1.
Οι αστοί οικονομολόγοι, οι
φιλάνθρωποι δημοκράτες, ο Πάπας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ίσως όλοι σχεδόν
οι Ιμάμηδες και Μουλάδες, και πάνω από όλα οι εναπομείναντες «στοχαστές» τού
ηθικού ανθρωπισμού, οι ορθολογιστές και οι μετριοπαθείς «διαφωτιστές» τής
«ανανέωσης», όλοι αυτοί μαζί οι απατεώνες τής αστικής κοινωνίας, φρίττουν και
σχίζουν τα ρούχα τους όταν μαθαίνουν άλλη μια φορά έκπληκτοι ότι κάπου
διαπιστώθηκε άλλο ένα φαινόμενο δουλείας, δουλικής εργασίας, παρά την πρόοδο
που έχει επιτευχθεί στον πλανήτη.
Είναι αλήθεια ότι η «δομική
δεσπόζουσα» τής καπιταλιστικής μορφής τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας στον
σημερινό κόσμο [ακόμα και όταν μιλάμε για απομονωμένες οροσειρές στο Αφγανιστάν
-αν και έχω επί αυτού κάποιες αμφιβολίες] είναι η κυριάρχηση των υποκειμενικών
όρων τής εργασίας χωρίς την ταυτόχρονη κυριάρχηση των υποκειμένων-ως-φορέων
αυτών των υποκειμενικών όρων.
Αυτή η «δομική δεσπόζουσα»
όμως σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται ως ένας απόλυτος και αδιαμφισβήτητος
κανόνας στον βαθμό εκείνο που θα απέκλειε κάθε μορφή κυριαρχίας η οποία θα
θεμελιώνονταν σε μια κυριαρχική [«εξωοικονομική»] δέσμευση των φορέων των
υποκειμενικών όρων τής εργασίας ως φορέων, ως σωματικών περιβλημάτων δηλαδή
αυτών των υποκειμενικών όρων τής εργασίας.
Το ίδιο το Κεφάλαιο δεν
εμφορείται ως κοινωνική και οικονομική υποκειμενικότητα-και-αντικειμενικότητα
από κανένα «έλεος» απέναντι στους φορείς των ιδιοτήτων και όρων που το
«ενδιαφέρουν», όπως ο βρυκόλακας δεν εμφορείται από κανένα «έλεος» απέναντι
στον φορέα τού αίματος που τον ενδιαφέρει.
Στην πραγματικότητα, ούτε το
Κεφάλαιο ούτε ο Βρυκόλακας αγαπάνε ή μισούνε.
«Διψάνε» για την ζωή των
άλλων, διότι αυτή είναι η «υπόσταση» τους.
Η «δομική δεσπόζουσα» τού
Κεφαλαίου, όσον αφορά στην σχέση του με την ζωντανή εργασία και τους φορείς
της, είναι να απομυζά μεν την εργασιακή και καταναλωτική ενέργεια που υπάρχει
«εντός» των φορέων τής εργασίας, χωρίς όμως να χρειάζεται να τους δεσμεύει ως
φορείς καθαυτούς -- λόγου χάριν σε μια δουλοκτητική ή φεουδαλική σχέση.
Αν ωστόσο υπάρξει «έκτακτη
ανάγκη» το Κεφάλαιο να συνεχίσει να υπάρχει ως Κεφάλαιο, αν ο καπιταλιστής
βρίσκεται σε «αδιέξοδο» ως προς την συνέχιση τής κίνησης, άρα και ύπαρξης τού
Κεφαλαίου «του», ή αν το αστικό κράτος χτυπήσει τον συναγερμό περί τής
«εξαφάνισης τού έθνους», εννοώντας την πιθανή εξαφάνιση τής κερδοκονόμας των
πατριωτών καπιταλιστών, τότε το Κεφάλαιο και οι πολιτικοί υπηρέτες του,
ανακαλύπτουν κάθε μορφή εξωοικονομικής δέσμευσης των φορέων τής ζωντανής
εργασίας ως πιθανά «χρήσιμη».
Δεν υπάρχει τίποτα «εντός»
τού Κεφαλαίου που να ορίζει ως ηθικά ή αντικειμενικά/δομικά [εξωηθικά]
«απαγορευμένη» την μετάβαση σε μια υβριδική/«παραβατική» και-καπιταλιστική
και-ημιδουλοκτητική μορφή υπαγωγής τής ζωντανής εργασίας.
Αντίθετα, πάντα υπάρχει στην
καπιταλιστική «φαρέτρα» εναντίον τής ζωντανής εργασίας και των υποκειμένων της,
και μάλιστα ως «οργανικό στοιχείο» της, η εφεδρική δυνατότητα μετάβασης σε μια
υβριδική «ταυτόχρονα»>>εξωοικονομική-οικονομική κυριαρχική-εκμεταλλευτική
υπαγωγή της.
Εκτός όμως αυτών των ούτως
ειπείν «ακραίων» αντιδραστικών δυνατοτήτων σε σχέση με την υπαγωγή τής ζωντανής
εργασίας στο ιδιωτικό Κεφάλαιο, το Κεφάλαιο στην συνολική κοινωνική μορφή του,
ως δυνάμενο να υπάρξει ως «συνολικό εθνικό-ή-υπερεθνικό Κεφάλαιο», ως Κεφάλαιο
«πέραν» των άμεσων ιδιωτικών εκφράσεων ή υποστασιοποιήσεών του, ως ακραία
αφαίρεση η οποία όμως έχει υπάρξει σε «στιγμές» σύγκρουσης με άλλα «συνολικά
Κεφάλαια», το Κεφάλαιο ακόμα και ως αφηρημένο εθνικό-ή-υπερεθνικό Κράτος,
παρουσιάζει αυτές τις οργανικά παρούσες «εντός» «του» «παραβατικές» δυνατότητες
«του», ως στοιχεία τής βαθύτερης διαχρονικής [όσο υπάρχει] ουσίας του.
Αυτή λοιπόν η βαθύτερη
εκμεταλλευτική ουσία τού βρυκολακισμού, τού ζομπισμού, τής απανθρωπιάς και τού
συστημικού διωγμού τού συλλογικού-και-ατομικού εργαζόμενου υποκειμένου, που
είναι το Κεφάλαιο, συναπαρτίζεται:
Και 1) από την «αφαίρεση» που χαρακτηρίζει όλες τις ταξικές
κοινωνίες: και το Κεφάλαιο είναι «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος»
εκμεταλλευτικός συντελεστής επί των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων
ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας,
Και 2) από την «αφαίρεση» τής ειδικά
εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής διαμεσολάβησης τής «ζωντανής εργασίας» από την
γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής
ανταλλακτικής αξίας.
Και 3) από την αφαιρετική δυνατότητα που υπάρχει «οργανικά»
«εντός» «του»: για «χρήση» ακόμα και άμεσων εξω-οικονομικών εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών
μεθόδων υπαγωγής τής εργασίας και ευρύτερα τής ανθρώπινης-και-ζωϊκής ζωής.
2.
Η ειδική
καπιταλιστική «πολλαπλότητα των καθορισμών» που συγκροτεί το ένα συντακτικό
«μέρος» τής ολότητας των «πολλαπλότητας των καθορισμών» τού Κεφαλαίου, δεν
μπορεί να νοηθεί ως υπερισχύουσα ή καθορίζουσα [εντός αυτής τής «ολότητας»] σε
σχέση με το άλλο συντακτικό «μέρος» αυτής τής ολότητας που αφορά στην
«πολλαπλότητα των καθορισμών» που ισχύουν σε κάθε εκμεταλλευτική κοινωνία.
Αντίθετα, στον καπιταλισμό
υπάρχει μάλλον μια παράξενη ή παράδοξη ταυτότητα/ταύτιση συγκεκριμένων ειδικών
στοιχείων εντός των ειδικών «πολλαπλών καθορισμών» του, με την «πολλαπλότητα
των καθορισμών» που συγκροτούν την γενολογική [εν γένει] «πολλαπλότητα των καθορισμών»
των «ταξικών εκμεταλλευτικών κοινωνιών», την οποία [ταυτότητα/ταύτιση] πρέπει
να εξετάσουμε με προσοχή και να δούμε τι μπορεί να σημαίνει από την σκοπιά τής
εργατικής διαλεκτικής.
Ας δούμε πως γίνεται αυτό:
Η κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμενικών όρων τής
εργασίας ως το ένα «μέρος» τής εκμεταλλευτικής-ταξικής κυριαρχίας [το άλλο
είναι η κυριάρχηση-κατοχή των αντικειμενικών-εμπράγματων όρων τής εργασίας],
δεν πρέπει να ταυτίζεται με την [υπαρκτή ή μη-υπαρκτή, ανάλογα με το είδος τής
ταξικής κοινωνίας] κυριάρχηση των [ανθρώπινων-ή-ζωϊκών] υποκειμενικών φορέων
τής εργασίας ως φορέων.
Η μη-ταύτιση αυτή δεν
σημαίνει απόλυτη διαφορά-ετερότητα στον εννοιακό-και-οντολογικό[-οντικό]
καθορισμό αυτών των εννοιών/καταστάσεων, αλλά [σημαίνει] διαφορά-ετερότητα
«μεταξύ» τους ως προς την εννοιακή/οντολογική[-οντική] σχέση τους με την
γενικότερη αφαίρεση [γενικό «δομικό πυρήνα»] που συγκροτεί όλες τις
«εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες».
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η
πιθανή κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας ως φορέων τής εργασίας,
όπως γίνεται με την δουλεία, δεν σημαίνει ότι ο «σκοπός» της είναι κάτι άλλο
από την κυριάρχηση-κατοχή εντέλει των υποκειμενικών όρων τής εργασίας, απλά
αυτή η κυριάρχηση-κατοχή [η οποία όπως είδαμε αποτελεί το ένα ουσιαστικό σκέλος
τής ταξικής εκμεταλλευτικής Κυριαρχίας] μπορεί να γίνει «είτε με- είτε χωρίς»
την κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας ως φορέων τής εργασίας
[ουσιαστικά ως φορέων των υποκειμενικών όρων τής εργασίας].
Στον καπιταλισμό η «δομική
δεσπόζουσα» [«του»] είναι η κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας μόνον
ως [υποκειμενικών] όρων αυτής τής εργασίας, και όχι η κυριάρχησή τους ως
υποκειμενικών όρων τής εργασίας μέσω τής κυριάρχησής τους ως φορέων [η
δουλεία βέβαια δεν απαγορεύεται απόλυτα, είναι «παρούσα» ήδη από την εκκίνηση
του καπιταλισμού].
Βλέπουμε όμως, ότι, αυτό
ειδικά το «μόνον», στον «βαθμό» που υφίσταται ως ένα ειδικό συγκροτητικό
στοιχείο τού Κεφαλαίου, σηματοδοτεί μια ταύτιση τού καπιταλιστικά «ειδικού» με
το γενικό-γενολογικό [εν γένει] τού γενικού κανόνα των «εκμεταλλευτικών-ταξικών
κοινωνιών».
Ο καπιταλισμός δια τού
Κεφαλαίου, είναι σαν να έχει «κατακτήσει» μιαν άμεση συγκροτητική σχέση με τον
αφηρημένο κανόνα που συνέχει κάθε εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία χωρίς να
χρειάζεται τρόπον τινά να «έχει» άλλους ειδικότερους καθορισμούς για να τον
«συνέχουν» ειδικά.
Αξιοσημείωτη ταυτότητα
καθορισμών, και δύναμη απορρέουσα από την γενικότατη αφαίρεση καθαυτή.
3.
Όπως είδαμε, όταν εξετάζουμε
ένα [ιστορικό] είδος «εκμεταλλευτικού ταξικού συστήματος», και θέλουμε να
ορίσουμε με μια σχετικά επαρκή ακρίβεια την «ουσία» ή τον «δομικό πυρήνα» του,
ή μάλλον το αφηρημένο πλαίσιο τής δομής του, τότε είμαστε αναγκασμένοι να
ανασύρουμε και την γενική-αφηρημένη «ουσία» ή τον γενικό-αφηρημένο «δομικό
πυρήνα» που συγκροτεί κάθε «εκμεταλλευτικό ταξικό σύστημα».
Η συνσυγκρότηση αυτών των δύο
αφηρημένων «δομών» είναι αυτή στην πραγματικότητα που αποτελεί τον εκάστοτε
«δομικό πυρήνα» ενός «εκμεταλλευτικού ταξικού συστήματος»:
Η γενική αφηρημένη δομή που
συνέχει όλες τις εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες σε σύνθεση με την
ειδική αφηρημένη δομή που συνέχει την κάθε ξεχωριστή εκμεταλλευτική ταξική
κοινωνία ως ειδική εκδοχή ή μορφή.
Η «σύνθεση» αυτή όμως δεν
είναι «σύνθεση» ενός «αφηρημένου» με ένα «συγκεκριμένο», όπου το «συγκεκριμένο»
πρέπει έχει την υποτιθέμενη «αγία χάρη» τού χυδαίου βιταλιστικού υλισμού, ενώ το «αφηρημένο» το ανάθεμα του.
Η «σύνθεση» που επιτελείται
σε κάθε μια ειδική «εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία» είναι «σύνθεση» δύο
αφηρημένων: ενός γενικού-αφηρημένου [=γενικός κανόνας των εκμεταλλευτικών
ταξικών κοινωνιών] και ενός ειδικού-αφηρημένου [=ειδικός κανόνας των
εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών], όπου και τα δύο «αφηρημένα» [οι δύο
«δομικοί πυρήνες»] έχουν το ίδιο «φορτίο» συγκεκριμενότητας.
Η εκάστοτε/ενική ιστορική
μορφή «ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας», είναι το «ίδιο»
συγκεκριμένος-και-αφηρημένος καθορισμός με την γενική μορφή όλων των «ταξικών
εκμεταλλευτικών κοινωνιών».
Ας επιστρέψουμε στο κυρίως
θέμα μας:
Η αναζήτηση ενός επαρκούς
θεωρητικού προσδιορισμού τού «πολλαπλού» μεν αλλά ωστόσο «στενού» «δομικού
πυρήνα» τού Κεφαλαίου [σύμφωνα με θεωρητικούς όρους που σκιαγραφήσαμε σε
προηγούμενες δημοσιεύσεις], σημαίνει βάσει των παραπάνω την αποδοχή ότι τούτος
ο κεφαλαιοκρατικός «δομικός πυρήνας» θα «περιέχει» ως στοιχεία τού «πολλαπλού»
«του» και τον γενικό αφηρημένο καθορισμό των «εκμεταλλευτικών ταξικών
κοινωνιών», ο οποίος με την σειρά του «περιέχει» μια πολλαπλότητα καθορισμών.
Όπως βλέπετε, πολλές
«πολλαπλότητες» καθορισμών μαζεύονται, και να δούμε πως θα τα βγάλουμε πέρα.
Υπάρχει ένα μικρό μπαρόκ
εκμεταλλευτικών και ειδικά καπιταλιστικών «πολλαπλοτήτων» που αν και είναι
αρκετά συγκεντρωμένο σε ένα και μόνο «στενό» δομικό έργο, είναι ήδη «αρκετό»
για να μη χαλάμε τον χρόνο μας σε βεμπεριανές και νεοεγελιανές αερολογίες.
4.Η αφηρημένη δομή όλων των
εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών, δεν συγκεκριμενοποιείται από μιαν ειδική
δομή ανά «έκαστο» ειδικά-δομικά διαφορετικό εκμεταλλευτικό ταξικό σύστημα ωσάν
«αυτό» [το έκαστο] να αποτελούσε μιαν άρση/απο-αφαιρετικοποίηση «αυτής» τής
αφηρημένης δομής:
Η αφηρημένη δομή τής
εκμεταλλευτικής κοινωνίας ως εν γένει συναρτάται με την εκάστοτε και «εξίσου»
αφηρημένη δομή κάθε ξεχωριστής ειδικής δομικής εκδοχής «εκμεταλλευτικής ταξικής
κοινωνίας».
Αυτή η «επισήμανση» [ως
υπόθεση φιλοσοφικής εργασίας δική μου, στον τρόπο που εκφράζεται], σημαίνει ότι
ο καπιταλισμός, ήτοι το Κεφάλαιο ως ειδικό σύστημα εκμεταλλευτικών παραγωγικών
σχέσεων-δυνάμεων, αν και διαφέρει σημαντικά από τα υπόλοιπα εκμεταλλευτικά
συστήματα, σε «βαθμό» να φαίνεται ότι έχει «ξεκόψει» από τον γενικό τους πλαίσιο,
σαν να είναι «κάτι» εντελώς ετερογενές σε σχέση με την «υπόλοιπη» ανθρώπινη
ιστορία και τα εκμεταλλευτικά συστήματα που αυτή «περιείχε», ωστόσο δεν έχει
«ξεκόψει» καθόλου από τον «γενικό κανόνα» τους, από την γενική αφαίρεση που
όπως είπαμε στην αρχή τα προσδιορίζει.
Μα θα πούνε, παραμένει όντως,
ακόμα, ο γενικός εκμεταλλευτικός «γενικός κανόνας» τής Κυριαρχίας και τής
Κατοχής των υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων τής ζωντανής εργασίας; όπως
τον ορίσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση;
Ο κανόνας αυτός, ως ο
γενικότατος αφηρημένος καθορισμός των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών, δεν
σημαίνει ότι υφίσταται πάντα ταξική-εκμεταλλευτική Κυριαρχία-και-Κατοχή επί των
υποκειμενικών-ανθρώπινων ή και υποκειμενικών-ζωϊκών φορέων τής εργασίας,
αλλά ότι υφίσταται πάντα [σε όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα]
ταξική-εκμεταλλευτική Κυριαρχία-και-Κατοχή επί των υποκειμενικών όρων
τής εργασίας.
Εννοείται ότι σε κάθε
περίπτωση στις εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες υπάρχει/υφίσταται ολιγαρχική
[ατομική-κρατική] Κυριαρχία-και-Κατοχή των αντικειμενικών όρων τής εργασίας
[μέσα παραγωγής, πόροι, πρώτες ύλες κ.λπ].
Ανακεφαλαιώνοντας και
διευκρινίζοντας περαιτέρω:
Αυτό που παραλλάσσει, κυρίως
σε σχέση με τον καπιταλισμό [ή το σύστημα τού Κεφαλαίου], δεν είναι τόσο αν
υπάρχει η τάδε ή η δείνα μορφή εκδοχή ολιγαρχικής-ιδιωτικής/κρατικής
Κυριαρχίας-και-Κατοχής επί των αντικειμενικών όρων τής εργασίας, εφόσον
σε όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα υπάρχει πάντα μια «τέτοια» γενική μορφή
Κυριαρχίας-και-Κατοχής [επί των αντικειμενικών όρων], αλλά [αυτό που παραλλάσει
είναι] αν υπάρχει ή όχι Κατοχή-και-Κυριαρχία επί των υποκειμενικών φορέων τής
εργασίας, ενόσω όμως δεν θίγεται ποτέ η Κατοχή-και-Κυριαρχία επί των
υποκειμενικών όρων τής εργασίας «τους». Δεν πρόκειται για
«λεπτομέρεια» που θα ενδιέφερε μόνον σχολαστικούς.
---
5.
Το Κεφάλαιο δεν αποτελεί μόνον έναν γενικό «Κυρίαρχο-και-Κάτοχο» των
αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας.
Αυτός ο ορισμός του, δεν
είναι άλλος από τον γενικό και αφηρημένο ορισμό τής ταξικής εκμετάλλευσης τής
εργασίας «από όλα» τα υπάρχοντα [στο παρελθόν ή το μέλλον] ταξικά ιεραρχικά
συστήματα, και ως τέτοιος [ορισμός] είναι μεν ορθός στην γενικότητά του αλλά
«κενός» όταν «χρησιμοποιείται» για να οριστεί ο ίδιος ο καπιταλισμός ως
ιστορικά ειδικό σύστημα εκμετάλλευσης.
Στην πραγματικότητα, και για
τα άλλα ταξικά συστήματα, ο ορισμός αυτός είναι «κενός» πέρα από την
γενική-αφηρημένη «αλήθεια» του, αν δεν «πλαισιωθεί» από την εννοιολόγηση τής
ειδικής υπόστασης τού εκάστου συστήματος [εκμετάλλευσης].
Η ειδική ιστορική μορφή
εκμετάλλευσης και καταπίεσης που εκφράζει το Κεφάλαιο, «δια-λειτουργεί» μια
διαμεσολάβηση τής «ζωντανής εργασίας» από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»]
χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας, στο πλαίσιο πάντα τού
γενικού όρου τής Κυριαρχίας που μόλις παραπάνω σας παραθέσαμε.
Βλέπετε;
Βρισκόμαστε σε μια «ισορροπία
τρόμου» όσον αφορά στην συγκρότηση ενός ειδικού, άρα ουσιαστικότερου ορισμού
των «πραγμάτων». Μεταξύ μιας γενικότητας που
είναι όμως αληθινή, και μιας ειδικής υποστασιοποίησής της που είναι κι αυτή
αληθινή, βρίσκεται η διακινδύνευση τού «ορισμού».
Μόλις τώρα «ζητήσαμε» έναν
ειδικότερο προσδιορισμό ενός ειδικού ταξικού συστήματος για να «ξεφύγουμε» από
την αοριστία τού γενικού ορισμού που ισχύει για κάθε ταξικό σύστημα, και
βρίσκοντας έναν ούτως ειπείν «καλύτερο» ως ειδικό ορισμό του, κινδυνεύουμε από
τον αντίστροφο κίνδυνο, να «ξεχάσουμε» τον γενικά ισχύοντα ορισμό κάθε ταξικού
συστήματος.
Το ζήτημα δεν είναι
«σχολαστικής φύσεως», και δεν θα έπρεπε να το λέω αυτό σε ανθρώπους που
νοιάζονται για την γνώση και την μόρφωση τού εργαζόμενου [εργατικού και
μικροαστικού] κόσμου.
Το Κεφάλαιο λοιπόν, οριζόμενο
και αυτό ως ένα από τα ισχύοντα ή δυνητικά ταξικά εκμεταλλευτικά συστήματα
παραγωγής και διαμεσολάβησης τής ζωντανής εργασίας, μπορεί να υπάρχει και αυτό
σε ένα ειδικότερο πλαίσιο συγκρότησης, αλλά παραμένει ως ισχύον εντός και τού
γενικού καθορισμού κάθε ταξικού-εκμεταλλευτικού συστήματος.
Άρα, συμπληρωματικά προς τον
αρχικό αποφατικό ορισμό του:
Το Κεφάλαιο δεν είναι μόνον
«ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών
όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας, εφόσον υφίσταται και ισχύει [ως ειδική
υλική παραγωγική σχέση] και ως μια διαμεσολάβηση τής «ζωντανής εργασίας»
από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής
ανταλλακτικής αξίας, αλλά ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει σύμφωνα και με τον
αρχικό γενικό ορισμό των ταξικών-εκμεταλλευτικών μορφών παραγωγής, δηλαδή:
Ως «ένας» γενικός
«Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης
τής ζωντανής εργασίας.
---
6.
Ο γενικότατος κανόνας των
εκμεταλλευτικών κυριαρχιών στην παραγωγή-εργασία έγκειται σε έναν ουσιαστικό
και βαθύτερο εξουσιαστικό έλεγχο επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων
τής παραγωγής-εργασίας με στόχο τον ολιγαρχικό έλεγχο και την ολιγαρχική ιδιοποίηση
τού [συνολικού] προιόντος της, είτε αυτός ο εξουσιαστικός έλεγχος
επιτελείται υπό την απόλυτη αρχική προϋπόθεση τής βίαιης δέσμευσης τής
ελευθερίας κίνησης τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας-σωματικότητας
[προ-καπιταλιστικά συστήματα παραγωγής], είτε αυτός ο εξουσιαστικός
έλεγχος επιτελείται χωρίς να υπάρχει αυτή η αρχική προϋπόθεση [ως απόλυτη
προϋπόθεση] αλλά μια ούτως ειπείν άμεση εξουσιαστική πρόσβαση τής
εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, και τής ολιγαρχίας που την εκφράζει σαν κοινωνική
τάξη, στους [υποκειμενικούς-αντικειμενικούς] όρους τής παραγωγής-εργασίας
[καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής].
[Επαναλαμβάνω κουραστικά και
εντός μιας πρότασης κάποιους εννοιολογικούς προσδιορισμούς, για να υπάρξει, εις
βάρος τής «κομψότητας» των λόγων μου, μια ακρίβεια ως προς την μεταφορά τού
νοήματος όπως το εννοώ].
Αυτή την στιγμή δεν θέλουμε
να εξετάσουμε τις συνθήκες και το ειδικό-γενικό πλαίσιο τής ανάδυσης τής
καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας που έκανε εφικτή αυτή την άμεση
πρόσβασή της στους όρους παραγωγής-εργασίας, αλλά [θέλουμε] να εξετάσουμε το
υλικό νόημα και το συγκεκριμένο πλαίσιο τής ανάπτυξης τής ειδικής-γενικής
καπιταλιστικής «κυριαρχικής αμεσότητας».
Το «σώμα», η «σωματικότητα»
εν γένει είναι ένα σημαντικό «επίκεντρο» ως «συστημική υπόσταση» τής εκμεταλλευτικής
κυριαρχίας ως [και] άμεσης, «εντός» όλων των ιστορικών μορφών τής
εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, και ειδικά στον καπιταλισμό η «σωματικότητα»
συνεχίζει να αποτελεί κύριο εξουσιαστικό «επίκεντρο» για τον άμεσο
έλεγχο που «θέλει» να συνεχίσει να «έχει» [η «εκμεταλλευτική κυριαρχία» ως
Κεφάλαιο] στις ζωές των εκμεταλλευόμενων-κυριαρχούμενων, αλλά από μιαν
ειδική καπιταλιστική σκοπιά που περιέχει σημαντικές ιδιοτυπίες απορρέουσες
από την ειδικού καπιταλιστικού τύπου αφαιρετικότητα τής εργαλειοποίησης τής
«σωματικότητας», η οποία [ως καπιταλιστική «σωματική αφαιρετικότητα»] συνοψίζει
και υπερβαίνει όλες τις προηγούμενες εκμεταλλευτικές-κυριαρχικές αφαιρετικές
εργαλειοποιήσεις τής «σωματικότητας» [Έχουμε δει και αλλού ότι αυτές οι
επιμέρους αφαιρετικοποιήσεις που επιτελεί ο καπιταλισμός αποτελούν
στοιχεία-σημεία τού «ιδίου» ως τού αφαιρετικότερου εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού
συστήματος παραγωγής].
Η καπιταλιστική
εργαλειοποίηση τής «σωματικότητας» ως μέσου άμεσης κυριαρχίας τού Κεφαλαίου,
δεν περιέχει ως αρχικό απόλυτο όρο της την βίαιη δέσμευση τού εργαζόμενου
υποκειμένου, χωρίς βέβαια να την αποκλείει, κάθε άλλο.
Ο καπιταλισμός έχει την
δουλεία «φιλαράκι», με την δουλεία αναδύθηκε και την δουλεία έχει στην
εργαλειοθήκη του αν «ζορίσουν» τα πολιτικά πράγματα στον πλανήτη ή το «έθνος».
Ο δεσπόζων καθορισμός του
όμως δεν είναι η δουλεία, εφόσον η εξουσιαστική «δουλειά» τού καπιταλισμού
είναι να εφευρίσκει [ως Κεφάλαιο] τρόπους να απομυζά την εργασία και την ζωή
ημών των εργαζόμενων κορόιδων χωρίς να χρειάζεται να μας κρατάει με το ζόρι
ακίνητους εντός ενός «οίκου» ή μιας «χωροδεσποτείας».
Το Κεφάλαιο βγάζει επίσης
μεγάλα κέρδη και στήνει ένα «σπουδαίο παιχνίδι» «ανάλωσης των πάντων» ακριβώς
πάνω στην «ελευθερία κίνησης» των ενεργών ή υποψήφιων θυμάτων και υπηρετών του:
Η ελεύθερη «σωματική κίνηση»
των θυμάτων του Κεφαλαίου αποτελεί εκμεταλλευτικό «πόρο» του, αλλά και μια από
τις προϋποθέσεις τής συνέχισης τής αναπαραγωγής του και τής αναπαραγωγής των
ευρύτερων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
---
7.
Αν θέλουμε να ερευνήσουμε την
«αμεσότητα» ειδικά τής καπιταλιστικής κυριαρχίας, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί
να μην πέσουμε στο τυπικό λάθος να την εννοήσουμε μόνον στα πλαίσια τής
άμεσης αναγωγής των πολιτικών-ιδεολογικών μορφών στα ταξικο-παραγωγικά θεμέλια
τους [στις υλικές παραγωγικές/οικονομικές-ταξικές σχέσεις], όπως «τούτη»
εκφράζεται στον καπιταλισμό και στα προηγούμενα ταξικά συστήματα, αν και
αποφεύγοντας αυτό το λάθος δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε ότι υπάρχει και
αυτή η «άμεση αναγωγή» [όπως κάνουν οι «ανανεωτικοί» και οι «δομιστές»
μαρξιστές ή μαρξολόγοι].
Αυτή η αναγωγή υπάρχει, αλλά
δεν εξαντλεί το εύρος τής γενικής έννοιας/κατάστασης τής «κυριαρχικής
αμεσότητας», και στο γενικό πλαίσιο των ταξικών κοινωνιών εν γένει, [αλλά] και
ειδικότερα στην καπιταλιστική κοινωνία.
Υπάρχει μια ούτως ειπείν
ειδική-γενική «κυριαρχική αμεσότητα» στον καπιταλισμό που αντιστοιχεί πλήρως
και εντάσσεται στην ειδική-γενική μορφή τής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής
κυριαρχίας, και η οποία σε ένα μόνον «σημείο» της σημαίνει αναγωγή της στα
άμεσα «οικονομικά-ταξικά» συμφέροντα.
Υπάρχουν τα
γενικότερα-αλλά-και-άμεσα ταξικά συμφέροντα:
α) τού Κεφαλαίου συνολικά και
β) των ξεχωριστών Κεφαλαίων που το «συναπαρτίζουν»
ανταγωνιζόμενα-ή-συνεργαζόμενα μεταξύ τους, και η «συνολική μορφή» τής συσχέτισης
αυτών των «δομικών σημείων» τής οργάνωσης τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας «τού»
Κεφαλαίου εμπεριέχει την άμεση-κυριαρχική «στιγμή» «της» ως «δομική στιγμή»
[«της»].
Πως δομείται αυτή η
ειδική-γενική «κυριαρχική αμεσότητα» στον καπιταλισμό;
Νομίζω πως πάλι πρέπει να
προσέξουμε να μην «αποκλείσουμε» από τον θεωρητικό προσδιορισμό που προσπαθούμε
να επιτύχουμε, ή μάλλον από την θεωρητική απορία που προσπαθούμε να εκφέρουμε,
την μελέτη τής διεργασίας ανάδυσης τού καπιταλιστικού ταξικοεκμεταλλευτικού συστήματος
ως μιας «εν μέρει» έκπτυξης τού γενικότατου κανόνα-κώδικα όλων των
εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών παραγωγικών συστημάτων σε μια ανώτερη
πρακτική-δομική αφαίρεση η οποία σημαίνει ταυτότητα τού ειδικού συστήματος,
δηλαδή τού καπιταλισμού, με αυτόν τον γενικότατο κανόνα-κώδικα.
Με αυτή την έννοια, η
αμεσότητα τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας [στην παραγωγή], όπως την ορίζω
σκιαγραφικά ως «κυριαρχική αμεσότητα», εφόσον θεωρηθεί «καθορίζον σημείο» αυτού
τού γενικότατου κανόνα-κώδικα ήδη από την «δομική στιγμή» που υπάρχουν
εκμεταλλευτικές-κυριαρχικές παραγωγικές σχέσεις, θα μπορούσε «συνεπαγωγικά» να
νοηθεί ως «καθορίζον σημείο», και στο πλαίσιο εκείνο που σηματοδοτεί την
ισχύ τού γενικότατου εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού κανόνα-κώδικα «εντός» τού
[καθορισμού τού] Κεφαλαίου και στο ειδικότερο πλαίσιο εκείνο που
σηματοδοτεί την ισχύ τού ειδικού-γενικού κανόνα-κώδικα τού Κεφαλαίου.
Εν πάση περιπτώσει, πως
δομείται;
---
8.
Η κυριαρχία τού Κεφαλαίου
στην παραγωγή και την κοινωνία θεμελιώνει την εκμεταλλευτική κυριαρχία ως
κυριαρχία που υφίσταται κυρίως ως αφηρημένη εκμεταλλευτική κυριαρχία «επί των
υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής».
Υπό αυτή την έννοια θα
μπορούσε να ειπωθεί ότι ο καπιταλισμός, ως ο ευρύτερος κοινωνικός προσδιορισμός
τού Κεφαλαίου, σημαίνει μιαν ιστορική ταυτότητα τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας
με τον «ουσιακό» «εαυτό» της, και σημαίνει επίσης μιαν ιστορική «ολοκλήρωση»
και «κορύφωση» τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως ταυτής/και/ταυτόσημης με τις
«διιστορικές» δομές της, ανεξάρτητα από κάθε ιδιαίτερη-ενική υποστασιοποίηση
της σε «τρόπους παραγωγής».
Ο καπιταλισμός ως το
αφαιρετικότερο [και πιο ανεπτυγμένο από τα «προηγούμενα» εκμεταλλευτικά
συστήματα] εκμεταλλευτικό σύστημα παραγωγής, συνοψίζει και εκδηλώνει στην
«κυριαρχική επιφάνεια» του τις «βαθιές δομές» όλων των προηγούμενων
εκμεταλλευτικών συστημάτων παραγωγής, χωρίς εξωτερικές «μορφολογικές» πτυχές
τους, για αυτό και είναι ως υλικό θεμέλιο ο «ίδιος» «αυτό» που «επιτρέπει» την
ορθότερη και πληρέστερη θεωρητική αντανάκλαση όχι μόνον τού «ιδίου» αλλά και
των υπολοίπων [προηγουμένων] εκμεταλλευτικών κυριαρχικών συστημάτων παραγωγής.
Αυτή η γνωσιο-οντική
[γνωσιο-οντολογική] ταυτότητα, ωστόσο, αν και δεν είναι «για πέταμα» πάσχει από
έναν αφόρητο ιστορικό/ιστορικιστικό ντετερμινισμό, αν δεν πλαισιωθεί από τις
πολλαπλότητες των καθορισμών τού ίδιου τού Κεφαλαίου, το οποίο και «πυροδότησε»
όλη αυτή την οντική [οντολογική] και γνωσιακή «αναστάτωση» στον «κόσμο» των
«ιερών» σωματικών αναπαραστάσεων-και-πρακτικών τής προ-καπιταλιστικής
κυριαρχικής φρίκης, η οποία τόσο ενθουσιάζει αριστερούς και δεξιούς
«ρομαντικούς» [αντιδραστικούς] που νοσταλγούν τον «μη-αφαιρετικό» «κόσμο» τής
σώμα-με-σώμα πάλης για κυριαρχία και εκμεταλλευτικό ξεζούμισμα τής ζωής
«κάποιων άλλων».
Σε μεγάλο βαθμό όμως όλη αυτή
η [παρακείμενη στην καπιταλιστική αναστάτωση] ρομαντική αναστάτωση πρόκειται
για παρεξήγηση, σαν κι αυτές που «στήνει» μάλλον ο ίδιος ο καπιταλισμός με τον
«εαυτό» του [μη-συνωμοτικά πάντα] ώστε να τρώει εκτός από τις «σάρκες» τής
ζωντανής εργασίας και τις «δικές» του ιδεολογικές «σάρκες».
Το Κεφάλαιο είναι μεν ο πιο
«αφαιρετικός» κοινωνικός Βρυκόλακας, σε σχέση με άλλους παλιότερους, αλλά δεν
παύει να σημαίνει στην πράξη και ατομικότατες-ιδιωτικότατες ατομικές και
ιδιωτικές ιδιοποιήσεις τμημάτων υπερπροιόντων παραγομένων εκ τής απλήρωτης
εργασίας των μισθωτών υπηρετών του.
Επίσης, ως «λειτουργικός
διαμεσολαβητής» τής συσσώρευσης μέσων παραγωγής, τεχνικών, και
ανταλλακτικών-χρηματικών αξιών, δεν παύει να τελεί αυτήν «του» την
διαμεσολάβηση μέσω [πάλι] ατομικών και ιδιωτικών ιδιοποιήσεων τού υπερπροϊοντος
τής ζωντανής εργασίας [ή κρατικών-ολιγαρχικών/γραφειοκρατικών ιδιοποιήσεων
αυτού τού υπερπροιόντος].
Ακόμα [και εδώ φτάνουμε σε
«αυτό» που είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει τώρα], το Κεφάλαιο αν και
σηματοδοτεί στην πράξη μιαν υπέρβαση τής «σώμα-με-σώμα» μεθόδου εδραίωσης τής
εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, μέσω τής άμεσης κυριαρχίας του στους
υποκειμενικούς-και-αντικειμενικούς όρους [και όχι στους φορείς] τής παραγωγής,
εντούτοις δεν οργανώνει αυτήν «του» την κυριαρχία του στην παραγωγή και την
κοινωνία χωρίς ένα είδος άμεσης κυριαρχίας και σε αυτό το φάσμα που θα μπορούσε
να ορισθεί ως «αμεσότητα-σωματικότητα τής κυριάρχησης».
Και αυτό θέλω -παρακαλώ σας-
να το κατανοήσουμε όχι μόνον στο πλαίσιο τής πιθανής «σπασμένης» ή
«μη-σπασμένης» «επιβίωσης» «κυριαρχικών αρχαϊσμών», αλλά ακριβώς «εντός» αυτού
τού ίδιου τού καθαυτό μοντέρνου ειδικού [ως] καπιταλιστικού καθορισμού τής
εκμεταλλευτικής κυριαρχίας.
---
9.
Ο ειδικά καπιταλιστικός
κανόνας τής εκμετάλλευσης στην εργασιακή-παραγωγική διεργασία «σχετίζει» άμεσα την
ολική παραγωγική διεργασία ως εκμεταλλευτική διεργασία με την ειδικού τύπου
κυριαρχία τού Κεφαλαίου επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων της
εργασίας-παραγωγής.
Πως συμβαίνει αυτό;
Για να κατανοήσουμε την
ιδιαίτερη σημασία που έχει η κυριαρχία ως κυριαρχία «επί των όρων» σε διάκριση
προς την κυριαρχία ως κυριαρχία «επί των φορέων» αυτών των όρων, θα πρέπει να
προσδιορίσουμε τον εννοιακό και καταστασιακό καθορισμό αυτών των όρων σε ένα
πλαίσιο που να τους διακρίνει και στο οντικό [οντολογικό] πλαίσιο από τους
«φορείς» τους, και αυτό το ριζικό υλιστικό πλαίσιο κατανόησης δεν μπορεί να
υπάρξει παρά ως εννόηση τού «όρου» ως ριζικά κοινωνικού και κοινωνικοσχεσιακού
καθορισμού τού ανθρώπινου[-και-ζωϊκού] Είναι.
Ο υποκειμενικός όρος, αλλά
και ο αντικειμενικός όρος, τής ζωντανής εργαζόμενης ανθρώπινης
υποκειμενικότητας, είναι «κοινωνικός και κοινωνικο-ατομικός», και όχι
«αποκλειστικά ατομικός» ή «κοινοτικός-ατομικός», υλικός καθορισμός.
Ο καπιταλισμός ως
κοινωνικοπαραγωγική δύναμη-σχέση παράγει την παραγωγή ως κοινωνική παραγωγή, τα
μέσα παραγωγής ως κοινωνικά μέσα παραγωγής, παρά την ατομική ιδιοποίησή τους,
κι αυτό συμβαίνει σε ένα υλικό πλαίσιο όπου περιορίζονται ή καταργούνται πλέον
κάθε λογής ατομικά ή «αποσπασματικά» «κοινοτικά-ατομικά» μέσα παραγωγής και
επιβίωσης.
Ο καπιταλισμός είναι μεν ένα
αντικοινωνικό κοινωνικό σύστημα, αλλά την ίδια «δομική στιγμή» [που διαρκεί όσο
[θα] υπάρχει] είναι το σύστημα εκείνο που «έφερε» και συνεχίζει διαρκώς να
«φέρνει» στην «κυριαρχική δομική επιφάνεια» και στο «κυριαρχικό δομικό βάθος»
τής εκμεταλλευτικής κοινωνίας τον αποκλειστικά-και-νομοτελειακά κοινωνικό και
μαζικό καθορισμό [τής υλικής παραγωγής] των μέσων παραγωγής-και-επιβίωσης των
ανθρώπων.
Αυτή η καθοριστική
καπιταλιστική ιστορική «μετάλλαξη» των γενικότατων δομών όλων των μορφών τής
εκμεταλλευτικής παραγωγής σε «κυρίαρχους-αφηρημένους» και όχι
«μόνον-αφηρημένους» όρους τής συνολικής δομής της, μετατρέπει τους «όρους»
αυτούς από «μόνον-αφηρημένους όρους» σε «αντικειμενικούς και συγκεκριμένους
όρους» τής ίδιας τής ύπαρξης τής παραγωγής, άρα μετατρέπει την ίδια την ουσία
τού καθορισμού «όρος» από «μόνον-αφηρημένο» καθορισμό σε κυρίαρχο-δεσπόζοντα
αφηρημένο/αφηρημένο-συγκεκριμένο καθορισμό.
Ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται [κυρίως] στην κυριαρχία τού
Κεφαλαίου επί των υποκειμενικών-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής, άρα, υπό το
ερμηνευτικό φως τού προσδιορισμού τού «όρου» όπως μόλις τον πράξαμε, ακριβώς
επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται στην λειτουργική κυριαρχία επί των
κοινωνικών προϋποθέσεων-όρων τής συλλογικής-ατομικής ύπαρξης όπως τούτοι [οι
όροι] παράγονται ως απόλυτες αφηρημένες-συγκεκριμένες και αναγκαστικές
προϋποθέσεις για να υπάρχει παραγωγή των μέσων ύπαρξης των υποκειμένων, και όχι
στην κυριαρχία μιας κυρίαρχης τάξης επί των όρων τής παραγωγής δια τής
κυριαρχίας επί των [ενσώματων] ατομικών [κοινοτικών-ατομικών] φορέων αυτών των
όρων, για αυτό και η καπιταλιστική κυριαρχία επί «αυτών» των
όρων-ως-όρων, άρα και η κυριαρχία επί των φορέων τους ως συνεπαγόμενη και όχι
ως αρχική προϋπόθεση τής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, παράγει
την καπιταλιστική «ανάγκη» για επίταση τής γενικότερης κοινωνικής κυριαρχίας
επί των ζωντανών υποκειμένων και των εμπράγματων αντικειμένων τής παραγωγής ως
ένα [υπό-αυτό-το-πλαίσιο] σημαντικό και λειτουργικά ισότιμο στοιχείο τού
ειδικού καπιταλιστικού κανόνα ή κώδικα.
Επειδή το εργαζόμενο
υποκείμενο που έχει το Κεφάλαιο στην δούλεψή του δεν δεσμεύεται άμεσα σωματικά,
δεν μπορεί δηλαδή το Κεφάλαιο να το «βάλει» με το άμεσο σωματικό ζόρι στην
παραγωγική διεργασία που ελέγχει, «πρέπει» να το ελέγξει και να το κυριαρχήσει
με όποιον άλλο εξίσου «σωματικό» και άμεσο τρόπο έχει στην διάθεσή του.
Και οι κύριοι εναπομείναντες
«άμεσοι-σωματικοί τρόποι» είναι σχετιζόμενοι με την άμεση υλική κυριαρχία τής
κοινωνίας [τής κοινωνικής παραγωγής] ως «όρου» επί των
υποκειμενικών-και-αντικειμενικών «φορέων» τής εργασίας-παραγωγής, δια τού
άμεσου-και-«σωματικού» εκβιασμού των «φορέων» [τής εργασίας-παραγωγής] να
υποκύψουν στον πραγμικό «όρο» τής εργασίας όπως αυτός
παρουσιάζεται-και-είναι, ως «κοινωνικός όρος» παραγωγής, ο
«απόλυτος-ως-προϋπόθεση» όρος παραγωγής των «αναγκαίων-πλέον-ως-κοινωνικών»
μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης.
10.
Το Κεφάλαιο ελέγχει-κυριαρχεί
τούς «φορείς» υπαγάγοντάς τους στους «όρους» μέσω τής πλήρους και ολοσχερούς
αποξένωσης του εργαζόμενου από τα υλικά κοινωνικά μέσα παραγωγής τού μέρους
εκείνου τού υλικού κοινωνικού πλούτου που είναι αναγκαίος για την άμεση
βιολογική και κοινωνικοβιολογική «υλική» αναπαραγωγή του.
Η ατομική ιδιοκτησία των
πραγμάτων, ειδικά η αχρεία ατομική ιδιοκτησία των κοινωνικών πραγμάτων-μέσων
που είναι απαραίτητα πλέον για την άμεση επιβίωση όλων, στον καπιταλισμό, είναι
ένα απόλυτο ταμπού για αυτόν ακριβώς τον λόγο: γιατί διασφαλίζει την υποταγή
τού εργαζόμενου υποκειμένου στους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς «υλικούς»
«όρους» τής άμεσης αναπαραγωγής του, μια υποταγή που φανερώνει σε μια βαθύτερη
«ανάγνωσή» της ότι η αποξένωση τού παραγωγού από τους όρους τής παραγωγής των μέσων
παραγωγής των μέσων επιβίωσης σημαίνει ότι αυτοί οι όροι έχουν παραχθεί ως
κυρίαρχοι, ως κυρίαρχες αφαιρέσεις, και «αντίστροφα» ότι παράγονται ως
κυρίαρχες αφαιρέσεις ακριβώς διότι έτσι μετατρέπονται συνέχεια στον όρο μιας
άμεσης μεν αλλά «άπιαστης» εκβιαστικής πράξης υποταγής των
εργαζόμενων-παραγωγών.
Δεν αγγίζεται από το
«Δίκαιο».
Ο μισθωτός μισθοσυντήρητος
εργάτης ή μικροαστός εργαζόμενος, δεν έχει κανένα καθοριστικό δικαίωμα ή
καθοριστικό μερίδιο στην ιδιοκτησία ή τη διεύθυνση των κοινωνικά αναγκαίων
μέσων παραγωγής, άρα:
Είναι υπό τον διαρκή και
απόλυτο εκβιασμό να δουλέψει για το μεγάλο-ή-μικρό Κεφάλαιο ή το Κράτος του,
για να επιβιώσει μέρα τη μέρα, γιατί δεν υπάρχει πλέον μέσο παραγωγής που θα
μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να προσποριστεί τα μέσα τής άμεσης επιβίωσής του
που να μην είναι ιδιοκτησία τού Κεφαλαίου.
Όλα τα «αναγκαστικά πλέον
ως-κοινωνικά» μέσα παραγωγής-και-επιβίωσης στην καπιταλιστική κοινωνία ανήκουν
ιδιοκτησιακά στο μεγάλο Κεφάλαιο ή ανήκουν ως ιδιόκτητα-ή-νοικιασμένα στο μικρό
Κεφάλαιο των μαγαζατόρων τρωκτικών μικροαφεντικών και «ελευθερο-επαγγελματιών»
μη-μισθοσυντήρητων μικροαστών.
---
11.
Γενικότατος και
ειδικός-γενικός κανόνας τής εκμεταλλευτικής παραγωγής
Ο ειδικός-γενικός κανόνας τής
καπιταλιστικής μορφής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα
απόλυτα ετερογενές δομικό στοιχείο σε διάκριση προς τον γενικότατο κανόνα των
εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών μορφών παραγωγής, πράγμα το οποίο [πέραν του
προφανούς που σημαίνει] υποδηλώνει μια βαθύτερη διαλεκτική σχέση επαλληλίας
μεταξύ τους, και συνανάδυσής τους ως ακέραιων καθορισμών τού κοινωνικού Είναι
όταν εμφανίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Έχω μιλήσει αναλυτικότερα σε
προηγούμενα σημεία, και τώρα θα σας εκθέσω μια αφαιρετικότερη εννοιολογική
παρουσίαση τού θέματος αυτής τής αλληλοπλοκής [μεταξύ] γενικότατου και
ειδικού-γενικού κανόνα, σε αναφορά πάντα προς τον καπιταλισμό.
Η γενικότατη μορφή τής
εκμεταλλευτικής κυριαρχίας στην παραγωγή σημαίνει την εκμεταλλευτική κυριαρχία
ως Κατοχή-Κυριαρχία επί των «υλικών» αντικειμενικών-και-υποκειμενικών όρων
τής παραγωγής-εργασίας, ανεξάρτητα αν αυτή η Κατοχή-Κυριαρχία επιτελείται ή δεν
επιτελείται δια μέσω τής Κατοχής-Κυριαρχίας επί των φορέων [ή σωματικοτήτων]
αυτών των [υποκειμενικών-αντικειμενικών] όρων.
Η κάθε ενική υποστασιοποίηση
αυτού τού γενικότατου κανόνα τής εκμετάλλευσης σε διαφορετικό ειδικό-γενικό
κανόνα εκμετάλλευσης [λ.χ «καπιταλισμός»] δεν αποτελεί σύνθεση δύο απολύτως
ετερογενών «δομικών πυρήνων», εκ των οποίων ο ένας αποτελεί ένα «καθαυτό
γενικότατο» και ο άλλος ένα «καθαυτό ειδικότατο» καθορισμό, αλλά [αποτελεί] μια
συνάρθρωση μιας γενικότατης αφαίρεσης που ενώνεται κάθε-φορά με διαφορετικό
τρόπο με μιαν ειδική μορφή της, η οποία όμως δεν αποτελεί έναν οντολογικά
αντίθετο «πόλο» ως να ήταν αυτός μια ολότελα νέα μορφή
«ειδικότατου»-ή-ιδιαιτεροποιημένου καθορισμού.
Το ότι υπάρχει λόγου χάριν
μια γενικότατη αφαίρεση ως ο γενικότατος «δομικός πυρήνας» όλων των
εκμεταλλευτικών κοινωνιών, δεν σημαίνει ότι η εκάστοτε διαφορετική ενική
υποστασιοποίησή της σε «τρόπους παραγωγής» παρουσιάζει αυτούς ως διακριτούς από
αυτήν την γενικότατη αφαίρεση, σαν να ήταν τούτοι απορρέοντες εκ μιας απόλυτα
ετερογενούς πραγματικότητα από αυτήν που συνέχει [και] τον γενικότατο «δομικό
πυρήνα».
Όπως βλέπουμε το πρόβλημα
έγκειται όχι στην ανάδυση τού «αυτονόητου» διανοήματός μας για την σχετική
ταυτότητα και μη-ταυτότητα «γενικότατου»-«ειδικού/γενικού», αλλά στην ανάδυση
τού «δύσκολου» διανοήματος που θα αντανακλούσε την αλληλοπλεκόμενη, γενετική
και οντική [οντολογική], υλική σχέση μεταξύ τους [μεταξύ «γενικότατου» και
«ειδικού-γενικού»], ώστε τελικά να φαίνονταν ότι το «ειδικό-γενικό» απορρέει
από το «γενικότατο», αλλοιώνοντας όμως δημιουργικά και ιστορικοσωρευτικά την
ίδια την ουσία του ως «γενικότατου».
--
Ακόμα κι αν θέσουμε όμως έτσι
τα «πράγματα» τής θεώρησης που θέλουμε να παράγουμε και να υπηρετήσουμε, δεν
έχουμε κάνει καν ούτε το πρώτο βήμα για να ανακαλύψουμε το πρώτο σχεδίασμα μιας
πραγματικής αν και αχνής σκιαγραφίας για το τι είναι «Κεφάλαιο» μη συνεχίζοντας
απλά τις ορθές γενικότητες τού Μαρξ.
---
12.
Γενικότατος και
ειδικός-γενικός κανόνας τής εκμεταλλευτικής παραγωγής
Ο ενικός
ειδικός-αφηρημένος/γενικός κανόνας τής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης αποτελεί
μια συγκεκριμένη ενική έκφραση ενός ιδιαίτερου και [όσο υπάρχει εκμετάλλευση]
πάντα ισχύοντος τύπου αφαίρεσης που σχετίζεται με την ίδια την ειδικοποίηση του
γενικότατου κανόνα των εκμεταλλευτικών παραγωγικών δομών εν γένει [όπως έχουμε
δει σε προηγούμενα σημεία τής ανάλυσής μας]. Όμως «ακόμα-και-ως»
συγκεκριμένη ενική έκφραση αυτής τής ειδικής αφαίρεσης [λ.χ ως «καπιταλισμός»]
δεν τίθεται ως μια αφαίρεση που δεν περιέχει τον όρο τής εμπρόσωπης
εκμετάλλευσης:
Η εκάστοτε εκμεταλλευτική
κοινωνική τάξη τής εκάστοτε μορφής-εκδοχής εκμεταλλευτικής κοινωνικής
παραγωγής, απαρτίζεται από πρόσωπα εκμεταλλευτές [μια ομάδα βρυκολάκων εκ των
οποίων ο καθένας είναι ένας ξεχωριστός «διψασμένος-για-άλλη-ζωή» εκμεταλλευτής
βρυκόλακας], και η εκμεταλλευτική αστική κοινωνική τάξη ως εκμεταλλευτική
προσωποποίηση τού Κεφαλαίου απαρτίζεται από εκμεταλλευτικά πρόσωπα, τούς Αστούς
και τους ακολούθους τους [ένας ακόμα «θίασος» βρυκολάκων].
Ο καπιταλισμός είναι όντως το
μέχρι τώρα αφαιρετικότερο, το πιο απρόσωπο εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα
που έχει εμφανιστεί στην ιστορία των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών συστημάτων,
αλλά και τούτος δεν έχει υπερβεί την «αρχή τής εκμετάλλευσης», σε κάθε
σημείο τής παραγωγικής διεργασίας «του», και ως
«προσωποποιημένη-προσωπική/ιδιωτική εκμεταλλευτική κάρπωση» κάθε καρπού
υπερπροϊόντος που απορρέει από αυτή.
Εδώ ακριβώς, σε αυτό το
σημείο αυτών των κακιασμένων διαπιστώσεών μας, οι οποίες όμως είναι αληθινές,
τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα, το οποίο θα το απλοποιήσουμε ως ερώτημα ενός
«αντιπάλου»:
-Ωραία μας τα είπατε κακέ μας
άνθρωπε, αλλά έστω κι έτσι δεν υπάρχει ειδικά στον καπιταλισμό ένα σύστημα
έμπρακτων-υλικών αφαιρέσεων που δεν ορίζονται ως εκμεταλλευτικές αλλά ως η
θεμελίωση των εκμεταλλευτικών σχέσεων;
Εύλογη η απορία τού
φανταστικού συνομιλητή μας, και μπορεί να ευρεθεί εντός τού ίδιου τού μαρξικού
«θεωρητικού σώματος».
Για να σας διευκολύνω σας
θυμίζω την κάπως άστοχη ρητορική των παλαιών κομμουνιστών όταν μίλαγαν για την
«υπανάπτυξη» των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με την ικανότητα/δυνατότητα των
προ-καπιταλιστικών κοινωνιών να στηρίξουν ένα πιθανό αταξικό σύστημα μετά από
μια λαϊκή επανάσταση κ.λπ.
Δεν συμφωνώ με τη λογική
αυτής τής ρητορικής, αλλά την αναφέρω ως ένα παράδειγμα αποδοχής μιας εξήγησης
τής ύπαρξης και αναπαραγωγής τής ταξικής εκμετάλλευσης λόγω δομικών ορίων που
έθεταν ή θέτουν μη-ταξικο-εκμεταλλευτικοί «λόγοι», δηλαδή λόγοι που δεν
απορρέουν από την [άμεση] ταξική εκμετάλλευση, την ταξική πάλη κ.λπ.
Πως λέγανε κάποτε κάποιοι; «η
φτώχεια έχει ως αίτιο της την φτώχεια», έτσι και οι αριστεριστές/αναρχικοί
κ.ο.κ εξηγούν την ύπαρξη τής ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας από το αίτιο
«ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία», μερικοί δε σαν τον πρώην αριστεριστή [αλλά
πάντα μαλάκα μέσα στον αριστερισμό του] Καστοριάδη, δεν δέχονται λόγους,
αποχρώντες λόγους και ιστορικές αναγκαιότητες καθόλου, φρικάρουν με αυτά τα
«εγελιανά» κ.λπ.
Οπότε καταλαβαίνετε νομίζω.
Οι παλαιοκομμουνιστές,
ακόμα κι αν διαβάσανε στην ζωή τους μόνο Ριζοσπάστη [όντως δύσκολο] είναι
εντούτοις πιο λογικοί, πιο έξυπνοι και επίσης εγγύτερα στα επιστημονικά
ερωτήματα από τους σεκταριστές, άσχετα αν αυτό από μόνο του δεν φτάνει πλέον.
Το ερώτημα και το θέμα τής
ειδικής καπιταλιστικής αφαίρεσης, ειδικά κατά την τελευταία διευκρίνησή του
εδώ, νομίζω τέθηκε πλήρως.
Και δεν έχουμε ακόμα δώσει
καμία απάντηση, ούτε στο τελευταίο-τελευταίο ερώτημα..
13.
Γενικότατος και
ειδικός-γενικός κανόνας τής εκμεταλλευτικής παραγωγής.
Προτού προχωρήσουμε σε μια
πρώτη ανάλυση τής ειδικής κεφαλαιοκρατικής μορφής τής εκμεταλλευτικής
παραγωγής, θα εκφέρουμε μια ταυτολογία δια μιας ρήσης με «μαρξιστικό
προσανατολισμό», για να επιτονίσουμε ένα σημείο στην εννοιολόγηση τού
«Κεφαλαίου», το οποίο οι «ανανεωτικοί» και οι νεοαριστεριστές παραβλέπουν,
αποκρύπτουν ή «απαλαίνουν» τεχνηέντως όταν θέλουν να ασκήσουν υστερική
«πνευματική» [«ποιοτική»] κριτική στον καπιταλισμό, στο Κεφάλαιο ως «αφαιρετική
δύναμη»:
Το Κεφάλαιο ως δομή
εκμεταλλευτικής αυτοαξιοποίησης τής [ανταλλακτικής-χρηματικής] αξίας δεν παύει
να λειτουργεί σε κάθε φάση τής διεργασίας αυτοαξιοποίησης-αυτοσυσσώρευσης του,
ως ένας εκμεταλλευτικός κοινωνικός συντελεστής, και επίσης, ο περισσευούμενος
καρπός [το χρηματικά εκφρασμένο ως υπεραξία-κέρδος, υπερπροϊόν] αυτής τής
εκμεταλλευτικής παραγωγικής διεργασίας, η οποία έχει την εγγραφή τού Κεφαλαίου
«εντός» της, καρπώνεται από το Κεφάλαιο και ως «μετέπειτα» διεργασία
συσσώρευσης και ως μέσο ατομικού εκμεταλλευτικού πλουτισμού των ιδιοκτητών
[άμεσων ή μετόχων] και διευθυντών του.
Δεν υπάρχει κανένα «στην
κυριολεξία» απρόσωπο αφηρημένο Κεφάλαιο «από μόνο του», όπως και δεν υπάρχει
κάποια «στην κυριολεξία» απρόσωπη αφηρημένη διεργασία αυτοαξιοποίησης τής
[ανταλλακτικής-χρηματικής] αξίας «από μόνη της», και μάλιστα όλα τα πρόσωπα που
μεσολαβούν την καπιταλιστική παραγωγική διεργασία από την θέση τού
ιδιοκτήτη-κατόχου-κυρίαρχου ή διευθυντή παίρνουν πάντα ένα καλό μέρος
τής υπεραξίας για να μασήσουν αποκλειστικά μόνα τους [τα προσώπατα τού Κεφαλαίου]
μαζί με την οικογένεια τ# γκόμενα/ες/ους τους, σε διασκεδάσεις άραγμα
πολυτελείς συνήθειες κ.λπ, κι έχουν και να πληρώσουν προσωπικούς ρουφιάνους,
γλείφτες διανοούμενους, καλλιτέχνες κ.α για να τους εξυμνούν, ψυχαναλυτές και
άλλους ψευτοειδικούς τής «απόλαυσης».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε και
αυτή την πεζή πτυχή τής οικονομικής εκμετάλλευσης που επιτελεί [και] το
Κεφάλαιο, η οποία είναι και η δημοφιλέστερη στα χάσκοντα λαϊκά κοινωνικά
στρώματα τα οποία δικαίως αλλά με κάποια στενομυαλιά φθονούν.
Χωρίς αυτή την «εικόνα» ανεβάζουμε αφόρητα το «επίπεδο» τής ανάλυσής μας και
μπορεί να καταντήσουμε τίποτα Μηλιοί ή δεν ξέρω τι άλλο, και αυτό θα ήταν
χάλια.
Να μην ξεχνιόμαστε, και
προχωράμε..
14.
Γενικότατος και
ειδικός-γενικός κανόνας τής εκμεταλλευτικής παραγωγής.
Αν θεωρήσουμε: α) τον γενικό
κανόνα των εκμεταλλευτικών κοινωνιών και β) τον εκάστοτε ειδικό κανόνα ανά
εκάστη ειδική μορφή [εκμεταλλευτικής κοινωνίας], ως αλληλοπλεκόμενες αλλά
ωστόσο διακριτές μεταξύ τους «αφηρημένες δομές» [=αυτό είναι εν μέρει
ταυτολογικό] οι οποίες είναι «παρούσες» σε κάθε εκμεταλλευτικό σύστημα, τότε αν
θέλουμε να είμαστε θεωρητικά συνεπείς είμαστε υποχρεωμένοι να προσπαθήσουμε να
ορίσουμε το «πως» αυτής της συγκεκριμένης αλληλοπλοκής ή «σύνθεσης». Χρησιμοποιήθηκε μια έννοια
«τροπικότητας» για να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Ο «τρόπος» ως έννοια δεν
ανταποκρίνεται σε αυτό το καθήκον να ορίσουμε το «πως» «της», διότι υποσημαίνει
μιαν αυτάρκη/καθαυτή «γενικότητα», την παραγωγή, η οποία ακολούθως
υποστασιοποιείται από έναν «τροπισμό» στον οποίο φαίνεται να «ενσωματώνεται» ή
να μην «ενσωματώνεται» η τάδε ή δείνα εκμεταλλευτική ή μη-εκμεταλλευτική
ιδιότητα [μέσω και τής «ταξικής πάλης-αντίθεσης» και ούτω καθεξής].
Αυτή η εννοιολογική πρακτική
μετατρέπει την παραγωγή εν γένει σε μεταφυσική αφαίρεση και ταυτόχρονα σε μια
παθητική εικόνα τού τρόπου-τροπισμού της:
Αυτό είναι το κυριότερο για
μας:
Ότι δεν μπορεί δια μέσω αυτής
τής έννοιας [τής τροπικότητας τής παραγωγής] να «ενσωματωθεί» η έννοια τού
«είδους» τής «εκμεταλλευτικής δομής» [και] ως έννοια που αντανακλά ορθά την
«εκμεταλλευτική παραγωγική δομή» ως «ειδική παραγωγική δομή».
Η έννοια τής «παραγωγής»,
μέσω αυτής τής σημασιολογικής και θεωρητικής απόφασης, μένει «εκτός» τού
ιστορικού-κοινωνικού καθορισμού ως θεμελιωδώς υλικού-δημιουργικού καθορισμού,
ακόμα κι αν η «τροπικότητα» [τής παραγωγής] παρουσιαστεί ως «κατάσταση» μιας
ευρύτερης θεμελιωδώς υφιστάμενης δημιουργικής υλικότητας και με αυτόν τρόπο ο
κοινωνικός-και-ταξικός καθορισμός [παρουσιαστεί] ως μέρος αυτής τής [ευρύτερης]
δημιουργικής υλικότητας, άρα [ακόμα κι αν παρουσιαστεί με αυτή την
εννοιολογία] συνεπαγωγικά [και] η παραγωγή ως
καθορισμένη-ως-καθορίζουσα [δημιουργούσα] μέσω τής «κοινωνικής-και-ταξικής»
«τροπικότητάς» «της».
Η «τροπικότητα» τής
«παραγωγής», ως έννοια, στηρίζεται σε μιαν «ηπιότερη» ή «σκληρότερη»
εννοιολογικο-οντολογική «απομείωση» τής δυνατότητας τής παραγωγής εν γένει, τής
παραγωγής ως «αφαίρεσης» [σύνθεσης «αφαιρέσεων»] να περιέχει ενδογενώς βαθείς
ιστορικούς και κοινωνικούς-ταξικούς καθορισμούς αλλά και οριοθετικούς ταξικούς
περιορισμούς.
Αυτό συμβαίνει διότι αν και η «τροπικότητα» τής παραγωγής θεωρείται μεν «παράγουσα» η ίδια (όπως λόγου χάριν η καπιταλιστική παραγωγική σχέση ως «τροπικότητα» παραγωγής) δεν προσδιορίζεται ωστόσο ως παράγουσα αυτή καθαυτή παρά μόνο σε συνάφεια προς τον ειδικό ταξικό καθορισμό της, ακόμα κι αν αυτός ο ειδικός ταξικός καθορισμός δεν την περικλείει ως δομικό σύνολο.
Είναι όμως αυτή η «αδυναμία»
τής συγκεκριμένης εννοιακής πτύχωσης προκαλούσα πρόβλημα σε κάθε «μαρξιστική» ή
«ριζοσπαστική» εννοιολογία;
Ας δούμε:
Αυτοί που έθεσαν την
«μετωπική» ταξικότητα, δηλαδή την «καθαρή» «ταξική αντίθεση», στο επίκεντρο τής
αριστερίστικης μαρξιστικής-ή-αναρχικής αναβίωσης τής επαναστατικής θεωρίας
[μάης68], δεν αντιμετώπισαν, εντέλει, σημαντικά θεωρητικά προβλήματα στην
ενσωμάτωση τής έννοιας τής «τροπικότητας» στην νέα ιδεολογία-και-θεωρία τους,
ακόμα κι αν την απαρνήθηκαν ή την απόρριψαν ήδη από την αρχή ως «λέξη», εφόσον
η σχετικά ασταθής/αόριστη και εύπλαστη «υφή» της τους χρησίμευσε τελικά στην
δημιουργία τής νέας μεταφυσικής και δογματικής ψευτοδιαλεκτικής/υπερδιαλεκτικής
τους.
Ο ιστορικός-κοινωνικός και ο
ταξικός καθορισμός τού κοινωνικού Είναι, δεν τέθηκε εννοιολογικά/επιστημολογικά
και οντολογικά και στο αφηρημένο παραγωγικό πλαίσιό του, όπως θα ετίθετο
σε έναν «κλασικότερο» μαρξισμό που θα περιστρέφονταν ιδεολογικά-οντολογικά και
εννοιολογικά/επιστημολογικά «γύρω» από την έννοια των «κοινωνικών παραγωγικών
δυνάμεων».
Ακόμα και ο «δομιστικός
νεο-μαρξισμός» περιστράφηκε γύρω από το νέο βολουνταριστικό «μυστήριο» τής
«καθαρής ταξικής αντίθεσης-πάλης» κ.λπ, ενώ θα μπορούσε να έχει αγγίξει το
ζήτημα όπως σας το έθεσα μόλις.
Η έννοια τής «τροπικότητας»
[με όλες τις σημασιολογικές-ιδεολογικές μεταμφιέσεις της] ήταν το «ιδανικό»
ιδεολογικό μέσο για την σεκταριστική κριτική τής έννοιας τής παραγωγής εν
γένει, εφόσον μπορούσε εύκολα να γίνει αντικείμενο μιας βολουνταριστικής
εννοιολογίας «υπαγωγής» της στην άμεση ταξική αντιπαράθεση και αντίθεση, έτσι
όπως τούτη υπεραντιπροσωπεύονταν [και υπεραντιπροσωπεύεται ακόμα] στην
ιδεολογική «κοσμολογία» τού αριστερισμού [την λένε και «κοσμάρα»].
Μπορώ να συνοψίσω όλη αυτή
την «νέα θεωρία», εντάσσοντας σε αυτήν και την εννοιολογία τής «τροπικότητας», ως:
α) μια «μεταφυσική τής
δυνατότητας» [άλλο θέμα] και β) ως μια «μεταφυσική τής [αυτονομίας τής]
τροπικότητας», όπου και η δυνητικο-λογία και η τροπισμο-λογία, εντάσσονται
περισσότερο σε έναν νεομεταφυσικό υλισμό.
Η δική μας έρευνα και
αναζήτηση για τον θεωρητικό προσδιορισμό τής γενικής-ειδικής καπιταλιστικής
δομής τής παραγωγής, με βάση και μιαν άλλη έννοια των «κοινωνικών παραγωγικών
δυνάμεων» και τής «παραγωγής», βρίσκεται στον αντίποδα των προηγούμενων
θεωρήσεων.
15.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Φουκώ; Όχι πλέον..
Δεν νομίζω ότι μια φουκωική
θεώρηση για το [ανθρώπινο] σώμα, ή για την «σωματικότητα», ως ανοιχτό και
εύπλαστο [σχεσιακό] πεδίο πολλών εγγραφών, επιρροών και πολλών «καταγωγικών
θεμελιώσεων», αίρει την οντολογικοποίηση τής «σωματικότητας», η οποία απαρτίζει
ως κύριο στοιχείο την ύστερη «κριτική» «προοδευτική» θεωρία.
Ίσα ίσα, αυτή ακριβώς η
φουκωική θεώρηση είναι ο αλλοτριωμένος πυρήνας τής νέας αλλοτριωτικής θεωρίας.
Ο Φουκώ έθεσε με
«αντι-εγελιανό» τρόπο το ζήτημα τής «σωματικότητας» σε όλες τις πτυχές της, με
μιαν αμφιθυμία και μιαν άρνηση ως προς την ιστορικότητα τού φαινομένου, αν και
η πρωτοτυπία τού έργου του είναι ο αναγκαστικός «εγελιανισμός» αυτού τού
εγχειρήματος.
Έχω αναφερθεί παλαιότερα στην
σημαντικότητα τού έργου τού Φουκώ, την οποία δεν πρόκειται να αμφισβητήσω,
ειδικά σε μερικά σημεία του που έχουν προσφέρει «ορισμούς-και-προσδιορισμούς»
των πραγμάτων.
Ωστόσο, με τα τωρινά δεδομένα
τής έρευνάς μας, με τα πρώτα πορίσματά της, όπως επίσης με βάση τα επίκαιρα
δεδομένα τής συνολικής κατάντιας και έκπτωσης όλων των φουκωικών αλλά και άλλων
ευρύτερων εξίσου καταστροφικών μηδενιστικών-και-σκοταδιστικών αντιλήψεων για
την υγειονομική και βιοπολιτική συνθήκη τής ζωής των ανθρώπων, το καθήκον μας
για πολεμική κριτική διευρύνθηκε:
Και ο Φουκώ στο κριτικό
στόχαστρο μας πλέον, όχι μόνον οι Ντελέζ-Γκουαταρί και λοιπά.
16.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα»
Αυτό που παρουσιάζεται στην
ιδεολογική και επιστημονική «αναπαράσταση» ως μια «σωματική μονάδα» ανθρώπινης
ή υποκειμενικής «ικανότητας-και-δεξιότητας» για εργασία [ως μονάδα μπορεί να
σημαίνει ταυτόχρονα και πολλαπλότητα ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων], είναι το
αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής, άρα μη-επιλεγμένης ιστορικής διεργασίας
αποδέσμευσης τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας από την «ανάγκη» «της» να δομεί την
κυριαρχία «της» επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας-παραγωγής, και επί τού
προϊόντος αυτής, δια μέσω τής αναγκαστικής αρχικής βίαιης δέσμευσης των
φορέων τους ως φορέων, ως «εξωτερικών φυσικών σωμάτων».
Η προ-καπιταλιστική
εκμεταλλευτική κυριαρχία δομούσε την κυριαρχία της στους υποκειμενικούς όρους
τής εργασίας και το προϊόν που παρήγαγαν δια μέσω τής αρχικής βίαιης
δέσμευσης της «εξωτερικής φυσικής» πτυχής τής παρουσίας τους.
Η προ-καπιταλιστική
εκμεταλλευτική κυριάρχηση τού εργασιακού υποκειμένου τελούνταν δια μέσω τής
βίας επί του «εξωτερικού φυσικού σώματος».
Καμία κυριαρχία, ειδικά
προ-καπιταλιστική, δεν μπορεί να ασκήσει βία επί ενός υποθετικού «συνολικού
σώματος».
Το «σώμα» είναι μια αφαίρεση
κι αυτό, ας ενοχλεί αυτό το γεγονός τον [όχι και τόσο νέο πλέον] νιτσεϊκής
καταβολής «υλισμό» μερικών.
Οπότε, όπως πρέπει πάντα να
προσέχουμε όταν εξετάζουμε μη-ρητορικά, όσο είναι δυνατόν, την ουσία των
εννοιών και των ορισμών μας, έτσι κι όταν χρησιμοποιούμε έννοιες και λέξεις που
παρουσιάζονται ως αυτονόητες και απορρέουσες από μια «φυσική» κατάσταση των
πραγμάτων, όπως είναι το σώμα, πρέπει να προτάσσουμε και στον εαυτό μας και
στους άλλους την απαίτηση να τις αντιμετωπίσουν ως αφαιρέσεις, οι οποίες πρέπει
με την σειρά τους:
1. Να εξεταστούν κατά πόσο είναι κενές και κατά πόσο θα
μπορούσαν να αποκτήσουν εμπειρικό περιεχόμενο,
2. Να εξεταστούν ως δυνάμενες να
έχουν, αν και αφηρημένες, πολλές εσωτερικές διαιρέσεις σε «εξίσου» αφαιρετικές
ειδικές μορφές,
3. Να εξεταστούν στο γεννητικό ιστορικό πλαίσιο τους, χωρίς να
ταυτιστούν πλήρως με αυτό, αλλά και χωρίς να θεωρείται ότι «έπεσαν από τον
πλατωνικό ουρανό» σαν να υπήρχαν πάντα.
Προκειμένου να διαρρηχθεί μια
ιδεολογική οντολογικοποίηση μερικών εννοιών που καταντούν ράκη μιας
προηγούμενης βασανιστικής κριτικής γέννας, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει
θαρρώ, έστω μόνον στην «αρχή», εικονιστικά σχήματα, βίαιες μεταφορές, βίαιες ως
προς την υπερβολική εκλέπτυνση που έχει δημιουργήσει η ιδεολογία στους
υπνωτισμένους ακολούθους της.
Διότι η ιδεολογία-ιδεοληψία,
δεν είναι μόνον μια χοντροκοπιά, μια άγαρμπη βία επί τού πολλαπλού και
πολύμορφου κόσμου μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια έξαψη περιπτωσιολογικών
εκλεπτύνσεων, υπόγειων αμυνών, προφάσεων και παρασιωπήσεων, οι οποίες πρέπει να
συντρίβονται με ορμή, και να εκτίθενται στο φως τού ανθρώπινου κόσμου τής
καθημερινότητας, ο οποίος πάντα καταλαβαίνει από παραδείγματα και εικόνες, και
καλά κάνει και καταλαβαίνει μέσα από παραδείγματα και εικόνες.
Μιλώντας λοιπόν για την
προ-καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί τού «εξωτερικού φυσικού σώματος»
σε αντιδιαστολή προς την καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί ενός [ετερογενούς
προς το προαναφερθέν] «εσωτερικού φυσικού σώματος» που απαρτίζεται από τους
αφηρημένους προσδιορισμούς ή όρους τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, εννοώ
βέβαια κάτι που μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά και να χρησιμοποιηθεί ακόμα και
επαναστατικά-προπαγανδιστικά από όποιον θέλει να το χρησιμοποιήσει, και όχι
τίποτα στρυφνές θεολογίες τού μη-ιερού όρους των λειψανολατρών ή τίποτα
απομεινάρια από νεοκαντιανές θεολογίες τού Παντείου.
Μη προσπαθώντας να ορίσω τα
πάντα από την πρώτη παράγραφο [πράγμα που προϋποθέτει ή ταλέντο ή φιλοσοφική
τερατωδία σκέψης, που δεν έχω τίποτά τους], πρέπει κάθε εικονιστική αφαίρεση να
την αντισταθμίζω με μιαν αντίρροπη αποσβεστική και διαφοροποιητική της, ώσπου
όλα να ξαναβυθίζονται στην αφαίρεση, τής οποίας όμως ο «φορέας-αναγνώστης»
πρέπει να ξέρει ότι είναι αφαίρεση, άρα ίσως ένα τίποτα, πάλι.
Το «εξωτερικό φυσικό σώμα»
είναι μια αφαίρεση που εικονίζει βοηθητικά την θεώρηση της ωμής θεμελίωσης τής
προ-καπιταλιστικής κυριαρχίας σε διάκριση προς την δομική κυριαρχία τού
Κεφαλαίου που όπως και να το κάνουμε στόχευσε και στοχεύει, ας το πω κι ας
φανεί πολύ «λαϊκό», στην ψυχή τού εργαζόμενου, δημιουργικού σώματος των
ανθρώπων και των ζώων, στο «εσωτερικό σώμα» τους.
Στην πραγματικότητα δεν
υπάρχει ούτε «σώμα» γενικά, ούτε «εξωτερικό σώμα», ούτε «εσωτερικό σώμα»,
γενικά, παρά μόνον μια συσχέτιση τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας με ζωντανά
ανθρώπινα-ή-ζωϊκά υποκείμενα, και τα αποκρυσταλλώματα αυτής τής εξουσιαστικής
και οντολογικά αδιέξοδης συσχέτισης και συνσυγκρότησης, είναι οι
οντολογικοποιημένες και μεταφυσικοποιημένες πτυχές που προαναφέραμε, ως «μέρη»
μιας γενικότερης ψευδο-ολικής πτυχής, τής «σωματικότητας», η οποία δεν υπάρχει
κι αυτή παρά μόνον σαν φάντασμα μιας ενιαίας ζωής.
Αν θέλουμε να ψάξουμε κάτι,
ας ψάξουμε πως αυτή η εξουσιαστική οντολογικοποίηση, το «σώμα»,
αντιπροσωπεύεται στην έννοια/κατάσταση τού καπιταλιστικού εμπορεύματος που
περικλείει την εργασιακή δυνατότητα/ικανότητα των ανθρώπων και των ζώων.
17.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Είδαμε ότι η
εργασιακή/εργατική δύναμη αν και είναι μια πτυχή τής συνολικής
εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας, λόγω των αλλοτριωτικών δυνατοτήτων
της ως «ιδανικό υλικό» τής ιστορικής ανάδυσης τής
εμπορευματικής-καπιταλιστικής μορφής της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια απλά
«αντικειμενική» πτυχή τής εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας
[δογματικός τρόπος θέασης της].
Δεν μπορεί ωστόσο και να
ταυτιστεί με την εμπορευματική-καπιταλιστική μορφή της αλλά ούτε καν με την
στατική γενική-ή-αφηρημένη μορφή της όπως τούτη θα παράγονταν υποθετικά από
μιαν νέου [γραφειοκρατικού ή κρατικοκαπιταλιστικού] τύπου «αλλοτριωτική»
«διαλεκτική άρση-και-επέκταση» της ως αυτονομημένου καπιταλιστικού όρου.
Ως θεωρητικός και πρακτικός
όρος, η «εργασιακή/εργατική δύναμη» έχει εντέλει ακόμα την αόριστη απειρία που
έχει ο όρος τής «εργασίας-παραγωγής» [στην ανώτατη αόριστη αφαίρεσή του και
στις διάφορες πιθανές αυθαίρετες ειδικοποιήσεις του].
Αυτό σημαίνει ότι, πέραν των
δογματικών μαρξιστικών θέσεων για το θέμα και των χαοτικών και
ετεροκαθορισμένων νεοαριστερίστικων κριτικών αυτών των δογματικών θέσεων,
υπάρχει ένα πρόβλημα που τίθεται με συγκεκριμένους όρους και δεν έχει ακόμα επιλυθεί.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη
αν ορισθεί ως σύνολο ικανοτήτων που δεν μπορούν παρά να έχουν πάντα και δημιουργική
πτυχή, δεν παράγεται συνολικά ως αγαθό, είτε είναι
εμπορευματικό/και/καπιταλιστικό είτε όχι, άρα συνεπαγωγικά δεν μπορεί να
παραχθεί όπως παράγονται όλα τα άλλα αγαθά εφόσον σε μια καθοριστική πτυχή της
είναι μη-αγαθό, είναι κάτι πέραν των αγαθών και των πραγμάτων γενικά.
Προλαβαίνω την αιώνια Ολμε,
και κάθε «αγαθή» παιδαγωγική «αριστερά», που βλέπει πίσω και κάτω από όλες
τις διανοητικές και εικαστικές δημιουργίες και επιστήμες μια καλοσυνάτη ή μια
κακιά και λειψή καπιταλιστική «παραγωγική κατανάλωση» «εκπαιδευτικών αγαθών»
που ισχύει σε κάθε κοινωνικό σύστημα ως η απόλυτη «Αιτία» παραγωγής-δημιουργίας
αυτών των επιστημών-και-δημιουργιών.
Δεν υπάρχει άδικο και λάθος
σε όλα από αυτά που λέει η αιώνια Ολμε, αλλά όπως πάντα υπάρχει σε αυτά μια προκρούστεια
«αριστερο»δασκαλίστικη αντίληψη για το τι είναι η δημιουργία και η υλική
παραγωγή νοημάτων, αγαλμάτων εικόνων ταινιών λογοτεχνημάτων, αλλά και τροφής,
ρούχων και άλλων.
Κάτω από όλα αυτά υπάρχει μεν
και θα υπάρχει πάντα μια διεργασία «παραγωγικής κατανάλωσης» εκπαιδευτικών και
γνωσιακών-εμπειρικών αγαθών, υπό καπιταλιστικούς ή άλλους όρους, αλλά η
δημιουργία δεν είναι «αυτό», η δημιουργική ικανότητα δεν είναι «αυτό», ακόμα κι
αν είναι και «αυτό» εν μέρει, ακόμα κι αν χρειάζεται και «αυτό».
Η δημιουργία και η
δημιουργική ικανότητα που την
θεμελιώνει, θεμελιωνόμενη κι αυτή από την ίδια την δημιουργία, είναι
αυτοδημιουργία και αυτοπαραγωγή, άρα σε μια κρίσιμη και κορυφαία πτυχή
της, η οποία άρχει και κυριαρχεί επί των υπολοίπων πτυχών της, δεν είναι
αγαθό, ούτε παράγεται από άλλα αγαθά.
Γιατί
άραγε η «ταπεινή» εκδοχή της, η τάχα
«ταπεινή» εκδοχή της, η εργασιακή/εργατική δράση, και η ταπεινή εκδοχή τής τάχα
«ταπεινής» αυτής δράσης, η εργασιακή/εργατική δύναμη, να μην υπόκειται στην ίδια νομοτέλεια
εξαιρετικότητας και υλικής υπερβατικότητας.
18.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Η εργασιακή/εργατική δύναμη
παρουσιάστηκε ιστορικά σαν μια αναδυόμενη ως εμπόρευμα καπιταλιστική
[πρακτική-θεωρητική] αφαίρεση, η οποία ωστόσο υπήρχε και πριν τον καπιταλισμό,
και θα υπάρχει και μετά τον καπιταλισμό, ως μια πτυχή [ή μερική «όψη»] τής
έννοιας/κατάστασης τού εργασιακού υποκειμένου.
Το Κεφάλαιο υπάρχει ως ο
κυρίαρχος εκμεταλλευτικός «πόλος» μιας κυριαρχούμενης-από-«αυτό» διπολικής
αντινομικής ενότητας, όπου τον άλλο «πόλο» τον απαρτίζει το εμπόρευμα
«εργασιακή/εργατική δύναμη».
Εάν η εργασιακή/εργατική
υποκειμενικότητα «αρθεί στο ύψος» τής επιθυμίας τής ολότητάς της, τείνει
να διαρρήξει τον αυτονομημένο ως εμπόρευμα πτυχωτικό «εαυτό» της [ήτοι, την
αποξενωμένη-και-οντολογικοποιημένη ως εμπόρευμα πτυχή: «εργασιακή/δημιουργική
δύναμη»], και επιθυμεί να τον «αφομοιώσει» ξανά στην ολότητα τής
εργασιακής υποκειμενικότητας.
Όταν η εργασιακή/εργατική
υποκειμενικότητα εξεγείρεται ενάντια στην καπιταλιστική-εμπορευματική
αυτονόμηση μιας πτυχής της [ήτοι, τής «εργασιακής ικανότητας» ως αποξενωμένης
από τους άλλους όρους τής εργασίας και τής ζωής] επιδιώκει και επιθυμεί
να την εντάξει ξανά ως «μερικό στοιχείο» σε μιαν ενιαία ολότητα, η οποία
συμπεριλαμβάνει: και 1) την εργασιακή υποκειμενικότητα ως «ενιαία
οντότητα» [χωρίς την εργασιακή/εργατική δύναμη ως αποκομμένη] και 2) τα
αντικειμενικά υλικά μέσα παραγωγής-και-επιβίωσης στα οποία εργάζεται και δρα
δημιουργικά-παραγωγικά.
Άρα:
Όταν η εργασιακή/εργατική
υποκειμενικότητα επιθυμεί την ένωση των σπασμένων κομματιών τού «εαυτού» της
και εξεγείρεται με βάση αυτή την επιθυμία της, πρέπει για να περάσει από την
επιθυμία στον ορθό και συνεκτικό Λόγο και να μην ξεπέσει στον «αυτονομισμό» τον
εργατίστικο σεπαρατισμό, και μιμητισμό ταυτόχρονα, τής τάχα μου «προλεταριακής
αυτοαξιοποίησης», να δει καταρχάς ότι η προσωρινή και εύθραυστη ενότητά της δεν
είναι «ολότητα», ούτε καν μια συνεκτική αν και κατασκευασμένη
«εργασιακή/εργατική ενότητα» [όπως θα την όριζε λόγου χάριν ένας μη-ολιστής
επαναστάτης], εφόσον θα «λείπει ακόμα» το αντικειμενικό υλικό στοιχείο, τα μέσα
παραγωγής, τα μέσα επιβίωσης και οι πόροι, αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «ανόργανο
σώμα» των ανθρώπων.
Αν η εργασιακή/εργατική
υποκειμενικότητα κάνει κατάληψη στην μονάδα παραγωγής που δουλεύει; [μιλώντας
πάντα για την εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα νομιναλιστικά-υλιστικά και
όχι σαν να υπάρχει τάχα μου παντού ως ένα οντολογικό Εν].
Κι αν ακόμα λοιπόν αυτή η
εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα οικειοποιηθεί μια μονάδα ή περισσότερες
μονάδες τού συνολικού συστήματος παραγωγής μιας χώρας ή μιας ευρείας έκτασης
εντός τής χώρας, και τότε ακόμα δεν θα έχει μπορέσει να ενώσει την εξεγερμένη
επιθυμητική υποκειμενικότητά της με τους υλικούς όρους που θα τής έδιναν συνεχή
και συγκροτημένη πρόσβαση σε μια ζωή χωρίς εκμετάλλευση.
Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν
«έξωθεν» παρεμβάσεις, αντεπαναστατική ή αντιεξεγερτική καταστολή, το εξεγερμένο
υποκείμενο ως εργασιακό/εργατικό υποκείμενο, θα ήταν δυνατόν να γίνει
αντικείμενο εκμετάλλευσης και κυριάρχησης «εκ των έσω», όπως το έχει αποδείξει
όχι μόνον η σταλινική εμπειρία [ο Τρότσκι ήταν χειρότερος χασάπης] αλλά σε «σμίκρυνση» και τα διάφορα αντιεξουσιαστικά
κινήματα.
[Αυτή η «σμίκρυνση» των
αντιεξουσιαστικών κινημάτων υπάρχει λόγω «δομικής ανικανότητας» επέκτασης τού
εγχειρήματος τους πάνω από μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα, πλην του ΡΚΚ το οποίο
όμως όπως λένε και οι χλαπάτσες τής «αυτονομίας» είναι «εθνοσταλινικό» οπότε να
μην το συνυπολογίζουν στις επιτυχίες τους, και οι σταλινικοί «μικροαστικό
εθνικιστικό» οπότε να μην το συνυπολογίζουν κι αυτοί στην οργανωτική τους
παράδοση].
Το ζητούμενο παραμένει πάντα
μια εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα που θα μπορούσε να περάσει από την φάση
τής «εξέγερσης» και τής επιθυμητικής ψευδο-ολότητας, στην φάση τής
εθνικής-και-παγκόσμιας/οικουμενικής Κυριαρχίας της επί των αντικειμενικών όρων
τής ζωής.
19.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Θεωρώ ότι υπάρχει τρόπος να
«μετρηθεί» η ποσότητα και να προσδιορισθεί η ποιοτική συγκρότηση τής εργασίας
σε ένα σύγχρονο σύστημα παραγωγής, και μάλιστα υπάρχει τρόπος επίσης να
«μετρηθεί» σε σχέση με την υφιστάμενη «τεχνική σύνθεση» τής παραγωγής [αν είναι
καπιταλιστική σε σχέση με την «τεχνική σύνθεση τού Κεφαλαίου»] η ποσότητα
«ενσωμάτωσης» τής εργασίας ως «αφηρημένης εργασίας» στο τελικό προϊόν.
Μιλάω για ένα είδος σχετικής
προς την «τεχνική σύνθεση» μέτρησης, διότι η τεχνική σύνθεση αλλάζει, είναι
μεταβαλλόμενη, οπότε κάθε στατική μέτρηση, ειδικά σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο
τεχνικό σύστημα μιας παραγωγής που βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνιστική κίνηση, θα
ήταν λανθασμένη ακόμα κι αν αναφέρονταν, όπως θεωρούμε ορθότερο, στην αφηρημένη
διάσταση τής εργασίας.
Ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος
εργασίας» που χρησιμοποιεί [ως έννοια] ο Μαρξ πρέπει να εννοείται σε αυτό
μάλλον το πλαίσιο, εφόσον ο «χρόνος εργασίας» πέραν τής αφηρημένης διάστασης
τής εργασιακής δράσης που εμβάλλει στην ανάλυση, ως κοινωνικά αναγκαίος
σημαίνει ότι είναι μεταβαλλόμενος σε αναφορά προς κάτι πέραν τής ίδιας τής
εργασίας ως γενικής αφαίρεσης:
Υπάρχει μια ούτως ειπείν
εξίσου ευρεία αφαίρεση που αφορά στην κοινωνική αναγκαιότητα, η οποία
«περιβάλλει» την εκάστοτε μονάδα αφηρημένης-συγκεκριμένης εργασίας, και αυτή
δεν είναι μια «γενική κοινωνική αναγκαιότητα» αλλά μια «κοινωνική αναγκαιότητα»-ως-«χρονικότητα»
άμεσα αναφερόμενη στην διεργασία τής εργασίας-παραγωγής.
Δεν θυμάμαι κάποια αναφορά
τού Μαρξ στην σχέση αυτής τής «χρονικής κοινωνικής αναγκαιότητας» τής εργασίας
με την τεχνική σύνθεση [τού Κεφαλαίου], πιθανά αναφέρεται [και] στην οργάνωση
τής εργασίας υπό το ειδικό πλαίσιο των κυρίαρχων [καπιταλιστικών] παραγωγικών
σχέσεων, το οποίο απαιτεί συγκεκριμένους χρόνους παραγωγής σε αναφορά όχι μόνον
προς την «αναγκαιότητα» τής τεχνικής σύνθεσης τού Κεφαλαίου αλλά και προς άλλες
«αναγκαιότητες».
Από την δική μου ταπεινή
σκοπιά, πέραν των άλλων προβλημάτων τής μαρξικής θεωρίας περί [ανταλλακτικής]
αξίας, μόνο ένα «σφικτό δέσιμο» τής έννοιας τού «κοινωνικά αναγκαίου χρόνου
εργασίας» με την «τεχνική σύνθεση» θα έβγαζε σήμερα νόημα για αυτή την έννοια.
Πείτε με επηρεασμένο από την
τεχνοκρατία. Πρόβλημά μου.
Προχωράμε σε ένα άλλο θέμα.
Ο Μαρξ κατασκεύασε την έννοια
τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» για να αντανακλάσει θεωρητικά ένα δομικό
στοιχείο τής εργασιακής υποκειμενικότητας που αναδύθηκε στο καπιταλιστικό
σκλαβοπάζαρο των εργασιακών ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων ως αυτονομημένο και
αποξενωμένο «συμπύκνωμά» τους, χωρίς να λέει όμως πουθενά ότι «αυτό» ως
«συμπύκνωμα» εν γένει είναι καπιταλιστικό, όπως λένε λόγου χάριν αριστεριστές
που ταυτίζουν «εργασιακή/εργατική δύναμη» με την εμπορευματική-καπιταλιστική
μορφή της.
Υπάρχει ιστορική συγκροτητική
σχέση τής ανάδυσης τής πτυχής αυτής, δηλ. τής εργασιακής/εργατικής δύναμης, με
την καπιταλιστική-εμπορευματική μορφή της, αλλά όχι ταυτότητα μεταξύ τους [ό,τι
συμβαίνει και με την έννοια/κατάσταση τής παραγωγής κ.λπ].
Από κει και πέρα, πέρα από
τις αριστερίστικες ιδεολογικές και ιδεοληπτικές ταυτίσεις τής
εργασιακής/εργατικής δύναμης με την εμπορευματική/καπιταλιστική μορφή της,
υπάρχει ένα θέμα με την υποταγή τού Μαρξ τού ίδιου αλλά και των μαρξιστών [πλην
των αριστεριστών που του γαμάνε τη μάνα όμως] στην λογική τής
«αντικειμενικότητας» τής έννοιας/κατάστασης αυτής.
Γιατί το λέω αυτό;
Η προσπάθεια να οριστεί από
τον Μαρξ η εργασιακή υποκειμενικότητα ως «εμπορεύσιμο-ανταλλάξιμο» «ον», είχε
σαν προϋπόθεσή της να τεθεί η ίδια τούτη [δια μίας πτυχής της] ως ένα
«αντικείμενο» με όρια και υλικές ιδιότητες όπως όλα τα άλλα
«εμπορεύσιμα-ανταλλάξιμα» «όντα».
Η ιδιοτυπία τής
εργασιακής/εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος είναι για τον Μαρξ ότι περιέχει ως
«αξία χρήσης» της μιαν ιδιότητα δυνητικής παραγωγής έργου πέρα και πάνω από την
αξία της, αλλά ως ένα δεδομένο πραγμικό συμπύκνωμα «έπρεπε» να έχει την ίδια
μη-ιδιότυπη μορφή που έχει κάθε εμπόρευμα, «έπρεπε» να έχει όρια, να είναι
δηλαδή πεπερασμένη και να είναι προερχόμενη από ένα άλλο παράγον στοιχείο ούτως
ώστε να έχει μετρήσιμη αξία κι «αυτό» όπως τα άλλα.
Ορθά ο Μαρξ είδε πως αν
μιλούσε για «εμπόρευμα-εργασία» και για «αξία τής εργασίας» θα έπεφτε σε άλυτες
αντιφάσεις, διότι αν η εργασία είναι το μέτρο μέτρησης τής αξίας [απλουστεύω],
τι θα μετρούσε την ίδια;
Το μέτρο δεν μετράει τον εαυτό του.
Άρα απέφυγε να
μιλήσει για «πώληση τής εργασίας», και θέλησε επίσης να μεταμορφώσει αυτό που
πωλείται ως «πράγμα» σε «πράγμα» που παράγεται από μιαν άλλη εργασία, έτσι ώστε
να υπόκειται στην «θεωρία τής αξίας» η οποία αναφέρεται σε μονάδες εργασίας
παραγωγής «αξιών» κ.λπ
Όμως:
Και η μαρξική
«εργασιακή/εργατική δύναμη» ως έννοια/κατάσταση, όσο και να την υπαγάγεις στην
εργασία παραγωγής της, η οποία όντως υπάρχει [γιατί όμως να μην μιλήσουμε για
εργασία παραγωγής τής εργασίας; το ίδιο δεν θα ήταν;], η εργασιακή/εργατική
δύναμη λοιπόν ούτε αυτή δεν παράγεται ως όλον από εργασίες παραγωγής της «έξω»
εντελώς από το υποκείμενο που την φέρει, αν δεν την προσδιορίσουμε τουλάχιστον
ως και-αυτοπαραγωγή.
Η «παραγωγική κατανάλωση»
ακόμα και εκπαιδευτικών αγαθών-εμπορευμάτων δεν μπορεί να παράξει
εργασιακή/εργατική δύναμη υπάρχουσα ως «δημιουργούσα δύναμη» αν τούτη δεν είναι
και αυτοπαραγόμενη αυτοδημιουργούμενη.
Η ιδιοτυπία τής
εργασιακής/εργατικής δύναμης ανατινάζει την ύπαρξη της ως εμπορεύματος.
Το εμπόρευμα αυτό μάλλον δεν
υπάρχει, έτσι όπως το εννοεί ο Μαρξ και οι μαρξιστές.
Κάτι άλλο πουλιέται ως
«εργασιακή/εργατική δύναμη».
20.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Αυτό που στον καπιταλισμό
πουλιέται και αγοράζεται ως δυνατότητα και δύναμη εργασίας, ως ικανότητα και ως
δεξιότητα, είναι άραγε «ταυτόσημο» ακόμα και με την εργασιακή/εργατική δύναμη
όπως θα την ορίζαμε αν την ορίζαμε «στενότερα», δηλαδή ως ήδη
παραχθείσα-συντελεσθείσα και συγκεκριμένη, μορφικά δημιουργημένη «συλλογή»
αυτών των ιδιοτήτων ως δεδομένων;
Μιλάμε για την
εργασιακή/εργατική δύναμη/δυνατότητα σαν ένα οριστικοποιημένο ως προς την ποιοτική
συγκρότησή του σύστημα δεξιοτήτων και δυνάμεων, και όχι ως ένα διαρκώς
μεταβαλλόμενο από την εκπαίδευση-εμπειρία σύστημα.
Για να προχωρήσουμε την
μελέτη μας και να πραγματευτούμε την απορία μας, «αποκλείουμε»
θεωρητικά-πειραματικά όλες τις διεργασίες που σημαίνουν την εργασιακή/εργατική
δύναμη ως δημιουργικά παραγόμενη/αυτοπαραγόμενη, ως ουσιαστικά/γεννητικά
παραγόμενη όπως παράγεται ένα νέο σύστημα ή μια νέα μορφή, [και αυτό είτε είναι
καπιταλιστική-εμπορευματική είτε όχι].
Το «πράττουμε» αυτό, για να
δώσουμε το περιθώριο σε μια δυνατότητα θεώρησης κατά την οποία η
έννοια/κατάσταση τής «παραγωγής» τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» μπορεί να
θεωρηθεί ταυτόσημη/ταυτή με την έννοια τής «αναπαραγωγής» της.
Αν «αποκλειστεί» τεχνητά,
μπει δηλαδή σε «παρένθεση αποκλεισμού» η μη-εντάξιμη στην «αναπαραγωγή» [αλλά
και την «παραγωγή» μέσω αποκλειστικά τής «παραγωγικής κατανάλωσης»]
παραγωγή-δημιουργία τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης», τότε, η παραγωγή της
«εργασιακής/εργατικής δύναμης» είναι πιθανά ταυτόσημη/ταυτή με την αναπαραγωγή
της, όχι μόνον στο επίπεδο τής έννοιάς της εκείνης που σημαίνει την
υλική-«βιολογική» αναπαραγωγή των σωματικών όρων τού εργαζόμενου υποκειμένου ως
«σωματικού φορέα» των ιδιοτήτων τής ικανότητας/δεξιότητας κ.λπ.
Όχι μόνον ως «υποκείμενο»
«σωματικός-φορέας-των-ιδιοτήτων» αυτών, αλλά και ως «υποκείμενο» που ταυτίζεται
με αυτές τις ιδιότητες ως «πάγιες ιδιότητες» που «χρειάζονται» απλά «συντήρηση»
και δεν «δημιουργούνται-παράγονται» [πλέον] ως εξαρχής, το εργαζόμενο
υποκείμενο ταυτίζεται ούτως ως «συμπύκνωμα» με την εργασιακή/εργατική
δύναμη/δυνατότητα, και τούτη αποτελεί και μετρήσιμη, και συγκροτημένη ως
παραγόμενη, παραγόμενη-ως-αναπαραγόμενη.
Άρα, το κλασικό μαρξικό σχήμα
για την «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως καπιταλιστικό εμπόρευμα [αλλά και υπό
άλλο σύστημα] ισχύει υπό αυτούς τούς όρους, δεν είναι συνολικά άστοχο, αλλά
μερικό, ως ένας από τους ορίζοντες ανάλυσης τής σχέσης τής εργασιακής/εργατικής
δύναμης με την συνολική καπιταλιστική διεργασία.
Συνεχίζω όμως να θεωρώ ότι
μόνον υπό αυτούς τους όρους ισχύει αυτό το σχήμα.
Ο μαρξικός «Νόμος τής Αξίας»
πνέει εδώ και αιώνες τα λοίσθια ως θεωρία, αλλά δεν αποβιώνει διότι
«αναμένεται» περιεκτικότερη αντανάκλαση τής νομοτέλειας που τον συγκροτεί.
Οι αστικές αρλούμπες λόγου
χάριν για τις μηχανές ή τις τεχνικές/τεχνολογίες που «παράγουν νέα αξία», και
άλλα, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τον Μαρξ.
21.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα»
Υπάρχουν 2 τρόποι μαρξιστικής
ή μαρξογενούς καθήλωσης κατά την διεργασία θεώρησης τής έννοιας/κατάστασης τής
εργασιακής/εργατικής δύναμης/δυνατότητας:
α.
Ο δογματικός τρόπος:
Οι μ-λ μαρξιστές τού
εγχειριδίου αναπαράγουν με άκριτο τρόπο αποσπάσματα από κείμενα ή βιβλία τού
Μαρξ.
Για αυτούς η εργατική δύναμη
είναι ένα αυτοτελές Είναι, ως σύνολο ικανοτήτων/δεξιοτήτων και λοιπά, το οποίο
μετατρέπεται στον καπιταλισμό σε ιδιότυπο εμπόρευμα.
Το εμπόρευμα αυτό έχει όπως
κάθε εμπόρευμα [ανταλλακτική] αξία και αξία χρήσης, η δε αξία χρήσης του
έγκειται στο ότι παράγει νέες [υλικές-ανταλλακτικές] αξίες, οι οποίες
υπερβαίνουν ως συνολική αξία τις αξίες που χρειάστηκαν για να παραχθεί το ίδιο
ως αξία>>«εμπόρευμα εργατική δύναμη» [στον ορισμό εμπλέκεται και η
αόριστη μαρξική έννοια τού «κοινωνικά αναγκαίου χρόνου παραγωγής», την οποία
παραλείπω εδώ για λόγους συντομίας και απλούστευσης].
Η δύναμη τού φορμαλιστικού
δογματικού τρόπου σκέψης έγκειται στο γεγονός ότι ξεπερνώντας τις «αμφισημίες»
και τις «αμφιθυμίες» τού Λόγου που «μεταφέρει» τον παρουσιάζει ως έναν ήδη
αποπερατωμένο Λόγο.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση
αυτός ο ειδικός αποπερατωμένος Λόγος περί «εργατικής δύναμης» ακολουθεί τα
χνάρια τής ψευδοεπιστήμης τού επιστημονικού και διαλεκτικού υλισμού, με τους 4
κοσμικούς διαλεκτικούς νόμους του, και άλλα ιερά και σεπτά δόγματα.
Όπως έχουμε δει σε
προηγούμενα σημεία τής ανάλυσης μας, η «εργασιακή/εργατική δύναμη»
παρουσιάζεται στην ιστορικοκοινωνική φαινομενικότητα ως «αυτοτελής» δομή ή
κατάσταση τής συνολικής παραγωγικής διεργασίας, στα πλαίσια τής ανάδυσης και
εδραίωσης τής κυριαρχίας τού Κεφαλαίου.
Επίσης, η προσπάθεια τού Μαρξ
να την ορίσει ως παραγόμενη σε ένα μη-αποκλειστικά αναπαραγωγικό πλαίσιο, ως
και-παραγόμενη-και-αναπαραγόμενη ήταν ατυχής, εφόσον:
Πέραν τής συντήρησης τής
ίδιας «ως έχει» [αναπαραγωγική διεργασία] μέσω τής παραγωγικής κατανάλωσης
«εμπορευμάτων επιβίωσης», αλλά και πέραν τής παραγωγής της μέσω τής παραγωγικής
κατανάλωσης εκπαιδευτικών και πολιτισμικών «εμπορευμάτων εκπαίδευσης», πέραν
ακόμα και τής παραγωγικής κατανάλωσης μη-εμπορευματοποιημένων [ακόμα] μαθησιακών
αγαθών, πέραν όλων τούτων, η εργασιακή/εργατική δύναμη ως μέρος τής ριζικής
δημιουργικής δύναμης υπάρχει και ως μη-παραγόμενη από «κάτι» έξω από
αυτήν, άρα και αυτο-παράγεται.
Όταν ο άνθρωπος, αλλά και το
ζώο, παράγει μαζί με την κοινωνία, τις ικανότητες, δεξιότητές του, τις αρετές
και τις ευαισθησίες του, όταν δηλαδή παράγει την παλέτα των δημιουργικών
δυνάμεών του, την παράγει μεν «μαζί» με την κοινωνία [σε ένα ευρύτερο πλαίσιο
όπως είπαμε από αυτό που περιγράφεται από τούς μ-λ αλλά και από τον Μαρξ στις
αναγωγιστικές σελίδες του, τις διόλου επιστημονικές ή «επιστημονίστικες»],
παράγει την δημιουργική του ικανότητα «μαζί» με την κοινωνία αλλά ταυτόχρονα
την παράγει μόνος του.
Σε αυτήν της την πτυχή, η
δημιουργική ικανότητα είναι αυτοπαραγόμενη, άρα και συνολικά συγκροτείται ως και-αυτοπαραγόμενη.
Και αυτό που λέω δεν είναι
«ιδεαλισμός» ούτε «οντολογία», ούτε «ατομικισμός».
Είναι η απλή πραγματικότητα
τής δημιουργίας ως υποκειμενικού χαρίσματος, δώρου, που υπάρχει σε κάθε
άνθρωπο, και καλλιεργείται αναδυόμενο ή αναδύεται καλλιεργούμενο σε
σύμπνοια ή σύγκρουση-αλλά-και-συνεργασία τού εκάστοτε διακριτού
ατομικού-ή-συλλογικού υποκειμένου με την εκάστοτε κοινωνία ή κοινότητα.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη
παράγεται σε ένα πλαίσιο ευρύτερο από το πλαίσιο τής άμεσης επιβιωσιακής
παραγωγικής κατανάλωσης όπου την έχουν περιορίσει πρακτικά και θεωρητικά, με
«υποσημειώσεις» βέβαια, μερίδες τού πιο άγριου Κεφαλαίου και [ποιοι άλλοι;] οι
μ-λ, σταλινικοί-τροτσκιστές και λοιπές «επαναστατικές δυνάμεις» επιβίωσης.
Παράγεται στο ευρύτερο
εμπειρικό πολιτισμικό, εκπαιδευτικό, γνωσιακό κ.λπ πλαίσιο τής ολότητας μιας
καπιταλιστικής κοινωνίας [αλλά και παλαιότερα, όταν δεν ήταν ακόμα
«αυτονομημένη στιγμή» τής συνολικής παραγωγής, στο πλαίσιο τής ολότητας άλλων,
προκαπιταλιστικών, κοινωνιών].
Οπότε, και η καπιταλιστική
μέτρηση τής εργασιακής/εργατικής δύναμης μέσω τής πρακτικής και θεωρητικής
ενσωμάτωσής της στον καπιταλιστικό εμπορευματικό καθορισμό, σημαίνει άμεση
πρακτική και θεωρητική/ιδεολογική υποτίμησή της και, μέσω αυτής, σημαίνει
θεωρητική/ιδεολογική άρα και πρακτική υποτίμηση τής δημιουργικής υπόστασης τής
ίδιας αυτής τής ζωντανής εργασίας-δημιουργίας εν δράσει.
β.
Ο χαοτικός μεταμαρξιστικός ή
αντιμαρξιστικός μαρξοειδής τρόπος:
Κρίνοντας ξεθεμελιωτικά τον δογματικό
τρόπο, νεοαριστεριστές και αναρχικοί αυτόνομοι, κάνουν το άλλο λάθος.
Σχετικοποιούν τις αφηρημένες
γενικότατες έννοιες/καταστάσεις τής «παραγωγής» και τής επιστήμης για να
απολυτοποιήσουν την σύνδεσή τους κυρίως και περισσότερο με την καπιταλιστική
μορφή [αλλά πιθανά και με κάθε άλλη εκδοχή τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας].
Στο ημίφως τής ψευδοεπιστήμης
τού δόγματος που όμως αχνοφέγγει «κάτι», απάντησαν και απαντούν με το σκότος
τού χιλιαστικού, στα όρια τής παράνοιας, νεοαριστερίστικου αντιεπιστημονισμού
και αντιπαραγωγισμού.
Η «εργασιακή/εργατική δύναμη»
κατά αυτή την σαλταρισμένη αντιστροφή τού μ-λ σταλινικού-τροτσκιστικού
δογματισμού είναι σχεδόν «το ένα και το αυτό» με το «εμπόρευμα
εργασιακή/εργατική δύναμη», το εμπόρευμα εν γένει «το ένα και το αυτό» με το
Κεφάλαιο, κ.λπ
Οπότε ρίχνουν στο πυρ το
εξώτερον κάθε προσπάθεια «μέτρησης» τής «αξίας τής εργασιακής/εργατικής
δύναμης», ακόμα και με τα σύγχρονα μαθηματικά μέσα μιας «πολλαπλής» και
«αφαιρετικής» μεθοδολογίας που αφήνει περιθώρια για «ανταγωνιστικές-προοπτικές»
«μετρήσεις» της, την εννοούν ως εγγενώς «καπιταλιστική μέτρηση»,
κρατικοκαπιταλιστική, την «κάνουν πίτα» με τον «επιστημονισμό», την κατατάσσουν
ιεροεξεταστικά στην αστική/μικροαστική ιδεολογία.
Το αιτούμενο, και στο θέμα
που εξετάζουμε, είναι να βγούμε έξω από αυτό το αλληλοετεροκαθοριζόμενο και
αλληλοσυμπληρωνόμενο δίπολο «μαρξιστών» και μαρξολόγων «αντιεξουσιαστών», ώστε
να μπορέσουμε να συγκροτήσουμε ψήγματα έστω μιας νέας κριτικής και ορθολογικής
θεωρίας για την ζωντανή εργασία, τη ζωή, την δημιουργία και τον έρωτα, ενάντια
στο Κεφάλαιο.
22.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Το Κεφάλαιο ως μια ειδικού
τύπου κυρίαρχη εκμεταλλευτική μορφή παραγωγής που αποκόπτει απόλυτα τον άμεσο
παραγωγό από τον [ιδιοκτησιακό, διαχειριστικό κ.λπ] έλεγχο των αντικειμενικών
όρων τής παραγωγής, τον οδηγεί, όσο υφίσταται η ιστορική καπιταλιστική
κυριαρχία, νομοτελειακά στην «θέση» τού «μόνον-φορέα» μιας
[εμπορευματικής] «εργασιακής/εργατικής δύναμης».
Άρα, το Κεφάλαιο-ως-Κυριαρχία
«θέτει» στην «θέση» τού «εργαζόμενου πολίτη» τής «δημοκρατίας» ένα νομοτελειακά
αποξενωμένο και υλικά απογυμνωμένο δημιουργικό υποκείμενο, το οποίο έχει
[αν έχει κιόλας] έναν μερικό έλεγχο μόνον τής σωματικής αποκρυστάλλωσης μιας
ευρείας και βαθιάς στον χρόνο κοινωνικής/συλλογικής και προσωπικής
παραγωγής/αυτο-παραγωγής και δημιουργίας/αυτο-δημιουργίας [ικανοτήτων,
δεξιοτήτων, ευαισθησιών κ.λπ].
Το «σωματοειδές» ή
«σωματόμορφο» συμπύκνωμα όλης τής δημιουργίας των δεξιοτήτων, των αρετών και
των ευαισθησιών τού εργαζόμενου/δημιουργού, ως «εργασιακή/εργατική δύναμη»,
μετατρέπεται μέσω τής εμπορευματικής-καπιταλιστικής μορφής του σε «αντιπρόσωπο»
τού Κεφαλαίου μέσα στην «ψυχή τής ζωής» τού ακτήμονα εργάτη-ή-μικροαστού
εργαζόμενου.
Ό,τι παρουσιάζεται στον καπιταλισμό ως «σώμα» είναι καθορισμένο από την
ειδική διαίρεση που επιτελεί το Κεφάλαιο «μεταξύ» τής δρώσας δημιουργικής
υποκειμενικότητας και των αντικειμενικών όρων τής πραγμάτωσής της.
Το Κεφάλαιο και το Ολικό
Εμπόρευμά Του, παράγουν κοινωνικά την εργασιακή/εργατική δύναμη ως μια
ξεχωριστή «σωματική στιγμή» τής δημιουργικής δράσης, και έτσι την καθιστούν ή
συγκροτούν ως ένα αλλοτριωτικό «αντιπρόσωπο» των αντικειμενικών όρων
εντός-και-διά των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής, κατά την διάρκεια μιας
συνολικής διεργασίας που σημαίνει μιαν ειδικού [καπιταλιστικού] τύπου
εκμεταλλευτική κυριάρχηση επί τού ίδιου τού δημιουργικού υποκειμένου.
Έτσι ο υποκειμενικός όρος τής
παραγωγής παράγεται «ο ίδιος» σε μια «στιγμή» του [και] ως ένας
«αυτονομημένος-ως-όρος» υποκειμενικός όρος, άρα παράγεται ως πραγμοποιημένος ή
σωματοποιημένος υποκειμενικός όρος που έχει υποταχθεί στην ίδια την
εσωτερικότητα τού καθορισμού του όπως έχει παραχθεί ως μεταφυσική/οντολογική
εσωτερικότητα [και το αντίστροφο], «έτοιμος πάντα» κατά αυτό τον τρόπο να γίνει
αντικείμενο εκμετάλλευσης και απομύζησης από τους βρυκόλακες τού Κεφαλαίου,
ακριβώς ως αυτονομημένος-ως-όρος πραγμοποιημένος/σωματοποιημένος όρος τής δημιουργικής
υποκειμενικότητας.
23.
Το «πρώτο» και το «τελευταίο» πράγμα των εκμεταλλευτών.
Η «αρχή» και το «τέλος» των
συλλογισμών των ακτημόνων σε ένα σύστημα που αν δεν έχεις ιδιόκτητα μέσα
επιβίωσης είσαι ένα Τίποτα ή Κάτι που είναι ένα βήμα πριν το Τίποτα, είναι «αν
θα βγάλουν τη μέρα».
Η ζωή τους όλη στριμώχνεται
σε αυτή την διαδρομή, και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που μπορεί να με πείσει
ότι τα εκμεταλλευτικά κυριαρχικά συστήματα έχουν κάποια άλλη ανώτερη «αρχή»
συγκρότησης από το να οργανώνουν όχι μόνον την ζωή των υποτελών τους αλλά όλο
το κοινωνικό και παραγωγικό Είναι «πάνω» σε αυτή τη διαδρομή.
Με αυτή την έννοια εμμένω να
μην εγκαταλείπω την έννοια που δίνει ο Μαρξ αλλά και ο αναρχισμός στα καλύτερά
του στην μισθωτή εξάρτηση των ακτημόνων εργαζομένων-ή-άεργων υποκειμένων, ως
τον πυρήνα τής καπιταλιστικής Κυριαρχίας:
Το σύστημα τής μισθωτής
εργασίας, το σύστημα τής μισθωτής σκλαβιάς είναι η έννοια τού
καπιταλισμού, και όχι ο καπιταλισμός η έννοια τού συστήματος τής μισθωτής
εργασίας///μισθωτής σκλαβιάς. Γειώνω την έρευνα μου για το
«σώμα» στον καπιταλισμό, για το σωματόμορφο «εμπόρευμα εργασιακή/εργατική
δύναμη», σε σκέψεις πάνω στον υλικό εκβιασμό που ασκούν τα αφεντικά.
24.
Η αμεσότητα τής καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα»
Η εργασιακή/εργατική δύναμη
είναι μόνο ένα τελικό αποτέλεσμα μιας ευρύτερης διεργασίας
παραγωγής/αυτο-παραγωγής και δημιουργίας/αυτο-δημιουργίας
ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων που στη πραγματικότητα υπάρχουν όταν είναι ενεργές
και ενταγμένες στην ταυτότητα που συγκροτείται ως ένα εύπλαστο, διαφορετικά
αυτοκαθορισμένο ανά κοινωνικό σύστημα, παραγωγικό «Εν».
Αυτό το παραγωγικό «Εν»
αποτελείται από:
1) το [ατομικό-συλλογικό]
εργαζόμενο υποκείμενο, β) την εργασία του, γ) τα μέσα τής εργασίας του, δ) την
ύλη που κατεργάζεται, και ε) την τελική μορφή ή προϊόν.
Το εκμεταλλευτικό κυριαρχικό
«Εν» ως μια γενικότατη δομή κυριαρχίας επί των παραπάνω όρων τής παραγωγής,
σημαίνει μια «δομική υποταγή» τού εργαζόμενου υποκείμενου τής παραγωγής στους
αντικειμενικούς όρους της, με ενεργητικό φορέα αυτής τής υποταγής την εκάστοτε
άρχουσα εκμεταλλευτική τάξη.
Η ειδική-γενική μορφή τής
γενικότατης δομής τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως καπιταλιστική
εκμεταλλευτική κυριαρχία, σημαίνει την αφαιρετικότερη ιστορική εκδοχή κάθε
εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, η οποία θα μπορούσε να νοηθεί «πειραματικά» ακόμα
και ως εκμετάλλευση χωρίς «πρόσωπο» ή χωρίς «άσκηση σωματικής βίας».
Μακριά από μένα η θεώρηση τού
καπιταλισμού ως ενός «αυτόματου» και ολοκληρωτικά απρόσωπου «δομικού όντος» που
δεν έχει ως φορείς του άμεσους καπιταλιστές.
Χωρίς να παραβλέπουμε ποτέ
τον άμεσο χαρακτήρα κάθε ταξικοεκμεταλλευτικού συστήματος, οφείλουμε ωστόσο να
δούμε στον καπιταλισμό τον γενικότατο κανόνα των εκμεταλλευτικών κυριαρχιών
στην ύψιστη αφαίρεσή του.
Το Κεφάλαιο στοχεύει στους αντικειμενικούς-και-υποκειμενικούς
όρους τής παραγωγής, έχοντας όπως όλα τα εκμεταλλευτικά-κυριαρχικά συστήματα ως
βασικό στόχο του την υποταγή των υποκειμενικών όρων [τής παραγωγής],
εδραιώνοντας την εκμεταλλευτική κυριαρχία του χωρίς την αναγκαία [ως] αρχική
μεσολάβηση τής βίας «πρόσωπο-με-πρόσωπο» επί των σωματικών και των ζωικών
λειτουργιών των υποκειμενικών όρων.
Αυτό σημαίνει την ύψιστη
αφαιρετικότητα που μπορεί να «επιτύχει» ένα εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα,
όσο μπορεί βέβαια να την «επιτύχει».
Η αφαιρετικότητα αυτής τής
μορφής κυριαρχίας δεν καταργεί ωστόσο την αμεσότητα τής εκμεταλλευτικής και
κυριαρχικής στόχευσής της επί των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής [άνθρωποι
και ζώα], και δεν αναιρεί επίσης την «πρωτοκαθεδρία» αυτής τής αμεσότητας στόχευσης
επί των υποκειμενικών όρων.
Η δομική «εγκατάλειψη» από το
Κεφάλαιο, μιας μορφής τής αμεσότητας στόχευσης επί των υποκειμενικών όρων τής
παραγωγής είναι «σαν να» «αναπληρώνεται» από ένα άλλο είδος αμεσότητάς της.
Είναι «σαν να»
«χρησιμοποιείται» από το Κεφάλαιο ο ίδιος ο γενικότατος κανόνας τής
εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως το πεδίο ανάδυσης και ολοκλήρωσης τής
«αμιγούς-ως-αφαιρετικής» αμεσότητας τής κυριαρχίας και τής εκμετάλλευσης [χωρίς
βέβαια να αποκλείονται όλες οι μέθοδοι κυριαρχίας, αν χρειαστεί], διατηρούμενης
πάντα τής κυριαρχικής-εκμεταλλευτικής στόχευσης επί των υποκειμενικών όρων τής
παραγωγής.
Με αυτή την έννοια υπάρχει
μεν μια επίταση τής γενικής κυριαρχίας των αντικειμενικών επί των υποκειμενικών
όρων τής παραγωγής, αλλά αυτό συμβαίνει και χωρίς να αίρεται το
«γεγονός» ότι οι αντικειμενικοί όροι ως όροι εκμετάλλευσης και κυριαρχίας
αντιπροσωπεύονται από «πρόσωπα» και χωρίς να παύει να υπάρχει
πρωτοκαθεδρία τής ταξικοεκμεταλλευτικής στόχευσης επί των υποκειμενικών όρων
τής παραγωγής.
Με όλες αυτές τις
αποτρεπτικές [προς άλλες ερμηνείες] διευκρινήσεις, μπορούμε να προβούμε σε μια
χαρτογράφηση των αλλοτριωτικών δυνατοτήτων τόσο α) τής έννοιας/κατάστασης τού
«όρου» όσο και β) τής ειδικής υποστασιοποίησης του στην έννοια/κατάσταση τής
εργασιακής/εργατικής δύναμης [δυνητικότητας].
Η έννοια/κατάσταση «όρος» [ή
προϋπόθεση, κ.λπ] εμπεριέχει αλλοτριωτικές δυνατότητες οι οποίες υλοποιούνται
στον καπιταλισμό.
Είναι, για να το πω με την
παλαιά «αντιαλλοτριωτική» διάλεκτο που δεν με καλύπτει και δεν με εκφράζει,
«πραγμοποιητικός» καθορισμός, ή καθορισμός που αν δεν διαμεσολαβηθεί από την
διαλεκτική κριτική αντιπροσωπεύει αυτή τούτη ακριβώς την αφηρημένη κυριαρχία
των αντικειμενικών επί των υποκειμενικών όρων.
Για να δούμε..
Όταν το
παραγωγικό υποκείμενο «συρρικνώνεται» ή «αναδιπλώνεται», δια τής
εκμεταλλευτικής κυριαρχικής παραγωγικής δομής, στην μονομερώς υφιστάμενη
κατάσταση τής εργασιακής δυνητικότητας, με την έννοια ότι υπάρχει ως ενεργό
υποκείμενο κυρίως ως ενσώματος «φορέας» και «αποθηκάριος» τής μη-ενεργής
δυνητικής ικανότητάς του να δημιουργεί υλικές/και/διανοητικές μορφές, τότε
η συνολική ενεργός υπόστασή του που περικλείει και την θεμελιώδη υλική
ενέργεια-τέλεση τής άμεσης παραγωγής [και όχι μόνον την δυνητικότητα αυτής]
βρίσκεται στο έλεος των εκμεταλλευτών-κυρίαρχων, δηλαδή των αφεντικών.
Δεν είναι
η «εργασιακή/εργατική δύναμη» αφεαυτής μια αλλοτριωτική «μερικότητα» που
υψώνεται στο ύψος τής πρακτικής αφαίρεσης εκείνης που σημαίνει την «συρρίκνωση»
τού ακτήμονα εργαζόμενου στον «ρόλο» τού συντηρητή μιας δυνητικότητας, αλλά
είναι η κυριαρχία τού Κεφαλαίου και τού Εμπορεύματος που «αφομοιώνει»
διαλεκτικά «εντός» της τις αλλοτριωτικές δυνατότητες-πιθανότητες τής γενικής
αφαίρεσης «εργασιακή-εργατική δύναμη» μετατρέποντάς την έτσι σε καπιταλιστική-εμπορευματική
αφαίρεση, σε ολική καπιταλιστική εμπορευματική μορφή, η οποία πλέον, άπαξ και
τελεστεί η ιστορική θεμελίωση τού καπιταλισμού, καταδυναστεύει άμεσα τούς
άμεσους φορείς της, τούς ακτήμονες εργάτες-εργαζόμενους.
Δεν
πρέπει όμως να μείνουμε μόνον στην ούτως ειπείν αφαιρετική αντανάκλαση τής
διεργασίας «συρρίκνωσης» τού ακτήμονος εργαζόμενου υποκειμένου μέσω τής
καπιταλιστικοποιημένης πλέον αφαίρεσης «εργασιακή/εργατική δύναμη», αλλά να
δούμε την άμεση επίπτωση της στους ίδιους τούς ακτήμονες εργάτες/εργαζόμενους:
Ο
ακτήμονας εργαζόμενος που είναι «συρρικνωμένος» στον «λειτουργικό ρόλο» τού
«ενεργού φύλακα» τού ζωντανού εαυτού του όπως τούτος «φωλιάζει» «εντός» του
μόνον ως δυνητικότητα και όχι ως ενέργεια-τέλεση, είναι εκτεθειμένος σε έναν
διπλό διωγμό:Από την
μια η ίδια η άμεση παραγωγική διεργασία τού είναι ξένη, αλλότρια, έχει ξεφύγει
εντελώς από τα χέρια του.
Ο ίδιος ως άμεσα εργαζόμενος και όχι ως δυνητικότητα
εργασίας, δεν έχει την δυνατότητα να έχει εποπτεία, έλεγχο, ουσιαστικό λόγο για
την τέλεση τής εργασίας του αλλά και τού συνολικού παραγωγικού έργου, άρα δεν
έχει κανέναν λόγο ούτε στην κατανομή τού τελικού προϊόντος, μιας και συνήθως
δεν γνωρίζει καν που κατευθύνεται, ποιος το αγοράζει, ποιος είναι ο
καταναλωτικός σκοπός του, οι ποιοτικές παράμετροί του, πως σχεδιάζεται, και δεν
έχει λόγο για το πως θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά με αποτέλεσμα θετικό και
πραγματικά ποιοτικό για όλη την κοινωνία.
Από την
άλλη, έχει συρρικνωθεί και ως διαπραγματευτής [των συμφερόντων] τού εαυτού του,
απαξιώνεται όλο και πιο πολύ, όσο αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή και η
γενική τεχνική, εφόσον η θέση του ως φορέα και μόνον μιας εργασιακής
δυνητικότητας και μόνον, δηλαδή μιας αφηρημένης δεξιότητας, και όχι ως φορέα
ενός ολικού εργασιακού «φορτίου» που θα συμπεριλάμβανε και την εργασιακή δύναμη
και το τελικό προϊόν τής παραγωγής ως και δικό του δημιούργημα [όπως και
είναι], είναι θέση δομικής υποτέλειας.
«Έχεις
στα χέρια σου» μόνον την πραγμική ή «μόνον-δυνητική» και «μόνον-αφαιρετική»
υπόσταση τής δημιουργικής σου ενέργειας, η εμπορευματοποίησή της, η
«εργασιακή/εργατική δύναμη ως εμπόρευμα», είναι «εγγύηση», για να το πω όσο πιο
απλοϊκά μπορώ, για να καταστεί εύκολα ως «εκ φύσεως» «φτηνή» σε «πάντα φτηνή».
Τι να διαπραγματευτείς;
Σου φτάνει για να ζήσεις, μόνο να ζεις, σε υλική
αθλιότητα ή σε «ποιοτική» ένδεια, ή και στα δύο.
25.
Η αμεσότητα τής καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Η εργασιακή/εργατική δύναμη
είναι μια εννοιολογική και υλική-πρακτική κοινωνική αφαίρεση που σημαίνει την
ενσώματη υποκειμενική ύπαρξη τής δυνατότητας και της δεξιότητας/ικανότητας για
την παραγωγή ενός παραγωγικού έργου προτού αυτή η
δυνατότητα/ικανότητα/δεξιότητα ενεργοποιηθεί και υπάρξει στην άμεση παραγωγική
πράξη.
Όταν η εργασιακή δύναμη
ενεργοποιηθεί αίρεται διαλεκτικά από το ίδιο το άμεσο εργασιακό-παραγωγικό
προτσές, παύει να υπάρχει ως αυτοτελής και αμιγώς δυνητική εργασιακή δυνατότητα
και αναλώνεται εντός τού προτσές αυτού, κατά την διάρκειά του, συντελώντας
έτσι, σαν ενότητα αναλωνόμενης δυνητικής εργασιακής ικανότητας εργασίας και συνολικού
άμεσου παραγωγικού έργου, ως πρωτεύων συντελεστής, στην δημιουργία ενός νέου
προϊόντος.
Ένα βασικό ερευνητικό ερώτημα
που μας απασχολεί εδώ και 30 χρόνια, και το οποίο μάλλον χρειάζεται μαθηματικά
εργαλεία για να τεθεί ορθά και να επιλυθεί [τα οποία δεν διαθέτουμε, ούτε
δυστυχώς φροντίσαμε να αποκτήσουμε], είναι τι σημαίνει «παραγωγή τής εργασιακής
δύναμης» σε διάκριση προς την «αναπαραγωγή τής εργασιακής δύναμης».
Ας δούμε κάποια στοιχεία τού
προβλήματος:
Η εργασιακή δύναμη είναι ως
γενική ιδιότητα ικανότητας-και-δεξιότητας μια δυνητικότητα.
Η εργασιακή δύναμη ως
δημιουργική δυνητικότητα και ως ενσώματος φορέας αυτής τής δημιουργικής
δυνητικότητας είναι: και α) το σωματικό περίβλημα μιας
εργασιακής-δημιουργικής δυνητικότητας που «φωλιάζει» «εντός» του και β)
αυτή η «φωλιάζουσα» στο σωματικό περίβλημα της δημιουργική δυνητικότητα στην
αμιγή μορφή της [χωρίς ακόμα να έχει υπάρξει ως ενεργός πράξη, ενόσω επίκειται
αυτή η ενεργός πράξη ή έχει υπάρξει μιαν άλλη στιγμή].
Η εργασιακή δύναμη από αυτή
την σκοπιά που δείχνει και αποκαλύπτει την ειδική υλική υπόστασή της είναι μια
υλική κατάσταση η οποία παράγεται από κάτι «έξω από αυτήν» μόνον όταν
παραδίδεται ως μάθηση και όχι όταν υφίσταται ήδη ως κατακτημένη δεξιότητα και
δύναμη.
Η παράδοση τής δεξιότητας ως
μάθηση συμβαίνει κατά την διάρκεια ή κυρίως εκτός τής άμεσης παραγωγικής
διεργασίας.
Ακόμα και όταν παραδίδεται
σαν μάθηση εντός τής άμεσης παραγωγικής διεργασίας: α) δεν επηρεάζει το
παραγωγικό έργο, και β) ούτε ο προσχεδιασμός και η υλοποίηση αυτού τού έργου
ανά καθημερινό ή μηνιαίο κβάντο συγκροτείται με βάση την εκμάθηση του εκάστοτε
μαθητευόμενου υποκείμενου [παρά το γεγονός ότι με την πληροφορική τεχνική
επανάσταση έχουμε μιαν υπερεκτιμημένη αλλά ωστόσο έστω μερική ανατροπή αυτού
τού δεδομένου].
Η εργασιακή-δημιουργική
δύναμη συγκροτείται, άρα στην κυριολεξία παράγεται «εντός» τής ευρύτερης
μαθησιακής, επικοινωνιακής, δικτυακής, θεσμικής και επιστημονικής κοινωνικής
διεργασίας.
Όπως θα δούμε όμως και
παρακάτω, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο παραγωγής της δεν μπορούμε να πούμε ότι
παράγεται συνολικά ως ειδική υπόσταση, ως καθαυτότητα.
Η παραγωγή της ως
αναπαραγωγή, δηλαδή ως παραγωγική κατανάλωση υλικών μέσων συντήρησης και
ισχυροποίησης τού σωματικού περιβλήματός της και ως παραγωγική κατανάλωση μέσων
συντήρησης γενικότερα τής ατομικής ή τής κοινοτικής ύπαρξης, δεν την
συγκροτεί-παράγει ως εργασιακή-δημιουργική δύναμη, αν και αποτελεί ένα αναγκαίο
υλικό υπόστρωμα της.
Εδώ το «υλικό υπόστρωμα» δεν
μπορεί να παράξει, ούτε να εξηγήσει το «εξίσου» υλικό «πνευματικό υπόστρωμα»
τής δημιουργικής δεξιότητας/ικανότητας.
Άρα, όταν επέρχεται ο
καπιταλισμός, η εργασιακή δύναμη αν και αναπαράγεται ως [καπιταλιστικό]
εμπόρευμα και είναι εμπόρευμα, δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα στου οποίου την
παραγωγή εισέρχονται άλλα εμπορεύματα ή πράγματα [αξίες χρήσεις, εμπορευματικές
ή μη-εμπορευματικές]:
Το εμπόρευμα εργατική δύναμη
δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα δια τής κατανάλωσης εμπορευμάτων και
πραγμάτων, και δεν μπορεί να παραχθεί όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα, και αυτό το
πόρισμα δεν μπορεί να ανατραπεί παρεκτός κι αν «ταυτίσουμε» κατά κάποιο τρόπο
την παραγωγή με την αναπαραγωγή.
Και αυτό το γεγονός δεν είναι
παραδοξολογία ή σόφισμα αλλά διαλεκτική υλική δομή.
Εξηγώ
συγκεκριμένα:
α.
Το γεγονός ότι υπάρχουν
υλικές δομές οι οποίες κατά την παραγωγή τους έχουν ως αναγκαίο υλικό υπόστρωμα
για την παραγωγή τους αγαθά που μπορεί να είναι εμπορεύματα [ή να μην είναι
εμπορεύματα], άρα το γεγονός ότι υπάρχουν και υλικές παραγωγικές-εργασιακές
δομές όπως η εργασιακή δύναμη που έχουν ως αναγκαίο υλικό υπόστρωμα για την
παραγωγή τους αγαθά που μπορεί να είναι εμπορεύματα ή μόνον υλικά αγαθά, δεν
σημαίνει ότι ως καθαυτές δομές παράγονται αποκλειστικά δια αυτών των
εμπορευματικών ή απλά υλικών αγαθών.
«Ό,τι» είναι καθοριστικό ως
αναγκαία καθοριστική προϋπόθεση μιας υλικής δομής/κατάστασης, δεν είναι πάντα
ταυτόσημο με «ό,τι» είναι καθοριστικό ως αναγκαία καθοριστική ενέργεια-ή-πράξη
[δομική δράση] για να συγκροτηθεί [γεννηθεί] ως δομή/κατάσταση.
Στην εργασιακή/εργατική
δύναμη υπάρχει «συνάντηση» «δομικών γενέσεων» και όχι μία και μοναδική
«οντολογική καταγωγή» όπως οι άμεσες υλικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη της.
β.
Όταν παράγεται ένα εμπόρευμα δεν
είναι πάντα απόλυτα αναγκαίο να εισέρχονται στην παραγωγή του μόνον άλλα
εμπορεύματα ή μόνον αγαθά [μόνον αξίες χρήσεις], άρα υπάρχει και η δυνατότητα,
ανάλογα και με το είδος τού εμπορεύματος να εισέρχονται στην παραγωγή του και
υλικά ή πνευματικά μέσα που σε καμία περίπτωση δεν δύνανται να υπάρξουν ως
εμπορεύματα ή μόνον αγαθά [μόνον αξίες χρήσεις].
Υπάρχουν τέτοια υλικά και
πνευματικά μέσα;
Υπάρχουν.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη
ως υλικό υπόστρωμα και ως ήδη «κατακτημένη» ικανότητα/δεξιότητα, αναπαράγεται,
και με αυτήν την αποκλειστικά αναπαραγωγική σημασία τής παραγωγής «παράγεται»,
χωρίς να δημιουργείται όμως.
Σε αυτή την
παραγωγική=αναπαραγωγική λειτουργία συντήρησης τής εργασιακής δύναμης και τού
σωματικού περιβλήματός της, αν και εφόσον «έχουμε καπιταλισμό» τότε μπορούν να
«εισέλθουν» αγαθά-ως-εμπορεύματα.
Υπάρχει τότε η ισοδύναμη
ανταλλαγή:
«εμπόρευμα εργασιακή δύναμη»<με>«εμπορεύματα
για την αναπαραγωγή της» [μέσω μισθού].
Από μιαν άλλη, ίσως εξίσου
σημαντική, πλευρά, η «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως δημιουργική δύναμη, ως
δημιουργική δυνητικότητα, δεν παράγεται ως αποτέλεσμα κατανάλωσης, εκ μέρους
τού φορέα της, μέσων που είναι αναγκαία [με το όποιο «μέτρο»] για την υλική
συντήρηση τής ικανότητας που σημαίνει και τού σώματος που «φιλοξένει» αυτή την
ικανότητα/δεξιότητα [σύνολο ικανοτήτων/δεξιοτήτων].
Όταν «αποκλείσουμε» από τον
ορισμό τής εργασιακής/εργατικής δύναμης κάθε μη δημιουργικό προσδιορισμό, και
την «δούμε» εντός τής ειδικής καθαυτότητάς της, ως αμιγή δημιουργική
ικανότητα/δεξιότητα, δεν θα μπορέσουμε και τότε να την περιχαρακώσουμε εντός
τού αποκλειστικά υλικού και εμπορευματικού καθορισμού ακόμα κι αν
θέσουμε τα ειδικά εκπαιδευτικά αγαθά [που χρειάζεται το υποκείμενο για να
την παράγει] στο εμπορευματικό πλαίσιο ή ακόμα και στο απλό υλικό
πλαίσιο [ως μόνον αγαθά, ως μη εμπορευματικά αγαθά], εφόσον τα διάφορα
εκπαιδευτικά αγαθά που μπορεί [ως εμπορευματικά ή μη-εμπορευματικά] να
καταναλωθούν στην προσπάθεια τού δημιουργικού υποκειμένου να
συγκροτήσει-γεννήσει την ικανότητά του δεν περικλείουν απόλυτα αυτή καθαυτή την
αυτοδημιουργική αυτογέννησή του ως «ικανότητας».
Ο άνθρωπος ως δημιουργός
λαμβάνει αγαθά [τα οποία μπορεί να είναι εμπορευματικά ή μη-εμπορευματικά] και
κοινωνικές ωθήσεις για να συγκροτήσει-γεννήσει ικανότητες/δεξιότητες και να
μπορεί να δημιουργήσει «μέσω αυτών», αλλά εν αρχή και εντέλει αυτοπαράγει αυτές
τις δημιουργικές δυνάμεις του.
Αυτός που τελικά παράγει την
εργασιακή/εργατική δύναμη είναι ο απόλυτος εαυτός τού ανθρώπινου.
Το μοντέρνο [καπιταλιστικό]
«εμπόρευμα εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν είναι η ζωντανή εργασία, όπως επίσης
δεν μπορεί να παραχθεί παρά και ριζικά, δηλαδή ως και μη-εμπορευματικά.
Το γεγονός ότι η ίδια η
«εργασιακή/εργατική δύναμη/δυνητικότητα» ως «καθαυτότητα» έχει ήδη «πάνω της»
το δυνητικό-ή-ενεργό στίγμα τού Κεφαλαίου και τού καπιταλιστικού εμπορεύματος,
είναι το επόμενο θέμα μας.
26.
Η αμεσότητα τής καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Η εργατική τάξη υπάρχει ως
υπαγόμενη στο Κεφάλαιο όπως ο κάθε ξεχωριστός εργάτης-ή-μικροαστός εργαζόμενος
ως υπαγόμενος σε αυτό, διχασμένη υλικά-οντολογικά σε δύο ξεχωριστές «στιγμές»
υλικής ύπαρξης:
Σαν εργατική/εργασιακή
δύναμη, στην μορφή κυρίως [αλλά όχι αποκλειστικά] τού
εμπορεύματος-εργατική/εργασιακή δύναμη, και σαν ενεργό παραγωγικό υποκείμενο στην φάση
τής άμεσης [καπιταλιστικής] παραγωγής όταν και παράγει την «υπεραξία» που την
οικειοποιείται το Κεφάλαιο.
Η εργατική τάξη ως
εργατική-εργασιακή δύναμη είναι συρρικνωμένη στον «λειτουργικό ρόλο» τού εμπορεύματος,
ενός εμπορεύματος όμως που κρύβει «εντός του» ως «αξία χρήσης» μιαν δυνατότητα
παραγωγής αξίας [ανταλλακτικής-και-χρήσης] που υπερβαίνει την αξία
[ανταλλακτική-και-χρήσης] που χρειάστηκε για να αναπαραχθεί/παραχθεί το
ίδιο-ως-ίδιο ως προς την αναγκαία σωματική μορφή του για να περικλείει την
«αξία χρήσης» που σημαίνει την δυνητική υλική υπέρβαση και δημιουργία.
Η εργατική δύναμη δεν
παράγεται στο άμεσο παραγωγικό-καταναλωτικό προτσές, όπως ίσως έχουν θεωρήσει οι περισσότεροι «μαρξιστές»
στηριγμένοι στα αδιέξοδα τής αρχικής μαρξικής θεώρησης για την «αξία».
Η εργασιακή/εργατική δύναμη
ως «εμπόρευμα-εργασιακή/εργατική δύναμη» αναπαράγεται, και η ειδική αναπαραγωγή
που σημαίνει [παραγωγική κατανάλωση] δεν σχετίζεται με την παραγωγή τής
εργασιακής/εργατικής δύναμης ως ικανότητας/δεξιότητας.
Γιατί όμως;
Ας δούμε:
Η παραγωγή/αναπαραγωγή εν
γένει τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» σημαίνει ως ακόμα γενική-και-αόριστη
έννοια αυτές τις 3 διαφορετικές δομές:
είτε α) την δημιουργία τής
δεξιότητας [ως νέας δεξιότητας] που ενσωματώνεται έπειτα στο εμπόρευμα
«εργασιακή/εργατική δύναμη»,
είτε β) την συντήρησή της «ως
έχει» εντός τού «εμπορεύματος εργασιακή/εργατική δύναμη»,
είτε γ) την παραγωγή αυτού
τού εμπορεύματος ως υλικού σώματος ικανού να περικλείσει την δεξιότητα.
Στην περίπτωση [α] έχουμε
άμεση παραγωγή-δημιουργία δεξιότητας, αλλά αυτή συμβαίνει «εκτός» της άμεσης
αναπαραγωγής τής σωματικής μορφής τής δεξιότητας και δεν είναι σε καμία
περίπτωση ταυτισμένη με την αναπαραγωγή μιας δεξιότητας όπως έχει ήδη υπάρξει.
Στις περιπτώσεις [β] και [γ]
έχουμε αναπαραγωγή τής ίδιας δεξιότητας, είτε ούτως ειπείν ως φύλαξή της σε ένα
«φιλοξενόν αυτήν» υλικό σώμα, είτε ούτως ειπείν ως αναπαραγωγή αυτού τού ίδιου
τού «φιλοξενούντος» [«αυτήν»] υλικού σώματος.
Στην αναπαραγωγή δεν
παραβιάζεται η αρχή τής ταυτότητας εισερχόμενης και εξερχόμενης
ενέργειας-ή-τάξης, ενώ στην παραγωγή παραβιάζεται αυτή η αρχή και έχουμε
πλεόνασμα ενέργειας-ή-τάξης στο ίδιο το νέο παραγωγικό αποτέλεσμα.
Το εμπόρευμα
εργασιακή/εργατική-δύναμη δεν παράγεται ως εμπόρευμα αλλά αναπαράγεται ως
εμπόρευμα, ή «παράγεται» μόνον ως αναπαραγωγή του.
Η υπεραξία, ή όπως αλλιώς θα
ονομάσουμε το «επιπλέον» που γεννά η ζωντανή εργασία σε συνθήκες καπιταλισμού,
γεννιέται στην άμεση παραγωγική διεργασία, χωρίς να προϋπάρχει εν ενεργεία στην
εργασιακή/εργατική δύναμη.
Η δυνητικότητα παραγωγής
υπερεργασίας-υπεραξίας-πλεονάσματος, νέας αξίας κ.λπ, αυτό που χαρακτηρίζει ως
αξία χρήσης το εμπόρευμα εργασιακή/εργατική δύναμη, δεν πωλείται ανισότιμα,
άνισα, τόση είναι η αξία της, ενώ αν πωλούνταν η ίδια η ικανότητα
παραγωγής θα είχε περισσότερη αξία από αυτήν που τής δόθηκε ως μισθός
[απλούστευση].
Όμως το να λες ότι πουλιέται
η παραγωγική-εργασιακή ικανότητα αυτούσια-και-ενεργή, άρα όπως είναι στην
πραγματικότητα, είναι παράλογο, εφόσον [«αυτή»] υπάρχει «έτσι» [πραγματικά]
μόνον την ίδια την στιγμή τής άμεσης παραγωγής-εργασίας-δημιουργίας.
27.
Η αμεσότητα τής καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Η αμεσότητα τής ανθρώπινης
ζωής στις εκμεταλλευτικές-κυριαρχικές κοινωνίες είναι περιχαρακωμένη στην
κατάσταση τής επιβίωσης και των εκβιασμών που δομούνται πάνω σε αυτήν από τους
νταβάδες τής παραγωγής και της γνώσης.
Σίγουρα υπάρχουν ευγενικοί
άνθρωποι παντού, άρα και στην εκάστοτε άρχουσα εκμεταλλευτική τάξη, αλλά το
νταβατζιλίκι που τελούν όλες οι άρχουσες τάξεις είναι «δομικό», ανεξάρτητο από
την ευγενική ή μη ευγενική υπόσταση των εκάστοτε νταβάδων που βγαίνουν μέσα από
αυτήν.
Οι ευσεβείς πόθοι των
δημοκρατικών, δεν πρέπει να μας απασχολήσουν περισσότερο, εφόσον σκοπός μας είναι
να δούμε τον άμεσο, ωμό, κυνικό και αποτελεσματικό τρόπο τής εκμεταλλευτικής
κυριαρχικής πρακτικής, και πως αυτή στιγματίζει και περιχαρακώνει τις υποτελείς
λαϊκές τάξεις, καθιστώντας τες δουλικά σώματα, εργαζόμενα σώματα ως
σώματα-πράγματα, σώματα-ως-μόνον-σώματα για την δημιουργική ενεργοποίησή τους
μόνον προς όφελος των εκμεταλλευτών-κυρίαρχων, υποτελείς αδιαμεσολάβητες
οντότητες, παθητικές οντότητες, φορείς και αποθηκάριους ενός κοιτάσματος
ικανοτήτων και δυνάμεων που υπάρχουν μόνο για να τις χρησιμοποιεί ο νταβατζής
αφέντης, το Κεφάλαιο.
28.
Η αμεσότητα τής καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα»
Η καπιταλιστική κυριαρχία
έχει στην διάθεσή της πολλά άμεσα εξουσιαστικά-και-τρομοκρατικά εργαλεία
για να εκφοβίσει, βιάσει κακοποιήσει και τελικά υποτάξει το εργαζόμενο
υποκείμενο και γενικότερα τον ακτήμονα άνθρωπο, όπως είναι λόγου χάριν: η
θεοκρατία και ο ψυχικός τρόμος τής θρησκείας που χρησιμοποιεί τούτη, οι άμεσες
αστυνομικές απειλές και πράξεις βίας, παρακρατικά σώματα μπράβων και
υποκοσμιακών μισθοφόρων, οι έμφυλες διακρίσεις που μοιράζουν με ανταγωνιστικό
κυριαρχικό τρόπο, συνήθως εις όφελος τής αντρικής κυριαρχίας, το καταπιεσμένο
λαϊκό Εν σε άντρες γυναίκες και άλλα φύλα, για να μην υπάρξει ποτέ το Εν αυτό
ως Εν, άρα ως επίφοβη δύναμη.
Υπάρχουν πολλές ακόμα
«πτυχές» αυτών των άμεσων κυριαρχικών εργαλείων, και άλλα [κυριαρχικά]
εργαλεία, αλλά η κύρια δομή εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως ειδικά καπιταλιστική
σημαίνει μιαν «άμεση αφαιρετική δομή» ως «άμεσα
εκμεταλλευτική-κυριαρχική αφαιρετική δομή», η οποία θεμελιώνεται στην άμεση
αποστέρηση, την άμεση έλλειψη και την άμεση αποκοπή τής
έμβιας οντότητας εν γένει και ειδικότερα τής δημιουργικής [δημιουργημένης και
δημιουργούσας ταυτόχρονα] [έμβιας-και-συμβολοποιούσας] ανθρώπινης οντότητας
από τις άμεσες υλικές-και-υλικοβιολογικές ρίζες της.
Το Κεφάλαιο προτού «ιδωθεί»
ως «συγκέντρωση και συσσώρευση Κεφαλαίου» είναι η ίδρυση τής ύψιστης,
αφηρημένης αλλά και άμεσης εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής συγκέντρωσης των
φυσικών πόρων, των μέσων εργασίας, των τεχνικών, μέσω περίφρακτων άμεσων-και-απόλυτων
πρακτικών ολιγαρχικής-ατομικής/κρατικής ιδιοκτησίας-και-κυριαρχίας επί αυτών
των φυσικών πόρων, μέσων παραγωγής, τεχνικών, και άλλων αντικειμενικών όρων.
Η συγκέντρωση τής ιδιοκτησίας
και τής κυριαρχίας επί των αναγκαίων για την ατομική και συλλογική επιβίωση,
φυσικών πόρων, τεχνικών και μέσων παραγωγής, όπως συνυφαίνεται με την ανάπτυξη
και την επέκταση τής [καπιταλιστικής] παραγωγής, σημαίνει ταυτόχρονα-ταυτότοπα
την άμεση αποστέρηση τους από την μάζα των άμεσων παραγωγών.
Οι [εργάτες ή μικροαστοί]
εργαζόμενοι μετατρέπονται με αυτό τον τρόπο σε απόλυτα ακτήμονες, άρα σε
εξαρτημένους παραγωγούς οι οποίοι αναγκαστικά, νομοτελειακά, ανεξάρτητα από την
θέληση και τις όποιες επιθυμίες τους, παράγονται ως υποκείμενα «κλεισμένα» στον
δυνητικό, άρα αδιέξοδο, οντολογικό εαυτό τους, χωρίς πλέον το «ανόργανο σώμα» τους.
Η ίδια η εργατική τάξη και
σαν όλον και κατά ατομικότητα και κατά κοινότητα και κατά εθνικοτοπική ή
διεθνική/αεθνική υποστασιοποίηση, αποτελεί μια σκληρά και άμεσα
αποστερημένη απογυμνωμένη υποκειμενικότητα και υποκειμενική ερημιά, ένα σκέτο
σώμα-ως-σώμα, μιαν άμεση αφαίρεση χωρίς συγκεκριμένο ισοδύναμο σε ένα
«συγκεκριμένο» που να μην «απορροφάται» πάλι στους σκοπούς τής
εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής αφαίρεσης τού Κεφαλαίου [των εκμεταλλευτών της].
Για αυτό και η εργατική τάξη,
υπό αυτές τις ίδιες τις διεργασίες ιστορικής γέννησης συγκρότησης και εδραίωσής
της ως υφιστάμενης κοινωνικοπαραγωγικής δύναμης, παραμένει εγκλωβισμένη στην
μοναχική και άμεση υποκειμενικότητα που την έχει εξορίσει και συνεχίζει
να την εξορίζει η ψευδοκοινωνία των εκμεταλλευτών, τού Κεφαλαίου.
Όσο και να προσπαθεί,
αλλοτριωτικά, να ρίξει άγκυρες, να πιάσει ρίζες στην τοπικότητα, ή στην
διεθνικότητα/αεθνικότητα, την θρησκεία/θεοκρατία ή τον αθεϊσμό, στην
συντηρητική ζωή τής επιβίωσης και τής αναπαραγωγής ή στην θανατερή ψευτοζωή του
χουλιγκάνικου μηδενισμού, όσο και να προσπαθεί να βρει κάπου ή σε κάτι μια
ρίζα, η εργατική τάξη δεν έχει καμία ρίζα, άρα πατρίδα ή έθνος, δεν μπορεί να
σταθεί πουθενά, δεν έχει ρίζα αλλά στην κυριολεξία καμία, εφόσον ούτε
και ο «πλανήτης» είναι πατρίδα της, άρα ούτε ο «διεθνισμός» ή το «αταξικό
μέλλον» δεν τής λύνουν τα δεσμά.
Ο εργάτης-ή-μικροαστός
ακτήμων μισθεργαζόμενος, παράγεται από την διεργασία τού Κεφαλαίου ως μια
αφηρημένη «σωματικότητα», ακριβώς ως «εργασιακή/εργατική δύναμη» που βρίσκεται
αναπόδραστα «απέναντι» και «ξένη» προς τους όρους αυτούς που την κάνουν ζωή ως
κάτι και αφηρημένο και συγκεκριμένο.
29.
Προσδιορίζοντας αφαιρετικά
την ανθρώπινη «σωματικότητα» ως οντικά [οντολογικά] υφιστάμενη σε δύο
στοιβάδες, ως «εξωτερική» και ως «εσωτερική» «σωματικότητα», δεν σημαίνει ότι
δεχόμαστε ότι αυτή η αυτο-διαφοροποίηση σημαίνει μια μόνιμη, διαχρονική και
διιστορική δομή τής «σωματικότητας» ανεξάρτητα από το κοινωνικό Είναι που την
γεννά και την δομεί.
Η ίδια αυτή η προσδιοριστική
διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη τής «σωματικότητας» εντός τού γένους
«σωματικότητα», σχετίζεται με ένα θεωρητικό σχήμα που σκοπεύει να αντανακλάσει
τις «περιπέτειες» τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας στον λαβύρινθο τής
[καπιταλιστικής κυρίως] εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, πάντα υπό την διαρκή
κυριαρχία και βία που αυτή ασκεί στην εργαζόμενη υποκειμενικότητα.
Η αυτο-διαφοροποίηση τής
ανθρώπινης «σωματικότητας», όπως την εννοούμε ως αυτο-διαφοροποίηση τής
εργαζόμενης υποκειμενικότητας σε «εξωτερικό σώμα» ως «σώμα φορέα»
«ιδιοτήτων-δημιουργικών-δυνάμεων» και σε «εσωτερικό σώμα» ως «καθαυτό σώμα»
«ιδιοτήτων-δημιουργικών-δυνάμεων», δεν είναι βέβαια μια απλή
τεχνική-εννοιολογική διάκριση, εφόσον [θέλουμε να] τείνει στην θεωρητική
αντανάκλαση μιας πραγματικής οντικής [οντολογικής] διαίρεσης τής εργαζόμενης
υποκειμενικότητας, μολοντούτο ως διάκριση δεν αρκεί από «μόνη της» να
ολοκληρώσει τον «σκοπό της» αν δεν υπαχθεί ως μερική έννοια/εικόνα στην
έννοια/εικόνα μιας διεργασίας που ερείδεται στην βία τής εκμεταλλευτικής
κυριαρχίας ειδικά επί αυτής καθαυτής τής ζωντανής εργασίας.
Εξάλλου, όπως θα γίνει
αντιληπτό στις επόμενες δημοσιεύσεις, η ίδια η εννοιολογική/αναπαραστατική
«μετατροπή» τής ενεργού «ικανότητας εργασίας» σε μια απλή οντική [οντολογική]
πρακτική έκπτυξη τής υφιστάμενης-ως-δυνητικής-και-εσωτερικής «ικανότητας εργασίας»,
δηλαδή η εννοιολογική «μετατροπή» τής σχέσης δυνητικότητας και ενέργειας σε
μιαν απλή μετάβαση από την δυνητικότητα ως να ήταν πλήρης στην υλοποίηση της,
αν δεν αρθεί από την ευρύτερη έννοια/εικόνα τής διεργασίας που δημιούργησε δια
τής βίας τους ενδοδιαχωρισμούς τής εργασίας-δημιουργίας και των υποκειμένων της
σε πολλές «πάγιες» «στιγμές», μπορεί [ως «εννοιολογική μετατροπή»] να
αποκρυσταλλώσει τον εννοιολογικό «εαυτό» «της» σε μια οντολογική-μεταφυσική
μορφή, και έτσι να υπάρξει πάλι [όπως σε όλες τις εννοιολογικές μελέτες] ως ένα
είδος ιδεολογικής παγίωσης τής μεταβατικής στατικότητας τής έννοιας.
Θεωρώ ότι και ο Μαρξισμός,
ακόμα και τού ίδιου τού Μαρξ, ενέχεται σε τέτοιες οντολογικοποιήσεις, πράγμα
που μπορεί να γίνει ορατό σε σχέση με τα δικά μας ταπεινά εννοιολογικά
εγχειρήματα αν αντιπαραβάλλουμε και ταυτίσουμε την έννοια τής
«εργατικής-εργασιακής δύναμης» με την «εσωτερική σωματικότητα» [τής εργασίας,
και τού εργαζόμενου υποκειμένου] όπως την έχουμε ορίσει σε άλλο σημείο.
Αν θέλετε να τραβήξω κι άλλο
το σχοινί τής επιδιωκόμενης διαλεκτικής αυτοαναίρεσης και των δικών μου
παροδικών εννοιολογήσεων, θα σας έλεγα ότι η «εσωτερική σωματικότητα» τής
εργασίας είναι αυτό που ονομάζει ο Μαρξ «εργατική-εργασιακή δύναμη», αλλά αν
μείνουμε εννοιολογικά «εκεί» θα έχουμε, όπως ο Μαρξ και οι Μαρξιστές, αποδεχτεί
μιαν οντολογικοποίηση τής ενεργού συγκρότησης αλλά και δράσης τής ίδιας τής
εργασιακής και δημιουργικής πράξης, και θα έχουμε έτσι υποτάξει το σχήμα μας
στην καπιταλιστική και ευρύτερα στην εκμεταλλευτική-κυριαρχική βία που έχει
δημιουργήσει την πραγματικότητα τής διαίρεσης [που μελετάμε] χωρίς όμως να
μπορεί «από μόνη της» να δημιουργήσει και την πρακτικοθεωρητική άρση της εκείνη
που θα έλυνε το ίδιο το ψευδο«μυστήριο» τής οντικής [οντολογικής] ύπαρξής της.
Το Κεφάλαιο ενεργοποιεί και
ελέγχει την άμεση παραγωγική διεργασία, όπως τούτη συγκροτείται ως
αντιφατική-ή-αντιθετική ενότητα των υποκειμενικών και των αντικειμενικών όρων
της, μέσω μιας πολλαπλότητας άμεσων κυριαρχικών πράξεών του επί των
εργαζόμενων υποκειμένων.
Οι αμεσότητες αυτών των
κυριαρχικών πράξεων δεν είναι όμως τής ίδιας υπόστασης με τις αμεσότητες των
προ-καπιταλιστικών κυριαρχικών πράξεων που ήταν συνυφασμένες με την
απόλυτη-ως-αρχική προϋπόθεση τής «εξωτερικής» [βίαιης ή δυνητικά βίαιης]
δέσμευσης των σωμάτων των εργαζόμενων υποκειμένων.
Το Κεφάλαιο κυριαρχεί και
ελέγχει άμεσα τα εργαζόμενα υποκείμενα που έχει στην δούλεψή του
ελέγχοντας και κυριαρχώντας άμεσα τούς όρους τής
ύπαρξης-και-αναπαραγωγής/παραγωγής τής εργασιακής ικανότητάς-και-δυνατότητάς
τους.
Για να υπάρξει αυτός ο άμεσος
έλεγχος και αυτή η άμεση κυριαρχία τού Κεφαλαίου επί των εργαζόμενων
υποκειμένων δια τού ελέγχου τής εργασιακής τους ικανότητας, «πρέπει» η
εργασιακή δύναμη άρα και ο υποκειμενικός φορέας της να έχουν αποκλειστεί από
κάθε ουσιαστικά άμεση πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία.
Οι μισθωτοί εργαζόμενοι «για»
το Κεφάλαιο έχουν πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία μόνον υπό τις εξής
αρνητικές-και-αποκλείουσες για αυτούς προϋποθέσεις:
1/ Έλλειψη κάθε ιδιοκτησίας
τους ή δικαιώματός τους διεύθυνσης επί τού συγκεκριμένου παραγωγικού έργου και
των υλικών μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούνται κατά την επιτέλεση του.
2/ Περιορισμός και τελικά
κατάργηση τής προσωπικής παραγωγικής και τεχνικής αυτονομίας τους κατά την
επιτέλεση αυτού τού έργου.
3/ Έλλειψη κάθε δικαιώματός
τους επί τού προϊόντος που παράγεται ως το αποτέλεσμα τού συγκεκριμένου παραγωγικού
έργου.
Όπως βλέπουμε στον
καπιταλισμό η [ανά εξουσιαστική φάση] μερική και σχετική ή απόλυτη απώλεια τού
απολυταρχικού κυριαρχικού δικαιώματος των προ-καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών
ολιγαρχιών να ορίζουν [με διάφορες διαβαθμίσεις] άμεσα κυριαρχικά και
δεσμευτικά την ζωτική εξωτερικότητα [ελευθερία κίνησης κ.λπ] τού σώματος
των εκμεταλλευόμενων-κυριαρχούμενων εργαζόμενων [συνήθως αγροτών] και μόνον
μέσω αυτής τής «εξωτερικής εξουσιαστικής διεργασίας» να ορίζουν έμμεσα
την ζωτική εσωτερικότητα [ενεργές ικανότητες, ενεργές δεξιότητες κ.λπ]
αυτού τού σώματος, έχει αναπληρωθεί από το απολυταρχικό δικαίωμα του Κεφαλαίου [και τής
αστικής-μικροαστικής ολιγαρχίας που το υποκειμενοποιεί] να ορίζει άμεσα
κυριαρχικά και δεσμευτικά την ζωτική εσωτερικότητα τού σώματος,
δηλαδή: όλους τους ποιοτικούς όρους και όλες τις ποιοτικές υλικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο σώμα να μετατραπεί δια τής
ενεργοποίησής του [ως ενεργό ικανό υποκείμενο] σε πηγή επιβίωσης και ζωής τού
εργαζόμενου υποκειμένου και τής κοινότητας του, άρα:
Το απολυταρχικό κυριαρχικό
δικαίωμα των προ-καπιταλιστών εκμεταλλευτών-κυρίαρχων επί τής ζωτικής μεν αλλά
«εξωτερικής σωματικότητας», επί τού «εξωτερικού σώματος» [>τού σώματος] των
εργαζομένων που εκμεταλλεύονταν, έχει στον καπιταλισμό αναπληρωθεί/αντικατασταθεί
από το σκληρότερο βαθύτερο αμεσότερο απολυταρχικό
δικαίωμα τού Κεφαλαίου επί τής ζωτικής «εσωτερικής σωματικότητας»
τού εργαζόμενου υποκειμένου, επί τού «εσωτερικού σώματος» [>τού σώματος] τού
εργαζόμενου υποκειμένου.
Ενώ τα προ-καπιταλιστικά
εκμεταλλευτικά-κυριαρχικά συστήματα ήταν βυθισμένα στην βαρβαρότητα τής άμεσης
«εξωτερικής σωματικής» βίας «για να» υπάρχει για τους εκμεταλλευτές μια έμμεση
πρόσβαση τους στην εργασιακή πηγή τής ζωής των εκμεταλλευόμενων [στις
ικανότητες/δεξιότητες και στα προϊόντα που παρήγαγαν], το Κεφάλαιο ασκεί μιαν αμεσότερη
και θανατερότερη εκμεταλλευτική κυριαρχία, συγκροτώντας και χρησιμοποιώντας
τις «χειρουργικές εξουσιαστικές λαβίδες» τής άμεσης αποξένωσης και τής άμεσης
αποβολής τού εργαζόμενου:
1/ από την άμεση χρήση, 2/ από την άμεση
συνιδιοκτησία, 3/ από την άμεση πρόσβαση του, σε σχέση με τα μέσα της
εργασίας του και τα προϊόντα αυτής τής εργασίας, αλλά σε σχέση και με την
συγκρότηση και συνολική επιτέλεση τού ίδιου τού συγκεκριμένου παραγωγικού έργου.
Το Κεφάλαιο βέβαια αν
«χρειαστεί» ασκεί και αυτό άμεση εξωτερική βία, αλλά η άμεση βία που
ασκεί στο «εσωτερικό σώμα» τού εργαζόμενου υποκειμένου δεν είναι αμελητέα ή
«λιγότερο» βάρβαρη.
30.
Η νέα
κινηματική-αντικαπιταλιστική φιλοσοφική θρησκεία που ιδρύθηκε στην δύση, στα
ερείπια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, λέγεται «σωματικότητα».
Οι προφήτες αυτής τής θρησκείας
ως μιας εκδοχής τής παλαιοθρησκείας τού μεταφυσικού-οντολογικού [μερικές φορές
και τάχα «διαλεκτικού»] υλισμού, δεν είχαν σχέση με το ελευθεριακό και ταξικό
κίνημα, ο δε γνωστότερος εξ' αυτών το μισούσε θανάσιμα όπως ο γεροδιάολος το
λιβάνι.
Το «κίνημα», όμως, πάνω στην
φιλοσοφική απελπισία του δεν είχε κανένα πρόβλημα να οικειοποιηθεί και αυτόν
τον φασαριόζο και κάπως ανισόρροπο προφήτη ενός νέου υστερικού
«σωματοκεντρικού» οντολογικού υλισμού.
Σε ένα γενικότερο όργιο
θεωρητικών οικειοποιήσεων και άλλων θεωρητικών σχημάτων από όλες τις νέες
θεωρήσεις που κατέκλυζαν τον δυτικό κόσμο στον εικοστό αιώνα, αυτή η τελευταία
αποδείχτηκε η πιο ενδιαφέρουσα, εφόσον φαίνεται πως κρατάει γερά όχι τόσο [ή
όχι μόνον] στα «προσκήνια» τής «φιλοσοφικής πίστης» των ανήσυχων ανθρώπων αλλά
στα «παρασκηνιακά βάθη» των κοσμοθεωρητικών αποφάνσεων τους, τις οποίες μάλλον
ως αυθαίρετες θεωρητικές αποφάσεις με ά-λογο υπόστρωμα πρέπει να τις
αντιμετωπίζουμε και όχι ως προϊόντα έλλογης σκέψης και ορθολογικής στρατηγικής
δόμησης και τής σκέψης και τής πράξης.
Δεν σκοπεύω όπως παλιά να
ανοίξω έναν μοναχικό πόλεμο με τον νιτσεϊσμό-παρανιτσεϊσμό-κρυπτονιτσεϊσμό ή
ακόμα και τον χωρίς-επίγνωση-ότι-υπάρχει νιτσεϊσμό, ως φιλοσοφικό ρεύμα, ως
ψυχική στάση, ως θεωρητική παλάβρα, ως δημιουργημένη εγωπαθητική κλίση που έχει
καταστρέψει καλά μυαλά και έχει δώσει την ψευδαίσθηση και παραίσθηση σε
αδύναμους στοχαστές [σε άλλα μπορεί να είναι μια χαρά άνθρωποι] ότι «μετέχουν»
σε μια νέα εξοχότητα, υπεροχικότητα και ευγένεια, την οποία να είστε σίγουρος
δεν την θεωρώ ούτε κι εγώ ως προκαλούμενη [ως παραίσθηση-ψευδαίσθηση] κυρίως
από την ψευδο-έννοια τού «υπερανθρώπου» ή [προκαλούμενη] από μιαν αφελή
αναπαραγωγή τής θεωρίας τής «αιώνιας επιστροφής».
Το επίκεντρο τής νέας
οντολογικής θεότητας λέγεται «σώμα». Τελευταία έχει «αποκτήσει»
μιαν αναγκαστική πολλαπλότητα σαν «σώμα-ως-σώματα» και πάει λέγοντας.
Η οντολογία τού «σώματος»
όπως κάθε οντολογία που σημαίνει κάτι παραπάνω από τις παραισθήσεις της,
σηματοδοτεί και μια νέα εποχή αλλά και μιαν όντως σημαντική
θεωρητική προσπάθεια:
Να αναδυθεί στο προσκήνιο τού
θεωρητικού-και-πρακτικού ενδιαφέροντος των ανθρώπων [ειδικά των καθημερινών
ανθρώπων], το συγκεκριμένο υλικό-ως-σωματικό νόημα τής ζωής τους, το
οποίο η κυρίαρχη και προαιώνια μεταφυσική-οντολογία [όχι όμως -ας το πούμε-
λόγου χάριν ο Επίκουρος και άλλοι] σε όλες της τις εκδοχές το έχει
ενοχοποιήσει, εξορίσει, συκοφαντήσει και εντέλει υποτάξει «απορροφώντας» «το»
στο εκάστοτε «μη-σωματικό νόημα», όπως η εξουσία υποτάσσει την ίδια την καθαυτή
«σωματικότητα» των ανθρώπων, ειδικά και εντατικά των καταπιεσμένων.
Ως εδώ ας πούμε «καλά», αλλά
θα το πούμε με σφιγμένα δόντια, όχι γιατί μας «συγκρατεί ακόμα» τάχα ο
«παλαιοσταλινικός» ή «παλαιομαρξιστικός» εαυτός μας, τον οποίο μάλλον τον
φαντάστηκαν κάποιοι άλλοι ότι τον «έχουμε» και όχι εμείς.
Δεν έχω σκοπό να πολεμήσω
ξανά σε φανταστικούς φιλοσοφικούς αγώνες με τον «νεονιτσεϊσμό» και τις
[χαϊντεγκεριανές και λοιπές] παραφυάδες αυτού, αλλά καταρχάς να κάνω αυτό που
έκανα πάντα στον εαυτό μου και στους άλλους: να βάλω πάγο, να ανοίξω το παγερό
δωμάτιο τής σκέψης, προτάσσοντας κάποιες παλιές σκέψεις, ξανά, αλλά τώρα σε
απλούστερη μορφή μέχρι να ξαναπάμε ομαλότερα στα «βαθιά»:
Η «σωματικότητα» είναι ένα
«δίκοπο μαχαίρι» για το καθημερινό διωκόμενο «εργαζόμενο υποκείμενο» αυτού τού
κόσμου, όσο αυτός ο κόσμος θα είναι
αυτό το πεδίο αθλιότητας, και δεν ξέρουμε πόσο θα είναι έτσι, αυτός ο κόσμος
-και όχι ο «άλλος» που δεν υπάρχει μάγκες.
Από την «σωματικότητα»
αναβλύζει η χαρά τής ζωής, ο έρωτας, ο χορός τού ανθρώπου, από την σωματικότητα
αναδύεται το κουράγιο και η συγκεκριμένη μορφή τής ζωής τού ανθρώπου και των
άλλων έμβιων όντων.
Παραμένει μια αφαίρεση, δεν
σημαίνει κάτι το πλήρες, ένα όλον, αλλά τούτο το γεγονός, ότι είναι μια
αφαίρεση, μπορούμε να πούμε ότι δίνει και μια παραπάνω ελπίδα για μιαν ελεύθερη
αυτοδιαμόρφωση-ετεροδιαμόρφωσή της στα πλαίσια ενός ελεύθερου [αταξικού κ.λπ]
πολιτισμού.
Δεν είναι ένα «κενό
σημαίνον», ή κι αν είναι, «αφήνει» ωστόσο περιθώρια να έχει ρίζες στην
συγκεκριμένη ζωή.
Δεν είμαστε εχθρικοί προς την
«αφαίρεση» και τις «δυνατότητές» της προς όφελος των συγκεκριμένων καθημερινών
ανθρώπων, εφόσον όσο και να φαίνεται κάπως αστείο οι «αφαιρέσεις», ακόμα και ως
«κενά σημαίνοντα», δίνουν πολλές φορές το «δικαίωμα» στους ανθρώπους να τις
σχηματίσουν αυθαίρετα-ελεύθερα.
Το πρόβλημα είναι άλλο και
είναι «αλλού», και αυτό δεν το βλέπουν θαρρώ οι νέοι θεολόγοι σύντροφοι, αλλά
και το πόπολο τής νέας θεολογίας.
Ξεχνάμε, ξεχνάνε, ξεχνάτε
σύντροφοι, συνέχεια, τύφλα να έχουν οι «παλαιομαρξιστές» «μ-λ» και άλλα, ότι η
«σωματικότητα» είναι μαζί με όλα τα όμορφα και το πεδίο τής σύλληψής μας από
την εξουσία, το ιδανικό σημείο γραπώματός μας από την μεγάλη εξουσιαστική
αράχνη τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, από τον βρυκόλακα Κεφάλαιο.
Δεν μπορεί, θα τη ξέρετε, θα
την έχετε νιώσει την επιθυμία, να μπορούσατε να γίνετε πουλιά, να πετάξετε
μακριά, να μην μπορεί να σας πιάσει κανένας στα νύχια τής εξουσίας
του, δεν μπορεί θα το έχετε ζήσει, θα το έχετε βιώσει, πόσο ανάγκη νιώθεις
μερικές φορές να γίνεις άυλος και ασώματος, όχι για να αγιάσεις αλλά για να μην μπορεί να σε πιάσει κανένας χαφιές,
κανένας εξουσιαστής, κανένας βιαστής δολοφόνος μικροαστός ψευτοπατριώτης.
Δεν μπορεί, θα το έχετε
σκεφτεί, ότι αν δεν ήταν οι ανάγκες τού σώματος, και δεν είναι διάολε και τόσο
«νοηματοδοτημένες» πάντα, αν δεν ήταν ο κίνδυνος τής πείνας, ο κίνδυνος των
βασανιστηρίων, κίνδυνος δύσκολος να τον προσπεράσεις, τότε ποια εξουσία ποιος
στρατός ποια εκμεταλλευτική κυριαρχία, θα μπορούσε να μας υποτάξει;
Δεν γίνεται, θα το έχετε
σκεφτεί, αν είσαι επαναστάτης, αν θέλεις να υψώσεις το ανάστημά σου, δεν
γίνεται να μην αρνηθείς το σώμα σου με την έννοια ότι θα πρέπει να το δεχτείς
ως πιθανά μη ακέραιο αν χάσεις, και δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα κερδίσεις
την επαναστατική μάχη.
Το σώμα σου θα το σέβεσαι,
ναι, θα το φροντίζεις, ναι, θα το θεωρείς θεμελιώδες σημείο τής ζωής σου, ναι,
θα το δυναμώσεις, θα το κάνεις ευλύγιστο και χαρούμενο, για να μπορεί να είναι
όπλο τού αγώνα, ναι, αλλά αν είσαι ταγμένος στην επαναστατική
δημοκρατική-και-ταξική αρετή ή απλά στην ελευθερία, θα πρέπει να ξέρεις ότι
μπορεί και να χρειαστεί να μην το υπολογίσεις, αναλώνοντας το αν χρειαστεί μαζί
με την ζωή σου, είτε για τον σκοπό, είτε απλά για την ελευθερία.
Σε ένα άλλο πλαίσιο τώρα,
ευρύτερο και κάπως στρυφνό, αλλά ίσως και πιο ουσιαστικό, η «αφαίρεση» τής
«σωματικότητας» έχει μια παράξενη σχέση συνθεμελίωσης, και ως έννοια και ως
υλική κατάσταση, με την εργατική-εργασιακή δύναμη, αποτελεί μια συμπλεκόμενη με
την εργατική-εργασιακή δύναμη έννοια-κατάσταση, άρα συμπλέκεται «με» όλα τα
πλέγματα τής ατομικής και συλλογικής αυτοσυντήρησης και
παραγωγικής-καταναλωτικής αναπαραγωγής.
Οπότε αν προσεγγιστεί σε αυτό το
πλαίσιο δεν «προσφέρεται» για ουτοπικές επιθυμίες και σκέψεις, εφόσον
εμφανίζεται τελικά ως ένα «ιδανικό πεδίο» δράσης μάλλον για την εξουσία των
εκμεταλλευτικών κυριαρχιών, και όχι σαν ένα τόσο «ανοιχτό πεδίο» για ανθρώπους
και κινήματα που επιζητούν έναν λιγότερο ή και καθόλου «φοβισμένο κόσμο».
Εξιδανικεύοντας μερικοί την
υλικο-νοητική «αφαίρεση» τής «σωματικότητας», αγνοώντας την ουσιακή πλοκή της
με τις «δύσκολες» και μάλλον «συντηρητικά τείνουσες» αφαιρέσεις τής
αυτοσυντήρησης-αναπαραγωγής, είναι μερικές φορές σαν να ελπίζουν ότι θα περπατήσουν
στη θάλασσα.
Πρέπει να δούμε και αυτό το
συγκεκριμένο πλαίσιο τής αφαίρεσης «σωματικότητα», ειδικά σε ό,τι αφορά στον
καπιταλισμό.
31.
Η αμεσότητα τής
καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα.
Θεωρούμε αυτονόητο να
αποκλείσουμε την θεώρηση τού καπιταλιστικού σκλαβοπάζαρου ως διεργασίας πώλησης
τής ζωντανής εργασίας στην ολότητά της και ειδικά στην ενεργή δράση της.
Η «εργασία» δεν πωλείται, και
αυτό το έχει δείξει ο Μαρξ, όπως έχει δείξει επίσης ότι δεν έχει «αξία».
Αυτό που προσδιόρισε ως έχον
«αξία» [ανταλλακτική αξία και αξία χρήσης] ήταν το «εμπόρευμα
εργασιακή/εργατική δύναμη», το οποίο όπως είδαμε, σύμφωνα τώρα με την δική μας
ερμηνεία και θεώρηση, αν και έχει ιστορικοσυγκροτητικές σχέσεις με την γενική
αφαίρεση «εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν ταυτίζεται με αυτήν εν γένει.
Αναλύσαμε στις προηγούμενες
δημοσιεύσεις μας γιατί συμφωνούμε καταρχάς με τον Μαρξ και τούς μαρξιστές ότι
υπάρχει «κάτι» άλλο που αντιπροσωπεύει ως «εμπορευματικό σώμα» την εργασία στο
καπιταλιστικό σκλαβοπάζαρο, και ότι αυτό το σύγχρονο σκλαβοπάζαρο αν και
σκλαβοπάζαρο στην ουσία, δεν μπορεί να στηρίζεται στην εμπορευματοποίηση τού
«δουλικού σώματος» ως βίαια δεσμευμένου «φορέα» τής εργασιακής
ικανότητας/δύναμης, όπως συνέβαινε με το δουλεμπόριο και την δουλοκτησία [χωρίς
βέβαια να αποκλείουμε το ενδεχόμενο το Κεφάλαιο να το κάνει κι αυτό, όποτε το
συμφέρει και δεν μπορεί να κάνει αυτό που συνήθως κάνει].
Ο Μαρξ και οι μαρξιστές
όρισαν αυτό το μη-δουλικό «εμπορευματο-σώμα» που ανταλλάσσεται υπό την
κυριαρχία τού Κεφαλαίου, ως το εμπόρευμα «εργασιακή/εργατική δύναμη» [η «εργασιακή/εργατική
δύναμη» ως εμπόρευμα], θεωρώντας ότι «παράγεται» κι αυτό, αν και με
περιπλοκότερους όρους από ό,τι τα άλλα «εμπορεύματα-προϊόντα», αλλά [θεωρώντας]
κυρίως ότι «αναπαράγεται» δια τής «παραγωγικής κατανάλωσης» των αναγκαίων και
ιστορικά προσδιορισμένων μέσων συντήρησής «του» κ.λπ.
Είδαμε πόσο «μακριά πάει η
βαλίτσα» με την εργασιακή/εργατική δύναμη και πως προσεγγίζει κι αυτή την
αόριστη απειρία, όταν θεωρηθεί ως κάτι μετρήσιμο ως παραγόμενο.
Αν η εργασία δεν μετράται ως
«αξία» αφού είναι η βασική «πηγή» αλλά και το «μέτρο» τής «αξίας» και εφόσον
«δεν μετράται αυτό που μετράει» άρα δεν έχει νόημα η έννοια τής μέτρησής της
κ.λπ.
Αν επίσης η
«εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν μπορεί να μετρηθεί διότι «πάει μακριά η
βαλίτσα», ακόμα κι αν κάνουμε συμβιβασμούς και την θεωρήσουμε ως απλό
«αποτέλεσμα» τής παραγωγικής κατανάλωσης [είτε καπιταλιστικών είτε
μη-καπιταλιστικών] αγαθών «συντήρησης-και-εκπαίδευσης», τότε;
Τότε, μετά από όλους αυτούς
τους λογικούς θαρρώ κριτικούς αποκλεισμούς, τίθεται το εξής ερώτημα:
Ποιο είναι το
«εμπορευματο-σώμα» που πωλείται κι αγοράζεται στην καπιταλιστική κρεαταγορά
εργασίας;
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου