Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [6]

 
1.
Σκέφτηκα ξανά και ξανά την ίδια απορία που μου γεννήθηκε μετά από τα τελευταία γεγονότα:
Αποδίδουμε όντως μεγαλύτερη σημασία από αυτή που «πρέπει» σε μερικά κοινωνικά ιδεολογικά φαινόμενα;
Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι είναι ορθό γενικά να αμφιβάλλουμε για την πρακτική «βαρύτητα» μερικών «κοινωνικών πραγμάτων», όπως είναι οι ιδεολογικές επικαλύψεις μερικών κοινωνικών πραγμάτων, ή να αμφιβαλλουμε ακόμα και για τις δυνατότητες που έχουν διάφοροι κοινωνικοϊδεολογικοί θεσμοί, επίσημοι ή «άτυποι», να διαμορφώνουν μια σειρά από γεγονότα σαν να είχαν όντως μιαν ικανότητα να τα ρυθμίσουν ή ακόμα και προκαθορίσουν.
Μιλάμε όμως για μια αμφιβολία με ένα πρόσημο «σχετικότητας», πράγμα που σημαίνει ότι ταυτόχρονα με την αμφιβολία μας θεωρούμε ότι οι διάφοροι θεσμοί έχουν μια γενική δυνατότητα-ικανότητα προ-διαμόρφωσης γεγονότων. 
Το ζητούμενο είναι να δούμε ανά περίπτωση και περίσταση σε τι βαθμό υπάρχει αυτή η «δυνατότητα-ικανότητα».
Μέσα στην ομίχλη τού «θεαματικού» και τής αχαλίνωτης προπαγάνδας υπάρχει μια αβεβαιότητα ως προς την κρίση εκείνη που σημαίνει την προαναφερόμενη «στάθμιση επιρροής».
Οι ίδιοι οι προπαγανδιστές και οι διαμορφωτές γνώμης, μπορεί με τον καιρό να πιστεύουν τις υπερβολές και τα ψέματά τους, όμως ανεξάρτητα από αυτό που «παθαίνουν» «τείνουν» όχι μόνον στην διάδοση τής εικόνας που θέλουν να «περάσουν» στους δέκτες αλλά και στην μεγέθυνση τής εικόνας τής ισχύος τους, όταν θέλουν να υποβάλλουν στους δέκτες τους την εντύπωση ότι κομίζουν ένα «μήνυμα» μιας ισχυρότερης εξουσιαστικής δύναμης τάχα «από πίσω τους», ή απλά αυτοπροβάλλονται ή αυτοπροτάσσονται ως αυτή η ίδια η «δύναμη».
Κάθε υποτιθέμενη «δύναμη» εφόσον θέλει να φανεί ως πραγματική, κάνει αυτά που κάνει και η πραγματική εξουσιαστική δύναμη, η οποία όπως ξέρουμε απειλεί, κομπάζει, καλοπιάνει, εκβιάζει, υπόσχεται, πουλάει «εκδουλεύσεις», και τι άλλο; μα φυσικά υπόσχεται προστασία από την «ανασφάλεια», την οποία πάντα όμως φροντίζει να διευκρινίζει μέσω υπονοούμενων ότι μπορεί και να την «ελέγχει-ή-προκαλεί».
Μεταξύ αυτών των εξουσιαστικών πρακτικών και των «ομοιωμάτων» τους που παράγονται από κατώτερους υπαλλήλους τής εξουσίας ή από φαντασιόπληκτους τυχοδιώκτες και μεγαλομανείς, υπάρχει μια ομίχλη, η οποία δεν διαλύεται, καταρχάς απλά και μόνον διότι η ίδια η «πραγματική εξουσία» δεν παρουσιάζεται κι αυτή «γυμνή» αλλά φτιάχνει την δική της προπαγανδιστική ομίχλη ισχύος αλλά προσέξτε και υποτιθέμενης «ανισχυρότητας» (όταν θέλει να παρουσιαστεί σαν «θύμα»).
Η παραγωγή ομοιωμάτων κυριαρχίας είναι ίδιον και των πραγματικά ισχυρών κέντρων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, πάντα δια μέσω ειδικών και ανώτερων συνεργατών τους ή υπαλλήλων κ.λπ.
Οπότε, μέσα σε αυτό το «ομιχλώδες» «μεταξύ» βλέπουμε ότι μπορούν να κυκλοφορούν «ομοιώματα» και συγκεκριμένα «μηνύματα» σχετικά άγνωστης καταγωγής με την έννοια ότι είναι δύσκολο να διακρίνεις ποια έχουν σαν προέλευσή τους ισχυρά κέντρα εξουσίας και ποια έχουν προέλευση μικρότερα και μάλλον ματαιόδοξα παράκεντρα ή μικροκέντρα εξουσίας, και όλο αυτό δεν προσδίδει στην «ομίχλη» μιαν ιδιότητα συνωμοσιολογικού «αστυνομικού μυστηρίου» αλλά μάλλον φτηνής παρωδίας, άντε το πολύ αστυνομικής παρωδίας.
 
2.
Για να καταλάβουμε τι γίνεται και για να αποφύγουμε όσο είναι δυνατόν αστόχαστες κρίσεις, πρέπει να βρούμε μια διέξοδο από αυτό το ομιχλώδες επικοινωνιακό αδιέξοδο, αναγόμενοι στους γενικότερους ιδεολογικούς και πολιτικούς συσχετισμούς στην οικουμένη και στην εκάστοτε χώρα, οι οποίοι πιθανά ερμηνεύουν επιτυχέστερα το ιδεολογικό-πολιτισμικό «προφίλ» των διαφόρων δρώντων τής ιδεολογικής-πολιτικής διαπάλης, άρα και τις ιδεολογικές και προπαγανδιστικές τεχνικές τους.
Ό,τι είπα μέχρι τώρα σε αυτό το σημείωμα δεν είναι ένας μακρύς πρόλογος για «κάτι» που θέλω να πω, αλλά αν θέλετε να διευκολυνθείτε δείτε το και έτσι, θεωρώντας δεδομένο ότι επαναλαμβάνω κάθε φορά εμπλουτισμένες κάποιες αναλύσεις μου για το ιδεολογικό «σκηνικό». 
Θα στείλω όμως παρεμπιπτόντως και εγώ τα μηνύματά μου σε ειδικούς αποδέκτες, για να τους επισημάνω άλλη μια φορά τα λάθη τους και την επιπολαιότητα τους κατά την προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν κάποια φαινόμενα:
 
3.
Στον γενικότερο «χώρο» που ξεκινάει από τις αριστερές παρυφές τής σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς έως την ριζοσπαστική αριστερά και την κομμουνιστική αριστερά, την αναρχία την αυτονομία κ.λπ, σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο «εδώ», υπάρχει μια βαθιά ιδεολογική θεωρητική και πολιτισμική μετάλλαξη, η οποία όμως έχει ισχυρά ερείσματα και στην προηγούμενη ιδεολογική εποχή τού «κινήματος».
Όλα αυτά σιγά σιγά απόκτησαν μαζικά χαρακτηριστικά μετά το 1989 με την «αποδημία» τού «υπαρκτού», αν και υπήρχαν βέβαια οι σχετικά μαζικές «αναρχοκομμουνιστικές» προεργασίες που εμφανίστηκαν σε όλη τους την δόξα τον «Μάη68».
Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, και δεν το καταλαβαίνει εις βάθος, είτε είναι «εντός» είτε είναι «εκτός» κινήματος, είτε είναι «εντός-εκτός», δεν ξέρει τι τού γίνεται.
Και δεν εννοώ μόνον ή κυρίως να είναι ενήμερος και διαβασμένος με κείμενα, ιστορίες, τέχνες και λοιπά, αλλά να βλέπει όλο το ιδεολογικό-φιλοσοφικό οικοδόμημα στην πολιτική ουσία του, στην τελική πολιτική αποκρυστάλλωση του που είναι και αυτή που ερμηνεύει το ίδιο το «θεωρητικό» οικοδόμημα καλύτερα από ό,τι το «θεωρητικό» οικοδόμημα ερμηνεύει τον «εαυτό» του και το πολιτικό οικοδόμημα.
Όλα τα φαινόμενα εντός αυτού τού φαινομένου, είτε τους προσδίδουμε αξία και βαρύτητα που δείχνει ότι τούτα αξίζουν να είναι «κορυφώσεις» του,  είτε τα θεωρούμε ασήμαντες ή χυδαία εκτροπικές εκδοχές τού φαινομένου, είναι και παραμένουν φαινόμενα εντός τού φαινομένου.
Αν είσαι ή τοποθετείσαι εκτός τού φαινομένου αυτού ή έχεις ιδιαίτερη ιδιάζουσα σχέση «εντός-εκτός» του, τηρώντας μια κριτική έως πολεμική-κριτική στάση, πρέπει να το ξέρεις, και να αναλαμβάνεις την ευθύνη τού «πολιτικού εαυτού» σου.
Οφείλεις πάντως να υπολογίσεις την βαρύτητα τού φαινομένου, και μάλιστα αν θέλετε, οφείλεις ακόμα και την πιθανή απαξία που βλέπεις εντός του να την προσδιορίσεις αναγνωρίζοντας την συνοχή και την σημασία του.
Αν εν πάση περιπτώσει δεν θέλεις να κάνεις ούτε αυτό, τότε κάνε άνθρωπε μου μια ξεκάθαρη πολιτική στροφή ψάχνοντας την όποια ταυτότητά σου σε μια διακριτή ακόμα και μικρή τάση κάπου στον κόσμο των θεάσεων και των ιδεών ή αντιλήψεων. 
Δεν υπάρχει κάποια «μαγική αυτογένεση», αλλά μάλλον, όταν διακηρύσσεται κάτι τέτοιο υπάρχει μια βαθιά ιδεολογική και πολιτική κρίση. 
Δεν λέω ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται «εκεί» δεν είναι ενδιαφέροντες, ενάρετοι, καλά παιδιά όπως τα λέγαμε παλιά, αλλά λέω ότι έχουν λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων και αυτοεικόνα, και ότι χύνουν συνέχεια την «καρδάρα με το γάλα».
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα μας δεν είναι κυρίως αυτό, ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, πάντως και για κάποια παλαιοκομμουνιστικά και αριστεροπατριωτικά κόμματα «στο βάθος υπάρχει κήπος», και αν θέλουν να πιστεύουν ότι ένας παροδικός ιδεολογικός-πολιτισμικός συμβιβασμός με τον νέο σεκταρισμό δεν θα έχει κάποτε ένα «κρίσιμο σημείο» ας το πιστεύουν. 
Δικό τους πρόβλημα, και μάλιστα άλυτο, εφόσον οι επιστροφές στις «ρίζες» τους δεν βγάζουν για πολλές ζωές, και τα κόμματα δεν μπορούν να υπάρξουν με μια γενιά-ζωή, έρχονται και οι άλλες γενιές-ζωές, και στις άλλες γενιές-ζωές αυτό που έρχεται είναι πάντα οι ίδιες εκβλαστήσεις αυτών των ριζών όπως είναι προσαρμοσμένες όμως στην εποχή.
Το θέμα μας είναι να κρατήσουμε την θέση μας, το ταμπούρι μας, το οχυρό μας, μεταξύ όλων αυτών, στην ενδιάμεση «ομίχλη» αναγκαστικά, ανοίγοντας δρόμο με βάση τις όποιες θέσεις μας, και ό,τι θέλει ας γίνει.
Και αυτή η «θέση» δεν στηρίζεται στην υποτίμηση τού αντιπάλου, ή των αντιπάλων.
Έτσι κι αλλιώς η κατάσταση είναι απελπιστική, και αυτό πρέπει να το ξέρουν όσοι λένε και διατυμπανίζουν ότι είναι εξυπνοπούλια, ενώ τους έχουν πιάσει κι αυτούς στον ύπνο, αυτοί ακριβώς τούς οποίους υποτίμησαν και συνεχίζουν να χλευάζουν.
Θα τους το ξαναπώ:
Το γενικό πολιτικό «νεο-κινηματικό» οικοδόμημα που λέγαμε πριν, και υπάρχει ως το «χαλύβδινο κλουβί» τής «νέας αριστεράς-αναρχίας» κ.λπ, είναι:
Από πάνω Σάντερς, Κορτέζ, Τσίπρας.
Από κάτω αναρχοκομμουνισμός, αντίφα, κινήματα, μειονότητες, και ανίσχυρη εργατική τάξη.
Είναι παγκόσμιο ρεύμα, και δεν έχει σημασία αν έχει και αρλεκίνους εντός του, εφόσον και αυτοί ανήκουν σε αυτό.
Θέλετε την άποψή μου;
Είμαι αριστερός αλλά Κατά αυτού τού «σχήματος-οικοδομήματος».
Δεν αντιμετωπίζεται όμως με απώθηση τής αλήθειας ότι είναι κυρίαρχο στον χώρο μας, διότι εκφράζει μιαν ολόκληρη ιστορική περίοδο η οποία δεν έχει πάψει να υπάρχει.
Κριτική σε αυτό το πολιτικοπολιτισμικό οικοδόμημα και «κλουβί» (πέραν των σταλινικών απομειναριών τα οποία κι αυτά «υποκύπτουν» σιγά σιγά λόγω μιας ευρύτερης πολιτισμικής αφομοίωσης) γίνεται έμπρακτα από την κεντρώα τεχνοκρατική σοσιαλδημοκρατία, το ακραίο κέντρο, και βέβαια από την συντηρητική δεξιά και ακροδεξιά σκοπιά.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Όποιοι είμαστε στα όρια αυτού τού «νεοαριστερού» πράγματος, ασκώντας του ήπια ή κατεδαφιστική κριτική, παραμένοντας ούτως ειπείν αριστεροί, πρέπει να ξέρουμε την θέση μας, χωρίς να συνθηκολογούμε όμως.
Μέρος αυτής τής επίγνωσης είναι η επίγνωση τής ισχύος αυτού τού ρεύματος στον «οίκο» μας.
Όποιος θέλει να πάει σε άλλον «οίκο» από τους υπάρχοντες ας είναι ειλικρινής ή ας το παραδεχτεί επιτέλους μέσα του να μην βασανίζεται, και όποιος θέλει να φτιάξει δικό του «οίκο» να ξέρει ότι αυτό δεν γίνεται με λόγια, με λόγια χτίζω ανώγια και κατώγια. 
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
     

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [5]

 

1.
Δεν ξέρω αν πρέπει να θεωρήσω μια οργανωμένη σε «σύστημα ιδεών» ακραία φαντασίωση ως μια μορφή συνήθως ακίνδυνης ιδεοψυχικής αυτοανάφλεξης που αφορά απομονωμένες υποκειμενικότητες ή μικρές συλλογικότητες που φυτοζωούν μέσα σε έναν μεγάλο αδιάφορο κόσμο, ή τελικά υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι «εκεί πέρα».
Θεωρώ ότι κάτι άσχημο παίζεται «εκεί πέρα», και αυτό έχει να κάνει και με την πιθανή «αλήθεια» αυτών των οργανωμένων φαντασιώσεων.
Αν μιλάγαμε για τρελές σέκτες που φαντάζονται ότι θα τους απαγάγουν οι «εξωγήινοι», ίσως να μπορούσα να σκεφτώ ότι ο κοινός νους ή ακόμα και οι θεσμοί τής κοινωνίας έχουν τον τρόπο να θέσουν όρια σε αυτή την κατάσταση.
Επειδή μιλάμε όμως για κοινωνικές «ομάδες φαντασίωσης» που έχουν ερείσματα στην ίδια την πραγματικότητα, και την αντανακλούν μερικές φορές καλύτερα, μέσω των νοητικοψυχικών «σχημάτων» τους, από τις «κανονικές» κοινωνικές ομάδες, το πράγμα σοβαρεύει.
Το πράγμα είναι ευρύτερο, βαθύτερο και έχει μάλλον οικουμενική έκταση, αφού έχει να κάνει με την «τύχη των μυαλών» των μη-δεξιών ανθρώπων σε όλη την οικουμένη, που δεν «την» βλέπω να είναι και σε τόσο καλά «χέρια».
 
2.
Αναφέρθηκα σε προηγούμενο σημείωμα στην κυριαρχία των παγκόσμιων ρευμάτων σκέψης, αναφορικά με όλες τις πολιτικές και πολιτισμικές «ομάδες ερμηνείας» τού ανθρώπινου κόσμου, στα πλαίσια πάντα τής ειδικότερης κυριαρχίας των μητροπολιτικών κέντρων εκπόρευσης και αυτού τού «αγαθού», ήτοι τής ερμηνείας τού κόσμου.
Οπότε κάθε σκέψη, ότι «κάτι δεν πάει καλά» σε ένα πολιτικο/πολιτικοθεωρητικό ρεύμα σκέψης και δράσης, δεν πρέπει να περιορίζεται σε μιαν εθνικο-κεντρική ματιά, με την έννοια ότι θα υπερτονίζονταν οι ειδικές πολιτικές/πολιτισμικές, ταξικές και άλλες συνθήκες που ισχύουν σε ένα έθνος-κράτος ή ακόμα και σε μιαν ευρύτερη ομάδα εθνών-κρατών κ.λπ.
Ο ορίζοντας τής ανάλυσης πρέπει να είναι πάντα οικουμενικός, και μέσω αυτού τού ορίζοντα πρέπει να εξετάζονται όλα τα πιθανά προβλήματα, όπως αυτό που προανέφερα. 
Σημειώσαμε την σημασία τής εκπόρευσης και της θεωρίας/ιδεολογίας από τα εκάστοτε (σήμερα καπιταλιστικά) μητροπολιτικά κέντρα, και πρέπει να ξαναπούμε επίσης ότι αυτή η «εκπόρευση» δεν είναι μια απλή «λεπτομέρεια» ούτε εντάσσεται στην λογική τής «ιδιομορφίας» που σχετίζεται με τις εθνοκρατικές επιρροές, μιας και αναφέρεται σε μια καθολική-οικουμενική δομή διαίρεσης όλης τής (σήμερα μονόπατα) καπιταλιστικής οικουμένης.
Αφήνοντας ωστόσο κατά μέρος και αυτή την «ειδική γενικότητα», ορώντας την οικουμενική διάσταση τής μη-δεξιάς σκέψης, βλέπουμε ότι πιθανά υπάρχει πλέον ένα στρατηγικό πρόβλημα, το οποίο είναι στην πραγματικότητα μια ενιαία συλλογή συγγενών στρατηγικών προβλημάτων.
Αν τα δούμε έτσι τα πράγματα ίσως να καταλαγιάσουμε λίγο τα πάθη μας, όσοι τα έχουμε, με την ακραία σεκταριστική τροπή μερικών όψεων τής υστερονεωτερικής προοδευτικής μη-δεξιάς σκέψης.
Σε αυτήν συμπεριλαμβάνω και ρεύματα και υπο-ρεύματα που φρίττουν με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να «στεγαστούν» κάτω από αυτό το γενικό ονοματολογικό «στέγαστρο».
 
3.
Εν πάση περιπτώσει, έχω αναλύσει κι αλλού γιατί το εκάστοτε πολιτικό και πολιτικοθεωρητικό πρόβλημα ακόμα κι όταν είναι ειδικό-τοπικό εντάσσεται με έναν συγκεκριμένο μη-τοπικό μη-εθνικό ειδικό τρόπο άμεσα στο οικουμενικό (πολιτικοθεωρητικό) πρόβλημα.
Είμαστε αναγκασμένοι όμως, πέρα από αυτή την γενική εικόνα, να σκάψουμε πιο βαθιά, πιάνοντας, αρπάζοντας μάλλον το νήμα ακριβώς από την συγκεκριμένη επίκαιρη οικουμενική του διάσταση, η οποία όμως μπορεί, ναι μπορεί, να καθορίσει τον «εσωτερικό» ιδεολογικό και αξιακό «κόσμο» ακόμα και τής τελευταίας μικροομάδας ή ατομικής υποκειμενικότητας στον ανθρώπινο κόσμο, και έτσι να δώσουμε αξία και στο ανθρώπινο δράμα ή στην κωμωδία μας, ελπίζοντας ότι δεν θα υποβληθούμε ωστόσο σε κάποια παγίδα «υπερερμηνείας» που αποδίδει στο σχετικά ασήμαντο κάτι που δεν το «έχει».
 
4.
Ζούμε σε μια μισο-κυρίαρχη μισο-εξαρτημένη υπο-ιμπεριαλιστική καπιταλιστική χώρα, σε ένα έθνος-κράτος πελάτη, που έχει όμως έναν βαθμό σχετικής αυτοτέλειας παραμένοντας ταυτόχρονα και ένα γελοίο προτεκτοράτο τού δυτικού ιμπεριαλισμού, σε μια οριακή γεωστρατηγική «περιοχή» όπου αναδύονται και άλλες δυνάμεις κάθε άλλο παρά «αγαθότερες».
Αυτή η «θέση» ήδη είναι «υπονομευτική» για να έχει κανείς το θάρρος, νοητικό πρακτικό και ψυχικό, να αναλάβει το καθήκον μιας αντικειμενικής θέασης της:
Τα «καθήκοντα θέασης» για τα «εδώ» θεωρητικά πολιτικά υποκείμενα, ειδικά τα μη-δεξιά, είναι επαχθή, πέρα από το «συνηθισμένο», και τα ωθούν μάλλον σε μιαν απόσυρση σε ένα «υπερβατικό θεωρητικό» πλησίασμά τους, το οποίο μια χαρά προσαρμόζεται στις διάφορες μητροπολιτικές θεωρίες που μερικές φορές είναι «σαν να» υπήρξανε για να σκοτίζουν τα μυαλά τέτοιων «ιθαγενών» προβληματικών υποκειμένων.
Αυτό όμως δείχνει από αυτή ακριβώς την ειδική θέση θέασης που «είμαστε» το πρόβλημά τους, των μητροπολιτικών θεωριών, ως πιο έντονο και πιο αδιέξοδο από ό,τι φαίνεται ότι είναι ακόμα και στις ίδιες τις «μητροπόλεις».
Θεωρίες σαν τού Καφφέντζης ή τού Μπαντιού, θεωρίες σαν τής Μπάτλερ, και άλλων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, ενώ στην μητρόπολη φάνηκαν ήδη, για όσους καταλαβαίνουν, ότι έχουν αρχίσει να φαλτσάρουν χοντρά, εδώ όχι μόνον φαλτσάρουν, ακούγονται σαν εφιάλτες, σαν ουρλιαχτά, σαν υστερικές κραυγές, σαν σεκταριστικά παραληρήματα που είναι σαν να φτιάχτηκαν για να εκφοβίσουν πληθυσμούς σαν τον «μικροαστικό» ελληνικό.
Οι φορείς τους «εδώ», και δεν λέω ότι είναι λίγοι, ίσως δεν το καταλαβαίνουν, αλλά σε εμάς τούς «υπόλοιπους» φαίνονται πλέον σαν βρυκόλακες, σαν ύαινες που ουρλιάζουν, και οι απόψεις τους μάς φαίνονται εντέλει σαν απειλητικές κραυγές κατακτητικού στρατού.
Πιθανόν και αυτοί οι «εδώ» φορείς αυτών των αντιλήψεων να αισθάνονται το ίδιο για «εμάς», και σε αυτό να βρίσκουν ευκαιριακά λούμπεν ή «σκέτα» προλεταριακά ερείσματα.
Δεν ξέρω.
Ξέρω σίγουρα ότι σε αυτή την «εδαφικοποιημένη», «εθνικοποιημένη» όπως την λένε, «ιθαγενή» μάζα, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αντιδραστικών συντηρητικών, αλλά δεν θα κέρδιζε κάποιος πολλά αν επαναπαύονταν σε αυτή την μερικώς ορθή εικόνα αυτού τού κοινωνικοανθρωπολογικού «τοπίου».
Τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.
Από την σκοπιά μου θέλω να συνεχίσω να βλέπω πρόβλημα στην σημερινή «μη-δεξιά σκέψη», ακριβώς διότι παρουσιάζεται και «εδώ», με επίταση όπως προείπα, να προκαλεί μάλλον και όχι να αναιρεί κάποιες ενδολαϊκές ενδοεργατικές ενδοταξικές διαιρέσεις όπως αυτές που σας παρουσιάζω.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [4]

 
Ψάχνοντας την πιθανή ανοησία σου, την αναπόφευκτη μερικές φορές, άνθρωπος είσαι, πρέπει νομίζω να ζητήσεις την βοήθεια άλλων ανόητων συνανθρώπων, άνθρωποι είναι, ανοησίες θα έχουν κάνει, κάποιες στιγμές τουλάχιστον θα έγιναν ανόητοι κι αυτοί.
Νομίζω ότι πέραν τού γενικού ότι ανόητος γίνεται κάποιος όταν «μπαίνει σε ξένα χωράφια», πρέπει να βρεθεί κάτι που να χαρακτηρίζει την ανοησία στον δημόσιο-πολιτικό χώρο τής κοινωνίας στον οποίο δεν μπορεί να ισχύσει το προαναφερθέν.
Αφού ο δημόσιος χώρος «ανήκει» σε όλους, δεν μπορείς να ισχυριστεί κάποιος ότι κάποιος άλλος μπήκε σε «ξένα χωράφια», εφόσον το «χωράφι» είναι κοινό και αδιαίρετο, αν μιλάμε για οποιαδήποτε μορφή δημοκρατίας ή κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης [στην αριστερίστικη αργκό].
Ερχόμαστε λοιπόν ξανά στο πρόβλημα τής ιδιότητας τού «πολίτη».
Δυστυχώς, ο ιστορικός σεκταρισμός τού κινήματος και ο στρατηγικός αντιδημοκρατισμός του (εφόσον «προβλέπεται» δια τής κατάργησης τού κράτους και η κατάργηση τής πολιτικής, άρα και τής ιδιότητας τού «πολίτη» «μέσα» στον «οικουμενικό άνθρωπο»), δυστυχώς λοιπόν, μας επιτάσσει να γράφουμε συνέχεια μια μετάφραση στην κινηματική στρατηγική «αντιπολιτική» αργκό:
Να μιλήσουμε λοιπόν και για τον άνθρωπο (ή το έμβιο που στην «αμαρτωλή πατριαρχική-αποικιακή ανθρωποκεντρική ταξική περίοδο» λέγονταν «άνθρωπος»!!), ως ενεργό υποκείμενο τής ελευθεριακής κοινότητας, και μετά από αυτή την κουραστική νεοαριστερίστικη «πρόσθεση», να ρωτήσουμε πάλι:
«Τι» θα μπορούσε να θεραπεύσει το διαρκές πρόβλημα τής ανοησίας, τής ξαστοχιάς, τής στρεβλής και παραμορφωμένης αντίληψης, ενός «πολίτη», δια μέσω των θεσμών τής πολιτικής κοινότητας ή Πόλης;
Ας ξεκινήσουμε με το αρχικό ερώτημα αν υπάρχει στην νεωτερική καπιταλιστική και (δυνητικά) μετα-καπιταλιστική εποχή «πολιτική κοινότητα» ή απλά Πόλη, Πόλις.
Μήπως τελικά ισχύει αυτό που λένε οι ιδεαλιστές δημοκράτες ότι αυτή η Πόλη δεν υπήρξε ποτέ εντός αυτής τής εποχής; παρά μόνον ίσως σε «στιγμές»;
Και στην αρχαία Ελλάδα όμως, για «στιγμές» μιλάμε, και όχι για όλη την ελληνική (πολιτικο-πολιτισμική) επικράτεια στην πορεία τού ιστορικού χρόνου, και βέβαια υπήρχε το «ζήτημα» τής δουλείας και τής ταξικής ιεραρχίας και εκεί, το οποίο καλά κάνουν και το τονίζουν οι μαρξιστές και οι αναρχικοί (χωρίς όμως αγαθή πρόθεση), ως ένα όχι και τόσο «ξεχωριστό» στοιχείο ακόμα και τής δημοκρατικής Πόλεως.
Βλέπουμε λοιπόν θραύσματα δημοκρατίας και καθολικής πολιτικής συμμετοχής, εκλάμψεις, σκόρπια και αντινομικά στοιχεία, ακόμα και εκεί όπου λάμπουν οι πιο άψογες μορφές αυτής τής πολιτικής μορφής, και στην αρχαιότητα και στην νεωτερική [καπιταλιστική/μετα-καπιταλιστική] εποχή.
Στο επίκεντρο τού δημοκρατικού ή «αριστερίστικα» τού αυτοδιευθυντικού ερωτήματος και αιτήματος βρίσκεται πάλι το ελάχιστο «μοναδολογικό» στοιχείο του, ο «πολίτης» ή το ενεργό πολιτικό-θεσμικό υποκείμενο.
Σε αυτό το σημείο εδράζεται και εκκινεί ίσως σήμερα, αναγκαστικά, το πρόβλημα και η προβληματική τής θεραπείας τής ατομικής ξαστοχιάς ανοησίας στρεβλής αντίληψης-και-ηθικής, τού ιδιωτεύοντος ατομικισμού ή «αντίθετα» (αλλά συμμετρικά «αντίθετα») τού υπερκοινωνικού ή κοινοτιστικού σεκταριστικού αντι-ατομικισμού, εφόσον από εκεί αναγκαστικά ξεκινάει ο μεμονωμένος στοχασμός ειδικά τού «νεωτερικού» υποκειμένου που εντέλει θέλει με κάποιο τρόπο να βγει έξω από το τείχος τής απομόνωσης για να μιλήσει, να ρητορεύσει, να ζητήσει το δίκαιο του, αλλά κυρίως και κυριότερα να δημιουργήσει το πεδίο εκείνο που περιέχει κάθε φορά την απόφαση για το τι είναι «δίκαιο» και «άδικο», το οποίο «δίκαιο» και «άδικο» δεν προϋπήρχε τού ίδιου τού πεδίου αυτού.
Αν ξεκινήσει κάποιος από τον στοχασμό, και από το πάθος ακόμα, για ένα «δίκαιο» και ενάντια σε ένα «άδικο», χωρίς να δημιουργήσει ένα έστω προπλασματικό πεδίο όπου αυτά δημιουργούνται εξαρχής και δεν ανακαλύπτονται σαν να υπήρχαν εξαρχής, τότε θα έχει υποκύψει πάλι σε μια μορφή «δικαιοκρατίας», άρα σε μια μορφή α-πολίτικης ηθικολογίας, άρα σε έναν ακόμα σεκταρισμό, σε μιαν ακόμα ιδιωτική θεολογία, σε μιαν ακόμα μεταφυσική διάκρισης και οντολογικής διαίρεσης μεταξύ πολιτικής θέσμισης και κοινωνίας-οικονομίας κλπ, άρα εντέλει θα έχει υποκύψει πάλι σε ένα είδος ολιγαρχικού και μόνον ολιγαρχικού αριστοκρατισμού, άρα εντέλει θα έχει στην φαρέτρα του πάντα την απαίτηση και αυτός και οι άλλοι «συνάνθρωποι» να συλλάβει-συλλάβουν κάποια προϋπάρχουσα αλήθεια.
Κάπου «εκεί» και η πιθανή ευφυία-ανοησία του, θα εκληφθεί ως μια καθαρά «μοναδολογική» και εγγενώς αυταρχική αναζήτηση τής αλήθειας που συμμετρικά θα εκβάλλει σε μιαν απώθηση τής αναλήθειας ως μορφής ανοησίας, σαν να μπορούσαν τελικά οι άνθρωποι να σκεφτούν την αρχή τής πολιτικής και κοινωνικής συγκρότησης «μόνοι» τους, και σαν να ήταν δυνατόν να υπήρχε μια ομάδα εκλεκτών που να έχουν αυτό το χάρισμα.
 
Ιωάννης Τζανάκος  
 
 

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [3]

 


Είναι αλήθεια ότι οι «βαθύτεροι» αντι-συριζαίοι δεν είναι οι δεξιές μιξοπαρθένες τής κρατικής/παρακρατικής μπατσοκρατίας, ούτε οι νοικοκυραίοι τού διαμερίσματος και τού καναπέ που τις θαυμάζουν με μια μαζοχιστική σεξουαλικότητα συνταξιούχου χρυσαυγίτη, αλλά δεν είμαστε ούτε και «εμείς» οι παραπλανημένες παρθενόπες τού σεκταριστικού αριστερισμού ή τού (τέως) αριστερίστικου πατριωτισμού που παρά την φαινομενική αγριάδα μας την πατήσαμε σαν τα ζώα με το κάλπικο δημοψήφισμα τού πολιτικού τυχοδιώκτη.
«Εμείς» οι τελευταίοι, και δεν είμαστε λίγοι, ακόμα αναρρώνουμε από την μαλακία μας και από τις «παρενέργειες» τής ιδεολογικής «φαρμακευτικής» αγωγής μας, οπότε ένα μεγάλο μέρος τής οργής μας, η οποία διαφέρει ανά περίπτωση, μπορεί να εκλαμβάνεται ως δημιουργικό μόνον αν το «καθαρίζουμε» συνέχεια από αυτές τις «παρενέργειες» και τις τοξίνες που παράγουν.
Χθες διάβασα και έφριξα με τον λόγο ενός υποψήφιου προστάτη-νταβατζή από τις υπόγες τής «ανανεωτικής» συριζαίικης λέρας, και σε μεγάλο βαθμό είναι σαν να πήρα στην κυριολεξία αυτά που έλεγε, σαν να μπορούσε δηλαδή αυτή η «λέρα μέσα από τη λέρα» να ήταν όντως κάτι σαν στρατηγίσκος μιας υπόγειας παραπολιτικής και παρα-πολιτισμικής συμπαιγνίας λούμπεν ή λουμπενοειδούς χαρακτήρα.
Το γεγονός ότι συμβαίνει και αυτό δεν σημαίνει ότι συμβαίνει όπως το φανταζόμαστε όταν το βλέπουμε μέσα από έναν δικό μας υποβλητικό λόγο, εν πολλοίς επηρεασμένο από την γενικότερη πλέον καχυποψία τού συντηρητικού λαϊκού περιβάλλοντος μας.
Στην πραγματικότητα ο Κυρίτσης και ο κάθε λίγδας τής λούμπεν μικροαστικής βαλκανιζατέρ εκδοχής τής «νέας αριστεράς», δεν διοικεί και δεν διευθύνει τίποτα παραπάνω από ένα υπερεκτιμημένο (και από τον ίδιο) κουραδόκαστρο.
Και η προστασία που πάει να πουλήσει είναι ακόμα και στο επίπεδο τής λούμπεν μικροαστικής επαγγελματικής της «ιδιότητας» ένα «παλτό», ανήμπορο να κεντρίσει το ενδιαφέρον ακόμα και χαμηλόβαθμων πρακτόρων κάποιας βαριεστημένης υπηρεσίας κάποιας από τις ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις.
Είναι προφανές ότι το μήνυμα τού «παλτού» έχει πολλούς πιθανούς «αποδέκτες», και μάλιστα ξένους επικυρίαρχους τού φαιδρού προτεκτοράτου, αλλά μιας και αυτοί οι επικυρίαρχοι είναι μάλλον σοβαρότεροι από αυτές τις λίγδες, τελικά καταλήγει να γίνεται αντιληπτό ως κάτι παραπάνω από μια ακόμα πορδή μόνο από τις ειδικές «αντι-συριζικές» κοινωνικές ομάδες που προαναφέραμε, στο πλαίσιο ενός γελοίου είδους δικομματικού ή διπολικού «αλληλοετεροκαθορισμού».
Βέβαια, κι έτσι ακόμα, και με δεδομένους τους μηχανισμούς των λούμπεν συνεννοήσεων και «φτιαξιμάτων» όπως περιγράψαμε αλλού, η κατάσταση μπορεί κάποια στιγμή να γίνει όντως επικίνδυνη και να ωθήσει σε νέες εκτροπές, με αρχική ευθύνη πάντα τής Δεξιάς.
Το ότι οι ιδεοληπτικοί, οι σεκταριστές και η τυχοδιωκτική ομπρέλα τους, καραδοκούν για να αξιοποιήσουν άλλο ένα, σχεδόν «προβλεπόμενο», ολίσθημα των θρασύδειλων τραμπούκων τού δεξιού παρακράτους, οι οποίοι μάλιστα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ιδιαίτερα ευφυείς, δεν δικαιολογεί αυτό το παρακράτος.
Μπορεί αυτό το «πράμα», να τη γλύτωσε άλλη μια φορά μέσω τής ασύλληπτης μαλακίας των τυχοδιωκτών και των σεκταριστών να φέρουν χουλιγκάνικες ενισχύσεις, αλλά πάντα υπάρχει «άλλη μια φορά» και πάντα υπάρχει η πιθανότητα τής παρεκτροπής.
Το παιχνίδι με τον «ηλίθιο και τον πανηλίθιο», όπου ο ένας αλλάζει ρόλο με τον άλλο, μερικές φορές μέσα στην ίδια μέρα, μπορεί να δίνει στην «ατμόσφαιρα» την γενικότερη εικόνα ενός κιτς γκροτέσκο στην άκρη τής βαλκανικής, χωρίς να προβλέπεται «πραγματικό αίμα», αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς..
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
  

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [2]

 

 1.
Πάντα υπάρχει το ζήτημα των έμμεσων επικοινωνιών και συντονισμών όχι μόνον μεταξύ αντίθετων και αλληλομισούμενων «παρατάξεων» αλλά και μεταξύ διαφορετικών ετερογενών κοινωνικοπολιτισμικών ομάδων που δεν θέλουνε να υπάρχει μεταξύ τους άμεσος κοινωνικός συγχρωτισμός.
Εγώ ονομάζω αυτή την συνεννόηση «συνεννόηση με τα μάτια».
Το «καλό» για αυτούς που την πραγματοποιούν είναι ότι δεν εκτίθενται στα βλέμματα άλλων αντιπάλων τους, αλλά περισσότερο ότι πραγματοποιούν έναν υπόρρητο, αλλά όχι «συνωμοτικό» συντονισμό μεταξύ τους, χωρίς βέβαια μερικές φορές να λείπουν κάποιες εντελώς απαραίτητες «συνεννοήσεις».
Μερικές φορές έχω την «εντύπωση» ότι οι ευρύτερες κοινωνικές και ταξικές ομάδες και συσσωματώσεις σε φάσεις ακραίας αλλοτρίωσης και κακώς εννοούμενης «μαζοποίησης» είναι σαν να λειτουργούν σαν «μαφιόζοι» ή σαν πελάτες «μαφιόζων» που μοιράζουν (χωρίς να το λένε) ρόλους σε μια «κοινωνική συνεργασία».
Αλλά ούτε αυτό δεν συμβαίνει στην κυριολεξία του, εφόσον οι διάφορες συνεννοήσεις, και αλληλοεργαλειοποιήσεις αυτού τού είδους, γίνονται με την ταυτόχρονη «παρουσία» μιας βαθιάς ενοχής που προκύπτει από την αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ των «συνεννοούμενων» και «αλληλοεργαλειοποιούμενων», η οποία προκαλεί μιαν αναγκαία μυστικοποίηση τού φαινομένου που δεν μπορεί να συγκριθεί με την ειλικρινή συνεννόηση των μαφιόζων όταν είναι μόνοι τους μακριά από τα περίεργα βλέμματα.
Ποιος θα το έλεγε ότι θα φτάναμε να ψάχνουμε στον αθλητικό λαϊκό κόσμο και υπόκοσμο τα εξουσιαστικά εργαλεία τής σημερινής καταναλωτικής και αλλοτριωμένης θεαματικής εξέγερσης;
Δεν τα έχει εργαλειοποιήσει κανένας αυτά τα εργαλεία, αυτοεργαλειοποιούνται «μόνα» τους [πλεονασμός], αλλά σε ένα πλαίσιο οριζόντιων και παράλληλων επαφών «με τα μάτια» και μέσω «φυτεμένων» αγκιτατόρων παρατηρητών και τοποτηρητών και των δύο πλευρών, υπάρχει ταυτόχρονα μια επισφαλής εύθραυστη αλληλοεργαλειοποίηση.
Ο λόγος περί «λούμπεν», όταν αναφερόμαστε σε όλα αυτά, δεν επαρκεί, και αν δεν «διαμεσολαβηθεί» από μιαν ευρύτερη κοινωνιολογική ανάλυση μπορεί να γίνει χρήσιμος σε μια ηθικολογική συντηρητική ρητορική, από άτομα τα οποία την ίδια στιγμή μπορεί να συμμετέχουν στις αλληλοεργαλειοποιήσεις.
Μιλάμε για τον δρόμο, και ο δρόμος δεν είναι λούμπεν, αλλά ότι έχει «εντός» του σπηλιές και μυστικά δεν μπορούμε πλέον να το κρύψουμε από τον εαυτό μας και τους άλλους.
Δεν νιώθω τίποτα για όλα αυτά, μπορώ να πω ότι με αφήνουν αδιάφορο ως «υποκείμενο», αλλά είναι βλέπεις η ζωή τής Πόλης τής χώρας. Μια Πόλη έχει αυτή η χώρα και αυτή συνεχίζει να είναι νοσηρή με έναν τρόπο που θυμίζει τις δυτικές μητροπολιτικές Πόλεις αλλά από την άλλη δεν τις θυμίζει και τόσο, τι να σημαίνει άραγε αυτό;

2.
Η «τεχνική» τού θυμού υπάρχει πριν τον θυμό, ο θυμός δεν είναι ένα αυθόρμητο φαινόμενο που εκφράζεται με μια ενιαία «τεχνική» μορφή, αλλά ένα φαινόμενο που ξεσπάει ή αναδύεται ως αυθόρμητο αφού πρώτα έχει μορφοποιηθεί και «τεχνικοποιηθεί» από την πολιτική και ιδεολογική/πολιτισμική θέσμιση των ανθρώπινων πραγμάτων μέσω πολλών και διαφορετικών θεσμών και κοινοτήτων-θεσμών.
Τα όρια και οι υπερβάσεις τους δεν οργανώνονται από τον θυμό, κατασκευάζονται και τεχνικοποιούνται από νοητικές-ψυχικές-πολιτισμικές πολιτικές δομές που προϋπάρχουν τού θυμού ή των θυμών.
Οπότε η συζήτηση για τον θυμό και την ηφαιστειώδη εκτύλιξη του όταν προϋπάρχει ένα «άδικο» είναι μια σεκταριστική συζήτηση για τα πανηγύρια, τα οποία όμως πανηγύρια μια χαρά τα βλέπω να ιντριγκάρουν και να διαμορφώνουν καταστάσεις με σκοτεινό, όπως είπαμε «μη-συνωμοτικό» μολοντούτο σκοτεινό τρόπο.
Μάθανε και διαμορφώθηκαν μερικοί να αγωνίζονται από μια φόρμα θυμού, και έχουν αρχίσει να ξεχνάνε το ίδιο το γεγονός ότι είναι φόρμα κι αυτή, κι όχι ο θυμός ο ίδιος σαν να υπήρχε από μόνος του.
Ο σεκταρισμός είναι τελικά κάτι σαν μια ιδιωτικοποίηση και κάτι σαν μια ιδιωτεία τού θυμού. 
 

Ιωάννης Τζανάκος

 
 


Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Σκόρπιες παρατηρήσεις για διάφορα «διαφορετικά» φαινόμενα [1]

 
Πρόλογος.
Υπάρχει ένας καταιγισμός «στοιχείων» ή πτυχών τής πραγματικότητας που θέλω να σημειώσω, χωρίς να διεκδικώ πια την δυνατότητα μιας πλήρους εικόνας των πραγμάτων. 
Θα το κάνω από εδώ και στο εξής, και υπόσχομαι στους αναγνώστες μου να μην «κατεβάσω» ξανά ή τροποποιήσω τα λεγόμενά μου.
Η εποχή τής αναζήτησης μιας «πλατωνικής» «επαναστατικής αλήθειας» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για μένα, και έχει αντικατασταθεί από την εποχή τής αμφιβολίας και της απορίας.
Μακάρι να είχα αυτή την γνώση τής μη-γνώσης και σε παλαιότερες εποχές, και έτσι να απόφευγα τις αχρείαστες συγκρούσεις με άλλους «ομοιοπαθείς» ξερόλες ή απλά να απόφευγα την συζήτηση καν με τους (άλλους) ξερόλες.
Από ξερολισμό πάντως σύντροφοι και «σύντροφοι», φίλοι εχθροφίλοι και πρώην φίλοι, μια χαρά τα πήγαμε, ενόσω βέβαια και οι περιλάλητες «ελίτ τής σκέψης» καλλιεργούσαν, και καλλιεργούν ακόμα αυτό το νεωτερικό πάθος.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αδύνατον έστω και τώρα, για όλους μας, να δούμε τι συμβαίνει τελικά, ή απλά να απορήσουμε και να κυκλοφορούμε μεταξύ μας με μια έστω απορία κάθε φορά, και όχι σαν να είμαστε όλοι και ο καθένας ξεχωριστά μια «αλήθεια».
Η σειρά που εγκαινιάζω θα έχει τον τετριμμένο και ελπίζω προσγειωμένο τίτλο «σκόρπιες παρατηρήσεις», και το περιεχόμενο τους θα είναι όντως σκόρπιο και χαλαρό, και για λόγους ευκολίας συγγραφής και ανάγνωσης χωρισμένο σε αριθμημένα σημεία.
Τέλος προλόγου, αρχή καταγραφών αποριών:
 
1.
Μου προκαλεί ένα είδος ναυτίας ο τρόπος ανταλλαγής προπαγανδιστικών επιχειρημάτων μεταξύ των «ομάδων ερμηνείας» και των πολιτικών στρατών «διαμόρφωσης» «κοινής γνώμης».
Το έχω επισημάνει και αλλού, και θέλω να το ξαναπώ: 
Βλέπω ότι πολλές ιδεολογικές κατηγορίες εναντίον τού «άλλου», περιέχουν «εντός τους» ένα είδος προληπτικής και επιθετικής προ-απάντησης στην κατηγορία που περιμένει ο πομπός ότι θα εκπέμψει ο άλλος πομπός, που παρουσιάζεται αναγκαστικά δια τού λόγου ως δέκτης.
Σημειώνω ότι μερικές φορές αυτή η προ-απάντηση χρησιμοποιεί μια κατηγορία η οποία προβλέπεται ότι θα εξακοντιστεί από τον άλλο (αντίπαλο) πομπό: ο ένας πομπός εξακοντίζει στον άλλον μια κατηγορία την οποία περιμένει ότι θα την ακούσει από αυτόν (τον άλλο πομπό).
Ας μην είμαστε υποκριτές, όλοι έχουμε συμμετάσχει σε ερμηνευτικές «μάχες τού δρόμου» και έχουμε πιθανά χρησιμοποιήσει τέτοιες «τεχνικές», αλλά το πράγμα έχει ξεφύγει λίγο, ή μήπως πολύ, με αυτή την «τεχνική».
Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του για αυτά που λέει και για τις πιθανές συνέπειές τους.
Χωρίς καμία περιστροφή και χωρίς κανένα ελιγμό λοιπόν, θέλω να πω τα εξής:
 
2.
Από την δική μου σκοπιά παίρνω το ιδεολογικό ρίσκο εδώ και χρόνια, να θέτω τα όρια ανοιχτά, και να στέκομαι απέναντι σε πρακτικές που θεωρώ ότι είναι αδιέξοδες, στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που ζούμε.
Δεν θεωρώ ότι η επιθετική εξεγερτική «λογική» έτσι όπως διαμεσολαβείται από τις συγκεκριμένες πολιτισμικές-θεαματικές συνθήκες που ζει η οικουμένη, βγάζει κάπου.
Νομίζω ξέρετε ότι από παλαιότερα έθεσα ανοιχτά το ζήτημα τής παθητικής αντίστασης, τής πραγματικά παθητικής αντίστασης, ως τής καταλληλότερης μορφής αγώνα σήμερα, και αυτό έχει τις συνέπειές του και στην άποψη μου για την «τεχνική» έκφραση των διαμαρτυριών όταν τούτες ξεσπάνε -δίκαια τις περισσότερες φορές.
Υπάρχει πάντα στην φαρέτρα των κινημάτων, ως γενική δυνατότητα, και η βια και ο ένοπλος αγώνας, αλλά η κορύφωση ενός αγώνα σε ήπια βίαιο και έπειτα σε ανοιχτό ένοπλο αγώνα, υπό αυτές τις συνθήκες που ζει η οικουμένη σήμερα, δεν μπορεί να γίνει «επαγωγικά» άρα οδηγεί, σήμερα πάντα, στην καταστροφή.
Αν υπάρξει ανάγκη, πραγματικά αληθινή ανάγκη για βίαιη μεταμόρφωση ενός κοινωνικού αγώνα, αυτή μπορεί να είναι πλέον εφικτή και μη-σεκταριστική μόνον αν προϋπάρχει ένα είδος μαζικής λαϊκής βάσης, και πάλι δεν «δέσαμε τον γάιδαρό μας». 
Λόγω αυτής τής ανασχετικής λογικής που υπηρετώ από παλιά, από τότε που θεώρησα ότι έχει αλλάξει η εποχή σε μερικά πράγματα, και λόγω τής συνεπαγόμενης από όλα αυτά κόντρας μου με την άμεση «επαγωγή» στην «λαϊκή βία», ακόμα και στην «ήπια λαϊκή βία», είμαι και σε αυτό το ζήτημα σε κόντρα με σχεδόν όλο το περίφημο «κίνημα».
Επαναλαμβάνω ότι συνεχίζω να θεωρώ το στάδιο όξυνσης ενός αγώνα σε ένοπλο αγώνα, ως ένα απόλυτα εφικτό και λογικό και αναγκαίο στάδιο αν χρειαστεί να υπάρξει, αλλά αυτό σήμερα μπορεί να γίνει μόνον αν προϋπάρχουν μεγάλες μαζικές κοινωνικές υποστηρίξεις και συμμετοχές, μια εδραιωμένη δημοκρατική κουλτούρα στο «λαϊκό ακροατήριο» και φυσικά υπάρχει σημαντικός λόγος.
Μέχρι «τότε», όχι μόνο επιβάλλεται αλλά είναι και πιο γόνιμο και δημιουργικό να αναπτυχθεί μια «λογική» παθητικής αντίστασης.
Όχι μόνον όμως υπάρχει «τεχνικό» πρόβλημα, αλλά αυτό αντανακλά στο βάθος και ένα σημερινό ιδεολογικό πρόβλημα: 
Μεταξύ ένοπλης εξέγερσης και κινήματος αντίστασης δεν υπάρχει μόνον ένα μεγάλο πρακτικό κενό που σήμερα πρέπει να καλύπτεται όπως προείπαμε μόνο αν υπάρχει μαζικότατη κοινωνική βάση αλλά και πραγματικός ειδικός λόγος, αλλά υπάρχει και ένα ηθικό και πολιτισμικό κενό που σήμερα μπορεί να καλύπτεται, έτσι όπως καλύπτεται, με σεκταρισμό ή ακόμα χειρότερα με νεολαϊκίστικες ή ακόμα και χουλιγκάνικες πρακτικές. 
Η εξεγερτική κουλτούρα πάσχει σήμερα, και πλέον πάσχει νοσηρά. 
Να σας φέρω ένα παράδειγμα από αυτά που δεν θα με βόλευαν να σας τα φέρω, για να γίνει ακόμα κατανοητότερο αυτό που σας λέω:
Και στο Ιράν και στο Ιράκ έγιναν διαδηλώσεις τις οποίες εγώ τις στήριξα, από αυτή εδώ την σελιδούλα, και δεν μετανιώνω που τις στήριξα.
Και στο Ιράν και στο Ιράκ υπάρχουν κράτη που δεν αστειεύονται, χύνουν αίμα πολύ εύκολα, οπότε οι διαδηλωτές έχουν κάθε λόγο, μα κάθε λόγο, να αντισταθούν με μια μορφή βίας. 
Όμως, ξέρετε γιατί αν και δικαιολογημένη από μέρους τους αυτή η βία, τελικά ίσως και να τους χαντάκωσε;
Γιατί οι κοινωνίες, και αυτές οι βασανισμένες πραγματικά κοινωνίες, είναι σαν να μη θέλουν πια να υπάρχει μια άμεση κλιμάκωση στην βία, ακόμα κι αν αυτή είναι δικαιολογημένη, απόλυτα δικαιολογημένη από την άμεση βια των κρατών και των παρακρατικών συμμοριών τους.
Η «ανασχετικότητα» αυτή, των κοινωνιών, ακόμα και κοινωνιών που υποφέρουν πραγματικά από θύελλες κρατικής-παρακρατικής βίας, δεν θεωρώ ότι είναι αποτέλεσμα μόνον φόβου, ή προπαγάνδας ή κόπωσης ή «μικροαστικού αποπροσανατολισμού», αλλά ίσως και μιας πραγματικής «ασυνείδητης» κοινωνικής-λαϊκής επίγνωσης τής σημερινής δομικής απόστασης που χωρίζει την σημερινή αντίσταση με την στρατηγική βία που έχει πάντα ένα κίνημα στην φαρέτρα του αν τεθούν ακραία στρατηγικά ζητήματα.
 
3.
Ένα γενικό θεωρητικό σχήμα σκεπτικισμού απέναντι στο εξεγερτικό φαινόμενο, το οποίο όμως υφίσταται (ως θεωρητικό σχήμα) όπως σας το περιέγραψα, ως ιστορικά περιορισμένο και προσδιορισμένο σε ειδικές πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες, σημαίνει μια σειρά από πολιτικές επιλογές.
Η παραδοξότητα αυτής τής θεωρητικής κατάστασης, είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει απάρνηση τής ένοπλης πάλης, αν χρειαστεί σε έναν λαό, σε μια κοινωνική τάξη ή μια κοινωνία. 
Υπάρχει ένας αναγκαστικός ανασχετικός στρατηγισμός, αυτό είναι το κρίσιμο σημείο.
 
4.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι έτσι, δεν υπάρχει από την άλλη καμία ιδεολογική, πολιτική, ή δικαιακή δικαιολογία για την «εγκληματοποίηση» τής κοινωνικής πολιτικής βίας όταν αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα τής κρατικής και καπιταλιστικής βίας.
Το γεγονός ότι είναι σήμερα αδιέξοδη, αλλοτριωμένη, τυφλή, και μόνον «αυτό» μπορεί να είναι υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικο-ταξικές ιδεολογικές-πολιτισμικές συνθήκες, δεν σημαίνει ότι δεν είναι κατανοητή ως πολιτική και όχι ως άμεση εγκληματική βία. 
Θέλουμε να την ορίσουμε με την γενικότερη έννοια ως πολιτικό έγκλημα; ας την ορίσουμε έτσι, και ας την κρίνουμε «θετικά» ή με σφοδρότητα «αρνητικά», αλλά δεν μπορούμε να την δώσουμε στην δεξιά σαν «αιχμάλωτη υπόσταση» ενός τάχα «ηθικού κράτους».
Το πολιτικό έγκλημα είναι αυτό που λέει και σημαίνει: πολιτικό έγκλημα.
Μια βίαιη εξεγερτική μεταμόρφωση μιας κοινωνικής κίνησης μπορεί να σημαίνει κάποιες στιγμές κι αυτή ένα πολιτικό έγκλημα, και να σημαίνει αυτό που λέει και σημαίνει: πολιτικό έγκλημα.
Ακόμα και τότε ο όρος «πολιτικό έγκλημα» δεν σημαίνει κάτι προκαθορισμένα μεμπτό ή «αρνητικό», από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, και ειδικά από την «δική» μας, αλλά δεν σημαίνει επίσης κάτι προκαθορισμένα καλό και επαναστατικά άγιο μόνο και μόνο γιατί είναι πολιτικό έγκλημα.
Τελεία και παύλα.
Από εκεί και πέρα, μπορούμε, πολιτικά, να ορίσουμε πως και τι και σε ποιον προσανατολισμό κρίνουμε ένα πολιτικό έγκλημα ως ορθό= η επανάσταση είναι και πολιτικό έγκλημα, ως λανθασμένο= η εξέγερση μπορεί να είναι σε λάθος κατεύθυνση, ή ως αντίπαλο, άσχετα αν είναι ορθό ή λανθασμένο για τους αντιπάλους μας= είναι το πολιτικό έγκλημα τού αντίπαλου, οπότε η κρίση αν είναι ορθό ή λανθασμένο από την σκοπιά του μας αφήνει αδιάφορους αξιολογικά, αφού για μας είναι απλά κάτι το ξένο ή εχθρικό.
 
5.
Δεν υπάρχει αριστερός ή αναρχικός φασισμός. 
Υπάρχει όμως αριστερός και αναρχικός σεκταρισμός.
Όποιος δεν το κατανοεί αυτό και συνεχίζει να μιλάει με αυτούς τούς όρους, δεν παίζει πάντα συνειδητά το παιχνίδι τού αστισμού αλλά στην περίπτωση που δομεί λ.χ μια σφοδρή πολεμική με «αγαθούς» σκοπούς έχει παρανοήσει, και με αυτή του την παράνοια-παρανόηση είναι σαν να δομεί, χωρίς να το ξέρει ίσως, μιαν ιδεολογική και ψυχική «επικοινωνία» με την άκρα δεξιά και τον αστισμό στις πιο επιθετικές φάσεις του.
Με τους φασίστες δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμία ιδεολογική ή αξιακή συνεννόηση και καμία έμμεση ή άμεση αξιολογική επικοινωνία, η οποία μάλιστα να προκύπτει από την παράβλεψη των προηγουμένων.
Η μονομέρεια αυτής τής απόφανσης ή αυτού τού συμπλέγματος των αποφάνσεων είναι ανοιχτή και ξάστερη, σε αντίθεση με τις δεξιές ή τις ευρύτερες (και μη-δεξιές) αστικές αποφάνσεις περί μιας «δημοκρατίας» που στέκεται στην «μέση» μεταξύ αυτών των δύο ακραίων αυταρχισμών, τού αριστερού ή αναρχικού σεκταρισμού και τού φασισμού, σαν να ήταν αξιακά και ιδεολογικά/πολιτικά ισοδύναμοι, στην πραγματικότητα ευνοώντας τον πάντα-αστικό φασιστικό ή μη-φασιστικό αυταρχισμό.
Από την άλλη, σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει συνθηκολόγηση με τον αριστερό σεκταρισμό. 
Μια ουσιαστική ιδεολογική πολεμική και κριτική του θα ξεκίναγε με αυτές τις προϋποθέσεις. 

Ιωάννης Τζανάκος
 
 
  
 

Εργασιακή υπόθεση για μια νέα διαλεκτική «γεωμετρία» (Working case for a new dialectical “geometry”) και μια επέκταση της.

Σύνοψη Βασική οντολογική έννοια της διαλεκτικής είναι η ανεπίλυτη αντίθεση .  Συνήθως νοείται ως δίπολο (dipole), όπου η υπέρβαση παράγει...