Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Φαινόμενο και γλώσσα..

 
Η έννοια «φαινομενικότητα» ως όρος της φιλοσοφίας δεν είναι εύκολο να διαχωρισθεί από την διάκριση που εμβάλλει στην σκέψη, την «ουσία» ως το υποστήριγμα αλλά και ως την «αληθινή πραγματικότητα» του φαινομένου, παρ' όλο που η «φαινομενικότητα» έχει με σαφήνεια πλέον ορισθεί, σε σχέση με το υποστήριγμα της, ως εκδήλωση της «ουσίας» και όχι ως κάτι διαφορετικό από αυτήν, στο οντολογικό επίπεδο.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η αναζήτηση της ουσίας είναι το πρωτεύον που ιεραρχεί την σειρά ουσία-φαινόμενο ως σειρά που ακολουθεί μετά την εναρκτήρια σκέψη «περί της ουσίας». 
Έτσι η σειρά θεωρήθηκε συχνά ως η εξής: σκέψη περί της ουσίας, και σκέψη για την ουσία/φαινόμενο. 
Όμως η ίδια η αναζήτηση της ουσίας προϋποθέτει αρχικά την σκεπτικότητα ως προς αυτό που είναι έμπροσθέν μας, το φαινόμενο στις «αισθήσεις» και τις ημερήσιες πρακτικές σκέψεις μας. 
Το πρώτο λοιπόν που εξετάζεται είναι ένα φαινόμενο μαζί με την αμφιβολία περί της σταθερότητας, της αξίας, και της αλήθειας του. 
Θα ήταν λάθος να τοποθετήσουμε πάλι στην αρχή μια ουσία, απλά ορίζοντας τώρα αυτήν την ουσία ως το «φαινόμενο», αν δεν συμπλέξουμε την ανακάλυψη του φαινομένου μαζί με την αμφιβολία περί της αξίας και αλήθειας του, και έπειτα να προσδιορισθεί η εμφάνιση του όρου της «ουσίας». 
Η «ουσία» πιθανόν να είναι η αρχή της σκέψης της σε σχέση με τους γλωσσικούς όρους της, αλλά η σκέψη στις θεμελιωτικές της πράξεις εμφανίζει την σκέψη των όρων της μετά από την (κοινωνική) σκεπτική διεργασία. 
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως η σκέψη ταυτίζεται ως εμφάνιση με την γλώσσα της, έστω στους ορο-λογικούς της προσδιορισμούς, χωρίς αυτό να σημαίνει την αποδοχή ενός εξω-γλωσσικού τρόπου σκέψης. 
Ούτε το «προ-γλωσσικό» ούτε το «α-γλωσσικό» είναι απαραίτητο εδώ, εφόσον μιλάμε πάντα για «σκέψη-γλώσσα», αλλά με την αποδοχή της ασυγχρονικότητας των επιπέδων οργάνωσής τους. 
Η πρωτογενής σκέψη, που δεν έχει ακόμα τοποθετήσει τα σημεία της, χρησιμοποιεί την «παλαιά γλώσσα» που της είναι διαθέσιμη, χωρίς καν αρχικά να τίθεται ζήτημα «διαθεσιμότητας-χρησιμότητας». 
Όταν είναι εμφανές πως δεν αρκεί ο γλωσσικός κόσμος των «όρων» δημιουργείται νέα ορο-λογική γλώσσα, και αυτό είναι κατασκευή γλώσσας, αλλά όχι κατασκευή της γλώσσας δια της γλώσσας, αλλά κατασκευή της γλώσσας δια της σκέψης. 
Θα πει κανείς πως ακόμα και αυτή η κατασκευή είναι μια ενδογλωσσική διεργασία, και δεν θα διαφωνήσω. 
Αλλά άλλο είναι να είσαι συνυφασμένος με τα μπλεγμένα υφάδια που θέλεις να ξεμπλέξεις υφαίνοντας άλλα, και άλλο είναι να είσαι συνυφασμένος με τα μπλεγμένα υφάδια που δεν θέλεις να ξεμπλέξεις.

Οι αρχικές ωστόσο φιλοσοφικές έννοιες και κατηγορίες, είναι ακόμα πιο μπλεγμένες με μια μεγάλη αποδέσμευση από τα υφάδια της γλώσσας που μέσα της γεννήθηκαν.

Η διαφορά της «επιστήμης» από την φιλοσοφία έγκειται στο γεγονός της βιαιότερης γένεσης της φιλοσοφίας σε σχέση με τη γλώσσα, και αυτός είναι ο εξωτερικός μορφικός λόγος που η φιλοσοφία είναι πάντα αμφιβάλλουσα, πολύ περισσότερο από αμφισβητούσα, για τον υφιστάμενο κόσμο.  
Ο υφιστάμενος κόσμος βιώνεται ως υφιστάμενος, ακόμα και στις πιο ριζικές αμφισβητήσεις για την αξία του, ως περίκλειστος γλωσσικά κόσμος, ή ως κόσμος πάντα γλωσσικά περίκλειστος, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ούτε η στοιχειώδης ιδέα για την «γλωσσικότητα». 
Μιλάμε για την λειτουργία της γλώσσας ως δεσμού με το υπαρκτό ως μόνον υπαρκτό.

Η γλώσσα εκτός από την ροϊκότητα και την πολυσημία της που της έδωσε την αίγλη τής μη αναφορικότητας, έχει (δυστυχώς για τους ακραίους γλωσσοκεντριστές) την μόνιμη ιδιότητα της μη αντίστασης σε αυτήν την ροϊκότητα-μη αναφορικότητα.
Η «δογματικότητα» και ο μη ροϊκός χαρακτήρας της φιλοσοφικής γλώσσας είναι ο αντικαθεστωτικός της χαρακτήρας, όταν το καθεστώς είναι η ροϊκότητα και η πρακτική μη αναφορικότητα των σημείων.
Η αμφιβολία της φιλοσοφίας είναι ριζικότερη ακόμα και από αυτήν ακόμα της θρησκείας, που ορθώνοντας την αφήγηση ενός πραγματικά άλλου φαινομενικού κόσμου στην πραγματικότητα τον ουσιοποιεί ως έναν άλλο (φαινομενικό) κόσμο, όπου η ουσία είναι η εκδήλωση της (γλωσσικής) φαινομενικότητας που έχει καθιδρυθεί. Αλλά ας αφήσουμε την θρησκεία στους θρησκειολόγους, όπου της άξιζε να καταπέσει ηττημένη, μετά από τόσα ψέματα.

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δούμε τι είναι αυτή η ουσία, που τόσο βασάνισε τους φιλοσοφούντες και τόσο γρήγορα έγινε αντικείμενο της ανθρωπολογικής σκέψης, των ριζοσπαστισμών κάθε μορφής, των προσευχών και των ευχών όλων των κοινωνικών αναμορφωτών, χωρίς να γίνει ποτέ αντικείμενο σεβαστό παρά απο τους ίδιους τους αφοσιωμένους φιλοσόφους. 
Αυτό που κρατάμε εδώ, σαν αρχή, είναι πως η ουσία καθιδρύεται μαζί και έπειτα από την «αρνητική» καθίδρυση του φαινομένου και της αμφιβολίας για αυτό. 
Η φαινομενολογία του Εγέλου είναι η μόνη νεωτερική φιλοσοφική, φαινομενολογία που μπορεί να «δεχθεί» έναν τέτοιο συνεπή αρνησιακό φαινομενολογικό αυτο-καθορισμό.


Ιωάννης Τζανάκος


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου