1.
Καπιταλισμός, πρώιμη αταξική κοινωνία και
«διεύθυνση-έλεγχος» - Πρώιμη αταξική κοινωνία και «ιδιοκτησία»-
Ο «σοσιαλισμός»
που γνωρίσαμε.
Ο καπιταλισμός έχει ως
θεμελιακό στοιχείο τής ειδικής δομής του την ατομική-ιδιωτική ιδιοκτησία των
μέσων εργασίας και την ατομική-ιδιωτική ιδιοποίηση τού προϊόντος της παραγωγής.
Δεν υπάρχει στον καπιταλισμό
κάποια «επανάσταση των διευθυντών», εφόσον και οι μεγάλοι διευθυντές των
καπιταλιστικών επιχειρήσεων μετέχουν σε ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί τού
συνολικού Κεφαλαίου, τα οποία είναι δικαιώματα ιδιοκτησίας: ως μετοχικά
μερίσματα, ως κατοχή χρηματικών Κεφαλαίων, και ως δικαιώματα άμεσης
ιδιοκτησιακής [συν-]κυριότητας [επί μιας καπιταλιστικής επιχείρησης].
Το γεγονός ότι ένας μεγάλος
διευθυντής μπορεί να μην έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας στην συγκεκριμένη
καπιταλιστική επιχείρηση που διευθύνει δεν σημαίνει ότι δεν είναι ιδιοκτήτης
μεριδίου τού συνολικού εθνικού ή υπερεθνικού Κεφαλαίου.
Με αυτή την έννοια, στον
καπιταλισμό δεν υπάρχει πραγματική διάσπαση τού καπιταλιστικού ιδιωτικού
δικαιώματος ιδιοκτησίας των μέσων εργασίας και των πόρων με την διεύθυνσή τους:
Η σχέση ατομικής/ιδιωτικής
ιδιοκτησίας, ατομικής/ιδιωτικής ιδιοποίησης, και ατομικής/ιδιωτικής διεύθυνσης
μπορεί να έχει γίνει πιο περίπλοκη, έμμεση [ακόμα και με την «απλή» κατοχή
μεγάλου χρηματικού Κεφαλαίου], παραμένει ωστόσο άρρηκτη.
Στην πρώιμη αταξική κοινωνία,
θα υπάρξει μια πραγματική διάσπαση των δύο μορφών ελέγχου τής παραγωγής: τής
ιδιοκτησίας/κατοχής και τής διεύθυνσης, με την έννοια ότι η ιδιοκτησία/κατοχή
τής παραγωγής ως «κοινωνική», αν είναι πραγματικά «κοινωνική», σημαίνει
«μαρασμό» τού δικαιώματος τής ιδιοκτησίας/κατοχής και απορρόφησή του από το
δικαίωμα και την λειτουργία τής άμεσης συλλογικής εργατικής αυτοδιεύθυνσης που
σημαίνει ταυτόχρονα άμεσο συλλογικό έλεγχο τής παραγωγής από τους άμεσους
παραγωγούς.
Η «κοινωνική ιδιοκτησία/κατοχή»
είναι ένα αντιφατικό/αντινομικό σύμπλεγμα ως όρος: των νοητικών και υλικών
κοινωνικών υπο-όρων α) τής «αδιαίρετης αταξικής κοινωνίας» και β) τής πάντα
διαιρετικής «ιδιοκτησίας/κατοχής», το οποίο αν ισχύει [ως έμπρακτο
σύμπλεγμα-όρος] σημαίνει «μαρασμό» τής ιδιοκτησίας/κατοχής ως ενός από τους δύο
πόλους [υπο-όρους] τού ενιαίου όρου.
--
Ο θετικός καθορισμός τής
πρώιμης αταξικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι μια μορφή «συλλογικής
ιδιοκτησίας και κατοχής» ως προϊόν τής όντως αναγκαίας επαναστατικής άρνησης
και κατάργησης τής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα εργασίας και επιβίωσης.
Η αναγκαία για τον σοσιαλισμό
επαναστατική κατάργηση τής ατομικής ιδιοκτησίας και κατοχής των αντικειμενικών
όρων τής εργασίας-παραγωγής σημαίνει ταυτόχρονα κατάργηση κάθε ιδιοκτησίας και
κατοχής τους, είτε είναι ατομική είτε είναι συλλογική [ως μεταμφιεσμένη
ατομική] ιδιοκτησία/κατοχή.
Η ελευθεριακή/δημοκρατική
σοσιαλιστική επανάσταση των ακτημόνων ή μικροκτημόνων μισθωτών και
μισθεξαρτημένων εργαζομένων [εργασιακών υποκειμένων] δεν αίρει την
ατομική/ιδιωτική-καπιταλιστική ιδιοκτησία με την αντικατάστασή της από μιαν
άλλη μορφή ιδιοκτησίας/κατοχής, αλλά αίρει συνολικά τον όρο «ιδιοκτησία/κατοχή»
αντικαθιστώντας τον από τον ζωντανό άμεσο έλεγχο των «υλικών πάντων» από την
«δημοκρατική πολιτεία» και των επιμέρους γενικών συνελεύσεων και
μιας μεγάλης γενικής λαϊκής συνέλευσης, όλων των άμεσων παραγωγών.
Οι παραγωγοί στον ελευθεριακό
σοσιαλισμό [θα λέγαμε αν δεν ήταν
κακοποιημένη η έννοια από την σοσιαλδημοκρατία και την «ανανεωτική αριστερά»
και στον πραγματικό «δημοκρατικό σοσιαλισμό»], πρέπει να καταργήσουν, να
εξαφανίσουν ολοσχερώς την ιδιοκτησιακή ιδιωτική-και-κοινωνική/κρατική κυριαρχία
στους αντικειμενικούς όρους τής παραγωγής, για να οδηγηθούν στην [πρώιμη]
δημοκρατική/ελευθεριακή αταξική κοινωνία, άρα τούτη η «ιστορική είσοδός τους»
στην αταξική κοινωνία δεν σημαίνει: α) ότι γίνονται ιδιοκτήτες,
κυρίαρχοι των αντικειμενικών όρων τής εργασίας-παραγωγής με την έννοια τής
«συλλογικής ιδιοκτησίας ως θετικής άρσης τής ατομικής ιδιοκτησίας» [όπως
θεωρούσαμε παλιότερα], ούτε βέβαια σημαίνει β) ότι γίνονται κάτι σαν
λαϊκοί «ημι-καπιταλιστές»/συνεταιριστές/συνιδιοκτήτες των αντικειμενικών όρων
τής εργασίας-παραγωγής, αλλά σημαίνει ότι γίνονται όλοι μαζί
διευθυντές και διαχειριστές τού συνολικού κοινωνικού πλούτου και τής συνολικής
παραγωγής.
Ο κυριαρχικός καθορισμός τής
πρώιμης αταξικής κοινωνίας είναι η αδιαίρετη συλλογική αυτοδιεύθυνση των
παραγωγών και ο αδιαίρετος από ιδιωτικά/ή/κοινωνικά-κρατικά «ιδιοκτησιακά
δικαιώματα» άμεσος εργατικός και κοινωνικός έλεγχος τής άμεσης παραγωγικής
διεργασίας.
--
Ορίσαμε ως έννοια ή ως «ουσία» τού καπιταλισμού το σύστημα τής εξαρτημένης από
τον μισθό εργασιακής υποκειμενικότητας που έχει περιοριστεί κυριαρχικά στην λειτουργία τού ψευδο-εμπορεύματος «εργασιακή
ικανότητα».
Δεν γνωρίζουμε αν στο πρώιμο
κομμουνισμό τού μέλλοντος θα υπάρχει ένας τύπος μη-εξαναγκαστικού μισθού, ήτοι
αμειβόμενη με χρήμα ή λογιστικές μονάδες εργασία [δεν είμαστε προφήτες], αλλά
γνωρίζουμε ότι η εργασιακή υποκειμενικότητα, [αλλά και ο μη εργαζόμενος
πληθυσμός: συνταξιούχοι, παιδιά, ανάπηροι με ανικανότητα εργασίας, φοιτητές, ή
απλά αδιάφοροι να εργαστούν], δεν θα εξαρτά την ζωή της από την πώληση τής
εργασιακής της ικανότητας, αλλά ούτε και από την ίδια την αμοιβή της [αν υπάρχει
αμοιβή].
Δεν θα δουλεύουμε «γιατί
αλλιώς θα πεθάνουμε», δεν θα δουλεύουμε «για να επιβιώσουμε» υπό τον μισθωτό
εκβιασμό τού αφεντικού ή τού διευθυντή, αλλά θα δουλεύουμε για να προκόβουμε,
για να ζούμε μιαν ενάρετη υλική ευδαιμονία, κι εμείς και η κοινωνία, και για να
στηρίζουμε αδύναμους και ασθενείς, ηλικιωμένους και παιδιά, για να γίνεται ο
κόσμος κάθε μέρα και καλύτερος, αγνός σαν τα παιδιά προτού τα γεμίσουν με
καχυποψία και μίσος.
Για να γίνει κατανοητό από
τους εργαζόμενους και να γίνει και πιο αληθινό [ορθολογικό, μη-ιδεολογικό,
μη-ουτοπικό] το μαρξιστικό και [ταυτόχρονα] αντιεξουσιαστικό σύνθημα: «κάτω το
σύστημα τής μισθωτής εργασίας-σκλαβιάς», το οποίο στοχεύει στον σκληρό πυρήνα
τής σύγχρονης ταξικής εκμετάλλευσης, πρέπει να εννοηθεί και να γίνει γνωστό ως
ρεαλιστικό σχέδιο που δεν αμφισβητεί την πιθανότητα μιας ιστορικά μεταβατικής
ύπαρξης μιας αμοιβής εργασίας εν γένει ως «ατομικού μεριδίου» στο «τελικό
προϊόν» τής παραγωγής, αλλά [αμφισβητεί] το καταναγκαστικό και εξαρτησιακό
πλαίσιό της στα σύγχρονα εκμεταλλευτικά συστήματα όπως προκύπτει [ως
καταναγκαστικό/εξαρτησιακό πλαίσιο] από:
1) την εμπορευματοποίηση και
αλλοτριωτική πραγμοποίηση τής εργασιακής ικανότητας,
2) την
ιδιοκτησιακή/διευθυντική/διαχειριστική αποξένωση τής ζωντανής εργασίας από τους
εμπράγματους όρους τής εργασίας-παραγωγής [μέσα εργασίας, πόροι, υποδομές
κ.λπ],
3) την αποξένωση τής ζωντανής
εργασίας από το προϊόν που παράγεται με την καθοριστική διαμορφωτική δράση της.
Ταυτόχρονα όμως πρέπει πλέον
να αναπτυχθεί μια ευρύτερη κριτική και εναντίωση μας, ως ριζοσπαστών
εργαζόμενων, απέναντι στην εξαρτησιακή δουλοπρεπή και καταναγκαστική έννοια και
υλική ουσία όλων των σύγχρονων ενεργών [αλλά και δυνητικών]
ολοκληρωτικών-και-εξουσιαστικών συστημάτων οργάνωσης τής εργασίας.
Η εξαναγκαστική δια τού
μισθιακού εκβιασμού εργασία επιβίωσης, είναι η έννοια και η ουσία τού
καπιταλισμού, αλλά όχι μόνον.
Η ανθρώπινη ιστορία έδειξε
ότι μέσω των κοινωνικών συγκρούσεων και μέσω αυταρχικών πτυχών στην
επαναστατική ιδεολογία και θεωρία, αναδύθηκε ένα άλλο εκμεταλλευτικό
ιεραρχικό-και-αυταρχικό σύστημα οργάνωσης τής εργασίας-παραγωγής, το οποίο
μπορεί να μην ήταν καπιταλιστικό αλλά παρέμενε εκμεταλλευτικό
ιεραρχικό-και-αυταρχικό [σύστημα].
Οι «σοσιαλιστικές χώρες» δεν
ήταν καπιταλιστικές, η θεωρία περί «γραφειοκρατικού-κρατικού καπιταλισμού»
είναι ένα ανήθικο και δογματικό ιδεολογικό «αστείο», για να συνεχίσουν οι
σεκταριστές να λένε ότι το πρόβλημα είναι μόνον ο καπιταλισμός [ως
«κρατικός-γραφειοκρατικός»], και να μην βλέπουν ότι ο νέος εκμεταλλευτής νέος
εχθρός προήλθε μέσα από το ίδιο το κίνημα.
Να πούμε όλα τα στραβά τού
αναρχισμού, νέου και παλιού, αλλά τούτος τουλάχιστον έψαξε και βρήκε κάποιες
εξηγήσεις για την ανάδυση τής νέας ταξικής ιεραρχικής εκμετάλλευσης «εκ των
ενόντων» τής επανάστασης, και δεν έριξε όλα τα «φταιξίματα» πάλι «μόνον στον
καπιταλισμό».
Ναι, σύντροφοι, σαν παλιός
«σταλινογενής», αλλά και σαν άτομο που παίρνει πάνω του όλες τις ευθύνες των
πράξεων αλλά και των ιδεών του, έχω να πω ότι δεν ήταν ο καπιταλισμός αλλά εμείς,
οι όποιοι «εμείς» ως διεσταλμένα ιστορικά υποκείμενα, που φτιάξαμε ένα
μη-καπιταλιστικό αλλά εκμεταλλευτικό αυταρχικό [και ανόητο σε μεγάλο βαθμό]
σύστημα.
Αυτό ήταν ο «σοσιαλισμός» που
γνωρίσαμε:
Ένα σύστημα εξαναγκαστικής
εργασίας, ιεραρχικό, εκμεταλλευτικό και όπως είπα ανόητο, πράγμα που φάνηκε και
στην ευκολία με την οποία ο καπιταλισμός το νίκησε.
Ως πείραμα άφησε έμπρακτες
εμπειρίες, και ανολοκλήρωτες κοινωνικές τεχνικές κεντρικού
προγραμματισμού-σχεδιασμού, τις οποίες δεν πρέπει να τις πετάξουμε στα
σκουπίδια, αλλά άφησε πίσω του και ένα βαθύ ατελείωτο ιστορικό σκοτάδι το οποίο
αντανακλάται πάνω στην σκέψη μας και κυρίως πάνω στις ελπίδες και τις ανάγκες
των εργαζόμενων λαών, εφόσον το «τελικό αποτέλεσμα» περισσότερο σαν συκοφαντία
τού σοσιαλισμού στις ίδιες τις μάζες των λαών μπορεί να εννοηθεί, παρά ως
παράδειγμα.
Και ο πυρήνας αυτού τού
μετα-καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης παρέμεινε ο ίδιος:
Εξαναγκαστική εργασία, όχι
μόνον δια τού μισθού αλλά και δια τής απειλής τού εκτοπισμού, αλλοτρίωση και
αποξένωση των εργαζόμενων από τον έλεγχο τής εργασίας-παραγωγής, αποξένωση τής
ζωντανής εργασίας από κάθε μορφή ιδιοκτησιακής και διαχειριστικής κυριαρχίας
επί των εμπράγματων όρων τής παραγωγής, υπό το ψεύδος και την αχρεία πρόφαση
μιας κρατικής-κοινωνικής ιδιοκτησίας-διαχείρισης που ίσχυε μόνον στα λόγια και
σαν αφαίρεση που ήταν ξένη προς τον εργαζόμενο παραγωγό.
Και πάνω από αυτά μια
κομματική ελίτ, μια στρατιωτική ελίτ, μια πρακτόρικη τραμπούκικη ελίτ, δηλαδή
[ως «σύνολό τους»] μια εκμεταλλευτική κοινωνική τάξη, η οποία ηγούνταν τής
παραγωγής σαν συλλογικό αφεντικό, μια εκμεταλλευτική κοινωνική τάξη που
περνούσε ζωή και κότα, με τις βίλες της και τις αυτοκινητάρες της, όλα
πληρωμένα, δεν χρειάζονταν βλέπεις να έχεις νομικά προσδιορισμένη «ατομική
ιδιοκτησία», εφόσον είχες -αν είχες- «υψηλή θέση», στο κόμμα και το κράτος, το
ίδιο κάνει.
Όλο αυτό το πράμα ήταν κι
αυτό στηριγμένο στην εξαναγκαστική και υλικά εκβιαζόμενη εργασία των απλών
ανθρώπων. Δεν υπήρχε καπιταλισμός, αλλά
υπήρχε μισθωτή σκλαβιά, υπήρχαν αφεντικά-διευθυντές και
αφεντικά-κομματάνθρωποι, υπήρχε ταξική εκμετάλλευση, υπήρχε σκληρή ιεραρχία,
υπήρχε διωγμός των εργαζόμενων.
2.
8+1 οντολογίες που είναι να καταστραφούν..
Στον πυρήνα της θεώρησης που
απολυτοποιεί ή μεταφυσικοποιεί/οντολογικοποιεί την αντιθετική/αλληλοεναντιωτική
υπόσταση των πόλων μιας αντίφασης ή αντίθεσης βρίσκονται μερικές
αλληλοπλεκόμενες μεταφυσικές/οντολογίες.
Θεωρώ ότι το σημασιολογικό
αλλά και πρακτικό/οντικό νόημα που ενώνει αυτές τις αλληλοπλεκόμενες οντολογίες
είναι μετωνυμικό, αλλά αυτό μένει να το δείξουμε ακόμα περισσότερο,
συγκεκριμενοποιώντας τις απόψεις μας.
Ας παραθέσουμε ενδεικτικά
ξανά αυτές τις αλληλοπλεκόμενες οντολογίες:
1.
Οντολογία της αρχικής ύπαρξης
των αντίθετων-αλληλοεναντιωνόμενων πόλων της αντίθεσης σε ένα μη ιεραρχικό, ή
μη περιέχον υπαγωγές επίπεδο.
Οριζοντιότητα, έστω αρχική
οριζοντιότητα του θεμελιακού ή αρχικού πεδίου της αντίθεσης.
2.
Οντολογία της διάκρισης μεταξύ
παρουσίασης και έκθεσης ενός (κοινωνικού) φαινομένου, και
(συνεπαγωγικά) οντολογία της απόλυτης διάκρισης μεταξύ αναπαράστασης και
παρουσίασης.
3.
Οντολογία της απόλυτης
ενέργειας, της δημιουργούσας μόνον εκ του απόλυτου μηδενός ή τίποτα
φύσης ή αντι-φύσης.
4.
Οντολογία της διάκρισης μεταξύ
εμφάνειας και μη φάνειας, δηλαδή της διάκρισης μεταξύ του
αναπαριστάμενου και τού συναφούς (του) παρουσιαζόμενου από ένα κυρίαρχο υπαγάγον
οντικό/νοηματικό σύστημα και του μη παρουσιαζόμενου και μόνον
αναπαριστάμενου ή ούτε καν αναπαριστάμενου από αυτό το (κυρίαρχο)
οντικό/νοηματικό σύστημα.
5.
Οντολογία της απόλυτης
διάκρισης μεταξύ ζωντανής και μη ζωντανής εργασίας.
6.
Οντολογία της διάκρισης μεταξύ βιομηχανικών και μη βιομηχανικών εργατών.
7.
Οντολογία της διάκρισης μεταξύ λαού και κυριαρχίας.
Αντιστρόφως και ταυτώς προς
το προηγούμενο:
Οντολογία της φαντασιακής
ταυτοτικής ενότητας μεταξύ λαού και κυριαρχίας.
Οντολογία της φαντασιακής
ταυτοτικής ενότητας μεταξύ λαού και κυριαρχίας αλλά με την μυστικοποιητική
μη-αναπαριστάμενη και μη-παρουσιαζόμενη εξαφάνιση εξάλειψη του όρου της
κυριαρχίας, άρα:
Οντολογία της απόλυτης
αυτοκυβέρνησης, αυτονομίας, αυτοδιεύθυνσης κ.λπ.
8.
Οντολογία της πολλαπλότητας:
η νέα οντολογία, ως αντιστροφή και κατοπτριστική αναπαραγωγή της κυριαρχικής
(πατριαρχικής) οντολογίας του (απόλυτου) Εν-ός.
----
3.
Η ουτοπία τής αυτοκυβέρνησης.
Το ερώτημά μου είναι αν
υπάρχει ως νοητή η δυνατότητα αυτοκυβέρνησης των ανθρώπων πέραν των μετωνυμικών
πολιτειακών ή ιδεολογικών μορφών εννόησης, βίωσης και κοινωνικοσημασιακής
διαμεσολάβησης που είναι οι κυρίαρχες.
Η ίδια η υποθετική
έννοια-κατάσταση τής αυτοκυβέρνησης τίθεται σε αμφιβολία, εφόσον μπορεί να
είναι εκ θεμελίων καθορισμένη ως αλλοτριωτικά μετωνυμική.
Βέβαια, μιλάμε πάντα σε ένα
«πειραματικό» επίπεδο, διότι α. η χρηστικότητα αλλά και β. το αναπόφευκτο
μερικών εννοιών, δεν υπερβαίνονται τόσο εύκολα.
Θεωρώ, σε αυτό το δύσκολο
πλαίσιο τοποθέτησης της υπόθεσης αυτής πως μεγαλύτερο πρόβλημα κατανόησης,
διαφώτισης και «λύσης» του θέματος δημιουργούν επίσης οι «διπλά» μετωνυμικές
διολισθήσεις που επιχείρησε ιστορικά όλη η επαναστατική αριστερά (από την εποχή
του Μαρξ και των αριστερών εγελιανών μέχρι τα «αριστερότερα» ελευθεριακά
κομμουνιστικά ρεύματα του παρόντος) μεταμφιέζοντας την ίδια θεμελίωση (αυτών)
των εννοιών και κοσμοθεάσεων (που σχετίζονται με την «αυτοκυβέρνηση»)
διατηρώντας μυστικά τον πυρήνα της.
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια πως
και δια μέσω αυτών των μυστικοποιήσεων δεν διαμεσολαβήθηκε η βασανιστική
ανάπτυξη της πρακτικής, θεωρητικής και ηθικής έννοιας τής έννοιας της
αυτοκυβέρνησης.
4.
Μεταμφιέσεις τής υπερβατικοποίησης τού «λαού».
Η ύπαρξη του προλεταριάτου ως
κενού ή «φορέα» τού κενού ως συνυφασμένου με μια τοπικότητα
ως-πολλαπλότητα-στο-χείλος-αυτού-τού-κενού δεν αίρει ούτε την γενική ταυτότητά
του με τις προκαπιταλιστικές καταπιεζόμενες τάξεις ούτε την γενική του
καταχώριση στον τόπο της αντινομικής οντότητας ή ψευδο-οντότητας με το όνομα
«λαός».
Το προλεταριάτο συγκροτεί την
ιστορική ειδικότητά του ως λαϊκή οντότητα/ψευδο-οντότητα δια τής αφηρημένης
ιδιότητας τής εργασιακής δύναμης και από αυτήν αντλεί τόσο την ειδική δύναμή
του να υπερβαίνει την αλλοτρίωση, αν και όταν την υπερβαίνει, αλλά και να
εντάσσεται σε αυτήν, ορίζοντας με αυτό τον τρόπο και την ειδική μορφή της.
Η μη εμφάνεια του προλεταριάτου
είναι συνυφασμένη με την σειρά της κυρίως με αυτή την αφαίρεση που είναι το
«ίδιο» ως φορέας μιας εκ τής ουσίας της απογυμνωμένης εργασιακής δύναμης.
Η αφηρημένη οντότητα τής
εργασιακής δύναμης προκύπτει αυτόματα από την θέση των μισθωτών
εργατών/εργαζομένων ως ξένων ή απο-ξενωμένων προς κάθε κατοχή,
(ολική-συλλογική) διεύθυνση και γνώση της παραγωγής.
Βέβαια, αυτή η αποξένωση και
η συνεπαγόμενη μυστικοποίηση του ρόλου του προλεταριάτου στην παραγωγή, όπως
και η μη εμφάνειά του, επιτείνονται από το κράτος, την αστική ιδεολογία και την
αστική πολιτική και πολιτική θεολογία.
Το κράτος εμφανίζει το
προλεταριάτο μόνον ως αντιπροσωπευόμενη εργασιακή δύναμη, αφού πρώτα όμως έχει
θεμελιωθεί, και από τον καπιταλισμό και από το κράτος, η μαζική εργασία ως μια
αφηρημένη έκφραση αυτής της ίδιας τής εργασιακής δύναμης ως πρώτης ύλης που
περιέχει ήδη το εκτελεστικό έργο που θα επιτελεστεί (και) δια αυτής.
Η μετανεωτερική απογύμνωσή
του από κάθε πραγματική ειδίκευση (η απο-μικροαστικοποίησή του, όπου ο
μικροαστισμός σήμαινε την επιβίωση μιας «τέχνης») το έκανε αυτό φανερό.
Η μη εμφάνεια τού προλεταριάτου
είναι λοιπόν απορρέουσα από την ίδια του την ύπαρξη ως ενσώματης υπόστασης
περιορισμένης στον εαυτό της, άρα (περιορισμένης) στην εκτελεστική επιτέλεση
μιας ουσίας που έχει από την εκκίνησή της μόνον υποστασιακό και σωματικό νόημα.
Η μη εμφάνεια του σύγχρονου
προλεταριάτου είναι μια ξεκάθαρη έκφραση της αλλοτρίωσής του στην-παραγωγή και
από-την-παραγωγή.
Το προλεταριάτο είναι ο μη
εμφανής και μη δυνάμενος να εμφανιστεί «αυθόρμητα» απογυμνωμένος λαός που
οδηγεί τον ίδιο τον καθορισμό τού λαού (και της λαϊκότητας) στο ύψιστο ιστορικό
σημείο τής αθλιότητάς του.
Οι άνθρωποι που κρύβονται
«πίσω» από την ιδιότητα του προλεταριάτου ως προλετάριοι δεν είναι
συμβιβασμένοι με αυτήν τους την ιδιότητα, γι' αυτό και ονειρεύονται περισσότερο
από κάθε «λαϊκή τάξη» του παρελθόντος να διαφύγουν αυτής τους τής ιδιότητας, να
πάψουν να είναι προλετάριοι, να τα βροντήξουν και να αυτοκαταστραφούν αν είναι
δυνατόν, για να πάψουν να είναι όχι μόνον τα εργαζόμενα κορόιδα της σύγχρονης
καπιταλιστικής ή «σοσιαλιστικής» κοινωνίας αλλά και εκείνο το είδος κορόιδων
που δεν αφήνονται να κάνουν τίποτα με νόημα και ουσία στην παραγωγική τους
δράση, έστω αυτήν που θα καταλήξει ιδιοποιημένη (και ως δράση και ως οικονομικό
αποτέλεσμα) στα χέρια του αφεντικού ή του κράτους.
Γνωρίζοντας πως είναι
εγκλωβισμένοι σε μιαν κενωμένη και αποξενωμένη εργασιακή δραστηριότητα, στα
όρια πάντα της υλικο-οικονομικής εξαθλίωσης ή περιθωριοποίησης, δεμένοι πάντα
με τρελά ωράρια, εποπτευόμενοι από χαφιέδες, επόπτες εργασίας, αστυνομικούς,
αλλά και ανθρώπους της γειτονιάς ή της «πιάτσας», κυνηγημένοι αν είναι «ξένοι»
από όλη την «εθνική κοινωνία» αλλά και από τους όποιους εθνοτικούς «δικούς»
τους που τα έχουν ψιλοκαταφέρει, έρχονται αντιμέτωποι πάντα με την ιδιότητά
τους ως έκφραση αποξένωσης και εκμηδένισης και πάντα, περισσότερο ίσως από κάθε
άλλον, σκέφτονται συνέχεια πως θα μπορούσε και αυτή ακόμα η ιδιότητα να
αποκτήσει ένα νόημα ή να γίνει η οδός για την απελευθέρωσή τους.
Η αστική και η «σοσιαλιστική»
κοινωνία τους δίνει ίσως, αν την έχουν κατακτήσει όμως και μόνοι τους, την
δυνατότητα να οργανωθούν συνδικαλιστικά για να διαπραγματευτούν την πώληση ή
την «σοσιαλιστική» δέσμευση της αφηρημένης ιδιότητάς τους ως «εργασιακής
δύναμης» και μέσω αυτής της δυνατότητας τούς αφήνει ένα περιθώριο
σοσιαλιστικού εργατισμού, μια πολιτική λοιπόν ιδιότητα.
Ακόμα και έτσι όμως δεν
υπάρχει η δυνατότητα να διαφύγουν της απογυμνωμένης μορφής της λαϊκότητας,
οργανώνονται ως λαϊκή τάξη, δέχονται τις επιρροές της αστικής λαϊκότητας και
της λαϊκότητας εν γένει, προσδίδοντάς τους μεν την ειδική λαϊκότητά τους ως
εργατών αλλά χωρίς συνήθως αυτή η νέα ειδική λαϊκότητα να διαφεύγει των
απόλυτων ορίων και οριοθετήσεων της λαϊκότητας.
Σήμερα;
Σήμερα που η «λαϊκότητα» και
οι ένδοξες ή ψευδοένδοξες ιδιότητές της έχουν εξοριστεί σχεδόν στο πεδίο της
φαιδρότητας, σήμερα που κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να στεφθεί ιδιότητες
αγίας χάριτος και ψεύτικους θρόνους εξουσίας χωρίς απτά κλειδιά και μέσα για να
αποκτήσουν όλα αυτά πρακτικό νόημα, σήμερα που έχει απογυμνωθεί πλήρως η μαζική
μισθωτή εργασία από κάθε δημιουργικό περιεχόμενο, σήμερα που το Κεφάλαιο έχει
χτίσει τερατώδεις παραγωγικές και επιστημονικές πυραμίδες πάνω στην υπνωτισμένη
μαζική «λαϊκή» κοινωνία, συνεχίζοντας να της ρουφάει όποια ζωή τού είναι
χρήσιμη, σήμερα;
---
Δεν αναφερθήκαμε στην
πολιτική αλλοτρίωση του προλεταριάτου, ή την αλλοτρίωσή του από την πολιτική όταν «βλέπει» σε αυτήν
την δυνατότητα να είναι μια αυτοκυβερνώμενη αυτόνομη από το κεφάλαιο οντότητα.
Αυτή η αλλοτρίωση είχε
περισσότερα, ίσως και δραματικότερα ή τραγικότερα αποτελέσματα, ως ενεργός
αλλοτριωτική ιδιότητα του προλεταριάτου, αυτή η αλλοτρίωση ήταν όμως και «αυτή»
που «στρίμωξε» ιστορικά το Κεφάλαιο, και αυτή την ιδιότητα την έχασε το
προλεταριάτο με την ιστορική διάψευσή της παρά την μεγάλη πρακτική-διαμορφωτική
ενέργειά της στην ιστορική πραγματικότητα.
Αναζητώντας κάτω από αυτή την
ιστορικά συντελεσμένη αλλοτριωτική ιδιότητα μιαν άλλη μη εμφάνεια του
προλεταριάτου, έχουν αναπτυχθεί κριτικές που επαναφέρουν την κενότητα του
προλεταριακού καθορισμού ως περιέχουσα (σε συνάφεια με την τοπική ή έκ-τοπη
υποστασιοποίηση της εργασίας) επαναστατικές ιδιότητες.
Θέλω να βλέπω αυτή την
ενδιαφέρουσα και ζωντανή νέα κριτική παράδοση ως έναν μετριασμένο προλεταριακό
μηδενισμό, άσχετα αν οι φορείς της αρνούνται την ιδιότητα του μηδενιστή και
έχουν αγκιστρωθεί σε έναν διαλεκτικό λόγο περί κενού ή άλλων αρνητικών ιδιοτήτων
του όντος.
Πέρα από τις φιλοσοφικές και
άλλες αντιρρήσεις μου, θα ρώταγα κάπως αφελώς, έτσι για αρχή:
Τους εργάτες ή εργάτριες ή
εργάτ# τους έχουνε ρωτήσει;
Αλλά για όλα αυτά,
χρειάζονται ειδικότερες πραγματεύσεις.
---
Ο καπιταλισμός ακόμα
παρουσιάζεται από την αριστερά [αναρχία/αυτονομία κ.λπ], είτε είναι ακόμα
«εθνοκεντρική» είτε είναι «διεθνιστική» ή α-εθνική, κυρίως ως ένα σύστημα μόνον
εκμετάλλευσης ή υπεράντλησης της ζωντανής εργασίας, και η επιθυμητική
υποκειμενική μορφή αυτού τού αντικειμένου αυτής της υπεράντλησης, δηλαδή το
επιθυμητικό υποκείμενο που είναι φορέας του όντος που γίνεται αντικείμενο μόνον
υπεράντλησης παρουσιάζεται νομοτελειακά, αφού ακολουθείται αυτή η επιθυμητική
σημασιακή λογική, ως ένας λαός ή εθνολαός, ακόμα κι όταν οι
ιδεολόγοι που πραγματοποιούν αυτή την μετωνυμική απεικόνιση αυτής τής αντινομικής οντότητας ξορκίζουν ως υπερδιεθνιστές το έθνος
κράτος, το έθνος και βέβαια την «διαταξική» έννοια τού λαού ή εθνολαού.
Η έννοια του λαού, υπό την
καθοριστική επίδραση μιας μετωνυμικώς σημασιοδοτούμενης σημασίας του, η
οποία τον παράγει ως επιθυμία πάντα μη εκπληρώσιμη που δύναται να εκπληρωθεί
μόνον δια της διατηρήσεως της μη εκπλήρωσής της, είναι μια εγκλωβίζουσα σε μια
οριακή επιθυμία σημασία.
Υπάρχουν
αντιστροφές των όρων αλλά ταυτόχρονα πλήρης και απόλυτη αναπαραγωγή του όρου
«λαός» και όταν ακόμα αίρεται φαινομενικά.
Για να σας δείξω πόσο βαθιά
είναι η εξάρτηση τής (δυτικής κυρίως) λαϊκής ιδεολογίας ή της ιδεολογίας περί
του λαού και από τον εθνοκεντρισμό (τον εννοούμενο ως εθνικισμό και όχι τον
ανθρωπολογικά εννοούμενο εθνοκεντρισμό) αρκεί να σας πω πως σε αυτήν την
ιδεολογία ακόμα και όταν λαμβάνει ο λαϊκισμός της αντιεθνικιστική ή αντεθνική
(εξωτερική) μορφή οι (επιθυμούμενοι ως) άνθρωποι πέραν των εθνών νοούνται και
αυτοί τελικά εκτός από (ένας) παγκόσμιος λαός και ως (ένα) παγκόσμιο έθνος.
Αυτή η γενική τάση για να
υπάρξει εθνική ολοκλήρωση επί της εθνοτικοτοπικής ολοκλήρωσης και έπειτα
εθνοαποδόμηση υπό μιαν ολοκλήρωση που είναι μεν φαινομενικά υπερ-εθνική και
οριζόμενη ως α-εθνική αλλά παράγεται υπόρρητα ως εθνική, δηλαδή με υπόρρητη τάση πάλι προς μιαν
εθνοολοκλήρωση, αμφισβητείται στις μέρες μας ριζικά μόνον από το
ολοκληρωτικό ριζοσπαστικό Ισλάμ που είναι η μόνη σημερινή καπιταλιστική
επιθυμητική ιδεολογία που συγκρούεται με το έθνος ως έθνος και τον λαό ως
(μόνον) λαό, προτάσσοντας έναν αυταρχικό καπιταλιστικό α-εθνισμό και
οικουμενισμό που δεν είναι άλλος ένας υποκρυπτόμενος
εθνικισμός εθνοκεντρισμός ή λαϊκισμός [ή κυρίως αυτά] αλλά σημαίνει μιαν άλλη
μορφή διαμεσολάβησης της υποκειμενικής επιθυμητικής οικονομίας, στα πλαίσια
πάντα του καπιταλισμού.
Σε κάθε άλλη περίπτωση
αμφισβήτησης της σημερινής υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, είτε αυτή περιχαράσσεται
εντός του καπιταλισμού ως καπιταλιστική επιθυμητική αμφισβήτηση της παγκόσμιας
καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων (εθνικιστικός αντιγκλομπαλισμός) είτε αυτή
υπερβαίνει τον καπιταλιστικό επιθυμητικό ορίζοντα, έχουμε (ρητά ή άρρητα) στο
ίδιο το πολιτικό θεμέλιο τής αστικής τάξης πραγμάτων το συντακτικό
επιθυμητικό στοιχείο τού (οριζόμενου ως) λαού, άρα έναν λαό που θεωρείται ότι
γίνεται αντικείμενο μόνον εκμετάλλευσης, άρα πρέπει «κανονικά» να ξαναλάβει
μέρος στην κατανομή τού προϊόντος, αλλά χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση από τον
«ίδιο» ο ίδιος ο όρος του ως λαού, ακόμα κι όταν
τίθεται σε αμφισβήτηση ονοματολογικά.
Η μόνη και μάλιστα
καπιταλιστική κριτική της λαϊκότητας ως ουσιώδους μορφής της υποκειμενικής
επιθυμίας δεν έρχεται, όπως είπαμε, από τον υπερ-ατομικιστικό
φιλελευθερισμό που είναι μια συμπληρωματική δύναμη της μίας ή της άλλης δεξιάς
ή κεντρώας αστικής παράταξης της δύσης, ούτε βέβαια από την φασιστική
ακροδεξιά που είναι όπως πάντα σχηματισμένη ιδεολογικά-επιθυμητικά πάνω σε μιαν
ρατσιστική επίταση τού λαϊκού ή εθνολαϊκού καθορισμού ή συντακτικού
επιθυμητικού θεμελίου τής καπιταλιστικής τάξης των πραγμάτων, αλλά από
το ριζοσπαστικό Ισλάμ, το οποίο εκ τούτου μόνον αναλογικά ή
ιδεολογικά/καταχρηστικά μπορεί να προσδιοριστεί ως Ισλαμοφασισμός.
Βέβαια υπάρχει και «εκεί» χρήση
του όρου λαός, αλλά σε ένα άλλο εντελώς διαφορετικό καπιταλιστικό μεν αλλά
ριζικά ετερογενές ιδεολογικοπολιτικό επιθυμητικό υπαγωγικό πλαίσιο, όπου η
υπερεπίταση τής οντικής/οντολογικής επιθυμητικής σημασίας τού κοινωνικού
«λαϊκού» θεμελίου οδηγεί σε μια άρση του σε μια νέα ολοκληρωτική επιθυμητική
σημασιακή μορφή ριζικά ετερογενή από αυτήν τής εθνοολοκληρωτικής
φασιστικής λαϊκίστικης επιθυμητικής υπερεπίτασης τής επιθυμητικής σημασίας της
λαϊκότητας, αν και ανάλογη προς την τελευταία ως προς την σκληρότητα και
την αλλοτριωτικότητά της.
Η αριστερά
(αναρχία-αυτονομία), όταν διαφεύγει αυτών των προσδιορισμών, κυρίως από τον
εθνολαϊκισμό με την σημερινή ενεργή μορφή του εθνικιστικού αντι-γκλομπαλισμού,
έχει να δεχτεί τις επιρροές του α-εθνισμού ή ψευδοδιεθνισμού ή της ψευδούς «μη
λαϊκότητας» των αστικών δημοκρατικών παρατάξεων, και αυτές δέχεται, μετατρεπόμενη σε κάποια
ουρά τους.
Αυτό όμως συμβαίνει γιατί
είναι εγκλωβισμένη σε ένα συγκεκριμένο οντικό/οντολογικό επιθυμητικό σχήμα, και
παλαιά αλλά ειδικά σήμερα που αυτό διέρχεται ριζική κρίση, το οποίο είναι
θεμελιωμένο στην λαϊκή σημασία με τους όρους της διατήρησής της, άρα κατά
κάποιο τρόπο αποτελεί ακόμα και ως πειραματικό εργαστήριο του κόσμου κάτι το
οποίο είναι πλέον ή ακόμα αποτυχημένο σε σύγκριση ακόμα και με το ριζοσπαστικό
Ισλάμ.
---
5.
Η Φαλκίδευση συνεχίζεται. Οι Μάσκες έπεσαν, από άλλες
Μάσκες, και ούτω καθεξής.
Φαλκιδεύω σημαίνει
ελαχιστοποιώ και αποδυναμώνω την πρακτική ουσία και το θεωρητικό ή αξιακό νόημα
θεσμών, λόγων, ιδεών, και σημείων, που μορφοποιούν και εκφράζουν γενικά ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, χωρίς να
προβαίνω σε τυπική παραβίασή τους και σε εμφανή αλλοίωση της εξωτερικής μορφής
τους, αλλά υποσκάπτοντας έντεχνα, υπονομεύοντας έντεχνα το
εσωτερικό νόημά τους.
Η φαλκίδευση οδηγεί σε αποστέρηση δικαιώματος, και σε περιορισμό των
έννομων απαιτήσεων, αν μιλάμε για ένα νομικό σύστημα, ή οδηγεί σε μιαν ευρύτερη
αποστέρηση δικαιωμάτων και πολιτικών αξιώσεων, δια τής έμμεσα και έντεχνα
υπονομευτικής αλλοίωσης τής πρακτικής ουσίας και τής καθολικότητας τής ισχύος
τους, χωρίς να θίγεται η εξωτερική μορφή τους.
---
Όμως, όπως έχουμε δείξει αλλού, υπάρχει κι ένας τύπος
φαλκιδευτή, ο ιδεοληπτικός ή ιδεολογικός, ο οποίος φαλκιδεύει τον θεσμό ή τους
θεσμούς, κινούμενος στην αντίστροφη φορά, επιτείνοντας τα νομιζόμενα από αυτόν
ή ακόμα και «γενικά» αποδεκτά ουσιώδη θεμέλια αυτού του θεσμού (ή των θεσμών).
Αυτή δε η ανάδειξη των υποτιθέμενων ουσιωδών πλευρών του
θεσμού ενώ φαίνεται πως είναι μια αντιφαλκιδευτική ενέργεια τελικά λειτουργεί ως
μια ανεστραμμένη μορφή τής «τυπικής» φαλκίδευσης, ίσως με αντίστοιχες ιδιωτικές
ωφέλειες για τον κρυφοφαλκιδευτή.
Η οντολογία τής ψευδοαριστερής ή νεοαναρχικής
φαλκιδευτικής αντιφαλκίδευσης θεσμών δια μέσω της αχαλίνωτης ιδεολογικής
επίτασης τής όποιας αγαθής ουσίας τους είναι χαρακτηριστική αυτού τού είδους
φαλκίδευσης, ακόμα και όταν φαίνεται να απαιτείται από αυτούς τους φαλκιδευτές
μια ολική άρση ή καταστροφή τού θεσμού (έχει μάλιστα, συνήθως, προηγηθεί μια
ανόητη ισοπεδωτική κριτική του).
Όταν υπάρχει αυτή η έμπρακτη
ψευδοκριτική και βίαιη σχετικοποίηση/ιστορικοποίηση τού θεσμού που
καταστρέφεται έχουμε έμπροσθέν μας μιαν οικειοποίηση τού πυρήνα αυτού του
θεσμού που αντί να σημαίνει ριζικό περιορισμό ή κατάργησή του σημαίνει
υπερεπίταση μερικών χαρακτηριστικών του, αφού πρώτα έχει υπάρξει βέβαια μια
παραχαρακτική αλλοίωση ή και μεταμφιεστική αλλαγή του Ονόματος τού θεσμού.
Κρίνεται η οικογένεια, λόγου
χάριν, και αναζητούνται [όχι πάντα ανοιχτά] κάποια στοιχεία της σε έναν νέο
θεσμό; Τότε αλλάζει το Όνομα ή καταργείται και το Όνομα και ο θεσμός, αλλά η
όποια μιζέρια και στενότητά τους μεταφέρεται ακέραια στον νέο υποτίθεται
μη-οικογενειακό θεσμό. Θα έλεγα μάλιστα πως όχι μόνον μεταφέρεται αλλά
διογκώνεται επεκτείνεται παντού «οικογενειοποιώντας» και πτυχές τής ανθρώπινης
ζωής που δεν έχουν ανάγκη την «οικογενοιοποίηση» και τις σχέσεις οικειότητας
και κοινότητας.
Το ίδιο γίνεται και με το Κράτος ή την Κυριαρχία που
βέβαια αφορίζονται με ξόρκια και ονοματολογικές αλλαγές (όπως η Τρόικα, για ένα
διάστημα, επί Τσίπρα) αλλά επιστρέφουν από την πίσω πόρτα με θηριώδη μορφή και
δύναμη, θυμίζοντας απολυταρχικά καθεστώτα όχι όλης της Ασίας αλλά κάποιων
στεπών στην κεντρική Ασία.
--
Αυτή η πρακτική και
ονοματολογική παραχάραξη και φαλκίδευση των πάντων και των Ονομάτων βέβαια,
έχει ξεκινήσει από την γαλλική επανάσταση (1789) και ειδικά τους Γιακωβίνους,
και όχι από τις επαναστάσεις στην Αγγλία με τον Κρόμγουελ και στην Αμερική,
πριν από την γαλλική επανάσταση και την νομοτελειακά προκύπτουσα από αυτήν
ναπολεόντεια εξαλλαγή της.
Η φαλκίδευση ως τυπική
φαλκίδευση αλλά και ως αντι-φαλκιδευτική φαλκίδευση, υποστασιοποιείται σε ένα
πιο αφηρημένο επίπεδο με την συμβολιστική χρήση των μασκών και αυτών που τις
φοράνε ή τις ρίχνουν.
Όταν η μία μάσκα τής εξουσίας
διαδέχεται την άλλη χωρίς να διακρίνεται το πρόσωπο τής εξουσίας, ίσως το
πρόσωπο τής εξουσίας δεν φαίνεται διότι δεν υπάρχει πια ως πρόσωπο αλλά ως αυτή
η διαδοχή των μασκών της.
Ας αποκλείσουμε το πιθανό
ενδεχόμενο να μην είμαστε ικανοί (για διάφορους λόγους) να δούμε ένα πρόσωπο
που υπάρχει, για να δούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτή η διαδοχή των μασκών ως η
μοναδική ύπαρξη μιας εξουσίας.
---
Ποια είναι σήμερα η μάσκα τής εξουσίας;
Μια αφηρημένη λαϊκή ύπαρξη.
Ο βαθμός αυτής τής αφαίρεσης και η πολυπλοκότητά της
γίνεται κτήμα τής νοητικής αντίληψης όταν ανακαλύψουμε πως η ίδια μπορεί να
κρυφτεί («μυστικοποιηθεί») ως αφαίρεση και να γίνει ούτως άλλη μια μάσκα, ένα
άλλο Όνομα χωρίς ορατό εξουσιαστικό πρόσωπο, όταν ας πούμε αφαιρεθεί όχι μόνον
το αρχικό Όνομα ως σημείο ενός ορατού ιστορικού σημασιακού συστήματος, αλλά
αφαιρεθούν με σημασιακή παραχάραξη και φαλκίδευση όλα εκείνα τα σημεία «εντός»
του (ως Ονόματος) που μπορούν να αναχθούν σε μια κυριαρχική ή εξουσιαστική
αρχή.
Ο «λαός» ούτως μετατρέπεται σε αυτή την χυλώδη «κοινωνία» ή ακόμα και
«κοινότητα», δηλαδή σε μία ακόμα-πιο-αφηρημένη οντότητα, με την οποία
βαυκαλίζονται οι αντιεξουσιαστές ή νεο-ελευθεριακοί εξουσιαστές, νομίζοντας ότι
μπορούν με κάποιο τρόπο να την αποκόψουν από όλα τα εξουσιαστικά ή κυριαρχικά
συγκροτητικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία που περιέκλειε ως «λαός», είτε αυτά (τα
στοιχεία) σημαίνουν έναν ενεργητικό είτε έναν παθητικό καθορισμό τής «παλαιάς»
ή αυτής τής «νέας» έννοιας/κατάστασης.
---
Το νόημα τής αποκαλύπτουσας το εξουσιαστικό ψεύδος
αντίληψής μας έγκειται στην ικανότητά μας ή το θάρρος μας να ανακαλύψουμε πίσω
από αυτά τα νέα Ονόματα τού κάποτε σημειοποιημένου ως «λαού» όντος, πάλιν έναν
λαό που ανάγεται, με νέο τρόπο, από αυτούς τους νέους εξουσιαστές σε μια άλλη
εξουσία-Κυριαρχία, η οποία δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με αυτούς τούς ίδιους
ως νέους ονοματοδότες.
Μια μάσκα διαδέχεται την άλλη, και ο αναρχισμός τον
κρατισμό ή παραδοσιακό εθνικισμό-λαϊκισμό όπως μας παραδόθηκε από τις μοντέρνες
επαναστάσεις.
Έχει υπάρξει βέβαια, συνυπάρχοντας με τον αναρχισμό, και
η ψευδοπρολεταριακή «μαρξιστική» σημασιολογική κάθαρση τού λαού, ενίοτε και με
μαζικές δολοφονίες του (όταν οι «μαρξιστές» πήρανε μια πραγματική εξουσία στα
χέρια τους)(δεν ήταν οι μοναδικοί ή οι χειρότεροι βέβαια), η οποία είχε και
αυτή ένα ισχυρό ψευδοαντιεξουσιαστικό φορτίο εντός της ως θεωρία περί κομμούνας
ως τάχαμου μη-κράτους ή ως θεωρία του απονεκρωνόμενου ταχέως ή βραδέως
εργατικού κράτους κ.λπ.
Όλη αυτή η εξουσιαστικο-αντιεξουσιαστική μασκαράτα, υπό
το έντρομο και πολλές φορές βλακώδες βλέμμα των συντηρητικών εκείνων που δεν
μπορούσαν να συμμετέχουν κι αυτοί στην μασκαράτα, δεν είναι πάντα ή μόνον
ένδειξη αδυναμίας ή άγνοιας αλλά πολλές φορές η ένδειξη ή ο προάγγελος μιας
νέας εξουσίας, μιας ακόμα εξουσίας.
Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την θεωρητική αναγωγή μας σε
κάποιο ιστορικό παρελθόν ή σε κάποια ιστορικά παρελθόντα εντός των οποίων
ιδρύθηκε αυτή η νοηματική και πρακτική φυλακή και αυτού ακόμα του λαού όταν τον
αντικρίσουμε και δεχτούμε ως συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο λαό.
Πότε και κυρίως πως άραγε άρχισε να χτίζεται αυτή
η έννοια/κατάσταση ως μασκαράτα τής εξουσίας όπως την γνωρίζουμε σήμερα;; και
πότε συγκροτήθηκε ως περικλείουσα ακόμα και αυτόν τον αντιεξουσιαστικό
υπερ-υπο-καθορισμό της που την έκανε «ικανή» ως δομή ή σύστημα να ενσωματώνει
απόλυτα κάθε αντίσταση και διαφυγή, δια μέσω και των αντιεξουσιαστικών
ανακατοπτρισμών και αντικατοπτρισμών της;;
--
Για να προχωρήσουμε την έρευνά μας προτείναμε μιαν άλλη,
ευρύτερη τής τυπικής, έννοια τής φαλκίδευσης, την οποία πρέπει αν είμαστε
σωστοί και τίμιοι με τον εαυτό μας να αποδώσουμε στον ιστορικό, για μας,
δημιουργό της, ο οποίος μάς ενέπνευσε σφόδρα, και ο οποίος δεν είναι άλλος από
τον αριστερό πολιτικό σας και πρώην πρωθυπουργό.
Το παγκόσμιο πνεύμα, ή ο κατά Φαράκλαν παγκόσμιος Νους,
προχωράει και δια καταβυθίσεων σε αχρεία και ποταπά πρόσωπα, χρησιμοποιώντας
τα, αναλώνοντας τα ως σημεία ώθησης για την ανακάλυψη νέων τροπικοτήτων μίας
έννοιας.
---
6.
Αδιέξοδα και σκότη στον ορίζοντα.
Α.
Αισθητικό αδιέξοδο.
Το σημείο τής υλικής και
οντικής προοπτικής που οδηγεί σε μιαν άλλη κατάσταση τής συνολικής υλικής
κοινωνικής πραγματικότητας δεν έχει την ίδια υπόσταση που έχει ένα γεωμετρικό ή
γεωμετρικοεικαστικό «σημείο φυγής» όπως τούτο αντανακλά αυτό που δημιουργείται
στην οπτική αντίληψή μας ως προοπτική.
Η αντίθεση που προκαλεί και
προεικονίζει μιαν άλλη έτερη συνολική κοινωνία δεν «χωράει» σε καμία γεωμετρική
εικαστικογεωμετρική ή σωματοειδή απεικόνιση, όχι όμως διότι είναι «μυστική» ή
γενικά πέραν τής υλικής κατάστασης και των διαστάσεων και πτυχώσεων αυτής.
Το νέο κοινωνικό σύστημα,
ειδικά αν σημαίνει κατάργηση τής ταξικής κυριαρχίας, τής ταξικής εκμετάλλευσης,
τής ιεραρχίας, και τελικά την κατάργηση κάθε μορφής τραμπούκικης φυλετικής,
κοινοτικής και σεξιστικής βίας, και την είσοδο των ανθρώπων σε έναν ανώτερο
κομμουνιστικό και δημοκρατικό πολιτισμό, δεν μπορεί να απεικονιστεί, δεν μπορεί
να υπάρξει ως απεικονιζόμενο, εφόσον η απεικόνιση, ή αναπαράσταση, αναπαράγει
πάντα την υφιστάμενη κατάσταση και όχι την άρνησή της, δεν μπορεί να συλλάβει
την εικόνα τής άλλης κατάστασης χωρίς να την αλυσοδέσει στην υφιστάμενη.
Το αδιέξοδο τής
απεικόνισης-αναπαράστασης, όμως, μιλώντας πάντα για την προσπάθειά μας να δούμε
τον άλλο, τον ελεύθερο αταξικό πολιτισμό, δεν περιορίζεται στις τέχνες ή τις
προσπάθειες τής κοινωνικής θεωρίας ή τής φιλοσοφίας, αλλά υφίσταται [ως
αδιέξοδο] ειδικότερα και στην «διαλεκτική» αλλά και στην «λογική έρευνα» των
«δομικών διαφορών», όπως έχει μεταμφιεστεί «στο περίπου» η «διαλεκτική»
συνεσταλμένη πλέον στον βαθμό να πέφτει θύμα διαφόρων Αλτουσέρ.
--
Ας υποθέσουμε ότι κατάφεραν
να φτάσουν στην δημιουργία ενός εικονικού ή λογοϊκού ορίζοντα, ας υποθέσουμε
ότι αυτός ο ορίζοντας υπάρχει ζωγραφισμένος σε έναν πίνακα ή γραμμένος σε ένα
επαναστατικό κείμενο.
Πάνω του είναι αποτυπωμένος ο
πόνος τής άρνησης αυτού τού βασανισμού που ζούμε σαν ακτήμονες και ειρηνικοί
άνθρωποι, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να βλάψουμε ούτε ένα
ζωντανό για να τραφούμε, ακόμα κι αν είναι ανάγκη, χωρίς να χαλαστούμε.
Ας υποθέσουμε ότι παρά τις
σκόνες, τα λάθη στο σχέδιο, παρά τις παραφωνίες και τις αστοχίες στο σχέδιο,
παρά τους εμφανείς ή αφανείς παραλογισμούς μας στον Λόγο που μας φανερώνουν ως
ένα λογοϊκό μείγμα λογικής και οράματος, ρεαλισμού και ουτοπίας, και όχι σαν
μηχανές άψογης τυπικής και διαλεκτικής Λογικής, όπως μοστραριζόμαστε, ας
υποθέσουμε λοιπόν ότι παρά όλα αυτά φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν θέλουμε να
υποταχθούμε σε αυτό τον βάρβαρο κόσμο τής εκμετάλλευσης και τής ιεραρχίας, και
ότι «αυτό το πράγμα» τείνει να απεικονίζεται.
Απεικονίζεται;
---
Β.
Το αδιέξοδο τού έλλογου ορίζοντα ως άρτιου ορίζοντα.
Υπάρχουν δύο κριτικές
αξιολογήσεις και ερμηνείες για την συγκρότηση των σχεδίων για την αλλαγή ή
ριζοσπαστική ανατροπή ενός κοινωνικού και νοηματικού συστήματος και την
συστημική «αντικατάστασή» του: Η πρώτη στέκεται στις πιθανές
ελλείψεις του ως προς την υλοποίηση τού κύριου σκοπού που είναι εγγεγραμμένος
σε αυτό ως σχέδιο.
Σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται η
πιθανή ή ήδη εκφρασμένη «τελική πρακτική απόκλιση» τού σχεδίου αυτού από τον
«σκοπό του», η οποία [σύμφωνα με αυτή την ερμηνευτική αξιολόγηση] προκύπτει:
είτε από την ανεπάρκεια των μέσων που εγγράφονται και αυτοί «εντός» του ως οι
τρόποι τής υλοποίησής του, είτε από την ανεδαφικότητα τής ίδιας τής σκοποθεσίας
την οποία δεν μπορεί κανένα μέσο να την εκπληρώσει.
Η δεύτερη κριτική αξιολόγηση
και ερμηνεία ενός τέτοιου σχεδίου στέκεται περισσότερο στην αδόμητη και
θεμελιωδώς μη-άρτια [και όχι απλά ελλειπτικώς άρτια] υπόστασή του, στην
ερμηνεία του τελικά ως μη σχεδίου, ως ενός συνονθυλεύματος επιθυμιών που
βρίσκονται σε τέτοια αντινομική ή τυχαία αλληλοσυσχέτιση «μεταξύ τους», ώστε να
μην μπορούν καν να πραγματωθούν σε απόκλιση προς την αρχική τους ένωση σε έναν
σκοπό, με την έννοια όμως ότι δεν υπάρχει καν κάποια έστω σχετικά σημαντική
πρακτική δυνατότητα μιας πρώτης «δρομολόγησης» τής υλοποίησής τους.
Σημειώνω ότι αυτές οι δύο
«κριτικές» ενός σχεδίου αλλαγής ή ανατροπής ενός συστήματος, δεν αναφέρονται
αναγκαία και αναλογικά-αντιστικτικά προς 2 αντίστοιχα σχέδια.
Μπορεί η αντίστιξη των
κριτικών να αναφέρεται σε ένα σχέδιο, ή σε δύο αντίστοιχα σχέδια ή σε ακόμα
περισσότερα.
Κάπου εκεί βρίσκονται και τα
αδιέξοδά μας [ή «μας»].
---
7.
Στρατηγική και αναγωγισμός.
Σε ένα στρατηγικό πολιτικό
σχέδιο που αποκτά άμεση χρονική υπόσταση ως πολιτικό πρόγραμμα, υπάρχουν
κάποιοι ευρύτεροι και σημαντικότεροι στρατηγικοί σκοποί, ίσως και [ως
υπερκείμενος τους] ένας ύψιστος σκοπός.
Θεωρώ ότι ακόμα κι αν θέσουμε
έναν πολιτικό σκοπό ως τον στρατηγικότερο όλων των υπολοίπων στρατηγικών
σκοπών, πάντα υπάρχει μια πολλαπλότητα σκοπών, και αυτός που θεωρείται ως ο
ύψιστος «Ένας στρατηγικός σκοπός» είναι στην πραγματικότητα και 1) η
κορύφωση τής στρατηγικής πολλαπλότητας που απαρτίζεται από πολλούς
στρατηγικούς σκοπούς και 2) ο ίδιος ως ενική μοναδικότητα πολλαπλότητας
[που δεν αναφέρεται μόνον στους άλλους στρατηγικούς σκοπούς], ως μια ιδιαίτερη
πολλαπλότητα στρατηγικών σκοπών.
Γενικότερα υπάρχει μια
προσπάθεια να ανάγονται όλοι οι στρατηγικοί πολιτικοί σκοποί σε όσο το
δυνατότερο λιγότερους, ούτως ώστε να μην υπάρχει ένα «χάος στρατηγικών σκοπών».
Υπάρχει άρα μια «οικονομία
των στρατηγικών» ως ένα είδος «αναγωγισμού των στρατηγικών» στο «ελάχιστο
δυνατόν».
Η «οικονομία των στρατηγικών»
και ο «αναγωγισμός των στρατηγικών» είναι δύο τρόποι να περιγράψουμε το ίδιο
πράγμα, αλλά δεν εξαντλούν το θέμα μας, εκτός κι αν μείνουμε σε μια τεχνική και
μόνον όψη του.
Εξάλλου αυτός ο «στρατηγικός
αναγωγισμός» ως μια προσπάθεια περιορισμού και μετριασμού τής οντικής διάστασης
τής στρατηγικής πολλαπλότητας, αν γίνει αντιληπτός ως ξεχωριστή και κρίσιμη
κοινωνική-και-διανοητική διεργασία μπορεί να αποκαλύψει την πιθανή ιεραρχική
αυθαιρεσία αυτών που τον επιτελούν.
Τις περισσότερες φορές δεν
παρουσιάζεται ανοιχτά το γεγονός ότι κάθε δόμηση στρατηγικής σημαίνει επιλογή
κάποιων στρατηγικών σκοπών ως σημαντικότερων μεταξύ μιας πολλαπλότητας
στρατηγικών σκοπών, χωρίς να υπάρχει κάποια [αρχική έστω] διασφάλιση ότι αυτή η
επιλογή σημαίνει αντανάκλαση πραγματικών-ή-αντικειμενικών διαβαθμίσεων
[«περισσότερης» ή «λιγότερης»] αξίας-ή-σημαντικότητας στην σκοποθεσία.
Αυτή η «κρυψίνοια» στην
ιεράρχηση μεταξύ στρατηγικών σκοπών κρύβει βέβαια χειραγωγήσεις, εξουσιαστικές
στρεβλώσεις και κρυμμένες «ατζέντες» ιδεολογικών και πολιτικών ιερατείων.
Πρέπει να σταθούμε με προσοχή
σε αυτή την «διάσταση» των ανθρώπινων στρατηγικών πραγμάτων, εξετάζοντάς την
ακριβώς στο πλαίσιο εκείνο που αφορά στην δόμηση μιας ιδεολογικής και πολιτικής
«κοινότητας», διότι φανερώνει ότι πιθανόν εντός των ιδεολογικών/πολιτικών
κοινοτήτων [ίσως και γιατί παραμένουν «κοινότητες»] συντελούνται εξαπατήσεις
και χειραγωγήσεις που δεν γίνονται αντιληπτές από τα μέλη τους, εφόσον τούτα
συνήθως δεν μπορούν να κατανοήσουν τις επιδέξιες και δόλιες στρατηγικές
λαθροχειρίες των [ιδεολογικών] ιερατείων τους.
Όταν παρουσιάζεται ένα
σύστημα στρατηγικών σκοπών λ.χ σε μια κοινωνική τάξη ή σε μια εθνοτική ομάδα,
ως «κάτι» που αφορά αυτούς τους κοινωνικοϊστορικούς «συντελεστές» για να τους
βοηθήσει να αποκτήσουν ορίζοντα και προσανατολισμό, δεν παρουσιάζεται συνήθως
ως ένα σχετικά εύπλαστο αν και περιορισμένο σύστημα στρατηγικών σκοπών.
Τι βλέπουμε εδώ;
Τα διάφορα ιερατεία, οι
ιντελιγκέντσιες και οι φράξιες-σέκτες, έχουν ήδη σχηματίσει ένα ιεραρχημένο
σύνολο στρατηγικών σκοπών και το παρουσιάζουν [η κάθε μία] όχι σαν κάτι που
σηκώνει συζήτηση, αλλά σαν κάτι εντέλει αντικειμενικό.
Μπορεί να παρουσιάζουν και να
αποκαλύπτουν τα στρατηγικά σχέδια των άλλων ανταγωνιστικών
ιερατείων-σεκτών-φραξιών ως αυθαίρετα, ως αυθαίρετα δομημένα, και να κάνουν
μάλιστα ηφαιστειώδη κριτική ενάντια στην αυταρχική «μεταφυσική-οντολογία» αυτών
των άλλων σχεδίων, αλλά το «δικό τους» το παρουσιάζουν ως αντικειμενικό, ως
ανοιχτό και ευάερο ευήλιο σαν το απογευματάκι τού έρωτα και τής ελευθερίας,
άσχετα που είναι κι αυτό μουχλιασμένο και υγρό σαν καταγώγιο
αναρχο-σταλινο-τροτσκιστικής σέκτας.
---
Ο πόνος τής άρνησης τής
υφιστάμενης πραγματικότητας, αχνοφέγγει την άρση της;
Οι εικόνες και οι λόγοι τής
αναλωμένης ζωής μας, μπορούν άραγε να γκρεμίσουν τον τοίχο που μας περιβάλλει
και μας κλείνει μέσα στο αισχρό, το άδικο, το άσκοπο και ανόητο καπιταλιστικό
σύστημα;
Ή μήπως σέρνοντας τις
αλυσίδες στο κελί μας, αυτό που κάνουμε είναι στην πραγματικότητα να το
υπηρετούμε με έναν τρόπο που έχει γίνει πλέον ορατός; Είναι η χαρά απαγορευμένη
στους τρόφιμους, αν θέλουν να διαλύσουν την φυλακή και να την καταστρέψουν;
Πρέπει να θρηνούν συνέχεια, ή
μήπως πρέπει να γιορτάζουν εκκωφαντικά για να διαλύουν συνέχεια τα νεύρα των
δεσμοφυλάκων τους;
Η άρνηση έχει πάνω της κάτι
το σταχτί, κάτι το γκρίζο, θυμίζει καταιγίδα αλλά και ομίχλη, φέρνει στο μυαλό
φυσικές δυνάμεις που ξεσπάνε ξαφνικά σαν οργή αλλά και έναν βάλτο μέσα στον
οποίο βυθίζονται όλα σε ένα μη προοπτικό μηδέν.
Το ζήτημά μας μολοντούτο δεν
είναι να επιλέξουμε άρνηση για να την προετοιμάσουμε σαν εξασφαλισμένα
καθορισμένη ως άρνηση.
Με αυτό το «πρόβλημα» ας
ασχοληθούν οι Ζντάνωφ τού μαρξισμού αλλά και τού αναρχισμού, εμάς δεν μας
απασχολεί καθόλου, εφόσον σε αυτά τα προβλήματα των όχι μόνον «αισθητικών»
επιλογών είμαστε στη λογική «ό,τι θέλει ο καθένας ας κατεβάσει στην γκλάβα του
κι ας το ξεράσει όπως και όπου θέλει».
---
Αυτό που μας ενδιαφέρει
πραγματικά είναι να δούμε όλες τις αυταπάτες και όλες τις ελπίδες ότι έχουμε
«δει» την προεικόνιση μιας νέας [ελεύθερης, δημοκρατικής, ή ό,τι άλλο έχουμε
ξεστραβωθεί] αταξικής κοινωνίας, να τίθενται σε κριτική ως προς τον πραγματικό
εγκλωβισμό τους στο υφιστάμενο κοινωνικό και ιστορικό Είναι.
Ό,τι παρουσιάστηκε ως
ορίζοντας τού «άλλου» δεν ήταν, δεν είναι.
Ό,τι παρουσιάστηκε ως
διαφορετική προοπτική δεν ήταν, δεν είναι.
Δεν υπήρξε καμία προεικόνιση
τού ριζικά «άλλου», αλλά μια μη ουσιαστική υλική και νοηματική μετατροπή των
υφιστάμενων εκμεταλλευτικών-ιεραρχικών δομών, η οποία έφτασε μέχρι την ολική
άρση τού καπιταλισμού και τού αστικού κράτους αλλά ως πλήρη[ς] μη άρση τής
ταξικής εκμετάλλευσης και τής κρατικής-ταξικής ιεραρχίας.
Όλες οι εναλλακτικές
προοπτικές προς τον καπιταλισμό και το γραφειοκρατικό κράτος, φτάνουν μέχρι το
όριο τού γραφειοκρατικού σοσιαλισμού που είναι ένα μη καπιταλιστικό αλλά
εκμεταλλευτικό και ιεραρχικο-γραφειοκρατικό σύστημα.
Και εδώ, συμπυκνώνοντας όσο μπορούμε
το βλέμμα μας ως προς την οριακότητα των οριζόντων μας, φτάνουμε σε μια κρίσιμη
ως προς την «εποχική» επικαιρότητά της ερώτηση:
Η άρνηση των παραπάνω
αυταπατών, των αυταπατών τής ούτως ειπείν «ιστορικής άρνησης» η οποία
«συνδέθηκε» νοηματικά-μεθοδολογικά με ένα είδος αμφιλεγόμενης «διαλεκτικής
λογικής», είναι μια νέα «άρνηση τής άρνησης»;
Ή μήπως υπάρχει ένα είδος
βύθισης στο κενό μιας τυφλής πλέον άρνησης; Τα νέα κινήματα ίσως δεν
αρνούνται την αρχική «διαλεκτική άρνηση», αλλά την απαρνούνται.
Η «θετική αρνητικότητα» τής
ιστορικής διαλεκτικής θεωρείται από την νέα μη-διαλεκτική τής «εναντιωματικής
άρνησης» ως αρκετά «θετικότερη» σε σχέση με αυτό που θα «έπρεπε» να είναι αν
όντως εξέφραζε μια συνεπή προοπτική υπέρβασης τού ταξικού εκμεταλλευτικού
συστήματος.
Αυτό το πράγμα είναι αυτό που
εγώ θα ονόμαζα «αρνητική διαλεκτική τής απάρνησης τής θετικοαρνητικής
διαλεκτικής», και το οποίο θεμελιώνει όλο τον νεομαρξισμό, μετα-μαρξισμό ή και
αριστερό/αναρχικό αντιμαρξισμό [όταν υπάρχει κι αυτός] σε μια τυφλή
θεμελιοκρατική νεομεσσιανική ιδεολογική ατραπό.
Η απάρνηση δεν είναι πάντα ο
καλύτερος δρόμος για να χτίσει κανείς μια νέα άρνηση, πόσο μάλλον για να ψάξει
μια νέα θετική-καθορισμένη άρνηση.
Η απάρνηση είναι ένα θρίλερ
χωρίς τέλος, όπου μπορεί να παρουσιάζεται ως θύτης ένας άσχετος, και ως θύμα
ένας πιθανός θύτης.
Επίσης, υπάρχει το ενδεχόμενο
να ξεχαστεί το καθήκον τής αρτιότητας τού έργου συγκρότησης οποιασδήποτε
προοπτικής, και αυτή η «λήθη» τού συγκεκριμένου καθήκοντος να συμβαίνει μέσα
στην ευρύτερη «λήθη» τού γενικού καθήκοντος να είναι ένας δημιουργός άρτιος
δημιουργός, ο οποίος προτού γίνει Πικάσο ξέρει στοιχειωδώς να φτιάχνει έναν
«τυπικό» πίνακα και να ακολουθήσει τους «παραδοσιακούς» κανόνες δημιουργίας
σχεδίου.
Το ίδιο ισχύει για τους
χορευτές, τούς συγγραφείς, τους μουσικούς, τούς επαναστάτες και τους
«κινηματίες».
Δεν ξέρω αν πρέπει να δεχτώ
ότι όλα τα πολιτικά σχέδια που παρουσιάζονται ως εναντιωματικά συστήματα
κριτικών θέσεων ενάντια στον καπιταλισμό και το [αστικό] κράτος [ή και τον
γραφειοκρατικό σοσιαλισμό], έχουν την δυνατότητα να οριστούν ως σχέδια με
στοιχειώδη συνοχή.
--
Καταλαβαίνω ότι το σχέδιο των
γραφειοκρατών επαναστατών σοσιαλιστών-και-κομμουνιστών είναι αλλοτριωμένο και
νομοτελειακά αποκλίνον σε σχέση με τον ελευθεριακό [δημοκρατικό]
κομμουνιστικό-αταξικό σκοπό, αλλά επίσης είναι προφανές ότι «πατάει» σε κάποιο
«έδαφος» δυνητικής υλοποίησης-πραγμάτωσης.
Οι
ρεαλιστές/και/γραφειοκράτες επαναστάτες σοσιαλιστές, οι εκπρόσωποι τού
γραφειοκρατικού σοσιαλισμού, ο «οποίος» κόντραρε στα ίσα το καπιταλιστικό
σύστημα, πατάνε γερά στην πραγματικότητα, και δεν χρειάζεται να πηγαίνει το
μυαλό μας πάντα σε έναν Στάλιν ή σε έναν Μπρέζνιεφ, αλλά και σε έναν Κάστρο ή
σε έναν Μάο, ή ακόμα και σε έναν Τσάβες.
Το πρόβλημα με αυτούς δεν είναι
η συνοχή τού σχεδίου τους. Είναι αδιαμφισβήτητη η
ικανότητά τους να ενώνουν αντινομικούς μεταξύ τους σκοπούς, και να
πραγματοποιούν δια τού «στρατηγικού αναγωγισμού» μια πετυχημένη «οικονομία των
στρατηγικών σκοπών».
Το πρόβλημα με αυτούς είναι η
θεμελιώδης στρατηγική απόκλιση: Ξέφυγαν εντελώς από τον
θεμελιώδη αταξικό α-κρατικό/αντικρατικό σκοπό τού Κομμουνισμού, όχι δια τού
συμβιβασμού με τον καπιταλισμό αλλά δια τής οικοδόμησης μιας νέας
ταξικοεκμεταλλευτικής ιεραρχικής κοινωνίας [ο κρατικός καπιταλισμός είναι μια
ψευδής έννοια όταν χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτή τη μορφή κοινωνίας,
και υφίσταται μόνον σαν ιδιωτικός καπιταλισμός υπό κυριαρχική κρατική εποπτεία,
όπως τον όρισε ο αρχι-γραφειοκράτης σοσιαλεπαναστάτης Λένιν].
---Το πρόβλημα που με απασχολεί
ως προς το «πως» θα δομήσω την έρευνα μου για το στρατηγικό πρόβλημα τού
αντικαπιταλιστικού «χώρου» είναι οι «μη-γραφειοκράτες» αυτού τού χώρου.
Δεν αναφέρομαι στην
αριστερίστικη-αριστερή σοσιαλδημοκρατία τύπου Σύριζα κ.λπ.
Αναφέρομαι σε όλο τον
υπόλοιπο αντικαπιταλιστικό και αντικρατικό χώρο:
Μπορεί κανείς να κάνει
κριτική για την στρατηγική σκέψη αυτών των ανθρώπων; ή μήπως η ασυνάρτητη και
υπερπολλαπλοειδής υπόσταση των στρατηγικών πολιτικών σχεδίων τους, όπως επίσης
η μεταξύ τους αντιφατικότητα ανά σέκτα φράξια και «σχολή», καθιστά αδύνατη κάθε
κριτική τους; εφόσον βρίσκονται πραγματικά «αλλού» όταν τους τίθεται το ερώτημα
τής «δομής τής στρατηγικής» και τής «στρατηγικής δομής»;
---
8.
Κεντρικά θεωρητικά αδιέξοδα και θεματοποιήσεις τους.
Α.
Στοιχεία μιας υπόθεσης εργασίας για την έννοια τού
Κεφαλαίου..
Οι παραγωγικές σχέσεις
κατανομής αποτελούν συγκροτητικά στοιχεία των παραγωγικών σχέσεων όπως οι
παραγωγικές σχέσεις κατανάλωσης και ανταλλαγής.
Ως μέρη τού πυρήνα τής
παραγωγής, ως υπο-καθορισμοί συναποτελούν μαζί με τούς άλλους υπο-καθορισμούς
τής παραγωγής την πολλαπλότητα των καθορισμών της.
Η άμεση παραγωγή είναι ένας
από αυτούς τους υποκαθορισμούς, ο θεμελιακότερος, άρα έχουμε:
1. Την άμεση παραγωγή
2. Την [παραγωγική]
κατανάλωση
3. Την ανταλλαγή
4. Την κατανομή [ως κατανομή
όχι μόνον του προϊόντος αλλά και των μέσων παραγωγής].
Το Κεφάλαιο ως μηχανισμός
εκμεταλλευτικής άντλησης τής ζωντανής εργασίας είναι ως ειδική μορφή: α)
παραγωγή για την παραγωγή, άρα η παραγωγή ως [αλλοτριωτικά και κυριαρχικά]
αυτονομημένη, β) διαδικασία αυτοαξιοποίησης τής αξίας.
Οι [4] υπο-καθορισμοί τής
γενικής διαλεκτικής έννοιας τής παραγωγής που προαναφέραμε «εντάσσονται» στην
ειδική καπιταλιστική μορφή της ως «δικοί» της υπο-καθορισμοί, άρα το Κεφάλαιο
μπορεί να εννοιολογηθεί πληρέστερα ως προς την διαλεκτική υπόστασή του ως
[εκμεταλλευτική/κυριαρχική] παραγωγική σχέση αν το προσδιορίσουμε σε συνάφεια
προς όλους αυτούς τούς υπο-καθορισμούς, και «ταυτόχρονα»-και-αντίστροφα αν
προσδιορίσουμε αυτούς τούς υπο-καθορισμούς σε συνάφεια προς την ιδιότητα τού
Κεφαλαίου να αυτονομεί την παραγωγή-ως-παραγωγή ως διεργασία αυτοαξιοποίησης.
Θεωρώ ότι ο Μαρξ και ο
μαρξισμός έχουν προχωρήσει αυτή την έρευνα τής έννοιας τού Κεφαλαίου με βάση
και την χρήση των διαλεκτικών υπο-καθορισμών των παραγωγικών σχέσεων/δυνάμεων,
με βασικό έλλειμμά της όμως την μη-επαρκή έρευνα [από ό,τι γνωρίζω] τού
κατανεμητικού υπο-καθορισμού του στο ειδικότερο πλαίσιο του που αφορά στην
κατανομή των μέσων παραγωγής και των υλικών πόρων.
Θεωρώ άρα ως μη-επαρκή [από
τον μαρξισμό] την «ένταξη» τής έννοιας τής παραγωγικής κατανομής στην έννοια
τού Κεφαλαίου.
Για αυτό και όπως μιλάμε
[όταν μιλάμε για τον καπιταλισμό [για το Κεφάλαιο]] «μαρξιστικά» για:
1) [εκμεταλλευτική]
αυτονομημένη «παραγωγή για την παραγωγή»,
2) αυτονομημένη «ανταλλακτική αξία»//«ολικό
εμπόρευμα-χρήμα» και διεργασία «αυτοαξιοποίησης»,
3) αυτονομημένη «παραγωγική
κατανάλωση»,
δεν μπορούμε να μιλάμε
«μαρξιστικά» με την ίδια επάρκεια για αυτονομημένη «κατανομή».
Οι παραγωγικές σχέσεις
κατανομής των μέσων παραγωγής «απουσιάζουν» από την εννοιολόγηση τού Κεφαλαίου
στον «βαθμό» που θα έπρεπε να υπάρχουν ως αυτονομημένες-αλλοτριωμένες και ως
μια από τις ειδικές έννοιες των [σχεσιο-]παραγωγικών υπο-καθορισμών του.
---
Β.
Και τότε
τελείωσαν όλα προτού αρχίσουν.
Στοιχεία θεματοποίησης μιας υπόθεσης...
Παραθέτω κάποιες μη
ολοκληρωμένες ακόμα εννοιολογήσεις και εξεικονίσεις ενός συνόλου υποθέσεων για
την έννοια τής καπιταλιστικής παραγωγής.
Τα εννοιολογικά σχήματα που
χρησιμοποιούνται βρίσκονται ακόμα σε αρχική μορφή, για αυτό δεν πρέπει να
θεωρούνται κάτι παραπάνω από ερευνητικές και απορητικές εκκινήσεις.
Δεδομένης τής
ιδεολογικοπολιτικής απομόνωσης τού φορέα τους, και τής ιδιότητάς του ως
μισθοσυντήρητου υπαλλήλου που τού αφαιρεί ζωτικό χρόνο και δυνάμεις, θα
χρειαστεί χρόνος για να αποπερατωθεί ακόμα και το πρώτο στάδιο τής ερευνητικής
προσπάθειας του, στο οποίο θα έχουν αποκρυσταλλωθεί οι βασικοί άξονες της.
Ενώ η έννοια τής «ανταλλαγής»
και η έννοια τής «κατανάλωσης» έχουν διαλεκτικοποιηθεί ομαλά από τον Μαρξ ως
εννοιολογικά στοιχεία τού εννοιολογικού συνόλου τής έννοιας τής παραγωγής, η
«κατανομή» όντας εντασσόμενη και «αυτή» [ως έννοια] σε αυτό το [εννοιολογικό]
σύνολο παραμένει αδιερεύνητη ως προς την δομική σύνδεση της με τους άλλους
εννοιολογικούς προσδιορισμούς τού κοινωνικού Είναι, ειδικά στην καπιταλιστική
κοινωνία.
Ο Μαρξ έχει βέβαια
επιχειρήσει να την «εντάξει» στο εννοιολογικό σύνολο τής έννοιας τής παραγωγής
ως ένα ακόμα στοιχείο τού πολλαπλού καθορισμού τής [καπιταλιστικής] παραγωγής,
άρα και τού [πολλαπλού] εννοιολογικού προσδιορισμού της.
Μάλιστα σε μια συγκεκριμένη
αναφορά του επισημαίνει ότι η «κατανομή» πρέπει να νοηθεί όχι μόνον ως
«κατανομή» τού προϊόντος αλλά και ως «κατανομή» των μέσων παραγωγής.
Είναι γνωστό το πόσο
προσπάθησε ο Μαρξ να διαλύσει τις «σοσιαλιστικές» δικαιοκεντρικές αλλοιώσεις
τής ριζοσπαστικής-επαναστατικής θεωρίας, οι οποίες στηρίχθηκαν και στηρίζονται
ακόμα στην ειδική θεώρηση τής καπιταλιστικής κατανομής ως «άδικης» ή «άνισης»,
αν και η κριτική του περιορίστηκε όπως είναι προφανές περισσότερο σε αυτήν
ακριβώς την πτυχή που έγινε το σημείο όπου «πάνω του» χτίστηκε ο
«σοσιαλιστικός» δικαιοκεντρισμός, ήτοι στην ειδικότερη έννοια τής κατανομής τού
προϊόντος, άρα και στις στρεβλές δικαιοκεντρικές υπο-έννοιες αυτής τής
ειδικότερης έννοιας τής κατανομής που σχετίζονται με το υποτιθέμενο «άδικον» ή
«άνισον» τής καπιταλιστικής κατανομής τού προϊόντος, το οποίο «είναι να
επιδιορθωθεί» από την «σοσιαλιστική δικαιοκρατία».
Όμως τοιουτοτρόπως είναι σαν
να «πέρασε από κάτω» το κρίσιμο όπως αποδείχτηκε ζήτημα τής θεματοποίησης τής
έννοιας τής κατανομής στο «επίπεδο» τής κατανομής των μέσων παραγωγής.
Θεωρώ ότι αυτή η ελλιπής
μαρξική και έπειτα μαρξιστική θεματοποίηση-ως-προβληματοποίηση τής έννοιας τής
«κατανομής», δεν ήταν τυχαία, με την έννοια ότι εξέφραζε όχι μόνον την
[παροδική] μονομέρεια μιας ιδεολογικής και πολιτικής επιλογής που είχε να κάνει
με την άμεση και επείγουσα αντιμετώπιση τού «σοσιαλιστικού/λαϊκοσοσιαλιστικού
δικαιοκεντρισμού», αλλά [εξέφραζε] κυρίως την ίδια την ιστορική υποχώρηση, ως
και υποταγή, τού μαρξισμού, από πολύ νωρίς, στον υπόρρητο [και εξίσου
επικίνδυνο όπως αποδείχτηκε] «δικαιοκεντρισμό» μιας ιδεολογικής κριτικής περί
«άδικης» «καπιταλιστικής κατανομής» των μέσων παραγωγής, άρα συνεπαγωγικά και
σε μια ηθικολογική ουτοπία περί μιας «δίκαιης» «κατανομής» των μέσων παραγωγής
στον «σοσιαλισμό» ή «πρώιμο κομμουνισμό».
---
Γ.
Αδιέξοδα τής Δικαιοκρατίας και τής ηθικολογίας της.
Όλη η ιδεολογική/πολιτική και
κινηματική φιλολογία-και-παραφιλολογία περί των μορφών
ιδιοκτησίας/κυριότητας/νομής στον καπιταλισμό και στον διάδοχο αυτού
«σοσιαλισμό» ή «πρώιμο κομμουνισμό», πέραν των ορθολογικών-εμπειρικών
χρησιμοτήτων και χρήσεών της, εκτός όμως των πλαισίων μιας πραγματικής
διαλεκτικής, αυτό φανέρωνε και αυτό φανερώνει:
Μια απέραντη μεθοδολογική και
αναλυτική σύγχυση απορρέουσα όχι τόσο από τον πλούτο τής συζήτησης και τής
επαναστατικής-διαλεκτικής έρευνας, αλλά από τις υπόρρητες
μεταφυσικές-οντολογικές «δικαιοκρατικές» «Αρχές» τής ίδιας τής μαρξιστικής αλλά
και τής μη-μαρξιστικής ριζοσπαστικής θεωρίας για την ιδιοκτησία/κατανομή των
μέσων παραγωγής.
Το [ορθολογικό αλλά] σόφισμα
περί διαφοροποιητικής διάκρισης «νομικής μορφής» και «πραγματικής νομής» είναι
χαρακτηριστικό αυτής τής απόλυτης σύγχυσης, εφόσον τελεί ως σόφισμα αυτό
ακριβώς που τελούν όλα τα σοφίσματα, δηλαδή μιαν απώθηση και μετάθεση τού
πραγματικού διαλεκτικού ερωτήματος, στην συγκεκριμένη περίπτωση [τελεί] την
«δικαιοκρατική» απώθηση και μετάθεση τού ερωτήματος περί τής «δομικής θέσης»
των σχέσεων ιδιοκτησίας και κατανομής/νομής των μέσων παραγωγής στο όλο σύστημα
θεμελίου/δομής<>θεμελιωμένου/υπερδομής ή αρχαιομαρξιστικά
βάσης-εποικοδομήματος.
---
Ωραία διέκριναν οι θεωρητικοί
μαρξιστές την κυριότητα ή την τυπική κυριότητα και ιδιοκτησία από την
πραγματική νομή κ.λπ [μεταφέρω βάρβαρα, και πρόχειρα], αλλά το θέμα, το κυρίως
αναλυτικό και διαλεκτικό θέμα, επί του οποίου ασχημονούσαν και ασχημονούν οι
μεταφυσικοί τής σεκταριστικής γραφειοκρατικής «κομμουνιστικής» ή αριστερίστικης
«δικαιοκρατίας» ή οι αντίστοιχοι μεταφυσικοί τής σοσιαλρεφορμιστικής
«δικαιοκρατίας», είναι ακριβώς το θέμα τού τρόπου τής «ένταξης» τής έννοιας των
σχέσεων ιδιοκτησίας-και-κατανομής των μέσων παραγωγής στην «αρχιτεκτονική» τής
έννοιας των παραγωγικών σχέσεων και στην πολλαπλά προσδιορισμένη έννοια τής
παραγωγής εν γένει.
Το θέμα ωστόσο δεν
περιορίζεται εκεί.
Η Βίβλος, ή το Κοράνι τού
μαρξισμού είναι το αναπόφευκτα ανολοκλήρωτο «Κεφάλαιο» τού Μαρξ.
Η έννοια, ή μάλλον οι έννοιες
τού «Κεφαλαίου» σε αυτό το έργο που έπειτα έγιναν «τσιμέντο» στο μυαλό όλων των
μαρξιστών και των μαρξολόγων αριστεριστών, κατά την ταπεινή γνώμη μας [την
οποία ελπίζουμε στην διάρκεια μιας εκατονταετούς ζωής να την αποδείξουμε]
στηρίζονται σε μιαν έμμεση μεθοδολογική-εννοιολογική «αποβολή» τού προβλήματος
τής «κατανομής των μέσων παραγωγής» ως προβλήματος που αναδεικνύει μια πτυχή
τής ίδιας τής ούτως ειπείν «εσωτερικότερης» «δομής» τού καπιταλιστικού
προσδιορισμού.
Η «αποβολή» αυτή ωστόσο δεν
σημαίνει ότι οι σχέσεις ιδιοκτησίας/κατανομής θεωρούνται ως εντασσόμενες
[εννοιολογικά και οντικά/οντολογικά] στο «εποικοδόμημα» όπως το εννοεί ως
προφάνεια ο μαρξισμός.
Η διαίρεση
«βάση-εποικοδόμημα» [θεμέλιο-θεμελιωμένο κ.λπ] λειτουργεί μυστικιστικά σε όλο
το μαρξικό σύστημα, για αυτό και οι νεομαρξιστές που δηλώνουν ότι την
υπερβαίνουν στην πραγματικότητα την αναπαράγουν αλλιώς, όπως και ο ίδιος ο
Μαρξ, σε όλο το σχήμα των οντολογικοποιημένων εννοιών τους.
Και ο περίφημος «πολλαπλός
καθορισμός» που χρησιμοποιείται σε ένα υποτιθέμενο ανοιχτότερο εννοιολογικό
πλαίσιο ενός ευρύτερου εννοιολογικού προσδιορισμού τής «παραγωγής», τής
«καπιταλιστικής παραγωγής» κ.ο.κ, είναι πάντα ιεραρχικός, ανάλογα με τις
ανάγκες τής φράξιας, τής σέκτας ή της μαρξιστικής θεωρητικής σχολής που τελεί
την ιεράρχηση.
---
Πρόκειται για μια όμορφη
μεσαιωνική ιδεολογική αύρα, την οποία «μοιράζονται» όμως οι εκάστοτε μαρξιστές
με όλες τις άλλες αστικές ή αντι-αστικές ομάδες ιεραρχικής ερμηνείας τού
κόσμου.
Είναι διασκεδαστικό μερικές
φορές, αλλά συνήθως είναι απογοητευτικό και κουραστικό να βλέπεις με πόσες
ψευδαναλυτικές περικοκλάδες και ερμηνευτικές λαθροχειρίες φτιάχνει ο «καθένας»
τη σέκτα του, η οποία ενίοτε μπορεί και να καταλάβει την εξουσία, δεν θα έλεγα
προς όφελος πάντα ημών των «αδαών».
Που βρίσκονται λοιπόν οι
σχέσεις ιδιοκτησίας/νομής/κατανομής των μέσων παραγωγής, στο «σώμα» των
μαρξικών εννοιών για την παραγωγή και τις παραγωγικές σχέσεις;
Δεν είναι στο
«καταφανές-εμφανές» «εποικοδόμημα» [υπερδομή], και μάλιστα μετά το σόφισμα να
εξοριστεί σε αυτό το «εποικοδόμημα» η «νομική μορφή» τους, «τούτη» είναι μεν το
«εξωτερικό μορφικό» στοιχείο τους αλλά όχι οι «ίδιες».
Δεν θα τους ακολουθήσω προς το
παρόν στον στρουκτουράδικο όλεθρό τους, αλλά οφείλω να το πω αυτό.
Δεν θα
όριζαν ποτέ έτσι τα πράγματα.
Ωστόσο, αυτές οι σχέσεις
νομής/κατανομής ως η «ουσία» των σχέσεων ιδιοκτησίας/κατοχής των μέσων
παραγωγής, που ανήκουν αν όχι στο «θεμέλιο»; [ή «βάση»;] [δηλαδή στις σχέσεις
παραγωγής].
Εκεί «ανήκουν», εκεί
«εντάσσονται», μετά από την στουκτουρο-κάθαρσή τους.
Ως τι ανήκουν;
---
Θα το θέσω το ερώτημα εμμενώς
προς την μαρξική και μαρξιστική μεταφυσική/οντολογία, με έναν τρόπο όμως που
δεν θα το έθετε η «ίδια».
Μην παρεξηγείτε τον
χιουμοριστικό ή σατιρικό τρόπο μου, διότι δεν δύναμαι να αντιμετωπίσω τα
ιεραρχικά νοηματικά οικοδομήματα, όπως τις μαρξικές/μαρξιστικές/μαρξολογικές
ιεραρχικο-νοηματικές σακαράκες, παρά μόνον με τον τρόπο που τους αξίζει, ως σακαράκες
που πρέπει κάποτε να τις βλέπουμε κι αυτές σαν σκιάχτρα, μπας και πάψουμε να
βλέπουμε τα πράγματα, ακόμα και δια αυτών, ως έχοντα «δομή» και «ουσία».
Που ανήκουν λοιπόν οι σχέσεις
κατανομής/ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής;
Στο θεμέλιο τού θεμέλιου;
δηλαδή στην «βάση» τής «βάσης»; ή στο θεμελιωμένο τού θεμέλιου το «οποίο»
ωστόσο παραμένει μέρος τού θεμελίου; δηλαδή στο «εποικοδόμημα» τής «βάσης» το
«οποίο» παραμένει ωστόσο «βάση»;
Νομίζω, λοιπόν, ότι οι
«σχέσεις κατανομής των μέσων παραγωγής» «εξορίζονται» από τον Μαρξ και όλους
τους μαρξιστές/μαρξολόγους από την καθαυτή και λαμπρή «θεμελιακή θεμελιακότητα»
τής «πολλαπλότητας των καθορισμών» τού Κεφαλαίου, των καπιταλιστικών
παραγωγικών σχέσεων κ.λπ, άρα και τής [πολλαπλά προσδιορισμένης] έννοιάς τους,
χωρίς ωστόσο να παύουν να αποτελούν μέρος ενός υπόρρητου «δευτερογενούς»
συστήματος θεμελιακών «πολλαπλών καθορισμών», ενόσω οι όροι τής «ανταλλαγής» και τής «κατανάλωσης»
[δαπάνης] ενσωματώνονται στην καθαυτή και λαμπρή «θεμελιακή θεμελιακότητα» [των
υπορρήτως νοουμένων ως θεμελιακότερων/πρωτογενών «πολλαπλών καθορισμών», άρα
και νοητικών προσδιορισμών κ.λπ].
Αυτή η νοηματική/οντολογική
ιεράρχηση έχει συνέπειες στην ίδια την εννοιολόγηση τού Κεφαλαίου.
Κάθε εξορία μιας
έννοιας/κατάστασης από την οριζόμενη [υπορρήτως] ως
«θεμελιακότερη» έννοια/κατάσταση, δεν σημαίνει μόνον υποτίμησή της, αλλά
ταυτόχρονα και ιδεολογική υπερτίμησή της, άρα «ελευθέρωσή» της από τον κριτικό
επαναστατικό έλεγχο.
Και τότε ήρθαν οι
«σοσιαλιστές» και οι «Δίκαιοι».
Και τότε τελείωσαν όλα προτού αρχίσουν.
--
Δ.
Διεργασίες
Ανάδυσης.
Όταν δημιουργείται
νοητικό-ή-«υλικό»/κοινωνικό σύστημα η δημιουργία τού «θεμελιωνόμενου» εντός
αυτού τού [νέου] συστήματος υπάρχει «προτού» υπάρξει δημιουργία τού «θεμελιώνοντος» εντός αυτού τού [νέου]
συστήματος.
Η πράξη τού δημιουργικού
καθορισμού ενός συστήματος είναι «ως τα τώρα» μια ιεραρχική πράξη, κατά την
οποία «αυτό» που στην πραγματικότητα δημιουργείται ως «νέο σύστημα» δεν είναι
το «θεμελιώνον» του αλλά το «θεμελιωνόμενό» του.
Η δημιουργική πράξη
δημιουργίας νέου συστήματος, «ως τα τώρα» σημαίνει καθορισμό στο «τι» και
«ποιο» θα είναι το δημιουργούμενο στοιχείο του.
Είναι ωσάν το ουσιαστικό δημιουργόν στοιχείο να
είναι αυτό που παράγεται ως το δημιουργούμενο.
Όμως, κι έτσι ακόμα, αυτό που
υπάρχει «προτού» εκκινήσει η δημιουργική διεργασία τού νέου συστήματος είναι
ακριβώς αυτό: ένα «προτού» τής διεργασίας αυτής.
Αυτό που φαίνεται να είναι το
«προτού» ως η δημιουργία που «φέρνει», ενός νέου συστήματος θεμελίωσης ως σύστημα «θεμελιώνοντος-θεμελιωνόμενου» [όπου παράγεται
κυρίως το θεμελιωνόμενο ως το ουσιαστικά θεμελιώνον], υπάρχει άρα πριν τη
δημιουργική πράξη δημιουργίας τού νέου συστήματος.
Πρόκειται για ένα
υπερβατολογικό μακρο-υποκείμενο ή μεγα-υποκείμενο;
Μια τέτοια σκέψη θεωρείται
πλέον, ορθώς, φιλοσοφικά και επιστημολογικά τερατώδης.
Οι διεργασίες που προηγούνται
ενός νέου «καθολικού συστήματος» και σημαίνουν ένα είδος προ-εργασίας ή
προ-δημιουργίας ανάδυσής του, είναι ασύνειδες, απρόσωπες, σε μεγάλο βαθμό
τυχαίες και συγκυριακές-συμπτωματικές, και κυρίως υλικές-κοινωνικές. Και όπως είδαμε αυτό που
κυοφορείται, γεννάται, άρα αυτό που ουσιαστικά
θα δημιουργεί και θα θεμελιώνει στο νέο σύστημα, είναι αυτό που παρουσιάζεται
ως το θεμελιωνόμενο.
Έτσι λόγου χάριν, δεν είναι ο
καπιταλισμός [το Κεφάλαιο] η «ουσία» τού συστήματος τής μισθωτής
εργασίας-σκλαβιάς, αλλά το σύστημα τής μισθωτής εργασίας-σκλαβιάς η «ουσία» τού
καπιταλισμού [Κεφαλαίου].
Δεν ξέρω εμείς που κομπάζουμε
ή κομπάζαμε ότι είμαστε κομμουνιστές, ποια φανταζόμαστε ή θεωρούμε ότι θα είναι
η «ουσία» τού κομμουνισμού, διότι αν κρίνω από τα προηγούμενα συστήματα σχεδόν
πάντα η ιεραρχική πρακτική τής δημιουργίας τους ως νέων παρουσίαζε το
θεμελιώνον-ενεργητικό στοιχείο του ως την «ουσία», ενώ όπως είδαμε ισχύει το
αντίθετο.
Ελπίζω να μην θεωρούμε ότι
μπορεί να έχουμε και την «θεία χάρη», και δεν κινδυνεύουμε από τέτοια
«αμαρτωλά» πράγματα όπως το να διαμεσολαβούμε διανοητικά/πρακτικά τα «πράγματα»
με «αντιστροφές» όπως αυτή που περιγράψαμε.
Δεν γίνονται τέτοια πράγματα
από τους σοφούς «γνώστες» τής «νομοτέλειας» και προσφάτως των «λιβιδικών
επιθυμιών» των ανθρώπων.
----
Αν απλά «αντιστρέψουμε» την
κυρίαρχη «αντιστροφή», και θέσουμε «αυτό» που η κυρίαρχη ιδεολογία/πολιτική
«έθεσε» στην «θέση» τού δημιουργούμενου στην «θέση» τού δημιουργούντος, θα
έχουμε πράξει μια ετεροκαθορισμένη ιδεολογική και πολιτική πράξη.
Η αλήθεια δεν «βρίσκεται»
«εκεί» που είναι η κυρίαρχη ιδεολογία/πρακτική που «αντιστρέφει» τα πράγματα,
ούτε σε μια ετεροκαθορισμένη «ανα-αντιστροφή» τής κυρίαρχης «αντιστροφής».
Η αλήθεια «βρίσκεται» εκεί
που «βρίσκεται» η αλήθεια, θεωρώντας πάντα αυτονόητη και την πληθυντική της πτύχωση, δηλαδή τις «αλήθειες».
---
Ε.
Το πρόβλημα τού αντιστροφικού ετεροκαθορισμού.
Θεωρώ
ότι «ως τα τώρα» η αντίσταση στις
κυρίαρχες πρακτικές κοινωνικής και διανοητικής θεμελίωσης, όπως τούτες νοούνται ως εννοιολογικά-και-«υλικά»
έμπρακτες κοινωνικές/διανοητικές πρακτικές δόμησης τής σχέσης
«θεμελιώνοντος-και-θεμελιωνόμενου», ήταν
μια αντίσταση ετεροκαθορισμένη.
Ο ετεροκαθορισμός είναι
πολλές φορές μια στρατηγικά αδιέξοδη μεν αλλά ωστόσο τίμια μονομερής
«πολεμολογική» πρακτική, όταν λόγου χάριν η εκάστοτε κυριαρχία στην συνολική
κοινωνία ή [ακόμα «χειρότερα»] σε υπο-ομάδες της δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί
άμεσα με μιαν ολική άρση της.
Δεν μπορούμε να κρίνουμε τον
εκάστοτε ετεροκαθορισμό δρώντων συλλογικών [ταξικών, εθνοτικών κ.λπ] και
ατομικών υποκειμένων, σαν να είμαστε «εμείς», οι όποιοι «εμείς», φορείς ενός
τέλειου, πλήρους, ήδη ολικού αυτοκαθορισμού.
Ειδικά
οι αδύναμες και σε διωγμό ομάδες και τα απομονωμένα και σε διωγμό άτομα που
είναι υπό την κυριαρχία αυταρχικών και ολοκληρωτικών κοινωνικών και ιδεολογικών
συστημάτων ή [ακόμα «χειρότερα»] υπο-συστημάτων, τα οποία «αντιστρέφουν» αλλοιώνοντας ψευτίζοντας την ζωή τους και την ζωή
γενικά, δεν μπορούν εύκολα να
ξεκινήσουν έναν πόλεμο αντίστασης απέναντι σε αυτά τα συστήματα/υπο-συστήματα
αν δεν πράξουν μιαν «αντιστροφή», στην συγκεκριμένη περίπτωση μιαν «αντιστροφή»
τής κυρίαρχης «αντιστροφής».
Όταν λόγου χάριν σε ένα
ριζοσπαστικό κίνημα [το οποίο ως «κίνημα αντίστασης» είναι ένα αυτονομημένο
υπο-σύστημα] υπερισχύει κυριαρχικά, άρα δια «αντιστροφών», ο αντισημιτισμός
καλυμμένος ως «αντισιωνισμός», ή υπερισχύει κυριαρχικά [και] ο
«αντιιμπεριαλισμός» που δικαιολογεί τον «αδύναμο» ή τον ξένο ιμπεριαλισμό [λ.χ
χάριν τον τούρκικο ιμπεριαλισμό, ή τον σιχαμερό μικρο-ιμπεριαλισμό των
«ισλαμο»φονταμενταλιστών], τότε ο δρόμος τής ιδεολογικής και πολιτικής
αντίστασης στην κυρίαρχη [σεκταριστική] «γραμμή» αυτού τού κινήματος [που είναι
μια «αντιστροφή» τής αστικής «αντιστροφής» τής πραγματικότητας] είναι να
μιλήσεις την ανάποδη γλώσσα:
«Ο σιωνισμός μπορεί να είναι
καλύτερος από την Χαμάς και την Φατάχ, υπήρξε για να υπάρξει άμυνα και
αποκατάσταση τού εβραϊκού λαού και όχι μόνον για να εκφράσει τα αποικιοκρατικά
σχέδια μιας μερίδας τής εβραϊκής αστικής τάξης τής διασποράς» κ.λπ
Υπάρχει ετεροκαθορισμός
«εδώ».
Υπάρχει «εδώ» μια
«αντιστροφή» μιας άλλης [αριστερίστικης] «αντιστροφής» που κι αυτή «απάντησε»
σε μιαν άλλη [αστική] «αντιστροφή». Το
παιχνίδι με τους καθρέφτες και τις ετεροκαθοριζόμενες αλήθειες. Δεν
το παίξαμε μόνο εμείς. Κάποιοι πρέπει να κοιτάξουν
βαθιά μέσα στον σπασμένο φιλο-αραβικό φιλο-φονταμενταλιστικό φιλο-τουρκικό και
αντισιωνιστικό καθρέφτη τους, προτού μας κρίνουν.
Και επιπλέον πρέπει να μας πούνε γιατί δεν είπανε Τίποτα για την γενοκτονία
των Γεζίντι, γιατί αρνούνται στον κουρδικό λαό το δικαίωμα τής αυτονομίας και
αυτοδιάθεσης, γιατί δικαιολογούν τον τούρκικο ιμπεριαλισμό και τον εξομοιώνουν
ευμενώς με άλλα αστικά καθεστώτα που δεν απειλούν πληθυσμούς κ.λπ.
Πρέπει
κάποιοι να νιώσουν δια μέσω αυτού τού ετεροκαθορισμού την ενοχή τους, την ηθική
και ιδεολογική απαξία τους.
-------------------------
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου