Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Υπεράσπιση τής φιλοσοφίας ως γλωσσικής ταυτότητας-και-επανάληψης στο πεπερασμένο.

 

 
Υπεράσπιση τής Φιλοσοφίας. 


Η φιλοσοφική εμπειρία της φανταζόμενης ή νομιζόμενης ως όρασης του αιώνιου δεν είναι απομακρυσμένη από την αποδόμηση της υφιστάμενης διάταξης των πραγμάτων, των γνωμών και των δοξασιών περί αυτών και την νοητική ή υλική καταστροφή των θεσμών που τα κατοχυρώνουν, αλλά δεν αφορά τόσο αυτή την εργασία που απασχολεί τη κοινωνική πράξη, όσο την πειθαρχία σε ένα ά-τοπο έλλογο πλήρωμα της ζωής, θεμελιωμένο στην αποκομμένη από το «συγκεκριμένο» βίωση και σκέψη, το οποίο εμφανίζεται και αναπνέει μόνο υπό το καθεστώς της αρνητικής φιλοσοφικής ελευθερίας.
 
---- 
 
Η φιλοσοφία ομοιάζει και «συνδέεται» με την (θετική) επιστήμη, αλλά δεν είναι (θετική) επιστήμη.
Το αντικείμενό της κείται πάντα στον τόπο τού ά-τοπου, στον τόπο τής ουτοπίας μιας καθολικής λογικής γνώσης, ακόμα και όταν επιστρατεύει εντός της όλα τα αυτοελεγκτικά όρια ως προς αυτόν τον εσωτερικό σκοπό της.
 
----
 
 
Οι ιερές πράξεις των πιστών που αλληλοσπαράσσονται στο ιστορικό σφαγείο είναι αντικείμενο περιφρόνησης από τη σκοπιά του φιλοσοφικού αιώνιου, αν και ως πράξεις εξαίρεσης και καταστροφής δεν μπορούν μερικές φορές να υπάρξουν χωρίς την «υφαρπαγή» μιας εικόνας του. 
Η απειλή και το δώρο του ιερού, η περίφημη υποτιθέμενη αμφισημία του, η ενότητα που εγκαθιδρύει ανάμεσα στη μανία και την έλλογη τάξη, προετοιμάζοντας τον τόπο της Λογικής, δεν μπορεί να αναιρέσει ωστόσο την αποδέσμευση του αιώνιου της από τον πυθμένα του αβυσσαλέου που κρατάει δεμένο τον κάθε ιεροπράκτη στο μαγνητικό του πεδίο. 
Το αιώνιο ανήκει στο έλλογο ά-τοπο της Φιλοσοφίας, και αν δωρίζει ξανά αυτό που αναίρεσε στους πιστούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ακόμα και ο ίδιος ο υποκειμενικός φορέας της, δεν επιστρέφει ποτέ εκεί. 
Το φιλοσοφικό «αιώνιο» είναι η ειρήνη τής ελεύθερης από ιερότητα έλλογης σκέψης που δεν χρωστά τίποτα στον οποιοδήποτε αβυσσαλέο πατέρα της. 
Γι αυτό η βεβήλωση που διενεργεί είναι μια σκληρή βεβήλωση τόσο του ιερού πυρήνα όσο και του βέβηλου παρακολουθήματός του.  
Δεν υπάρχει ιερό και βέβηλο που δεν θα βεβηλωθεί από τον ορθό Λόγο τής φιλοσοφίας, ακόμα κι αν αυτό κυλάει στους δρόμους μιας «αναγκαίας» ιδεολογικής πολιτικής εξαχρείωσης που είναι συνώνυμη ακόμα και με την στρατηγικά (πιο) ενάρετη πολιτική. 
Ο Φιλόσοφος δεν θα υποταχθεί στον πολιτικό, και όχι μόνο στον ιερέα ή τον πολιτικό ως ιερέα. 
Ο Φιλόσοφος δεν θα υποταχθεί στην πολιτική ως ιερή πράξη. 
Θα αναδύει την πολιτική, πάντα, ως έλλογη πολιτική, και μόνον.
 
----
 
Η υποκειμενική «ανακλητική δύναμη» επί των πραγμάτων δεν μπορεί να απελευθερωθεί πλέον με την μεσολάβηση των «ιδεών» και των «αξιών», ειδικά αυτών που αυτοκαθορίζονται σήμερα μετωνυμικά ως «μη ιδέες» ή «μη αξίες», και γι' αυτό αποτελούν τον σκληρότερο πυρήνα αυτής της μεσολαβητικής διεργασίας. 
Τα πράγματα δεν είναι αινιγματικά ή απόκρυφα παρά μόνον για τον Λόγο εκείνης της ανάκλησης που εκκινεί ακόμα από τις «ιδέες» και τις «αξίες» και φλυαρεί συνέχεια για τα «νοήματα». 
Ο Κόσμος κλεισμένος πλέον στο συντελεσμένο νόημα του Κόσμου ως «νοήματος», μπορεί να ανακαλυφθεί ως έλλογος και όχι μόνον νοηματοδοτημένος Κόσμος, ξανά, με την έλλογη απελευθέρωση των πραγμάτων από τους φλύαρους λόγους για το λογικό Είναι αλλά και από τους φλύαρους λόγους για την σιωπή ως πρόσβαση στο Είναι.
Η «νοηματικής» φύσεως συμβολική που αναδύθηκε ως μια αλλοτριωμένη ιδιότητα ενός εξορθολογισμένου και αφαιρετικά κοινωνικοποιημένου κόσμου, δεν μπορεί να αναιρεθεί με την αναβίωση της συμβολικής συστολής (ακόμα κι αν επιστρατευτεί παράλληλα ένα είδος εξισορρόπησης της στηριγμένης στις σημασιακές στρατηγικές).  
Τα πράγματα είναι φορτισμένα όπως πάντα με λογική και κατασκευαστική δύναμη, και μπορούν να ενεργοποιηθούν-ανακληθούν με την πειθάρχηση της σκέψης (για αυτά) στα σχήματα μιας νέας έλλογης σκέψης. 
 
 

Επανάληψη και Σημείο.
 
Επαναλαμβάνεται το «Ίδιο», ως «καθαρό» γλωσσικό σημείο; ή ως ον-Είναι; ή ως «σημείο-ον»;   
 
Αρχικά πρέπει να δούμε ότι ανοίγεται μπροστά μας ένας διχαλωτός δρόμος, και δεν έχει σημασία να παραμείνουμε στο σταυροδρόμι ή λίγο πριν το σταυροδρόμι, νομίζοντας ότι αυτό είναι δα και κάτι σημαντικό. 
Πρέπει να επιλέγουμε τον δρόμο, ακόμα κι αν είναι αναδρομικά καθορισμένο ότι θα επιλέγαμε τον ένα ή τον άλλον δρόμο. 
 
Ας το αναδιατυπώσουμε ολοκληρωμένα:  
Επαναλαμβάνεται στην κοινωνική πράξη «ένα» σημείο-ον; ή μήπως άλλο είναι το [γλωσσικό] «σημείο» και άλλο το «ον»; άρα και επαναλαμβάνονται «ξεχωριστά»; 
 
Νομίζω πως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το γλωσσικό σημείο από το ον, άρα δεν μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε και κατά την «επανάληψή» τους.
  
Το σημείο-ον επαναλαμβάνεται, άρα το σημείο-ον είναι πάντα το ίδιο σε όλη την διάρκεια της κίνησής του, και αυτό που μένει να δούμε είναι αν είναι ένα άλλο αλλά ίδιο «σημείο-ον» ή το ίδιο απαράλλακτο.  
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχτούμε μιαν απόλυτα ταυτοτική επανάληψη, ως έχουσα έστω οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε στο ενιαίο ον: «σημείο-ον», ποιός είναι ο επαναληπτικός και ποιός ο διαφοροποιητικός συντελεστής.
 
Εσωτερικότητα και εξωτερικότητα.
Όπως γνωρίζουμε, σε κανένα υποκειμενικό ον δεν μπορεί να υπάρξει ένας καθαρά εσωτερικός προσδιορισμός.
Ο αυτοκαθορισμός του υποκειμενικού όντος, του υποκειμενικού όντος ως σημειακής-γλωσσικής «καθολικότητας» και του υποκειμενικού όντος ως σημειακής-γλωσσικής «ενικότητας», περιέχει πάντα μια συσχέτιση σημειακής-γλωσσικής «εσωτερικότητας»-και-«εξωτερικότητας», με πρώτη πρώτη αυτήν που μιλήσαμε.  
Η συσχέτιση της σημειακής-γλωσσικής «εσωτερικότητας» με την σημειακή-γλωσσική «εξωτερικότητα» έχει ως έναρξή της την ίδρυση της διάκρισης σημειακής-γλωσσικής «καθολικότητας» και σημειακής-γλωσσικής «ενικότητας». 
Εδώ όμως ανακύπτει αμέσως το εξής ερώτημα σε μιαν ευρύτερη τής γλωσσικής μορφής, ίσως αόριστη, έποψη των πραγμάτων τής σκέψης: είναι το γένος «καθολικότητα» και το γένος «ενικότητα» ορισμένα με σαφήνεια στον έναν ή τον άλλον πόλο; 
Είναι λόγου χάριν η «καθολικότητα» «εσωτερικότητα» και η «ενικότητα» «εξωτερικότητα»; ή το αντίστροφο; ή μήπως αυτοί οι προσδιορισμοί περιέχουν και οι δύο την εσωτερικότητά τους και την εξωτερικότητά τους;
Αρχικά θα μπορούσαμε να πούμε πως η ίδια η ύπαρξη «καθολικότητας» και «ενικότητας» παράγουν και εξωτερικότητα και εσωτερικότητα. 
Όχι με την έννοια πως η κάθε «ενικότητα» είναι μια εξωτερικότητα προς την (κάθε;) «καθολικότητα» [και το αντίστροφο], πράγμα προφανές αλλά και κοινότοπα διαλεκτικό εφόσον θα σήμαινε και το άλλο, πως δηλαδή κάθε «ενικότητα»  είναι ως εσωτερικότητα εξωτερικότητα προς την «καθολικότητα», και το αντίστροφο: πως κάθε «καθολικότητα» είναι ως εσωτερικότητα εξωτερικότητα προς την «ενικότητα».
Επίσης ας μην γελαστούμε με την αναβάπτιση της εσωτερικότητας σε εξωτερικότητα, για να οικειοποιηθεί η «αγία» ουσία της εσωτερικότητας (στην πραγματικότητα, οι ιερείς της) την δροσιά της εξωτερικότητας, όπως κάνουν σε εντελώς διαφορετικό λατρευτικό πλαίσιο οι νιτσεϊκοί και οι μαρξιστές, που από κοινού λατρεύουν την εξωτερικότητα ως εσωτερικότητα, μια εσωτερικότητα δε που αρνούνται με κατάρες πως είναι εσωτερικότητα. 
Οι μεταμορφώσεις φτώχειας μιας μεταφυσικής που εξετάζει την σχέση καθολικότητας και ενικότητας σαν να ήταν η ενικότητα το κάθε «ατομικό» (με τις ιδιοτροπίες του και την αστική του στενοκεφαλιά), ή σαν να ήταν καθολικότητα το κάθε «γενικό», δεν μπορούν να κρύψουν τον εαυτό τους όταν χαθείς στους ταυτολογικούς λαβυρίνθους τους, και οδηγούν πάλι στην καταφυγή μας στην γλωσσικότητα, για να ξεφύγουμε πάλι από τις άγονες αναζητήσεις των οντολόγων.  

Αυτό που μας ενδιαφέρει να αναζητήσουμε δια τής [νεώτερης] «γλωσσολογικής ματιάς» τής φιλοσοφίας είναι η ύπαρξη του ενικού ως γένους. 
Ακούγεται παράδοξο αλλά δεν είναι, με την τετριμμένη έννοια του παραδόξου: 
Πως είναι δυνατόν το γλωσσικά ενικό να είναι γλωσσικά καθολικό; 
Κρατάμε αυτή την απορία για να επανέλθουμε στο ζήτημα της ουσίας της επαναληπτικότητας, το ζήτημα των συντελεστών της διαφοροποίησης, αλλά και της διατήρησης «κάποιου» ίδιου, αφού δεν είναι δυνατή η όποια έννοια επανάληψης αν δεν υπάρχει ακέραιο και ένα ίδιο. 
Η παρέκβασή μας είχε την έννοια μιας ουσιώδους στάσης σε ένα θέμα που με την ίδια την απορητικότητά του καθορίζει το κεντρικό θέμα.
Έχουμε αποφασίσει, ήδη από την τοποθέτηση των ερωτημάτων, πως μας αφορά η δεύτερη ερώτηση. 
Αυτό που μένει είναι να επιλέξουμε μία από τις δύο υπο-εκδοχές της. Είναι δηλαδή το σημείο που επαναλαμβάνεται 1) «καθαρό» σημείο ή 2)«σημείο-ον». Επιλέγουμε το 2ο. 
Δεν χρειάζεται να σπαζοκεφαλιάζει κανείς με τις έννοιες αυτές. 
Το σημείο-ον που «προτιμάμε» περιέχει τον «κλασικό» γνωσιο-οντολογικό αυτο-προσδιορισμό όπως επιβιώνει  όμως σε μια οποιαδήποτε γλωσσοκεντρική νεωτερική φιλοσοφία τής γλώσσας. 
Η επανάληψη είναι γλωσσική, άρα και νοητική, επανάληψη «υλικών» και «γλωσσικο-γνωσιακών» όρων.
Αν ενώσει κανείς τον σημειακό με τον οντολογικό προσδιορισμό, πέρα από την ενότητα που φυσικά αναγγέλλει, προχωρά σε έναν διαχωρισμό. Γιατί, είναι προφανές πως όταν παρουσιάζεις δύο όρους ως ενωμένους πρώτα έχεις προβεί στον διαχωρισμό τους. 
Έτσι λοιπόν χωρίς να υποστηρίζουμε πως το γλωσσικο-γνωσιακό στοιχείο είναι κάτι το κυρίαρχο ή αυτάρκες με το να του δίνουμε μια σταθερότητα ως πόλο του «σημείου-όντος» το αναγνωρίζουμε ως ένα οντολογικό στοιχείο. Θα ήταν λοιπόν καλύτερο να λέγαμε αντί «σημείο-όν» το «σημείο/ον-ον». 
Δεν είναι ωστόσο απαραίτητο να σταθούμε άλλο στην σημειολογία της σημειακότητας, αλλά να ξανατονίσουμε την σημασία της γλωσσικής δομής ως θεμελιακής οντολογικής πραγματικότητας τού ανθρώπινου. 
Η γλωσσική δομή έχει την ίδια «ποσότητα» ύπαρξης όσο και ο λεγόμενος «υλικός κόσμος» τού ανθρώπου, για την ακρίβεια είναι μέρος αυτού του «υλικού κόσμου», αν και με αυτό τον τρόπο προκαλεί σε αυτόν μια εννοιολογική αστάθεια ως «υλικού». 
Ο ανθρώπινος κόσμος λοιπόν, που είναι ένας και όχι πολλοί, είναι υλικός και σημειακός συνάμα, αν και το τελευταίο μπορεί να ενδιαφέρει μόνον έμβια όντα και κυρίως το ανθρώπινο έμβιο.
Στην καρδιά τής γλώσσας διακυβεύεται το ζήτημα τού Λόγου.
Όλοι σήμερα, ακόμα και οι ισχυρότεροι ανταγωνιστές της κοινωνικής μορφής που επικρατεί (αστισμός), συμμετέχουν μετά μανίας στην λύση των προ-αιώνιων δεσμών του Λόγου, όλοι παίρνουν μέρος στο όργιο. 
Δεν είναι του παρόντος να εκθέσω τις προσωπικές μου γνώμες περί αυτού τού οργίου. 
Δεν έχω εξάλλου ούτε τον χρόνο ούτε τις δυνάμεις να προχωρήσω σε τέτοιου είδους κριτική. 
Απλά επισημαίνω ότι η κατασπάραξη είναι τόσο γενική που κάνει αφανή την συμμετοχή μερικών όψιμων ψευδο-υπερασπιστών του Λόγου αν και αυτοί είναι το ίδιο λυσσασμένοι απο-δομητές του, αν και ακόλουθοι επίσης κάποιας γλωσσοκεντρικής φιλοσοφίας. 
Ας μείνω εκεί..Αυτό που μας απασχόλησε στο ταπεινό σημείωμα μας είναι η έννοια της επανάληψης σε σχέση με την σημειακότητα και το όριο μερικών εννοιών. 
Τώρα, συντομεύοντας ακόμα περισσότερο τα πράγματα, θα προβούμε σε λίγες, ακόμα πιο ασήμαντες, παρατηρήσεις, επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε στο απώτερο μέλλον.
Αναφέροντας την σημειακότητα ως ενωμένη με το όν, είναι προφανές πως αρνούμαστε την οποιαδήποτε έννοια μη-γνωσιακής μη-γλωσσικής επαναληπτικότητας των γεγονότων του ανθρώπινου. 
Ακόμα και οι εμμεσότερες συμβολικές απεικονίσεις του ανθρώπινου γεγονότος περιέχουν τους δεσμούς της γλωσσικής-γνωσιακής δράσης και περιέχονται μέσα σε αυτούς, και αν ακόμα υποθέσουμε πως ο άλλος πόλος της οντότητας «σημείο-ον» είναι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ενισχυμένος, τίποτε πάνω στη γη και τίποτα πάνω στον ουρανό δεν μπορεί να εκ-τοπιστεί έξω από την ταυτότητα του Λόγου, την αυτοκαθοριστικότητα τής γλώσσας. 
Ο ταυτοτικός Λόγος είναι ο Λόγος εντός και δια τής γλώσσας. Υπάρχουν οι διαφοροποιητικές δυνάμεις του ως στοιχεία της εσωτερικής του έντασης, και είναι αυτή η ένταση που κάνει δυνατή την εισδοχή της κοινωνικο-υλικής πραγματικότητας. 
Ακόμα και τότε όμως δεν ρηγματώνεται η εσωτερική του συνοχή. Αν υπάρξει ρήγμα, αυτό είναι, όπως σήμερα, δείγμα ανησυχητικών τάσεων.  
Θεωρείται συχνά πως η αποδοχή της ταυτότητας εν γένει περιέχει νομοτελειακά την στάση εκείνη που σημαίνει την επανάληψη του ίδιου ως «κρατικού» ή «εγκλειόμενου/εγκλειστικού» Ίδιου.  
Τα περιγράφω πολύ σχηματικά, όπως τους αξίζει. 
Αυτό, λένε, σημαίνει μια γενικότερα «συντηρητική» τάση που μεταφράζεται σε διάφορες κοινωνικές πρακτικές. 
Θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να δει κανείς πως αλληλοσπαράσσονται όλοι αυτοί οι θιασώτες της «μη-ταυτότητας» και να δει επίσης τις υπόγειες ταυτίσεις τους επί των κοινωνικών εθνικών ή δι-εθνικών πρακτικών. 
Δεν θα αναφέρω τους κοινούς «εξωτερικούς εχθρούς» τους για να μην ερεθίσω την αγελαία συνείδησή τους. 
Το σίγουρο είναι πως έχω δίκιο και επίσης πως και αυτοί έχουν δίκιο. 
Και εγώ λ.χ, ως υπερασπιστής της «Λογοϊκότητας» κάθε είδους, περιλαμβάνομαι σε αυτούς τους κοινούς τους «εξωτερικούς εχθρούς».
Αυτό που έχει σημασία είναι η κατανόηση, η νοητική και ηθική «υποδοχή» της γλωσσικής-σημειακής επαναληπτικής διεργασίας. 
Κατά την λογική μου λοιπόν, αυτό που μας μαθαίνει κυρίως αυτός ο κύκλος είναι την συνέχεια των δεινών και την συνέχεια των απαντήσεων μας δια της μέριμνας της έλλογης αναγκαιότητας χωρίς αυτή να τίθεται στο πλαίσιο της θετικής ή αρνητικής Πρόνοιας. 
Η αναπόφευκτη διαμέλιση της όποιας συνοχής, και το αναπόφευκτο σπάραγμα των κοινωνικο-ιστορικών δυνάμεων δεν μπορεί να γίνει ανθρώπινα κατανοητό και ριζικά υπαγόμενο στην ίδια τη ρίζα, που είναι ο άνθρωπος, αν δεν γίνει αντιληπτό πως δεν υφίσταται καμμία μα καμία σχάση εντός του Λόγου, εκτός εκείνης που δεν λέγεται και δεν τίθεται χωρίς τον τρόμο. 
Και ο τρόμος αυτός επίσης δεν έχει καμία σχέση με τον αγώνα του Μαξιμιλιανού ούτε με τις αναγκαίες πράξεις μιας απελευθερωτικής εξουσίας, που όλοι γνωρίζουμε. Ίσια ίσια αυτές οι πράξεις πάντα τον Λόγο επικαλούνταν και πάντα αυτόν θα επικαλούνται. 
Η διαλεκτική του Λόγου είναι διαλεκτική εσωτερικής έντασης της γλωσσικής και νοητικής ταυτότητας, ανα-ταυτοποιητική πρακτική ενός διαρκώς ανα-ταυτοποιούμενου και διαρκώς ανα-διαφοροποιούμενου ταυτού, και φυσικά, για να μπούμε στο ψαχνό, ούτως ή άλλως η εσωτερικά διαμεσολαβημένη σχέση της «εσωτερικότητας» με την «εξωτερικότητα» δεν μπορεί παρά να σημαίνει μια μορφή Κράτους. 
Μπορεί αυτό το Κράτος να συγκροτείται στο πιο απομακρυσμένο σημείο της σημειακής οντότητας, και να χτίζεται στα πιο ξενωμένα από την κοινωνική ζωή έγκατα της κοινωνικής ύπαρξης (πολλές φορές με μεταφυσικό «αντι-κρατισμό»), αλλά είναι Κράτος. 
Το μυστικό είναι αυτό, δεν είναι μυστικό όμως, ούτε μπορεί να διανεμηθεί ως μυστικό. 
Εκείνο που πρέπει να διαμεσολαβήσουμε στο «αφαιρετικό» επίπεδο είναι τον διττό χαρακτήρα της γενικότητας του γλωσσικού-νοητικού ενικού, του κάθε ανθρώπινου ενικού και τού ανθρώπινου ενικού ως γένους και την σχέση του πεδίου αυτού με την σχέση της εσωτερικότητας/εξωτερικότητας υπό το σταθερό πλέον οντολογικό καθεστώς του Πεπερασμένου. 
Αυτή είναι η κληρονομιά της αποτυχίας μιας πολιτικής και ηθικής στάσης που αντιμετώπισε το πεπερασμένο υπό το φως ενός αόριστου και αχανούς τελικά απείρου. 
Μπορεί αυτή η πολιτική και ηθική στάση να θεωρεί πως «απέτυχε» ακριβώς επειδή υπέκυψε στο πεπερασμένο. 
Εγώ, ταπεινός καθημερινός μισθωτός μιας επαρχίας της κυρίαρχης ζώνης του κόσμου, πιστεύω ακράδαντα πως ισχύει το εντελώς αντίθετο..
 
Ένας γενικός φιλοσοφικός κανόνας.
Ο γενικός φιλοσοφικός κανόνας της υπαγωγής των πραγμάτων σε ιδιότητες μπορεί να οδηγήσει στην ιδέα μιας εξαφάνισης της πραγμότητας ή της ύπαρξης/υπόστασής τους, και φαίνεται μερικές φορές να μην διαφέρει (ως ενέργεια) από τις ταχυδακτυλουργικές ενέργειες της θρησκείας ή του σολιψισμού, γεγονός που δεν πανικοβάλει τους φιλοσόφους, παρ΄ όλο που σπεύδουν να επιλύσουν το θέμα αυτό με την προ-νοούσα σκέψη της δημιουργίας μιας αλλογενούς πραγματικότητας-πραγμότητας, ακατανόητης βέβαια υπό το πρίσμα της απτής μορφής του οποιουδήποτε, αλλά τετριμμένου, πράγματος, αλλά και υπό το πρίσμα τής οποιασδήποτε «συνηθισμένης» έννοιας ή «συνηθισμένου» ονόματος ή κάπως εύληπτης ιδέας.  
Ίσως ήρθε η ώρα να δούμε το πράγμα ως αξεχώριστο από τις ιδιότητες του, που δεν είναι εξάλλου τόσο πεπερασμένες ώστε να μας τρομάζουν με την κατασκευή κάποιας περίκλειστης ταυτοτικότητας (του πράγματος).. 
Η απτότητα της πραγματικότητας αποτελεί την πραγματική παλιατσαρία της σκέψης, και η επαν-ανακάλυψη της αιώρησης του ανήκειν μέσα στις ρευστοποιημένους τόπους του «γλωσσικού-είναι» αποτελεί μια αληθινή έξοδο από το αδιέξοδο που σημαίνει αυτή η απτότητα.  
Η αποδοχή της κυριαρχίας της ιδιότητας, εφόσον όμως η ιδιότητα ως σύμπλεγμα ιδιοτήτων περιέχει σημαντικά πολλές εκδοχές συμπλοκής, δεν είναι απαραίτητο να σημαίνει την πρόσδεση στην κλειστή ταυτότητα, ούτε να αναπαράγει την ουσιοκρατική μεταφυσική, αλλά μπορεί να σημαίνει και να προκαθορίζει ιδεακά την δημιουργία ενός α-ταξικού πολιτισμού αληθινά ευγενικού και απομακρυσμένου από τις περίκλειστες πραγμοποιήσεις-ταυτοποιήσεις καθώς και τις αντινομικές αιωρήσεις στις «νοητικές-γλωσσικές» οντολογικοποιήσεις, που κινούνται συνήθως στους τόπους μιας εξαιρετικής κοινότητας ευγενικών ατόμων.


Μια Κωμωδία: Οι περιφερόμενες «απόλυτες αλήθειες».
Πόσο διογκωμένη είναι η πίστη κάποιου ότι γνωρίζει την αλήθεια; Όσο μεγαλώνει η απόστασή του από κάποια ψήγματα αλήθειας τόσο διογκώνεται και η πίστη του ότι όχι απλά γνωρίζει την αλήθεια αλλά ότι είναι η αλήθεια ενσαρκωμένη σε πρόσωπο.  
Αυτά τα πρόσωπα, συνήθως καθημερινοί άνθρωποι αλλά και διανοούμενοι, εκπέμπουν την μεγαλοσύνη της υπόστασής τους με κάθε τρόπο, αλλά ως ταπεινοί που είναι ανάγουν την αλήθεια τους, αυτή τη κολοβή αλήθεια, σε κάποια μεταφυσική οντότητα.  
Η πιο αστεία συνάντηση μεταξύ ανθρώπων είναι όταν συναντιόνται τέτοιου είδους «αλήθειες». 
Η έκπληξη που νιώθει η μία «αλήθεια» για την άλλη είναι αντίστοιχη των απίθανων ισχυρισμών που η ίδια φέρει εντός της ως το καμάρι της.  
 
 
 

 
Η κριτική των κεντρικών σημαινόντων.
Μια Νύχτα, μόνο, με τον Λακάν.
 
Η θεωρητική διάκριση ανάμεσα σε κεντρικά σημαίνοντα και περιφερειακά σημαίνοντα ενός σημαίνοντος δεν πρέπει να λαμβάνει τον άμεσο «αξιολογικό» και ιεραρχικό χαρακτήρα που έχει στην άμεση κοινωνική πράξη του σημαίνοντος, όπως τούτη συγκροτείται σε συνάφεια προς το άμεσο «υλικό» πεδίο του (εκάστοτε) κοινωνικού συστήματος. 
Όμως και αυτή η επιθυμία, μιας αποστασιοποίησης δηλαδή από το υπάρχον σύστημα οργάνωσης του σημαίνοντος, δεν σημαίνει με την σειρά της μιαν δεδομένη άρνηση του συγκεκριμένου συστήματος (του σημαίνοντος) όπως τούτο δομείται ιεραρχικά, αλλά ούτε και μιαν δεδομένη αποδοχή του σε ένα πλαίσιο τώρα αποστασιοποίησης που όμως παρά την υπόστασή της ως αποστασιοποίησης περιέχει μιαν κριτική αποδοχή του. 
Αυτό που μπορεί να συμβαίνει σε μιαν κριτική αποστασιοποίηση είναι ένα πλήθος από ενδεχόμενα συμβάντα αφορώντα την στάση του υποκειμένου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα προηγούμενα αλλά και ένα «αντίθετό» τους (που συνήθως παραβλέπεται και αφορά μιαν πλήρη αποδοχή): 
Μια θεωρητική αποστασιοποίηση (από την συστημική ιεράρχηση του σημαίνοντος) μπορεί να σημαίνει λοιπόν: ή α) την άρνηση του συστήματος τού σημαίνοντος ή β) την κριτική αποδοχή του ή γ) την αποδοχή του χωρίς τελική κριτική κρίση όταν μετά από την αποστασιοποίηση θεωρείται ότι το συγκεκριμένο σύστημα έχει καλώς όπως έχει (το «αντίθετο» των άλλων ενδεχομένων που αναφέραμε πριν).
Στην [γ] περίπτωση «παίζεται» αν η τελική μη κριτική αποδοχή της ιεραρχικής οργάνωσης του σημαίνοντος σημαίνει μιαν γενική έλλειψη κριτικής στάσης, εφόσον η αρχική αποστασιοποίηση μπορεί να θεωρηθεί ως μία στην-πράξη άσκηση κριτικής. Δύο στάσεις υπάρχουν απέναντι στην αποστασιοποίηση όταν αυτή περικλείεται σε μιαν «θετική» σχέση {[β][γ]} απέναντι στο δεδομένο σύστημα (του σημαίνοντος) γιατί στην περίπτωση της άρνησης {[α]} η κριτική στάση είναι φαινομενικά τουλάχιστον δεδομένη: 
Θα υπάρξουν αυτοί που θα ισχυριστούν ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν υποκριτική δραστηριότητα που έχει προκαθορίσει το αποτέλεσμά της (άρα δεν είναι κριτική, άρα δεν υπάρχει ίσως ούτε πραγματική αποστασιοποίηση), αλλά με μιαν διεργασία μετατροπής και μετασχηματισμού του συστήματος του σημαίνοντος. 
Και θα υπάρξουν και αυτοί που θα πούνε πως κάθε κριτική δραστηριότητα είναι συνήθως ή πάντα ένας κύκλος με «σκοπό» την επιβεβαίωση των αρχικών προκαθορισμένων θέσεων-αντιλήψεων-θεωρήσεων. Γιατί όμως στην τελευταία περίπτωση να υπάρξει καν ο κύκλος; 
Οι άνθρωποι αποστασιοποιούνται, όταν αποστασιοποιούνται θεωρητικά και αξιακά, γιατί επιδιώκουν ένα άλλο αποτέλεσμα από αυτό που θα έχουν ως μη αποστασιοποιούμενοι. 
Ακόμα κι αν υποθέσουμε, και δικαίως, πως υπάρχει συνήθως ένας «σκοπός» τελικής επαν-επιβεβαίωσης τής αρχικής «θετικής» τους σχέσης με το ήδη υπάρχον ιεραρχικό σύστημα του σημαίνοντος, είναι σίγουρο πως επιδιώκουν μιαν μετατροπή, άρα είναι σίγουρο πως ανοίγονται στην προπλασματική μεν αλλά θεμελιώδη δραστηριότητα τής κριτικής που ονομάσαμε αποστασιοποίηση (επέχειν). Στην πορεία μπορεί μάλιστα αυτή η επιδιωκόμενη ως παροδική εξωσυζυγική ερωτική σχέση να καταλήξει σε καταστροφή του γάμου. Τα ολοκληρωτικά συστήματα σκέψης επιδιώκουν, γνωρίζοντας αυτές τις πιθανότητες, να κόψουν στην ρίζα της την διεργασία τής αποστασιοποίησης.
Άρα έχουμε συνεπαγωγικά με τα προηγούμενα δύο τρόπους ολοκληρωτικής σκέψης (σε σχέση πάντα με τις προαναφερόμενες στάσεις):  

α.

Ο ένας τρόπος ολοκληρωτικής σκέψης, ο πιό εμφανής, είναι να προβεί «κάποιος» σε νομική θεσμική ιδεολογική άρα και πολιτειακή κατάργηση της ίδιας της δυνατότητας τής αποστασιοποίησης και της δυναμικής της, εφόσον αναγνωρίζεται η μετασχηματίζουσα δύναμη της κριτικής.

β.

Ο άλλος τρόπος ολοκληρωτικής σκέψης, ο λιγότερο εμφανής και πραγματικά ύπουλος, είναι να προκαθορίσεις, άρα να συκοφαντήσεις, κάθε αποστασιοποίηση ως περικλειόμενη-και-μόνον-περικλειόμενη στον απόλυτο κύκλο της επαν-επιβεβαίωσης (Κ.Σμιτ, Π.Κονδύλης και αριστεριστές που «έλκονται» από αυτούς). Εδώ, σε αυτή την περίπτωση ολοκληρωτικής σκέψης, με το να μην αναγνωρίζεται η ρίζα τής δημοκρατίας, δηλαδή η κοινωνική και υποκειμενική ικανότητα μέσω ενός ανοιχτού δημόσιου χώρου να υπάρχει κριτική αποστασιοποίηση και κριτική δράση καθαυτή, απογυμνώνεται ούτως η επιθυμία της κριτικής, απογυμνώνεται και καταστρέφεται στην ρίζα της η επιθυμία τής δημοκρατίας.

Οι θεωρίες-ιδέες (αυτές) περί απόλυτου κύκλου μεταξύ κριτικής και προκαθορισμένων προτύπων, μπορούν επίσης να λάβουν πιο εκλεπτυσμένες μορφές: 
Δεν κρίνεται ως άχρηστη ή επιβλαβής η κριτική δράση όταν ασκείται ως δράση από μεμονωμένα άτομα ή συλλογικές οντότητες, αλλά δεν αναγνωρίζεται άλλη υπόστασή της σε διάκενα μεταξύ ατόμων και κοινοτήτων πέραν των εσωτερικών διάκενων μέσα στις (όποιες) υποτίθεται ελεύθερες κοινότητες. Γι' αυτό και δεν θα δείτε ακόμα και σε περισπούδαστα κείμενα για την ελευθεριακή σοσιαλιστική κοινωνία, τα οποία διέπονται από αυτή την ολοκληρωτική σκέψη, καμία σκέψη για κάποιον δημόσιο ανοιχτό χώρο ελευθερίας και κριτικής πέραν τής όποιας κοινότητας ή πέραν τού όποιου υπερναρκισσευόμενου υπερατόμου. 
Η ένδυση αυτών των νεο-νάρκισσων νεο-αριστεριστών με έναν λόγο κουρελοπρολεταριακής εναντίωσης κατά τα «πρότυπα» της κριτικής τού ιεραρχικού σημαίνοντος, ενώ παρουσιάζεται ως εγγυημένα ταχθείσα στο μέρος της κριτικής αποστασιοποίησης και της κριτικής τής ίδιας [α], δεν είναι τίποτα άλλο από μιαν εκδοχή τής θεωρίας του «απόλυτου κύκλου». 
Οι άνθρωποι αυτοί πραγματικά γνωρίζουν όλα τα πράγματα πριν ακόμα υπάρξουν, αφού ξέρουν με ποιόν τρόπο υπάρχουν από την εκκίνησή τους ήδη, γι' αυτό και έχουν σκοπό, αν τα πράγματα τα ίδια δεν τους κάνουν το χατήρι, να τα οδηγήσουν εκεί δια τής βίας.  
Το σημαίνον δομείται με διαρκείς ρήξεις και αναδιατάξεις και πάντα έτσι θα συμβαίνει, σηματοδοτώντας την ύπαρξή του ως ριζική ετερογένεια και οντική πολλαπλότητα. 
Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να υπάρξει μια τελική «συμφιλιωτική» ενότητά του και αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη πως η ανθρώπινη ζωή, η οποία είναι αδιανόητη χωρίς το σημαίνον, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει σε μιαν τελική ενότητα. Το γεγονός ότι το σημαίνον δείχνει την μη-φυσικότητα του ανθρώπινου όντος δεν είναι απόδειξη ή έστω σημάδι ότι το ανθρώπινο ον ή η ανθρώπινη κοινωνία θα γίνει ένα Εν, αλλά μάλλον το ακριβώς αντίθετο.  
 
----
  
Το σημαίνον είναι κατασκευασμένο ως ένα σύστημα πολεμικής και διαχωρίζουσας δύναμης που σημαίνει και θα σημαίνει πάντα την δυνατότητα και ενώσεων-ταυτίσεων και διαχωρισμών-ετεροποιήσεων μεταξύ των ανθρώπων και των ανθρώπινων κοινωνιών. Κάθε γλώσσα είναι ένας αέναος πόλεμος για να υπάρξει μια άλλη γλώσσα «εντός» της ή μάλλον πάνω της, κάθε σημαίνον είναι ένας συνεχής σπαραγμός από το Εν και την επιθυμία του στην διαίρεσή του και την επιθυμία της, και το αντίστροφο, χωρίς «σειρά προτεραιότητας». 
Όταν οι διανοούμενοι, ριζοσπάστες ή συντηρητικοί, δεξιοί ή αριστεροί, ή ό,τι άλλο, φαντασιώνονται είτε την μία επιθυμία ή πτύχωση είτε την αντίθετή της, ως δυνάμενες να επικρατήσουν μια και καλή και για πάντα, φαντασιώνονται. Κάθε φαντασίωση ή φαντασία ματαιώνεται στον κεντρικό της πυρήνα, άσχετα αν έχει ένα αποτέλεσμα συνήθως απρόβλεπτο από τους φορείς της. 
Και αυτή η φαντασίωση η ίδια εξάλλου (για την επικράτηση τής «απόλυτης» Εν-ότητας ή του «απόλυτου» διαχωρισμού) είναι μέρος αυτής τής αέναης διαλεκτικής διεργασίας και αποτελεί ένα από τα καύσιμα υλικά της όταν (ως διεργασία) πυρακτώνει και εκ-μηδενίζει τα όντα για να ξαναϋπάρξουν αλλιώς. Αλλά και η καταπολεμούσα (αυτές) τις φαντασιώσεις τής απόλυτης επικράτησης «στάση» «απέναντι στο» σημαίνον είναι κατά τον ίδιο τρόπο μια φαντασίωση, διότι παρουσιάζεται σαν να αγνοεί την δημιουργική δύναμη τής φαντασίας και της φαντασίωσης καθώς και την αδυναμία κάποιος να την σταματήσει όταν τούτη βρίσκεται στο απόγειο της παραληρηματικής της εξέλιξης. 
Αλλά και τούτη ως «ανασχετική» ενέργεια όχι μόνον μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη των φαντασιωτικών ενεργειών αλλά συνήθως λειτουργεί και αυτή ως άλλη μια καύσιμη ύλη και των ίδιων των φαντασιωτικών ενεργειών αλλά και της ευρύτερης διαλεκτικής διεργασίας. 
Αναζητώντας ένα «ψυχρό» σημείο παρατήρησης όλου αυτού του πράγματος κινδυνεύεις να βρεθείς σε μια εξίσου παραπλανητική απόσταση, η οποία μάλιστα δύναται να «επιβοηθήσει» τον ένα ή τον άλλο πόλο της ή και τους δύο συγκυριακά (ή αν έχουμε πολλές πολικότητες τον έναν ή και τους άλλους πόλους). Δεν υπάρχει «εγγυημένη» απόσταση, εφόσον μάλιστα μιλάμε για ανθρώπους και όχι για κάτι που μπορεί να υπάρξει «έξω» από την ανθρώπινη κατάσταση ή κοινωνία. 
Η επιθυμία να αποσπαστείς από ένα δράμα του σημαίνοντος δεν σημαίνει πως όντως έχεις αποσπαστεί, πιθανόν μάλιστα να ισχύει και το αντίθετο. Κανείς δεν έχει κάποιο εγγυητικό αντικειμενικής αλήθειας, ειδικά όταν είναι σε εξέλιξη ενέργειες και πράξεις που αφορούν στο δίκιο και την καταπίεση. 
Σε γενικές γραμμές αυτό που προκρίνει ένας αληθινός «ψυχρός» παρατηρητής απέναντι στα «στρατόπεδα» που διαμορφώνονται στο σημαίνον (και όχι μόνον) είναι μια στάση υπέρ του αδικημένου ή υπέρ του δίκιου. 
Αλλά μέχρι εκεί, αν θέλουμε να αποσπαστούμε ίσως με επιτυχία, εφόσον είναι γνωστή πλέον, αλλά όχι χρήσιμη ωστόσο και η παθογένεια των αναπαραστάσεων που απορρέουν από το οντικό/σημειακό πεδίο εκείνο που αντιπροσωπεύει το «αδικημένο». Ίσως η καλύτερη στάση για όποιον θέλει να απομακρυνθεί, διατηρώντας ωστόσο την θέση του στο πλευρό των «αδικημένων», είναι να τους σφυροκοπεί αλλά πάντα μέσα στο δικό τους «στρατόπεδο» ακόμα κι αν αυτοί τον θεωρούν «προδότη» «αποστάτη», ή «πράκτορα» των εχθρών τους. 
Ο Λόγος του Κυρίου είναι κατά την δομική του σύσταση εγγύτερος ή ακόμα και ταυτός με την θέση των κυρίαρχων (εκμεταλλευτών κ.λπ), αλλά η υπηρέτησή του εντός του «στρατοπέδου» των κυριαρχούμενων, η διαβολοδικηγορία της κυριαρχίας, η απόλυτη απιστία, η μαύρη απαισιοδοξία και τελικά η φιλοσοφική, ηθική και οντολογική καχυποψία απέναντι και στους ίδιους τους «αδικημένους» (όποιοι κι αν είναι αυτοί), μπορεί να μετατραπεί σε ένα δικό τους «όπλο» όταν έρθουν πάλι οι πτώσεις στο μηδέν, οι ήττες, οι εκπληκτικές πάντα (για τους κυριαρχούμενους) ανα-αναδύσεις της κυριαρχίας ακριβώς εκεί όπου τούτοι δεν το περιμένουν ποτέ. Ας σταθούμε λίγο στο τελευταίο, και ας κάνουμε μια σύντομη μετάβαση στο «υπαρκτό» όπως διαμορφώνεται «σήμερα». 
Ο Λόγος του Κυρίου σήμερα, όπως «μεταφράζεται» συνέχεια στον καθημερινό Λόγο, στις διαρκείς παρουσίες και επανιδρύσεις του σημαίνοντος, είναι ένας Λόγος περί του (υποτιθέμενου) πραγματικού ως ενός συστήματος διαρκών διαχωρισμών και οντικών ετερογενοποιήσεων, πέραν του σημαίνοντος όμως, σαν να είναι το σημαίνον μόνον ένας «σκύλος» τού όντος που πάντα ακολουθεί ένα ον που προϋπάρχει. Καταρχάς ας δώσουμε τα συχαρίκια μας στους μαρξιστές (και στον παλαιό εαυτό μας, αν και εν μέρει) που βοήθησαν, και βοηθούν ακόμα όσο μπορούν ανοήτως, στην εδραίωση αυτής τής πίστης στην γενική προτεραιότητα τού όντος απέναντι στο σημαίνον. 
Τους ευχόμαστε καλές ή καλύτερες επιλογές αντικειμενισμού, ο (παγκόσμιος) αστικός κόσμος είναι τόσο πλούσιος σε εσωτερικές αντιθέσεις και αντινομικές συνθέσεις που πάντα κάτι θα υπάρχει για να ακουμπήσουν πάνω του. 
Το πρόβλημά μας ωστόσο δεν είναι αυτοί, σε τελική ανάλυση δεν είναι και οι χειρότεροι των ανοήτων, έχουν πάντα την πρόθεση να ανοιχτούν σε εξελίξεις και νέα δράματα, δεν είναι αυτό το πράγμα που τους καταμαρτυρούν οι άλλοι ανόητοι, οι κάθε λογής «αντιμαρξιστές», οι οποίοι συν τοις άλλοις παλαντζάρουν ακόμα χειρότερα μέσα στο αστικό χάος των αντιθέσεων και των αντινομιών. 
Το πρόβλημά μας είναι το πρόβλημα το ίδιο όπως εκφράζεται στρεβλά και μυστικοποιημένα δια του Λόγου του Κυρίου, και αποτελεί όπως είπαμε στην αρχή σημείο δόμησης τού ίδιου του σημαίνοντος πέρα από «φυσικούς», υλικούς ή υλικο-οικονομικούς καθορισμούς. 
 
----
 
Το σημαίνον ιδρύει-ιδρυόμενο-διαρκώς διαχωριστικές και ενοποιητικές δομές, και τούτη η ίδρυση-αυτοϊδρυση είναι στερεωμένη σε μιαν φαντασματική δημιουργία. Μακριά όμως από το να είναι αυτή η δημιουργία μια «φαντασιακή θέσμιση» δεν σημαίνει φαντασιακή δημιουργία αλλά δημιουργία σημειακών δομών του Λόγου δια τού Λόγου, με την έννοια πως δεν έχει κανένα έρεισμα σε κάποια έννοια ή κατάσταση «φύσης». Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το α-συνείδητο, και θα μιλήσουμε και για αυτό, αν και μη φροϋδιστές με την τυπική έννοια έστω. Αλλά θεωρούμε (προσωρινώς) ότι και τούτο το σημείο (το ασυνείδητο) είναι παραπλανητικό στον βαθμό τουλάχιστον που χρησιμοποιείται ως ένα μέσο ιδεολογικής απόκρυψης τόσο των ενοποιήσεων όσο και των διαχωρισμών ως οντικών δεδομένων του σημαίνοντος καθαυτού. Σε μια ανάλυσή του, από τις σαφέστερες ως προς το ιατρικό και ορθολογικό ή ορθολογιστικό περιεχόμενό της, ο Ζ.Λακάν προσδιορίζει την ψύχωση (περίπου) ως μια μορφή αποτυχημένης συνύφανσης σημαίνοντος και σημαινόμενου, έχοντας όμως εξ' αρχής ξεκαθαρίσει ως προς το γενικό πεδίο τής έννοιας πως εξετάζει την σημασία που είναι το άλλο όνομα του σημαινομένου (αν και όχι κάτι ταυτόν βέβαια) ως μιαν μορφή ενέργειας τού σημαίνοντος.   

----

Αλλά, ας επιστρέψουμε. 
Το χάσμα σημαίνοντος σημαινόμενου, έχει σημανθεί, ως ψυχωτική ιδιότητα, στο θάψιμο που έκανε ο Ζακ στον μέγα φιλόσοφο (ως ψυχωτικίζοντα) Λ.Βίτγκενστάϊν. Δεν θα αναφερθώ αναλυτικώς ούτε σε αυτό, σήμερα.
Θα θελήσω μόνον, εν συντομία, να εντοπίσω κάποιες διαστάσεις του θέματος κατά Λακάν, αλλά όχι μόνον, τής διάστασης ρήξης των δύο επιπέδων.  
Η επαφή μεταξύ των δύο επιπέδων, είτε νοηθεί ως ερμηνευτική-εξηγητική είτε νοηθεί ως θεραπευτική, όπως τούτα (τα επίπεδα) έχουν ορισθεί γενικώς και αμετακλήτως-ως-γενικώς από τον Σοσύρ (ή Σωσύρ) μπορεί να είναι ένας έμμεσος ή ντροπαλός σκοπός και του Λακάν, αλλά κατά την δική μας ερμηνευτική σε αυτόν έχει άλλο ενδότερο και ειδικότερο λόγο ύπαρξης που έχει να κάνει με την βαθύτερη αποκατάσταση τής σημασίας αλλά ως άρρητης ή υπόρητης ιδιότητας του σημαίνοντος-ως-σημαίνοντος, ήτοι του σημαίνοντος ως σχετικώς αλλά και αμετακλήτως αποκομμένου από το σημαινόμενον.  
Μιλάμε για την περίφημη (λακανικώς οριζόμενη ως) διαρραφή και δεν πρόκειται να μειώσω την ένταση τής επίθεσής μου με εκτενείς αναλύσεις. Προχωρώ αμέσως στο επόμενο. 
Ο Άλλος ως ο τόπος τής ομιλίας του υποκειμένου, κρατώντας όλες τις εκδοχές του, ο Άλλος λοιπόν ως ένα γενετικό ομιλιακόν πεδίο δεν είναι μόνον ένα (λακανικόν) πεδίο συγκρότησης του (όποιου) «εγώ» ή «εσύ», αλλά (είναι) και μέρος του σημαινόντος ως μυστικού ενεργού υποκειμένου. 
Το υπερεγώ του σημαίνοντος, άσχετα αν είναι ενταγμένο στον ιεροποιημένο για τούς φροϋδιστές οιδιπόδειο προσδιορισμό - μη κολλάτε τώρα εκεί, είναι ένα υπερεγώ ως εγώ ή ενέργεια-ενεργείν. 
Εμείς το λέμε και το ερμηνεύουμε ούτως, μαγκιά μας, έχετε αντίρρηση; Αν είναι όμως όπως το λέμε, τότε πού πάει το Λογοϊκόν τού Λόγου; Μπορεί ο κύριος Ζακ να κατατροπώνει ευκόλως τους χαζούληδες υπαρξιστές, ειδικά τους πιό χαζούληδες από τους χαζούληδες, αλλά και με αυτόν τον τρόπο κατατροπώσεως αλλά και με τον γλισχρό τρόπο που μεταφέρει την υποκειμενική ενέργεια εκεί ακριβώς που δηλώνει ότι την κατατροπώνει, δικαιώνει την φρικαλέα στερεοτυπική προεννόηση ότι ένας ιδεαλιστής ακόμα κι αν είναι αντικειμενικός ιδεαλιστής, ίσως ο αντικειμενικ-ότερος των αντικειμενικών (ιδεαλιστών) δεν θα πάψει να είναι ένας υποκειμενιστής.  
Η (θεωρούμενη από εμάς) λακανική μετατροπή του ε-σύ σε μιαν πανοπτική μορφή ενός εκπέμποντος θεσμικού (κατά την ψυχαναλυτική έννοια) εγώ, με την μορφή πάντα τού σημαίνοντος, δεν σημαίνει βέβαια έναν ευκόλως καταγγελλόμενο εγω-λογισμό του λακανικώς σημαινόμενου (ως) σημαίνοντος. 
Ελπίζω να μην νοείται έτσι η κριτική μας.  
Αλλά και να νοείται έτσι, ας υποθέσουμε ότι έχετε την δυνατότητα να την εκλάβετε έστω υστερόχρονα με μιαν πλαγιότερη κλίση, ας υποθέσουμε λοιπόν πως υπάρχει ένα είδος δυνατότητας να στρίψετε λίγο το βλέμμα σας σε μιαν κάπως περιπλοκότερη κριτική γενικά της εγω-λογίας.  
Είναι βέβαια δύσκολο, αν έχεις συνηθίσει σε μιαν τόσο εκτεταμένη κριτική τής εγω-λογίας και της εγω-πάθειας από το ανθρώπινο γένος και ειδικά μερικές φορές από τους εγωπαθητικότερους εντός αυτού, μετά από όλα αυτά λοιπόν, να καλοδείς μια κριτική της εγω-λογίας όταν μάλιστα απευθύνεται (φανταστικά) σε μια περίπτωση που μάλλον φημίζεται γι' αυτήν ακριβώς την κλίση, την οποία υποτίθεται πάντα υπηρετείς και εσύ, στην προκειμένη περίπτωση ο δικός μας πληθυντικός αγενείας.  
 
 
 ----
 
 
Η κριτική που ασκείται στην θεωρητική εμπλοκή σε μιαν εμπρόθετη και εκπεμπόμενη σημαινότητα, ή στο σημαίνον ως σημαίνειν υπό την διάκρισή του από το σημαίνεσθαι, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση ως προς την ανάδυσή της αλλά και την ίδια την υπεράσπισή της όταν ακριβώς ξεμυτίσει μπροστά σε τόσο φημισμένα θηρία του Λόγου.
Είναι δεδομένο ότι (το) πιθανότερο είναι να υπάρξει μια ακόμα βύθιση στην ίδια την απροσωπία που το ίδιο το ιδανικό μιας πραγματικά αφηρημένης σημαινότητας τού σημαίνοντος ως σημαίνεσθαι επιτάσσει, όταν ακριβώς τούτος που ακολουθεί αυτό το ιδανικό το ακολουθεί. 
Το λέγειν ως ένα σημαίνεσθαι του ίδιου του λέγειν, ως δηλαδή ένα σύστημα σημείων που δεν διεκδικεί καμία εμπρόθετη κίνηση/ενέργεια ή την αναζήτηση ενός ε-σύ ως εγώ αλλά ούτε βέβαια την αναζήτηση ενός εγώ, τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από απεμπλοκή από κάθε όνομα ή σήμανση αυτής τής υποδεκτικότητας και από κάθε ατομική προσπάθεια με διακριτό χαρακτήρα;  
Ας προσπαθήσουμε να πιστέψουμε ότι δεν είναι μόνον έτσι, και ας συνεχίσουμε λοιπόν.  
Με ευαρέσκεια και ηδονή, σε μια από τις επιστροφές μου στο λακανικό κείμενο περί των ψυχώσεων, διαπίστωσα την λακανική ολίσθηση, ότι δηλαδή ο κύριος Λακάν υποχρεωμένος καθώς είναι κατά την υπεράσπιση τού συστήματός του ως αντι-κείμενου (εκ του αντίκειται) στις υπαρξιοβιωματικές αρλούμπες και άλλες αρλούμπες -εμπλεκόμενες με την λατρεία του φαντασιακού-, αναγκάζεται ωστόσο παρά τούτο το δογματοκαθολικό καθήκον να σχετικοποιήσει ακόμα και την σημασία, ή την λειτουργική αξία τού ρήματος, με τελικό θλιβερό αποτέλεσμα να προχωρεί σε μιαν ένταξή του στο γενικό προτασιακό ή φρασιακό μόρφωμα ως σχεδόν ουσιαστικού. 
Η ένταξη αυτή συμβαίνει σε πρώτο φόντο και σε σχέση με τα συμφραζόμενα του κειμένου και για να μας δείξει πως τούτο το αναθεματισμένον υπερεγωτικό ε-σύ ως προσλαμβανόμενο ή υπάρχον ακόμα ακόμα σε ένα αυτοτελές σημείο δεν μπορεί παρά να είναι και τούτο ένα εγώ, πάντα με την θεσμική αλλά πλέον υπόρρητη θεσμική έννοια, λέω...εγώ.  
Μέσα στο υπερεγώ φώλιασε ένα εγώ και μάλιστα αυτό συνέβει με την ίδια του την γλωσσική υποστασιοποίηση.  
Αυτή η ίδια η γλώσσα που δεν στέκεται ως ενότητα χωρίς την ρηματική μορφή, πετσοκόβεται στο κατάντημα μιας ουσιαστικοποίησης, τόσο χαμηλά πέφτει ο κύριος Ζακ για να κρατήσει μεν την ενότητα του Λόγου και της γλώσσας χωρίς όμως να αναγκαστεί να άρει κάποια στιγμή, έστω για κάποια στιγμή, την υποκειμενικότητα εντός της, μιαν ειδικά ανθρώπινη υποκειμενικότητα.  
Η ίδια η γλώσσα (το σημαίνον) υποστασιοποιείται ούτως ως μια εκδήλωση ενός διπόλου μεταξύ εγώ και ε-σύ, όπου αν και κυριαρχικό ρόλο επιτελεί το ε-σύ τούτο δεν είναι παρά ένα ε-σύ που εκπέμπεται από ένα εγώ, ένα εγώ ωστόσο που είναι περίκλειστο στην εκπομπή του ε-σύ.  
Αυτή η σημαντική περίκλειση τού εγώ στο ε-σύ που εκπέμπει προς το υποδεχόμενον δεν είναι για να ξεπεραστεί όμως τόσο εύκολα, ας δώσουμε μια πρέπουσα σημασία στο γεγονός πως το υποσημαινόμενο και εμφανιζόμενο (από τον Λακάν) εγώ που εκπέμπει το ε-σύ δεν μπορεί εις την διακριτότητά του αυτή που μας απασχολεί παρά να είναι ένα εγώ που υπάρχει αποκλειστικά ως ένα εκπέμπον το ε-σύ.  
Το ε-σύ δεν είναι λοιπόν μόνον ένα κυριαρχικό εγώ που προηγείται ως φωνολογική, γραμματική ή άλλη σημαίνουσα αρχή, ενόσω η ίδια η αρχή κρύπτεται μάλλον πίσω από την άμεση εκπομπή της εμφανιζόμενη ως ένα εκμπεμπόμενο ε ε-σύ!, αν και είναι όλα αυτά, αλλά είναι επίσης και αυτό το ίδιο το ε-σύ που περικλείει το εγώ ως εκπέμπουσα αρχή.  
Η εκπέμπουσα αρχή προηγείται μεν αλλά πάντα εμπερικλείεται απόλυτα σε αυτό που εκπέμπει.  
Ποιό είναι όμως το εγώ πίσω από όλα τα εγώ που συγκροτούν την αλυσίδα όλων των εγώ εκτός από ένα εγώ, πάλι εγώ και μόνον εγώ, αλλά που θα είχε ίσως αυτή την ικανότητα ή δυνατότητα;  
Είμαι, είπεν ο Κύριος, όχι Εγώ. Δεν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά εδώ επικεντρώνουμε στο ρήμα-μη/ρήμα.  
Θα περίμενε κάποιος ο κύριος Ζακ να χρησιμοποιήσει τούτο το παράδειγμα, και όντως αναφέρεται αμέσως μετά στα ρήματα μέσης διαθέσεως με μιαν κίνηση που θα το προσέγγιζε τούτο.  
Θα μου πούνε πως ο Λακάν το ένα ο Λακάν το άλλο, κάπου αλλού, μπορεί και να το λέει αυτό, στο περίπου ή στο ακριβέστερο. Αναφερόμαστε πάντοτε στο σημείο εκείνο όπου ο κύριος Ζακ παραμένει ένας παρθένος ιατρός ή ιατροκαλόγερος, όχι μόνο στο επάγγελμα αλλά όπως λέει και ο λαός (και) στη ψυχή.  
Και εκεί, σε ένα τέτοιο σημείο, είναι όπου δεν λέγεται τίποτα που να εμβάλλει ένα κάτι, το οποίο όχι απαραίτητα ως θεο-λογικό θα ήταν ωστόσο αναφερόμενο σε μιαν μη εγω-λογική διάσταση του σημαίνοντος.  
Η αναφορά στα ρήματα μέσης διάθεσης, πέραν των ωραίων της, είναι αυτό που θα έλεγε κανείς οι «προφάσεις εν αμαρτίαις» του Καθολικού υποκειμενιστή για να θέσει πάλι μέσα στο σώμα του Κυρίου μια μαντονολατρεία του σημαίνοντος εγώ, άσχετα αν η Μαντόνα αυτή, το σημαίνον ως Μαντόνα του σημαίνειν, λέει πάντα μόνον ένα ε-σύ και δεν ζητάει πέραν των δικαιωμάτων της ως παρθένας τίποτα άλλο από μια ερωτική υποταγή σε αυτό το ε-σύ, ως όμως ενός αμόλυντου από την ίδια την Αλλό-τητα «εγω-εσύ», αμολύντου μολοντούτο γαμευθέντος εκ του (μεγάλου) Άλλου. 
Η παρθενία και η αμόλυντη σύλληψη του Λόγου προϋποθέτει όμως πάντα μιαν βατικάνεια ένωση της παρθενομαριακής εγω-πάθειας προς ένα ε-σύ με την ίδια την υπόσταση και ουσία του Κυρίου, όπου Κύριος είναι μόνον και πάντα ο Λόγος.
Η (θεωρούμενη από εμάς) λακανική μετατροπή του ε-σύ σε μιαν πανοπτική μορφή ενός εκπέμποντος θεσμικού (κατά την ψυχαναλυτική έννοια) εγώ, με την μορφή πάντα τού σημαίνοντος, δεν σημαίνει βέβαια έναν ευκόλως καταγγελλόμενο εγω-λογισμό του λακανικώς σημαινόμενου (ως) σημαίνοντος.
Αλλά και να νοείται έτσι, ας υποθέσουμε ότι έχετε την δυνατότητα να την εκλάβετε έστω υστερόχρονα με μιαν πλαγιότερη κλίση, ας υποθέσουμε λοιπόν πως υπάρχει ένα είδος δυνατότητας να στρίψετε λίγο το βλέμμα σας σε μιαν κάπως περιπλοκότερη κριτική γενικά της εγω-λογίας. Είναι βέβαια δύσκολο, αν έχεις συνηθίσει σε μιαν τόσο εκτεταμένη κριτική τής εγω-λογίας και της εγω-πάθειας από το ανθρώπινο γένος και ειδικά μερικές φορές από τους εγωπαθητικότερους εντός αυτού, μετά από όλα αυτά λοιπόν, να καλοδείς μια κριτική της εγω-λογίας όταν μάλιστα απευθύνεται (φανταστικά) σε μια περίπτωση που μάλλον φημίζεται γι' αυτήν ακριβώς την κλίση, την οποία υποτίθεται πάντα υπηρετείς και εσύ, στην προκειμένη περίπτωση ο δικός μας πληθυντικός αγενείας.  
 
----
 
 
Η κριτική που ασκείται στην θεωρητική εμπλοκή σε μιαν εμπρόθετη και εκπεμπόμενη σημαινότητα, ή στο σημαίνον ως σημαίνειν υπό την διάκρισή του από το σημαίνεσθαι, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση ως προς την ανάδυσή της αλλά και την ίδια την υπεράσπισή της όταν ακριβώς ξεμυτίσει μπροστά σε τόσο φημισμένα θηρία του Λόγου. Είναι δεδομένο ότι (το) πιθανότερο είναι να υπάρξει μια ακόμα βύθιση στην ίδια την απροσωπία που το ίδιο το ιδανικό μιας πραγματικά αφηρημένης σημαινότητας τού σημαίνοντος ως σημαίνεσθαι επιτάσσει, όταν ακριβώς τούτος που ακολουθεί αυτό το ιδανικό το ακολουθεί.  
Το λέγειν ως ένα σημαίνεσθαι του ίδιου του λέγειν, ως δηλαδή ένα σύστημα σημείων που δεν διεκδικεί καμία εμπρόθετη κίνηση/ενέργεια ή την αναζήτηση ενός ε-σύ ως εγώ αλλά ούτε βέβαια την αναζήτηση ενός εγώ, τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από απεμπλοκή από κάθε όνομα ή σήμανση αυτής τής υποδεκτικότητας και από κάθε ατομική προσπάθεια με διακριτό χαρακτήρα; Ας προσπαθήσουμε να πιστέψουμε ότι δεν είναι μόνον έτσι, και ας συνεχίσουμε λοιπόν. 
 
----
 
 
Η αναστροφή ενός λειτουργικού όρου τής γλώσσας δεν είναι τής ίδιας τάξεως και σημασίας σε κάθε είδος τής λειτουργικής τάξης της ή ακόμα και σε κάθε φάση τού ίδιου είδους (λειτουργικής τάξης). Για να εισέλθουμε αμέσως σε αυτό που μας απασχολεί, το ρήμα σημαίνει (αν και όχι πάντα) έναν τύπο (γλωσσικών) αναστροφικών δυνατοτήτων ο οποίος δεν περιχαράσσεται εντός των ορίων της αναστροφής μεταξύ θετικότητας και αρνητικότητας των καθορισμών ενός Είναι αλλά τα υπερβαίνει ως όρια, άρα τα καθορίζει ως όρια εκβαλλόμενο ούτως (το ρήμα) εις έναν ιδιόμορφο τόπο τής μη σημασίας ή άλλως λεγόμενο (εκβάλλει) στον τόπο εκείνο τού σημαίνοντος όπου δια μίας ειδικής ενότητας σημαίνοντος και σημείου δεν παραμένουμε σε ένα κενό, λ.χ σημασιακό, αλλά εισδύουμε σε μιαν σημασιακή οντική αιώρηση μεταξύ κενού ή μηδενός και Είναι. 
Το συγκροτόν στοιχείο αυτής τής «εντός και εκτός ορίων» συγκρότησης τού ίδιου τού οντικού ορίου μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, ουσίας και μηδενός, οντότητας και κενότητας, είναι το ίδιο το ρήμα κατά την κεντρική του πράξη που είναι το είναι, όχι όμως ως Είναι-Είναι (οντολογία) αλλά ως Είμαι-είναι-Είναι, ως υποκειμενική και γλωσσική ρηματική μορφή (το Είμαι-είναι αυτού του τριγώνου) αναστροφής και επανεύρεσης τού θετικού δια του απόλυτου αρνητικού κ.λπ, όπου το είναι ως ρηματική ενέργεια δεν είναι ποτέ ούτε Είναι (Είναι-Είναι) αλλά τελικά ούτε και η απλή απορροή ενός αυτόνομου Είμαι.   
Η αναστροφή του ρήματος <είναι> ως μια κίνηση συγκρότησης του οντικού πλαισίου κάθε οριακότητας άρα και πρόσβασης στο «πέραν των ορίων» του σημαίνοντος, χωρίς να υπάρξει βέβαια η υποτροπιακή επαναφορά κάποιας αναφορικής σημασίας, μας οδηγεί στον τόπο τού ίδιου τού ρήματος κατά την υποτιθέμενη «φυσική» του λειτουργία και μας το φανερώνει ως το κατεξοχήν μη φυσικό και αποκομμένο-αποκόπτον στοιχείο τής ομιλίας, όπου όμως (επαναλαμβάνουμε) η αποκοπή του ως αυτού καθαυτού αλλά και το ίδιο ως αποκοπή δεν σχετίζεται (άμεσα τουλάχιστον) με κάποια αναφορική λειτουργία (προς το πράγμα ή εξωτερικό πράγμα κ.ο.κ). Αυτή η μη φυσικότητα, ή εγελιανιζόντως λεχθέν η μη αμεσότητα του ρηματικού «Είναι» δεν δύναται να σταθεί καν χωρίς την παρουσία αλλά και λειτουργική πράξη ενός υποκειμένου που δεν υφίσταται όμως ως ένα υπερβατικό ή ακόμα και υπερβατολογικό υποκείμενο που ρίπτεται από ένα ουράνιο πουθενά ή ξεφυτρώνει από την άγονη γη των (προσφάτως ειδικά, αφιχθέντων) υλιστών σαν ένα από τα αγαπημένα τους γερμανοειδή αυτονομολάχανα. 
Αν δεν επαναφέρουμε (μόνον) ένα «Εγώ», έστω ως ένα διαμεσολαβημένο από το «Είμαι Εγώ» (Λακάν), μας μένει μόνον ένα «Είμαι», θα το λέμε τούτο μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μας πλέον.  
Και το «Είμαι» αυτό δεν είναι (το) ταυτοτικό (Είμαι), το λέω αυτό γιατί είμαι μέσα στο μυαλό διαφόρων, δυστυχώς, και πρέπει που και που να τους βγάζω από το ανόητον που τους έχει κυριεύσει. 
Ας δούμε όμως τούτο το «Είμαι», στην γυμνή του καθοριστικότητα, έχοντας πάντα κατά νου αλλά και (μέσα) σε κάθε λέγειν μας το γεγονός τής απολύτου γλωσσικής υφής του ως ρηματικής λειτουργίας, αλλά έχοντας -θα έλεγα γω- και μιαν ανησυχία φροντίδας προς την διατήρηση τής αναφοράς μας στο ομιλείν των ανθρώπων όταν κυρίως ομιλούν και δεν στραμπουλάνε τη γλώσσα τους σε θεωρησιακές έρευνες, ομιλώντας πάλι!  
Ο αγαπητός μας Ζακ, παραμένει εμμένων στο εγώ και ε-σύ, παρά τις απολαυστικές κατατροπώσεις του επί των υπαρξιστών περσοναλιστών και άλλων βιωματο-λόγων, δεν το κάνει απλά και μόνον ωθούμενος, όπως σας είπα και γω εξάλλου, από μιαν δογματική (καθολικίζουσα) εγω-λογία, αλλά ωθείται να το κάνει αυτό, ωθούμενος και σε αυτήν την εγω-λογία, παραμένοντας στο λέγειν των ανθρώπων, όπως τουλάχιστον τους συναντούσε στο σημείο ιατρικής ή θεραπευτικής εξέτασής τους ή εκεί όπου έτρεχε βιαστικός να πάρει το κρουασάν του λίγο πριν μπει στην αίθουσα των διαλέξεών του.  
Και εκεί, στο όποιο εκεί, οι λόγοι του λέγειν δεν περιέχουν φόρα παρτίδα κανένα όρο «Είμαι» ή «Είμαι Εκείνος» ως ένα φιλοσοφικοειδές ον που ξεπετάγεται ως..φαλλός με την φυσική του έννοια και μορφή πάντα.  
Ήδη το «Είσαι εκείνος που θα με ακουλουθεί(ς)» [δύο είναι] τού ΚΒ' Κεφαλαίου των Ψυχώσεων, περιέχει έναν οριακά απώτατο βαθμό διείσδυσης του θεωρησιακού σε μια καθημερινή ούτως ειπείν φράση, τον οποίο βαθμό καλούμαστε να μην τον υπερβούμε με θεολογισμούς και φιλοσοφισμούς, αλλά να τον σεβαστούμε ως έχει ως προς την έκταση και έντασή του και όχι (απαραίτητα) ως προς περιεχόμενό του, ακολουθώντας και ημείς ένα ομιλείν όπως το ομιλείν των ανθρώπων.  
Ας διαβαστεί λοιπόν το γυμνό «Είμαι» που εμβάλλω και πρόκειται να συνεχίζω να εμβάλλω στο λακανικό κείμενο ως ένα ομότροπο ως προς την καθημερινότητα «Είμαι», χωρίς, πάντα χωρίς, να περιοριστούμε σε κάποιο αφηρημένο ταυτοτικό «Είμαι-Εμείς». 
Σε αυτό ακριβώς το ειδικό πλαίσιο είναι που η σημειακότητα, το ρηθέν τού Είμαι ως ένα ενοποιόν στοιχείο του λέγειν των ανθρώπων που συναντάς στον δρόμο και όχι (μόνον) στο σεμινάριο ή στο ακτίφ, όταν μάλιστα εξακοντίζεται το ίδιο στα όρια που το ίδιο ως σημαίνον σημείον έχει συγκροτήσει, σε αυτό και μόνο το πλαίσιο είναι που ενδιαφέρει και μάς..
 
 
 ----
 
 
Η επιστροφή μας στο ίδιο το λέγειν του Λόγου (μας) δεν μας οδηγεί σε ένα Εγώ (ego) αλλά σε ένα Είμαι. Τουλάχιστον εκεί θα μας οδηγούσε αν δεν υπήρχε μια συνεχής θεσμοποίηση τής συστολής απέναντι στον Λόγο ως ενός λέγειν που εκδιπλώνει όλους τους τροπισμούς τής συνέχειάς του, ακόμα κι αν τούτη σημαίνει και μιαν ενδογενή σε αυτό δημιουργική ρηξιγένεια και απομονωσιμότητα των στοιχείων του.  
Το δόγμα της συνέχειας του Λόγου ως τούτη (η συνέχεια) να είναι ούτως ειπείν συνεχής, είναι το δόγμα του Εγώ, είναι παρά τις όποιες τροποποιήσεις και μετατροπές του το δόγμα μιας εγω-λογικής συνοχής που δεν μπορεί παρά να εδράζεται σε ένα προϋπάρχον θεωρητικό ή ιδεολογικό (κοσμοθεωρητικό) σύστημα περί του Εγώ. Αν μας ζητούνταν χωρίς τούτο να αποτελεί μια διαρκή δήλωση πίστης και μετανοίας να δεχτούμε την αρχή του Εγώ, θα ικανοποιούσαμε αυτό το αίτημα, αλλά όταν ακόμα και ένας σπουδαίος όπως ο Λακάν, του οποίου τις αναρριχήσεις εκμεταλλευόμαστε ανενδοίαστα, επιθυμεί να διασώσει τούτο το Εγώ ακριβώς εκεί όπου αυτό φαίνεται ή παρουσιάζεται να κονιορτοποιείται, δεν μπορούμε να κάνουμε καμία δήλωση μετανοίας ή να ενωθούμε σε αυτή την πίστη.  
Το Εγώ λοιπόν υπάρχει, ε και;  
Πού και πως υπάρχει αυτό το πράγμα στο σημαίνον ως έστω αυτάρκες, μπορείτε να μας πείτε; 
Το σημαίνον ενέχει ως όρος, πιθανο-λογικά, ένα είδος εγωλογικής ενέργειας που ταυτιζόμενη μάλιστα με την αναθετική και δικαιοπρακτική λειτουργία του Λόγου φαίνεται πάλι να την ανανεώνει και να την δικαιώνει, ως μέρος ενός νεοδιαφωτισμένου «του».  
Η αλυσίδα των επιστροφών σε ένα λέγειν από την σκοπιά του ίδιου του σημαίνοντος εκβάλλει σε μιαν ενεργησιακή αρχή που είναι όμως και μια δυνατότητα συμπερίληψης τού όλου τού λέγειν, αλλά ακόμα κι αν δεν τεθούν τα πάντα σε μιαν τυπική κυριαρχικο-συμπεριληπτική ενοποίηση διασώζεται το εγω-λογικόν αυτής τής αρχής.   
Οι διάφορες «περσοναλιστικές» αντιπολιτεύσεις σε αυτό το νέο συμπεριληπτικό εγω-λογικό όλον, ακόμα κι όταν εκκινούν λ.χ από έναν νόθο (νεο-)ορθοδοξομυστικισμό ή ψευδομυστικισμό τής «σχέσης», είναι απλά για κλάματα ή για να σπάμε πλάκα. Αλλού είναι το ζήτημα.  
Το υποκείμενο ως αναστρεφόμενο  στις πηγές της ομιλιακής του κατάστασης, είτε φιλοσοφεί είτε είναι τρελό είτε είναι επιστημονικόν, είτε ό,τι στον γεροδιάολο, αν επιθυμεί να εδραιώσει τον Λόγο αυτού του λέγειν αλλά πάντα ως λέγειν, δεν έχει σε πρώτη φάση πολλές επιλογές, «πρέπει» να ορίσει μιαν υποκειμενικότητα έστω ως ομοίωμα του πραγματικού στόχου του, και όντως σε αυτό το πλαίσιο το «Εγώ» είναι ένας αληθινός ορισμός ή καθορισμός του.  
 
 ----
 
Ο φανατικός φιλοσοφικός ορισμός που έχει να κάνει ακόμα με τους φιλοσόφους τού Είναι ( από μαρξιστές μέχρι χαϊντεγκεριανούς ακόμα και της «δεύτερης φάσης») θα αποδώσει στο υποκείμενον που επιθυμεί την επιστροφή αυτή ένα Είναι ή θα αποδώσει το ίδιο το υποκείμενο σε ένα Είναι. Δεν υπάρχει κάτι το ψευδές σε αυτόν τον τρόπο, πρόκειται για αληθινούς και ατρόμητους ανθρώπους που θα μεταφέρουν σε όλο το χρονικό συνεχές της ανθρωπότητας (όσο αυτή υπάρχει) την φράση «Είναι το».. ή το ρήμα «Είναι» σαν να είναι ένα μαγικό ρήμα εξόδου από το πάθος του υποκειμένου.   
Για τους αρχαίους Έλληνες, και για τους φιλοσόφους, ο θεός, ήτοι η πηγή του λέγειν, δεν μπορεί παρά να είναι Είναι, πράγμα το οποίο εξόχως και τρυφερώς ειρωνεύεται ο κύριος φοβερή ποντικομαμή Λακάν. Ο θεός αυτός, όπως μας λέει ο Ζακ, λέει, αν λέει, «Είμαι εκείνος που είναι», και ως τέτοιος θεός δεν σηματοδοτεί μόνον έναν περιορισμό τού θεού αλλά και μιαν επιβίωσή του σε έναν νέο οντολογισμό τής ιστορίας, της (φιλοσοφικής) ανθρωπολογίας κ.λπ. Και ο υλιστικότερος και αθεϊστικότερος των μαρξιστών (και άλλων επαναστατών) τής καθημερινότητας τής ιδεολογίας, έναν τέτοιο θεό θρονιάζει στον θρόνο του όντος, ακόμα ή μάλλον τότε ακριβώς που εξορίζει κάθε άλλο Είναι από το Είναι, ακόμα κι όταν το δικό του Είναι το ορίσει με ένα μη Ειναι-ικό στύλ.

Ο κύριος Λακάν, αντίθετα, δεν φεύγει μακριά από το Εγώ για να πάει σαν υλιστικό μαθητούδι σε ένα Είναι, άρα σε ένα νέο θεολογικό πλαίσιο της ίδιας αιώνιας και αενάως επαναλαμβανόμενης ψευδοεξόδου από το ερώτημα του ομιλιακού υποκειμένου, το οποίο είναι και το μόνον υποκείμενο (ως ομιλιακόν).  

Η επιστροφή του Ζακ είναι μια επιστροφή τού Ασώτου υιού τού Εγώ στο Εγώ. Πάντα δια ενός Είμαι, βέβαια. Το Είμαι του Λακάν (όμως), παρά το γεγονός ότι είναι ένα αυτοδιαμεσολαβημένο από τον παθητικό όρο του Είμαι με τα όλα του, δηλαδή ένα κάπως και υπορρήτως-κάπως υφίστασθαι αλλά όντως υφίστασθαι, δεν είναι πάθος, δεν είναι αυτό που είναι το Είμαι ως αυθεντικός όρος και σημείο του σημαίνοντος ως το υφίστασθαί του, ως το πάθος του σημαίνοντος. Ο όρος Εκείνος νοθεύει το Είμαι με ένα Εγώ, πάλι. Είμαι Εκείνος που Είμαι, μας λέει ο Λακάν, ότι λέει ο θεός του, μάλλον κάπου στην κεντρική Ιταλία, μεταφράζοντας την πραγματική ή φαντασιακή κυριολεξία του βιβλικού Εκείνος σε μιαν εγω-λογική αν και έμμεση κυριολεξία του Εγώ. Και ενώ στο «Είμαι Εκείνος που είναι (Είναι)», αυτό το «Εκείνος» δεν χάλασε την εγω-πάθεια αφού η εγω-πάθεια δεν τίθεται (στο φιλοσοφικοειδές) σε αμφισβήτηση, εδώ χαλάνε τα πράγματα, αφού το ύψος και ο στόχος είναι άλλος, είναι ο «Άλλος». 
Η εσωτερική διαίρεση του Λόγου ως μιας ευρύτερης νοητικής και γλωσσικής κατάστασης που σχετίζεται με το τρελό ζώο, δεν σημαίνει μιαν κατανομή των υποτιθέμενων μερών του σε απόλυτα διακριτούς τόπους ή τοπικότητες.  
Υπάρχει μια πολύπλοκη τοπική διάσταση τής διαίρεσης αυτής, η οποία μάλιστα αφορά και στην γενική διαίρεση ανάμεσα στην επικράτεια τής γλώσσας ή γλωσσικότητας και το υποτιθέμενο αμιγές ή μη γλωσσικόν νοητικόν μέρος. Θεωρείται, και όχι αδίκως, πως πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτό το μη-γλωσσικό νοητικό μέρος ως να υπάρχει έστω σε μιαν σχετική αυτοτέλεια.  
Ενώ η γλωσσικότητα φαίνεται να διαποτίζει το παν στην επικράτεια του Λόγου, η μη γλωσσικότητα έχει περιοριστεί σε μια μάλλον ανύπαρκτη περιφέρεια του λέγειν. Πρόκειται για μια μεγάλης σημασίας θεωρητική αντιστροφή των ίδιων των θεωρητικών υποθέσεων για την ανθρώπινη υπόσταση, της οποίας τις συνέπειες δεν έχουμε ακόμα σταθμίσει.  
Αυτό που ίσως να διαφεύγει όμως ακόμα και σε πολλούς ενήμερους για την «γλωσσολογική στροφή» της θεωρίας είναι ότι τούτη εισάγει μιαν άλλη, ριζικά διαφορετική τοπολογία του Λόγου ως γενικής υπόστασης. Αρκετοί από εκείνους που μιλάνε απαξιωτικά για τον «μεταμοντερνισμό» ή τον «μηδενισμό τής ύστερης νεωτερικότητας» κάνουν πως αγνοούν ή αγνοούν όντως ότι ένα σημαντικό θεμέλιο τής (λεγόμενης ως) μεταμοντέρνας θεώρησης και διερώτησης δεν είναι άλλο από μια εκδοχή τής νέας γλωσσολογικής θεώρησης και διερώτησης. Όταν ο Λόγος δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι που μπορεί να διαφύγει του λέγειν, ακόμα και όταν τούτο το λέγειν διακαθορίζεται και από (υποθετικούς) μη γλωσσικούς συντελεστές της νοητικής διεργασίας, τότε στα ίδια τα αυτοκατανοητικά θεμέλιά του (ως Λόγου) υφίσταται ένας σεισμός. 

Βέβαια, ο σεισμός αυτός κάθε άλλο παρά είναι ένας από τους τυπικούς ξεθεμελιωτικούς εν γένει σεισμούς που βίωσαν κοινωνίες ή ξεχωριστά (θεωρητικά ή κοσμοθεωρησιακά) υποκείμενα όταν η διαφώτιση και η θετική (κυρίως) επιστήμη κατέβαζαν από τους λαμπρούς θρόνους τους, θεούς και μεταφυσικές παραδοχές, εφόσον τώρα, με την «γλωσσολογική στροφή» μέσα από τα ερείπια τής κατοπτριστικής ηθικής και φιλοσοφίας αιώνων και χιλιετηρίδων αναδύονται με αξιώσεις ισχύος και νέας αλήθειας παλαιές μορφές εννόησης και συμβολοποίησης του όντος που θεωρούνταν ανήκουσες σε κατώτερες βαθμίδες στην ιεραρχία του συστήματος του Λόγου. 

Έτσι, η ρητορική λ.χ ή η θρησκειολογία/θεολογία, ή ακόμα ακόμα η λογο-τεχνία ως μια αυτάρκης αξίωση για το νόημα του όντος, δεν ανήκουν πλέον σε μιαν βαθμίδα πάνω από την οποία, σε μιαν άλλη και ανώτερη βαθμίδα, ο κατοπτριστικός Λόγος τής παλαιάς «ορθολογιστικής» εποχής θα μπορούσε να είναι το ίδιο το κρίνειν και το αξιοθετείν ενώ «όλα τούτα» ένα πάντα κρινόμενο και αξιο-λογούμενο αντικείμενο. Δεν είναι κάποια «καπιταλιστική συνωμοσία» που έφερε αυτή την μετατροπή, ούτε σημαίνει κάποια παρακμή, αλλά είναι η ίδια η αλήθεια τής επιστημονικής (γλωσσολογικής-φιλοσοφικής) δραστηριότητας σε συνύφανση με μια λειψή αλλά πραγματική ωστόσο απελευθέρωση τής ανθρώπινης πραγματικότητας ως γλωσσικοϋποκειμενικής. 
 
 ----
 
Η γλώσσα ως αυτονόμως σημαίνουσα την αλήθεια, χωρίς να υψώνεται (συνέχεια) από πάνω της ένας υποτιθέμενος μη γλωσσικός άρα αμιγώς νοητικός ή νοητικοηθικός κριτής, σημαίνει δικαίωμα λαλιάς και αληθολαλιάς. Δεν υπάρχει κανένας Λόγος πάνω από τον Λόγο μας ως λέγειν, ή αν υπάρχει ριζώνει σε έναν τόπο όπου και το λέγειν τού Λόγου και ο Λόγος αυτός ως Λόγος τού λέγειν έχουν την ίδια ηθική, νοητική, αισθητική αξία, αν τηρούν έναν γενικό κανόνα που τους σχετίζει και τους συνυφαίνει ως δύο πτυχές του Ίδιου ή ως δύο εκβλαστήσεις ενός Ίδιου. 
Εδώ όμως είναι που αποκτάμε δικαίωμα, ως σημεία οι ίδιοι, εμείς οι α-σήμαντοι, εδώ είναι που αρχίζει να απαιτεί η λαλιά μας ένα έρεισμα το οποίο αν και πάντα το είχε απωθούνταν πάντα σε μιαν κατώτερη ιεραρχική βαθμίδα του Λόγου, άρα εδώ είναι που το έρεισμα αυτό έχει αποκτήσει αιφνίδια μια Δόξα. Η εμμονή μας στο σημείον σχετίζεται και με αυτό το ίδιον του Λόγου όπως φανερώνεται στην πραγματική (θεωρούμενη ως) ταπεινότητά του, εδώ είναι που με έναν αιφνίδιο τρόπο εμφανίζεται η καθημερινή ύπαρξη ως ύπαρξη με Λόγο και λέγειν ή λαλιά που δεν είναι σε υποχρέωση απολογίας απέναντι σε κανέναν «ανώτερο Λόγο». 
 
---- 
 
 
Η πατρική ιδιότητα αναδύεται ιστορικά, χωρίς να ταυτίζεται με την πατριαρχική ιδιότητα και χωρίς να γνωρίζουμε αν σχετίζεται, όταν αναδύεται, με το οιδιπόδειο πλέγμα. Πέρα από τις ιδιαίτερες κοινωνικοοικονομικές και ιστορικές συνθήκες ανάδυσης που αφορούν σε αυτήν την ανάδυση, ο Λακάν μας δείχνει με γλαφυρό και ξεκαρδιστικό τρόπο την ανάδυση του Πατρός ως στοιχείο και ως μέρος του σημαίνοντος Πατήρ αλλά και ως στοιχείο και μέρος τού ίδιου του σημαίνοντος εις την γενική ιεραρχημένη μορφή του. Αξίζει κανείς να διαβάσει το ΚΓ' αλλά και το ΚΔ' κεφάλαιο του πρώϊμου έργου του Λακάν για τις ψυχώσεις, για να εισαχθεί όχι μόνον στην προβληματική τού ίδιου αλλά και με έναν βαθύτερο τρόπο στην προβληματική τού σημαίνοντος από μιαν βαθύτερη γλωσσολογική και ψυχαναλυτική σκοπιά.  
Το ζήτημα είναι, σε μια πρώτη αλλά απόλυτα αναγκαία ανάγνωση για την κατανόηση της λακανικής ερμηνείας αλλά και των πραγμάτων των ίδιων, ότι το σημαίνον ως μια συγκροτημένη ενότητα με σαφή ιεραρχικά και κεντροποιητικά χαρακτηριστικά αναδύεται από την πατρικότητα και αναδύει την πατρικότητα, το ζήτημα είναι λοιπόν πως έχουμε να κάνουμε με μιαν συνανάδυση και όχι μόνον με μιαν συνάντηση.  Το σημαίνον Πατήρ, ο Πατήρ ως το σημαίνον-ως-σημαίνον, ως το Ίδιον του σημαίνοντος, δεν συγκροτείται ως να υπήρχε πρώτα η κεντρικότητα ως Ίδιον του σημαίνοντος αλλά ως να είναι το ίδιο το Ίδιον του Πατρός, ως να είναι άρα το «κεντρικό» και «κεντρικοποιητικό» ως Ίδιον του Πατρός το Ίδιον του σημαίνοντος-ως-σημαίνοντος. Πριν φτάσει ως εκεί, στο κείμενό του, ο Λακάν, σκιαγραφεί το σημείον του πατρικού Λόγου σε μιαν ελκτική κατηγορική φορά προς το σημαινόμενον του Πατρός ως Εγώ ή Εγώ-ενεργείν. Μπαίνω τώρα αμέσως στο ψητό και επαναφέρω πληρέστερες και σφοδρότερες τις αντιρρήσεις μου με το είδος της πραγμάτευσης (του πατρικού ζητήματος) από τον Λακάν και όχι με το ύψος της που είναι, δυστυχώς, για τους περισσότερους αντιλακανικούς δυσθεώρητον. Είπαμε πως το Είμαι απουσιάζει εκεί που πρέπει να είναι παρόν, όταν συγκροτείται το σημαίνον-ως-σημαίνον σε αναφορά προς την σχέση εγώ και ε-σύ, στο καίριο σημείο όπου το εγώ και το ε-σύ υποδέχονται ως ένα ενιαίο πλέγμα την συγκροτητική διείσδυση του Άλλου, του μεγάλου Ά-λλου, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι βέβαια...άλλος από τον Πατέρα, το σημαίνον Πατέρα ή τον Πατέρα ως (το) σημαίνον. Η σκιαγράφηση του Άλλου ως Είμαι δεν θα έλειπε βέβαια από την συνέχεια, αλλά πριν γίνει η συνπαρπαστική σκιαγράφησή του (ως Είμαι) στην διάλεξη τού ΚΓ΄ Κεφαλαίου με όλες τις ιστορικοπολιτισμικές και γεω-τοπολογικές (μεταφορικές και μη μεταφορικές) αναφορές της έχει προηγηθεί, όπως είδαμε αλλού, η καθολικίζουσα υπονόμευση της ιδιάζουσας κατάστασης του Είμαι ως (του) περιέχοντος τον Πατέρα. Για την ακρίβεια, το Είμαι παράγεται στον Λακάν ως ένα Είμαι-Πατήρ κατά την ειδικότερη καθολικιστική έννοια τής ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, αλλά τούτο δεν γίνεται μόνον για δογματικούς λόγους αλλά για να υπάρξει ως ένα Εγώ-Ενεργείν.   
Δεν αμφισβητώ το ύψος της λακανικής προσπάθειας και του λακανικού αποτελέσματος, αφού μάλιστα αυτό το ύψος κατακτήθηκε και επ' αυτού μετέχουμε δια του κατακτητή αναρριχητή Λακάν και ημείς, αλλά αμφισβητώ την ίδια την υφή του σημαίνοντος όπως παράγεται κατά την ειδική της σύσταση επιδρώντας και στην έννοια του σημαίνοντος. Το Είμαι είναι για εμάς ένα πάθος του σημαίνοντος, το Είμαι (τού Κυρίου) είναι ένα «σημαίνεσθαι» (εντός πάντα του σημαίνοντος) μάλλον και όχι ένα σημαίνειν, αν θέλουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τι λέμε τώρα σε ένα πλαίσιο διάκρισης, άρα το Είμαι δεν είναι ένα Εγώ ή Εγώ-ενεργείν.
 
 
 ----
 

Είναι αλήθεια, ότι όντως είναι λίγο παράξενο να υπάρχει διατάραξη σε μια σχέση εις την οποία το ένα σκέλος καλά καλά δεν υπάρχει, έστω (ως) ακέραιον.  

Στην ψύχωση απουσιάζει τρόπον τινά το σημαίνον, οπότε εντελώς φορμαλιστικά έτσι εμφανίζεται και ο Λόγος «από τα έξω» σαν, σαν λέω και μόνον σαν, να έρχεται από μιαν υπερδιογκωμένη λειτουργία του σημαινόμενου που καλύπτει το «κενό», αλλά στην πραγματικότητα «λόγω» της διάκλεισης (προς) τα «ονόματα του πατρός» υπάρχει μιά έρημος την οποία καλείται το (ψυχωτικό) υποκείμενο να καλύψει ή φαίνεται σαν να καλείται να καλύψει, και μάλλον μόνον «φαίνεται» εφόσον η ίδια η ενέργειά του του αιτείν προς ένα σημαίνον τού έρχεται και αυτή κατακέφαλα. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία επεξεργασία έστω νευρωτικού χαρακτήρος ενός προβλήματος κ.λπ. Αυτό και μόνον, το τελευταίο, προβληματοποιεί το ζήτημα, για μένανε τουλάχιστον ως ερασιτέχνη ψυχίατρο και παραπλανημένο.  
Η επίθεση του υπερεγώ στο υποκείμενο, με την μορφή λ.χ των ακουστικών ψευδαισθήσεων προστακτικού χαρακτήρα («κάνε τούτο» κ.λπ) ή ακόμα και η γενικότερη παρουσία μιας οντοποιημένης υπερβατικίζουσας πραγματικότητας (το θρησκευτικό παραλήρημα κάνει γιορτή στις ψυχώσεις) η οποία όμως έχει τον χαρακτήρα τής ξένωσης και όχι μόνον ιδιότητες παραδοξολογικών και αλλόκοτων μορφών, δίνει στο όλο φαινόμενο μιαν εξαιρετική αξία ακριβώς γιατί δείχνει την εμπλοκή του ίδιου τού λέγειν ή Λόγου σε όλες του τις πτυχές (αντίστοιχα) σε όλες τις πτυχές του (ψυχωτικού) υποκειμένου. Διακρίνουμε μεταξύ διαστροφικής διαταραχής και ψύχωσης και έχει απόλυτο δίκιο, αρκεί να μην αποκλεισθεί ούτως η συνύπαρξή τους μερικές φορές μέσα στο ίδιο το ψυχωτικό φαινόμενο, αν και τούτο είναι δευτερεύον. Το σημαντικό είναι να κρατήσουμε μιαν εικόνα τής ψύχωσης ως μορφής έλλειψης τού σημαίνοντος, αν και όχι βέβαια εξαφάνισής του, η οποία (ως έλλειψη) συνυφαίνεται με το πρόβλημα του πατρός ως ειδικής, ιεραρχικής λέω εγώ, αλλά γενικής θεμελιωτικής σημασίας τάξης του σημαίνοντος.  
Που όμως ξεπετάγεται το θέμα του σημείου κατά την δική μας ταπεινή ματιά; Επισπεύδω  την απορητική μου αναζήτηση, λέγοντας λίγο ως πολύ το «θεολογικό» ότι το σημείον ως γενικός όρος που έχει σχέση και με την εσωτερική συνοχή τού σημαίνοντος αλλά και με την εσωτερική του (ακόμα και λειτουργικομορφολογική) δόμηση σε σχετικά απομονώσιμα στοιχεία, αυτό το σημείον λοιπόν όπως δίδεται και στην ψυχωτικοπαθολογική του μορφή ακόμα ακόμα, έχει μιαν εσωτερική σύναψη με το υπερεγωτικό σημαίνον, βρίσκεται παρά τής ελλείψεώς του ή ακόμα και χωρίς να υπάρχει έλλειψη ή καταστροφή του σε μια εσωτερική σχέση με ένα υπερεγώ το οποίο δεν μπορεί παρά να δομείται «πατρικά».  
Δεν υπάρχει βέβαια, πάντα, η παρωδιακή επανάληψη τής πατρικότητας όπως στην διαστροφή (όπως μας την επισημαίνει ο Δήμος) αλλά ένα άλλο είδος οικειοποίησης τού σημαίνοντος που το παρουσιάζει έστω ως ήδη προσκτηθέν.  
Γι' αυτό και αν παραβλέψουμε τις συκοφαντικές ερμηνείες του παραληρηματικού θρησκευτικού φαινομένου σε μη (εμφανώς έστω) παθολογικά ψυχωτικά υποκείμενα όταν περιορίζονται (ως μόνον συκοφαντικές) στην διάγνωσή τους, χωρίς να τις πετάξουμε στα σκουπίδια ως πάντα μόνον συκοφαντικές, γι΄αυτό λοιπόν μπορούμε να βρούμε εντός της σημειακής παραληρηματικής δράσης του υποκειμένου ένα στοιχείο αυθεντικής συμβολικής ή άλλης τάξης του σημαίνοντος.  
Αυτό είναι έκδηλο ακριβώς στις οριακές περιπτώσεις των υποκειμενικοτήτων εκείνων που χωρίς να έχουν πρόσβαση ή μέθεξη σε έξεις και ψευδευφορικές σωματοποιήσεις (όπως είναι στις κανονικόμορφες ψυχώσεις) δομούν έναν συνεκτικό σύστημα νοήματος, τόσο συνεκτικό που να δομεί ακόμα και πολιτισμούς. 
Η σημειακότητα είναι εξωτερικότητα προς το εμπρόθετο γλωσσικό υποκείμενο, ακόμα κι αν προκύπτει κατά τα φαινόμενα από «μέσα» του. Το φωνητικό ή νευματικό γλωσσικό σημείο δεν είναι σύμβολο ή γράμμα, δεν μετέχει της ενδιάθετης σκέψης αν και η ενδιάθετη σκέψη είναι αδύνατη χωρίς την φωνητική ή νευματική της εκδήλωση.  Αυτό, όπως το εκφράζουμε αποτελεί ήδη ένα παράδοξο. 
Η σημειακότητα, το σημείον δείχνει εναργώς χωρίς να εξαντλεί βέβαια αυτό που ονομάζει ο Λακάν ημι-εξωτερικότητα τής γλώσσας για το ανθρώπινο υποκείμενο. 
Η παραδοξότητα που προκύπτει από αυτή την ημι-εξωτερικότητα του σημείου ολοκληρώνεται (ως παραδοξότητα) όταν δούμε με μεγαλύτερη προσοχή το άλλο σκέλος της που έχει να κάνει με την ενδιάθετη σκέψη από την σκοπιά όμως τώρα τής ίδιας τής ενδιάθετης σκέψης.  
Η ενδιάθετη σκέψη είναι αδύνατη χωρίς το σημείον του σημαίνοντος-γλώσσας (και βέβαια χωρίς την γλώσσα ως «σύνολο»), υπάρχει μια ταυτότητα, αλλά και πάλι, παρά την αναλυτική θεωρητική προσπάθεια των ριζοσπαστών γλωσσοκεντριστών, δεν ταυτίζεται μαζί του, ούτε ταυτίζεται με την γλώσσα (ως «σύνολο»). Υπάρχει εδώ ένα θέμα.  
Η σημειακότητα δεν είναι μόνον μια μορφή υλικής υπόστασης του σημαίνοντος αλλά η ίδια η υλική υπόστασή του ως (ένα) οργανικό και αναπόσπαστο μέρος του.  
Η σημειακότητα, ή το σημείον, αν και προσδιοριζόμενον και ως εστία ή σχετικά απομονώσιμο στοιχείο μέσα στο σημαίνον δεν αίρει την ενότητα τής γλώσσας, δεν αποτελεί ένα ούτως ειπείν αποκομμένον της, όπως λόγου χάριν αποτελεί (σε μια πρώτη αφαίρεση) το αναφορικόν δεικνύον προς το «πράγμα».  
Η ίδια η γλώσσα ως μη αναφορικό σύστημα, ως σημαίνον καθεαυτόν παρουσιάζει ιδιότητες που προσιδιάζουν στο σημειακόν. Από μιαν άλλη φορά των πραγμάτων, από εκείνην του παραδόξου της σχέσης μεταξύ (τής) ενδιάθετης σκέψης και (τής) σημειακότητας όπου το σημειακόν είναι το υπερισχύον που δεν δύναται ωστόσο να κυριαρχήσει παντού (ως ταυτοτικός προσδιορισμός-καθορισμός), μεταβαίνοντας στην διάσταση του σημαίνοντος όπου τούτο περιέχει ισοδυνάμως εντός μιας σχέσης τόσο την σημειακότητα ως σημείον όσο και το σημαίνειν ως νοηματικό κυρίως στοιχείο διαπιστώνουμε ένα αντίστροφο παράδοξο: Αν και το «νοηματικό» στοιχείο του σημαίνοντος τείνει να κυριαρχήσει στην σχέση τούτη, μολοντούτο όχι με τον ίδιο κυριαρχικό τρόπο του σημαίνοντος ως σημείου, δεν μπορεί να το απαλείψει από παντού ακόμα και όταν είναι η κύρια λειτουργία.   
Σε αυτό το παράδοξο που έρχεται να συμπληρώσει το προηγούμενο επανέρχεται, συμπροστιθέμενη τώρα, η εικόνα τής ίδιας τής γλώσσας ως σημείου όταν υπάρχει η αποκοπή τής αναφορικής λειτουργίας.   
Στην πραγματικότητα, το σημείον ή σημειακότητα παράγει τρία αλληλοπλεκόμενα παράδοξα κατά την σχέση πάντα του νοηματικού και του σημειακού σημαίνοντος, ενόσω βέβαια το ένα από αυτά, το αφορών την γλώσσα ως σημειακότητα όπως έχει παραχθεί από την αποκοπή και (διαλεκτική) κατάργηση τής αναφορικής λειτουργίας της, σημαίνει με έναν αντίστροφο ή ερωτηματικό τρόπο το ίδιο το αναφορικό επίκεντρο ή όπως το ορίσαμε αναφορικό «αποκομμένο». 
 
----
 
 
Η (θεωρούμενη από εμάς) λακανική μετατροπή του ε-σύ σε μιαν πανοπτική μορφή ενός εκπέμποντος θεσμικού (κατά την ψυχαναλυτική έννοια) εγώ, με την μορφή πάντα τού σημαίνοντος, δεν σημαίνει βέβαια έναν ευκόλως καταγγελλόμενο εγω-λογισμό του λακανικώς σημαινόμενου (ως) σημαίνοντος.  
Ελπίζω να μην νοείται έτσι η κριτική μας.  
Αλλά και να νοείται έτσι, ας υποθέσουμε ότι έχετε την δυνατότητα να την εκλάβετε έστω υστερόχρονα με μιαν πλαγιότερη κλίση, ας υποθέσουμε λοιπόν πως υπάρχει ένα είδος δυνατότητας να στρίψετε λίγο το βλέμμα σας σε μιαν κάπως περιπλοκότερη κριτική γενικά της εγω-λογίας.  
Είναι βέβαια δύσκολο, αν έχεις συνηθίσει σε μιαν τόσο εκτεταμένη κριτική τής εγω-λογίας και της εγω-πάθειας από το ανθρώπινο γένος και ειδικά μερικές φορές από τους εγωπαθητικότερους εντός αυτού, μετά από όλα αυτά λοιπόν, να καλοδείς μια κριτική της εγω-λογίας όταν μάλιστα απευθύνεται (φανταστικά) σε μια περίπτωση που μάλλον φημίζεται γι' αυτήν ακριβώς την κλίση, την οποία υποτίθεται πάντα υπηρετείς και εσύ, στην προκειμένη περίπτωση ο δικός μας πληθυντικός αγενείας.  
Η κριτική που ασκείται στην θεωρητική εμπλοκή σε μιαν εμπρόθετη και εκπεμπόμενη σημαινότητα, ή στο σημαίνον ως σημαίνειν υπό την διάκρισή του από το σημαίνεσθαι, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση ως προς την ανάδυσή της αλλά και την ίδια την υπεράσπισή της όταν ακριβώς ξεμυτίσει μπροστά σε τόσο φημισμένα θηρία του Λόγου.  
Είναι δεδομένο ότι (το) πιθανότερο είναι να υπάρξει μια ακόμα βύθιση στην ίδια την απροσωπία που το ίδιο το ιδανικό μιας πραγματικά αφηρημένης σημαινότητας τού σημαίνοντος ως σημαίνεσθαι επιτάσσει, όταν ακριβώς τούτος που ακολουθεί αυτό το ιδανικό το ακολουθεί.  
Το λέγειν ως ένα σημαίνεσθαι του ίδιου του λέγειν, ως δηλαδή ένα σύστημα σημείων που δεν διεκδικεί καμία εμπρόθετη κίνηση/ενέργεια ή την αναζήτηση ενός ε-σύ ως εγώ αλλά ούτε βέβαια την αναζήτηση ενός εγώ, τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από απεμπλοκή από κάθε όνομα ή σήμανση αυτής τής υποδεκτικότητας και από κάθε ατομική προσπάθεια με διακριτό χαρακτήρα;
Η είσοδος στην τάξη του σημαίνοντος δεν είναι μια συνολική έξοδος από την τάξη του φυσικού αλλά εμφανίζεται και λειτουργεί ως να είναι τούτο και ίσως κατά κάποιο τρόπο να είναι τούτο, αλλά το γεγονός ως γεγονός δύναται επίσης να προσδιορισθεί από τον εκάστοτε εισαγόμενο ή εισαχθέντα, άρα και μετέχοντα εις αυτή, με έναν διαφορετικό τρόπο.  
Πράγμα εξάλλου έντονα τονισμένο (σ)την εποχή μας όπου η «προσωπική ετερότητα» κατά την συγκρότηση τής σχέσης με τον Λόγο (ή το λέγειν) είτε αφορά στην εισαγωγή στην τάξη του είτε την υπόλοιπη ζωή «εντός» του είναι η αγαπημένη κοινοτοπία διαφόρων (θεωρητικών, ιδεολογικών ή μη) υποκειμένων.  
Δεν θα έπρεπε να αποδίδουμε μεγάλη σημασία σε αυτό καθαυτό γεγονός (αυτού του τύπου) τής «προσωπικής ετερότητας» αλλά αναγκαζόμαστε λόγω ίσως και της θλιπτικής παρουσίας αυτής τής γενικής κοινοτοπίας και μάλιστα (αναγκαζόμαστε να αναφερθούμε) λόγω της γλισχρής και αδιόρατης παντοδυναμίας της σε διαφορετικούς (μεταξύ τους) ιδεολογικούς, κοσμοθεωρητικούς κ.λπ «χώρους».  
Είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει εδώ, παρά το φαιδρό τής υποθέσεως, ένα είδος δικαιώματος, κατακτημένου όπως το γενικό δικαίωμα ψήφου, το οποίο οφείλουμε να σεβαστούμε και να κατανοήσουμε, αλλά τούτος ο σεβασμός και περισσότερο η κατανόηση, δεν πρέπει από την άλλη μεριά να μας εμποδίζει να θέτουμε συνεχώς το άλλο, ουσιαστικότερο ερώτημα ή μάλλον την αρμαθιά των ερωτημάτων που συγκεντρώνονται στο εξής: 
Γιατί αυτή η είσοδος και η μέθεξη των υποκειμένων στην τάξη του σημαίνοντος λαμβάνει έναν τόσο οδυνηρό και ασυνάρτητο χαρακτήρα;  
Νομίζω πως οι (δομιστές, μεταδομιστές κ.λπ) κοινωνιολόγοι, ψυχαναλυτές (ειδικά οι τελευταίοι) μετά την λακανική ιστορική παρέμβαση (και όχι μόνον) έχουν πολλά να πούνε, ίσως να έχουν μισοανακαλύψει έναν τρόπο ερμηνείας και πηδαλιούχησης ενός τέτοιου συστημικού προβλήματος, και το κυριότερο κινούνται (ορθώς) τουλάχιστον σε αυτό, στο ότι δεν υποκύπτουν στον συνήθη τρόπο/δρόμο που περιστρέφεται γύρω από το ούτως εννοούμενο «δικαίωμα βιωματικής ψήφου» κατά την είσοδο και μέθεξη στον Λόγο ή τάξη του σημαίνοντος.  
Αλλά, όπως έχουμε πει άπειρες φορές, ενοχλητικώς, ακόμη και τούτοι μάλλον έχουν υποχωρήσει όχι τόσο στην «ψευδοβιωματική» θεώρηση και θέση όσο στην εννόηση τής ίδιας τής τάξης του σημαίνοντος κυρίως ως μια εμπρόθετης υποκειμενικής ενέργειας.  
Ο Λόγος ή το λέγειν, με αυτόν τον τρόπο, αν και δεν είναι ένα υπερ-κείμενο κάποιων ατομικών εσωτερικοτήτων που συναντώνται στο σημαίνον σημείο του έχοντας όμως ξεκινήσει από κάποια υπόσταση, αν και δεν είναι λοιπόν μια υπόσταση με την υποτιμητική έννοια που της προσέδιδε ο Χέγκελ, παραμένει ένας Λόγος με υποστασιακές πτυχώσεις, αφού παραμένει ωστόσο ένας Λόγος ενεργειών και εμπρόθετων βλέψεων ακόμα κι όταν αναλύεται ή «μετα-βιώνεται» ως ένα σύστημα σημειακών σημαινόντων χωρίς άμεση ή ακόμα και έμμεση αναφορικότητα προς το αντικειμενικό πεδίο (των πραγμάτων).  
Το κατώφλι τής σημειακότητας είναι ούτως αξεπέραστο για τον Λόγο ως ομιλείν, ένα όριο όπου υπάρχει σύγχυση και μετάβαση προς μιαν αναφορικότητα, λες και η αντικειμενικοειδής αλλοτριωτική αναφορικότητα δεν είναι ακριβώς απορρέουσα από την σημασία όταν αυτή «απαρνείται» την ανάγκη τής σημειακότητας ως σημειακότητας, ως σημείου.  
Το υποκείμενο, όπως μας το λέει και ο Λακάν, προσλαμβάνει την γλώσσα ολόκληρη και όχι κομμάτι κομμάτι, ακόμα κι όταν στην χρονική διαδοχή και αλληλουχία μπορούμε να διακρίνουμε μερικότητες και διαδοχικές προσλήψεις. Αλλά ό,τι είναι προσλαμβανόμενο ως ένα σύνολον, ας μη πούμε ως μια ολότητα, δεν μπορει παρά να έχει μιαν αντίστοιχη οντότητα με το προσλαμβάνον, δεν μπορεί παρά να υπάρχει δηλαδή μια σχετική και πάντα ασύμμετρη ομοιότητα ως προς την καθολικότητα των συσχετιζόμενων οντοτήτων (γλώσσας και υποκειμένου). 
Το πρόβλημα σε μια τέτοια διόδευση του προβλήματος έγκειται στο τι σήμαινε και ίσως ακόμα σημαίνει ως εγχείρημα ερμηνείας. Υπάρχει ένα είδος (σεβαστής) γλωσσολογίας που ανακαλύπτει προϋπάρχουσες (βιολογικές) δομές υποδοχής της γλωσσικότητας ή γλώσσας, αλλά και άλλες μη σεβαστές πια νεομεταφυσικές περί την ανάδυση τής γλώσσας ως ανάδυσης του Είναι κάποιου όντος που αν και δεν προϋπάρχει μάλλον προϋπάρχει κ.λπ  
Αυτό που μένει εκτός θεωρητικού νυμφώνος σε τέτοιες εποπτείες είναι το ίδιο το γεγονός τής τερατώδους και υπέρμετρης οντότητας του σημαίνοντος σε σχέση με το υποτίθεται έτοιμο να το υποδεχτεί υποκείμενο.  
Αυτή την ανισότητα και αυτό το ενοχλητικό παράδοξο και τερατώδες είναι κάτι που ο Λακάν το εντόπισε και το ανέδειξε μάλλον πολύ καλά, μπορώ να πω πως με έχει πείσει ότι το έχει καλοκαταλάβει στις συγκεκριμένες του υποστασιοποιήσεις ακριβώς μάλιστα γιατί παραμένει ταγμένος στην υπόθεση της συνέχισης τής σχέσης μας με το τερατώδες του σημαίνοντος παρά το τερατώδες του.  
Το ζήτημα βρίσκεται ίσως σε μιαν αντίθετη κατεύθυνση ή φορά, κατά την εξέταση τής ίδιας της υφής του σημαίνοντος ως παραμένοντος στην αποκοπή του από το σημαινόμενον, το πράγμα-πράγμα (με την κοινότοπη έννοια του όρου).  
Δεν βρίσκεται βέβαια στην επιστροφή σε μιαν λυτρωτική αναφορικότητα προς αυτό το πράγμα, όχι γιατί τούτη δεν είναι ενίοτε λυτρωτική, αλλά γιατί δεν εξηγείται έτσι τίποτα, επιστρέφουμε σε ένα μηδέν το οποίο δεν μπορεί να γίνει εκκίνηση ή επανεκκίνηση.  
Το ερώτημα είναι το λέγειν ως Λόγος και ο Λόγος ως λέγειν εντός μιας δαιδαλώδους διαλεκτικής, ρητορικής και (εν συνόλω) γλωσσικής δομής, όπου εμπλέκονται όμως όλοι οι άνθρωποι ως νομιζόμενα εμπρόθετα υποκείμενα, όλοι οι άνθρωποι. 
Βλέπουμε πως ακόμα και η χρήση όλων των τεχνασμάτων ή νέων γνώσεων «αποστασιοποίησης» από την δογματική ή φενακιστική χρήση του Λόγου, η ψυχοκριτική, η παιγνιώδης ζώσα κριτική ή ζώσα αυτοκριτική τού λέγειν μπορεί ανετότατα να καταλήξει, όπως και κατέληξε, σε μια νέα νοηματοδοσία και σε ένα νέο δόγμα το οποίο αν και μη θεωρητικόν και ιδεολογικόν τελικά μετατρέπεται/μετατράπηκε και αυτό σε μιαν ιδεολογία της αυτοαναφορικότητας.  
Είναι σαν να είναι μοίρα του Λόγου να καταντά, ναι, να καταντά μια ιδεολογία ενός όχλου εκλαϊκευτών και ιδεολόγων που αρέσκονται όχι στις ιδεολογικές πολεμικές και την ευφάνταστη ρητορική πολεμική αλλά σε έναν λεκτικό αυνανισμό που αν και συντελείται σε ομαδική θέα δεν παύει να είναι αυνανισμός.  
Και ο αυνανισμός μέσα στην ζωή είναι, δε λέω, αλλά υπάρχει πρόβλημα κατάταξης της δραστηριότητος τούτης, εφόσον όταν συντελείται πρέπει όπως και να το κάνουμε να υπάρχει επίγνωσή της ως είναι.  
Εν πάση περιπτώσει, πέραν των αναγκών αυτοϊκανοποίησης, το ζήτημα παραμένει ως ζήτημα νομίζω περιορισμού, μου κάνει δε μεγάλη εντύπωση που αντί να αποζητείται ο περιορισμός του Λόγου ως λέγειν, όχι σε όγκο αλλά σε ποιοτικές ποικιλομορφίες, η λύση αναζητείται στο αντίθετο, σε μιαν ολοένα επεκτεινόμενη πολυμορφία, και αυτό δεν αφορά μόνον στην επιστήμη ή την θεωρία αλλά και στην ίδια την καθημερινή ζωή.   
Ο Λόγος δεν είναι ελευθερία, πάντως όχι μια τέτοια ελευθερία, και θα ήταν πραγματικά σωτήριο για πολλούς να κατανοούσαν ότι αν μετείχαν σε κάποια υποβλητική επαναληπτικότητα απαράλλακτων γλωσσικονοητικών μορφών όπου η δική τους δημιουργική μέθεξη θα περιορίζονταν σε ένα γράμμα ή σε μια υποσημείωση ή σε μιαν ανάσα ακόμα, θα ήταν περισσότερο «ελεύθεροι» από ό,τι είναι επιδιώκοντας να είναι διακριτά υποκείμενα εντός του. 
Βέβαια, εδώ πιάνουμε ακόμα και πραγματικά τέρατα του Λόγου όπως ο Λακάν και θέλουμε να ανακαλύψουμε τέτοια πράγματα, φανταστείτε τι θα ανακαλύπταμε σε άλλους, ίσως και στον εαυτό μας, όταν βλέπαμε πως κινούμαστε στην στάσιμη θάλασσα του βερμπαλισμού όχι μόνον, όπως λέει ο Λακάν ο ίδιος, επειδή επιθυμήσαμε να δώσουμε νόημα υπέρ του σημαινόμενου αλλά πλέον και για τον αντίθετο λόγο, γιατί επιθυμήσαμε να δώσουμε νόημα ή απλά βάρος και στο σημαίνον ως σημαίνον.  
Γιατί, αν δεν υπάρξει μια νέα λήθη μέσα στο ον της ομιλίας, πείτε μου, αν δεν υπάρξει μια πραγματική και μαστόρικη ανωνυμία που δεν είναι ανωνυμία με τα μάτια σε κάποια οθόνη ή του θεάματος ή του θεάματος του αντιθεάματος, τότε πως θα υπάρξει ένας λόγος που θα είναι Λόγος
 
 
----


Η ανάδυση της τάξης του σημαίνοντος ως εσωτερικής σημαινότητας, δηλ. τής τάξης τού σημαίνοντος ως να ήταν/είναι σε οντική διάκριση προς την αναφορική/σημασιακή λειτουργία του λέγειν, δημιουργεί μιαν διαλεκτική εικόνα τής ίδιας τής τάξης τού σημαίνοντος, η οποία φέρει «εντός» της (ως εικόνα) το ούτως εμφανιζόμενο σημαίνον ως σημείον.  
Το αμιγώς αυτοσημαινόμενον της τάξης τού σημαίνοντος ως διακρινόμενης-τής-αναφορικής-λειτουργίας τού λέγειν εμφαίνεται στην ίδια την διαλεκτική λειτουργία της σήμανσης εντός τού σημαίνοντος (τής τάξης τού σημαίνοντος σε διάκριση προς την πραγματική ή υποτιθέμενη «εξωτερική» αναφορικότητά του) κατά την διάκρισή του σε πάθος και ενέργημα, εφόσον είτε ως σημαίνειν είτε ως σημαίνεσθαι το σημαίνον παραμένει αμιγές από κάθε εξωτερική αναφορά.
Όμως, τούτη η μετατροπή του εσωτερικού ούτως ειπείν (και αφαιρετικώς ειπείν) σημαίνοντος ολοκληρώνεται και ως προς την εσωτερικοποίησή της αλλά και ως προς την αποκάθαρσή της από κάθε εξωτερικο-αναφορική λειτουργία όταν το διαλεκτικό δίπολο μεταξύ ενεργείν και παθείν εντός αυτού του ειδικά αφαιρετικοποιημένου-ως εσωτερικού σημαίνοντος σχηματίζεται ως δίπολο υπό την κυριαρχία του παθείν (του). 
Όταν δηλαδή το παθείν (τούτου) τού (εσωτερικού) σημαίνοντος είναι τούτο που προσδιορίζει-καθορίζει το ενεργείν του, τότε δεν υπάρχει κανένας εξωτερικός αναφορικός (ή αναφορισιακός) λειτουργικός προσδιορισμός-καθορισμός του, και αυτό συμβαίνει διότι το παθείν αν και δύναται να περιέξει και ενεργητικούς προσδιορισμούς-καθορισμούς δύναται επίσης να μην τους περιέξει. Το ενεργείν δεν δύναται να μην περιέξει το παθείν, ενώ το παθείν δύναται να μην περιέξει το ενεργείν.  
Το ασυνείδητο δεν έχει αντιφάσεις, αλλά (κατά την άποψή μας πάντα) μόνον αν ως δομή του σημαίνοντος η οποία έχει εντός της τόσο το σημαίνειν όσο και το σημαίνεσθαι έχει ως δεσπόζουσα πολικότητά του το παθείν, ήτοι το σημαίνεσθαι, εφόσον μόνον τούτο (το παθείν-σημαίνεσθαι) δύναται, συμφώνως προς τα προηγούμενα, ως τάξη του σημαίνοντος, να σημαίνει την απόλυτη μετωνυμία, μιαν μετωνυμία χωρίς ούτε ένα στοιχείο ενεργητικής άρα μεταφοροειδούς δυνητικότητας.  
Τι άλλο όμως από σημείον μπορεί να είναι ένα λογικό ή γλωσσικό στοιχείο ως έχον τέτοιες ιδιότητες; και μάλιστα τι άλλο από ένα αμιγές σημείον, το οποίο ωσαύτως μας διοδεύει σε μιαν έννοια ακόμα ακόμα και μιας ενέργειας ενός αμιγώς σημαίνειν;  
Ένα δια του απολύτως παθείν-σημαίνεσθαι αμιγές σημείον που εκπέμπει ένα αμιγές σημαίνειν.
 
 
 ----
 
 

Όταν εξετάζουμε την αρχική διαμεσολάβηση τού γλωσσικού φαινομένου ή συστήματος διαμορφώνουμε νοητικά την αφαιρετική διάκριση μεταξύ (τής) εσωτερικής σημαινότητας και (τής) αναφορικής (ή σημασιακής) λειτουργίας προσδιορίζοντας το αρχικά εμφανιζόμενον στην διαλεκτική διείσδυση ως το στοιχείο του σημαίνεσθαι.  

Θα μπορούσαμε να πούμε, ήδη από την αρχή-αρχή του προσδιορισμού μας, πως εντός αυτής τής εσωτερικής σημαινότητας το σημαίνειν και το σημαίνεσθαι υπάρχουν αν και εννοιακά αλληλοπροσδιοριζόμενα ως ισοδύναμα ποιοτικά στοιχεία προσδιορισμού.  
Ούτως, θα ήταν δυνατόν στο εσωτερικό αυτού του θεωρούμενου ως (σχετικά) κλειστού υποσυστήματος, όπως είναι η γλώσσα, να διενεργούνται «εξ'αρχής» (νοούμενες και συμβαίνουσες) σημάνσεις τόσο από την «έποψη» ή πτυχή τού σημαίνειν όσο και από την «έποψη» ή πτυχή τού σημαίνεσθαι, όπου μάλιστα θα ήταν δυνατόν να νοηθεί η μεταξύ τους συσχέτιση ως αφορώσα έναν βαθύτερο ούτως ειπείν αλληλοκαθορισμό.  
Επιλέξαμε ωστόσο να αφαιρέσουμε από τον εκκινη(μα)τικό (αυτο-)προσδιορισμό τής εσωτερικής σημαινότητας την αρχική ταυτότητα ενεργητικής και παθητικής σήμανσης, χωρίς ωστόσο να την αποκλείσουμε στην πορεία ως διαλεκτικό «καθήκον» που πραγματώνεται (και πραγματώθηκε εν μέρει, από εμάς, δια τής αμέσως ακολουθούσας σήμανσης του σημαίνεσθαι ως «ωστόσο» αμιγούς σημαίνειν-σημείου), διότι σκοπός μας είναι να εννοήσουμε την σημαινότητα τούτη και ως μιαν ριζική άρση τής ίδιας τής σήμανσης και τής σημαινότητας εν γένει ως ενεργητικών εμπρόθετων ενεργειών. 
Η ίδια η υπόσταση τής σημαινότητας αν ιδωθεί από την σκοπιά τής ζωής της δεν υπερβαίνει απλά την τυπικά έλλογη και ενίοτε «μεταφοροειδή» επιφάνειά της αλλά και κάθε τύπο μετωνυμικής λειτουργίας αν τούτος εννοηθεί αν και σε ένα μη ενεργητικό πλαίσιο αναφοράς (ως) διατηρών ωστόσο έναν βαθμό ενέργειας και αντανακλούσας προσδιοριστικότητας.
 
 
----
 

Φανταστείτε εντός ενός σημαίνοντος να υπάρχει μεν ένα είδος αποκλεισμού του σημαίνειν (αναφορικά) το (εξωτερικόν τής γλώσσας) ον ή πράγμα, αλλά παρά ταύτα να διατηρείται εμμέσως ένας βαθμός ενέργειας που δίνει ούτως ξανά ζωή στην αναφορική λειτουργία, εντός πλέον των τειχών τής υποτιθέμενης μη αναφορικής, άρα και μη μεταφορικής σκέψης ή μάλλον γλώσσας που συγκροτείται και ερμηνεύεται άρα υπό τον γενικό όρο μιας (εσωτερικοποιημένης, και έμμεσα ενεργητικής) μετωνυμικότητας. Κατά την δική μας ερμηνευτική οπτική υπάρχει ένα σημειακό υπόβαθρο συμπλοκής των νοητικογλωσσικών δομών και λειτουργιών, το οποίο αν και μη τυπικά έλλογο ή μεταφοροειδές, αλλά ούτε και ενεργητικά μετωνυμικό, περιέχει και την μετωνυμία και έναν Λόγο ή ένα έλλογο, χωρίς πάλι να κείται υποχρεωτικά ή αποκλειστικά εκτός του φάσματος του ασυνειδήτου.

Η χρήση άρα τής παθητικής φωνής ως εκκινηματικού προσδιορισμού δεν είναι τυχαία, αν και βέβαια δεν θα πρέπει να παραμείνει άλλο από όσο χρειάζεται για να ερευνηθούν και να «ελευθερωθούν» τα εξεταζόμενα πράγματα τής έρευνας.  
Οι αλυσίδες τού σημαίνοντος είναι αλυσωμένες στην μεγάλη μετωνυμία τής γλωσσικότητας ως-προς την σημασία ως αντιπρόσωπο μιας δεικνυόμενης πραγματικής πραγματικότητας, συνήθως μιας χιμαιρικής πραγματικότητας, η οποία (σημασία) με την σειρά της όπως παρουσιάζεται ως σχεδόν πάντα χιμαιρική είναι αλυσωμένη στις αλυσώσεις που συγκροτούν οι αλυσίδες τού σημαίνοντος, και έτσι πάει ως να σταθούμε στις πιθανές σημειακές κεντροποιήσεις που φανερώνουν το γεγονός του λέγειν εντός των ίδιων των αλυσώσεων και όχι εντός τής αναφοράς τους ή κατάληξής τους στην σημασία. Ήδη, πριν ακόμα φανερωθεί η χιμαιρικότητα τής αναφοράς, έχουμε μια αποκοπή από την ενότητα του λέγειν όπως μας παρουσιάζεται ως αδιαμεσολάβητο πράγμα, το αναφορικόν τού λέγειν δεν είναι ουσιαστικά μέρος του λέγειν, θα έλεγε κανείς πως είναι ένας αντιπρόσωπος ενός τινός όντος έξω από την γλώσσα, αλλά με την έννοια που έχει τούτο το ον ως ένα γενικό και αφηρημένο, άρα απροσδιόριστο ον, που είναι να προσδιορισθεί. 
 
 ----
 
 
Η γλώσσα ως ενότητα λέγειν και αναφοράς αποκρύπτει αρχικά την ουσία τής που είναι το λέγειν ως σημαίνουσα εσωτερικότητα, ως το σημαίνεσθαι-εντός-του-λέγειν σε διάκριση προς το σημαίνειν κάτι, και έτσι το σημαίνειν είναι από τη σκοπιά τής πρώτης και αμεσότερης υπέρβασης αυτής τής απόκρυψης ένα αποκομμένο σημείον τού λόγου που εξακοντίζεται χωρίς άμεση αναφορικότητα σε κάτι εξωτερικό αυτού (του λόγου-λέγειν), το οποίο όμως είναι να προσδιοριστεί ως ενικό ατομικό ον. Αλλά όμως ούτως, σε μια μεταγενέστερη εννόηση, το λέγειν ως το σημαίνεσθαι-εντός-του-λέγειν μας παρουσιάζεται ως ένα αμιγέστερο και σημείον και σημαίνειν από εκείνο τού σημείου που προσδιορίσαμε αρχικώς ως αποκομμένο σημείον.
Γιατί όμως;
Το σημαίνεσθαι-εντός-του-λέγειν δεν έχει καμία μείξη με κάτι εκτός αυτού, και άρα συγκροτείται ως σημαίνεσθαι ως μια (ανασυγκροτημένη διαλεκτικά και) τροποποιημένη από την αρχική αδιαμεσολάβητη έννοια τής ενότητας σημαίνειν και σημαίνεσθαι αλλά και από την άμεση μορφή τής (πρώτης, διαλεκτικής) υπέρβασης αυτής (τής αδιαμεσολάβητης ενότητας), εφόσον με την δεύτερη (υπερβατολογική-διαλεκτική) διαμεσολάβηση της διαλεκτικής αποκοπής που εμφανίζουμε «τώρα» το σημαίνεσθαι ενός σημείου εντός του λέγειν σημαίνεται μεν από ένα σημαίνειν αλλά και τούτο (το επιτελόν τον ρόλο του σημαίνειν εντός τής σημαίνουσας εσωτερικότητας) είναι πάντα ταυτά ένα σημαίνεσθαι από το ίδιο το σύστοιχο «γλωσσικό» αντικείμενο που σημαίνει. 
 
----
 
 
Η γλώσσα ως διαλεκτική οντότητα, ως ανασυγκροτημένη-από-την-διαλεκτική παρουσία, είναι ένα κλειστό υποσύστημα που προσομοιάζει ή προσιδιάζει προσομοιωτικώς σε ένα κλειστό βιολογικό υποσύστημα. 
Η ενότητα σημαίνεσθαι και σημαίνειν μπορεί να γίνει κατανοητή εάν κανείς δεχτεί αρχικά την διάκριση μεταξύ (τού) σημαίνεσθαι-εντός-του-λέγειν και (τού) σημαίνειν ως αποκοπή-προς-το-πράγμα, αν δηλαδή ορθώσει μιαν εσωτερικότητα του σημαίνειν με τον μοναδικό τρόπο που είναι τούτη αρχικά ορατή από την νοήση > δια του διαχωρισμού σημαίνουσας εσωτερικότητας και αναφορικής λειτουργίας, αν και είναι (όχι και τόσο εύκολα) προφανές πως τούτη η αποκοπή δεν εξαντλεί ούτε το θέμα τής αναφορικότητας ούτε το ομόλογο με την λειτουργία αυτή θέμα της σημασίας. Θα εξετάσουμε το ζήτημα τής εσωτερικότητας της σημαινότητας σε συνάφεια προς την σημειακότητά της, σε συνύφανση και συνάφεια δηλαδή προς την παραγωγή της ως σημείου, ως ενός όντος που παραμένει στην εσωτερικότητα αιρόμενο διαρκώς ως προς αυτήν, ούτως ώστε να δούμε τις δυνατότητες εννόησης της σημασίας και του σημείου σε ένα ευρύτερο αναγωγιστικό αλλά όχι αναφορικό πλαίσιο. 
 
 
----
 
 
Υποδέχομαι την ρηξιγένεια του κόσμου εντός τού σημαίνοντος σημαίνει:  
Υποδέχομαι την αποσπασματικότητα τού ίδιου του σημαίνοντος όπως προκύπτει από τούτη την ρηξιγένεια σε ένα πλαίσιο που δεν αίρει το σημαίνον-ως-σημαίνον υπό κανέναν όρο.  
Αλλά για να γίνει αυτό, και να μην αποτελεί η θεωρούμενη ως υποδεκτικότητα μιαν υπόσχεση, πρέπει ακριβώς να παραμείνει η υποδεκτικότητα ακέραια. 
Πρέπει λοιπόν να μην υπάρχει κανένα ούτως ειπείν αδιατάρακτον στην πορεία του σημαίνοντος ή στο σημαίνον ως την κεντρική οδό συγκρότησης τού ανθρώπινου (τού) κόσμου.  
Το σημαίνον είναι να υποδεχτεί το ον του κόσμου αν είναι να σημαίνει το ον όπως είναι ως σημαίνον, ήτοι ως ένα πλέγμα σημαινόντων και σημείων εντός τού οποίου διενεργούνται και επιτελούνται συνεχείς αναστροφές και ρήξεις, κενώσεις και πληρώσεις και ξανά κενώσεις, εκμηδενισμοί θεμελίων και αναθεμελιώσεις και ξανά ξεθεμελιώσεις.  
Το σημαίνον δεν «κλείνει ραντεβού» με έναν ταραχώδη κόσμο, είναι το ίδιο ως σημαίνον ήδη ένα ταραχώδες γίγνεσθαι χωρίς την διαμεσολάβηση αυτού τού ταραχώδους κόσμου σαν τούτος να έρχονταν από έξω για να το «συναντήσει» κάποια στιγμή. 
 Η κεντρική, η λεγόμενη ψυχαναλυτικά ή ψυχαναλυτικοειδώς (ως) πατρική δομή τού σημαίνοντος (το σύνολο των θεμελιακών ρηματικών μορφών, όπως το Είμαι, είναι, γίγνεται, κ.λπ.) είναι το κέντρο τής θύελλας.  
Στην πραγματικότητα τούτο το κέντρο είναι μια θύελλα από θύελλες, εις τις οποίες το εκάστοτε (από τα ειδικά προς την κάθε μία θύελλα) κέντρο, αποτελεί έναν αρμό από θύελλες που συνδέεται με όλες τις υπόλοιπες θύελλες.   
Η ένωση όλων των κεντρικών κατηγορημάτων τής (πατρικο-)ρηματικής συνεκτικοποίησης και διάλυσης τού κόσμου του σημαίνοντος, αν και αδιανόητη ως προς την σφοδρότητά της (υπάρχει σχετικό απόσπασμα στον Λακάν, όπου τούτος υποκύπτει και υποκλίνεται στο σφοδρόν τούτο) μπορεί ωστόσο να εννοηθεί ως μια κατάσταση όπου οι δυνάμεις (πατρικο-)ρηματικής συνοχής του κόσμου-σημαίνοντος δεν είναι απλά ικανές να υποδεχτούν το ρηξιγενές ενός (θεωρούμενου ως) εξωτερικού κόσμου αλλά και να το προκαλέσουν επιτείνοντάς το, εκβλασταίνοντάς το όμως εκ των οικείων ιδιοτήτων τους. 
Όταν ο Ζ.Λακάν διακρίνει τα ονόματα τού Πατρός από τον Πατέρα ως μιαν απλή ή ακόμα και φυσικοποιημένη παρουσία, δεν ανάγει αυτήν του την διάκριση απλά στην μεταξύ συμβολικού/γλωσσικού και πραγματικού διάκριση-διαφορά, όπως την εννοούν όλοι σχεδόν οι μισοδιαβασμένοι άνθρωποι της εποχής μας.   
Είναι σαφές αυτό, αλλά αυτό που δεν είναι σαφές σε όσους τον έχουν κατανοήσει κάπως (και μέσω αυτών των γελοίων ψευδοκλασμάτων που χρησιμοποίησε και χρησιμοποιούν ακόμα οι μαθητές του) είναι ότι το σύστημα διαμεσολάβησης που συγκρότησε έμεινε μετέωρο στο εσωτερικό αυτών των ονομάτων τού Πατρός, και τελικά και εντός του Πατρός ως είναι δια αυτού του συστήματος, και (έμεινε) επίσης απωθόν πάντα την ριζική μηδενότητα που κρύπτεται βρυχώμενη και φλεγόμενη ως ένα θηρίον εντός του Πατρός και των ονομάτων Του βεβαίως.   
Μέσα στα ονόματα του Πατρός, άρα και στον Πατέρα-τού-σημαίνοντος ως ούτως εννοημένον Πατέρα, δεν υπάρχει Τίποτα άλλο από τον ίδιο και την εκ τού Ίδιού Του συγκροτητική και αποσυγκροτητική δύναμή Του.  
Και αν τελικά υπάρχουν ονόματα του Πατρός ως πλήθος του μοναδικού ονόματός Του, είναι γιατί τούτα αποτελούν μιαν απραγματοποίητη προσπάθεια μετάφρασης που παραμένει μεν απραγματοποίητη όπως κάθε μετάφραση ενός κύριου ονόματος όπως μας υποδεικνύει ο Λακάν (και άλλοι) αλλά παράγει αυτή την πολλαπλότητα των ονομάτων Του. 
Η πολλαπλότητα των ονομάτων του Πατρός είναι μια απώθηση τής μη πολλαπλότητάς Του, τού μοναδικού Του ονόματος, και της μοναδικής ουσίας Του που είναι το ενπτυχωμένο εις αυτόν φλεγόμενο συγκροτόν και απο-συγκροτόν, αλλά σε μιαν πάντα ιδιόμορφη, θα έλεγε κανείς παράλογη μορφή, αν τούτη κριθεί από την σκοπιά της αφηρημένης οικουμενιστικής γενικότητας.  
Ας δούμε όμως πάλι τα πράγματα από την ίδια την πατρική σκοπιά (πέραν και των λακανικών συστολών).  
Η πατρική λειτουργία ως λειτουργικό ρηματικό σημαίνον (Είμαι, είναι, γίγνεται κ.ο.κ) δεν δύναται να μεταφραστεί, και τότε, δια των υποκειμενικών (κοινωνικών κ.λπ) ενεργειών εννόησης και σύλληψής της, για να ικανοποιηθούν και τρέχουσες ανάγκες της κοινωνικής κοσμοαντιληψιακής δομής, τούτη πολλαπλασιάζεται νοηματικά, διασπάται σε μιαν ενωτική μεν αλλά σημαίνουσα δε πολλαπλότητα νοημάτων πατρικότητας, και εκ των τελικών αποτελεσμάτων αυτού τού διασκορπισμού παράγεται μια σύνοψη εννόησης που κείται σε μιαν αποφατική ή σημειωτικοφανή (ψευδο-)απάλειψή της ως ενός Εν-ός.  
Οι μορφές του ονόματος τού Πατρός στο λακανικό πλαίσιο παράγονται ως μια πολλαπλότητα, και ταυτόχρονα, αν εδράσουμε στην κάθε μία ξεχωριστά (στο κάθε ενικόν τής λακανικώς εννοούμενης [ως] πολλαπλότητας), παράγονται ως προεργασίες ενός ομοιώματος Πατρός, ο οποίος ως ομοίωμα, ως ένα «προσποιητόν» τής πατρικότητας, δεν είναι μόνον ένα συμβολικό αντικαθιστόν τής φυσικής ή φυλετικής θεότητας.
Η φυσική ή φυλετική (θεωρούμενη ως) θεότητα είναι δομημένη πάνω σε αμιγώς γενεαλογικές και βιολογικές (ψευδο-)διαδοχές και «παραδοχές», είναι άρα στιγματισμένη από μιαν (άμεσα) απολαυσιακή βίωση του θεού, πράγμα που φαίνεται, ή υποτίθεται πως φαίνεται, στις σεξουαλικοθρησκευτικές τελετουργίες των «προ-βιβλικών» λαών.  
Έτσι μας λέει ο Λακάν, ακολουθώντας μιαν μάλλον στερεότυπη αν και όχι πλήρως λανθασμένη θρησκειολογική θέση.
Όταν εξερχόμαστε από αυτό το «βιολογίζον» πλαίσιο εισερχόμαστε, υποτίθεται πάντα, σε έναν άλλο κύκλο διαδοχής των πατρικοτήτων, και τότε, σαν να είναι τούτο το κεντρικό σημείο μιας ώριμης, άρα και καταργημένης ως άμεσης παρουσίας, πατρικής παρουσίας, τότε λοιπόν μετατρέπεται το όνομα του Κυρίου-ημών σε ένα όνομα αυτοκατέχον μιάν (πλήρως;) προσκτηθείσα και αυτοδιαφωτισμένη αναστροφική ουσία τού ονόματος, όπως υπάρχει ας πούμε σε μια γλωσσική ή συμβολική μορφή όταν τούτη είναι διαμεσολαβημένη από την επίγνωση της ομοιωματικότητάς της.  
Μην φαντάζεστε βέβαια πως τούτη η επίγνωση κατακτάται όπως μια (φιλοσοφική ή επιστημονική) γνώση ακόμα κι όταν τούτη (η γνώση) είναι μετέχουσα στην «νέα γλωσσολογία». Αυτή είναι η λακανική πορεία-των-ονομάτων-στο-όνομα, και είναι πραγματικά κωμικό να βλέπεις πως ένας ακόμα πλουραλισμός τής ιστορικής πορείας του «πνεύματος» καταλήγει πάλι σε έναν καθηγητή και μάλιστα ψυχίατρο. Βέβαια δεν υπάρχει εδώ η παραδοσιακή φιλοσοφική μεταφυσική τής εμφάνειας/προφάνειας, σε καμία περίπτωση, αφού αυτές οι διαδοχές είναι για να συμβαίνουν πάντα όσο υπάρχει η ανάπτυξη των υποκειμένων προς μιαν «ομοιωματική» ωριμότητα.
 
 ----
 
Δύστυχοι και άτυχοι συνάνθρωποι, ένα έχω να σας πω: Δεν πέθανε απλά ο Λακάν, και δεν άφησε διαδόχους όπως ο Χέγκελ, αλλά μετενσαρκώνεται διαρκώς σε ένα ολοένα αυξανόμενο πλήθος Λακανίσκων οι οποίοι δεν επαναπαύονται μόνον στην ταπεινή θέση των υποδεχόμενων το απόλυτο τέλος όπως αυτό συνέβει μέσα στο σαρκίον του πνεύματος του διδασκάλου τους, αλλά είναι επιφορτισμένοι να το φέρνουν (αυτό το λακανικόν τέλος) κάθε φορά και σε κάθε εποχή όπου αμαρτωλοί μικροάνθρωποι ή και μικρολαοί έχουν την τάση να παλινδρομούν σε προγενέστερα στάδια βιώσεως και εννοήσεως των ονομάτων του Κυρίου-τους, του σχεδόν πάντα προερχομένου από κάποια Δύση.  
Αλλά ας μην οργιζόμαστε, ή ας μην οργιστούμε καθόλου, αφού πέρα από τις ιστοριοδιφικές μισολαθροχειρίες του κυρίου Ζακ υπάρχει εδώ το κωμικόν τής αναβιώσεως του Λόγου ως διαδοχής από το κατώτερον εις το ανώτερον, και τούτο πρέπει να μας κάνει να είμαστε χαρούμενοι, αν και σαρκαστικοί, διότι αν ένα πράγμα φαίνεται πως θα επιβιώνει ακόμα και διά τέτοιων αναβιώσεων είναι η πίστη των ανθρώπων σε Έν-α Όνομα.  
Και το όνομα-του-Πατρός ως ονόματα-του-Πατρός υποβληθέν εις το έκθαμβον κοινόν τού μακαρίτη κυρίου Κυρίου Λακάν είναι στην πραγματικότητα Έν-α.  
Και τούτο μεταφράζεται στις εκλαϊκευτικές ερμηνείες του Υιού του, κυρίου μικρού α Μιλλέρ, όταν ερμηνεύοντας ορθώς τας αποκαλύψεις του πατρός του θέτει επί τής ουσίας ως ψυχωτικόν φαινόμενον, πάνω στο κρεβάτι του ασθενούς, όλη την ανθρωπότητα πριν την μεταδυτική Δύση αλλά και την παρούσα ανθρωπότητα ως δυνητικά/πραγματικά ψυχωτική όσο δεν υποτάσσεται εμπράκτως στην ανάγκη τής λεγόμενης αποκάλυψης και καταπολέμησης της «διάκλεισης του ονόματος του Πατρός».
Το κατά Λακάν-Μιλλέρ ασθενές (ως ψυχωτικόν) άτομο, ή η δυνητικά/πραγματικά ασθενής (ως ψυχωτική) κοινωνία, είναι ασθενές/ασθενής διότι δεν έχει κατορθώσει να διαφύγει τού αρχέγονου Πατρός και των παλαιών αμαρτωλών ή αμαρτωλοειδών ονομάτων Του, άρα έχει αποτύχει να υπερβεί τον Πατέρα δια της ονοματι-κής οικειοποίησης και ταυτά εξάλειψής του ως αεί άμεσα ή «φυσικά» παρόντος.  
Έτσι περιγράφεται το όλον λακανοειδές σχέδιον θεραπείας μη-θεραπείας, εν πάση περιπτώσει τής περιφήμου μεταβίβασης, ήτοι του σχεδίου να πάρουν και οι λακανικοί την εξουσία. Έχουν ξεχάσει, όπως έχουμε δει, κάποια πραγματάκια, όπως και άλλοι τα ξεχνάνε πάντα, τα οποία θα δούμε πάλι, έχοντας αυτή την σκιαγράφηση, που σας παρουσιάσαμε εδώ, στο χέρι.   Και αυτά έχουν το ίδιο θέμα, και επίκεντρο, το Εν ή Εν-Μηδέν, και πρόκειται να ειπωθεί άλλη μια φορά από εμάς ως ο πυρήνας του Πατρός, του εκάστοτε Εν-ός Πατρός.  
Η ίδια η υφή τού σημαίνοντος ως νοήματος εκβάλλει στον πυρήνα μιας θύελλας ιδρύσεων και καταστροφών τού κάθε όντος.  
Η καθημερινή ζωή η ίδια είναι ένα σύστημα διαρκούς ανάδυσης και απώθησης αυτής τής δύναμης που δεν θα την ονόμαζα δημιουργική, μόνον και μόνον για να μην μείνει απαρατήρητο και νεκρό τελικά το βάραθρο του ρήματος η πτήση του στους ουρανούς τής καταστροφής που κρύβει μέσα του ως κεντρική μορφή τού σημαίνοντος.   
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό, το σημαντικότερο είναι ίσως να παραμείνουμε στην (παρουσιαζόμενη ως) ταυτοτικολογική ή ταυτοτικογλωσσική επικράτεια τού σημαίνοντος-ως-σημαίνοντος για να αφήσουμε να ριζώσει γερά μέσα στα μυαλά και τις «ψυχές» των άλλων, όλων ημών - συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν θα υπάρξουν ποτέ, το γεγονός τής εξουσίας τού Λόγου ως φυσικού γεγονότος τής ζωής: 
Αυτή η απύθμενη μη φυσικότητα των πατρικορηματικών κατηγορημάτων τού σημαίνοντος είναι τελικά δυνάμενη να γίνει κατανοητή, αν και μη φύση, μόνον ως μια φύση που δεν δύναται κανείς να εκριζώσει αλλά μόνον να την αφήσει να μαραζώνει δια κριτικών και ουτοπικών ονειροφαντασιών που θα εδράζονται και εδράζονται σε κείνη την αδύναμη στάση ζωής που αρέσκεται όλο και περισσότερο, σήμερα, στην γενική καταπολέμηση κάθε έννοιας (περί) φύσης και κάθε έννοιας (περί) ρίζας τής ανθρώπινης ζωής.  
Οπότε, η κριτική της φύσης ή η κριτική στην ιδέα ότι υπάρχει (ανθρώπινη) φύση, ό,τι και να σήμαινε και να σημαίνει ακόμα, δεν είναι δυνατόν να σημαίνει κάτι για τον άνθρωπο ως ον τού σημαίνοντος αν δεν συνοδεύεται από την θεωρητική και πρακτική υπεράσπιση του ακατάλυτου μιας (ανθρώπινης) φύσης, εδραζόμενης (αν και όχι αποκλειστικά) στο ίδιο το σημαίνον εποπτευόμενο εις τις θεμελιακές του λειτουργικές δομές.
Η (διαρκής) συνοδός ομιλία, όπως την ονομάζει κάπου ο Λακάν, δεν είναι το μοναδικόν αλλά, όπως το εννοεί πάλι ο ίδιος αλλά αλλιώς από τι το εννοούμε εδώ, υπάρχει επίσης μια αξερίζωτη παρουσία της ομιλίας μέσα στον πυρήνα του σημαίνοντος, αναδύεται εκ του κεντρικού σημασιοδοτικού, αλλά μη αναφορικού πυρήνα του.  
Η ίδια η διαχρονία όμως αυτού του πυρηνικού λόγου δεν υπάγεται σε έναν κανόνα προόδου, όπως και να τον μεταμφιέζει (λακανικά λ.χ) κανείς αυτό τον κανόνα, αλλά μάλλον το αντίθετο, υπάγεται και υποτάσσεται στην εξουσία-ως-φύση και την φύση-ως-εξουσία μιας δύναμης που είναι η ίδια μια απόλυτη, αν και μερικές φορές ανήμπορη, εξουσία προερχόμενη από μια βαθύτερη δύναμη ίδρυσης που μπορεί μόνον ως πατρική να εννοηθεί.  
Το ίδιο αυτό το βάθος είναι ένα κενό, ένα ρήγμα, ένα βάραθρο, ένα βάραθρο ένα ρήγμα και ένα βάθος ωστόσο που υπάρχει ως το σημειακό κέντρο μιας θυελλώδους διεργασίας, η οποία από την άλλη μπορεί να υπάρξει ως θυελλώδης και ως διεργασία δημιουργίας μόνον αν έχει «μέσα» της το κενό το ρήγμα το βάραθρο, έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι αυτό όλο ως όλον-χωρίς-μέρη δεν είναι δυνατόν να μην είναι εξουσία, δεν είναι δυνατόν αν και μη φυσικό με την τυπική έννοια (δεν είναι λ.χ έμφυλο) να νοηθεί πέραν του προσδιορισμού τής φύσης. 
Η παρουσία του πατρικορηματικού σημαίνοντος, ή του σημαίνοντος ως πατρικορηματικής λειτουργίας, είναι ακατάλυτη ακόμα και εκεί όπου καταργείται η αμεσότητά Του. 
Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως ακριβώς η διαμεσολάβηση τής πατρικότητας από την απόσπασή της από κάθε ερωτικοσωματική ή ερωτικοσωματοειδή σημασιοδότηση όπως τούτη συνέβαινε στις σεξουαλικομυσταγωγικές τελετουργικές θρησκείες των προ-βιβλικών λαών, είναι αυτή (ως απόσπαση) που μετατρέπει την παρουσία του Λόγου-ως-Κυρίου σε ασφυκτικότερη και επιτακτικότερη για όλο το φάσμα τής ανθρώπινης ζωής
Η απουσία τού Κυρίου και η ολική κοινωνικο-σημασιακή και υποκειμενική ένταξή Του στο σημαίνον-ως-σημαίνον σηματοδοτεί την απόλυτη παρουσία Του, ή μάλλον την απολυτοποίηση της παρουσίας Του.
 
 
----
 
 
Η διάκλειση του ονόματος του Πατρός ως αιτιακό πλέγμα «παραγωγής» τής ψύχωσης, άρα και κάθε μορφής ψυχωτικίζουσας συλλογικής παθολογίας, ορίζεται (πρώτη φορά, έτσι κι αλλιώς) από τούς λακανικούς ως μια ειδικότερη μορφή έλλειψης του φαλλικού (πατρικού) σημαίνοντος κατά την οποία η πατρικότητα (του σημαίνοντος)(ως αποδίδον και ως υποδεχόμενον αυτή την πατρικότητα) εισβάλλει τρόπον τινά αδιαμεσολάβητη στο σχήμα τής σχέσης σημαίνοντος σημαινομένου ως να είναι το Έν-α όνομα τού Εν-ός Πατρός (σημαίνοντος).  
Κατά την κοινή φροϋδική και λακανική παραδοχή, η οποία είναι και η ταπεινή δική μας παλαιόθεν και τώρα ανασυρόμενη ξανά, δεν υπάρχει ομαλή σύναψη σημαίνοντος και σημαινόμενου/σημασίας αν δεν υπάρξει σταμπάρισμα και μαρκάρισμα (δικές μου εκφράσεις) από τον (συμβολικό ή μη) Φαλλό, ή ευρύτερα από τον Πατέρα ή την πατρικότητα (ως σημαίνον) και βέβαια σύγκρουση μαζί του που συντελείται και υπερβαίνεται (σε μια μοναδική φάση, ως οιδιπόδειο σε συντέλεση) και «έπειτα» το υποκείμενο την «αφήνει» πίσω του.
Συνεπαγωγικά δεν υπάρχει ψύχωση όταν υπάρχει το οιδιπόδειο ως συντελεσθέν, και αν όχι (στενά το οιδιπόδειο) κάποια μορφή πατρικής διαμεσολάβησης και υπέρβασής της αντικαθιστούσα το οιδιπόδειο, ακόμα και όταν λ.χ υπάρχει νεύρωση.  
Όταν δεν υπάρχει έστω νεύρωση, δηλαδή μια αποτυχημένη μορφή συντέλεσης του οιδιποδείου το οποίο επαναλαμβάνεται ή ακόμα και διαστροφή (μια εντονότερη επανάληψη), τότε έχουμε ψύχωση.
Μόνον που στον Λακάν, όχι βέβαια σε απόλυτη ταύτιση ή διάκριση προς τον Φρόϋντ, αυτή η πραγματικότητα τού Φαλλού είναι τόσο αληθινή όσο μια δομή προσποίησης ή ομοίωσης, και αν υπάρξει διατάραξη τούτης τής προσποίησης/ομοίωσης και άρα εισβολή ενός αδιαμεσολάβητου Πατρός ή μάλλον έκλυση τής γενικής απροσδιοριστίας που προκύπτει από την έλλειψη του προσποιητού Πατρός ως του μεγάλου Άλλου (και όχι έλλειψη του πατρός γενικά και αόριστα, εφόσον αυτός μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει, αδιάφορον, ως «φυσική» ή «κοινωνική» παρουσία), αν υπάρχει λοιπόν έλλειψη του Άλλου (του οιδιποδείου) ως του μοναδικού πραγματικά «λειτουργούντος», τότε το «κλάσμα» που «προκύπτει» από την σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου ως διαμεσολαβημένο εκ-του-όντος-του από το κενόν τής σημασιακής πράξης παράγεται ως «κλάσμα» που σημαίνει αποσύναψη σημαίνοντος σημαινόμενου αλλά ταυτόχρονα και την ανώμαλη συνέχιση τής σύναψης αυτής μέσα στο κενόν προς το κενόν ή μη απαντόν στην πλευρά της γλωσσικής (και νοητικής) σημασίας που πάντα παράγεται από τον Άλλον.
Ο άλλος ως τόπος της ομιλίας μεταξύ του εγώ και του ε-σύ υπάρχει ως ο τόπος της σημασίας, και αν δεν μαρκαριστεί αυτός ο τόπος, και η σχέση αυτή ως τόπος, από τον (μεγάλο) Άλλο ή Φαλλό Λόγο, είναι ακατανόητος και γίνεται κατανοητός μόνον ίσως ως σημείο ή σήμα, ο κόσμος του νοήματος γίνεται κόσμος σημείων που όχι μόνον ανταπαντούν «ανοήτως» αλλά κυριεύουν το σύνολο τής επικοινωνίας και της γλώσσας με επιτακτικό τρόπο.  
Για τους λακανικούς και λακανίσκους (λακανικούς και «αντι-λακανικούς») όμως αυτός ο Άλλος μπορεί να υπάρξει «κανονικά» αν είναι μια σειρά από Άλλους ως Άλλος αλλά το κυριότερο αν είναι προσποιητός, ένα όνομα μέσα στο όνομα, ένας Νόμος μέσα στον Νόμο, ένας μη Λόγος τού Λόγου αλλά Λόγος παραταύτα.  
Ακριβώς η έλλειψη του (μεγάλου) Άλλου ως «προσποιητού» σημαίνει τελικά την ψύχωση τήν ίδια.  
Και ο Λόγος ή το σημαίνον-ως-σημαίνον ως ούτως αποκομμένον από το σημαινόμενον ή την σημασία είναι, κατά αυτή την ειδική και απόλυτα σεσημασμένη (εγκληματολογικο-λακανικά) τροπικότητα, μια επιθυμούμενη να πληρωθεί κενή ταυτότητα, μια επιθυμία απόλυτης πλήρωσης ενός απόλυτου κενού, η οποία ακριβώς επειδή διενεργείται σε έναν κόσμο χωρίς την παρουσία της «προσποιητής» πατρικότητας σημαίνει την ψύχωση είτε διενεργούμενη ειδικώς λ.χ μέσω του λογικού θετικισμού ή απλά δια ενός «καθαρού» σρεμπεριανού παραληρήματος. 
Μια πρώτη ματιά:
Αν δεν είναι έτσι, που δεν είναι, και υπάρχει διάρκεια παρουσίας του πατρικο-ρηματικού Λόγου, οι λακανικοί οι λακανίσκοι κ.λπ με την δικαιολογία της θεραπείας της πάθησης με το όνομα: Το Έν-α Όνομα τού Ενός Πατρός με όλα τα συνοδά στοιχεία της, σκοπεύουν να προβούν σε έναν άσκοπο και μη θεραπευτικό (συμβολικό) ευνουχισμό του πνεύματος. Δυστυχώς (και για αυτούς) υπάρχει (ακόμα) το Ισλάμ. Ενδεικτικά το λέω το τελευταίο.
 
 
----

Ο Άλλος δεν είναι το υποκείμενο που ομιλεί στον τόπο τού Άλλου [Ζ.Λακάν, Τα ονόματα τού Πατρός, ελλ.μετάφραση σελ.73].

Συμφωνούμε με αυτή την λακανική θέση, αλλά ήδη στον λακανικό ορισμό του (μεγάλου) Άλλου διαφαίνεται η διαφωνία μας.  
Κατά τον Λακάν στο ίδιο σημείο, ο Άλλος είναι ο τόπος όπου εκείνο μιλάει. Ας μην σταθούμε στο εκείνο.  
Για μας δεν υπάρχει, τουλάχιστον όπως το ορίζουν όλοι οι ψυχαναλυτές.   Δεν υπάρχει ούτε ως μια μορφή μη ύπαρξης, ακόμα και όταν τούτη η μη ύπαρξη βαπτίζεται αλλιώς. Ο τόπος τού Άλλου είναι ο Άλλος, και ο Άλλος είναι ο τόπος τού Άλλου. Μιλάμε πάντα για τον μεγάλο Άλλο και όχι για το υποκείμενο που βρίσκεται στον τόπο αυτό ομιλώντας. Τι είναι εντός τού τόπου αυτού; «Εντός» τού τόπου αυτού δεν υπάρχει, διότι αυτός ο τόπος δεν έχει εσωτερικό πεδίο, ούτε μπορεί να χωριστεί σε εντός και εκτός, σε ένδον και κάτι πέραν αυτού.  
Ο τόπος τού Άλλου ως ο Άλλος υπέρκειται των υποκειμένων ως ένα άνευ βάθους γλωσσικό φάσμα που συγκροτείται από μια σχεδόν απεριόριστη, ή άπειρη σειρά σημείων. Τα σημεία αυτά δομούνται κάπως, δεν είναι δομημένα ωστόσο σαν μια γλώσσα όπως την εννοούμε συνήθως αλλά σαν εκείνο που είναι γλώσσα αλλά ταυτόχρονα ταυτότοπα-ταυτόχωρα δομεί την γλώσσα, πάλι όπως την εννοούμε συνήθως.   
Με αυτή την έννοια ο τόπος αυτός, ή ο Άλλος ως ένα ταυτόν τού τόπου-που-είναι-ο-Άλλος με την ομιλία τού Άλλου ως υπερβαίνουσα την ομιλία του υποκειμένου που (τυχαίνει να) ευρίσκεται στον τόπο του Άλλου, είναι μια γλώσσα που αν και δεν είναι δομημένη ως ένα υπερ-συνειδητόν (ένα παγκόσμιο ή συλλογικό «πνεύμα») ή ως ένα υπερ-ασυνείδητον (το συλλογικό ασυνείδητο τού Γιούνγκ) είναι ωστόσο ένα πέραν τής υποκειμενικής ομιλίας ή «ψυχής» από το οποίο το υποκείμενο αντλεί όλη την δόξα και όλο τον πόνο τής ζωής του σε αναγκαστική μέθεξη με αυτό σε όλο τον χρόνο βίωσης αυτής τής ζωής.  
Αυτός ο (μεγάλος) Άλλος, ο πατρικός-τόπος-Άλλος, δεν είναι ένα προσποιητόν, ό,τι και να μπορεί σημαίνει περιτέχνως ο όρος τής προσποίησης. Δεν υπάρχουν διαστρωματώσεις σε υποσυστήματα και κάποιο βάθος στον κόσμο αυτής της σημαινότητας που είναι το σημαίνον-ως-σημαίνον στην ολότητά του.  
Ο Άλλος είναι η υπερεπιφάνεια όλων των υπαρκτών και πιθανών γλωσσικών σημείων.   
Ο Άλλος δεν ομιλεί, αν και κάνει την ανθρώπινη συν-ομιλία ικανή να υπάρξει, κάνοντας όμως ταυτόχρονα και αυτή την συν-ομιλία ένα θεϊκό μπαίγνιο που φανερώνει την αδυναμία της να αντέξει τους οντικούς όρους αυτής τής ίδιας τής ομιλίας όπως ορίζεται στα αναγκαστικά πλαίσια των κεντρικών πατρικορηματικών της αξόνων οι οποίοι δίδονται στην ουσία τους από τον (μεγάλο) πατρικό Άλλο. Όμως εδώ πρέπει να εισέλθουμε ξανά στο κρίσιμο σημείο τής υπόστασης αυτού τού τόπου-Άλλου.  
Όπως είδαμε πριν δεν τον ορίσαμε ως ασυνείδητον κατά την οποιαδήποτε μορφή εννόησής του και εμφάνισής του, αν και σίγουρα σχετίζεται με αυτό κατά την συνενέργειά τους.  
Όπως είδαμε δεν έχει κανένα βάθος, δεν συγκροτεί ένα υπερνόημα, ούτε έχει κάποια διακριτή μορφή ως ένα σύστημα. Κάπου αλλού ωστόσο έχουμε ορίσει τον Λόγο, κάτι εγγίζον ίσως την ουσία του (μεγάλου) Άλλου, ως κάτι που προσεγγίζει την έννοια ενός (σχετικά) κλειστού βιολογικού συστήματος.  
Ο Λόγος ως (σχετικά) κλειστό βιολογικό σύστημα αφορά στον άνθρωπο αλλά απηχεί κάτι που είναι μια υπερΖωή, ένα οριακά ανύπαρκτο υλικό-άϋλο ή οριακά σωματικό-ασώματο φάσμα κατόπτρισης και σημειοποίησης της ζωής, το οποίο είναι όμως ό,τι αποδίδει ζωή στο ανθρώπινο ζώο μετατρέποντάς το σε ανθρώπινο ζώο.   Ο Άλλος ως Λόγος μπορεί λοιπόν να νοηθεί ως μια μορφή σώματος, οπότε γιατί θα περιοριζόμασταν στον (λακανικό) ορισμό τού ανθρώπινου όντος ως ενός ομιλιακού όντος που απλώς έχει (και) σώμα; 
Αν το ανθρώπινο ομιλείν, ή ο άνθρωπος-ως-ομιλείν, είναι υπαγμένο και κυριαρχημένο από ένα υπερ-σώμα, το υπερ-σώμα τού Λόγου, τότε δεν είναι μόνον ένα ον που έχει (και) σώμα αλλά ένα ομιλόν σώμα με ιδιοσωματικότητα το οποίο ανήκει σε ένα άλλο υπερ-σώμα, το παράξενο υπερ-επίπεδο υπερ-σώμα του Λόγου.
Ο άνθρωπος είναι ένα όργανο τού παράξενου υπερσώματος τού Λόγου ή (μεγάλου) Άλλου, αν και αυτό το υπερσώμα δεν έχει βάθος, ενδοσυστημικότητα, υλική συγκρότηση. 
Σημειώνουμε εδώ πως ούτως ο Πατήρ (όπως τον ορίζει ο Φρόϋντ και ο Λακάν) παραμένει πάντα το μεγάλο αρχέγονο Ζώον, σημειώνουμε άρα πως ποτέ δεν υπάρχει απόλυτη πατροκτονία, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πατροκτονία ποτέ, ο Πατήρ-Λόγος είναι πάντα το αρχέγονο ηγείσθαι τής ανθρώπινης ορδής ή αγέλης, και η εισαγωγή τού ανθρώπου στην τοτεμική ή μεταγενέστερα συμβολικο-ονοματική φάση τής αφομοίωσης τής ύπαρξης του Ζώου αυτού, δεν σημαίνει μόνον την απομάκρυνση του Λόγου-Πατρός ως ενός άμεσου ζωϊκού Ζώου, αλλά και το αντίθετο τής απομάκρυνσης αυτής, το οποίο (αντίθετο) σημαίνει την διά τής απομάκρυνσης αυτής εμβάθυνση τής κυριαρχίας Του, το άπλωμά της, άρα την παρουσία Του παντού όπου υφίσταται ομιλείν και (κάθε) άνθρωπος ως (κάθε) ομιλείν. 
Ο Λόγος αυτός ωστόσο είναι Λόγοι, αν και δια αυτών των Λόγων ο Λόγος είναι ο Λόγος.  
Η πανσπερμία των μορφών του, η παράξενη φαινομενολογία του, το σημειακόν του, η σχέση του με το ομιλείν, η απόλυτη φαινομενικότητα ή επιπεδότητά του, ο κενός ή ακόμα και «μηδενιστικός» ενίοτε χαρακτήρας του, και άλλα, θα εξεταστούν πάλι, σε μια σύνοψη:  
Στη συνέχεια θα ενώσουμε όλα αυτά τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τού Λόγου, όπως παρουσιάστηκαν (και εδώ) από εμάς, και όπως διαφαίνονται μέσω τής κριτικής (μας) απέναντι στην υποτιθέμενη διεργασία αυτοδιαμόρφωσής του σε στάδια-σημεία απομάκρυνσης και αλλοτρίωσης.
 
 
----
 
 
Ποιός μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι η επιθυμία προς το μη αναπαραστάσιμον είναι εφικτή ως τάση ακόμα; Μήπως μάλιστα η επιδίωξη, δια τής επιθυμίας αυτής, προς μιαν αφαίρεση περί των όντων και του Λόγου με μιαν (υποτιθέμενη) ροπή προς το μη αναπαραστάσιμον δεν είναι μια παραστασιακή ροπή και τούτη; Αέναα φιλοσοφικά ή φιλοσοφικοειδή ερωτήματα τα οποία δεν θα απαντηθούν ίσως ποτέ, αλλά κάποια στιγμή τα παραβλέπεις ως ερωτήματα και αποφασίζεις.  
Δεν αποφασίζεις για το ένα και το άλλο με έναν απόλυτο τρόπο, κάθε στιγμή αποφασίζεις, και κάθε στιγμή αποφασίζεις με έναν αδιανόητα αυθαίρετο τρόπο με την ελπίδα πως αυτό που θα κάνεις θα είναι αν μη τι άλλο ερμηνεύσιμο, ακόμα και για έναν λακανικό ακροατή σου λόγου χάριν, λέμε τώρα.  
Σημασία έχει να θέλεις ή να επιθυμείς κάτι που να μην αφορά μόνον την διανοητική αφεντομουτσουνάρα σου, να είναι κάθε απόφαση μια ισορροπία τουλάχιστον εγωτικών-ναρκισσιστικών και αντίθετων, κοινωνικών επιδιώξεων, με αγαθό χαρακτήρα, και τούτες (οι κοινωνικές επιδιώξεις) να είναι δηλαδή μη αποκλειστικά ναρκισσιστικές και εγωτικές με έναν άλλο πλάγιο, αλλά γνωστό πια, τρόπο.  
Δεν υπάρχει καμία εγγύηση, ούτε ξέρουμε που πάνε τα πράγματα στον Λόγο περί Λόγου, ειδικά τώρα που άρχισαν πάλι να στενεύουν οι ορίζοντες τού κόσμου και ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός έχει πάρει και έχει «χαρίσει» έναν επικίνδυνο δρόμο για την ανθρωπότητα. Πραγματικά δεν ξέρω τι θα γίνει και στο επίπεδο τού (υποτιθέμενου) πραγματικού κόσμου και στο επίπεδο της ιστορίας τού Λόγου, άρα τού Λόγου.  
Αυτό που ισχυρίζομαι πως ξέρω είναι ότι ο Λόγος υπάρχει, και δεν είναι ένα ατομικόν υποκείμενον ή ένα άθροισμα ατομικών υποκειμένων. Αλλά και τούτο δεν λέει πολλά πράγματα, ή για να το θέσουμε λακανοειδώς, αυτό, το να το λές και να το θέτεις συνέχεια, δεν σε γλυτώνει από το να μετατραπείς σε έναν (ακόμα, ίσως) πρόεδρο εφέτη Σρέμπερ, σε έναν δηλαδή διεστραμμένο και ψυχωτικό επιθυμούντα τον Λόγο-Θεό-Πατέρα-Εραστή, ιδανικό για ανατομία από φροϋδικά και λακανικά όντα τής ψυχαναλυτικής κολάσεως ή παραδείσου, εσείς ξέρετε. Το πρόβλημα τής αναπαραστασιμότητας, που λέγαμε παραπάνω, έχει να κάνει με αυτό τον (υποτιθέμενο) κίνδυνο.  
Τι έκανε ο πρόεδρος Σρέμπερ ως «αμάρτημα»; Βυθίστηκε (χωρίς να το έχει επιλέξει ο άνθρωπος, ψυχωτικός ήταν) σε μιαν παραληρηματική επιθυμία αναπαραστασιμότητας του πατέρα Λόγου; ή το αντίθετο; 
Η απόσταση που βίωνε από τον Λόγο, χαρακτηριστική των ψυχωτικών ως μη ικανών να έχουν πρόσβαση στο όνομα-του-Πατρός, λόγω (ίσως) της απουσίας (συντέλεσης τού) οιδιποδείου, ήταν συγκροτημένη πάνωθε ή παρακειμένως στην υπερπληρότητα αναπαραστασιμότητας; ή το αντίθετο; ήταν δηλαδή αποτέλεσμα μιας διαταραγμένης αναπαραστασιακής δύναμης; (κατά τα πρότυπα τής ερμηνείας τής ψύχωσης «μέσω» τού εικονοφαντασιακού).  
Αυτά είναι ερωτήματα για τους ψυχιάτρους και τους ψυχαναλυτές.  
Το σίγουρο είναι πως στον ψυχωτικό πρόεδρο ο Θεός Λόγος, ο Κύριος, και οι αυτού εκδηλώσεις είναι ξένα πράγματα, αλλότρια, ίσως και απειλητικά, και αυτό από' τι κατάλαβα δεν αφορά μόνον στις «οντότητες» που ο πρόεδρος Σρέμπερ βιώνει ως απορροές του Κυρίου. Ο Λόγος είναι ξένος για την ψύχωση. Αλλά ίσως σημαίνει και ένα είδος σωματικότητας, αν και ξένος.  
Ο Λόγος λοιπόν για τον ψυχωτικό υπάρχει και παραϋπάρχει, και είναι μάλλον ένα ακεραιότατο σώμα ή υπερσώμα, άρα, άρα τί; Είναι κάθε επιθυμία εποπτείας του μεγάλου Άλλου, του Λόγου, ως υπερ-σώματος, μια είσοδος σε μια μορφή διαστροφής και ψύχωσης; ίσως και έμμεσης, ελεγχόμενης και ιδεολογικής;   
Θα μπορούσε κανείς να το δει και έτσι. Γι' αυτό όμως και θεωρώ πως οι λακανικοί το βλέπουν έτσι, δημιουργώντας μέσα στον Λόγο έναν άλλο Λόγο, μέσα στον Νόμο του Νόμου Του έναν ακόμα Νόμο, προφυλαγμένο από ένα άδυτο, μη ανακοινώσιμο και διαρκώς κρυπτόμενο στις γελοίες τους εκδοχές μυστικιστικού ορθολογισμού ή όπως άλλως. 
Οι άνθρωποι (οι λακανικοί) φοβούνται, είναι κεντρώοι, ακόμα κι αν έχουν υπάρξει και υπάρχουν ως ακροαριστεροί. Δεν ειν' κακό να φοβάσαι κάποτε. Είναι κακό να φοβάσαι πάντα. Η δημιουργία επιστρωματικών δομών μέσα στον (μεγάλο) Άλλο, δεν είναι άσχημη από την σκοπιά των προφυλάξεων ή από την σκοπιά μιάς διατήρησης ενός ορίου απέναντι στους κινδύνους που παραμονεύουν από τον Λόγο ως ένα αδιαμεσολάβητο απόλυτο τής κοινωνικής ζωής. Ίσως όμως να υπάρχει και κάτι πιο δύσκολο, και αυτό είναι να δεχτεί κανείς τον Λόγο ως ένα είδος παράξενης και παράδοξης υπερΖωής που πέραν των ψυχωτικών ή ψυχωτικιζόντων συνεπειών που έχει μια τέτοια «επιλογή» σημαίνει μιαν εφόρμηση ξανά αυτού που λέμε ανάγκη για μια ολική κοινωνική συλλογική ζωή των ίδιων των ανθρώπων. Ο Λόγος όμως είναι αυτό που είναι, και αν είναι ένα επιτάσσειν και των προαναφερθέντων, απορώ, γιατί δεν σαλπίζουν και οι λακανικοί υπερχέστες και τούτοι το τραγουδάκι για τον ολοκληρωτισμό τού ολισμού (τού Λόγου);  
Ίσως να το έχουν σαλπίσει, ίσως να το έχουν σιγοτραγουδήσει, αλλά ίσως και να μην χρειάζεται να το κάνουν αυτό, εφόσον και αυτοί που είναι υποτίθεται επιφορτισμένοι με τον επαναστατικό ολισμό, είναι τόσο αφιερωμένοι και αφοσιωμένοι στην πατροκτονία ή στην κρατο-κτονία (ως επιθυμία τής «νέας αριστεράς») που μια χαρά γίνεται η δουλειά και μια χαρά όλα είναι σε τάξη. Δεν υπάρχει ολιστική έννοια του Λόγου σε υπόληψη, εκεί όπου θα μπορούσε να έχει υπόληψη, και έτσι, μια χαρά όλα σε τάξη. Μόνον κάτι φιλύποπτοι φαντάζονται υποτίθεται κάτι εκεί όπου όμως δεν υπάρχει, άρα και πάλι όλα σε τάξη.     
Ο φόβος προς τον πρόεδρο εφέτη ψυχωτικό Σρέμπερ, καλά κρατεί, όλα σε τάξη. Ο Λόγος είναι σώμα μόνον για ψυχωτικούς λοιπόν;  
Θα έλεγα, ό,τι πείτε εσείς. Όπως συνήθως, κλείνω και λέω την ουσία με τον τρόπο μου, απότομα και με έναν μάλλον άκομψο τρόπο: Είναι προτιμότερο να καταλήξεις Σρέμπερ από το να λακανισθείς ακόμα και ανεπαισθήτως στο σημείον τούτο, της (πιθανής) σωματικότητας του Λόγου, διότι τον λακανισμό δεν τον αποφεύγεις εντελώς ούτως ή άλλως.
    
 Ιωάννης Τζανάκος
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου