Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Ο μελλοντικός «διμέτωπος» αντικαπιταλιστικός-αντιιμπεριαλιστικός αγώνας..

 

Delil Dilanar - Qerîn

Μικρός καταιγισμός σκέψεων για την ύλη, την κίνηση και τον χρόνο..

Η δράση του όντος δεν περιορίζεται στην κίνηση, αν και η κίνηση αποτελεί σύμφυτη ιδιότητα τού όντος ως ύλης. 
Ακόμα και η ύλη όμως εφόσον έχει ποιότητες παρουσιάζεται στην «πρώτη ματιά» τής οντολογίας σαν να μην περικλείεται ως όλον στην ιδιότητα τής κίνησης ή μάλλον οι ποιότητες τής ύλης παρουσιάζονται στην «πρώτη ματιά» τής οντολογίας σαν να υπάρχουν «εντός» τής ύλης ως να αναιρούν την ιδιότητα της κίνησης ως ολική ιδιότητα και να την περιέχουν μέσα στο όλον τους ως ένα «μέρος» τους. 
Ακόμα και μία ιδιότητα να υφίσταται στο υλικό σώμα αυτό παρουσιάζεται στην «πρώτη ματιά» τής οντολογίας ως «ακίνητο» μέσα σε αυτή την ιδιότητα.    
Θα μπορούσε κανείς να πει με βάση αυτή την «πρώτη ματιά» τής οντολογίας πως η κίνηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία από τις ποιότητες της ύλης, αλλά αυτός ο εννοιολογικός-οντολογικός περιορισμός τού προσδιορισμού τής κίνησης θα ήταν ορθός μόνον με την έννοια πως παράλληλα και ταυτόσημα θα περιλάμβανε την εννοιολογική και οντολογική επέκταση τού ίδιου τού προσδιορισμού στην ύλη ως όλον, εφόσον η κίνηση ως ιδιότητα δεν περιέχει κάποιο συγκεκριμένο προσδιορισμό που να αναφέρεται στην μία ή την άλλη ύλη ξεχωριστά αλλά στο σύνολο της ύλης.
Η σκέψη κινείται λοιπόν άμεσα προς την αντίστροφη φορά σε σχέση με την «πρώτη ματιά» τής οντολογικής ή οντολογίζουσας αμφισβήτησης ή αμφιβολίας για την καθολικότητα τού ποιοτικού προσδιορισμού τής κίνησης εντός τής ύλης, περιέχοντας την άρνηση τής αρχικής εννοιολογικής-οντολογικής άρνησης ήδη στην ίδια την «πρώτη ματιά» τής οντολογίας όπως την σκιαγραφήσαμε.
Η κίνηση είναι μια «ακίνητη» ιδιότητα-ποιότητα της ύλης ως όλον και της ύλης ως στοιχείο.   
Η γενικότητα του προσδιορισμού της κίνησης στο όλον της ύλης την παράγει ως ποιότητα της ύλης που περιέχει σε ένα βαθμό και τις άλλες ποιότητες που περιέχονται εντός τής ύλης. 
Δηλαδή, εφόσον μιλάμε για ύλη δεν μπορούμε απλά να μιλάμε για την ύλη ως προσδιορισμένη γενικά από τον προσδιορισμό της ποιότητας-κίνησης, αλλά μιλάμε για ύλη που «μαζί» με την γενική της υπόσταση ως ύλη φέρει εντός της όλους τους προσδιορισμούς της ως τούτοι να προσδιορίζονται από τον ποιοτικό προσδιορισμό τής κίνησης.  
Αυτό όμως δεν είναι μια αυτονόητη γενίκευση αν δεν προσδιορίσουμε τους ειδικούς τρόπους με τους οποίους συγκροτείται ως γενίκευση.   
Καταρχάς ας δούμε την δυνατότητα ύπαρξης ποιοτικών προσδιορισμών που αναφέρονται στην γενική ιδιότητα της κίνησης, για να προσδιορίσουμε ταυτόχρονα την σχέση της ύλης και αυτών των προσδιορισμών της με τον προσδιορισμό της κίνησης ως διατηρημένης και ξεπερασμένης ποιότητας.   
Είναι δυνατόν να υπάρχουν ποιοτικοί προσδιορισμοί των όντων που δεν αφορούν πάντα ένα υλικό σώμα ή μια ενσώματη υλική κατάσταση αλλά αναφέρονται σε ένα υλικό σώμα ή μια ενσώματη υλική κατάσταση την ίδια στιγμή που δύνανται να αναφέρονται σε αντικειμενικούς ορίζοντες του κόσμου που διαφεύγουν των (άμεσων) ενσώματων υλικών καταστάσεων.  
Για την ακρίβεια θα μπορούσε κανείς να πει πως αναφέρονται στο υλικό σώμα ή την ενσώματη υλική κατάσταση ακριβώς δια της ιδιότητάς τους να αναιρούνται. 
Οπότε αυτή τους η ιδιότητα μετασχηματίζεται δια της αναφοράς της στην υλικότητα σε ξεχωριστή ολική ποιότητα που αντίκειται στην ενσώματη υλική πραγματικότητα ως αναίρεση και αυτοαναίρεση της.  
Η ενσώματη ύλη παρουσιάζεται ούτως ως περικλειόμενη ως όλον από ένα διαφορετικό αλλά περικλείον αυτήν όλον.  
Είναι απαραίτητο εδώ να διευκρινίσουμε πως αυτή η ολότητα που είναι η συλλογή όλων εκείνων των ποιοτήτων που υπερβαίνουν την ενσώματη υλικότητα υφίσταται ως όλον μόνον δια της «ανάγκης» της αντιμετώπισης τής ενσώματης υλικότητας, όπου όμως η ίδια η «ανάγκη» σημαίνεται έτσι να είναι και το αίτιο συγκρότησης του όλου αυτού.
Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε σε αυτό το σύνολο των μη-ενσώματων υλικών προσδιορισμών που περικλείουν νοητικά την ύλη: την σημειακή χωρικότητα, ήτοι την γεωμετρική μορφή περίκλεισης της υλικής χωρικότητας σε ένα σύστημα υπερβατολογικών σχηματοποιήσεων που την παράγουν νοητικά ως ένα σύστημα σημείων, σχημάτων, επιπέδων και διαστάσεων και με αυτό τον τρόπο την φανερώνουν ως μια ειδική πτυχή τής υλικής πραγματικότητας. 
Αυτός ο υπερβατολογικός προσδιορισμός δεν περιέχει αυτούσια την κίνηση ως σωματική κίνηση, αλλά το αντίθετο, την αφανίζει εντός της σημειακότητάς του:
Η «γεωμετρική» κίνηση είναι μια αφαίρεση που αντιπροσωπεύει την πραγματική ενσώματη κίνηση τής ύλης στην υπερβατολογικά (νοητικά) παραγόμενη «γεωμετρική υπόσταση» χωρίς αυτή (η ενσώματη κίνηση τής ύλης) να εντάσσεται ουσιακά/οντολογικά εντός αυτής τής «γεωμετρικής υπόστασης». 
Από την άλλη αυτός ο «αφανισμός» δεν είναι εφικτός χωρίς την προ-ύπαρξη τής κίνησης ως γενικού οντολογικού προσδιορισμού των υλικών όντων που εκφράζεται ακόμα και εντός τής υπερβατολογικής «γεωμετρικής» αφαίρεσης, άρα δεν είναι εφικτός χωρίς να υπάρχει η «αντιπροσώπευση» που προαναφέραμε (τής πραγματικής ενσώματης υλικής κίνησης στην γεωμετρική υπόσταση).
Έτσι λοιπόν παρουσιάζεται η αναίρεση και η θέση της γενικής ποιότητας-ιδιότητας τής ύλης να είναι κίνηση όταν αναφερόμαστε στον χώρο.  
Ας δούμε τώρα πως η ύλη περιεχόμενη σε μια ποιότητα που δεν αναφέρεται στον χώρο (αλλά ούτε και στην συγκεκριμένη της εκάστοτε τροπικότητα) σχετίζεται με αυτήν, εντασσόμενη (ως ύλη) ως κατάσταση που περικλείεται στην κίνηση. 
Όταν «αφαιρούμε» τις εκάστοτε συγκεκριμένες ιδιότητες ενός υλικού όντος φαίνεται να παρουσιάζεται μόνον η χωρικότητα, άσχετα αν αυτή είναι υπερβατολογικο-ποιημένη ή όχι. 
Όμως η «αφηρημένη» ύλη παραμένει (μετά την «αφαίρεση» των συγκεκριμένων ποιοτήτων της εντός τής «γεωμετρικής» υπόστασής της) εκτός από χώρος (και) μια κινούμενη ως «σημείο» ύλη. 
Η κίνησή της παραμένει σταθερή («ακίνητη») ως οντολογικός προσδιορισμός, και είναι πλέον εμφανής στον νοητικό οφθαλμό με πολύ εύκολο τρόπο.  
Τότε η κίνηση της ύλης συλλαμβάνεται στην καθαρή σημειακή μορφή της και το υλικό σώμα που την φέρει ως ιδιότητα-ποιότητα αναπέμπεται σε μια κατώτερη στοιβάδα τής οντολογικής συμπλοκής στην οποία συμμετέχει. 
Αυτό που προτάσσεται ως κυρίαρχο στο οντολογικό πλέγμα «αφηρημένο σώμα-κίνησή του» είναι η ίδια η κίνηση καθαυτή -και όχι το σώμα που αποσύρεται στο μισο-αφανές παρασκήνιο του οντολογικού δράματος, και παρουσιάζεται πλέον στο οντολογικό προσκήνιο ως «σώμα-σημείο». 
Η ύλη είναι τότε ένας «σημειακός» φορέας τής κίνησης και όχι η κίνηση μια ποιότητα της ύλης.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε, ακολουθώντας αυτή την σειρά κατασκευής τής έννοιας τής κίνησης, ότι δεν είναι η κίνηση ποιοτικός προσδιορισμός τής ενσώματης ύλης αλλά η ίδια η ενσώματη ύλη ένας από τούς ποιοτικούς προσδιορισμούς τής κίνησης:
Η κίνηση φανερώνεται ως ένας ποιοτικός προσδιορισμός που περιέχει ως περιέχον την ενσώματη ύλη ως (επιμέρους και ανηρημένο) ποιοτικό σημειακό προσδιορισμό του.
Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν δυνατόν μάλλον να ισχύουν και οι δύο νοητικοί και οντολογικοί καθορισμοί τής σχέσης κίνησης-ύλης, ως στοιχεία ενός διαλεκτικού αλληλοπροσδιορισμού, ο οποίος φανερώνεται (ως υλικός) δια μέσω των υπερβατολογικών νοητικών πράξεων τής (νοητικής) παραγωγής τού (γεωμετρικού) χώρου και τής κίνησης.
Η ποιότητα που φανερώνεται με αυτή την υπερβατολογική (νοητική) πράξη ίσως εντέλει να είναι ο χρόνος ως περικλείουσα ποιότητα.
Επειδή το «στοιχείο» που αναιρείται στην υπερβατολογική παραγωγή του χώρου είναι η ενσώματη κίνηση -αλλά ως προϋποτιθέμενο στην αφαίρεσή του, το «στοιχείο» αυτό φανερώνεται να παράγει -ως αφηρημένο- την ίδια την «γεωμετρική» αναίρεσή του. 
Την ίδια στιγμή αυτό το «στοιχείο» όταν αναφερόμαστε στον χρόνο δεν αναιρείται καν, αλλά μετασχηματιζόμενο σε «σημείο» αναιρεί αυτό καθαυτό τους άλλους προσδιορισμούς. 
Με αυτό τον τρόπο παρουσιάζεται τελικά να είναι το αίτιο όλων των υλικών πτυχών που εμφανίζονται δια των υπερβατολογικών (νοητικών) πράξεων. 
Ως αίτιο είναι προσδιορισμένο, άρα ανήκει σε μια σειρά αλληλεξαρτήσεων που θα έπρεπε να το σημαίνουν ως υπάρχον σε-ή-ως μια πρωταρχική (και μη-προσδιορισμένη από τους άλλους προσδιορισμούς) προσδιοριστική αιτία.

 

Ιωάννης Τζανάκος


 

Γιατί ο Ludwig van Beethoven ήταν ανώτερος του Hegel..[2013]

                                                                      

Η παρουσία του παρόντος ως όντος που διανοίγεται σε όλο τον χρόνο (ή σε μια τυπική μετα-φυσική γλώσσα, στην αιωνιότητα) δεν μπορεί να αποτελέσει πλέον την επιδιωκόμενη συγκεκριμένη ενωτική ουσία των άλλων υπο-καθορισμών του (παρελθόν-μέλλον), παρά στο αφηρημένο επίπεδο του προτάγματος ενός άλλου πιθανού μελλοντικού χρόνου-κόσμου, εντός του οποίου θα έχουν αρθεί οι αποξενωτικές διακρίσεις μεταξύ των υπο-καθορισμών αυτών, και πάλι «βλέπουμε».

Η επιδιωκόμενη εγελιανή ολότητα-παρόν θα ίσχυε αν τηρούσε τις προϋποθέσεις της όντως ολικής συν-τελεστικότητας του παρελθόντος της, περιέχοντας επίσης ένα ελεύθερο και δικό της, αν και μη-τυχαίο/μη-ακαθόριστο, μέλλον. 
Φυσικά και ο Hegel δεν σκιαγράφησε απλά μια συντέλεση-τέλος, υπό την μορφή ενός τελικού τέλους, αλλά μια συντέλεση-τέλος που είναι γενικό θεμέλιο, ίσως και εν καιρώ απόλυτο θεμέλιο, και έπειτα ένα ερχόμενο μέλλον του, επίσης όχι με την τυπική και τετριμμένα απόλυτη έννοια. 
Αλλά ακόμα και αυτό προϋποθέτει το δεδομένο της διαλεκτικής άρσης μέσα σε αυτό το παρόν. 
Το παρόν αυτό που συντέλεσε ή θα συντελέσει, ολοκληρώνοντας και αίροντας, όλο το παρελθόν και θα θεμελιώσει απόλυτα το ελεύθερο, αλλά δεσμευμένο από αυτό το θεμέλιο, μέλλον του, απλά δεν υφίσταται στην εγελιανή θέαση. 
Δεν υφίσταται γιατί η εγελιανή θέαση ήταν και αυτή μια εύλογη και «νόμιμη», στην εποχή της -και εν μέρει στην «εποχή» μας- μόνον-γλωσσική παροντοποίηση στην βάση της αστικής κοσμοθέασης. 
Για να μην θεωρηθούμε «ισοπεδωτικοί» θα λέγαμε πως όντως μέσα στο πνεύμα της νεωτερικότητας ολοκληρώθηκαν οι ελευθερίες του υποστασιακού-υποκειμενικού, κυρίως ως γλωσσικός-συμβολικός νόμος της ελευθερίας αλλά και ως γλωσσική-συμβολική πράξη αυτού του νόμου, πράγμα ήδη σημαντικό αλλά και θεμελιακά ελλιπές.

Η ελευθερία ως έννοια και ως πράξη θεμελιώθηκε κοσμοθεωρητικά-κοσμο/ιστορικά στα συντάγματα της αστικής κοινωνίας ως γλωσσικός νόμος της ανθρώπινης κατάστασης, και αυτό συνέβη στην τέλεια μορφή του στο εγελιανό έργο, που συγκεφαλαιώνει μόνον συμβολικο-γλωσσικά (άρα λανθασμένα) την αρχέγονη προ-ιστορία της νεωτερικότητας (αρχαιο-ελληνική και ρωμαϊκή θέσμιση, χριστιανισμός/αρχή του προσώπου και της ενσάρκωσης κ.λ.π) αλλά και όλες τις άλλες εξίσου σημαντικές βαθμίδες νεωτερικής αυτοθεμελίωσης (νομιναλισμός, καρτεσιανισμός, σπινοζισμός, ρουσσωϊσμός-καντιανισμός κ.λ.π).
Πρόκειται για ένα τεράστιο έργο αφομοιωτικής γλωσσικής-συμβολικής σύνοψης τού γίγνεσθαι-Είναι της έννοιας της ελευθερίας δια της ιστορίας όλης της ευρωπαϊκής σκέψης μέσα στο γίγνεσθαι της πραγματικής ιστορίας -από την σκοπιά του νόμου.
Πρόκειται επίσης όμως για ένα τεράστιο έργο γλωσσοκεντρικής-συμβολοκεντρικής σύνθλιψης και προκρούστειας σχηματοποίησης όλου του παρελθόντος αλλά και του αστικού παρόντος στα νοητικά σχήματα του γενικού και αφηρημένου κανόνα του γλωσσικού-συμβολικού νόμου.
Η διαλεκτική του Hegel είναι η διαλεκτική του νόμου και του νομοθέτη, και οι ετερογένειες των όντων και της ιστορίας τους υφίστανται μόνον ως εκφράσεις του νομικού συστήματος ως (υποτιθέμενου) καθολικού γλωσσικού συστήματος όλων των συστημάτων.
Οι σπίθες της διαλεκτικής φυλακίστηκαν μέσα στο κελί της διαλεκτικής του συμβολικού-γλωσσικού νόμου.
Φυσικά και ήταν αναπόφευκτο αυτή η τεράστια νοητική προσπάθεια να αποτύχει στο επίπεδο της αποτύπωσης, αυτής καθαυτής, της πραγματικότητας των κοσμοθεάσεων αλλά και της πραγματικής πραγματικότητας, επίσης όμως και στο υπόρρητα προνομιακό για αυτήν επίπεδο τής γλωσσικότητας, αλλά επίσης και στο επίπεδο των μελλοντικών εξελίξεων της αστικής κοινωνίας σε αναφορά με το θέμα της «εξαίρεσης» και της πολιτικής μετα-φυσικής της υπαρκτικότητας. Αναβίωσαν αιφνίδια και γοργά όλες οι «υποστασιακές» μεταφυσικές και εντάχθηκαν ομαλότατα, αναθεωρημένες και τροποποιημένες ριζικά, στο νέο αστικό πλαίσιο της σύνθεσης της υπαρκτικής εξαιρετικότητας με τον αφηρημένο αστικό νόμο-Λόγο.


Γι'αυτό εξάλλου δεν ήταν ο Hegel αυτός που αρνήθηκε την αστική παλινόρθωση της αυθαιρεσίας, αλλά ο κατά πολύ εξυπνότερος, θαρραλέος και άφοβος  Ludwig van Beethoven , που αποκαθήλωσε το αίσχος που ονομάζονταν Napoléon Bonaparte αποκηρύσσοντάς τον με την αλλαγή του ονόματος της συμφωνίας του που είχε αφιερώσει σε αυτόν, όταν ο τελευταίος ανακηρύχθηκε «Αυτοκράτωρ», αποκαθηλώνοντας ταυτόχρονα ό,τι ήταν αστικό, την ίδια τη στιγμή που ο Hegel τον αποθέωνε σε εκείνες τις ντροπιαστικές για το έργο του γραμμές.


 Την Τρίτη Συμφωνία την οποία έγραψε μεταξύ των ετών 1803 και 1804  την είχε αφιερώσει στον «Μπουοναπάρτε».

Όταν, όπως διηγείται ο μαθητής του Φέρντιναντ Ρις, έμαθε πως ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας, ξέσπασε με οργή: «ώστε δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας συνηθισμένος άνθρωπος. 
Τώρα κι αυτός θα ποδοπατήσει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, υποκύπτοντας μόνο στις φιλοδοξίες του. 
Θα τοποθετήσει τον εαυτό του πάνω από κάθε άλλο και θα γίνει τύραννος». 
Στη συνέχεια, έσβησε το όνομα Μπουοναπάρτε από την πρώτη σελίδα του τίτλου της συμφωνίας του, τόσο βίαια, που έκανε μια τρύπα στο χαρτί. 
Έπειτα έγραψε μια άλλη αφιέρωση, ονομάζοντάς την «Ηρωική - Sinfonia eroica»..
 
 Ιωάννης Τζανάκος
 

Οι ξεκούρδιστες ευρωαριστερές ευρωκομμουνιστικές και (ευρω)αριστερίστικες λατέρνες τής ηγεμονο-λογίας/γκραμσιανο-λογίας και τής κινηματο-λογίας..

Η αδυναμία μιας κοινωνικής τάξης με ιστορικό χαρακτήρα δεν είναι παροδική σε σχέση με το μέλλον που τής έχει «ετοιμασθεί» από την ίδια την ιστορία αλλά δεν το «κατέχει» «ακόμα»:
Όταν μια κοινωνική τάξη έχει ιστορικό χαρακτήρα και δεν τον έχει ακόμα «εκφράσει», δεν μπορεί να υπάρξει για σημαντικό διάστημα ως ένα ισοδύναμο κοινωνικό Είναι σε σχέση με την κυρίαρχη και εκφρασμένη δύναμη που είναι η κυρίαρχη τάξη και η κοινωνία της. 
Η δύναμη της κυρίαρχης ιστορικής κοινωνικής τάξης εκδηλώνεται και στην πολυμορφία τής κοινωνίας που σχηματίζει.

Παιχνίδια στον αφρό και θεωρίες του βάθους. Ένα ωραίο αδιέξοδο..

Η αλλαγή της αλυσίδας. Ο κόσμος των πολλών βαρών..

Η παρόρμηση ενός εγκλωβισμένου ανθρώπου να φύγει μακριά από τα δεσμά του μπορεί να είναι ένα μέσο για να αποδεχθεί τα δεσμά κάθε μορφής.  

Δικηγόροι και παπάδες..

Το προαπαιτούμενο ενός διαλόγου υποτίθεται πως είναι ο σεβασμός του άλλου. 
Όμως σε κάθε διάλογο σιγοβράζει ένα ηφαίστειο, και σε κάθε συνάντηση συναντιούνται άλλοι κόσμοι που θα μπορούσαν να πολεμούν για πάντα. 
Ο σεβασμός αυτός θα μπορούσε να σημαίνει την εικόνα ενός ενιαίου κόσμου, όπου οι διαφορετικοί κόσμοι θα είχαν αφανιστεί ως δυνητικά συγκρουόμενοι.  
Όμως μάλλον σημαίνει την εξιδανίκευση ενός πρόσκαιρου κατασταλάγματος της σχέσης κυριαρχίας, είτε κυριαρχεί ένας κόσμος και απαιτεί υποταγή που ονομάζει σεβασμό, είτε κυριαρχείται ένας κόσμος και ζητά έλεος που το ονομάζει σεβασμό. 
Ο αφέντης ζητά σεβασμό. 
Ο δούλος ζητά σεβασμό.  
Ένας καλός δικηγόρος ή ένας καλός παπάς μπορεί να εξυπηρετήσει και τους δύο αναλόγως τής συγκυρίας. 
Κάποτε ο κόσμος ήταν γεμάτος παπάδες. 
Τώρα είναι γεμάτος δικηγόρους. 
Τώρα τελευταία εμφανίστηκαν ξανά πολλοί παπάδες.
Παπάδες και δικηγόροι έχουν πολλά να κάνουν ακόμα. 

Ιωάννης Τζανάκος
 
 

Νυχτερινά ξυπνητούρια και ξεκούρδιστες πλατωνικές λατέρνες..

Ζωή και πολιτική «εμμένεια».

Ένας μικρός κακός κόσμος «ηθικών πλεονεκτημάτων»..

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Ερώτημα χωρίς απάντηση..

 
Θα προσπαθήσω να μιλήσω όσο γίνεται πυκνότερα για αυτό το πράγμα που με βασανίζει σαν ερώτημα από τον Αύγουστο τού 2014, και απάντηση δεν βρίσκω.
 
Το 2014, τον Αύγουστο, πολιτοφυλακές τού ISIS, κατέλαβαν μια περιοχή στο βόρειο Ιράκ, στην οποία ζούνε Γεζίντι, μια μη-ισλαμική μη-χριστιανική εθνοθρησκευτική κοινότητα, η οποία αν και κουρδογενής δεν εντάσσεται πάντα στην κουρδική εθνότητα (πολλοί Γεζίντι αν και ομιλούν κουρδικά, δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι, αν και οι περισσότεροι από αυτούς αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι ή ως συγγενείς προς τον κουρδικό αυτοπροσδιορισμό).
Οι Ισλαμοφασίστες τού ISIS, διέπραξαν όλα τα μαζικά εγκλήματα που συνιστούν εθνοκάθαρση και μπορούμε να πούμε ότι έφτασαν και ξεπέρασαν το (κάπως τεχνητό) όριο μεταξύ εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας, και διέπραξαν γενοκτονία.
Οι Γεζίντι αφέθηκαν στην τύχη τους από τούς Πεσμεργκά τής κυρίαρχης φατρίας Μπαρζανί, τού δημοκρατικού κόμματος τού Κουρδιστάν (βορείου Ιράκ) και από το κρατίδιό της, και έλαβαν τελικά βοήθεια, σε αυτή την τραγική στιγμή, μόνον από το ηρωικό ΡΚΚ, το οποίο τελικά διέσωσε δεκάδες χιλιάδες κόσμο, και οργάνωσε τον λαό των Γεζίντι σε ομάδες αυτοάμυνας, με την δική τους αυτόνομη και δημοκρατική διοίκηση, στα πλαίσια που γενικά θέτει το κίνημα αυτό (το ΡΚΚ).
Μέχρι εδώ όλα αυτά είναι γνωστά ή όχι και τόσο γνωστά, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν αφορούν άμεσα την ελλαδική πολιτική επικαιρότητα, ούτε το κίνημα στην Ελλάδα.
Ερχόμαστε τώρα στο ερώτημα, την απορία μου, η οποία δεν σας κρύβω με έχει ταράξει, με την έννοια ότι με έχει αναστατώσει άσχημα από την σκοπιά των απαντήσεων ή μη-απαντήσεων που πήρα από συντρόφους ή μη-συντρόφους τού μάλλον ηθικά και ιδεολογικά ελεεινού αριστερού, αριστεροπατριωτικού, αντικαπιταλιστικού ή αναρχικού κινήματός «μας» (όλα αυτά μαζί και χώρια, γιατί πολλές φορές αλληλομισούνται θανάσιμα, αν και αυτό δεν με απασχολεί πλέον). 
Ταξινομώ και δίνω σχηματικά μιαν αριθμητική σειρά στις υποτιθέμενες απαντήσεις που πήρα, όταν έθεσα το ερώτημα που θα σας παραθέσω, αλλά και στις γενικότερες ψευτο-τοποθετήσεις που διάβασα για το ζήτημα, οι οποίες εκφράστηκαν ανεξάρτητα από την ερώτηση και το πρόσωπό μου:
 
Ρώτησα:
Γιατί δεν υπάρχει αλληλεγγύη στους Γεζίντι;
Μια πορεία;
Μια εκτενέστερη ανάλυση, ένα άρθρο στις υπερεπαναστατικές αντικαπιταλιστικές εφημερίδες και ιστοσελίδες σας;
Μήπως γιατί οι Γεζίντι δεν είναι αντιιμπεριαλιστές;
Μήπως γιατί οι Κούρδοι γενικότερα τού Ιράκ θεωρούνται προδότες από εσάς, εφόσον συμμάχησαν με τις Η.Π.Α ενάντια στον Σαντάμ Χουσεϊν;
Προτού μου απαντήσουν διευκρίνιζα ότι οι Γεζίντι δεν είναι ενταγμένοι και τόσο στο κράτος τού Μπαρζανί, άρα δεν έχουν ευθύνη για τις όποιες συμμαχίες αυτού τού κράτους. 
Οι περισσότεροι από αυτούς που ρώτησα δεν το ξέρανε αυτό ή δεν θέλανε να το ξέρουν. Για αυτούς οι Γεζίντι είναι Κούρδοι τού βόρειου Ιράκ, άρα είναι συνυπεύθυνοι για τα λάθη και τα πραγματικά ή υποτιθέμενα εγκλήματα τής ηγεσίας τού Μπαρζανί και τού κρατιδίου του.
Οι απαντήσεις, διασκευασμένες από εμένα με τρόπο που να γίνονται κατανοητές, αλλά χωρίς να παραποιείται το περιεχόμενό τους:
 
1.
Η αρρωστημένη σαλταρισμένη σταλινογενής πρώην φιλο-χοτζική νυν αναρχοσταλινική και αντισιωνιστική-φιλοπαλαιστινιακή (φιλο-Χαμάς) ομάδα «Κόντρα-Εξέγερση» ήταν αυτή που στο έντυπο της είχε γράψει το εξής φασιστικό, άρρωστο, αποκρουστικό τερατούργημα: «έδρεψαν τούς καρπούς» ή «δρέπουν τους καρπούς» τής στάσης τους υποστήριξης τού αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αναφερόμενοι στις ταλαιπωρίες όλων των Κούρδων τού βόρειου Ιράκ.
Αυτή η αποκρουστική σταλινοειδής ομαδούλα, έχει προηγούμενα με τους Κούρδους και το ΡΚΚ ειδικά, αναφερόμενη σε εκτροπές τού κινήματος αυτού όταν στα βουνά τού Κουρδιστάν υπήρχαν αιματηρές συγκρούσεις ΡΚΚ-άδων και μαοϊκών ομάδων, όπου το ΡΚΚ τους τσάκισε όλους, όχι και με τον καλύτερο τρόπο. Το ΡΚΚ έχει κάνει εκτενή αυτοκριτική για αυτές τις εκτροπές του, αν και εγώ στην θέση του δεν θα έκανα αυτοκριτική. 
Για την αυτοκριτική τού ΡΚΚ όμως κανένας από αυτούς τους αλήτες δεν πρόκειται να πει τίποτα, και μάλιστα αν και υποτίθεται ότι είναι πολιτικοί αντίπαλοι τού Σύριζα και τον επιτιμούν, μάλλον μια χαρά σαν μικρά και κακόμοιρα δημοσιογραφάκια έχουν σχέση με την β'πανελλαδικάρια πτέρυγά του, παλαιόθεν, γνωρίζονται τα παιδιά, και μάλλον έχουν κοινό και βαθύ μίσος για το ΡΚΚ.
Για τους Γεζίντι είπανε τίποτα; Όχι. Για την σωτηρία τους από το ΡΚΚ; Όχι.
Βλέπω ότι αυτό που τους νοιάζει είναι να έχουν στασίδι στο indymedia (δεν ξέρω αν το έχουν ακόμα) και να συκοφαντούν όσο μπορούν το ΡΚΚ και το κουρδικό κίνημα, γιατί δεν ταιριάζει στα άρρωστα, δογματικά, ανόητα κριτήριά τους για το τι αξίζει να στηρίζει κανείς. 
Μόνον ότι έχει μονομετωπικό αγώνα ενάντια στον δυτικό ιμπεριαλισμό αξίζει, και ό,τι είναι ενάντιο στο Ισραήλ. 
Όλα τα άλλα είναι για πέταμα και για σταλινική συκοφαντία. 
Τους εύχομαι να βουλιάξουν μέσα στα ψυχικά και ιδεολογικά σκατά τους, και να γίνουν μόνιμοι συνήγοροι τού αγαπημένου τους Κουφοπείνα, πίτσα σπέσιαλ.
Πάμε τώρα σε σοβαρότερες περιπτώσεις.
Τα θυμάμαι όλα, και δεν συγχωρώ κανέναν, μέχρι να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη, όχι από μένα αλλά από τον εαυτό του που τον ξεφτίλισε και τον έριξε στην ηθική και ιδεολογική απαξία. 
 
2.
Ο πονηρούλης ο Μπογιόπουλος άφησε να γραφτεί ένα συμπαθητικό κείμενο σε μια από τις ιστοσελίδες που εποπτεύει (δεν θυμάμαι τώρα, δυστυχώς δεν κρατάω αρχείο για όλα, είναι ανέφικτο για ένα άτομο), πράγμα που δείχνει ότι έχει ψυχούλα, αλλά όχι θάρρος να αντιμετωπίσει τις αντιφάσεις όλων μας, και να παραδεχτεί από την πούρα αντιιμπεριαλιστική σκοπιά του μερικά ενοχλητικά πράγματα.
Εννοείται ότι το ΚΚΕ δεν έχει πει ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ.
Αδιαφορεί για έναν μικρό λαό που νομίζει ότι είναι σύμμαχος των αμερικάνων. Και ασχετοσύνη, και κακοήθεια, και ιδεολογικοποίηση τής πολιτικής ανηθικότητας τού «αντιιμπεριαλισμού», μάλλον τού «αντιδυτικοϊμπεριαλισμού».
Επομένως βάλτε στον λογαριασμό και όλα τα μικρο-μ/λ, βάλτε και ένα μέρος των αναρχοαυτόνομων, και άλλους.
 
3.
Ένας παλιός φίλος, έκανε ότι δεν το ήξερε το γεγονός, το έμαθε, και φρόντισε να θυμηθεί πόσο συντηρητική κοινωνική ομάδα είναι οι Γεζίντι, ενώ ήξερε πάντα να αναφέρεται μόνον στους Παλαιστίνιους, μόνον στην Χεζμπολάχ, μόνον στους αγαπημένους του Αγιατολάδες, και στο αγαπημένο του Ιράν των θεοκρατών, και στον αγαπημένο του Άσαντ, και στον πολυ-πολυ-αγαπημένο του -τότε- Πούτιν.
Ξινισμένος Λαφαζάνης, στο εξυπνότερο και στο ηθικότερο, σίγουρα, αλλά πάντα ξινισμένος:
Και οι Κούρδοι δεν είναι «ακριβώς» έθνος, και δεν μας τα λένε καλά, και άλλα συμπαθητικά, αρκεί να μην θίγεται το λαετζίδικο αντιιμπεριαλιστικό σχηματάκι, και προς θεού, μη ξεχνάμε το μοναδικό, το τέλειο, το άμωμο και άσπιλο παλαιστινιακό κίνημα εναντίον του κακού κάκιστου και ακροδεξιού σιωνισμού τού Ισραήλ.
Κλασική ενοχική και επιλεκτική αριστερή αντιιμπεριαλιστική συνείδηση, που δεν θα τα έλεγε ακριβώς έτσι, αλλά τα λέω εγώ για λογαριασμό της με μεγαλύτερη σαφήνεια, για να καταλάβει κι αυτός που την κουβαλάει μέσα του και οι όμοιοί του τον εαυτό τους. Κάτω από 0.5% θα μείνουν, για πάντα, όχι ότι αυτό έχει καμία σημασία για τον κόσμο.
 
Γιατί;
Γιατί τέτοια ιδεολογική και ηθική σκληρότητα, απάθεια, αδιαφορία, ακαμψία;
Ας δεχτούμε τουλάχιστον τις αντινομίες μας, ας πάψουμε να τις θάβουμε, ας τις δούμε κατάματα.
Μπορούμε;
Όχι, δεν μπορούμε.
Τι σημαίνει αυτό άραγε;
Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα που με βασανίζει.  
 
Ιωάννης Τζανάκος