Ας ελπίσουμε πως τώρα που έχουμε σχεδόν
αγγίξει το τέλος-τελειότητα να τεθούν ξανά τα μορφικά ερωτήματα, ακόμα και στο
επίπεδο της συζήτησης περί «δυνάμεων», το κλασικό «μηχανιστικό» επίπεδο.
Η τελεστικότητα και η επιτελεστικότητα της μηχανής δεν είναι δυνατόν να
ερμηνευθεί φυσικά με την αναγωγή της στο εντός της, σαν να ήταν δυνατόν να
υπάρξει «αεικίνητη-αυτοκίνητη» μηχανή, έστω δυνητικά.
Μπορεί όμως ως
τελεστικότητα να αναχθεί στην πρωταρχική ολότητα της ά-βιας φύσης, εφόσον
περιέχει περισσότερο από το εργαλείο τις τελεστικές και επιτελεστικές δυναμικές
της ολότητας αυτής της πτυχής της συνολικής φυσικής ολότητας (που περιέχει την
ά-βια φύση και όχι όπως η σύνολη φύση και την έμβια).
Δεν είναι τυχαία η αναλογία της μηχανής με την σύγχρονη επιστήμη, όχι μόνον
λόγω του κοινού καπιταλιστικού-νεωτερικού υποβάθρου της γένεσης τους ή μάλλον
της απελευθέρωσής τους από τα προ-καπιταλιστικά προ-νεωτερικά δεσμά (στην
αρχαιότητα υπήρχαν μηχανές που λόγω των προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν
χρησιμοποιούνταν στην παραγωγική διεργασία), αλλά και λόγω της βαθύτερης
αντιστοιχίας της ανώτερης ά-βιας φυσικής λειτουργίας ολοποίησης με κάθε
κοινωνική-διανοητική μορφή που όχι μόνον πραγμοποιεί (εργαλειοποιεί) αυτήν την
λειτουργία, αλλά την μιμείται στην ανώτερη αρχή της.
Η αναγωγή είναι μια
δημιουργική μίμηση ούτως η άλλως.
Η ανώτερη λειτουργική αρχή της ά-βιας ολότητας τείνει ούτως ή άλλως στην
εμβιότητα, η μηχανή είναι μια ολοκλήρωση από την πλευρά του τεχνίτη, του
επιστήμονα και του μηχανικού, αυτής της δυναμικής, όχι κυρίως για να παραχθεί
ζωή, αλλά μια «μίμηση» ζωής που παραμένει στο κατώφλι «λίγο πριν
την ζωή».
Όσο αναπτύσσεται η τεχνολογία τόσο προσομοιάζει με ζώντα οργανισμό.
Εξ΄ού και η
βιο-τεχνική, που δεν πρέπει να ταυτίζεται μόνον με την βιο-τεχνολογία, αλλά
μάλλον πρέπει να εννοηθεί στα πλαίσια μια ευρύτερης μίμησης τόσο της ά-βιας
ύλης στην δυναμική της να γίνει έμβια, όσο και της έμβιας ύλης στον βαθμό που
διατηρεί εντός την ά-βια δυνητικότητα ως μόνιμο μηχανισμό.
Παρά τις
κινηματογραφικές ελπίδες, δεν ποθείται ούτε επιδιώκεται κυρίως να υπάρξει μια
τεχνικά κατασκευασμένη έμβια και τεχνικά υπάρχουσα έμβια αυτο-οντότητα αλλά μια
τεχνικά κατασκευασμένη ά-βια ψεύδο-αυτο-οντότητα που θα υπακούει σε εντολές και
δεν θα ξεπερνά την ά-βια δυναμική προς το έμβιο, αν και θα την διατηρεί σε
συνεχώς εντεινόμενη ανάπτυξη.
Ωστόσο η μηχανή παραμένει το όριο της νεωτερικής φαντασίας και τεχνικής, αν
και δεν ερμηνεύεται ορθολογικά, ούτε οντολογικά ως δώρο και ουσία αυτού που
μιμούμαστε.
Μπροστά σε ένα έντομο, ακόμα και η πιο εκλεπτυσμένη μηχανή μίμησής
του θα παραμείνει ένα μάτσο παλιοσίδερα, όχι μόνον γιατί δεν μπορεί να
ανα-συσταθεί μηχανικά η ζωή, αλλά γιατί σε ένα «βαθύτερο» επίπεδο δεν
είναι σκοπός του πρακτικού αναγωγισμού της μηχανικής δημιουργίας η ανασύσταση
της ζωής αλλά της ά-βιας φυσικής ολότητας σαν να μπορούσε να είναι ζωή.
Αν η
ά-βια φυσική ολότητα «ήθελε» να μείνει στο επίπεδο του «κατωφλιού» ως στέρεα και πάγια οντότητα θα «ήταν» μηχανή.
Από
την άλλη δεν μπορούμε να μην δούμε την μεγαλοφυία της μηχανικής δημιουργίας
ακριβώς εκ του Λόγου της επιλογής να παραμείνει το άβιο στο κατώφλι μόνον του
έμβιου.
Η μηχανική δημιουργία είναι η πρακτική αναγωγή της εργασιακής ουσίας ως
ανώτερης οργανωτικής αρχής του όντος στο επίπεδο της μετάβασης του ά-βιου στο
έμβιο.
Με αυτήν την έννοια δεν είναι τίποτα πιο λάθος απο το να πούμε πως η
μηχανική δημιουργία μιμείται αδιαμεσολάβητα το έμβιο. Μιμείται το άβιο που
τείνει στο έμβιο και χώνει στην κυριολεξία αυτήν την μίμηση στην πράξη μίμησης
των εμβίων.
Η μηχανική δημιουργία είναι μια γνωσιακή πρακτική δράση ολικής αναγωγής,
αναγωγής της εργασιακής-νοητικής ουσίας στην άβια φυσική ολότητα και έπειτα
στην έμβια φυσική ολότητα, αφού έχει προηγηθεί η πρώτη, οντολογικά υπερέχουσα,
αναγωγή.
Αν η ανώτερη οργανωτική αρχή της ολότητας είναι το Όλον της, και αναχθεί σε μια
άλλη οργανωτική αρχή, σε ένα άλλο Όλον μιας άλλης ολότητας, όπως εδώ η ά-βια
φύση, είναι δυνατή και η αναγωγή σε πιο «κοντινούς» αναβαθμούς, λ.χ
τα έμβια/ζώα που βλέπουμε ή απλά και ουσιαστικότερα χρησιμοποιούμε βλέποντας
στην παραγωγή.
Το πραγματικά επικίνδυνο είναι η προσομοίωση αυτή να γίνεται το κυρίαρχο «πρότυπο» της κοινωνικής δόμησης.
Αντίθετα από τους φόβους των
ιδεαλιστών της «αξιολογίας» το πρόβλημα δεν είναι η εργαλειοποίηση.
Μάλλον η εργαλειοποίηση είναι σε τεχνικο-κοινωνικό επίπεδο, αλλά και σε αξιακό
και ταξικό επίπεδο η απάντηση των υποστηρικτών της «ποιότητας-ουσίας»
που λέγεται ζωή απέναντι στην Μηχανή.
Η εργαλειοποίηση είναι μια αρχή αναγωγής στην αυτοτέλεια και τον αυτοκαθορισμό
του έμβιου, και αποτελεί το πλαίσιο της υπαγωγής της Μηχανής στην
αυτοκαθοριζόμενη ζωή.
Η διάκριση «εργαλειακού-κριτικού»
Λόγου, όμως, πέρα από λανθασμένη και ανόητη, κρύβει κάτι:
την συμμαχία του πολιτικού μηχανικισμού με τους συνταξιούχους του ορθολογισμού,
αυτούς που γκρινιάζοντας συνεχώς για την «ανηθικότητα» και το «εργαλειακόν» του νεώτερου Λόγου, τον αφήνουν στο δημιουργικό-τεχνικό
επίπεδο εντελώς ανεξέλεγκτο.
---
Οι περισσότεροι επιστήμονες και φιλόσοφοι δεν θέλουν να σκεφτούν τις
οντολογικές συνέπειες της ύπαρξης των υποτελών τάξεων όσον αφορά την εσωτερική
τους δομή, την λειτουργία τους στο περιβάλλον, αλλά και την ύψιστη παραγωγική
αξία τους.
Παρά την μεσολάβηση των μαρξιστικών, μαρξικών, μαρξοειδών ή ό,τι
άλλο θέλετε, ρητορικών, έχει επικρατήσει μια συγκατάβαση. Μόνον αν δώσει κανείς μιαν (θετικά)-εργαλειακή («αγροτική»)
εικόνα του εργάτη και του απλού τεχνίτη, αλλά και του ίδιου του
αγρότη-παραγωγού, μπορεί να ξυπνήσει τα κοιμισμένα και υπνωτισμένα μάτια τους.
Αλλά και πάλι, θα αμφισβητήσουν την παραγωγική δύναμη της λεγόμενης εργασίας.
Όμως, αν κανείς αναδείξει την οντολογική υπεροχή του εργαλείου, έναντι της
μηχανής και όλων ακόμα των άλλων αναγωγών στο ά-βιο ον, ίσως να τους
ενεργοποιήσει.
Σκοπός δεν είναι, να αμφισβητήσω τις θετικές επιστήμες, τη τεχνολογία
κ.ο.κ.
Θα ήταν κανείς ανόητος να νομίσει πως η ανάδειξη ενός οντολογικού
στοιχείου της παραγωγής, της εργαλειακότητας, μπορεί να σβήσει την αξία, την
δύναμη αλλά και την χρησιμότητα των «θετικών» στοιχείων του «μηχανισμού».
Αυτό που έχει σημασία είναι να δείξουμε την ίδια την μηχανή ως ιστορικό προϊον
της γνωσιακής κυρίως δράσης και εργαλειακότητας, αλλά και σήμερα που έχει
αυτονομηθεί, την ανάγκη διαλεκτικής επιστροφής, με ορθολογικούς-παραγωγικούς
αλλά και αξιο-οντολογικούς όρους, στην εργαλειακότητα.
Τι σημαίνει αυτό;
Επιστροφή στα πράγματα και τα έμβια όντα ως όργανα ζωής. Ένας νέος μορφοκεντρισμός, επιστροφή δηλαδή της μορφικής δημιουργίας.
Ανα-πραγμοποίηση και ανα-εργαλειοποίηση της παραγωγής, επιστροφή της αναλογίας εργαλείου<>σώματος, μέσω του κεντρικού
σχεδιασμού αλλά και μέσω της συνεχούς απλούστευσης του «σύνθετου
της μηχανής».
Αντιμετώπιση της Φύσης ως Δώρου και όχι μόνον ως πόρου.
Τα πράγματα, τα ζώα τα φυτά, ως δώρα της Φύσης, μιας
Φύσης/μετασχηματισμένης/μη-μετασχηματισμένης.
Η εργαλειακότητα-πραγμικότητα, οι μαστορεμένες μορφές αυτού του όντος το
οποίο για τους επιστήμονες και φιλοσόφους είναι απλά μια φλούδα του Κόσμου-
είναι ο κραταιός αφέντης του Κόσμου. Μόνον το παράδειγμα της γελοιοποίησης της μηχανής απέναντι στο μουσικό όργανο
αρκεί για να το δείξει αυτό.
Το
όργανο-εργαλείο του εργάτη και του αγρότη είναι μουσικό όργανο, το
όργανο-εργαλείο του μουσικού είναι εργατικό όργανο.
Οι εργάτες δεν θα σπάσουν τις μηχανές, οι αγρότες τα τρακτέρ, και οι
μουσικοί τα όργανά τους, αλλά θα τα κάνουν μουσικά όργανα της αληθινής, της
περήφανης ζωής τους.
Το πρόβλημά τους, με την συνεχή μηχανικοποίηση και «αφαιρετικοποίηση»
της παραγωγής, και την καταστροφή της ζωής τους στα εργοστάσια, πρέπει να γίνει
η δική μας έμπνευση και το δικό μας θεωρητικο-αναγωγικό λειτουργικό στοιχείο, η
ενοχή μας και η ελπίδα μας, το αντικείμενό μας και η πίστη μας, εφόσον είναι
σπάνιο και εξαιρετικό σήμερα να μιλάς και να σχετίζεσαι (ακόμα και ως
θεωρητικός) με τις οντότητες εκείνες που έχουν εντός τους την ουσία του έμβιου
κόσμου, ειδικά του ανθρώπινου, και μοναδική επίγνωση της Φύσης.
Ας δούμε ένα παράδειγμα φιλοσοφικού-επιστημονικού θέματος που θα έπρεπε να
προβληματίζει:
Οι γενικές ιδιότητες της ύλης δεν μπορούν να αποδοθούν στην συστηματική της
οργάνωση σε επίπεδα-στοιβάδες, τα οποία περιέχει ως ανηρημένα το ανώτερο - ή το
θεωρούμενο ως ανώτερο-, αν δεν περιέχουν ως γενικές ιδιότητες τις ιδιότητες του
ανώτερου.
Όμως με βάση την μέχρι τώρα πραγμάτευση των αναδυσιακών ιδιοτήτων της
ανώτερης στοιβάδας κάθε αναγωγισμός κινδυνεύει να γίνει το ρεντίκολο της
επιστήμης και της φιλοσοφίας, αν και εφόσον αποδίδει απλά και τεμπέλικα τις
ιδιότητες της ανώτερης στοιβάδας στην κατώτερη (ή γενικά στις κατώτερες)
εξετάζοντας το ανώτερο με «αιτιολόγηση» από το κατώτερο, ακόμα κι αν
τεμπέλικα πάλι αποδίδει το κατώτερο στο ανώτερο.
---
Φαντάζεται κανείς, αν περιφέρεται στις διάφορες θεωρήσεις των «συστημάτων» και των αυτοποιητικών διεργασιών, πως η ριζική υλικότητα
που αναδύουν, ακόμα και ως εικόνα, είναι μια λαμπρή και στιλπνή υπερπερίπλοκη «δομή», και δεν φαντάζεται λάθος.
Η ίδια η υλικότητα της «ά-βιας» φύσης χλωμιάζει μπροστά στο θέαμα της ζωντανής ύλης.
Ανακύπτουν συνέχεια θέματα που αφορούν την πραγματική διεργασία των κοινωνικών
μορφών που παρασύρουν την γενική έννοια της υλικότητας στο πλαίσιο αυτό.
Η
υλικότητα ως αναδρομικά εννοούμενη φιλοσοφική κατηγορία ολισθαίνει διαρκώς σε
μια πολυκεντρικότητα, απαραίτητη για την στοιχειώδη συνέχιση της «ύπαρξής» της ως φιλοσοφικής κατηγορίας.
Υπάρχει επίσης, η
παραδοξότητα της διολίσθησης αυτής αν εκτιναχθεί στο μέλλον:
Η όποια εξαντλητική εννοιολόγηση της «ανθρώπινης» ουσίας, για να
αποτελέσει την αναγωγική «αιχμή» της διαλεκτικής θεώρησης,
καταστρέφεται αν κανείς θέσει μπροστά στα μάτια του την αναμενόμενη ποικιλία
των μελλοντικών εξελίξεων.
Όμως υπάρχει ακόμα μια πτυχή των απεικονίσεων που κάνει τα πράγματα ακόμα
πιο παράδοξα και περίπλοκα:
Ο «κόσμος της ζωής» εμφανίζεται έμπροσθέν μας ως ήδη
λαβυρινθώδης, ακόμα κι αν θεωρήσουμε τον λαβύρινθο αυτό ως προϊόν της
καπιταλιστικής «αλλοτρίωσης».
Κόσμοι από μυριάδες ζωές ανοίγονται μπροστά
μας, και οι έννοιες των «τρόπων παραγωγής» δεν φτάνουν για να
αντιληφθούμε την απειρία τους, λες και οι «έννοιες-κατηγορίες» έχουν
υπάρξει για να μας σκοτίσουν τον νου.
Ακόμα κι αν τακτοποιήσουμε τα πράγματα με
μια ανοιχτή ματιά, ακόμα κι αν επιστρατεύσουμε όλες τις νεώτερες εικόνες αυτής
της υπερ-διαδικασίας, αυτού του υπερ-γίγνεσθαι, δεν μπορούμε εύκολα να
αντιληφθούμε την διεργασία αν παραμείνουμε στο δυτικό οχυρό μας, ή ακόμα στο
ελλαδικό μας χωριουδάκι.
Μυριάδες ζωές, ζωές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις έννοιες της
φιλανθρωπίας και του ρατσιστικού ανθρωπισμού που κατέχει τις αναπαραστάσεις των
δυτικών λαών, ζωές που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν ούτε ακόμα στην αριστερή «λαολογία-προλεταριολογία», αλλά ούτε φυσικά στις ψευδο-έννοιες του «πλήθους» που στερούνται τού ποιοτικού προσδιορισμού τής
περιπλοκότητας και του λαβυρινθώδους..
---
Η ανάδυση ενός νέου συμπλέγματος ιδιοτήτων, χαρακτηριστικό των συστημάτων
των έμβιων όντων, δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθεί στην γενική έννοια της
υλικότητας, αν δεν είναι ήδη η έννοια «έτοιμη» να υποδεχθεί το νέο
αυτό σύμπλεγμα.
Μπορεί κανείς να μελετήσει τα συστήματα του ανθρώπινου έμβιου
χωρίς να προβεί σε εξειδικεύσεις της έννοιας της ανθρώπινης υλικότητας αν ήδη
έχει εντάξει αυτή την υλικότητα α) στην υλικότητα «έμβιο» εν-γένει
και β) στην υλικότητα που περιέχει το έμβιο-άβιο ως μέρη της γενικότητάς της.
Έτσι όμως πιθανόν να μείνουν στοιχεία των ειδικών υλικοτήτων εκτός της
έννοιας της Ολότητας, που έτσι παράγεται ως μια ολότητα των κοινών στοιχείων,
ως ψευδο-ολότητα δηλαδή, αγαπημένη στους μεταγενέστερους του Μάρξ
διαλεκτικο-υλιστές, λατρεμένη σε νεο-ορθολογιστές ιδεαλιστές κ.α που θέλουν να
ξεμπερδέψουν με κάθε απειθάρχητο υλικό «επιπλέον» της κοινής
ολότητας-υλικότητας, θέλοντας να το αντικαταστήσουν με τις «ιδέες»
τους, αυτά τα λιμνάζοντα νερά που αντιπροσωπεύουν το νεκρό και θανατερό εν
γένει..
Όμως αυτό το «επιπλέον» των ειδοποιών διαφορών, το πλήθος των
υλικών διαφορών αποτελεί ταυτόχρονα τον πλούτο και την αθλιότητα της ανθρώπινης
ζωής.
Η συμπερίληψή του στην γενική υλικότητα μπορεί να γίνει εφικτή, και είναι
θεμιτή από όσους θέλουν την ορθολογική και διαλεκτικο-επιστημονική πραγμάτευσή
του, αν το γενικό της υλικότητας γίνει το ολικό της υλικότητας.
Ένας ολιστικός
υλισμός είναι ο μόνος υλισμός που μπορεί να συζητηθεί, όπου οι διαφορές όλες
περιέχονται στην ολότητα ως ενεργά μέρη της, ή σε διαρκή παρουσία, ή ως
μεταβαλλόμενα στοιχεία προς μια τελική παγιωμένη σύμπλεξη ιδιοτήτων-μερών της.
Το ίδιο το έμβιο ον στις πρωταρχικές του εκφράσεις, κατά την έναρξη της
εξελικτικής διεργασίας-σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση της ζωής-, δεν είναι
παρά ένα «επιπλέον», ένα εκρηκτικό αυτοποιητικό πλεόνασμα της ά-βιας
ύλης που με την εμφάνισή του μετέτρεψε αυτομάτως την έννοια της υλικότητας,
ακόμα κι αν δεν υπήρχε φυσικά τότε κανείς που να τον αφορούσαν έννοιες!
Όσο όμως αστείο να φαίνεται να φαντάζεται κανείς το θέμα της εννοιολογήσεως
κατά την διάρκεια της γένεσης του έμβιου, δεν θα του φαινόταν καθόλου αστείο αν
συνειδητοποιούσε πως βρίσκεται στην ίδια θέση και σήμερα με τις εμφανίσεις και
τις αναδύσεις των όποιων νέων ιδιοτήτων των συστημάτων, που δεν είναι καθόλου
σίγουρο πως «προβλέπονταν» ακόμα και στις τελειότερες «εννοήσεις» των έμβιων και ανθρώπινων συστημάτων, από «καταβολής» έμβιου κόσμου.
Το ερώτημα που παραμένει είναι, αν φυσικά στραφούμε στο μέλλον -υποθέτοντας
πως το «παρελθόν» το έχουμε εξαντλήσει!-, αν είναι δυνατόν να μιλάμε
τελικά για «υλικότητα», με την γενική της έννοια, και τελικά για «υλικότητα» σε οποιαδήποτε έννοια, εφόσον η ανατίναξη της δυνατότητας
συμπεριληπτικού ορισμού της, και η αντικατάστασή της ως προσδιορισμού από τις «υλικότητες», θα οδηγούσε σε μια παραβίαση του μονισμού, που είναι
μια από τις βασικές αρχές του διαλεκτικού υλισμού, ή και του υλισμού εν γένει.
Μια καλή διέξοδος είναι να δώσουμε βάρος στην διαλεκτική των μεγάλων αντιθέσεων
που δυνητικά ανακύπτουν από τις ρίζες της ίδιας της δόμησης της αυτοποιητικής
διεργασίας, όπως λόγου χάριν η αντίθεση ανάμεσα στην αυτοποίηση την ίδια και
τις συνθήκες της ζωής.
Ενώ η αντίθεση αυτή είναι γενική, και μπορεί να συμπεριληφθεί στους
γενικούς προσδιορισμούς της έμβιας ύλης, λ.χ σαν αντίθεση θεμελίου [εγελιανού ή
μαρξιστικού τύπου]/κωδίκωσης και ανταποκρινόμενου απόλυτα αντίθετα «εξωτερικού» προς την κωδίκωση κόσμου (της συνθήκης)[εγελιανού ή
μαρξιστικού τύπου]-(οι «συνθήκες» ανατρέπουν στην πράξη κάθε
πειθάρχηση και ερμηνεία, ο κώδικας βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τον «εξωτερικό» του κόσμο, εντός ή εκτός του οργανισμού/ εντός ή εκτός
του συστήματος..), μπορεί όμως ταυτόχρονα να γίνει νοητή ως μέρος της
υλικότητας ακόμα και εάν ανατραπεί πλήρως η σειρά της σχέσης θεμελίου-συνθηκών,
όπου οι συνθήκες γίνονται θεμέλιο και το θεμέλιο συνθήκες.
Ακόμα πιο ριζικά,
ανατροπή μπορεί να σημαίνει και κατάργηση των ίδιων των όρων στην ξένωσή τους.
Ο υλισμός αποκτάει μια ευελιξία, και μπορεί να σημαίνει και υλισμό της έκπτωσης
των αλλοτριωτικών όρων με υλικό τρόπο.
Εξάλλου, και μέσα στην ίδια την γενική
εικόνα της συγκρότησης των στοιβάδων, της ανάπτυξης της δηλαδή, η έμβια
υλικότητα συμπεριλαμβάνει την ιδιότητα της «απόρριψης» της «ελευθερίας» των αφομοιωμένων στην ανωτεροποιητική-συνθετική
διεργασία στοιχείων..
---
Η μορφή των ανθρώπινων ενεργειών δεν προσδιορίζεται εύκολα, εφόσον συνήθως
«απορροφάται» από την ουσία τους.
Έτσι λέμε «εργασία», και επιπροσθέτως
μόνον μιλάμε για μορφές της εργασίας, «κοινωνία», και επιπροσθέτως
μιλάμε για μορφές της κοινωνίας κ.ο.κ
Η μορφή λοιπόν, αν και είναι ουσιαστικότερη μερικές φορές από την γενική
ουσία, υποκύπτει στην συμβολική της δύναμη.
Είναι όμως αυτή η αδυναμία να
συζητήσει κανείς καν την σημασία της μορφής των ενεργειών απλώς μια νοητική
αδυναμία;;
Νομίζω το θέμα είναι κάπως περίπλοκο.
Οι γενικότητες και οι αοριστίες των
γενικών εννοιών υποβάθρου είναι λυτρωτικά κενές και γλυτώνουν τους
διαλεγόμενους απο ταλαιπωρίες σκέψης και αδιέξοδα ερμηνείας.
Λέμε «εργασία».
Αν βάλουμε στη σκέψη μας τις
μορφές της θα εμπλακούμε σε μια σειρά από αντιφάσεις που θα μας οδηγήσουν σε
μια αστάθεια όσον αφορά την τοποθέτησή μας στην «καθημερινή» μας ζωή.
Θα παραπέμψουμε το ζήτημα
στις αρμόδιες αρχές, και αυτές με την βοήθεια ειδικών συμβούλων, αγκιτατόρων,
ιεροκηρύκων και γενικών γραμματέων, θα το επιλύσουν σε κάποια μακρόχρονη και
κοπιαστική σύσκεψη.
Όμως επιστρέφοντας στη δουλειά μας θα σκεφτούμε κάποτε: «τι ακριβώς κάνω εδώ;..».
Όλοι, ακόμα και οι πιο ανόητοι
υποστηρικτές του εκάστοτε αφεντικού θα έχουν κάποτε αναρωτηθεί αυτό το πράγμα,
και όχι μόνον ότι αυτή η κουφάλα το αφεντικό τούς πίνει το αίμα.
Ο στοχασμός, ο δύσκολος στοχασμός για την επαναφορά της μορφής, δεν είναι
τίποτα άλλο από ένα στοιχειώδες εργαλείο της εργασιακής-εργατικής ηθικής και
της επαναστατικής αξιολογίας, αλλά και ένα μέτρο και ένας αγώνας για όλες τις
κοινωνικές δράσεις, για όλες τις ανθρώπινες πτυχές. Τα πράγματα δεν είναι
εύκολα.
Η γνώση έρχεται πάλι την ώρα της απώλειας.
---
Η δημιουργία ενός καθολικού Συστήματος είναι, εκτός από δυσ-ουτοπία της
αστικής κοινωνίας, ένα πρακτικό σημείο «ορμής» της ίδιας της αστικής
κοινωνίας σε διάκριση από τις προ-αστικές.
Είναι οι προ-αστικές κοινωνίες Συστήματα; Υπό την έννοια της κοινής
αναγωγής αστικών και προ-αστικών κοινωνιών στο «αυτοποιητικό» βιολογικό
μοντέλο, είναι.
Όμως εδώ τίθεται το θέμα της νοηματικής συγκρότησης των
κοινωνιών, και το ερώτημα αν είναι η ύπαρξη του νοήματος, γενικά, δείκτης
συστημικότητας όταν δεν έχουμε τεχνικό-μηχανικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής
και η κοινωνία παράγεται ως μια ιεραρχική δομή σχετικά «στεγανοποιημένων»
στοιβάδων οργάνωσης.
Σίγουρα η μηχανοποιημένη παραγωγή, σε όποια εκδοχή της
(«σοσιαλιστική» η καπιταλιστική) είναι συμπλεκόμενη ισχυρά με την
ξένωση των υποκειμένων της διεργασίας της απο τα αντικειμενικά τους στοιχεία.
Δεν θα εξετάσουμε εδώ το ενδεχόμενο μιας άλλης μη-ξενωτικής ένωσης, αλλά θα
επιμείνουμε στην αναγκαστικότητα της ξένωσης, για να δούμε τα στοιχεία της
συστημικότητας ως ενδογενή σε αυτό το είδος παραγωγικής οργάνωσης.
Η οργάνωση της νεωτερικής παραγωγής και της νεωτερικής πολιτικής-διανοητικής
σημειακότητας, μπορεί να δημιουργείται σε μια σειρά από εμπειρικές και
βιωματικές πράξεις, εκατομμυρίων ανθρώπων σε διάρκεια χιλιετηρίδων, και να μην
είναι νοητή χωρίς αυτές τις διαδοχικές, σχεδόν άπειρες ροές τους,
αλλά θεμελιώνεται νομοτελειακά στην έμβια δομή και στα εκάστοτε συστήματά της.
Η κριτική της έννοιας του Συστήματος, έχει μιαν άγονη παιδική καταγωγή όταν
σημαίνει την αφελή δυσθυμία απέναντι στην συστημικότητα τής κοινωνικής
πραγματικότητας.
Η
ανάδυση του γενικού μοντέλου κατανόησης και εξήγησης της συστημική περίκλεισης,
όπως και η ενσυνείδητη χρήση της γνώσης αυτής, αντιστοιχεί σε μια μορφή
κοινωνίας χωρίς διαιρέσεις ταξικού χαρακτήρα, και αποτελεί την ουσία της
θεωρητικής και πρακτικής συμμετοχής αυτού του τόσο παρερμηνευμένου όρου του
Μαρξ: των «παραγωγικών δυνάμεων».
Η κριτική αυτού του όρου έχει
καταντήσει πλέον μια ξεκάθαρη αντιδραστική και σκοταδιστική κριτική, που δεν
προσφέρει τίποτα, ούτε προσθέτει «αντι-τεχνοκρατική αυθεντικότητα» σε
αυτούς που την ασκούν. Είναι εξάλλου στοιχείο πια της κυρίαρχης κουλτούρας.
---
Η ύλη απελευθερώνει τον εαυτό της με την γνώση τής αυτοπαραγωγής της, αλλά
και με την διαλεκτική τής μετατροπής της γνώσης των παραγωγικών δυνάμεων σε
ειδική υλιστική Φιλοσοφία. Ο υλισμός στην ενότητά του, αντεπιδρά ως παραγωγική
δύναμη στις μη σχεδιασμένες παραγωγικές δυνάμεις.
Αυτή η αντεπίδραση, η
παράγουσα κυριαρχία του οικονομικού και επιστημονικού σχεδιασμού, είναι εφικτή
δυνητικά ως ολότητα μόνον σε μια αταξική κοινωνία.
---
Το υλικό Είναι υπάρχει σε έναν αέναο κύκλο αυτοκαταστροφής και ανα-δημιουργίας,
κάθε του κατάσταση είναι ένα παροδικό βασίλειο που βαδίζει στον αναπόφευκτο
όλεθρο.
Οι Φιλόσοφοι σεβάστηκαν πάντα αυτήν την δομή του, αν μπορεί κανείς να
μιλήσει τόσο ψυχρά για έναν τέτοιο κλονισμό.
Θέλησαν να την εννοήσουν και να
την «πειθαρχήσουν» άφοβα, έλλογα, αλλά και με δέος.
Υποχώρησαν
συνεχώς στον υποκειμενισμό, για να νικήσουν την θρησκευτική μοιρολατρία και να
σπάσουν τις οντολογίζουσες ρητορικές της εξουσίας αλλά και της «ταπεινής
ύπαρξης», που πάντα φώλιαζαν σε αυτό το φοβερό θέαμα.
Αλλά μπάστα..
Το
ανθρώπινο θράσος έχει και τα όριά του.
Ο σολιψισμός του ανθρώπου έχει
καταντήσει γελοίος, ακόμα κι αν ενδύεται την «ανθρωπολογική»
κατάσταση της υποκειμενικότητας, ακόμα κι αν
έχουμε πήξει στις υποκλίσεις στο «πολλαπλό», θέλοντας ίσως να
κρυφτούμε σε κάποιο ζεστό λαγούμι.
Ο Κόσμος είναι ένας και είναι φοβερός.
Θα συνεχίσει να υπάρχει
μετά από όλα τα υποκειμενικά ενεργήματα. Θα τα καταπίνει όλα μέσα του, και ίσως
θα ρουφήξει και τον ίδιο τον «εαυτό» του.
Ο Κόσμος είναι αιώνιος.
Ο
Κόσμος είναι ωραίος. Είναι σκληρός. Φιλόξενος. Δεν μιλάει.
Δεν έχει γλώσσα.
Ο
Κόσμος δεν πεθαίνει ως όλον, και νεκρώνει κάθε μέρος στην δυναμική του κίνηση.
Δεν θα υπάρξει κανένα ίχνος μας.
Καμία λέξη, κανένα γράμμα δεν θα τον
ονομάσει, και ακόμα και οι διαυγέστερες «εξισώσεις» πάνω του, δεν είναι
παρά ένας ψίθυρος που έχει την αξία που έχει η τελευταία πέτρα πάνω στον
τελευταίο ά-ζωο πλανήτη του αχανούς του...
---
Η παραγωγική ικανότητα ενός υποκειμένου, συλλογικού ή ατομικού, δεν πρέπει
να λαμβάνεται ως ένα υπερ-ιστορικό δεδομένο, όχι μόνον απο τη σκοπιά της
παραγωγής και αναπαραγωγής της ικανότητας καθαυτής, αλλά και σαν κοινωνικός
εξαναγκασμός να είναι αυτή η ικανότητα και το υποκείμενο που την φέρει μια
οντότητα ξενωμένη απο την ίδια την άμεση παραγωγική διεργασία, αλλά και από την
συνολική διεργασία της κοινωνικής παραγωγής.
Για την ακρίβεια, η συνολική διεργασία της παραγωγής είναι ως ξεχωριστή από
τα υποκείμενα της άμεσης παραγωγής, ο όρος της ξένωσης καθαυτός: η «αφηρημένη» κοινωνική αναπαραγωγή είναι συνυφασμένη με την «αφηρημένη» κοινωνική παραγωγή, ως όροι της ξένωσης και ως η ίδια η
διεργασία της ξένωσης.
Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς «μαρξιστές» να ορίζουν ως μιά
υπεριστορική οντότητα την «εργασιακή» ή «εργατική» δύναμη,
και να προβαίνουν σε μαθηματικοποιήσεις προσμέτρησής της, ακόμα και εντός του
μοντέλου τους του «σοσιαλισμού-κομμουνισμού», λες και σε μια τέτοια
κοινωνία θα υπάρχει καν ο όρος της «εργασιακής-εργατικής
δύναμης» σαν να μπορούσε να υπάρχει «από μόνος του» ή έστω όπως υπάρχει στον καπιταλισμό ως αποξενωμένο «αυτάρκες» υποσύστημα καθορισμών.
Οι ατέρμονες συζητήσεις για τον τρόπο μισθιακής αμοιβής των παραγωγών στον
σοσιαλισμό-κομμουνισμό, οι σχολαστικές διαφοροποιήσεις για το είδος της σχέσης
αφηρημένης-συγκεκριμένης, απλής-σύνθετης εργασίας, τον ρόλο της διαφοροποίησης
πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, γίνονται με αποδοχή των δεδομένων αυτών
όρων της ταξικής, και ειδικά της καπιταλιστικής και γραφειοκρατικής, κοινωνίας,
χωρίς να γίνεται ποτέ η υπόθεση πως οι όροι αυτοί, και της υλικής και της
διανοητικής πραγματικότητας, πρέπει και θα καταργηθούν αν έχουμε την τύχη να
περάσουμε ακόμα και σε ένα πρόπλασμα της αταξικής κοινωνίας.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου μα καθόλου σίγουρο πως θα καταργηθούν γενικά οι
διαχωρισμοί, αλλά ο συγκεκριμένος ουσιαστικός τροπισμός τους, που όμως δεν
είναι άσχετος με την ίδια την ύπαρξη των όρων όπως τους ξέρουμε σαν έννοιες και
πραγματικότητες.
Αυτό σημαίνει, πως τόσο η αριστερίστικη υπερ-ουτοπία για μια
άμεση κατάργηση όλων των διαχωρισμών, όσο και ο γραφειοκρατικός «ρεαλισμός»
μιας απλής ανα-κατανεμητικής ανατοποθέτησής τους, δεν είναι παρά οι δύο πόλοι
ενός αδιεξόδου που αναπαράγεται με την αντίθεσή τους.
Ούτε θα πάψει ένα είδος
διαχωρισμών, ούτε θα γίνει μια ψευδο-ριζική μετατροπή τους, εγγυημένη από την «εργατική εξουσία», αν μιλάμε για εργατική εξουσία που οδεύει πραγματικά
σε μια αταξική κοινωνία.
---
Ο συγκεκριμένος υλισμός δεν είναι μια συνηθισμένη κατηγοριοποίηση του
υλισμού.
Ο συγκεκριμένος υλισμός μπορεί να απέχει από τον αφηρημένο υλισμό
περισσότερο από τον «ιδεαλισμό», και αφορά αυτό ακριβώς το οντολογικό
θεμέλιο.
Ο άνθρωπος δεν είναι μια σταθερή, αναλλοίωτη και ακμάζουσα πάντα,
παραγωγική μονάδα.
Η εικόνα του ως ενός δημιουργικού υποκειμένου που «παραδίδει'» ομαλά
το «κεφάλαιό» του σε κάποια «επόμενη γενιά» αφού έχει
ολοκληρώσει μια δυναμική ενέργεια, είναι η εικόνα ενός μη υπαρκτού όντος με την
χειρότερη έννοια του μη υπαρκτού..
Μέσα σε 2 δεκαετίες έντονης παραγωγικής δράσης, κάθε μισθωτός παραγωγός ή
μικρο-ιδιοκτήτης παραγωγός έχει «δαπανήσει» το μεγαλύτερο μέρος της
ικμάδας του, φορτωμένος με σωματικές ή ακόμα και ψυχικές ασθένειες.
Αν τώρα αντιμετωπίζεται από την κοινωνία και τον «εαυτό» του ως
υποχρεωμένος να τα δώσει όλα, και να πεθάνει αγωνιζόμενος, χωρίς να πετυχαίνει
πολλά πράγματα αλλά και εμποδίζοντας τους νεώτερους να προκόψουν και να
καταλάβουν πόστα και λειτουργίες, αυτό είναι πρόβλημα.
Το πρόβλημα δεν είναι η ομαλή απόσυρση μετά απο σταθερή δουλειά και
προσφορά, αλλά η μη απόσυρση, και μάλιστα με ψυχαναγκαστικούς
όρους-εσωτερικευμένους.
Η σοσιαλιστική κοινωνία θα είναι εκτός από ανώτερη κοινωνικο-παραγωγική
διεργασία μια απενοχοποίηση της γρήγορης απο-κοινωνικοποίησης της διεργασίας
αυτής σε σχέση με την ατομική ύπαρξη.
Η απενοχοποίηση της Σύνταξης και της
αργίας μετά από δεκαετίες δουλειάς είναι στοιχειώδης όρος της σοσιαλιστικής
εργασιακής αξιοπρέπειας.
Η ίδια η έννοια της παραγωγής πρέπει να σχετικοποιηθεί
μέσα στην Ολότητα των συγκεκριμένων προσδιορισμών της ανθρώπινης ζωής, όπως η
ίδια σχετικοποίησε κατά την φάση της κυριαρχικής της ανάδυσης όλους τους άλλους
προσδιορισμούς.
---
Η εικόνα τής συσχέτισης των ανθρώπινων στοιχείων τού ανθρώπινου με τα
γενικά στοιχεία που συγκροτούν μιά ζωϊκότητα (ή γενικά μία πραγμικότητα) είναι,
ως εικόνα, συγκροτημένη με την ίδια συνθετικότητα που είναι συγκροτημένο το
εικονιζόμενο.
Δεν μπορεί να ανακαλυφθεί ένα είδος εικόνας που θα ήταν
απρόσμικτο από ζωϊκές ή πραγμικές ποιότητες.
Δεν είναι δυνατή ούτε μιά
εικονικότητα αμιγώς ανθρωπική, ούτε μιά εικονικότητα αμιγώς ζωϊκή ή πραγμική.
Η
ίδια η εικονικότητα είναι καθορισμένη ως ένα σύνθεμα όλων των διαστάσεων που
έχουν το όνομα του πραγματικού και ως ολικό σύνθεμα δεν μπορεί να αναχθεί στο
ένα ή το άλλο στοιχείο που το συγκροτεί.
Όμως θα μπορούσε κανείς να πει πως το
ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι είναι προσδιορισμένο ως υποστασιακά ανθρώπινο αφού
στην συγκεκριμένη υποστασιακότητα τού ανθρώπου συνυπάρχει τόσο ο ζωϊκός (ή
πραγμικός) καθορισμός όσο και ο αμιγώς ανθρώπινος.
Ο άνθρωπος ως υπόσταση δεν είναι κάτι το αμιγώς ανθρώπινο αλλά ένα σύνθεμα
αμιγώς ανθρώπινων στοιχείων με άλλα στοιχεία που υπάρχουν σε άλλα ζώα ή στα
ίδια τα πράγματα ως ά-βια.
Η διαφοροποίηση της εικονικότητας ως συνθέματος με την ανθρώπινη υπόσταση
(ως σύνθεμα) έχει να κάνει με την ιδιαίτερη συγκρότησή της ως ανθρωπικής αρχής
που ενώνει την ανθρωπινότητα με την ζωϊκότητα-πραγμικότητα.
Έτσι η ανθρώπινη
υπόσταση εκφράζει την γενικότητα της σύνθεσης των στοιχείων, η γλωσσικότητα την
συγκεκριμένη ενότητα των ανθρωπικών στοιχείων με τα ζωϊκά-πραγμικά από την
σκοπιά της κυριαρχίας των ανθρωπικών, ενώ η εικονικότητα την συγκεκριμένη
ενότητα των ανθρωπικών στοιχείων με τα ζωϊκά-πραγμικά από την σκοπιά της
ισοδύναμης ενότητάς τους.
Δεν είναι τυχαίο πως ο διαλεκτικός υλισμός ως θεώρηση
ενότητας και διάκρισης τού φυσικού και ανθρώπινου καθορισμού χρησιμοποίησε ως
γνωσιο-οντολογικό όρο την έννοια της αντανάκλασης, έναν εικονιστικό
προσδιορισμό, που εκφράζει την ισορροπία τους, και όχι έναν όρο που θα έδειχνε
αναφορικότητα προς τον προσδιορισμό τής γλωσσικότητας.
Η ισορροπία που περιέχει
η εικονικότητα ως σύνθεμα φυσικού και ανθρώπινου, πάντα υπό την ηγεμονία του
ανθρώπινου, αποτρέπει από στοχαστικές σκέψεις που απαρνιούνται τον έναν ή τον
άλλο βασικό καθορισμό χωρίς ωστόσο να σημαίνει μια γενική ισορροπία όπως αυτή
που θα εκφράζονταν από έννοιες που θα περικλείονταν σημασιολογικά στην υπόσταση
ή υποστασιακότητα του ανθρώπου.
Αυτό το γεγονός κάνει το πεδίο τής εικονικότητας ένα προνομιακό πεδίο της
πάλης για το νόημα των γεγονότων και των συμβάντων της ανθρώπινης ζωής.
Δεν
υπάρχει μόνον μιά ιδεο-λογική ή νοηματική διαμεσολάβηση της εικονικότητας αλλά
και η διαμεσολάβηση που σημαίνει την ίδια καθ'εαυτή την εικον(-ιστ)ική
διαμεσολάβηση της εικονικότητας.
Με τον ίδιο τρόπο η εικονικότητα μπορεί να
γίνει η διαμεσολάβηση κρίσης των νοημάτων-ιδεών-αξιών..
---
Η λειτουργία του ορίου στους όρους που συγκροτούν το εντός και το εκτός τής
οντότητας που οριοθετείται το καθιστά θεμελιακό συντελεστή τόσο της
εσωτερικότητας όσο και της εξωτερικότητας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το όριο είναι στην πραγματικότητα ο
διαμορφωτής τους και όχι το αντίθετο.
Αυτό όμως έχει συνέπειες που αφορούν την
ανάλυση της δομής τής πραγματικότητας και τής ίδιας τής έννοιας της
πραγματικότητας.
Η υλική πραγματικότητα παρουσιάζεται ως δεδομένη και είναι δεδομένη εφόσον
μιλάμε για την μη-έμβια φύση.
Όταν όμως μιλάμε για τον κόσμο του έμβιου δεν
υπάρχει υλική πραγματικότητα ως δεδομένη γενικά.
Κάθε αλληλεπίδραση μεταξύ των εμβίων και των εμβίων με τον μη-έμβιο κόσμο
σημαίνει αλληλοκαθορισμό και αλληλοδιείσδυση των αντικειμενικών με τους
υποκειμενικούς όρους της πραγματικότητας. Η «αντικειμενική πραγματικότητα» των υλιστών του 19ου και 20ου
αιώνα ως έννοια που επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί για να σπάσει ο
αλληλοκαθορισμός και η αλληλοδιείσδυση των αντικειμενικών με τους
υποκειμενικούς όρους με την δημιουργία μιας εντελώς δεδομενικής πραγματικότητας
πέρα από το υποκείμενο δεν σήμαινε τίποτα άλλο από μια ακόμα υποκειμενική
αντίληψη που είχε αντικειμενική πραγματικότητα τις συγκεκριμένες ιστορικές
ανάγκες που κάλυπτε όπως όπως.
Δεν ερευνήθηκε η αντικειμενικότητα του υποκειμένου αλλά απλά θεωρήθηκε το
πολύ μια διαθλαστική παθητικότητα της «εξωτερικής» πραγματικότητας.
Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι πως κατασκευάστηκε μια ίσως από τις
απλοϊκότερες και χονδροειδέστερες εικόνες της οριακότητας ως τρόπου συγκρότησης
της ίδιας τής πραγματικότητας.
Η εσωτερικότητα που οριοθετεί, η τυπική
παραδοσιακή μεταφυσική κατασκευή, αντικαταστάθηκε από την εξωτερικότητα που όχι
μόνον οριοθετεί αλλά και κυριαρχεί την εσωτερικότητα.
Φυσικά η ανάγκη για μια
θεωρία του ανθρώπινου υποκειμένου δεν μπορούσε παρά να καλυφθεί.
Και καλύφθηκε
με τον γνωστό σχολαστικό τρόπο.
Η ωμότητα των διαχωρισμών συνοδεύτηκε από την
λεπτολογία των διακρίσεων.
Αυτό που δεν εξετάζεται τόσο στον υλισμό όσο και
στις άλλες νεωτερικές αντιλήψεις είναι η μεταβατικότητα του ορίου, του
περάσματος, ως συγκροτητικού όρου της κάθε έμβιας πραγματικότητας.
Η
πραγματικότητα των εμβίων ούτε είναι γενικά αντικειμενική ούτε επινοείται
γενικά ως νόμος.
Η συγκεκριμένη λειτουργία της αφορά πάντα την υποκειμενική
διαμεσολάβησή της.
Η οριακότητα αυτής της διαμεσολάβησης είναι η ίδια η
διαμεσολάβηση, ή μάλλον το σύνολο των διαμεσολαβήσεων.
Το υποκείμενο είναι το
όριο και το πέρασμα, και το όριο-πέρασμα είναι η πραγματική πραγματικότητα.
Αυτό που δυσχεραίνει την κατανόηση τής υποκειμενικής συγκρότησης τής έμβιας
πραγματικότητας ως ουσίας της πραγματικότητας είναι πως αυτή εννοείται συνήθως
ως «ατομική».
---
Κάποιες περιεκτικές ιδέες για τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής δεν επαρκούν
όσο δεν τίθεται το θέμα της ίδιας της παραγωγής ως ολότητας.
Η εξουσία των παραγωγικών σχέσεων είναι διαμεσολαβημένη από την ολότητά
τους που τις καθιστά κυρίαρχες πριν ακόμα τεθεί το θέμα της όποιας εξουσίας θα
τις επικυρώσει και θα τις επιβεβαιώσει πρακτικά.
Η εικόνα που έχουμε στη νόηση
για αυτές τις σχέσεις ως συγκροτημένη ολότητα προκύπτει συνήθως από την εικόνα
της μετάβασης από την προ-καπιταλιστική ολότητα (της παραγωγής) σε μια άλλη
διαφορετική είτε αυτή είναι καπιταλιστική η σοσιαλιστική. Οι λανθασμένες εικόνες που έχουμε αποκτήσει για την ριζική ολική αλλαγή
προκύπτουν και από αυτό το ιστορικο-θεωρητικό γεγονός.
---
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου