Η παρουσία
του παρόντος ως όντος που διανοίγεται σε όλο τον χρόνο (ή σε μια τυπική
μετα-φυσική γλώσσα, στην αιωνιότητα) δεν μπορεί να αποτελέσει πλέον την
επιδιωκόμενη συγκεκριμένη ενωτική ουσία των άλλων υπο-καθορισμών του
(παρελθόν-μέλλον), παρά στο αφηρημένο επίπεδο του προτάγματος ενός άλλου
πιθανού μελλοντικού χρόνου-κόσμου, εντός του οποίου θα έχουν αρθεί οι αποξενωτικές
διακρίσεις μεταξύ των υπο-καθορισμών αυτών, και πάλι «βλέπουμε».
Η ελευθερία ως έννοια και ως πράξη θεμελιώθηκε κοσμοθεωρητικά-κοσμο/ιστορικά
στα συντάγματα της αστικής κοινωνίας ως γλωσσικός νόμος της ανθρώπινης κατάστασης, και
αυτό συνέβη στην τέλεια μορφή του στο εγελιανό έργο, που συγκεφαλαιώνει μόνον συμβολικο-γλωσσικά (άρα λανθασμένα) την αρχέγονη προ-ιστορία της νεωτερικότητας (αρχαιο-ελληνική και ρωμαϊκή θέσμιση,
χριστιανισμός/αρχή του προσώπου και της ενσάρκωσης κ.λ.π) αλλά και όλες τις
άλλες εξίσου σημαντικές βαθμίδες νεωτερικής αυτοθεμελίωσης (νομιναλισμός,
καρτεσιανισμός, σπινοζισμός, ρουσσωϊσμός-καντιανισμός κ.λ.π).
Πρόκειται για ένα τεράστιο έργο αφομοιωτικής γλωσσικής-συμβολικής σύνοψης τού γίγνεσθαι-Είναι της
έννοιας της ελευθερίας δια της ιστορίας όλης της ευρωπαϊκής σκέψης μέσα στο
γίγνεσθαι της πραγματικής ιστορίας -από την σκοπιά του νόμου.
Πρόκειται επίσης όμως για ένα τεράστιο έργο γλωσσοκεντρικής-συμβολοκεντρικής σύνθλιψης και προκρούστειας
σχηματοποίησης όλου του παρελθόντος αλλά και του αστικού παρόντος στα νοητικά
σχήματα του γενικού και αφηρημένου κανόνα του γλωσσικού-συμβολικού νόμου.
Η διαλεκτική του Hegel είναι η διαλεκτική του νόμου και του νομοθέτη, και οι
ετερογένειες των όντων και της ιστορίας τους υφίστανται μόνον ως εκφράσεις του
νομικού συστήματος ως (υποτιθέμενου) καθολικού γλωσσικού συστήματος όλων των συστημάτων.
Οι σπίθες της διαλεκτικής φυλακίστηκαν μέσα στο κελί της διαλεκτικής του συμβολικού-γλωσσικού νόμου.
Φυσικά και ήταν αναπόφευκτο αυτή η τεράστια νοητική προσπάθεια να αποτύχει στο
επίπεδο της αποτύπωσης, αυτής καθαυτής, της πραγματικότητας των κοσμοθεάσεων
αλλά και της πραγματικής πραγματικότητας, επίσης όμως και στο υπόρρητα προνομιακό για αυτήν επίπεδο τής γλωσσικότητας, αλλά επίσης και στο επίπεδο των
μελλοντικών εξελίξεων της αστικής κοινωνίας σε αναφορά με το θέμα της «εξαίρεσης»
και της πολιτικής μετα-φυσικής της υπαρκτικότητας. Αναβίωσαν αιφνίδια και γοργά
όλες οι «υποστασιακές» μεταφυσικές και εντάχθηκαν ομαλότατα,
αναθεωρημένες και τροποποιημένες ριζικά, στο νέο αστικό πλαίσιο της σύνθεσης
της υπαρκτικής εξαιρετικότητας με τον αφηρημένο αστικό νόμο-Λόγο.
Γι'αυτό εξάλλου δεν ήταν ο Hegel αυτός που αρνήθηκε την αστική παλινόρθωση της
αυθαιρεσίας, αλλά ο κατά πολύ εξυπνότερος, θαρραλέος και άφοβος Ludwig van Beethoven , που αποκαθήλωσε το
αίσχος που ονομάζονταν Napoléon Bonaparte αποκηρύσσοντάς τον με την αλλαγή του
ονόματος της συμφωνίας του που είχε αφιερώσει σε αυτόν, όταν ο τελευταίος
ανακηρύχθηκε «Αυτοκράτωρ», αποκαθηλώνοντας ταυτόχρονα ό,τι ήταν
αστικό, την ίδια τη στιγμή που ο Hegel τον αποθέωνε σε εκείνες τις
ντροπιαστικές για το έργο του γραμμές.
Την Τρίτη Συμφωνία την οποία έγραψε
μεταξύ των ετών 1803 και 1804 την είχε
αφιερώσει στον «Μπουοναπάρτε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου