Δημοσίευσα ένα μικρό μέρος των θεωρητικών προσπαθειών μου των τελευταίων ετών, μεγάλο μέρος των οποίων είχε δημοσιευτεί σε μια ακόμα πιο ανεπεξέργαστη μορφή στον παλαιό «Αυτοκαθορισμό».
Το συγκεκριμένο μέρος των προσπαθειών αυτών που εμφανίστηκε εντός των δημοσιεύσεων των τελευταίων μηνών είναι κι αυτό ελλιπώς επεξεργασμένο, όχι γιατί δεν υπήρχε χρόνος ούτε γιατί δεν έχω πρόθεση να το επεξεργαστώ, αλλά διότι είναι από την «φύση» του έτσι φτιαγμένο: ως μια πλατφόρμα για τις μελλοντικές, ελπίζω πιο συστηματικές έρευνές μου.
Ωστόσο, θα ρώταγε κανείς, αν θα είχε ενδιαφέρον, γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος κύριέ μου για να φτάσετε μόνον σε αυτή την πλατφόρμα;
Απαντάω αρχικά το εξής:
Θέλω να συνεισφέρω σε έναν ειδικό και αρκετά περιορισμένο πολιτικό και φιλοσοφικό προσανατολισμό και όχι σε μια επιστημονική θεωρία.
Οπότε και τα μοτίβα που συντελούν στην κατασκευή αυτού τού προσανατολισμού έχουν ήδη κατασκευαστεί από την μεριά μου ως εμπειρικά και πρόχειρα, αλλά νομίζω όχι «χαοτικά», στοιχεία του.
Αν προέβαινα σε μιαν ακόμα συστηματοποίηση τους ίσως και να είχε τελειώσει αυτή η δουλειά μου.
Η επιλογή μου να μην κάνω επιστήμη ή «επιστήμη» είναι χαμένη στα βάθη τού χρόνου τής ζωής μου, και δεν έχει κανένα ενδιαφέρον από μόνη της, αλλά θα ήθελα να διευκρινίσω ότι πέραν αυτού τού προσωπικού χαρακτήρα της σημαίνει και μια φιλοσοφική και πολιτική θέση:
Η πολιτική και η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμες, ούτε πρόκειται να γίνουν άμεσα.
Εφόσον η κοινωνία διέπεται από συγκρούσεις και αγεφύρωτες ετερογένειες, δεν είναι δυνατόν, ακόμα τουλάχιστον να γίνει αντικείμενο μιας γενικά ισχύουσας θεωρητικής κατόπτρισης.
Δεν εννοώ με αυτό που λέω ότι δεν υπάρχει δυνατότητα η θεωρία για την ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα να έχει μια ορθολογική ή κριτικο-ορθολογική πτύχωση ως καθοριστική πτύχωσή της, αλλά εννοώ ότι οι συγκρούσεις μέσα στις κοινωνίες είναι τόσο βαθιές ώστε δεν επιτρέπουν να υπάρξει, ακόμα τουλάχιστον, αυτό το είδος αντικειμενικής ματιάς και αποστασιοποίησης το οποίο είναι το οξύγονο για να μπορέσει να υπάρξει καν η επιστήμη όπως υπάρχουν οι θετικές επιστήμες.
Πολλοί μιλάνε όχι μόνον για τις κοινωνικές-ταξικές χρήσεις αλλά και για τις κοινωνικές-ταξικές και ιστορικές βάσεις ή θεμελιώσεις των θετικών επιστημών, αλλά δεν θέλουν να καταλάβουν ότι για να υπάρξουν αυτές οι επιστήμες (ίσως οι μοναδικές πραγματικές επιστήμες) έπρεπε ακριβώς οι κοινωνίες να δεχτούν ως κοινά αποδεκτό ένα ακλόνητο «θετικο-επιστημονικό» μεθοδολογικό θεμέλιο, πέρα από τις εσωτερικές στην κοινωνία συγκρούσεις.
Μπορεί η ίδια αυτή η αποδοχή αυτής τής συγκεκριμένης δυνατότητας να μην ήταν άσχετη από κοινωνικές/ταξικές και ιστορικές θεμελιώσεις, αλλά το θεμελιωμένο-αποτέλεσμα αυτών των θεμελιώσεων που υπήρξε αρχικά ως η «δυνατότητα υπέρβασης των συγκρούσεων και των ιδεολογικών επικαθορισμών τους» [στο θετικο-επιστημονικό πεδίο] υπήρξε έπειτα ως ξεχωριστή και ενεργός-απελευθερωμένη πραγματικότητα ακριβώς ως «αποκομμένο» και από την θεμελίωση τής δυνατότητάς του να υπάρχει.
Με λίγα λόγια, οι «θετικές επιστήμες» ως ξεχωριστά θεωρητικά πεδία άπαξ και απελευθερώθηκαν από τον στενό έλεγχο των εξουσιών και των κυριαρχιών, δόμησαν τον «εαυτό» τους ανεξάρτητα από αυτές τις εξουσίες-κυριαρχίες αλλά και από τις ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις, πράγμα που αποδείχτηκε εντέλει χρήσιμο και για τις εξουσίες-κυριαρχίες [και άρχουσες τάξεις] εφόσον έφερνε παραγωγικά αποτελέσματα τα οποία αυτές θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν για ίδιον όφελος κ.λπ.
Ο «πυρήνας» όμως των θετικών επιστημών απέκτησε την δική του ελευθερία, και έγινε έτσι ένας βασικός άξονας για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μιας και δεν υπήρχε κανένας εξωτερικός κοινωνικός ή ταξικός παράγοντας για τον άρει ως «ελεύθερο στον εαυτό» του «πυρήνα».
Θα πούνε μερικοί, μα είστε υποστηρικτής τής ταξικής ή κοινωνικής ουδετερότητας των θετικών επιστημών;
Ναι, αυτό είμαι.
Και μάλιστα στην απόλυτη ακρίβεια και οριακότητά του:
Δεν υποστηρίζω λόγου χάριν ότι αυτό συμβαίνει στις παραγωγικές-τεχνικές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι και «τούτες» περιέχουν τρόπον τινά «ουδετερότητες».
Και φυσικά αυτό δεν συμβαίνει, ακόμα περισσότερο, ούτε στις κοινωνικές επιστήμες ή την φιλοσοφία, απλά διότι ούτε οι κοινωνικές επιστήμες ούτε η φιλοσοφία είναι επιστήμες.
Η επιστήμη προϋποθέτει μια γενική κοινωνική συμφωνία η οποία θα «μεταφραστεί» σε γενική ορθολογική-νοητική συμφωνία, η οποία δεν πρόκειται να επιτευχθεί σε όλα τα πεδία τής κοινωνίας όσο υπάρχει ταξική-ιεραρχική κοινωνία με τις ανειρήνευτες συγκρούσεις της αλλά και όσο υπάρχουν και άλλες βαθιές κοινωνικές συγκρούσεις.
Οι θετικές επιστήμες υπήρξαν ως αυτόνομες υποστάσεις, άρα υπήρξαν, ακριβώς διότι ένα σύμπλεγμα κοινωνικών ταξικών και πολιτισμικών δυνάμεων, όχι «ανιδιοτελώς», άφησε ελεύθερο το πεδίο για μιαν ειδική γενική ορθολογική-νοητική συμφωνία.
Αυτό δεν έχει υπάρξει σε κανένα άλλο πεδίο τής σκέψης και τής ζωής, και δεν πρόκειται να υπάρξει αν δεν πάψουν οι ανταγωνιστικές κοινωνικές αντιθέσεις και οι βαθιές συγκρούσεις.
Το ότι μπορεί να υπάρχουν προπλάσματα ενωτικών ορθολογικών αντιλήψεων που δυνητικά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο αταξικό μέλλον σε μια κοινωνική ή φιλοσοφική επιστήμη, δεν σημαίνει ότι ήδη υπάρχουν αυτές ή και άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες.
Το ότι οι ανταγωνιζόμενες και συγκρουόμενες κοινωνικές τάξεις, αλλά και οι διάφορες συγκρουόμενες υπο-ταξικές και άλλες κοινωνικές ομάδες, φοράνε την φορεσιά τής επιστήμης δεν σημαίνει ότι την έχουν την ιδιότητα αυτή.
Μπορούμε βέβαια ως «μέλη» τής μιας ή τής άλλης κοινωνικής τάξης ή ομάδας να κρίνουμε με έλλογες ή αξιολογικές κρίσεις την λογικότητα ή την νοηματική συνοχή αυτών που λένε οι αντίθετες κοινωνικές τάξεις ή ομάδες, και εκεί «παίζεται κάτι» παραπάνω από μια ισοδυναμία «σχετικών και μη-απόλυτων» γνωμών, αλλά αυτές οι κρίσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιστημονικά θεμελιωμένες, όταν ξέρουμε τι είναι επιστήμες βέβαια και πόσο «σκληρά» θεμελιώνονται όταν όντως θεμελιώνονται.
Επίσης, το γεγονός ότι μπορεί κάποιοι θετικοί επιστήμονες να κάνουν θεμιτές «ιμπεριαλιστικές» μεθοδολογικές, συνήθως μαθηματικές, «επιδρομές» και «κατακτήσεις εδαφών» στον χώρο τής κοινωνικής θεωρίας, δεν σημαίνει ότι τελικά μπορούν [μπόρεσαν] να την βγάλουν από το μη-επιστημονικό τους πλαίσιο.
Δεν λέω ότι δεν λύνουν ίσως προβλήματα, ή ότι δεν κάνουν καλή δουλειά στην κοινωνική θεωρία [την φιλοσοφία κ.λπ], αλλά λέω ότι δεν κάνουν κι αυτοί τίποτα παραπάνω από το να βάζουν ένα ακόμα λιθαράκι στον εξορθολογισμό της που ίσως κάποτε να οδηγήσει στην επιστημονική δόμησή της.
Αυτό λέω, και η προσωπική πείρα και η αιώνια καχυποψία μου νομίζω ότι με έχουν δικαιώσει.
Ό,τι πάει να χτιστεί στην κοινωνική θεωρία ως «θετική επιστήμη», ως επιστήμη δηλαδή, συνήθως βρίσκει κάποια στιγμή «τοίχο», και αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό πειραματικό και παρατηρησιακό πλαίσιο, δεν υπάρχουν κοινές αξιωματικές βάσεις θεμελίωσης, δεν υπάρχει μια ρωμαλέα ολοκλήρωση τής θετικοεπιστημονικής μελέτης τής βασικής βιολογικής δομής τού ανθρώπου [τού εγκεφάλου], και «από κάτω» όπως είπαμε υπάρχει ένα κοινωνικό υπόστρωμα κοινωνικών συγκρούσεων που «ανατινάζει» κάθε δυνατότητα να υπάρξει εκείνη η επισφαλής αλλά υπαρκτή όμως ορθολογική συμφωνία των «νοήσεων» που θα έκανε εφικτή την συγκρότηση ενός εντέλει κοινά αποδεκτού επιστημονικού θεμελίου.
Και βέβαια, υπάρχει και το ενδεχόμενο η ίδια η σημειακή-γλωσσική υποστασιακή συγκρότηση τού ανθρώπου [ίσως και των ζώων] να παράγει πάντα μια τέτοια ετερογενοποίηση των ανθρώπινων κοινωνιών στην βάση κοσμοθεωρητικών, υπαρξιακών εντέλει, προσανατολισμών και επιλογών, ώστε εντέλει ακόμα κι αν υπήρχε μια ενιαία-πολύμορφη «κοινωνική επιστήμη» ή «φιλοσοφική επιστήμη» αυτό απλά να μην είχε καμία σημασία:
«Αυτό θέλω να είμαι, αυτό μου αρέσει» ή «αυτό είμαστε, αυτό μας αρέσει» και τελειώσαμε με τις επιστημολογίες και τις επιστήμες φιλάρες.
Τι είναι εκείνο που θα απαγόρευε ακόμα και μια παγκόσμια ομοσπονδία ειρηνικών αταξικών κοινωνιών να είχε στους κόλπους της «ετερογένειες» που δεν θα είχε κανένα νόημα να τις ανάγει κάποιος στην επιστημονική θεώρησή τους;
Εν πάση περιπτώσει, νομίζω εξήγησα τούς γενικότερους λόγους για τους οποίους δεν έπεισα τον εαυτό μου να κάνω ή να παριστάνω ότι κάνω επιστήμη, εφόσον ταλέντο στις μοναδικές επιστήμες που υπάρχουν ακόμα, τις θετικές, δεν είχα, αλλά και διότι έχω έναν ειδικότερο [πολλαπλό] σκοπό, τον οποίο θα σας τον εκθέσω στην επόμενη δημοσίευση..
Ιωάννης Τζανάκος