Η δράση του όντος δεν περιορίζεται στην κίνηση,
αν και η κίνηση αποτελεί σύμφυτη ιδιότητα τού όντος ως ύλης.
Ακόμα και η ύλη
όμως εφόσον έχει ποιότητες παρουσιάζεται στην «πρώτη ματιά» τής οντολογίας σαν να μην περικλείεται ως όλον στην ιδιότητα τής κίνησης ή μάλλον
οι ποιότητες τής ύλης παρουσιάζονται στην «πρώτη ματιά» τής οντολογίας σαν να υπάρχουν «εντός» τής ύλης ως να αναιρούν την ιδιότητα της
κίνησης ως ολική ιδιότητα και να την περιέχουν μέσα στο όλον τους ως ένα «μέρος» τους.
Ακόμα και μία
ιδιότητα να υφίσταται στο υλικό σώμα αυτό παρουσιάζεται στην «πρώτη ματιά» τής οντολογίας ως «ακίνητο»
μέσα σε αυτή την ιδιότητα.
Θα μπορούσε κανείς να πει με βάση αυτή την «πρώτη ματιά» τής οντολογίας πως η κίνηση δεν είναι
τίποτα άλλο παρά μία από τις ποιότητες της ύλης, αλλά αυτός ο εννοιολογικός-οντολογικός περιορισμός τού προσδιορισμού τής κίνησης θα ήταν ορθός μόνον με την
έννοια πως παράλληλα και ταυτόσημα θα περιλάμβανε την εννοιολογική και οντολογική επέκταση τού ίδιου τού προσδιορισμού στην ύλη ως όλον, εφόσον η κίνηση ως ιδιότητα δεν
περιέχει κάποιο συγκεκριμένο προσδιορισμό που να αναφέρεται στην μία ή την άλλη
ύλη ξεχωριστά αλλά στο σύνολο της ύλης.
Η σκέψη κινείται λοιπόν άμεσα προς την αντίστροφη φορά σε σχέση με την «πρώτη ματιά» τής οντολογικής ή οντολογίζουσας αμφισβήτησης ή αμφιβολίας για την καθολικότητα τού ποιοτικού προσδιορισμού τής κίνησης εντός τής ύλης, περιέχοντας την άρνηση τής αρχικής εννοιολογικής-οντολογικής άρνησης ήδη στην ίδια την «πρώτη ματιά» τής οντολογίας όπως την σκιαγραφήσαμε.
Η κίνηση είναι μια «ακίνητη»
ιδιότητα-ποιότητα της ύλης ως όλον και της ύλης ως στοιχείο.
Η γενικότητα του προσδιορισμού της κίνησης στο
όλον της ύλης την παράγει ως ποιότητα της ύλης που περιέχει σε ένα βαθμό και
τις άλλες ποιότητες που περιέχονται εντός τής ύλης.
Δηλαδή, εφόσον μιλάμε για ύλη
δεν μπορούμε απλά να μιλάμε για την ύλη ως προσδιορισμένη γενικά από τον
προσδιορισμό της ποιότητας-κίνησης, αλλά μιλάμε για ύλη που «μαζί» με
την γενική της υπόσταση ως ύλη φέρει εντός της όλους τους προσδιορισμούς της ως τούτοι να
προσδιορίζονται από τον ποιοτικό προσδιορισμό τής κίνησης.
Αυτό όμως δεν είναι μια αυτονόητη γενίκευση αν
δεν προσδιορίσουμε τους ειδικούς τρόπους με τους οποίους συγκροτείται ως γενίκευση.
Καταρχάς ας δούμε την δυνατότητα ύπαρξης
ποιοτικών προσδιορισμών που αναφέρονται στην γενική ιδιότητα της κίνησης, για
να προσδιορίσουμε ταυτόχρονα την σχέση της ύλης και αυτών των προσδιορισμών της
με τον προσδιορισμό της κίνησης ως διατηρημένης και ξεπερασμένης ποιότητας.
Είναι δυνατόν να υπάρχουν ποιοτικοί προσδιορισμοί
των όντων που δεν αφορούν πάντα ένα υλικό σώμα ή μια ενσώματη υλική κατάσταση αλλά
αναφέρονται σε ένα υλικό σώμα ή μια ενσώματη υλική κατάσταση την ίδια στιγμή που δύνανται
να αναφέρονται σε αντικειμενικούς ορίζοντες του κόσμου που διαφεύγουν των (άμεσων) ενσώματων
υλικών καταστάσεων.
Για την ακρίβεια θα μπορούσε κανείς να πει πως
αναφέρονται στο υλικό σώμα ή την ενσώματη υλική κατάσταση ακριβώς δια της ιδιότητάς τους
να αναιρούνται.
Οπότε αυτή τους η ιδιότητα μετασχηματίζεται δια
της αναφοράς της στην υλικότητα σε ξεχωριστή ολική ποιότητα που αντίκειται στην ενσώματη υλική πραγματικότητα ως αναίρεση και αυτοαναίρεση της.
Η ενσώματη ύλη παρουσιάζεται ούτως ως περικλειόμενη ως
όλον από ένα διαφορετικό αλλά περικλείον αυτήν όλον.
Είναι απαραίτητο εδώ να διευκρινίσουμε πως αυτή η
ολότητα που είναι η συλλογή όλων εκείνων των ποιοτήτων που υπερβαίνουν την ενσώματη
υλικότητα υφίσταται ως όλον μόνον δια της «ανάγκης» της αντιμετώπισης
τής ενσώματης υλικότητας, όπου όμως η ίδια η «ανάγκη» σημαίνεται έτσι να είναι
και το αίτιο συγκρότησης του όλου αυτού.
Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε σε αυτό το σύνολο
των μη-ενσώματων υλικών προσδιορισμών που περικλείουν νοητικά την ύλη: την σημειακή χωρικότητα,
ήτοι την γεωμετρική μορφή περίκλεισης της υλικής χωρικότητας σε ένα σύστημα
υπερβατολογικών σχηματοποιήσεων που την παράγουν νοητικά ως ένα σύστημα σημείων,
σχημάτων, επιπέδων και διαστάσεων και με αυτό τον τρόπο την φανερώνουν ως μια ειδική πτυχή τής υλικής πραγματικότητας.
Αυτός ο υπερβατολογικός προσδιορισμός δεν
περιέχει αυτούσια την κίνηση ως σωματική κίνηση, αλλά το αντίθετο, την αφανίζει εντός της
σημειακότητάς του:
Η «γεωμετρική» κίνηση είναι μια αφαίρεση που αντιπροσωπεύει την πραγματική ενσώματη κίνηση τής ύλης στην υπερβατολογικά (νοητικά) παραγόμενη «γεωμετρική υπόσταση» χωρίς αυτή (η ενσώματη κίνηση τής ύλης) να εντάσσεται ουσιακά/οντολογικά εντός αυτής τής «γεωμετρικής υπόστασης».
Από την άλλη αυτός ο «αφανισμός» δεν είναι εφικτός
χωρίς την προ-ύπαρξη τής κίνησης ως γενικού οντολογικού προσδιορισμού των υλικών
όντων που εκφράζεται ακόμα και εντός τής υπερβατολογικής «γεωμετρικής» αφαίρεσης, άρα δεν είναι εφικτός χωρίς να υπάρχει η «αντιπροσώπευση» που προαναφέραμε (τής πραγματικής ενσώματης υλικής κίνησης στην γεωμετρική υπόσταση).
Έτσι λοιπόν παρουσιάζεται η αναίρεση και η θέση της γενικής
ποιότητας-ιδιότητας τής ύλης να είναι κίνηση όταν αναφερόμαστε στον χώρο.
Ας δούμε τώρα πως η ύλη περιεχόμενη σε μια
ποιότητα που δεν αναφέρεται στον χώρο (αλλά ούτε και στην συγκεκριμένη της
εκάστοτε τροπικότητα) σχετίζεται με αυτήν, εντασσόμενη (ως ύλη) ως κατάσταση που περικλείεται στην κίνηση.
Όταν «αφαιρούμε» τις εκάστοτε συγκεκριμένες
ιδιότητες ενός υλικού όντος φαίνεται να παρουσιάζεται μόνον η χωρικότητα,
άσχετα αν αυτή είναι υπερβατολογικο-ποιημένη ή όχι.
Όμως η «αφηρημένη» ύλη παραμένει (μετά την «αφαίρεση» των
συγκεκριμένων ποιοτήτων της εντός τής «γεωμετρικής» υπόστασής της) εκτός από χώρος (και) μια κινούμενη ως «σημείο» ύλη.
Η κίνησή της
παραμένει σταθερή («ακίνητη») ως οντολογικός προσδιορισμός, και είναι
πλέον εμφανής στον νοητικό οφθαλμό με πολύ εύκολο τρόπο.
Τότε η κίνηση της ύλης συλλαμβάνεται στην καθαρή
σημειακή μορφή της και το υλικό σώμα που την φέρει ως ιδιότητα-ποιότητα αναπέμπεται σε
μια κατώτερη στοιβάδα τής οντολογικής συμπλοκής στην οποία συμμετέχει.
Αυτό που
προτάσσεται ως κυρίαρχο στο οντολογικό πλέγμα «αφηρημένο σώμα-κίνησή
του» είναι η ίδια η κίνηση καθαυτή -και όχι το σώμα που αποσύρεται στο
μισο-αφανές παρασκήνιο του οντολογικού δράματος, και παρουσιάζεται πλέον στο οντολογικό προσκήνιο ως «σώμα-σημείο».
Η ύλη είναι τότε ένας «σημειακός» φορέας
τής κίνησης και όχι η κίνηση μια ποιότητα της ύλης.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε, ακολουθώντας αυτή την σειρά κατασκευής τής έννοιας τής κίνησης, ότι δεν είναι η κίνηση ποιοτικός προσδιορισμός τής ενσώματης ύλης αλλά η ίδια η ενσώματη ύλη ένας από τούς ποιοτικούς προσδιορισμούς τής κίνησης:
Η κίνηση φανερώνεται ως ένας ποιοτικός προσδιορισμός που περιέχει ως περιέχον την ενσώματη ύλη ως (επιμέρους και ανηρημένο) ποιοτικό σημειακό προσδιορισμό του.
Εν
πάση περιπτώσει, θα ήταν δυνατόν μάλλον να ισχύουν και οι δύο νοητικοί
και οντολογικοί καθορισμοί τής σχέσης κίνησης-ύλης, ως στοιχεία ενός
διαλεκτικού αλληλοπροσδιορισμού, ο οποίος φανερώνεται (ως υλικός) δια
μέσω των υπερβατολογικών νοητικών πράξεων τής (νοητικής) παραγωγής τού
(γεωμετρικού) χώρου και τής κίνησης.
Η ποιότητα που φανερώνεται με αυτή την υπερβατολογική (νοητική) πράξη ίσως εντέλει να είναι ο χρόνος ως περικλείουσα
ποιότητα.
Επειδή το «στοιχείο» που αναιρείται στην
υπερβατολογική παραγωγή του χώρου είναι η ενσώματη κίνηση -αλλά ως προϋποτιθέμενο στην αφαίρεσή του, το
«στοιχείο» αυτό φανερώνεται να παράγει -ως αφηρημένο- την ίδια την «γεωμετρική» αναίρεσή του.
Την ίδια στιγμή αυτό το
«στοιχείο» όταν αναφερόμαστε στον χρόνο δεν αναιρείται καν, αλλά μετασχηματιζόμενο σε «σημείο» αναιρεί αυτό
καθαυτό τους άλλους προσδιορισμούς.
Με αυτό τον τρόπο παρουσιάζεται τελικά να
είναι το αίτιο όλων των υλικών πτυχών που εμφανίζονται δια των υπερβατολογικών (νοητικών) πράξεων.
Ως αίτιο είναι προσδιορισμένο, άρα ανήκει σε μια
σειρά αλληλεξαρτήσεων που θα έπρεπε να το σημαίνουν ως υπάρχον σε-ή-ως μια πρωταρχική (και μη-προσδιορισμένη από τους άλλους προσδιορισμούς) προσδιοριστική αιτία.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου