Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Ενδιάμεση σημείωση για την «αντίθεση»

 

«Συζητώντας» με την έννοια τής «αντίθεσης» ανοίγεις το πεδίο τής πολεμολογικής σκέψης, κι όταν ανοίγεις ένα τέτοιο πεδίο πρέπει να ξέρεις «μέχρι που σε παίρνει». 

Εκτός κι αν είσαι στρατόκαβλος τής «ψευδοεθνικής/υπερεθνικιστικής» ή [«αντίθετα», τής] «ψευδο-ταξικής» «εργατίστικης» ψευδο-πολεμολογίας, και θέλεις να ανακαλύπτεις παντού έναν «πόλεμο».  
Μην αναφερθούμε και στις αστόχαστες χρήσεις τής γνωστής ρήσης τού Ηρακλείτου, για τον πατέρα των πάντων «πόλεμο» κ.λπ
Δεν θέλω να ανοίξω κουβέντα τώρα για αυτή την αστόχαστη χρήση τής ρήσης, την ανιστορική και «γερμανοποιημένη», όπως την έμαθαν από πρώτο ή δεύτερο χέρι, από τον «μαρξισμό», τον Νίτσε, ή ακόμα χειρότερα, τρίτο χέρι από τον Αξελό ή τον ολοκληρωτιστή Π.Κονδύλη, διάφοροι τζαζεμένοι στον «υπερπατριωτισμό», την «άκρα» αριστερά-αναρχία/αυτονομία [«άκρα» μόνον στον ύπνο τους] και άλλες παθήσεις.

Το ερώτημα είναι πως θα χρησιμοποιήσουμε την έννοια-εικόνα τής «αντίθεσης» χωρίς ταυτόχρονα να υποκύπτουμε στον σεκταρισμό ή τον ρεφορμισμό. 

Η «αντίθεση» ως έννοια/εικόνα αλλά και ως «κατάσταση» πρέπει να «αποκοπεί-αποσυνδεθεί» από την αποκλειστικά πολεμική/πολεμολογική της δυνατότητα [και μερική πραγματικότητα] ως «πολεμικής κοινωνικής αντίθεσης», και αυτή η «αποκοπή-αποσύνδεση» να γίνει με έναν διαλεκτικά επιδέξιο αλλά και αληθινό τρόπο, ούτως ώστε να μην αφαιρεθεί μεν από τον «εξοπλισμό» τής εργατικής διαλεκτικής και ειδικά τής εργατικής πολεμολογίας, αλλά και να μην γίνεται διαρκώς το ιδεολογικό «όργανο» σεκταριστικών υπερμιλιταριστικών/ψευδομιλιταριστικών ομάδων, όπως έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες. 

Θα ήθελα να επισημάνω ένα τελευταίο στοιχείο όμως, για να ξαναπάμε στην κύρια θεματολογία μας: 

Η μετάβαση από την «μη-πολεμική εισέτι» «κοινωνική αντίθεση» στην [ολική ως] «πολεμική αντίθεση», δεν σηματοδοτεί μιαν «αρχική» ολική/απόλυτη έλλειψη τής πολεμικής πτύχωσης στην φάση τής «μη-πολεμικής εισέτι» «κοινωνικής αντίθεσης». 
Ο «πόλεμος» είναι όντως πανταχού παρών, άρα υπάρχει και στην φάση που δεν αποτελεί τον κύριο καθορισμό τού κοινωνικού Είναι. 
Σε καιρό «ειρήνης» υπάρχει ως διαρκώς παρούσα «αιχμή» των αρχουσών τάξεων μέσα στο «σώμα» τής κοινωνικής εργασίας, ως διαρκής απειλή και υπενθύμιση τής ισχυακής «υπεροχής» των αρχουσών τάξεων, και έμπρακτα μέσω των «ακροβολισμένων» κρατικών σπιούνων/αστυνομικών και παρακρατικών τραμπούκων, ή ακόμα ειδικότερα μέσω τού σεξιστικού συστήματος τής κουλτούρας τού βιασμού. 
Μολοντούτο, δεν μπορούμε να μιλάμε ακόμα για γενικευμένη σύγκρουση, άρα για ολικό/απόλυτο «κοινωνικό» ή άλλης εκδοχής «πόλεμο», κι αν ωστόσο μιλάμε έχοντας κατά νου ότι «καλό» θα ήταν να υπάρξει αυτή η «γενικευμένη σύγκρουση» καλό θα ήταν επίσης να γνωρίζουμε την διάκριση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας, όπως τούτη ισχύει στις ταξικές ολιγαρχικές/ιεραρχικές κοινωνίες.  
Αν δεν τελέσουμε αυτή την διάκριση, αν δεν διαχωρίσουμε [με συμβατικό και όχι ρεφορμιστικό τρόπο] τα στάδια τής όξυνσης μιας πάλης, τότε δεν θα κάνουμε «πόλεμο» αλλά μόνον γιουρούσι, και ρομαντικό χαβαλέ, σκορπώντας δυνάμεις και πέφτοντας στα βράχια συνέχεια.
 
Η «αντίθεση» ως έννοια τής «διαλεκτικής» μπορεί να έχει σήμερα κυρίως λανθασμένη πολιτική και πολιτικοθεωρητική χρήση, προσαρμοζόμενη σε μια εκτροπική «πολεμική» έννοια που «λειτουργεί» για να εκφράσει κοινωνικές/ατομικές διαφορές-αντιφάσεις/αντιθέσεις, οι οποίες δεν έχουν δυνατότητα «γεφύρωσης», με έναν τρόπο ώστε να σημαίνουν πάντα όχι απλά το «αγεφύρωτο» αλλά την άμεση πολεμική οντολογικοποίησή τους. 
Οι φορείς τέτοιων «πολεμολογικών» οντολογικοποιήσεων μάλιστα, συνήθως είναι και άχρηστοι, βούτυρα δηλαδή, όταν αντιμετωπίζουν άμεσα ένα πολεμικό φαινόμενο που τούς «αφορά» ή δεν τους «αφορά».  
Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν για «τι» πράγμα μιλάνε και το έχουν μπερδέψει με άλλα φαινόμενα, ή απλά έχουν εξιδανικεύσει ή παραποιήσει με αφέλεια την πρακτική «φύση» ακόμα και [πραγματικών και όχι ερασιτεχνικών] «ασύμμετρων» πολεμικών πρακτικών.  
Δεν μπορώ να σταθμίσω ακόμα αν η έννοια τής «αντίθεσης» είχε πάντα «κακές χρήσεις» που την οδηγούσαν να «έχει» έναν τέτοιο σεκταριστικό και υπερμιλιταριστικό-ψευτομιλιταριστικό πολεμολογικό «τόνο» ή αν τις έχει αποκτήσει τώρα τελευταία στα πλαίσια τής ιστορικής απελπισίας κάποιων. Μπορεί να είχε πάντα και αυτή την «κακή χρήση», δεν μπορώ να εκφέρω τελική άποψη, ακόμα.
Ακόμα κι όταν «πράγματα» μιας δομικά «αγεφύρωτης» διαφοράς-και-αντίφασης/αντίθεσης φτάνουν στο σημείο εκείνο όπου δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από την δυνατότητα τού πολέμου, ακόμα και τότε η «αντίθεση» ως «πολεμική αντίθεση» [η οποία έτσι κι αλλιώς παρουσιάζεται να εικονίζει «καλύτερα» δύο-ή-περισσότερα «στρατόπεδα» που «βρίσκονται» «απέναντι» έτοιμα να ματοκυλιστούν], και τότε ακόμα λοιπόν δεν μπορεί ως έννοια-εικόνα τους να αποτελέσει μια γενικώς ισχύουσα νηφάλια και διαλεκτική εικόνα τους ως μόνιμη και αδιαμεσολάβητη έννοια-εικόνα τους. 
Ο Μαρξ δεν μίλησε μόνον για «ταξικό πόλεμο» αλλά για «ταξική πάλη» [«ταξικό αγώνα»], η «οποία» μπορεί βέβαια στις κορυφώσεις της, ή σε παροδικότερα ξεσπάσματα-και-αιχμές της να μετασχηματίζεται σε «ταξικό πόλεμο». 
Νομίζω ότι «σήμερα» ειδικά δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη αλλά ούτε και «ταξικά σωστή» η υπερχρήση διαλεκτικών εννοιών-ή-εικόνων οι οποίες μέσω «κακών χρήσεων» τους «προκαταβάλουν» την «ιδέα» ότι αμέτι μουχαμέτι μια αγεφύρωτη κοινωνική διαφορά-και-αντίφαση/αντίθεση θα μετασχηματιστεί άμεσα σε «πόλεμο» εφόσον τάχα «ήδη είναι πόλεμος» «στο βάθος».
Υπάρχει βέβαια ένας γενικότερος «διαχρονικός» λόγος για να «προτιμάμε» την έννοια-εικόνα τής «αντίθεσης» ή τού τάδε «πολέμου», θέλοντας ίσως να μην εισχωρήσει μέσω των εννοιών-εικόνων τής αντίφασης-αντινομίας-διαφοράς μια «υποψία» ή ένα «υπονοούμενο» μιας «συναινετικής» «ρύθμισης» άρα και υποτιθέμενης «εξομάλυνσης» μιας κοινωνικής αντινομίας ή αντίφασης/αντίθεσης ή διαφοράς, και έτσι να «πάει περίπατο» το «αγεφύρωτο» που «θέλουμε» να «δείξουμε» ή να μην αφήσουμε να «κρυφτεί». 
Δεν διαφωνώ ότι υπάρχει και αυτός ο κίνδυνος, αλλά ο κίνδυνος πλέον τού σεκταρισμού και της ψευδοεξεγερτικής χαζομούρλιας, έτσι όπως έχει προσδιοριστεί πια η «εξέγερση» -σε ένα τόσο αδιέξοδο πλαίσιο, είναι μεγαλύτερος. 
Επιπλέον υπάρχει το ζήτημα τής ιδεολογικής και θεωρητικής σκλήρυνσης από την «σκοπιά» των σεκταριστικών πτυχών τής ίδιας τής μαρξικής θεωρίας τις οποίες πρέπει να τις ξεπεράσουμε κάποτε κι αυτές. 
Ακόμα και η αγεφύρωτη για πάντα-και-πάντοτε αντίφαση-αντινομία-διαφορά και αντίθεση Κεφαλαίου-Εργασίας δεν είναι πάντα διαρκής-και-ολική «πολεμική αντίθεση», απλά διότι ούτε στην Φύση ούτε στις κοινωνίες δεν υπάρχει πάντα διαρκής-και-ολική «πολεμική αντίθεση» αλλά ούτε και κανένας πάντα διαρκής-και-ολικός «πόλεμος».

Φτάνει πια με την αρχαϊκή εκδοχή τής «διαλεκτικής».

Μόνο οι Φασίστες και οι Φονταμενταλιστές μπορούν πλέον να επωφεληθούν «στρατηγικά» από «αυτήν» ως «διαλεκτική» υποκείμενη σε υπερχρήση και οντολογικοποίηση. 

 

Ιωάννης Τζανάκος

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου