Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Γιατί ο Ludwig van Beethoven ήταν ανώτερος του Hegel..[2013]

                                                                      

Η παρουσία του παρόντος ως όντος που διανοίγεται σε όλο τον χρόνο (ή σε μια τυπική μετα-φυσική γλώσσα, στην αιωνιότητα) δεν μπορεί να αποτελέσει πλέον την επιδιωκόμενη συγκεκριμένη ενωτική ουσία των άλλων υπο-καθορισμών του (παρελθόν-μέλλον), παρά στο αφηρημένο επίπεδο του προτάγματος ενός άλλου πιθανού μελλοντικού χρόνου-κόσμου, εντός του οποίου θα έχουν αρθεί οι αποξενωτικές διακρίσεις μεταξύ των υπο-καθορισμών αυτών, και πάλι «βλέπουμε».

Η επιδιωκόμενη εγελιανή ολότητα-παρόν θα ίσχυε αν τηρούσε τις προϋποθέσεις της όντως ολικής συν-τελεστικότητας του παρελθόντος της, περιέχοντας επίσης ένα ελεύθερο και δικό της, αν και μη-τυχαίο/μη-ακαθόριστο, μέλλον. 
Φυσικά και ο Hegel δεν σκιαγράφησε απλά μια συντέλεση-τέλος, υπό την μορφή ενός τελικού τέλους, αλλά μια συντέλεση-τέλος που είναι γενικό θεμέλιο, ίσως και εν καιρώ απόλυτο θεμέλιο, και έπειτα ένα ερχόμενο μέλλον του, επίσης όχι με την τυπική και τετριμμένα απόλυτη έννοια. 
Αλλά ακόμα και αυτό προϋποθέτει το δεδομένο της διαλεκτικής άρσης μέσα σε αυτό το παρόν. 
Το παρόν αυτό που συντέλεσε ή θα συντελέσει, ολοκληρώνοντας και αίροντας, όλο το παρελθόν και θα θεμελιώσει απόλυτα το ελεύθερο, αλλά δεσμευμένο από αυτό το θεμέλιο, μέλλον του, απλά δεν υφίσταται στην εγελιανή θέαση. 
Δεν υφίσταται γιατί η εγελιανή θέαση ήταν και αυτή μια εύλογη και «νόμιμη», στην εποχή της -και εν μέρει στην «εποχή» μας- μόνον-γλωσσική παροντοποίηση στην βάση της αστικής κοσμοθέασης. 
Για να μην θεωρηθούμε «ισοπεδωτικοί» θα λέγαμε πως όντως μέσα στο πνεύμα της νεωτερικότητας ολοκληρώθηκαν οι ελευθερίες του υποστασιακού-υποκειμενικού, κυρίως ως γλωσσικός-συμβολικός νόμος της ελευθερίας αλλά και ως γλωσσική-συμβολική πράξη αυτού του νόμου, πράγμα ήδη σημαντικό αλλά και θεμελιακά ελλιπές.

Η ελευθερία ως έννοια και ως πράξη θεμελιώθηκε κοσμοθεωρητικά-κοσμο/ιστορικά στα συντάγματα της αστικής κοινωνίας ως γλωσσικός νόμος της ανθρώπινης κατάστασης, και αυτό συνέβη στην τέλεια μορφή του στο εγελιανό έργο, που συγκεφαλαιώνει μόνον συμβολικο-γλωσσικά (άρα λανθασμένα) την αρχέγονη προ-ιστορία της νεωτερικότητας (αρχαιο-ελληνική και ρωμαϊκή θέσμιση, χριστιανισμός/αρχή του προσώπου και της ενσάρκωσης κ.λ.π) αλλά και όλες τις άλλες εξίσου σημαντικές βαθμίδες νεωτερικής αυτοθεμελίωσης (νομιναλισμός, καρτεσιανισμός, σπινοζισμός, ρουσσωϊσμός-καντιανισμός κ.λ.π).
Πρόκειται για ένα τεράστιο έργο αφομοιωτικής γλωσσικής-συμβολικής σύνοψης τού γίγνεσθαι-Είναι της έννοιας της ελευθερίας δια της ιστορίας όλης της ευρωπαϊκής σκέψης μέσα στο γίγνεσθαι της πραγματικής ιστορίας -από την σκοπιά του νόμου.
Πρόκειται επίσης όμως για ένα τεράστιο έργο γλωσσοκεντρικής-συμβολοκεντρικής σύνθλιψης και προκρούστειας σχηματοποίησης όλου του παρελθόντος αλλά και του αστικού παρόντος στα νοητικά σχήματα του γενικού και αφηρημένου κανόνα του γλωσσικού-συμβολικού νόμου.
Η διαλεκτική του Hegel είναι η διαλεκτική του νόμου και του νομοθέτη, και οι ετερογένειες των όντων και της ιστορίας τους υφίστανται μόνον ως εκφράσεις του νομικού συστήματος ως (υποτιθέμενου) καθολικού γλωσσικού συστήματος όλων των συστημάτων.
Οι σπίθες της διαλεκτικής φυλακίστηκαν μέσα στο κελί της διαλεκτικής του συμβολικού-γλωσσικού νόμου.
Φυσικά και ήταν αναπόφευκτο αυτή η τεράστια νοητική προσπάθεια να αποτύχει στο επίπεδο της αποτύπωσης, αυτής καθαυτής, της πραγματικότητας των κοσμοθεάσεων αλλά και της πραγματικής πραγματικότητας, επίσης όμως και στο υπόρρητα προνομιακό για αυτήν επίπεδο τής γλωσσικότητας, αλλά επίσης και στο επίπεδο των μελλοντικών εξελίξεων της αστικής κοινωνίας σε αναφορά με το θέμα της «εξαίρεσης» και της πολιτικής μετα-φυσικής της υπαρκτικότητας. Αναβίωσαν αιφνίδια και γοργά όλες οι «υποστασιακές» μεταφυσικές και εντάχθηκαν ομαλότατα, αναθεωρημένες και τροποποιημένες ριζικά, στο νέο αστικό πλαίσιο της σύνθεσης της υπαρκτικής εξαιρετικότητας με τον αφηρημένο αστικό νόμο-Λόγο.


Γι'αυτό εξάλλου δεν ήταν ο Hegel αυτός που αρνήθηκε την αστική παλινόρθωση της αυθαιρεσίας, αλλά ο κατά πολύ εξυπνότερος, θαρραλέος και άφοβος  Ludwig van Beethoven , που αποκαθήλωσε το αίσχος που ονομάζονταν Napoléon Bonaparte αποκηρύσσοντάς τον με την αλλαγή του ονόματος της συμφωνίας του που είχε αφιερώσει σε αυτόν, όταν ο τελευταίος ανακηρύχθηκε «Αυτοκράτωρ», αποκαθηλώνοντας ταυτόχρονα ό,τι ήταν αστικό, την ίδια τη στιγμή που ο Hegel τον αποθέωνε σε εκείνες τις ντροπιαστικές για το έργο του γραμμές.


 Την Τρίτη Συμφωνία την οποία έγραψε μεταξύ των ετών 1803 και 1804  την είχε αφιερώσει στον «Μπουοναπάρτε».

Όταν, όπως διηγείται ο μαθητής του Φέρντιναντ Ρις, έμαθε πως ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας, ξέσπασε με οργή: «ώστε δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας συνηθισμένος άνθρωπος. 
Τώρα κι αυτός θα ποδοπατήσει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, υποκύπτοντας μόνο στις φιλοδοξίες του. 
Θα τοποθετήσει τον εαυτό του πάνω από κάθε άλλο και θα γίνει τύραννος». 
Στη συνέχεια, έσβησε το όνομα Μπουοναπάρτε από την πρώτη σελίδα του τίτλου της συμφωνίας του, τόσο βίαια, που έκανε μια τρύπα στο χαρτί. 
Έπειτα έγραψε μια άλλη αφιέρωση, ονομάζοντάς την «Ηρωική - Sinfonia eroica»..
 
 Ιωάννης Τζανάκος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου