Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [7]

 
Η σημερινή «πολιτική» «προστασία» από το λούμπεν, νταβατζιλίκι ονομάζεται, λέει «ελέγχω» και «ρυθμίζω» τους «κακούς», και δεν τους αφήνω να ξαμοληθούν, για αυτό και απευθύνεται στο φοβισμένο πόπολο λέγοντας περίπου αυτό: «καθίστε ήσυχα» ή «επιλέξτε μας για καλούς τραμπουκο-τροχονόμους τής κοινωνίας».
Θεωρώ βέβαια ότι δεν είναι και τόσο σίγουρο τι «ελέγχει» ο κάθε αυτοδιαφημιζόμενος (ως) «προστάτης» και «τραμπουκο-ρυθμιστής», αλλά αυτά λέει συνήθως, πλαγίως αλλά με σαφήνεια.
Απλά η Δεξιά «διανθίζει» το πολιτικό νταβατζιλίκι της στο φοβισμένο πόπολο με μια μεγάλη δόση μπατσοκρατίας και απειλών, διαφημίζοντας την ικανότητά της, αμφισβητούμενη κι αυτή, να ελέγχει το λούμπεν και μέσω ξύλου, σπιούνων, απειλών και ανοιχτής μπατσοκρατίας.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Το δίλημμα τής ιρανικής κοινωνίας και τής ιρανικής εργατικής τάξης..

 
 
Μπορούμε να απλοποιήσουμε τα διλήμματα μιας κοινωνίας όπως η ιρανική, για να εισαχθούμε στην σοβαρότητα και την αγριότητά τους, αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω έναν τέτοιο όρο.
---
 
Ξέρουμε όσοι δεν είμαστε εντελώς αποβλακωμένοι «αντι-ιμπεριαλιστές» ή «αντι-δυτικοϊμπεριαλιστές» ότι στην ιρανική κοινωνία κυριαρχεί ένα θεοκρατικό εθνοκαπιταλιστικό καθεστώς που καταπιέζει τον λαό, τις (μη-περσικές) εθνοτικές ομάδες-συνιστώσες τού ιρανικού έθνους-κράτους και την εργατική τάξη.
Αυτό όμως το καθεστώς είναι και αυτό που νίκησε και εκδίωξε τον δυτικό ιμπεριαλισμό από την χώρα, αποκαθιστώντας την εθνική και κρατική αξιοπρέπεια και κυριαρχία τού Ιράν, τού ιρανικού έθνους-κράτους, με μια μεγαλειώδη κοινωνικοπολιτική εξέγερση και επανάσταση που από την αρχή της, και όχι μόνον «μετά» όπως φαντασιώνονται οι αριστεροί-και-αναρχικοί αναλυτές, είχε κυρίως θεοκρατικό θρησκευτικό και εθνικό ιδεολογικό προσανατολισμό.
Θυμάμαι ακόμα ένα αναρχικό κείμενο που μίλαγε για «πειρατεία» επί τής επανάστασης από τους εθνοθεοκράτες-ισλαμοεθνικιστές τού Χομεϊνί.
Πρόκειται για ριζικά λανθασμένη και ανιστόρητη ανάλυση.
Ενώ ήταν ισχυρές και άλλες τάσεις (και αριστερές και αστικοδημοκρατικές) η κυρίαρχη μαζική τάση, η εξαρχής μαζικότερη τάση ήταν οι «χομεϊνικοί» εθνοθεοκράτες, και αυτοί υπό την ηγεσία τού Χομεϊνί ήταν που καθοδήγησαν και ολοκλήρωσαν την εθνική αντι-ιμπεριαλιστική επανάσταση, μεταμορφώνοντας ριζικά την ιρανική κοινωνία, εγκαθιδρύοντας ένα ανεξάρτητο εθνοθεοκρατικό κράτος, εκδιώκοντας όλους τους ξένους πράκτορες, τα ξένα μονοπώλια και αποκαθιστώντας την ιρανική εθνοκρατική κυριαρχία.
Ταυτόχρονα όμως, παρά την αρχική σύμπραξη με την αριστερά, και ειδικά με το φιλοσοβιετικό Τουντέχ, το καθεστώς συνέτριψε κάθε άλλη φωνή, ειδικά μετά την σύμπραξη των «Μουτζαχεντίν τού Λαού», μιας ισχυρής ισλαμοαριστερής οργάνωσης, με τον Σαντάμ Χουσεϊν τού Ιράκ και με τις Η.Π.Α.
Οι «Μουτζαχεντίν ε Χάλκ» είχαν εκδιωχθεί πριν, και η ηγεσία τους κατέφυγε στο Ιράκ από όπου οργάνωσε μαζί με το ιρακινό καθεστώς στρατιωτική εισβολή στο Ιράν.
Οι Ιρανοί εθνοθεοκράτες ουσιαστικά νίκησαν στον αιματηρό πόλεμο, και με την «ευκαιρία» εξόντωσαν και τους Μουτζαχεντίν μέσα στην χώρα, μαζί με τους αριστερούς, κομμουνιστές και άλλους, τους οποίους είχαν θέσει εκτός νόμου, φυλακίσει κ.λπ
Ταυτόχρονα συνέτριψαν την κουρδική εξέγερση που είχε ξεσπάσει μαζί με την αντι-μοναρχική αντιιμπεριαλιστική επανάσταση προτού ο Χομεϊνί καταλάβει «πλήρως» την εξουσία, και έτσι απέτρεψαν κάθε ενδεχόμενο αυτονόμησης ή και απόσχισης των Κούρδων.
Πολύ γρήγορα συγκρότησαν ένα ιδιότυπο υβριδικό πολιτειακό καθεστώς, μείγμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας θεοκρατικής ιεροδικαϊκής «αριστοκρατίας» υπό την ηγεσία τού ενός ανώτατου Αγιατολάχ, και λαϊκοστρατιωτικής «κινητοποίησης», για το οποίο πρέπει να κάνουμε ξεχωριστή δημοσίευση για να καταλάβετε την «μαστοριά» τής δομής του και την ριζοσπαστική ιδιοτυπία και πρωτοτυπία του.
Το σύστημα αυτό σήκωσε αμέσως την σημαία τής αντι-δυτικής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης σε όλη την περιοχή, την σημαία τού αντι-σιωνισμού και την σημαία τής υποστήριξης στον παλαιστινιακό αγώνα, και δεν τέλεσε όλες αυτές τις «πράξεις εκκίνησης» πολέμου και επανάστασης με επιφανειακό και «ερασιτεχνικό» τρόπο.
Η Χεζμπολάχ στον Λίβανο είναι ένα από τα αποτελέσματα τής χομεϊνικής εθνοθεοκρατικής μαστοριάς, και δεν θα υπήρχε ακόμα και τώρα σοβαρός άνθρωπος νομίζω ο οποίος δεν θα αντιλαμβάνονταν την επιτυχία τής ιρανικής επαναστατικής εθνικιστικής εθνοθεοκρατίας, σε όλο το πεδίο τής δυτικής Ασίας.
Ταυτόχρονα, και αυτό έχει σημασία, το Ιράν δομήθηκε στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων ως μια ανεξάρτητη εθνική καπιταλιστική-κρατικοκαπιταλιστική «μεικτή οικονομία» με απόλυτο εθνοκρατικό έλεγχο στον τραπεζικό τομέα της, και με μια μορφή στοιχειώδους έστω κοινωνικού κράτους.
Η καταπίεση των εργατών και των εθνοτήτων, των μειονοτήτων κ.λπ, πέρασε σε μια νέα φάση, μερικές φορές οξύτερη μερικές φορές επιδεξιότερη-ηπιότερη σε σχέση με το σαχικό καθεστώς, αλλά ταυτόχρονα συγκροτήθηκε ένα πανίσχυρο εθνικό μπλοκ αντιδυτικής αντίστασης, το οποίο υφίσταται ως τα σήμερα, με μεγάλα μαζικά λαϊκά ερείσματα, παρά τις νεοφιλελεύθερες εκτροπές τής ελίτ, ειδικά των «μεταρρυθμιστών», την διαφθορά, την καταστολή, τις διώξεις και τις εκτελέσεις.
Αν δεν υπήρχε αυτό το ηγεμονικό εθνικό κοινωνικό μπλοκ, τότε πως θα επιβίωνε ένα τόσο αυστηρό σκληρό καθεστώς;
Αν το καθεστώς δεν είχε επιτύχει την εθνική κυριαρχία και αυτονομία τής χώρας, τότε πως εξηγείται η ακόμα μαζικότατη απήχησή του στον ιρανικό λαό και την ιρανική εργατική τάξη;
Ας δούμε τώρα τα πράγματα από την αντίστροφη φορά τους:
Αν τα επαναστατικά αντικαθεστωτικά κινήματα στο Ιράν, τα εργατικά κομμουνιστικά αναρχοκομμουνιστικά, εθνοτικά (όπως των Κούρδων), τα αστικοδημοκρατικά κ.λπ κινήματα, δεν κατορθώσουν να εγγυηθούν και να διασφαλίσουν ότι δεν πρόκειται το Ιράν να διαμελιστεί, διασπαστεί, ματοκυλιστεί μέσω ενός χαοτικού μηδενιστικού εμφυλίου εθνοτικού ή ταξικού αγώνα, αν δεν πάψουν να παίζουν άμεσο ή έμμεσο παιχνίδι με τις Η.Π.Α και το Ισραήλ, τότε πως ο εργαζόμενος λαός τού Ιράν θα τους δώσει την έμμεση και έπειτα την έμπρακτη συγκατάθεσή του να ηγηθούν μιας δημοκρατικής ή εργατικής επανάστασης;
Πως θα το κάνουν αυτό χωρίς να απαρνηθούν τον αγώνα για μια εργατική και δημοκρατική/ελευθεριακή επανάσταση;
Όποιος είναι τυχοδιώκτης, αριστεριστής-σεκταριστής, σεκταριστής «αντιεθνικιστής» κ.λπ, είτε είναι Ιρανός είτε είναι (Ιρανός ή μη-Ιρανός) «υποστηρικτής» τής εξέγερσης-επανάστασης «έτσι κι αλλιώς» -χωρίς προϋποθέσεις, θα θεωρήσει το ερώτημα-δίλημμα που σας έθεσα «παραπλανητικό» ίσως και «ταξικά» «ύποπτο», αλλά αν το κάνει αυτό δεν θα έχει καταλάβει τίποτα, δεν θα έχει κατανοήσει ούτε ένα ελάχιστο από αυτά τα διλήμματα που κατατρύχουν λαούς και κοινωνίες.
Θα μου πείτε, και σου κάνει αυτό εντύπωση;
Εν πάση περιπτώσει, νομίζω έγινα κατανοητός, και για να γίνω ακόμα κατανοητότερος, μπορώ να δηλώσω την αμέριστη υποστήριξη μου στο κίνημα στο Ιράν ό,τι κι αν αποφασίσει τελικά να κάνει..
 
Ιωάννης Τζανάκος
  

1η Μάη 2019 [αναδημοσίευση και σχόλιο]

Πρώτη δημοσίευση: 1η Μάη 2019

1η Μάη 2019.

Η ιρανική εργατική τάξη βρίσκεται εδώ και δεκαετίες εγκλωβισμένη σε ένα αδιέξοδο δίλημμα:
Να διεκδικήσει ανυποχώρητα τα δικαιώματά της χωρίς να φοβάται το ενδεχόμενο μια εξέγερση της ενάντια στο θεοκρατικό καπιταλιστικό καθεστώς να χρησιμοποιηθεί-εργαλειοποιηθεί από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και το αμιγώς πλέον ακροδεξιό Ισραήλ για να διαλύσουν και αποικιοποιήσουν δια της ψευτο-ομοσπονδιοποίησης την χώρα που ζει; με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και το έθνος κατεστραμμένο;
Ή να συνεχίσει να κάνει υπομονή και να δέχεται την ηγεμονία των θεοκρατών για να μην καταστραφεί η χώρα από τους λύκους που την περιτριγυρίζουν διψασμένοι για θάνατο και καταστροφή, με αποτέλεσμα όμως αυτής τής υπομονής την συνέχιση τής καταστολής της, και την ενδυνάμωση των αντιδραστικών αντιιμπεριαλιστών δολοφόνων;
Αυτό το δίλημμα είναι δικό της αλλά αν θεωρήσουμε ότι η εργατική τάξη του Ιράν, οι εργαζόμενοι της χώρας αυτής και τα φτωχά λαϊκά κοινωνικά στρώματα, είναι μέρος τής παγκόσμιας εργατικής τάξης, μέρος του παγκόσμιου λαού, τότε το δίλημμα είναι και δικό μας.
Πως θα απαντούσε ένα αυτόνομο δημοκρατικό ταξικό κίνημα σε μια άλλη χώρα στην αγωνία αυτών των ανθρώπων;
Πως θα απαντούσαν άραγε οι ξερόλες διανοούμενοι στην δύση και οι πολυάριθμες σεκταριστικές και ρεφορμιστικές αριστερές, κομμουνιστικές, αναρχικές ομάδες και οργανώσεις στην δύση και την Ελλάδα; πως θα απαντούσε άραγε το πρώην-κομμουνιστικό ΥπερΚόμμα ελλάδας; η Λαέ, οι Εξαρχειώτες;
Είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί έχουν την απάντηση έτοιμη:
Η μια αντίθετη και συμπληρωματική προς την άλλη.
Τα συγχαρητήρια μου σε όλους.
Στις πορείες σας τώρα, άντε και καμιά μολότωφ να περνάει η ώρα..


Ζήτω η ιρανική εργατική τάξη και ο ηρωικός πολιτισμένος λαός τού Ιράν!



Ιωάννης Τζανάκος
Πουθενά-Πουθενάς
 
---
 
Σχόλιο
Ιωάννης Τζανάκος
 
Σύμφωνα με μια ορθή λογική όλα στον ανθρώπινο κόσμο συνδέονται και συνέχονται από τις ίδιες γενικές αναγκαιότητες, με τις «ιδιομορφίες» τους κ.λπ.
Δεν θέλω λοιπόν να αποσπάσω τα πολιτικά προβλήματα και διλήμματα τού ιρανικού δημοκρατικού λαού και τής ιρανικής εργατικής τάξης, από τα προβλήματα και διλήμματα όλων των άλλων λαών και εργατικών τάξεων κ.λπ, αλλά θέλω να ασχοληθώ, να βυθιστώ σε αυτά διότι θεωρώ ότι παρουσιάζονται με την ένταση, την τραγικότητα, το βάθος που τα δείχνουν και ως ειδικά-τοπικά και ως οικουμενικά (σε μια ολόκληρη «ζώνη» τής οικουμένης) με αληθινότερο τρόπο σε σύγκριση με αντίστοιχα ή όμοια προβλήματα-διλήμματα που εμφανίζονται σε χώρες και «ζώνες» όπως η δική «μας».
Δεν είναι δυνατόν να ασχολούμαι, το λέω συνέχεια και το εννοώ, με το δικό καραγκιοζιλίκι εδώ πέρα, αν και είναι αδύνατον αυτό να το αποφύγω εντελώς, και επίσης αυτό που λέω δεν σημαίνει ότι υποτιμώ την σημασία των ζητημάτων ελευθερίας, αυταρχισμού, εξάρτησης και άλλα που προκύπτουν και εδώ.
Έχω όμως την «αίσθηση» ότι το εδώ σκηνικό δεν αξίζει τον κόπο, είναι τοξικό από πολλές σκοπιές, χωρίς να σημαίνει στην ουσία την ύπαρξη κάποιας επίγνωσης κάποιων διλημμάτων, όπως αυτή πηγάζει λόγου χάριν από κοινωνίες όπως η ιρανική κοινωνία.
Υπάρχει επίσης σε μένα ένα κάποιο «ταυτοτικό» θέμα, με την έννοια ότι δεν αισθάνομαι ότι αποτελώ μέρος τής ελληνικής κοινωνίας, βρίσκομαι δηλαδή σε μια ριζική αποξένωση σε σχέση με ό,τι απασχολεί όλες, μα όλες τις κοινωνικές υποκειμενικότητες «εντός» της.
Για σας είμαι και θέλω να σας είμαι «εξωγήινος», αφού ανήκω στο «πλανήτη» Iran-Kurdistan.
----
 
 
 
 

Φαινόμενο και γλώσσα..

 
Η έννοια «φαινομενικότητα» ως όρος της φιλοσοφίας δεν είναι εύκολο να διαχωρισθεί από την διάκριση που εμβάλλει στην σκέψη, την «ουσία» ως το υποστήριγμα αλλά και ως την «αληθινή πραγματικότητα» του φαινομένου, παρ' όλο που η «φαινομενικότητα» έχει με σαφήνεια πλέον ορισθεί, σε σχέση με το υποστήριγμα της, ως εκδήλωση της «ουσίας» και όχι ως κάτι διαφορετικό από αυτήν, στο οντολογικό επίπεδο.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η αναζήτηση της ουσίας είναι το πρωτεύον που ιεραρχεί την σειρά ουσία-φαινόμενο ως σειρά που ακολουθεί μετά την εναρκτήρια σκέψη «περί της ουσίας». 
Έτσι η σειρά θεωρήθηκε συχνά ως η εξής: σκέψη περί της ουσίας, και σκέψη για την ουσία/φαινόμενο. 
Όμως η ίδια η αναζήτηση της ουσίας προϋποθέτει αρχικά την σκεπτικότητα ως προς αυτό που είναι έμπροσθέν μας, το φαινόμενο στις «αισθήσεις» και τις ημερήσιες πρακτικές σκέψεις μας. 
Το πρώτο λοιπόν που εξετάζεται είναι ένα φαινόμενο μαζί με την αμφιβολία περί της σταθερότητας, της αξίας, και της αλήθειας του. 
Θα ήταν λάθος να τοποθετήσουμε πάλι στην αρχή μια ουσία, απλά ορίζοντας τώρα αυτήν την ουσία ως το «φαινόμενο», αν δεν συμπλέξουμε την ανακάλυψη του φαινομένου μαζί με την αμφιβολία περί της αξίας και αλήθειας του, και έπειτα να προσδιορισθεί η εμφάνιση του όρου της «ουσίας». 
Η «ουσία» πιθανόν να είναι η αρχή της σκέψης της σε σχέση με τους γλωσσικούς όρους της, αλλά η σκέψη στις θεμελιωτικές της πράξεις εμφανίζει την σκέψη των όρων της μετά από την (κοινωνική) σκεπτική διεργασία. 
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως η σκέψη ταυτίζεται ως εμφάνιση με την γλώσσα της, έστω στους ορο-λογικούς της προσδιορισμούς, χωρίς αυτό να σημαίνει την αποδοχή ενός εξω-γλωσσικού τρόπου σκέψης. 
Ούτε το «προ-γλωσσικό» ούτε το «α-γλωσσικό» είναι απαραίτητο εδώ, εφόσον μιλάμε πάντα για «σκέψη-γλώσσα», αλλά με την αποδοχή της ασυγχρονικότητας των επιπέδων οργάνωσής τους. 
Η πρωτογενής σκέψη, που δεν έχει ακόμα τοποθετήσει τα σημεία της, χρησιμοποιεί την «παλαιά γλώσσα» που της είναι διαθέσιμη, χωρίς καν αρχικά να τίθεται ζήτημα «διαθεσιμότητας-χρησιμότητας». 
Όταν είναι εμφανές πως δεν αρκεί ο γλωσσικός κόσμος των «όρων» δημιουργείται νέα ορο-λογική γλώσσα, και αυτό είναι κατασκευή γλώσσας, αλλά όχι κατασκευή της γλώσσας δια της γλώσσας, αλλά κατασκευή της γλώσσας δια της σκέψης. 
Θα πει κανείς πως ακόμα και αυτή η κατασκευή είναι μια ενδογλωσσική διεργασία, και δεν θα διαφωνήσω. 
Αλλά άλλο είναι να είσαι συνυφασμένος με τα μπλεγμένα υφάδια που θέλεις να ξεμπλέξεις υφαίνοντας άλλα, και άλλο είναι να είσαι συνυφασμένος με τα μπλεγμένα υφάδια που δεν θέλεις να ξεμπλέξεις.

Οι αρχικές ωστόσο φιλοσοφικές έννοιες και κατηγορίες, είναι ακόμα πιο μπλεγμένες με μια μεγάλη αποδέσμευση από τα υφάδια της γλώσσας που μέσα της γεννήθηκαν.

Η διαφορά της «επιστήμης» από την φιλοσοφία έγκειται στο γεγονός της βιαιότερης γένεσης της φιλοσοφίας σε σχέση με τη γλώσσα, και αυτός είναι ο εξωτερικός μορφικός λόγος που η φιλοσοφία είναι πάντα αμφιβάλλουσα, πολύ περισσότερο από αμφισβητούσα, για τον υφιστάμενο κόσμο.  
Ο υφιστάμενος κόσμος βιώνεται ως υφιστάμενος, ακόμα και στις πιο ριζικές αμφισβητήσεις για την αξία του, ως περίκλειστος γλωσσικά κόσμος, ή ως κόσμος πάντα γλωσσικά περίκλειστος, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ούτε η στοιχειώδης ιδέα για την «γλωσσικότητα». 
Μιλάμε για την λειτουργία της γλώσσας ως δεσμού με το υπαρκτό ως μόνον υπαρκτό.

Η γλώσσα εκτός από την ροϊκότητα και την πολυσημία της που της έδωσε την αίγλη τής μη αναφορικότητας, έχει (δυστυχώς για τους ακραίους γλωσσοκεντριστές) την μόνιμη ιδιότητα της μη αντίστασης σε αυτήν την ροϊκότητα-μη αναφορικότητα.
Η «δογματικότητα» και ο μη ροϊκός χαρακτήρας της φιλοσοφικής γλώσσας είναι ο αντικαθεστωτικός της χαρακτήρας, όταν το καθεστώς είναι η ροϊκότητα και η πρακτική μη αναφορικότητα των σημείων.
Η αμφιβολία της φιλοσοφίας είναι ριζικότερη ακόμα και από αυτήν ακόμα της θρησκείας, που ορθώνοντας την αφήγηση ενός πραγματικά άλλου φαινομενικού κόσμου στην πραγματικότητα τον ουσιοποιεί ως έναν άλλο (φαινομενικό) κόσμο, όπου η ουσία είναι η εκδήλωση της (γλωσσικής) φαινομενικότητας που έχει καθιδρυθεί. Αλλά ας αφήσουμε την θρησκεία στους θρησκειολόγους, όπου της άξιζε να καταπέσει ηττημένη, μετά από τόσα ψέματα.

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δούμε τι είναι αυτή η ουσία, που τόσο βασάνισε τους φιλοσοφούντες και τόσο γρήγορα έγινε αντικείμενο της ανθρωπολογικής σκέψης, των ριζοσπαστισμών κάθε μορφής, των προσευχών και των ευχών όλων των κοινωνικών αναμορφωτών, χωρίς να γίνει ποτέ αντικείμενο σεβαστό παρά απο τους ίδιους τους αφοσιωμένους φιλοσόφους. 
Αυτό που κρατάμε εδώ, σαν αρχή, είναι πως η ουσία καθιδρύεται μαζί και έπειτα από την «αρνητική» καθίδρυση του φαινομένου και της αμφιβολίας για αυτό. 
Η φαινομενολογία του Εγέλου είναι η μόνη νεωτερική φιλοσοφική, φαινομενολογία που μπορεί να «δεχθεί» έναν τέτοιο συνεπή αρνησιακό φαινομενολογικό αυτο-καθορισμό.


Ιωάννης Τζανάκος


 

Διαρκής αποχαιρετισμός..

 

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [6]

 
1.
Σκέφτηκα ξανά και ξανά την ίδια απορία που μου γεννήθηκε μετά από τα τελευταία γεγονότα:
Αποδίδουμε όντως μεγαλύτερη σημασία από αυτή που «πρέπει» σε μερικά κοινωνικά ιδεολογικά φαινόμενα;
Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι είναι ορθό γενικά να αμφιβάλλουμε για την πρακτική «βαρύτητα» μερικών «κοινωνικών πραγμάτων», όπως είναι οι ιδεολογικές επικαλύψεις μερικών κοινωνικών πραγμάτων, ή να αμφιβαλλουμε ακόμα και για τις δυνατότητες που έχουν διάφοροι κοινωνικοϊδεολογικοί θεσμοί, επίσημοι ή «άτυποι», να διαμορφώνουν μια σειρά από γεγονότα σαν να είχαν όντως μιαν ικανότητα να τα ρυθμίσουν ή ακόμα και προκαθορίσουν.
Μιλάμε όμως για μια αμφιβολία με ένα πρόσημο «σχετικότητας», πράγμα που σημαίνει ότι ταυτόχρονα με την αμφιβολία μας θεωρούμε ότι οι διάφοροι θεσμοί έχουν μια γενική δυνατότητα-ικανότητα προ-διαμόρφωσης γεγονότων. 
Το ζητούμενο είναι να δούμε ανά περίπτωση και περίσταση σε τι βαθμό υπάρχει αυτή η «δυνατότητα-ικανότητα».
Μέσα στην ομίχλη τού «θεαματικού» και τής αχαλίνωτης προπαγάνδας υπάρχει μια αβεβαιότητα ως προς την κρίση εκείνη που σημαίνει την προαναφερόμενη «στάθμιση επιρροής».
Οι ίδιοι οι προπαγανδιστές και οι διαμορφωτές γνώμης, μπορεί με τον καιρό να πιστεύουν τις υπερβολές και τα ψέματά τους, όμως ανεξάρτητα από αυτό που «παθαίνουν» «τείνουν» όχι μόνον στην διάδοση τής εικόνας που θέλουν να «περάσουν» στους δέκτες αλλά και στην μεγέθυνση τής εικόνας τής ισχύος τους, όταν θέλουν να υποβάλλουν στους δέκτες τους την εντύπωση ότι κομίζουν ένα «μήνυμα» μιας ισχυρότερης εξουσιαστικής δύναμης τάχα «από πίσω τους», ή απλά αυτοπροβάλλονται ή αυτοπροτάσσονται ως αυτή η ίδια η «δύναμη».
Κάθε υποτιθέμενη «δύναμη» εφόσον θέλει να φανεί ως πραγματική, κάνει αυτά που κάνει και η πραγματική εξουσιαστική δύναμη, η οποία όπως ξέρουμε απειλεί, κομπάζει, καλοπιάνει, εκβιάζει, υπόσχεται, πουλάει «εκδουλεύσεις», και τι άλλο; μα φυσικά υπόσχεται προστασία από την «ανασφάλεια», την οποία πάντα όμως φροντίζει να διευκρινίζει μέσω υπονοούμενων ότι μπορεί και να την «ελέγχει-ή-προκαλεί».
Μεταξύ αυτών των εξουσιαστικών πρακτικών και των «ομοιωμάτων» τους που παράγονται από κατώτερους υπαλλήλους τής εξουσίας ή από φαντασιόπληκτους τυχοδιώκτες και μεγαλομανείς, υπάρχει μια ομίχλη, η οποία δεν διαλύεται, καταρχάς απλά και μόνον διότι η ίδια η «πραγματική εξουσία» δεν παρουσιάζεται κι αυτή «γυμνή» αλλά φτιάχνει την δική της προπαγανδιστική ομίχλη ισχύος αλλά προσέξτε και υποτιθέμενης «ανισχυρότητας» (όταν θέλει να παρουσιαστεί σαν «θύμα»).
Η παραγωγή ομοιωμάτων κυριαρχίας είναι ίδιον και των πραγματικά ισχυρών κέντρων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, πάντα δια μέσω ειδικών και ανώτερων συνεργατών τους ή υπαλλήλων κ.λπ.
Οπότε, μέσα σε αυτό το «ομιχλώδες» «μεταξύ» βλέπουμε ότι μπορούν να κυκλοφορούν «ομοιώματα» και συγκεκριμένα «μηνύματα» σχετικά άγνωστης καταγωγής με την έννοια ότι είναι δύσκολο να διακρίνεις ποια έχουν σαν προέλευσή τους ισχυρά κέντρα εξουσίας και ποια έχουν προέλευση μικρότερα και μάλλον ματαιόδοξα παράκεντρα ή μικροκέντρα εξουσίας, και όλο αυτό δεν προσδίδει στην «ομίχλη» μιαν ιδιότητα συνωμοσιολογικού «αστυνομικού μυστηρίου» αλλά μάλλον φτηνής παρωδίας, άντε το πολύ αστυνομικής παρωδίας.
 
2.
Για να καταλάβουμε τι γίνεται και για να αποφύγουμε όσο είναι δυνατόν αστόχαστες κρίσεις, πρέπει να βρούμε μια διέξοδο από αυτό το ομιχλώδες επικοινωνιακό αδιέξοδο, αναγόμενοι στους γενικότερους ιδεολογικούς και πολιτικούς συσχετισμούς στην οικουμένη και στην εκάστοτε χώρα, οι οποίοι πιθανά ερμηνεύουν επιτυχέστερα το ιδεολογικό-πολιτισμικό «προφίλ» των διαφόρων δρώντων τής ιδεολογικής-πολιτικής διαπάλης, άρα και τις ιδεολογικές και προπαγανδιστικές τεχνικές τους.
Ό,τι είπα μέχρι τώρα σε αυτό το σημείωμα δεν είναι ένας μακρύς πρόλογος για «κάτι» που θέλω να πω, αλλά αν θέλετε να διευκολυνθείτε δείτε το και έτσι, θεωρώντας δεδομένο ότι επαναλαμβάνω κάθε φορά εμπλουτισμένες κάποιες αναλύσεις μου για το ιδεολογικό «σκηνικό». 
Θα στείλω όμως παρεμπιπτόντως και εγώ τα μηνύματά μου σε ειδικούς αποδέκτες, για να τους επισημάνω άλλη μια φορά τα λάθη τους και την επιπολαιότητα τους κατά την προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν κάποια φαινόμενα:
 
3.
Στον γενικότερο «χώρο» που ξεκινάει από τις αριστερές παρυφές τής σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς έως την ριζοσπαστική αριστερά και την κομμουνιστική αριστερά, την αναρχία την αυτονομία κ.λπ, σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο «εδώ», υπάρχει μια βαθιά ιδεολογική θεωρητική και πολιτισμική μετάλλαξη, η οποία όμως έχει ισχυρά ερείσματα και στην προηγούμενη ιδεολογική εποχή τού «κινήματος».
Όλα αυτά σιγά σιγά απόκτησαν μαζικά χαρακτηριστικά μετά το 1989 με την «αποδημία» τού «υπαρκτού», αν και υπήρχαν βέβαια οι σχετικά μαζικές «αναρχοκομμουνιστικές» προεργασίες που εμφανίστηκαν σε όλη τους την δόξα τον «Μάη68».
Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, και δεν το καταλαβαίνει εις βάθος, είτε είναι «εντός» είτε είναι «εκτός» κινήματος, είτε είναι «εντός-εκτός», δεν ξέρει τι τού γίνεται.
Και δεν εννοώ μόνον ή κυρίως να είναι ενήμερος και διαβασμένος με κείμενα, ιστορίες, τέχνες και λοιπά, αλλά να βλέπει όλο το ιδεολογικό-φιλοσοφικό οικοδόμημα στην πολιτική ουσία του, στην τελική πολιτική αποκρυστάλλωση του που είναι και αυτή που ερμηνεύει το ίδιο το «θεωρητικό» οικοδόμημα καλύτερα από ό,τι το «θεωρητικό» οικοδόμημα ερμηνεύει τον «εαυτό» του και το πολιτικό οικοδόμημα.
Όλα τα φαινόμενα εντός αυτού τού φαινομένου, είτε τους προσδίδουμε αξία και βαρύτητα που δείχνει ότι τούτα αξίζουν να είναι «κορυφώσεις» του,  είτε τα θεωρούμε ασήμαντες ή χυδαία εκτροπικές εκδοχές τού φαινομένου, είναι και παραμένουν φαινόμενα εντός τού φαινομένου.
Αν είσαι ή τοποθετείσαι εκτός τού φαινομένου αυτού ή έχεις ιδιαίτερη ιδιάζουσα σχέση «εντός-εκτός» του, τηρώντας μια κριτική έως πολεμική-κριτική στάση, πρέπει να το ξέρεις, και να αναλαμβάνεις την ευθύνη τού «πολιτικού εαυτού» σου.
Οφείλεις πάντως να υπολογίσεις την βαρύτητα τού φαινομένου, και μάλιστα αν θέλετε, οφείλεις ακόμα και την πιθανή απαξία που βλέπεις εντός του να την προσδιορίσεις αναγνωρίζοντας την συνοχή και την σημασία του.
Αν εν πάση περιπτώσει δεν θέλεις να κάνεις ούτε αυτό, τότε κάνε άνθρωπε μου μια ξεκάθαρη πολιτική στροφή ψάχνοντας την όποια ταυτότητά σου σε μια διακριτή ακόμα και μικρή τάση κάπου στον κόσμο των θεάσεων και των ιδεών ή αντιλήψεων. 
Δεν υπάρχει κάποια «μαγική αυτογένεση», αλλά μάλλον, όταν διακηρύσσεται κάτι τέτοιο υπάρχει μια βαθιά ιδεολογική και πολιτική κρίση. 
Δεν λέω ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται «εκεί» δεν είναι ενδιαφέροντες, ενάρετοι, καλά παιδιά όπως τα λέγαμε παλιά, αλλά λέω ότι έχουν λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων και αυτοεικόνα, και ότι χύνουν συνέχεια την «καρδάρα με το γάλα».
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα μας δεν είναι κυρίως αυτό, ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, πάντως και για κάποια παλαιοκομμουνιστικά και αριστεροπατριωτικά κόμματα «στο βάθος υπάρχει κήπος», και αν θέλουν να πιστεύουν ότι ένας παροδικός ιδεολογικός-πολιτισμικός συμβιβασμός με τον νέο σεκταρισμό δεν θα έχει κάποτε ένα «κρίσιμο σημείο» ας το πιστεύουν. 
Δικό τους πρόβλημα, και μάλιστα άλυτο, εφόσον οι επιστροφές στις «ρίζες» τους δεν βγάζουν για πολλές ζωές, και τα κόμματα δεν μπορούν να υπάρξουν με μια γενιά-ζωή, έρχονται και οι άλλες γενιές-ζωές, και στις άλλες γενιές-ζωές αυτό που έρχεται είναι πάντα οι ίδιες εκβλαστήσεις αυτών των ριζών όπως είναι προσαρμοσμένες όμως στην εποχή.
Το θέμα μας είναι να κρατήσουμε την θέση μας, το ταμπούρι μας, το οχυρό μας, μεταξύ όλων αυτών, στην ενδιάμεση «ομίχλη» αναγκαστικά, ανοίγοντας δρόμο με βάση τις όποιες θέσεις μας, και ό,τι θέλει ας γίνει.
Και αυτή η «θέση» δεν στηρίζεται στην υποτίμηση τού αντιπάλου, ή των αντιπάλων.
Έτσι κι αλλιώς η κατάσταση είναι απελπιστική, και αυτό πρέπει να το ξέρουν όσοι λένε και διατυμπανίζουν ότι είναι εξυπνοπούλια, ενώ τους έχουν πιάσει κι αυτούς στον ύπνο, αυτοί ακριβώς τούς οποίους υποτίμησαν και συνεχίζουν να χλευάζουν.
Θα τους το ξαναπώ:
Το γενικό πολιτικό «νεο-κινηματικό» οικοδόμημα που λέγαμε πριν, και υπάρχει ως το «χαλύβδινο κλουβί» τής «νέας αριστεράς-αναρχίας» κ.λπ, είναι:
Από πάνω Σάντερς, Κορτέζ, Τσίπρας.
Από κάτω αναρχοκομμουνισμός, αντίφα, κινήματα, μειονότητες, και ανίσχυρη εργατική τάξη.
Είναι παγκόσμιο ρεύμα, και δεν έχει σημασία αν έχει και αρλεκίνους εντός του, εφόσον και αυτοί ανήκουν σε αυτό.
Θέλετε την άποψή μου;
Είμαι αριστερός αλλά Κατά αυτού τού «σχήματος-οικοδομήματος».
Δεν αντιμετωπίζεται όμως με απώθηση τής αλήθειας ότι είναι κυρίαρχο στον χώρο μας, διότι εκφράζει μιαν ολόκληρη ιστορική περίοδο η οποία δεν έχει πάψει να υπάρχει.
Κριτική σε αυτό το πολιτικοπολιτισμικό οικοδόμημα και «κλουβί» (πέραν των σταλινικών απομειναριών τα οποία κι αυτά «υποκύπτουν» σιγά σιγά λόγω μιας ευρύτερης πολιτισμικής αφομοίωσης) γίνεται έμπρακτα από την κεντρώα τεχνοκρατική σοσιαλδημοκρατία, το ακραίο κέντρο, και βέβαια από την συντηρητική δεξιά και ακροδεξιά σκοπιά.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Όποιοι είμαστε στα όρια αυτού τού «νεοαριστερού» πράγματος, ασκώντας του ήπια ή κατεδαφιστική κριτική, παραμένοντας ούτως ειπείν αριστεροί, πρέπει να ξέρουμε την θέση μας, χωρίς να συνθηκολογούμε όμως.
Μέρος αυτής τής επίγνωσης είναι η επίγνωση τής ισχύος αυτού τού ρεύματος στον «οίκο» μας.
Όποιος θέλει να πάει σε άλλον «οίκο» από τους υπάρχοντες ας είναι ειλικρινής ή ας το παραδεχτεί επιτέλους μέσα του να μην βασανίζεται, και όποιος θέλει να φτιάξει δικό του «οίκο» να ξέρει ότι αυτό δεν γίνεται με λόγια, με λόγια χτίζω ανώγια και κατώγια. 
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
     

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [5]

 

1.
Δεν ξέρω αν πρέπει να θεωρήσω μια οργανωμένη σε «σύστημα ιδεών» ακραία φαντασίωση ως μια μορφή συνήθως ακίνδυνης ιδεοψυχικής αυτοανάφλεξης που αφορά απομονωμένες υποκειμενικότητες ή μικρές συλλογικότητες που φυτοζωούν μέσα σε έναν μεγάλο αδιάφορο κόσμο, ή τελικά υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι «εκεί πέρα».
Θεωρώ ότι κάτι άσχημο παίζεται «εκεί πέρα», και αυτό έχει να κάνει και με την πιθανή «αλήθεια» αυτών των οργανωμένων φαντασιώσεων.
Αν μιλάγαμε για τρελές σέκτες που φαντάζονται ότι θα τους απαγάγουν οι «εξωγήινοι», ίσως να μπορούσα να σκεφτώ ότι ο κοινός νους ή ακόμα και οι θεσμοί τής κοινωνίας έχουν τον τρόπο να θέσουν όρια σε αυτή την κατάσταση.
Επειδή μιλάμε όμως για κοινωνικές «ομάδες φαντασίωσης» που έχουν ερείσματα στην ίδια την πραγματικότητα, και την αντανακλούν μερικές φορές καλύτερα, μέσω των νοητικοψυχικών «σχημάτων» τους, από τις «κανονικές» κοινωνικές ομάδες, το πράγμα σοβαρεύει.
Το πράγμα είναι ευρύτερο, βαθύτερο και έχει μάλλον οικουμενική έκταση, αφού έχει να κάνει με την «τύχη των μυαλών» των μη-δεξιών ανθρώπων σε όλη την οικουμένη, που δεν «την» βλέπω να είναι και σε τόσο καλά «χέρια».
 
2.
Αναφέρθηκα σε προηγούμενο σημείωμα στην κυριαρχία των παγκόσμιων ρευμάτων σκέψης, αναφορικά με όλες τις πολιτικές και πολιτισμικές «ομάδες ερμηνείας» τού ανθρώπινου κόσμου, στα πλαίσια πάντα τής ειδικότερης κυριαρχίας των μητροπολιτικών κέντρων εκπόρευσης και αυτού τού «αγαθού», ήτοι τής ερμηνείας τού κόσμου.
Οπότε κάθε σκέψη, ότι «κάτι δεν πάει καλά» σε ένα πολιτικο/πολιτικοθεωρητικό ρεύμα σκέψης και δράσης, δεν πρέπει να περιορίζεται σε μιαν εθνικο-κεντρική ματιά, με την έννοια ότι θα υπερτονίζονταν οι ειδικές πολιτικές/πολιτισμικές, ταξικές και άλλες συνθήκες που ισχύουν σε ένα έθνος-κράτος ή ακόμα και σε μιαν ευρύτερη ομάδα εθνών-κρατών κ.λπ.
Ο ορίζοντας τής ανάλυσης πρέπει να είναι πάντα οικουμενικός, και μέσω αυτού τού ορίζοντα πρέπει να εξετάζονται όλα τα πιθανά προβλήματα, όπως αυτό που προανέφερα. 
Σημειώσαμε την σημασία τής εκπόρευσης και της θεωρίας/ιδεολογίας από τα εκάστοτε (σήμερα καπιταλιστικά) μητροπολιτικά κέντρα, και πρέπει να ξαναπούμε επίσης ότι αυτή η «εκπόρευση» δεν είναι μια απλή «λεπτομέρεια» ούτε εντάσσεται στην λογική τής «ιδιομορφίας» που σχετίζεται με τις εθνοκρατικές επιρροές, μιας και αναφέρεται σε μια καθολική-οικουμενική δομή διαίρεσης όλης τής (σήμερα μονόπατα) καπιταλιστικής οικουμένης.
Αφήνοντας ωστόσο κατά μέρος και αυτή την «ειδική γενικότητα», ορώντας την οικουμενική διάσταση τής μη-δεξιάς σκέψης, βλέπουμε ότι πιθανά υπάρχει πλέον ένα στρατηγικό πρόβλημα, το οποίο είναι στην πραγματικότητα μια ενιαία συλλογή συγγενών στρατηγικών προβλημάτων.
Αν τα δούμε έτσι τα πράγματα ίσως να καταλαγιάσουμε λίγο τα πάθη μας, όσοι τα έχουμε, με την ακραία σεκταριστική τροπή μερικών όψεων τής υστερονεωτερικής προοδευτικής μη-δεξιάς σκέψης.
Σε αυτήν συμπεριλαμβάνω και ρεύματα και υπο-ρεύματα που φρίττουν με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να «στεγαστούν» κάτω από αυτό το γενικό ονοματολογικό «στέγαστρο».
 
3.
Εν πάση περιπτώσει, έχω αναλύσει κι αλλού γιατί το εκάστοτε πολιτικό και πολιτικοθεωρητικό πρόβλημα ακόμα κι όταν είναι ειδικό-τοπικό εντάσσεται με έναν συγκεκριμένο μη-τοπικό μη-εθνικό ειδικό τρόπο άμεσα στο οικουμενικό (πολιτικοθεωρητικό) πρόβλημα.
Είμαστε αναγκασμένοι όμως, πέρα από αυτή την γενική εικόνα, να σκάψουμε πιο βαθιά, πιάνοντας, αρπάζοντας μάλλον το νήμα ακριβώς από την συγκεκριμένη επίκαιρη οικουμενική του διάσταση, η οποία όμως μπορεί, ναι μπορεί, να καθορίσει τον «εσωτερικό» ιδεολογικό και αξιακό «κόσμο» ακόμα και τής τελευταίας μικροομάδας ή ατομικής υποκειμενικότητας στον ανθρώπινο κόσμο, και έτσι να δώσουμε αξία και στο ανθρώπινο δράμα ή στην κωμωδία μας, ελπίζοντας ότι δεν θα υποβληθούμε ωστόσο σε κάποια παγίδα «υπερερμηνείας» που αποδίδει στο σχετικά ασήμαντο κάτι που δεν το «έχει».
 
4.
Ζούμε σε μια μισο-κυρίαρχη μισο-εξαρτημένη υπο-ιμπεριαλιστική καπιταλιστική χώρα, σε ένα έθνος-κράτος πελάτη, που έχει όμως έναν βαθμό σχετικής αυτοτέλειας παραμένοντας ταυτόχρονα και ένα γελοίο προτεκτοράτο τού δυτικού ιμπεριαλισμού, σε μια οριακή γεωστρατηγική «περιοχή» όπου αναδύονται και άλλες δυνάμεις κάθε άλλο παρά «αγαθότερες».
Αυτή η «θέση» ήδη είναι «υπονομευτική» για να έχει κανείς το θάρρος, νοητικό πρακτικό και ψυχικό, να αναλάβει το καθήκον μιας αντικειμενικής θέασης της:
Τα «καθήκοντα θέασης» για τα «εδώ» θεωρητικά πολιτικά υποκείμενα, ειδικά τα μη-δεξιά, είναι επαχθή, πέρα από το «συνηθισμένο», και τα ωθούν μάλλον σε μιαν απόσυρση σε ένα «υπερβατικό θεωρητικό» πλησίασμά τους, το οποίο μια χαρά προσαρμόζεται στις διάφορες μητροπολιτικές θεωρίες που μερικές φορές είναι «σαν να» υπήρξανε για να σκοτίζουν τα μυαλά τέτοιων «ιθαγενών» προβληματικών υποκειμένων.
Αυτό όμως δείχνει από αυτή ακριβώς την ειδική θέση θέασης που «είμαστε» το πρόβλημά τους, των μητροπολιτικών θεωριών, ως πιο έντονο και πιο αδιέξοδο από ό,τι φαίνεται ότι είναι ακόμα και στις ίδιες τις «μητροπόλεις».
Θεωρίες σαν τού Καφφέντζης ή τού Μπαντιού, θεωρίες σαν τής Μπάτλερ, και άλλων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, ενώ στην μητρόπολη φάνηκαν ήδη, για όσους καταλαβαίνουν, ότι έχουν αρχίσει να φαλτσάρουν χοντρά, εδώ όχι μόνον φαλτσάρουν, ακούγονται σαν εφιάλτες, σαν ουρλιαχτά, σαν υστερικές κραυγές, σαν σεκταριστικά παραληρήματα που είναι σαν να φτιάχτηκαν για να εκφοβίσουν πληθυσμούς σαν τον «μικροαστικό» ελληνικό.
Οι φορείς τους «εδώ», και δεν λέω ότι είναι λίγοι, ίσως δεν το καταλαβαίνουν, αλλά σε εμάς τούς «υπόλοιπους» φαίνονται πλέον σαν βρυκόλακες, σαν ύαινες που ουρλιάζουν, και οι απόψεις τους μάς φαίνονται εντέλει σαν απειλητικές κραυγές κατακτητικού στρατού.
Πιθανόν και αυτοί οι «εδώ» φορείς αυτών των αντιλήψεων να αισθάνονται το ίδιο για «εμάς», και σε αυτό να βρίσκουν ευκαιριακά λούμπεν ή «σκέτα» προλεταριακά ερείσματα.
Δεν ξέρω.
Ξέρω σίγουρα ότι σε αυτή την «εδαφικοποιημένη», «εθνικοποιημένη» όπως την λένε, «ιθαγενή» μάζα, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αντιδραστικών συντηρητικών, αλλά δεν θα κέρδιζε κάποιος πολλά αν επαναπαύονταν σε αυτή την μερικώς ορθή εικόνα αυτού τού κοινωνικοανθρωπολογικού «τοπίου».
Τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.
Από την σκοπιά μου θέλω να συνεχίσω να βλέπω πρόβλημα στην σημερινή «μη-δεξιά σκέψη», ακριβώς διότι παρουσιάζεται και «εδώ», με επίταση όπως προείπα, να προκαλεί μάλλον και όχι να αναιρεί κάποιες ενδολαϊκές ενδοεργατικές ενδοταξικές διαιρέσεις όπως αυτές που σας παρουσιάζω.
 
Ιωάννης Τζανάκος