1.
Δεν ξέρω αν πρέπει να θεωρήσω μια οργανωμένη σε «σύστημα ιδεών» ακραία φαντασίωση ως μια μορφή συνήθως ακίνδυνης ιδεοψυχικής αυτοανάφλεξης που αφορά απομονωμένες υποκειμενικότητες ή μικρές συλλογικότητες που φυτοζωούν μέσα σε έναν μεγάλο αδιάφορο κόσμο, ή τελικά υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι «εκεί πέρα».
Θεωρώ ότι κάτι άσχημο παίζεται «εκεί πέρα», και αυτό έχει να κάνει και με την πιθανή «αλήθεια» αυτών των οργανωμένων φαντασιώσεων.
Αν μιλάγαμε για τρελές σέκτες που φαντάζονται ότι θα τους απαγάγουν οι «εξωγήινοι», ίσως να μπορούσα να σκεφτώ ότι ο κοινός νους ή ακόμα και οι θεσμοί τής κοινωνίας έχουν τον τρόπο να θέσουν όρια σε αυτή την κατάσταση.
Επειδή μιλάμε όμως για κοινωνικές «ομάδες φαντασίωσης» που έχουν ερείσματα στην ίδια την πραγματικότητα, και την αντανακλούν μερικές φορές καλύτερα, μέσω των νοητικοψυχικών «σχημάτων» τους, από τις «κανονικές» κοινωνικές ομάδες, το πράγμα σοβαρεύει.
Το πράγμα είναι ευρύτερο, βαθύτερο και έχει μάλλον οικουμενική έκταση, αφού έχει να κάνει με την «τύχη των μυαλών» των μη-δεξιών ανθρώπων σε όλη την οικουμένη, που δεν «την» βλέπω να είναι και σε τόσο καλά «χέρια».
2.
Αναφέρθηκα σε προηγούμενο σημείωμα στην κυριαρχία των παγκόσμιων ρευμάτων σκέψης, αναφορικά με όλες τις πολιτικές και πολιτισμικές «ομάδες ερμηνείας» τού ανθρώπινου κόσμου, στα πλαίσια πάντα τής ειδικότερης κυριαρχίας των μητροπολιτικών κέντρων εκπόρευσης και αυτού τού «αγαθού», ήτοι τής ερμηνείας τού κόσμου.
Οπότε κάθε σκέψη, ότι «κάτι δεν πάει καλά» σε ένα πολιτικο/πολιτικοθεωρητικό ρεύμα σκέψης και δράσης, δεν πρέπει να περιορίζεται σε μιαν εθνικο-κεντρική ματιά, με την έννοια ότι θα υπερτονίζονταν οι ειδικές πολιτικές/πολιτισμικές, ταξικές και άλλες συνθήκες που ισχύουν σε ένα έθνος-κράτος ή ακόμα και σε μιαν ευρύτερη ομάδα εθνών-κρατών κ.λπ.
Ο ορίζοντας τής ανάλυσης πρέπει να είναι πάντα οικουμενικός, και μέσω αυτού τού ορίζοντα πρέπει να εξετάζονται όλα τα πιθανά προβλήματα, όπως αυτό που προανέφερα.
Σημειώσαμε την σημασία τής εκπόρευσης και της θεωρίας/ιδεολογίας από τα εκάστοτε (σήμερα καπιταλιστικά) μητροπολιτικά κέντρα, και πρέπει να ξαναπούμε επίσης ότι αυτή η «εκπόρευση» δεν είναι μια απλή «λεπτομέρεια» ούτε εντάσσεται στην λογική τής «ιδιομορφίας» που σχετίζεται με τις εθνοκρατικές επιρροές, μιας και αναφέρεται σε μια καθολική-οικουμενική δομή διαίρεσης όλης τής (σήμερα μονόπατα) καπιταλιστικής οικουμένης.
Αφήνοντας ωστόσο κατά μέρος και αυτή την «ειδική γενικότητα», ορώντας την οικουμενική διάσταση τής μη-δεξιάς σκέψης, βλέπουμε ότι πιθανά υπάρχει πλέον ένα στρατηγικό πρόβλημα, το οποίο είναι στην πραγματικότητα μια ενιαία συλλογή συγγενών στρατηγικών προβλημάτων.
Αν τα δούμε έτσι τα πράγματα ίσως να καταλαγιάσουμε λίγο τα πάθη μας, όσοι τα έχουμε, με την ακραία σεκταριστική τροπή μερικών όψεων τής υστερονεωτερικής προοδευτικής μη-δεξιάς σκέψης.
Σε αυτήν συμπεριλαμβάνω και ρεύματα και υπο-ρεύματα που φρίττουν με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να «στεγαστούν» κάτω από αυτό το γενικό ονοματολογικό «στέγαστρο».
3.
Εν πάση περιπτώσει, έχω αναλύσει κι αλλού γιατί το εκάστοτε πολιτικό και πολιτικοθεωρητικό πρόβλημα ακόμα κι όταν είναι ειδικό-τοπικό εντάσσεται με έναν συγκεκριμένο μη-τοπικό μη-εθνικό ειδικό τρόπο άμεσα στο οικουμενικό (πολιτικοθεωρητικό) πρόβλημα.
Είμαστε αναγκασμένοι όμως, πέρα από αυτή την γενική εικόνα, να σκάψουμε πιο βαθιά, πιάνοντας, αρπάζοντας μάλλον το νήμα ακριβώς από την συγκεκριμένη επίκαιρη οικουμενική του διάσταση, η οποία όμως μπορεί, ναι μπορεί, να καθορίσει τον «εσωτερικό» ιδεολογικό και αξιακό «κόσμο» ακόμα και τής τελευταίας μικροομάδας ή ατομικής υποκειμενικότητας στον ανθρώπινο κόσμο, και έτσι να δώσουμε αξία και στο ανθρώπινο δράμα ή στην κωμωδία μας, ελπίζοντας ότι δεν θα υποβληθούμε ωστόσο σε κάποια παγίδα «υπερερμηνείας» που αποδίδει στο σχετικά ασήμαντο κάτι που δεν το «έχει».
4.
Ζούμε σε μια μισο-κυρίαρχη μισο-εξαρτημένη υπο-ιμπεριαλιστική καπιταλιστική χώρα, σε ένα έθνος-κράτος πελάτη, που έχει όμως έναν βαθμό σχετικής αυτοτέλειας παραμένοντας ταυτόχρονα και ένα γελοίο προτεκτοράτο τού δυτικού ιμπεριαλισμού, σε μια οριακή γεωστρατηγική «περιοχή» όπου αναδύονται και άλλες δυνάμεις κάθε άλλο παρά «αγαθότερες».
Αυτή η «θέση» ήδη είναι «υπονομευτική» για να έχει κανείς το θάρρος, νοητικό πρακτικό και ψυχικό, να αναλάβει το καθήκον μιας αντικειμενικής θέασης της:
Τα «καθήκοντα θέασης» για τα «εδώ» θεωρητικά πολιτικά υποκείμενα, ειδικά τα μη-δεξιά, είναι επαχθή, πέρα από το «συνηθισμένο», και τα ωθούν μάλλον σε μιαν απόσυρση σε ένα «υπερβατικό θεωρητικό» πλησίασμά τους, το οποίο μια χαρά προσαρμόζεται στις διάφορες μητροπολιτικές θεωρίες που μερικές φορές είναι «σαν να» υπήρξανε για να σκοτίζουν τα μυαλά τέτοιων «ιθαγενών» προβληματικών υποκειμένων.
Αυτό όμως δείχνει από αυτή ακριβώς την ειδική θέση θέασης που «είμαστε» το πρόβλημά τους, των μητροπολιτικών θεωριών, ως πιο έντονο και πιο αδιέξοδο από ό,τι φαίνεται ότι είναι ακόμα και στις ίδιες τις «μητροπόλεις».
Θεωρίες σαν τού Καφφέντζης ή τού Μπαντιού, θεωρίες σαν τής Μπάτλερ, και άλλων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, ενώ στην μητρόπολη φάνηκαν ήδη, για όσους καταλαβαίνουν, ότι έχουν αρχίσει να φαλτσάρουν χοντρά, εδώ όχι μόνον φαλτσάρουν, ακούγονται σαν εφιάλτες, σαν ουρλιαχτά, σαν υστερικές κραυγές, σαν σεκταριστικά παραληρήματα που είναι σαν να φτιάχτηκαν για να εκφοβίσουν πληθυσμούς σαν τον «μικροαστικό» ελληνικό.
Οι φορείς τους «εδώ», και δεν λέω ότι είναι λίγοι, ίσως δεν το καταλαβαίνουν, αλλά σε εμάς τούς «υπόλοιπους» φαίνονται πλέον σαν βρυκόλακες, σαν ύαινες που ουρλιάζουν, και οι απόψεις τους μάς φαίνονται εντέλει σαν απειλητικές κραυγές κατακτητικού στρατού.
Πιθανόν και αυτοί οι «εδώ» φορείς αυτών των αντιλήψεων να αισθάνονται το ίδιο για «εμάς», και σε αυτό να βρίσκουν ευκαιριακά λούμπεν ή «σκέτα» προλεταριακά ερείσματα.
Δεν ξέρω.
Ξέρω σίγουρα ότι σε αυτή την «εδαφικοποιημένη», «εθνικοποιημένη» όπως την λένε, «ιθαγενή» μάζα, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αντιδραστικών συντηρητικών, αλλά δεν θα κέρδιζε κάποιος πολλά αν επαναπαύονταν σε αυτή την μερικώς ορθή εικόνα αυτού τού κοινωνικοανθρωπολογικού «τοπίου».
Τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.
Από την σκοπιά μου θέλω να συνεχίσω να βλέπω πρόβλημα στην σημερινή «μη-δεξιά σκέψη», ακριβώς διότι παρουσιάζεται και «εδώ», με επίταση όπως προείπα, να προκαλεί μάλλον και όχι να αναιρεί κάποιες ενδολαϊκές ενδοεργατικές ενδοταξικές διαιρέσεις όπως αυτές που σας παρουσιάζω.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου