Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Ανακεφαλαίωση στη θεωρία και τη ζωή [1]

 
Δημοσίευσα ένα μικρό μέρος των θεωρητικών προσπαθειών μου των τελευταίων ετών, μεγάλο μέρος των οποίων είχε δημοσιευτεί σε μια ακόμα πιο ανεπεξέργαστη μορφή στον παλαιό «Αυτοκαθορισμό».
Το συγκεκριμένο μέρος των προσπαθειών αυτών που εμφανίστηκε εντός των δημοσιεύσεων των τελευταίων μηνών είναι κι αυτό ελλιπώς επεξεργασμένο, όχι γιατί δεν υπήρχε χρόνος ούτε γιατί δεν έχω πρόθεση να το επεξεργαστώ, αλλά διότι είναι από την «φύση» του έτσι φτιαγμένο: ως μια πλατφόρμα για τις μελλοντικές, ελπίζω πιο συστηματικές έρευνές μου.
Ωστόσο, θα ρώταγε κανείς, αν θα είχε ενδιαφέρον, γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος κύριέ μου για να φτάσετε μόνον σε αυτή την πλατφόρμα;
Απαντάω αρχικά το εξής:
Θέλω να συνεισφέρω σε έναν ειδικό και αρκετά περιορισμένο πολιτικό και φιλοσοφικό προσανατολισμό και όχι σε μια επιστημονική θεωρία.
Οπότε και τα μοτίβα που συντελούν στην κατασκευή αυτού τού προσανατολισμού έχουν ήδη κατασκευαστεί από την μεριά μου ως εμπειρικά και πρόχειρα, αλλά νομίζω όχι «χαοτικά», στοιχεία του.
Αν προέβαινα σε μιαν ακόμα συστηματοποίηση τους ίσως και να είχε τελειώσει αυτή η δουλειά μου.
Η επιλογή μου να μην κάνω επιστήμη ή «επιστήμη» είναι χαμένη στα βάθη τού χρόνου τής ζωής μου, και δεν έχει κανένα ενδιαφέρον από μόνη της, αλλά θα ήθελα να διευκρινίσω ότι πέραν αυτού τού προσωπικού χαρακτήρα της σημαίνει και μια φιλοσοφική και πολιτική θέση:
Η πολιτική και η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμες, ούτε πρόκειται να γίνουν άμεσα. 
Εφόσον η κοινωνία διέπεται από συγκρούσεις και αγεφύρωτες ετερογένειες, δεν είναι δυνατόν, ακόμα τουλάχιστον να γίνει αντικείμενο μιας γενικά ισχύουσας θεωρητικής κατόπτρισης.
Δεν εννοώ με αυτό που λέω ότι δεν υπάρχει δυνατότητα η θεωρία για την ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα να έχει μια ορθολογική ή κριτικο-ορθολογική πτύχωση ως καθοριστική πτύχωσή της, αλλά εννοώ ότι οι συγκρούσεις μέσα στις κοινωνίες είναι τόσο βαθιές ώστε δεν επιτρέπουν να υπάρξει, ακόμα τουλάχιστον, αυτό το είδος αντικειμενικής ματιάς και αποστασιοποίησης το οποίο είναι το οξύγονο για να μπορέσει να υπάρξει καν η επιστήμη όπως υπάρχουν οι θετικές επιστήμες.
Πολλοί μιλάνε όχι μόνον για τις κοινωνικές-ταξικές χρήσεις αλλά και για τις κοινωνικές-ταξικές και ιστορικές βάσεις ή θεμελιώσεις των θετικών επιστημών, αλλά δεν θέλουν να καταλάβουν ότι για να υπάρξουν αυτές οι επιστήμες (ίσως οι μοναδικές πραγματικές επιστήμες) έπρεπε ακριβώς οι κοινωνίες να δεχτούν ως κοινά αποδεκτό ένα ακλόνητο «θετικο-επιστημονικό» μεθοδολογικό θεμέλιο, πέρα από τις εσωτερικές στην κοινωνία συγκρούσεις. 
Μπορεί η ίδια αυτή η αποδοχή αυτής τής συγκεκριμένης δυνατότητας να μην ήταν άσχετη από κοινωνικές/ταξικές και ιστορικές θεμελιώσεις, αλλά το θεμελιωμένο-αποτέλεσμα αυτών των θεμελιώσεων που υπήρξε αρχικά ως η «δυνατότητα υπέρβασης των συγκρούσεων και των ιδεολογικών επικαθορισμών τους» [στο θετικο-επιστημονικό πεδίο] υπήρξε έπειτα ως ξεχωριστή και ενεργός-απελευθερωμένη πραγματικότητα ακριβώς ως «αποκομμένο» και από την θεμελίωση τής δυνατότητάς του να υπάρχει.
Με λίγα λόγια, οι «θετικές επιστήμες» ως ξεχωριστά θεωρητικά πεδία άπαξ και απελευθερώθηκαν από τον στενό έλεγχο των εξουσιών και των κυριαρχιών, δόμησαν τον «εαυτό» τους ανεξάρτητα από αυτές τις εξουσίες-κυριαρχίες αλλά και από τις ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις, πράγμα που αποδείχτηκε εντέλει χρήσιμο και για τις εξουσίες-κυριαρχίες [και άρχουσες τάξεις] εφόσον έφερνε παραγωγικά αποτελέσματα τα οποία αυτές θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν για ίδιον όφελος κ.λπ.
Ο «πυρήνας» όμως των θετικών επιστημών απέκτησε την δική του ελευθερία, και έγινε έτσι ένας βασικός άξονας για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μιας και δεν υπήρχε κανένας εξωτερικός κοινωνικός ή ταξικός παράγοντας για τον άρει ως «ελεύθερο στον εαυτό» του «πυρήνα».
Θα πούνε μερικοί, μα είστε υποστηρικτής τής ταξικής ή κοινωνικής ουδετερότητας των θετικών επιστημών;
Ναι, αυτό είμαι. 
Και μάλιστα στην απόλυτη ακρίβεια και οριακότητά του: 
Δεν υποστηρίζω λόγου χάριν ότι αυτό συμβαίνει στις παραγωγικές-τεχνικές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι και «τούτες» περιέχουν τρόπον τινά «ουδετερότητες».
Και φυσικά αυτό δεν συμβαίνει, ακόμα περισσότερο, ούτε στις κοινωνικές επιστήμες ή την φιλοσοφία, απλά διότι ούτε οι κοινωνικές επιστήμες ούτε η φιλοσοφία είναι επιστήμες.
Η επιστήμη προϋποθέτει μια γενική κοινωνική συμφωνία η οποία θα «μεταφραστεί» σε γενική ορθολογική-νοητική συμφωνία, η οποία δεν πρόκειται να επιτευχθεί σε όλα τα πεδία τής κοινωνίας όσο υπάρχει ταξική-ιεραρχική κοινωνία με τις ανειρήνευτες συγκρούσεις της αλλά και όσο υπάρχουν και άλλες βαθιές κοινωνικές συγκρούσεις.
Οι θετικές επιστήμες υπήρξαν ως αυτόνομες υποστάσεις, άρα υπήρξαν, ακριβώς διότι ένα σύμπλεγμα κοινωνικών ταξικών και πολιτισμικών δυνάμεων, όχι «ανιδιοτελώς», άφησε ελεύθερο το πεδίο για μιαν ειδική γενική ορθολογική-νοητική συμφωνία.
Αυτό δεν έχει υπάρξει σε κανένα άλλο πεδίο τής σκέψης και τής ζωής, και δεν πρόκειται να υπάρξει αν δεν πάψουν οι ανταγωνιστικές κοινωνικές αντιθέσεις και οι βαθιές συγκρούσεις.
Το ότι μπορεί να υπάρχουν προπλάσματα ενωτικών ορθολογικών αντιλήψεων που δυνητικά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο αταξικό μέλλον σε μια κοινωνική ή φιλοσοφική επιστήμη, δεν σημαίνει ότι ήδη υπάρχουν αυτές ή και άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες.
Το ότι οι ανταγωνιζόμενες και συγκρουόμενες κοινωνικές τάξεις, αλλά και οι διάφορες συγκρουόμενες υπο-ταξικές και άλλες κοινωνικές ομάδες, φοράνε την φορεσιά τής επιστήμης δεν σημαίνει ότι την έχουν την ιδιότητα αυτή.
Μπορούμε βέβαια ως «μέλη» τής μιας ή τής άλλης κοινωνικής τάξης ή ομάδας να κρίνουμε με έλλογες ή αξιολογικές κρίσεις την λογικότητα ή την νοηματική συνοχή αυτών που λένε οι αντίθετες κοινωνικές τάξεις ή ομάδες, και εκεί «παίζεται κάτι» παραπάνω από μια ισοδυναμία «σχετικών και μη-απόλυτων» γνωμών, αλλά αυτές οι κρίσεις  δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιστημονικά θεμελιωμένες, όταν ξέρουμε τι είναι επιστήμες βέβαια και πόσο «σκληρά» θεμελιώνονται όταν όντως θεμελιώνονται.
Επίσης, το γεγονός ότι μπορεί κάποιοι θετικοί επιστήμονες να κάνουν θεμιτές «ιμπεριαλιστικές» μεθοδολογικές, συνήθως μαθηματικές, «επιδρομές» και «κατακτήσεις εδαφών» στον χώρο τής κοινωνικής θεωρίας, δεν σημαίνει ότι τελικά μπορούν [μπόρεσαν] να την βγάλουν από το μη-επιστημονικό τους πλαίσιο.
Δεν λέω ότι δεν λύνουν ίσως προβλήματα, ή ότι δεν κάνουν καλή δουλειά στην κοινωνική θεωρία [την φιλοσοφία κ.λπ], αλλά λέω ότι δεν κάνουν κι αυτοί τίποτα παραπάνω από το να βάζουν ένα ακόμα λιθαράκι στον εξορθολογισμό της που ίσως κάποτε να οδηγήσει στην επιστημονική δόμησή της. 
Αυτό λέω, και η προσωπική πείρα και η αιώνια καχυποψία μου νομίζω ότι με έχουν δικαιώσει.
Ό,τι πάει να χτιστεί στην κοινωνική θεωρία ως «θετική επιστήμη», ως επιστήμη δηλαδή, συνήθως βρίσκει κάποια στιγμή «τοίχο», και αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό πειραματικό και παρατηρησιακό πλαίσιο, δεν υπάρχουν κοινές αξιωματικές βάσεις θεμελίωσης, δεν υπάρχει μια ρωμαλέα ολοκλήρωση τής θετικοεπιστημονικής μελέτης τής βασικής βιολογικής δομής τού ανθρώπου [τού εγκεφάλου], και «από κάτω» όπως είπαμε υπάρχει ένα κοινωνικό υπόστρωμα κοινωνικών συγκρούσεων που «ανατινάζει» κάθε δυνατότητα να υπάρξει εκείνη η επισφαλής αλλά υπαρκτή όμως ορθολογική συμφωνία των «νοήσεων» που θα έκανε εφικτή την συγκρότηση ενός εντέλει κοινά αποδεκτού επιστημονικού θεμελίου.
Και βέβαια, υπάρχει και το ενδεχόμενο η ίδια η σημειακή-γλωσσική υποστασιακή συγκρότηση τού ανθρώπου [ίσως και των ζώων] να παράγει πάντα μια τέτοια ετερογενοποίηση των ανθρώπινων κοινωνιών στην βάση κοσμοθεωρητικών, υπαρξιακών εντέλει, προσανατολισμών και επιλογών, ώστε εντέλει ακόμα κι αν υπήρχε μια ενιαία-πολύμορφη «κοινωνική επιστήμη» ή «φιλοσοφική επιστήμη» αυτό απλά να μην είχε καμία σημασία:
«Αυτό θέλω να είμαι, αυτό μου αρέσει» ή «αυτό είμαστε, αυτό μας αρέσει» και τελειώσαμε με τις επιστημολογίες και τις επιστήμες φιλάρες.
Τι είναι εκείνο που θα απαγόρευε ακόμα και μια παγκόσμια ομοσπονδία ειρηνικών αταξικών κοινωνιών να είχε στους κόλπους της «ετερογένειες» που δεν θα είχε κανένα νόημα να τις ανάγει κάποιος στην επιστημονική θεώρησή τους;
 
Εν πάση περιπτώσει, νομίζω εξήγησα τούς γενικότερους λόγους για τους οποίους δεν έπεισα τον εαυτό μου να κάνω ή να παριστάνω ότι κάνω επιστήμη, εφόσον ταλέντο στις μοναδικές επιστήμες που υπάρχουν ακόμα, τις θετικές, δεν είχα, αλλά και διότι έχω έναν ειδικότερο [πολλαπλό] σκοπό, τον οποίο θα σας τον εκθέσω στην επόμενη δημοσίευση..
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
     
 

4 σχόλια:

  1. Καλημέρα, δεν θέλω να πω κάτι ως διαφωνία, απλά οι αναρτήσεις σου πυροδοτούν σκέψεις που θέλω να τις εκφράσω (όχι ότι είναι πρωτότυπες...)
    Καταρχάς δημιουργία θετικής γνώσης υπήρχε πριν υπάρξει η επιστήμη με την μορφή που την ξέρουμε. Η συσσώρευση αυτής της γνώσης αλλά και η εξέλιξη των προεπιστημονικών μεθόδων απόκτησης της, ήταν προϋπόθεση για να δημιουργηθεί η επιστήμη. Από την στιγμή βέβαια που αναδύθηκε η επιστημονική μέθοδος, δεν γίνεται να πάμε πίσω. Αυτό όμως ισχύει όμως για τα πεδία στα οποία αναδύθηκε και έχει καθιερωθεί, στα άλλα συνεχίζουμε με τους παλιούς τρόπους προσεγγίζοντας όσο μπορούμε τον επιστημονικό.
    Θέλω όμως να προσθέσω το εξής: Η επιστήμη οφείλει να διευρύνει τον πεδίο ορισμού της και να συμπεριλάβει μεθόδους που προσιδιάζουν στο πεδίο των κοινωνικών όντων, χωρίς να περιμένει αυτό να γίνει όπως το πεδίο της άβιας ύλης στο οποίο αρχικά αναδύθηκε, γιατί αυτό απλά δεν θα γίνει ποτέ. Κάθε οντότητα άλλωστε μένει για ένα διάστημα καθηλωμένη στις συνθήκες γέννησης της, αλλά έρχεται κάποτε η στιγμή του απογαλακτισμού.
    Ήδη η επιστήμη χρειάστηκε να περάσει από κρίσεις και να μετασχηματίσει έννοιες και μεθόδους για να συμπεριλάβει το έμβιο, εντός του βεληνεκούς της δράσης της, χωρίς να το έχει πιστεύω ολοκληρώσει αυτήν την διαδικασία. Επίσης οι κοινωνικές επιστήμες, έχουν οικειοποιηθεί (η μπορούν δυνητικά να οικειοποιηθούν) όλο το οπλοστάσιο των θεσμικών μορφών διαλόγου εντός της επιστημονικής κοινότητας που είναι ουσιαστικός και "εκ των ουκ άνευ" όρος της επιστημονικής μεθοδολογίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι παράγοντες που αναφέρεις θα εκλείψουν γρήγορα η πλήρως.
    Οι αγεφύρωτες αντιθέσεις κάποτε (ελπίζουμε) να γίνουν "μη ανταγωνιστικές", αλλά και πάλι θα υπάρχουν και θα οδηγούν σε διαφορετικά σημεία θέασης. Έχω μια τοπογραφική εικόνα γι αυτό. Η θέαση του αντικειμένου της φυσικής, επειδή είναι ένα αντικείμενο εξίσου μακριά από όλους τους παρατηρητές, εύκολα τους οδηγεί σε συμφωνία, καθώς η μεταξύ τους διαφορετικές θέσεις είναι ασήμαντες. Στο κοινωνικό αντικείμενο, οι παρατηρητές είναι ήδη εντός του, άρα μπορεί να το βλέπουν ακόμα και από εντελώς αντίθετη πλευρά, χωρίς κάποια να είναι αναγκαστικά πιο σωστή. Χρειάζεται σύνθεση και κριτική και αναζήτηση ακόμα περισσότερων οπτικών, που να διακρίνει ποια στοιχεία της κάθε οπτικής είναι κοντά στην αλήθεια και ποια παραπλανητικά. Το πιο ιδανικό πεδίο είναι η βιολογία, καθώς είμαστε εντός αλλά και εκτός. Κατά κάποιο τρόπο η άβια φύση είναι ένα ριζικά ξένο για μας, όταν ξεφύγουμε από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία, αναγκαστικά στηριζόμαστε στην θεωρία και στην αφαίρεση και στο τέλος δεν ξέρουμε για ΤΙ μιλάμε. Στο κοινωνικό πεδίο αντίθετα, για το στοιχειώδες κβάντο του, έχουμε άμεση εποπτεία.
    Φυσικά μιλάμε για μια ρεαλιστική επιστήμη που οι μέθοδοι της εξαρτώνται από την ήδη υπάρχουσα ανάπτυξη της θεωρητικής γνώσης της (και δεν δίνονται εξ αποκαλύψεως από κάποια «επιστημονική» φιλοσοφία), η αλήθεια, όμως είναι ανεξάρτητη από αυτή την γνώση, η οποία την ιχνηλατεί πάντα προσεγγιστικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συμπληρωματικά να πω, ότι οι ελπίδες για μια μαγική λύση που θα δώσει η νευροεπιστήμη (του εγκεφάλου) στα ηθικοφιλοσοφικά μας προβλήματα, μου μοιάζει με αναγωγισμό, και πρέπει να μείνουμε πιστοί σε όλη την κυριολεξία της οντολογίας της ανάδυσης, που απαιτεί την μελέτη του κάθε επιπέδου με τους δικούς του ειδικούς όρους (και μεθόδους). Εννοείται βέβαια, ότι αυτή η μελέτη καθ' εαυτή και η αναζήτηση της αλήθειας της λειτουργίας του εγκεφάλου είναι συναρπαστική.

    Μέτοικος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καταρχάς σε ευχαριστώ φίλε για το συναρπαστικό σχόλιο.
    Λες:
    «Καταρχάς δημιουργία θετικής γνώσης υπήρχε πριν υπάρξει η επιστήμη με την μορφή που την ξέρουμε. Η συσσώρευση αυτής της γνώσης αλλά και η εξέλιξη των προεπιστημονικών μεθόδων απόκτησης της, ήταν προϋπόθεση για να δημιουργηθεί η επιστήμη..»
    Ίσως εκεί να βρισκόμαστε στις ανθρωπιστικές σπουδές, μέχρι στιγμής, σε ένα ακαθόριστης ιστορικής διάρκειας «κατώφλι», οπότε συνεχίζουμε μέχρι να το διαβούμε, χωρίς όμως να ξέρουμε αν όντως θα το διαβούμε [σαν ανθρωπότητα]. Μπορεί να μην το διαβούμε γιατί θα υπάρξει καταστροφή τού πολιτισμού από τον καπιταλισμό, ή γιατί ακόμα κι αν υπερβούμε τον καπιταλισμό και κάθε άλλη ταξική ιεραρχική «εναλλακτική» μπορεί το ίδιο το «αντικείμενο» να μην είναι αναγώγιμο στην αμιγή επιστήμη, ή πάλι γιατί μπορεί να μην προλάβουμε, γιατί θα καταστραφεί το ηλιακό σύστημα χωρίς να έχουμε προλάβει να αποδράσουμε εκτός του. Προς το παρόν πάντως είμαστε σε αυτό το κατώφλι.
    Ορθά διατύπωσες τον καθοριστικό ρόλο τής νέας βιολογίας για να βρεθούν «περάσματα» στο εντός και εκτός τού ειδικά ανθρώπινου.
    Δεν διαφωνώ ότι μπορεί και αυτό να λειτουργήσει σαν παγίδα αν δεν κρατήσουμε γερά στο μυαλό μας την ιδιοτυπία τής διεργασίας τής «ανάδυσης» που «φέρνει» πάντα νέες ιδιότητες και παράγει συστήματα/υπο-συστήματα και οντολογικές πραγματικότητες που δεν μπορούν να εξηγηθούν μέσω τής πραγματικότητας-κατάστασης «πριν» την [εκάστοτε] ανάδυση. Σύγχρονος υλισμός και μάλιστα φιλοσοφικός και πολιτικός υλισμός, χωρίς θεωρία για την ανάδυση δεν βλέπω να μπορεί να υπάρξει, και σε αυτό συμφωνούμε.
    Πάμε παρακάτω. Δίνω βαρύνουσα σημασία στην σε εξέλιξη επιστημονική μελέτη τού εγκεφάλου για να δούμε «μέχρι» που φτάνει ο βιολογικός «προκαθορισμός» τού «υλικού κοινωνικού Είναι», και πως νοείται τελικά αυτός ο «προκαθορισμός» γιατί μπορεί και να σημαίνει ως «προκαθορισμός» ακριβώς την άρση τής τυπικής έννοιας τού «προκαθορισμού»: υπάρχει όντως «προκαθορισμένη» ευπλαστότητα τής [ανθρώπινης] εγκεφαλικής λειτουργίας ώστε να σημαίνει ακριβώς την θεμελίωση δυνατοτήτων υπερκέρασης άλλων φαινομενικά ακλόνητων «προκαθορισμών»;
    Στα άλλα δεν έχω να προσθέσω περισσότερα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έτσι όπως το έθεσες συμφωνώ. Μοιάζει με την εξέλιξη των ειδών. Ξέρουμε ότι ισχύει, αλλά σχετικά λίγα για το ΠΩΣ γίνεται. Αν κατανοήσουμε σε επαρκή βαθμό αυτό το "πως", θα είναι πολύ πιο ισχυρή η θεμελίωση της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή