτική κατανομή τού προϊόντος τής παραγωγικής διεργασίας είναι αν τα δούμε ως ένα διαλεκτικό σύνολο το ενδογενές κοινωνικο-ουσιακό μέσο (στην ταξικά καθορισμένη κοινωνική ουσία) και όχι ο ενδογενής κοινωνικο-ουσιακός σκοπός (και σημαντικότερος στην ταξικά καθορισμένη κοινωνική ουσία) που είναι (ως σκοπός) η βαθύτερη (από την ιδιοποίηση) ιεραρχική δόμηση τής ολότητας-μορφής τής παραγωγικής διεργασίας και ο αντίστοιχος (σε αυτήν) καταμερισμός εργασίας.
Αυτοί είναι κάποιοι σημαντικοί γενικοί καθορισμοί των ταξικών-ιεραρχικών κοινωνιών είτε μιλάμε για την σύγχρονη ταξική κοινωνία, την αστική κοινωνία, είτε μιλάμε για τις προ-αστικές ταξικές κοινωνίες.
Εξετάσαμε μόνον «στην άκρη» των νοηματικών μας διαμεσολαβήσεων έναν σημαντικό γενικό καθορισμό τους, την «σωματικότητα-Σώμα», (υπάγοντάς τον στον καθορισμό της ιδιοποίησης) αν και διαμεσολαβεί τις ταξικές κοινωνίες «συντελώντας» (ως διαμεσολαβημένος και ως διαμεσολαβών) σε διαφοροποιήσεις και ειδικές ιστορικές μορφοποιήσεις τους που δεν μπορούν να εξηγηθούν αυτόματα με το γενικό σχήμα που προαναφέραμε που εξάλλου είναι χρήσιμο, όπως είναι, κυρίως για να εξετάσουμε τα «κοινά» στοιχεία τους.
Το στοιχείο αυτό σχετίζεται μάλιστα, κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, με το αναζητούμενο θέμα μας που είναι η μορφή και το περιεχόμενο της εργατικής πολιτικής στο δυναμικό πλαίσιο τής υλικής και θεωρητικής κριτικής τής εν γένει ταξικο-ολιγαρχικής και ειδικά αστικής πολιτικής οντολογίας (μεταφυσικής).
Γ.2. Τα μοτίβα τής πολιτικής οντολογίας.
Ας ξαναδούμε όμως κάποια γενικά σχήματα τής έννοιας/κατάστασης τής διαμεσολάβησης, σε συνέχεια προς τα προηγούμενα λεχθέντα από εμάς σχήματα.
Όπως είδαμε η εκμεταλλευτική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων τής -«ιδανικής» προς αυτόν τον ειδικό σκοπό- παραγωγικής διεργασίας είναι το ενδογενές ουσιακό μέσο τού ενδογενούς ουσιακού σκοπού που είναι η αναπαραγωγή και η εξέλιξη τής ιεραρχικής και ολιγαρχικής δομής (ολότητας-μορφής) της ίδιας της παραγωγικής διεργασίας.
Γι' αυτό εξάλλου και η εμμονή τής (όποιας) αριστεράς στην δομή της ιδιοποίησης-κατανομής, που απηχεί την λαϊκή εμμονή στην αμεσότητα του προβλήματος, αν και απόλυτα δικαιολογημένη και μάλιστα ορθή περιέχει ένα είδος καθήλωσης στην εξωτερική στοιβάδα της κοινωνικής ουσίας.
Ήδη λέγοντας πως αυτή η κρίσιμη δομή «βρίσκεται» στην εξωτερική στοιβάδα της κοινωνικής ουσίας εννοούμε πως είναι μέρος της ουσίας αυτής, είναι δηλαδή καθορίζον στοιχείο της ενεργού ουσίας και όχι κάποιο παθητικό αποτέλεσμά της.
Η εξωτερικότητα ως προσδιορισμός δεν σημαίνει πάντα ένα είδος υποδεέστερης «φαινομενικότητας» αλλά ίσως ένα στρώμα εσωτερικών οριοθετήσεων εντός της ίδιας τής ουσίας, ας πούμε εντός τής ίδιας της ενδογένειας.
Αν θέλουμε λοιπόν να προχωρήσουμε βαθύτερα στην έρευνα της κοινωνικής ουσίας κατά την ιστορική φάση της ταξικής εκμετάλλευσης και της ιεραρχικής επιβολής θα πρέπει να δούμε τι ρόλο παίζει το συντελεστικό στοιχείο της «σωματικότητας» όπως παράγεται ως στοιχείο της ολότητας-μορφής της παραγωγικής διεργασίας.
Θα ξεκινήσουμε με ένα ερώτημα που σχετίζει την έννοια της σωματικότητας με τις διαμεσολαβήσεις που συγκροτούν την ολότητα-μορφή της ταξικής παραγωγικής διεργασίας και τον ταξικό καταμερισμό της εργασίας, επιχειρώντας μάλιστα και ένα είδος επικαιροποίησης της ανάλυσής μας σε συνάφεια προς την αστική μορφή της ταξικής κοινωνίας.
Εδώ, πριν θέσουμε το συγκεκριμένο ερώτημα, πρέπει να ξαναθυμίσουμε πως ορίσαμε την ίδια την «σωματικότητα» ως έκφραση της εργασιακής αποξένωσης και του εργασιακού κατακερματισμού που χαρακτηρίζει όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες.
Ας θέσουμε τώρα το ερώτημα:
Είναι η (αλλοτριωμένη) σωματικότητα [ταυτόν] έκφραση του ουσιακού μέσου, δηλαδή της «ιδιοποίησης» ή έκφραση του ουσιαστικού σκοπού της ταξικής κοινωνίας;
Μια πρώτη απάντηση:
Η «σωματικότητα» ως κοινωνικός καθορισμός σημαίνει ήδη την μετατροπή μιας ενιαίας εργασιακής υποκειμενικότητας σε ξενωμένη αφηρημένη δυνητικότητα εργασίας και δημιουργίας, και έχει σημανθεί λεκτικά εδώ και καιρό ως «εργασιακή δύναμη».
Στην πραγματικότητα η εργασιακή δύναμη ως αφηρημένος και ξενωτικός προσδιορισμός που είναι μεταφοροποιείται πρακτικά και οντολογικοποιείται από πολύ παλαιά ως σωματικότητα και τελικά αλλοτριώνεται και οικειοποιείται από τους κυρίαρχους ως «Σώμα».
Το Σώμα του κυρίαρχου «τρέφεται» από τις εργασίες των υποτελών με την έννοια πως συγκροτείται ως καταπιεστικό και αλλοτριωτικό εποικοδόμημα επί της κοινωνικο-ουσιακής θεμελιακότητας της άμεσης εργασίας από τον θρυμματισμό της κοινωνικο-οντολογικής ενότητας τής άμεσης εργασίας (των άμεσων παραγωγών).
Η σωματικοποίηση της δημιουργικής δύναμης των άμεσων παραγωγών δεν είναι ούτε ουσιακό μέσον ούτε ουσιακός σκοπός της ολότητας-μορφής τής (ταξικής-ιεραρχικής-εκμεταλλευτικής) παραγωγικής διεργασίας και τού (ταξικού-ιεραρχικού-εκμεταλλευτικού) καταμερισμού της εργασίας, αλλά αποτελεί την θεμελιακή διαμεσολάβηση μεταξύ τους που (συν-)καθορίζει επίσης και την ειδική μορφή των ταξικών κοινωνιών.
Με αυτή την έννοια βέβαια μπορεί να θεωρηθεί με μιαν ευρύτερη μη-τελεολογική έννοια ως μια «ουσιακή λειτουργία-δομή», ή ως μια θεμελιακή «συστημική υπόσταση» των ταξικών-ιεραρχικών συστημάτων.
Η «σωματικότητα» ως καθορισμός των υποτελών είναι και η θεμελιακή διαμεσολάβηση μεταξύ της οικονομικής και πολιτικής μορφής της συνολικής παραγωγής, άρα (είναι) και το αίτιο της ειδικής-συγκεκριμένης μορφής της πολιτικής οντολογίας, τόσο των υποτελών όσο (κυρίως) των κυριάρχων που αποκρυσταλώνεται στην γενική μορφή του (κυρίαρχου) Σώματος.
Εξ' ού και οι «οργανικίστικες» μεταφορές που χρησιμοποιούνται από όλα τα ταξικά στρατόπεδα (αν μιλάμε για ταξικά στρατόπεδα μάχης και όχι για παρακολουθήματα και ερείπια) με εντελώς διαφορετικούς τρόπους αλλά και με μια ταυτότητα.
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και πολιτικής η «σωματικότητα» αποκτά έναν γενικό χαρακτήρα που αντανακλά την ολοκλήρωση της αποξένωσης των άμεσων παραγωγών από τους εμπράγματους όρους της ζωντανής τους εργασίας και την ολοκλήρωση του απόλυτα ιεραρχικού και κατακερματιστικού καταμερισμού της κοινωνικής οικονομίας, που συμπλέκεται (ως -διττή-ολοκλήρωση) με την γενίκευση της εμπορευματικής-χρηματικής μορφής της ανταλλαγής και του αφηρημένου ολοκληρωτικού κράτους.
Η ολοκλήρωση και γενίκευση των δυνητικών μορφών των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών σημαίνει από μια άλλη σκοπιά την ολοκλήρωση και γενίκευση (και απλοποίηση-αφαιρετικοποίηση) των ταξικών σχέσεων (δύο και όχι πολλές καθοριστικές ανταγωνιστικές τάξεις που αυτο-προσδιορίζονται και ετεροπροσδιορίζονται με σαφήνεια ως τάξεις και όχι ως νομοκατεστημένες οντότητες-συσσωματώσεις).
Ο ανταγωνισμός των τάξεων, ειδικά στην αστική εποχή, λαμβάνει από ένα σημείο και πέρα έναν καθοριστικά «σωματικό» χαρακτήρα, άρα και έναν απόλυτο πολεμικό χαρακτήρα, εφόσον είναι νομοτελειακά αναπόφευκτη η συγκεκριμένη ολοκλήρωση της γενικής ουσίας των αντιθέσεων στο σημείο της συγκεκριμένης τους διαμεσολάβησης.
Η αποκλειστικότητα της εξωτερικής διαμεσολαβητικότητας του ταξικού συστήματος που εκφράζεται με την δομή της ιδιοποίησης καταργείται (ως αποκλειστικότητα) και δημιουργείται ένα πεδίο «εξωτερικού» πολιτικο-οικονομικού συνκαθορισμού που αφορά και τις σχέσεις ιδιοποίησης και την σχέση των «σωμάτων», άρα ένα βαθύτερο επίπεδο οργάνωσης της ταξικής δύναμης που έχει εφαρμοστεί και έχει πλάσει τις εργατικές υποκειμενικότητες.
Η νοηματική μετάθεση στην δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας τρόπος να αναδυθεί αυτό το θέμα της (νεωτερικής) απόλυτης ξένωσης της εργασίας και το θέμα της απόλυτης βίας που αυτή υποκρύπτει και προκαλεί, όχι μόνον στο επίπεδο της ιδιοποίησης αλλά και στο θεμελιακότερο επίπεδο της μορφής της κοινωνικής ισχύος.
Η απάντηση των εργατών, του λαού, δεν έχει πολλές παραλλαγές.
Ή κάποιος προτάσσει την άμεση εμπλοκή με αυτό το διττό επίπεδο (ιδιοποίηση, πάλη μεταξύ πολιτικών-πολεμικών «σωμάτων») ή αρνείται την εμπλοκή του με το ένα σημείο του (την ταξική βία, «σωματικότητα») άρα και αυτό ως διττό.
Ο σκοπός του εργαζόμενου λαού είναι βέβαια να υπερβεί την σωματικοποίηση της κοινωνικής σχέσης, αλλά ως σκοπός δεν μπορεί να υπερβεί τα υφιστάμενα μέσα διαμεσολάβησης μέσων σκοπών, από την στιγμή μάλιστα που είναι ουσιακά μέσα και ουσιακοί σκοποί της υφιστάμενης και ταξικά προσδιορισμένης κοινωνικής οικονομίας.
Όχι μόνον σε στρατηγικό επίπεδο αλλά σε τακτικό επίπεδο μάχης, όχι μόνον στην πολιτική και ιδεολογική μάχη αλλά και στην οικονομική μάχη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, η κυριαρχία διακυβεύεται στο πολεμικό-«σωματικό» πεδίο.
Βέβαια η ίδια η θέση ενός υποτελούς μέσα σε μια υφιστάμενη πραγματικότητα που του στερεί πλήρως την ενότητα των αυτοκαθορισμών του δεν του παρέχει αυτά τα μέσα και αυτούς τους σκοπούς όπως θα ήταν εφικτό σε μια κατάσταση κατοχής τους, άρα «πολιτικής εξουσίας», επομένως είναι λάθος να προτάξει από μέρους του ένα βιαστικό πολεμικό, ας πούμε ένοπλο, σχέδιο μάχης.
Αλλά από την άλλη είναι αδύνατον και να αποκτήσει ποτέ αυτή την «κατοχή» αν δεν την αποκτήσει αυτοστιγμεί «τώρα».
Το σίγουρο είναι πως σήμερα (στην νεωτερική εποχή) δεν θα μπορέσει να προ-κατέχει μια οποιαδήποτε δυνητική μορφή αυτών των δομών (κατοχής μέσων ιδιοποίησης και πολιτικο-σωματικής συγκρότησης) αν ήδη έχει απαλείψει «μέσα» του την έννοια της κρατικής εξουσίας, ήτοι της δικτατορίας, αφού η κρατική εξουσία είναι υπό αυτές τις συνθήκες, τελικά, και δικτατορία.
Πριν ακόμα μιλήσουμε για την δικτατορία ως δικτατορία από την πλευρά μιας τάξης, ας ξεκαθαρίσουμε επιτέλους πως κρατική εξουσία μπορεί να υπάρξει αν στον πυρήνα της είναι και δικτατορία.
Και όταν μάλιστα η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης έχει σαν βάση της την πλήρη αποξένωση και αφυποστασιοποίηση των εργατικών υποκειμενικοτήτων μέσα στην ίδια την παραγωγική διεργασία υπάρχει ένας ακόμα λόγος να θεωρήσουμε πως είναι η απόλυτη αστική δικτατορία που μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια εξίσου απόλυτη εξουσία του εργαζόμενου λαού, όταν είναι αυτό εφικτό, χωρίς υποχρεωτικά αυτή η εξουσία να ορίζεται ως «δικτατορία» [του προλεταριάτου].
*
Γ.3. Τα μοτίβα τής πολιτικής οντολογίας (συνοπτική διάταξη).
Ο γενικευμένος μύθος της μετα-νεωτερικής αστικής και μικροαστικής πολιτικής θεωρίας είναι πως το πρόβλημα στην θεωρία είναι η ουσιοκρατία.
Αυτός ο θεωρητικός Λόγος ανακαλύπτει πίσω από κάθε «κυριαρχικό» και «εξουσιαστικό» Λόγο το φάντασμα της ουσιοκρατίας.
Όμως στην πραγματικότητα η πολιτική οντολογία/μεταφυσική σχηματίζονταν και σχηματίζεται γύρω από την έννοια του σώματος ακόμα κι όταν δομείται ως μια απαντητική ερμηνευτική και νοηματική δομή απέναντί του.
-
Μόνιμη και νομοτελειακά οροθετημένη και οριοθετούσα κατάλυση των ενωτικών δεσμών της κοινωνικής υπόστασης μέσω της ίδρυσης μιας αέναα ισχύουσας και επιβαλλόμενης διαφοροποίησης της αέναα ιδρυτικής της ουσίας που είναι η εργασία.
-
Μόνιμη και νομοτελειακά οριοθετημένη και οριοθετούσα διάκριση ανάμεσα στην άμεση και την έμμεση παραγωγή, ανάμεσα στον άμεσο και τον έμμεσο παραγωγό, στα πλαίσια ενός χασματικά διαιρεμένου και κατακερματισμένου «συλλογικού εργαζόμενου».
-
Μόνιμη και νομοτελειακά σχηματισμένη διάκριση ανάμεσα στο κυρίαρχο σώμα και την εσωτερικοποιημένη κυριαρχημένη «σωματικότητα», όπου το κυρίαρχο «Σώμα» αναδύεται ως η εξαιρετική ενοποιός ουσία και η εσωτερικοποιημένη κυριαρχημένη «σωματικότητα» ως το κοινό ταυτόν: ως αυτό που κερματίζεται για να ενοποιηθεί, ως αυτό που εργάζεται για να πειθαρχηθεί, ως αυτό που υποδέχεται για να γονιμοποιηθεί, ως αυτό που δεν εντέλλεται τίποτα.
-
Το «Σώμα» είναι η ουσία της μόνιμης απάρνησης της αυτοδυναμίας του εργαζόμενου υποκειμένου και ταυτά η ομοιωματική προβολή του αντικειμένου της κυριαρχίας όπως αυτό έχει παραχθεί από την ξένωση της άμεσης εργασίας και την βίαιη αποκοπή του φορέα της από τους εμπράγματους όρους της που δημιουργεί ως αποκοπή την ενδογένεια του υποκειμένου σε σωματικότητα.
Η ανάδυση του «Σώματος» ως του κύριου άξονα μετωνυμικής και μεταφορικής έκφρασης του φορέα αυτού και της ξενωτικής λειτουργίας που τον υποστασιοποιεί ως «σωματικότητα» συμβολίζεται πρακτικά και πρακτικοποιείται συμβολιστικά με την ίδρυση της Κυριότητας, της απόλυτης Κυριαρχίας.
Και σε αυτό το ήδη από την αρχή της φαντασματικό πλαίσιο ορθώνεται το κεντρικό φάντασμα της «Πολιτικής», της μοντέρνας καπιταλιστικής «Αυτοκρατορίας», της «Δημοκρατίας», εν τέλει του «Κράτους» που καμώνεται τον κεντρικό καθορισμό της σωματικότητας.
-
Η σύσταση της ολιγαρχικής και ειδικά τής ολιγαρχικής αστικής Πολιτικής είναι δομικά καθορισμένη από την διαίρεση ανάμεσα στην άμεση και την έμμεση παραγωγή και τις πολύπλοκες διαιρέσεις της εργασίας, και η (επαναστατική) πολιτική ως δραστηριότητα δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από αυτό το πλαίσιο αν δεν θέσει την ίδια την διαίρεση σε αμφισβήτηση, ακόμα κι αν αυτό γίνει μέσα στα πλαίσια μιας «πολιτικής μεταφυσικής».
Ποιες είναι οι δυνατότητες αυτής της πολιτικής μεταφυσικής ή οντολογίας σήμερα σε μια κατεύθυνση αυτο-ανατροπής της εφόσον «στοχεύει», αν στοχεύει, στην άρση των αλλοτριωτικών διαιρέσεων της εργασίας και της Πολιτικής;
Για να ορίσουμε αυτές τις δυνατότητες πρέπει δούμε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους εντός του καπιταλισμού, αναφερόμενοι στο ζήτημα της εργασιακής ουσίας και της πολιτικής της έκφρασης που είναι η «δικτατορία της εργατικής τάξης» (του προλεταριάτου) σε εν δυνάμει και εν ενεργεία μορφή, όπως αυτό το ζήτημα προκύπτει ως πρακτικό αποτέλεσμα μιας εξίσου πρακτικής ύπαρξης τής καπιταλιστικής κοινωνίας ως μια δομής αποξένωσης μεταξύ «τακτικής εργατικής υπόστασης» και «στρατηγικής καπιταλιστικής εξουσίας».
 
Ιωάννης Τζανάκος

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Από την περιπτωσιολογία στη ριζική άρνηση: Μια πολιτική και οντολογική απόρριψη του «καλού σιωνισμού». 8 σημεία καμπής.

 
Τελική μορφή σε ενιαίο κείμενο των θεωρήσεων μου επί των "νέων" δεδομένων.
**
Από την περιπτωσιολογία στη ριζική άρνηση: Μια πολιτική και οντολογική απόρριψη του «καλού σιωνισμού».
8 σημεία καμπής.
*
1. 
Η φαντασίωση του εναλλακτικού σιωνισμού.
Η ιδέα ενός «καλού σιωνισμού» -ενός σιωνισμού που διαφοροποιείται από την κρατική του μορφή, που διασώζει μια παλαιότερη, ίσως κοσμική και σοσιαλιστική εκδοχή του, που συνυπάρχει με τον Άλλο- υπήρξε για καιρό ένα σχήμα σκέψης που υποσχόταν δυνατότητα ηθικής διάκρισης εντός ενός συνολικού ιστορικού εγκλήματος.
Αυτή η σκέψη -φαινομενικά ώριμη, διαλεκτική, προσεκτική- στηρίζεται στην αρχή της περιπτωσιολογίας: ότι δηλαδή μέσα σε κάθε σκληρά δομημένο και θεμελιωμένο σύστημα αυταρχικής εξουσίας μπορούν να βρεθούν ατομικές εξαιρέσεις, φορείς διαφορετικής βούλησης, ακόμα και πιθανότητες μετασχηματισμού.
Είναι η γενική προσδοκία πως μια προβληματική από τα γεννοφασκια της κυριαρχική ολότητα μπορεί πάντα να σωθεί από κάποια μέρη της.
Στην περίπτωση του σιωνισμού, η φαντασίωση αυτή παίρνει τη μορφή της επίκλησης μιας υποθετικής κολλεκτιβιστικής, «εργατικής», εσχατολογικά εγκρατούς παράδοσης - συνδεδεμένης με την μνήμη των κιμπούτς, της εργατικής σοσιαλδημοκρατίας, των αριστερών αντιρρησιών. 
Όμως αυτή η εκδοχή του σιωνισμού δεν συγκροτεί εναλλακτικό ιστορικό δρόμο, αποτελεί είτε φάντασμα, είτε ρητορικό άλλοθι.
2. 
Η περιπτωσιολογία ως μηχανισμός καθυστέρησης.
Η επίκληση καλών παραδειγμάτων, «ηθικών Ισραηλινών» ή αντιφρονούντων Εβραίων, δεν συνιστά πολιτικό επιχείρημα, είναι μηχανισμός αναβολής της απαραίτητης ρήξης. 
Όταν η συλλογική συνθήκη στην οποία μετέχουν αυτοί οι άνθρωποι είναι οντολογικά συνδεδεμένη με τον αποκλεισμό και την εξόντωση του Άλλου -του Παλαιστινιακού λαού- τότε η εξαίρεση δεν διασώζει το όλο, ούτε το μετριάζει, το συγκαλύπτει.
Η περιπτωσιολογική σκέψη είναι η ύστατη μορφή της πολιτικής αμηχανίας μπροστά στο αίτημα της ριζικής αποκήρυξης. 
Είναι η μορφή που παίρνει ο ορθολογισμός όταν παύει να αναλαμβάνει την ηθική του ευθύνη.
3. 
Η τελεολογική πλήρωση του σιωνισμού.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ποια ήταν η πρόθεση του σιωνισμού στην απαρχή του, αλλά τι έγινε.
Η εναρκτήρια βούληση, ακόμη κι αν δεχτούμε πως δεν εμπεριείχε εξ αρχής την εξόντωση, δεν αλλάζει το τελικό γεγονός: ο σιωνισμός ολοκληρώθηκε στην μορφή ενός κράτους-καθεστώτος που ορίζεται από τον αποκλεισμό, την αποικιοκρατία, την εθνοκάθαρση, την διαρκή στρατιωτικοποίηση και την άρνηση της Παλαιστινιακής ύπαρξης.
Ο σιωνισμός δεν είναι πλέον μια διαδικασία σε εξέλιξη, είναι ένα ιστορικό εγχείρημα που έλαβε μορφή, και η μορφή αυτή είναι εγκληματική.
Δεν είναι πια δυνατό να μιλήσει κανείς για σιωνισμό χωρίς να μιλά για τείχη, εποικισμούς, νεκρά παιδιά, σιωπηρές εκτελέσεις και την εξαφάνιση του δικαιώματος ύπαρξης του Άλλου.
4. 
Η ψυχοπολιτική καθήλωση στην ιδέα του «κανονικού κράτους».
Η απροθυμία για μια συνολική απόρριψη του Ισραήλ δεν είναι μόνον αποτέλεσμα ιδεολογικής ασάφειας· είναι ψυχοπολιτική.
Εδράζεται στον φόβο ότι αν αποκηρύξει κανείς το Ισραήλ ως καθεστώς, τότε παραβιάζει μια μεταπολεμική «ιερότητα»: την ιστορική ενοχή της Ευρώπης, το άσυλο της εβραϊκής θυματοποίησης, τον μετα-ολοκαυτωματικό πολιτικό συμβιβασμό.
Αυτή η καθήλωση είναι η βαθύτερη αιτία για την ηθική αδράνεια της Δύσης. 
Ο «αντισημιτικός φόβος» λειτουργεί ως ο πιο αποτελεσματικός φραγμός στην κριτική - ακόμη κι όταν αυτή η κριτική είναι πλήρως ορθολογική, τεκμηριωμένη και αναγκαία.
5. 
Η ριζική άρνηση ως μορφή σκέψης και πράξης.
Η άρνηση του σιωνιστικού καθεστώτος δεν είναι ούτε συναισθηματική έκρηξη ούτε «ακραία» τοποθέτηση. Είναι η λογική, πολιτική και οντολογική συνέπεια μιας κατάστασης που έχει αναδείξει την εξαφάνιση του Άλλου ως δομικό της όρο.
Η απόρριψη του Ισραήλ ως κρατικής νομιμοποίησης δεν προκύπτει από ιδεολογικό μίσος, προκύπτει από την αδυναμία της μετριοπάθειας να λειτουργήσει ως όριο στο έγκλημα.
Η άρνηση δεν ταυτίζεται με την έκκληση για καταστροφή, ταυτίζεται με την άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης ενός καθεστώτος που στηρίζεται στον αποικιακό θάνατο.
Είναι η αναγνώριση πως δεν υπάρχει πλέον χώρος για συμβιβασμούς, για θετικές ερμηνείες, για ρητορικές διασώσεις, υπάρχει μόνο το αίτημα της ρήξης.
6. 
Ο «καλός σιωνιστής» ως κίνδυνος.
Η παραμονή στη σφαίρα του «καλού σιωνιστή» –του κεντροαριστερού διανοούμενου, του εσωτερικού επικριτή, του φιλελεύθερου Ισραηλινού- είναι πλέον μια μορφή συνενοχής.
Όχι επειδή δεν υπάρχουν ηθικές ενστάσεις· αλλά επειδή αυτές δεν συνιστούν ποτέ απόσχιση από το καθεστώς.
Ο «καλός σιωνιστής» παραμένει φορέας της κυρίαρχης αφήγησης, αποτελεί μηχανισμό εξανθρωπισμού ενός απάνθρωπου συστήματος.
7. 
Απόφαση και κόστος.
Η ριζική άρνηση έχει κόστος. Πολιτικό, κοινωνικό, υπαρξιακό.
Αποκλείει, στιγματίζει, απομονώνει.
Αλλά είναι η μόνη θέση που δεν ανακυκλώνει το καθεστώς εγκλήματος.
Δεν πρόκειται για ηρωισμό. Πρόκειται για μια επιλογή στρατηγική και σωτηριακή: να μην αποδεχτείς ποτέ ξανά ως κανονικό αυτό που είναι εκ θεμελίων αποκρουστικό.
Η απόφαση δεν χρειάζεται να είναι θορυβώδης. Μπορεί να εκφραστεί με ησυχία, με λόγο, με διακοπή συνομιλίας, με άρνηση πρόσβασης, με απλή αποχώρηση από την συνενοχή. 
Δεν είναι όλοι έτοιμοι - αλλά κάποιος πρέπει να είναι.
8. 
Επίλογος: Η ορθολογικότητα της αποκήρυξης.
Η απόρριψη του σιωνισμού δεν είναι παραβίαση της λογικής· είναι η αποκατάστασή της.
Δεν είναι συναισθηματική απολυτότητα, είναι ο μόνος τρόπος να αποκατασταθεί η σχέση μεταξύ ιστορικής πράξης και ηθικού κριτηρίου.
Το Ισραήλ δεν μπορεί πλέον να σωθεί.
Ούτε πολιτικά, ούτε συμβολικά.
Μπορεί μόνο να καταρρεύσει ως αφήγημα και εντέλει ως κράτος με μονοεθνικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένο όνομα.
Και σε αυτό το έργο - της αποσύνδεσης από τον κρατικό μύθο, της ρήξης με την παγκόσμια συγκάλυψη, της καθαρής και τεκμηριωμένης άρνησης- και εντέλει τής ριζικής απονομιμοποίησης του οφείλουμε να σταθούμε χωρίς αμφιταλαντεύσεις.
Διότι αυτό που γεννήθηκε ως «απάντηση στο απόλυτο κακό», δεν έχει πλέον τίποτε να προσφέρει πέραν της διαιώνισής του.
---
Ιωάννης Τζανάκος

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Συνεχίζω αγαπητό ηφαίστειο.

I feel uncomfortable as ash, I say to catch fire.
 
Είμαι ένας χωριάτης.
Όταν αντικρίζω τα ανάγλυφα των κεντρικών σημαινόντων είναι αλήθεια πως κάποιες στιγμές εντυπώνομαι σε μιαν απορία και σε ένα δυσάρεστο θάμπος. Θε μου, δεν σημαίνουν τελικά τίποτα, λέει ένδον ο αιώνιος χωριάτης, που παραμένει όμως κατά κάποιο τρόπο θαμπωμένος, μέχρι να ξεδέσει τον γαϊδαράκο και φορτωμένο να τον οδηγήσει πάλι στο σπίτι.
 
Εκτός από τους αποστάτες από τον κωλόσπιτο τού Πατρός υπάρχουν κι οι αποστάτες τής ρήξης με αυτόν τον παγαπόντη, που γυρνώντας στο κωλόσπιτο του μιαν αποστασία τελούν κι αυτοί (από την εξέγερση ενάντια στον Πατέρα).
Από αποστασία σε αποστασία μας έφαγε η πατρική μαρμάγκα.
Τώρα τελευταία σκέφτομαι συνέχεια μήπως και η πρώτη, ενδοξότερη, αποστασία είναι κομμάτι τής επιθυμούμενης δεύτερης.
Αυτός ο γαμημένος άσωτος υιός που επιστρέφει φαίνεται σαν να εμπεριέχεται ήδη στον εξεγερμένο υιό.
Προτιμώ τελικά τις άσωτες κόρες.
 
In addition to the apostates from the Father's abode, there are also the apostates from the broke with this impostor, who by returning to his abode commit apostasy (from rebellion against the Father).
From apostasy to apostasy, our father's bullshit ate us up.
Lately, I keep thinking about whether the first, more glorious, apostasy is part of the second one.
This fucking prodigal son coming back to Father seems like he's already contained inside the rebel son.
I prefer ''prodigal'' daughters after all.
Woman Life Freedom.
 
Father Capitalism, renegade Prodigal Son Marxist state capitalism, the return of the Prodigal Son Gorbachev Yeltsin Putin.
I will finally prefer the "prodigal daughters".
Woman Life Freedom.
Women usually don't lie when it comes to life's most critical points, especially women of the "lower classes"..
 
 
Ο αδιανόητος ισχυρισμός για μια ιδεολογία ή θρησκεία είναι η προσωπική κατάφαση τού σημειακού κέντρου της.
Ε όχι και ο Μεσσίας ρε φίλε, σου λέει λ.χ. Πάρε μια σταύρωση.

Αν σε κάτι θα είχε δίκιο ένας λαϊκός φουκαλδιανός θα ήταν αν θα έλεγε ότι οραματιζόμενες περσόνες τού προνεωτερικού παρελθόντος θα ήταν στην νεωτερική εποχή κλεισμένες στο Ψυχιατρείο από πολύ νωρίς.
 
Η πλήρης προσωπική κατάφαση ενός κεντρικού ιδεολογικού ή θρησκευτικού σημείου (ενός ιδεολογικού/θρησκευτικού σημαίνοντος) σε καθιστά υποψήφιο τρελό για δέσιμο, χωρίς αυτό το σημείο να είναι απαραίτητα η αυτοθέωση σου, υπάρχουν και πιο ήπια κεντρικά σημεία αυτών των σημαινόντων (ήπια; λέμε τώρα).
Όλοι οι καλοί άνθρωποι τής ζωής (εδώ χτυπάει πάντα ένα κομπολόι, ή παιανίζει μια ροκ μπαλάντα), φροντίζουν να είναι φρόνιμοι με τις επιτελέσεις, απατεώνες δηλαδή, όσο πατά η γάτα, χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει πλήρη ασυνέπεια («έλα όπου νά΄ναι χτυπάνε οι καμπάνες», ω ρε πστμ θα γίνει όντως επανάσταση; αυτό δεν το είχα προβλέψει).
Υπάρχουν όμως και οι «τρελοί», αυτοί που πιστεύουν τα πάντα, και βλέπουν τον εαυτό τους μέσα στα πάντα τού ειδικού σημαίνοντος που «ακολουθούν».
Πολλές φορές οι απογοητεύσεις ωθούν αυτούς τους «τρελούς» στην αποστασία ή στον μηδενισμό κ.λπ υπάρχουν θέλω να πω πολλές πιθανότητες/δυνατότητες, ας μην δογματίσουμε.
Τι γίνεται λοιπόν όταν ο «τρελός» ακολουθεί μιαν ειδική τάξη τού σημαίνοντος με συνέπεια;
Πολλά γίνονται. Καταρχάς υπάρχει η δυνατότητα μιας κανονικής τρέλας, όπου τα πράγματα είναι δύσκολα μεν αλλά παρά ταύτα υπάρχουν πλέον κάποιες θεραπείες, με ή χωρίς φάρμακα κ.λπ
Η πραγματική δυσκολία είναι σε αυτούς που ποτέ δεν χάνουν αυτό που λένε στην ψυχιατρική Νορμοθυμία.
Εκεί εντάσσονται και οι οριακές προσωπικότητες και οι λεγόμενοι ψυχοπαθητικοί άνθρωποι, οι οποίοι (οι τελευταίοι) δεν πρέπει να συγχέονται με τον γενικό όρο τού ψυχικά ασθενούς ψυχοπαθή.
Εκεί λοιπόν, στο όριο ψυχοπαθητικότητας και άλλων τυπικών ψυχικών συνδρόμων που όμως δεν έχουν φτάσει σε μια κανονική ψυχωσική συνδρομή, βρίσκεται και ο Χριστούλης και ο Μωάμεθ και ο Στάλιν και ο Χίτλερ και ένας άκακος ησυχαστής, και πολλοί άλλοι. Υπερερμηνεύω; μπορεί. Συνεχίζω, αποσπασματικότερα, γιατί ίδρωσα.
 
 
Λαϊκή φιλοσοφία φασαίου «φιλοσόφου». Δεν νομίζω να έχει υπάρξει νορθοθυμικός, ψυχωσικός δημιουργικός ή όχι, καλός ή κακός, τρελός, αν δεν έχει ιδρώσει τη φανέλα με το γυναικείο κάτι.
 
 
Το τρελό κεντρικό σημείο τού εκάστοτε σημαίνοντος είναι κανονικότατος τρελάρας.
Ο πραγματικός Ναπολέων δεν είναι ο κανονικός Ναπολέων αλλά αυτός που είναι κλεισμένος στο Ψυχιατρείο γιατί πιστεύει ότι είναι ο Ναπολέων, ενώ είναι ο κυρ Μήτσος.
 
Δεν βλέπω επιτυχία στην (δυτική κυρίως, φιλοσοφική επιστημονική) μετανεωτερική προσπάθεια αποκέντρωσης-αποκεντροποίησης των κεντρικών σημείων των εκάστοτε ιδεολογικών/θρησκευτικών σημαινόντων, αυτό που βλέπω είναι έναν τεράστιο θεωρητικό φόβο να εξεταστεί όλο το σημαίνον ως απαρτιζόμενο (και) από κανονικότατους τρελάρες «κεντρικά σημεία», που σχηματίζουν ισχυρές δίνες που είναι έτοιμες να καταπιούν ανθρώπους και κοινωνίες «ανά πάσα στιγμή», σε μια σοβαρή κρίση λ.χ.
Επειδή οι άνθρωποι και οι γάτες τους «πρέπει» να ζήσουν, υπάρχουν «εντός» τους ισχυρές ωθήσεις ιδεολογικο-θρησκευτικού απατεωνισμού, οι οποίες αποτρέπουν από μιαν άμεση επαφή με το κεντρικό τρελό κεντρικό σημαίνον, που σημαίνει, εκεί τζιζ, μόνον όταν πάμε για πόλεμο πάμε εκεί, μαζί με τρομπέτες και θυμιατά.
Αλλά και οι «εξουσίες» καλλιεργούν αυτό τον (μη οικονομικό) απατεωνισμό, ώστε να ζήσουν όλοι «κανονικά» ως την «μεγάλη στιγμή», αν χρειαστεί. «Είπαμε ρε παιδιά, δεν εννοούσαμε..» κ.λπ.
Η μετανεωτερικότητα (αν μπορούμε να τη φανταστούμε ως ένα υποκείμενο) το αναίρεσε αυτό κάπως, μάλλον το συμπλήρωσε, με μια θεωρητική αλλά έμπρακτα θεωρητική και με μια πολιτισμική (έμπρακτη επίσης) κριτική αυτών των κεντρικών σημείων.
Όμως, ιδού.
Εκτός από τα διάφορα καθαυτό αποτρελαμένα θεωρητικά υποκείμενα αυτής τής μετανεωτερικότητας, που ζούνε αυτόν τον απόλυτο υποτίθεται μετα-ιδεαλισμό με τον πιο τρελό απολυτοκρατικό, ιδεαλιστικό, τρόπο, υπάρχει θέμα με τα ίδια τα εκκεντροποιημένα, σε έναν βαθμό, κεντρικά σημεία, τού εκάστοτε ειδικού σημαίνοντος και τού σημαίνοντος εν γένει, που άπιαστο ήταν και απιαστότερο γίνεται τελικά.
 
Αν το (εκάστοτε) σημαίνον των ανθρώπινων κοινωνιών είναι απαρτισμένο (και) από κεντρικά σημεία που είναι πάντα τρελά, τότε η μελέτη τους πως μπορεί να υπάρξει χωρίς μιαν ομοιωματική έστω τρέλα;
 
Η σχιζοανάλυση προϋποθέτει μια σχιζοείδεια από την «πλευρά» τού αναλυτή, όχι απαραίτητα «αυθόρμητη».
 
Αρχή πρώτη: μεταξύ τρελών ειλικρίνεια.
 
Το ούτως ειπείν οντολογικό σύνταγμα τού ανθρώπινου πλάσματος περικλείει στις επιφάνειές του καθαυτό τρελές κεντρικές σημειακότητες που εκφέρουν αδιανόητους ισχυρισμούς, οι οποίες αν μιλούσαν και είχαν σάρκα και οστά θα ήταν ή στο τρελάδικο ή στο μαύρο χώμα που τρώει τους λεβέντες.
 
Οι καλοί μας και αγαπητοί μας επαγγελματίες φιλόσοφοι, έχουν φτιάξει πολλούς αναβαθμούς αποτροπής μιας άμεσης επαφής με τα τρελά κεντρικά σημεία τού (εκάστοτε) σημαίνοντος που οι ίδιοι υπηρετούν με συνέπεια.
Όταν τους διαβείς με επιτυχία, τότε, ε, μπορείς ακόμα και ψηφοφόρος τού Μητσοτάκη να γίνεις, αφού πρώτα, στην προηγούμενη ζωή σου έχεις θητεύσει σαν Ύψιστος Ιεροεξεταστής, των αναβαθμίδων που λέγαμε, τής «ανανεωτικής αριστεράς».
Ά ρε τρέλα που κυκλοφορεί, γιομάτη συνέπεια, και δεν το λέω το τελευταίο ειρωνευόμενος.
 
«Από το στόμα μου το πήρες» όπως λέμε.
Ποιο το πρόβλημα (σου) με το «έκκεντρο»;
Κανένα συνταγματικό πρόβλημα καταρχάς, με την έννοια ότι όλοι ανοίξαμε σαμπάνιες με την πτώση τής Χούντας των κεντρικών σημείων τού σΣσημαίνοντος με Σίγμα κεφαλαίο.
Ήμουν στην έξαλλη γιορτή και δεν το μετανιώνω, ούτε σκοπεύω να γυρίσω πίσω, η δε ψυχοσύνθεσή μου με ωθεί αυθορμήτως να μην νοσταλγώ ούτε καν τον εχθρό τής προηγούμενης μέρας (τον μαλάκα που παραλίγο να πατήσει την αλανιάρα γάτα τής γειτονιάς, την αγαπημένη μου).
Συνεχίζεται..
 
Λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημα με το «έκκεντρο» τής μετανεωτερικότητας τελικά;
Υπάρχουν πολλές κριτικές σε αυτό, κυρίως συντηρητικού προσανατολισμού (και εντός τής αριστεράς, ιδίως τής κομμουνιστικής), οι οποίες δεν με πείθουν, αν και ως μελισσούλα γεύομαι ηδονικά, που και που, τα μελωμένα βέλη της. Δεν με πείθουν διότι καταρχάς διέπονται από μιαν άγνοια ορατή και από μη ειδήμονες όπως εγώ.
Από τσουβαλιάσματα ξέρουμε, έχω κάνει, και ίσως κάνω ακόμα, πολλά, αλλά η κριτική γενικά τής μετανεωτερικής κατάστασης ή «στάσης-θεώρησης» συνήθως είναι ένα τσουβάλιασμα από τα λίγα.
Ας πούμε ότι παραβλέπουμε τις πιο πιασάρικες και μη δημιουργικές παραναγνώσεις τού «έκκεντρου» και μένουμε ή προσπαθούμε να μείνουμε στις πιο σοβαρές τρόπον τινά κριτικές, θα μπορούσαμε άραγε να δομήσουμε εκεί δίπλα μια παραπλήσια κριτική να ησυχάσουμε ρε αδελφέ; Ναι, θα μπορούσαμε, αλλά τελικά ούτε αυτό με ενδιαφέρει, αν και πιο ενδιαφέρον τουλάχιστον από την άποψη ότι έτσι πιθανά θα μαθαίναμε περισσότερα, και με πιο έγκυρο τρόπο, για το τι είναι αυτό το «έκκεντρο» ώστε να το αρνηθούμε μεν αλλά να μην το παρεξηγήσουμε. Εγκυκλοπαιδικώς λοιπόν, θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό, ίσως το κάνουμε λίγο, αλλά στη ρίζα, στο πιο σκληρό κομμάτι τής τοποθέτησης που φανταζόμαστε δεν είναι ούτε αυτό επαρκές, όπως το βλέπω.
Να μη πιάσουμε τα διεθνοπολιτικά, διότι και κει μια από τα ίδια, και δεν με νοιάζει πλέον η παρακμιολογία τής ισχύος, τού τύπου η μετανεωτερική Δύση ως σε παρακμή περικυκλωμένη από αγριεμένα ως υπάρχοντα μη δυτικά και με ισχυρά ακόμα κεντρικά σημεία σημαίνοντα κ.λπ. Κάτι σαν Μακρον-ισμός στη φιλοσοφία και «παιδιά, πάμε λίγο πίσω, προς τα κεντρικά σημεία μας για να τα αντιπαρατάξουμε στα μη δυτικά σημαίνοντα (σε μη δυτικά κράτη) που ακόμα έχουν ισχυρά κεντρικά σημεία που μπορεί να μας καταπιούν». Ούτε αυτό δεν με νοιάζει, ακόμα κι αν ως προπαγανδιστής μπορεί να το έκανα λίγο. Είπαμε, στην θεωρία και σε ερωτήσεις γυναικών πρέπει να είμεθα κάπως σοβαροί, τα ταμπούρλα δεν πιάνουν, μετά έστω από κάποιο χρονικό διάστημα.
«Εντάξει, καταλάβαμε.
Η κατακλείδα;»
Αχ αυτή η κατακλείδα, δεν μπορεί μια φορά να γίνει ο Κύριος Κατακλείδας; όχι, δεν μπορεί. Απαντάω, όσο μπορούσα να γλιτώσω γλίτωσα, κάποια στιγμή πρέπει να απαντήσεις.
 
Ο αδιανόητος ισχυρισμός ενός κεντρικού σημείου τού (εκάστοτε) σημαίνοντος είναι σαν να προσωποποιείται πριν ακόμα προσωποποιηθεί, άρα παρουσιάζεται ως ήδη προσωπικός ισχυρισμός.
Αλίμονο στον φορέα τού σκανδάλου, λοιπόν, αν και καθόμαστε ακόμα πάνω στις στάχτες του.
Μπορεί να υπάρξει τέτοια ανάπαυση; ή μήπως ακόμα και οι στάχτες κάποια στιγμή αναφλέγονται ξανά; χωρίς να υπάρχει κάποιος Φοίνιξ εντός τους βέβαια.
Στάχτες που αναφλέγονται ξανά, παρά τον θάνατο κάθε Φοίνικα.
Δεν πρόκειται για αιώνια επιστροφή όπως εννοείται έστω, αλλά για μια επανάληψη στρατηγικών δομών στο σημαίνον που φάνηκαν να τα έχουν κακαρώσει ως καυτά σημεία τήξης και έκρηξης.
 
Υπάρχει ανάπαυση πάνω στις στάχτες ενός μεγάλου έρωτα, που μάλιστα αποδείχτηκε μια κακιά μέθη;
Δεν μιλάμε για μια καλή μέθη που την νοσταλγείς, αλλά για μια κακιά μέθη που ωστόσο εμμένεις ότι θα μπορούσε να είναι καλή σαν ένα αμέριμνο πρωινό στην αγκαλιά ενός προσφιλούς προσώπου.
 
Λοιπόν, το δίλημμα σε μερικές υποθέσεις είναι αν η κακή τροπή τους ήταν αποτέλεσμα μιας δεδομένα κακής απειρίας τους, μιας τυπικής αβύσσου, ή αποτέλεσμα μιας έλλειψης που θα μπορούσε να μην υπάρξει, σε μιαν άβυσσο πάλι.
Κομμουνιστική κοπτοραπτική, για ιλιγγιώδη πράγματα, ίσως, δεν αντιλέγω ως προς το «ίσως».
Η εικονιστική αυτών των υποθέσεων είναι αναγκαστικά επικίνδυνη και από μόνη της, διότι ο έρωτας που περιέχουν είναι όντως επικίνδυνος.
 
Δεν πρόκειται για έναν έστω αναγκαστικό κομμουνιστικό ή μετα-κομμουνιστικό ρομαντισμό/ρομαντικισμό, αλλά για το ίδιο το συγκεκριμένο «πράγμα» που έχει γίνει στάχτη σε αυτήν του την πτυχή.
Όσο κάποιοι κομμουνιστές, πιο μοντέρνοι (δεν είναι κακό) προσπαθούν να οικειοποιηθούν/εκτρέψουν και αυτό που λέγεται μετανεωτερικότητα, κάποιοι άλλοι φυσάνε τις στάχτες για να τις δούνε να ανάβουν φωτιά πάλι, και δεν υπάρχει καμία θράκα, όχι, δεν εννοώ αυτό, και το ξέρουμε.
 
Δεν περιμένω την ανάσταση τού κομμουνισμού αλλά την αναζωπύρωση μέσα από τις βρεγμένες στάχτες του τού ηφαιστείου, τής αβύσσου που έχει το όνομα..ποιο όνομα; δεν με νοιάζει, ας μην έχει όνομα, ας είναι μόνον ζωή χωρίς εξευτελισμούς και αφεντικά.
 
Κάθονται πάνω στις στάχτες μας, όχι σαν νικητές μόνον, αλλά και ως επωφελούμενοι, όπως ήθελε να κάτσει κι ο Kant πάνω στις στάχτες τής παλιάς οντολογίας. Πάντα όμως θα παραμονεύει ένας Fichte κολλητσίδα, και θα ζητάει η φωτιά, άλλη αλλά ίδια, να ανάψει ξανά, ξανά, φου φου, βρε, άναψε! 
 
Νιώθω άβολα ως στάχτη, λέω να πάρω φωτιά.
 
I feel uncomfortable as ash, I say to catch fire.
 
Δεν γίνεται να πιστεύεις στο διαρκές πυρ και να θρηνείς αυτό που πέθανε για να «αναστηθεί».
Εκπύρωση και τα μυαλά στα κάγκελα.
 
You cannot believe in eternal fire and mourn that which died to be "resurrected".
 
Υλισμός χωρίς Πυρ και θαλάσσιες αβύσσους, ψαρόσουπα χωρίς ψάρι.
 
 
Η «μείωση» τής «ελκτικής δύναμης» των κεντρικών σημείων τού (εκάστοτε) σημαίνοντος τείνει προς την εξάλειψη τους.
Είναι όμως τούτο εφικτό; κι αν είναι εφικτό είναι επιθυμητό;
Ας κοιτάξουμε πάλι σε αυτά κεντρικά σημεία καθαυτά, όσο μπορούμε βέβαια.
Μας έρχεται αμέσως η ἀποφορά μιας έτσι κι αλλιώς αδιανόητης αξίωσης, και ήδη αυτό μας αποτρέπει από το να τα κοιτάμε.
Βέβαια υπάρχουν άνθρωποι που αυτή είναι η δουλειά τους, όπως οι Συνταγματολόγοι, και το βλέπουμε το αποτέλεσμα τής βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας τους, είναι όλοι τους, για όσες στιγμές σκέφτονται σαν Συνταγματολόγοι, εκτός τής όποιας πραγματικότητας τού ίδιου καθαυτού τού νομικού πράττειν, ακόμα κι αν είναι αρκετά προσηλωμένοι στην γαστέρα τους, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ακόμα κι αυτός παραληρεί όταν τον πιάνει ο συνταγματολογικός οίστρος.
Το θέλουμε αυτό; Κανονικά η γενική απάντηση είναι όχι, άσε καλύτερα, φέρε το κρασάκι το ψωμάκι και έλα στην αγκαλιά μου γλυκειά μου, να χαρούμε τη ζωή και να πούμε τα βάσανά μας.
Είναι όμως όλες οι άβυσσοι τής θαλάσσης και όλα τα τρελαμένα πυρακτωμένα αιώνια ηφαίστεια τόσο δυσάρεστα, τόσο αβίωτα, τόσο εξωπραγματικά και ουσιωδώς κενά από εμπειρική και παιχνιδιάρικη ζωή;
Είναι;
Ας υποθέσουμε ότι μπορούμε να τα περικλείσουμε με έναν φράκτη, όπου κανείς ή πολύ λίγοι δεν θα μπορεί/μπορούν να τον διαβούν, αν ταυτοχρόνως πραγματωθούν μερικώς, άρα μετριαστούν και τα ίδια, όπως αποφορτίζεται ένα ηφαίστειο χύνοντας την λάβα του προς τα «έξω», δεν θα είναι καλύτερα;;
Συνεχίζω αγαπητό ηφαίστειο.
 
Ψάχνοντας την φιλόξενη άβυσσο τής καρδιάς σου.
 
Η αλλαγή μιας «μεγάλης» γλώσσας σαν ένα νηφάλιο σβήσιμο μιας αρχαίας υπόθεσης μέσα στην ζεστή αγκαλιά μιας μερικής δικαίωσης της. 
Όχι νέκρωση, όχι θανάτωση, αν είχε να πει.
 
Τα κεντρικά σημεία ενός σημαίνοντος δεν ήταν placebo μιας μάχης που έληξε.
Ήταν ισχυρά φάρμακα με μεγάλες παρενέργειες, συχνά θανατηφόρες.
 
«Μα σταμάτα να μιλάς, λίγο»
«Δε μιλάω, φυσάω τη στάχτη».
 
Όλοι οι άνθρωποι είναι πολλές φορές ένα «ξέρεις τι έχω περάσει εγώ;». Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, ναι, πως θα αλλάξει άραγε;
Ο κοινός λόγος αυτού τού παράπονου δεν πρέπει να το πυρακτώσει άραγε μέσα σε μια φλόγα οργής και εξέγερσης; ή άραγε αυτή η φλόγα τελικά πνίγει την αλήθεια τού πάσχειν σε μια γενίκευση που το ακυρώνει; 
 
Τα αινίγματα τού πάθους τα πέταξα ξανά στο ηφαίστειο, χάρτινο ηφαίστειο, ζωγραφιστό.
 
Αν η αναίρεση των κεντρικών σημείων τού σημαίνοντος σημαίνει πάλι μιαν αφαιρετική μη-υποδοχή των βιωμάτων, αν σημαίνει πάλι έναν κόμπο στο λαρύγγι που δεν ξεσπάει, ε, άσε με εμένα σε αυτά τα κεντρικά σημεία, να πλανεύω τον πόνο και να φυσάω τις στάχτες καρδιά μου.
 
Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να αποκωδικοποιεί τον πόνο και την τρέλα τού άλλου, όντως.
Το πάσχειν πρέπει να βρει ή να βρίσκει συνέχεια την κοινή γλώσσα του.
 
Το ερώτημα για την κοινή γλώσσα τού πάσχειν είναι κρίσιμο, και δεν ξέρω αν η αποφόρτιση των κεντρικών σημείων τού σημαίνοντος θα το λυτρώσει από τους κόμπους και τα όρια που εμποδίζουν τις πιθανές απαντήσεις του.
 
Υπάρχει ένας γόρδιος δεσμός που μπλέκει τα κεντρικά σημεία τού σημαίνοντος με τις επιτελέσεις τής καθημερινής ζωής.
Αν υποθέσουμε ότι ένα σπαθί εξήλθε από το ένδον των κεντρικών σημείων για να κόψει αυτόν τον γόρδιο δεσμό, ξέρουμε ότι δεν τον έκοψε και επίσης ξέρουμε ότι αυτό το σπαθί έσπασε, ο γόρδιος δεσμός παρέμεινε, και «εμείς» παραμένουμε ακόμα άπρακτοι μπροστά σε αυτόν τον παραμένοντα ως άλυτο γόρδιο δεσμό.
Κίνησαν κάποιοι πιο ήρεμοι αναζητώντες λύση του κόμπου αυτού να το ξεπλέκουν μεθοδικά, χωρίς σπαθιά και μεγάλες χειρονομίες, επικαλούμενοι ίσως την φαντασματικότητα αυτού τού ίδιου τού δεσμού/κόμπου.
Αυτός ο κόμπος υπάρχει, σαν να λένε, αλλά θα λυθεί δεν θα κοπεί, ή ρε παιδί μου ας προχωρήσουμε, αν δεν υπάρξει πλήρης λύση του, σε μια διαρκή λύση του ως διαρκή λύτρωση από αυτόν, αφού ούτως ή άλλως έτσι υπάρχει αυτός ο δεσμός/κόμπος, ως ένα διαρκές δεσμεύειν, ως μια διεργασία δηλαδή, και όχι ως ένας Δεσμός/Είναι, άρα και η λύση του θα είναι διαρκής, σε έναν κύκλο λύσης δέσμευσης λύσης και ούτω καθεξής.
Δεν έχω αντίρρηση, αν και παραμένων ακόμα με το σπαθί παρά πόδας.
Φοβάμαι μόνον μήπως αυτή η παρέα των λυτών, στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί κι αυτή σπαθί και δεν το γνωρίζει.
 
Η στάχτη των μεγάλων φαντασματώσεων δεν πρόκειται να «αφήσει» να την κάνουν καναπεδάκι.
 
Το καντιανό επιστημολογικό καναπεδάκι έπεσε στην φιχτιανή φωτιά, από τότε που υπήρξε, προτού ακόμα αυτή η κολλητσίδα ο Φίχτε ενοχλήσει τον μεγάλο καναπεδάκια τού Όντος.
 
The Kantian epistemological sofa fell into the Fichteian fire, ever since it existed, before even this thorn Fichte disturbed the great kantian sofa of Being.
 
Εισαγγελεύς οντολογικών αμαρτημάτων Kant..
---
Ο μέγας Kant θεωρούσε (με δικά μου λόγια, καφενοβιακά) ότι ο καθαρός Λόγος «θέλοντας» να γνωρίσει μόνος του, ιπτάμενος μόνον με τα δικά του αφαιρετικά πτερά, αν και φτάνει στο Ύψιστο αντινομικό αδιέξοδο, την διαλεκτική των μεγάλων μεταφυσικών αντινομιών του (διαβάστε λίγο την Κριτική τού Καθαρού Λόγου), κατά την διάρκεια των πτήσεων του αυτών παράγει ιδεακές ή νοηματικές εστίες, οι οποίες αν και αποδεικνύονται χρησιμότατες σε κάτι άλλο πιο «προσγειωμένο» -αφότου μετά την εμφάνιση τού Εισαγγελέα Kant υπάρχει αυστηρή φυλάκιση του στα αποκλειστικά καθήκοντα του, δεν θα παράγονταν αν δεν είχε προηγηθεί η προηγούμενη αχαλίνωτη πτήση του.
Επικαλούμαι ερμηνεία και παράθεση Ντελέζ για αυτό που λέω.
Με λίγα λόγια, ο Εισαγγελέας Kant, τι μας λέει;
Καλά έκανε ο Λόγος και ασώτευσε μεταφυσικά, στο επίπεδο τής γνώσης, γιατί αλλιώς δεν θα παρήγαγε «αυτό» και «αυτό» στο επίπεδο των κεντρικών λοιπόν οντολογικών νοημάτων, αλλά τώρα στοπ, ας σοβαρευτούμε, κι ας χρησιμοποιήσουμε όμως, αμ δε τι νόμιζες;, μερικά από τα αποτελέσματα αυτής τής ασωτείας.
Οι στάχτες που λέγαμε.
--
 
Το ιστορικό κομμουνιστικό κέντρο τού σημαίνοντος δόμησε κι αυτό ένα ταρτούφικο και χαώδες υπερΕγώ που τυράγνισε τον κόσμο και τον κοσμάκη, κι αυτό, αλλά δεν ήταν ένα συνηθισμένο κέντρο τού σημαίνοντος.
--
 
Η κομμουνιστική αποκάλυψη ήταν Σελλινγκιανή και όχι Χεγκελιανή όπως νόμιζε.
 
The communist apocalypse was Schellingian and not Hegelian as it ''thought'', dear Lukács.
 
Hegel was a genius thief of Schelling's insights and visions, a genius but a thief. 
 
The last wasp to appropriate and steal the divine honey of conservative visionaries was Guy Debord, genius wasp but a wasp.
Someday we have to make divine honey with alone ourselves, like bees and not wasps.
 
Heidegger pretended to be a peasant but he was a petty bourgeois rat.
 
Prosecutor of ontological sins Kant..
---
The great Kant considered (in my own words, in the cafe) that pure Reason "wanting" to know by itself, flying only on its own abstract wings.
Although it reaches the Supreme antinomian impasse, the dialectic of its great metaphysical antinomies ( read the Critique of Pure Reason a bit), during its flights it produces ideological or meanings foci, which although prove to be useful in something else more "down to earth" (after the appearance of Prosecutor Kant there is a strict imprisonment of it in the exclusive duties of it), that would not have been produced had it not its previous unbridled flight.
I invoke Deleuze's interpretation and quotation for what I say.
In short, the Prosecutor Kant, what is he telling us?
Reason did well and wasted metaphysically, at the level of knowledge, because otherwise it would not have produced "this" and "that" at the level of the central ontological meanings, but now stop, let's be serious, and let's use them, some of the results of this prodigality.
The ''ashes'', that we were talking about.
I feel uncomfortable as ash, I say to catch fire.
 
Ιωάννης Τζανάκος