* Χρησιμοποιούμε τον όρο μισθιακό εμπόρευμα ετερόδοξα.
1
Θεωρούμε ότι ο δομικός «πυρήνας» τού Κεφαλαίου είναι πολλαπλός, και σε αυτήν μας την θεώρηση υπάρχει θαρρώ μια συμφωνία με την ουσία τής μαρξικής θεώρησης επί του συγκεκριμένου «θέματος» διαλεκτικού «προσδιορισμού» τής έννοιας τούτης.
Από μόνη της, όμως, η αρχική μεθοδολογική τοποθέτηση τού «θέματος» τούτου, δεν σημαίνει ότι:
Το Κεφάλαιο έχει πάνω από 2 ελάχιστους-«πυρηνικούς» καθορισμούς, και [δεν σημαίνει επίσης] ότι το Κεφάλαιο έχοντας περισσότερους καθορισμούς αυτοί οι [περισσότεροι των δύο] καθορισμοί «ανήκουν» στον στενότερο καθορισμό του, δηλαδή στον δομικό «πυρήνα» του. Προτού αρχίσουμε όμως να αναψηλαφούμε το ζήτημα τής βαθύτερης «ουσίας» [ή «εσωτερικής μορφής»] τού Κεφαλαίου, θα έπρεπε ίσως να λάβουμε μια «μεθοδολογική/επιστημολογική» [κυρίως] αλλά και «οντολογική» θέση, για την λειτουργία αυτών των «μη-πυρηνικών» καθορισμών τού Κεφαλαίου [χωρίς να προκαθορίζουμε τίποτα].
Καταρχάς ας ξεκαθαρίσουμε ότι για μας η λειτουργική θέση αυτών των ούτως ειπείν «μη-πυρηνικών» ή «εξωτερικών μορφικών» «δομικών στοιχείων» τού Κεφαλαίου δεν σημαίνει-σηματοδοτεί απαραίτητα [ή και καθόλου] μια εκάστοτε συμπτωματικότητα τής εκάστοτε «συμπτωματικής εξωτερικής μορφής» του, είτε αυτή προκύπτει από τα συμπτωματικά «υποπροϊόντα» που «συνοδεύουν» την σταδιακή διαμεσολάβηση τής μακροϊστορικής ανάπτυξής του, είτε αυτή έχει ακόμα παροδικότερα «χαρακτηριστικά».
Οι «εξωτερικές μορφές» τού Κεφαλαίου δεν είναι αναγκαία «συμπτωματικές» «εξωτερικές μορφές» του, αν και βεβαίως υπάρχουν και «τέτοιες».
Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να προσδιορίσουμε αυτές τις πιθανές «μη-συμπτωματικές» «οργανικές» «εξωτερικές μορφές» τού Κεφαλαίου που θέλουμε να εξετάσουμε, ως «δευτερεύουσες» ή απλά παραγόμενες, ωσάν να επιτελούσαν τον «δομικό ρόλο» ενός «εσωτερικού» [στον καθορισμό τού Κεφαλαίου] «εποικοδομήματος» [όπως «αυτό» ορίζεται στην μαρξιστική Βουλγάτα].
Οι πολλαπλοί «μη-πυρηνικοί» προσδιορισμοί-καθορισμοί τού Κεφαλαίου αποτελούν στοιχεία τής κύριας δομής του όσο «υπάρχουν», εφόσον μιλάμε βέβαια για την κοινωνικο-υλική δομή του και όχι για βεμπεριανά-ή-νεοεγελιανά [ιδεαλιστικά] οριζόμενες πολιτικές-και-πολιτικοπολιτισμικές εκφράσεις του. Να προλάβω όμως, προτού συνεχίσω, μια συνηθισμένη αντίδραση των «μαρξιστών» τού εγχειριδίου και τής προκήρυξης: Είναι αστείο να θεωρεί κανείς αυτή την θεματική «σχολαστική» και να παριστάνει τον μαρξιστή ή τον φιλομαρξιστή.
Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι δεν μας ενδιαφέρει η [σεβαστή από εμάς] ιδεαλιστική ερμηνεία τού Κεφαλαίου, βάσει πολιτικών-ιδεολογικών [«νοηματικών» και άλλων] προσδιορισμών, περιοριστήκαμε στους κοινωνικο-υλικούς καθορισμούς του:
Το Κεφάλαιο είναι μια «παραγωγική κοινωνική σχέση», αλλά «υλική παραγωγική κοινωνική σχέση» και όχι γενικά «παραγωγική κοινωνική σχέση». Στο πλαίσιο αυτής τής «υλικότητας» διακρίνουμε, καταρχάς μεθοδολογικά και ερευνητικά, ότι το «ίδιο» έχει στενότερους «πυρηνικούς» και ευρύτερους «στοιβαδικούς» καθορισμούς.
Οι στενότεροι «πυρηνικοί» καθορισμοί τού Κεφαλαίου μπορεί να συγκροτούνται σε μια θεμελιώδη «δυάδα» ή «τριάδα», άρα το Κεφάλαιο δεν είναι αυτό το «Εν» όπως το «φαντάζεται» μερικές φορές η αστική θεωρία, αλλά δεν είναι ούτε ένα [ψευδο-]χάος «πολλαπλών καθορισμών» όπως το «φαντάζεται» μερικές φορές [πάλι] η αστική θεωρία αλλά [όπως το «φαντάζονται»] και αρκετοί αριστεροί ή αναρχικοί. Αν όμως δεχτούμε ότι υπάρχει ένας «στενότερος» και «ουσιακός» «πυρηνικός» καθορισμός τού Κεφαλαίου [συνήθως] σε μια «δυαδική» «δομή», και δεχτούμε ταυτόχρονα ότι υπάρχει στο «περίβλημα» αυτής τής «δομής» μια ευρύτερη «πολλαπλότητα» των «καθορισμών» του που υπάγεται στην [θεμελιακότερη] «δυαδική δομή», αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε πιάσει τον Πάπα από τα αρχίδια του, όπως νομίζουν μερικοί Καφετζήδες ή μάλλον Καφφέντζηδες.
Το φλέγον ζήτημα είναι πως δομείται η συγκροτητική σχέση αυτών των «ευρύτερων» και «ευπλαστότερων» καθορισμών τού Κεφαλαίου με την «πυρηνική δομή» «του», και σε αυτό το φλέγον ας μην καμώνονται μερικοί, είτε είναι Καφετζήδες είτε είναι Μπαλωματήδες τής «ανανέωσης» ή τού «μ-λ», μη καμώνονται λοιπόν ότι τάχα δεν έχουν λάβει τις αυθαίρετες ιδεολογικές αποφάσεις τους, τις ενίοτε «χρήσιμες» και στα «εσωτερικά» φαγώματά τους που περιφρονούμε όχι γιατί είναι «φαγώματα» αλλά διότι περιβάλλονται συνήθως από τον μανδύα μιας «ιερής» κρυφοϊερής «ταξικής» «ιδεολογικής ατμόσφαιρας», κάτω από τον οποίο υπάρχει απλά ένας ωμός παπαδίστικος ψευδο-επιστημονικός και ψευδο-διαλεκτικός φραξιονισμός.
Η σκέψη μας έχει κάποιες «στρατηγικές» πτυχές όπως η «παραπάνω», αλλά στην κύρια κίνηση της είναι καθημερινή και με ορίζοντα μιας μέρας.
Η κάθε μέρα όλων μας δεν είναι απλά μια πιθανά τελευταία μέρα, είναι η όντως τελευταία μέρα.
Η κάθε μέρα είναι όλη η ζωή, όχι ως ένα φαντασιακό «παρόν» [τελευταία «μόδα» φαντασιακού], αλλά ως ένα κινούμενο «σημείο» πάνω σε ένα χρονικό «έλασμα» που αντανακλά την αρετή, το σθένος, την ανθρωπιά μας, σε όλο το μήκος του και σε κάθε «στιγμιαία ταλάντωση» του, όπως «τούτη» το σημαίνει όλο αλλά και διακυβευόμενο στην τελευταία «άκρη» του.
Ο καπιταλισμός, το Κεφάλαιο, ως δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, δεν θα «πέσουν» εύκολα, ακόμα κι αν «πέσουν» από «μόνες» τους.
Κι αν «πέσουν» όμως, με όποιο τρόπο κι αν «πέσουν», δεν πρέπει να αντικατασταθούν από βάρβαρες μετα-καπιταλιστικές «δομές» καταπίεσης σαν κι αυτές που «γνωρίσαμε» [και οι οποίες χαντάκωσαν την σχέση μας με τον εργαζόμενο άνθρωπο], αλλά από ελευθεριακές/δημοκρατικές αταξικές σοσιαλιστικές «δομές».
Όμως, ακόμα κι αν θέτουμε κάποια αρνητικά όρια, ακόμα κι αν θέτουμε κάποιους ούτως ειπείν «αρνητικούς» αποφατικούς όρους για το τι δεν πρέπει να γίνει ξανά, αν έχουμε ξανά την ιστορική ευκαιρία [δε μιλώ για γελοίες αυταπάτες για «ιστορικές ευκαιρίες» τύπου Σύριζα], ακόμα κι αν σκεφτούμε έντονα και άφοβα για το τι δεν πρέπει να υπάρξει ποτέ ξανά ως αυταρχική αλλοτριωτική δυνατότητα στο Έργο, αυτό δεν σημαίνει μιαν εξασφαλισμένη εγγυημένη σιγουριά ότι έχουμε κάνει τίποτα ουσιαστικό επί αυτού.
Η έρευνα τού δομικού «πυρήνα» των καπιταλιστικών σχέσεων κυριαρχίας και παραγωγής, θα μας βοηθούσε σε μια ευρύτερη οπτική, η οποία θα είχε σαν σκοπό της και την αποτροπή τής «ενδογενούς» αλλοτρίωσης «μας», αν γίνονταν σε διαλεκτική «παραλληλία» σε αναφορά και σχέση με το παραπάνω ερώτημα [«τι δεν πρέπει να ξαναγίνει;»], αλλά αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό αν δεν προχωρήσουμε κάποιες διευκρινήσεις και ερωτηματοθεσίες για το ίδιο το Κεφάλαιο «καθαυτό»
Οι ανεπίλυτες, αντινομικές «εσωτερικές» αντιφάσεις τού Κεφαλαίου, δεν είναι τής ίδιας συγκρότησης με τις παρουσιαζόμενες σήμερα ως ανεπίλυτες, αντινομικές «εσωτερικές» αντιφάσεις τού κόσμου τής μισθωτής [και μη-μισθωτής] εργασίας.
Εξετάζουμε αρχικά τις αντινομίες τού Κεφαλαίου, στα πλαίσια τής γενικότερης εξέτασης τού θεμελιώδους δομικού «πυρήνα» του, προτού εξετάσουμε τις «δικές μας» αντινομίες, γιατί θαρρώ ότι σημασία για τον αδύναμο έχει πάντα η αρχική μελέτη τού δυνατού πανίσχυρου εχθρού του.
Ο Μάρξ είχε μια φιλοσοφικότερη και διαλεκτικο-επιστημονική εξήγηση να δώσει για την «ανάλογη» προτίμηση του ως προς την εκκίνηση τής σημαντικότερης έρευνας του ως έρευνας για το Κεφάλαιο [τον ισχυρό πόλο], την οποία αποδεχόμαστε ως εξήγηση [όσο την καταλαβαίνουμε], αλλά εμείς, οι ολίγιστοι μπροστά του, έχουμε δει το «πρόβλημα» περισσότερο με πολεμολογικούς όρους.
Αυτά τα πρώτα διευκρινιστικά, και για να μην μπερδέψουμε την χρήση τής έννοιας τής αντινομίας στην κάθε διαφορετική της μερική χρήση.
--
2
Ο πυρήνας τού «καπιταλιστικά καθορισμένου» Κεφαλαίου, τού καθαυτό Κεφαλαίου, ήταν ήδη στο ξεκίνημά του ό,τι είναι και σήμερα. Σε έναν βαθύ-αλλά-ορατό δομικό «πυρήνα» του, το Κεφάλαιο ίσως ήταν εν αρχή ό,τι είναι και σήμερα και θα είναι το «ίδιο» όσο «υπάρξει».
Ποιος είναι όμως αυτός ο πυρήνας;
Υποθέτω, με την ευκολία που μου προσφέρει η ανωνυμία και η ασημαντότητα μου, ότι σε όλες τις «υποθέσεις» που κάνουμε για την θεωρητική/αναλυτική αντανάκλαση ενός ισχυρού δομικού «πυρήνα» τής [κοινωνικής] πραγματικότητας, πρέπει να υπάρχει «κάτι» που να μας βοηθήσει να διακρίνουμε το σταθερότερο, παραμόνιμο «στοιχείο» της, το οποίο συγκροτεί αυτόν τον δομικό «πυρήνα» ως το ελάχιστο στοιχειακό δομικό δεδομένο εκ τού οποίου απορρέουν «όλα τα υπόλοιπα». Υπάρχει δηλαδή, πάντα [κατά την δική μου οπτική], μια βαθύτερη δομή-μορφή, μια δομή-μορφή των δομών, των ισχυρών κοινωνικών [παραγωγικών κ.λπ] συστημάτων, η οποία «λειτουργεί» ως ένας μόνιμος-διαρκής-συνεχής συντελεστής παραγωγής τους, και μάλιστα ειδικότερα ως ένας μόνιμος-διαρκής-συνεχής συντελεστής παραγωγής των πολλαπλών «εξωτερικών μορφών» ή «επιφανειών» τους. Πολλές φορές αυτές οι «πολλαπλότητες», αποτελώντας τον ζωντανό λαβύρινθο τού εγκλωβισμού αλλά και τής πολλαπλότητας τής ίδιας τής κοινωνικής ζωής, σχηματίζουν έναν συνεκτικό κόσμο, φαίνονται σαν να σχηματίζουν έναν ισχυρό συνεκτικό κόσμο κοινωνικών και ατομικών παραστάσεων και τρόπων ζωής, κοινωνικών και ατομικών αντιλήψεων και ζωντανών βιωμάτων, παρουσιάζονται ως η «πραγματική ζωή» και εν πολλοίς «είναι» η «πραγματική ζωή», αλλά στην πραγματικότητα παραμένουν πάντα [ό,τι και να σκαρφίζονται οι φορείς τους][δηλαδή «εμείς»] εξωτερικές και εξαρτημένες από τον εκάστοτε δομικό «πυρήνα» «μορφές».
Ας διευκρινίσουμε κάτι: Η κάθε μορφή δεν έχει «περιεχόμενο», κι αυτό ισχύει με την έννοια ότι υπάρχει μόνον μορφή [μορφές] και όχι περιεχόμενο [περιεχόμενα]. Υπάρχει μόνον μορφή και όχι «περιεχόμενο», αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν μορφές «εξωτερικές» [υπαγόμενες, εξαρτημένες, παροδικές] και μορφές «εσωτερικές» [δομές-μορφές ή υλικές μορφές]. Η «διαλεκτική των μορφών» δεν αποκλείει τις εναλλαγές ανάμεσα σε «ρόλους» τους [«μεταξύ τους»], αντιστροφές «μεταξύ τους», ή «μονοπολικές» εξαφανίσεις τους:
Ό,τι είναι «εξωτερική» [κοινωνική] μορφή μπορεί να αλλάξει «θέση» και να λάβει την θέση τής ανταγωνιστικής της «εσωτερικής» μορφής, και η «προηγουμένως» «εξωτερική» μορφή να γίνει «εσωτερική» μορφή και η «προηγουμένως» «εσωτερική» μορφή να γίνει «εξωτερική» μορφή [να λάβουν δηλαδή η «κάθε μία» την θέση τού «αντίθετού» τους μορφικού αντίστοιχου, αλλά σε μια ιεραρχική [οντική] οντολογική σειρά που παραμένει ίδια ως προς την ιεραρχικότητα τής δόμησης της]. Υπάρχει όμως και το άλλο «σενάριο», να μην υπάρχει αλληλομετάθεση των θέσεων και των ρόλων των [συνήθως 2] μορφικών στοιχείων, αλλά το «ένα» από «αυτά» να καταλαμβάνει την «ανώτερη» θέση τού «άλλου» εξαφανίζοντάς το και καταργώντας «ταυτόχρονα» κάθε ιεραρχική σειρά [οντικής] οντολογικής δόμησης. Η κοινωνική εργασία θα καταργήσει κονιορτοποιήσει εξαφανίσει το Κεφάλαιο, και δεν θα το «θέσει» στην «θέση πλέον» τού υπαγόμενου μορφικού στοιχείου που ήταν «αυτή».
Ο σοσιαλισμός ως έκφραση τού [σύγχρονου] «μορφικού στοιχείου» «κοινωνική εργασία» δεν είναι η «κοινωνικοποίηση» [ή ακόμα χειρότερα η «κρατικοποίηση»] τού Κεφαλαίου, αλλά η κατάργηση εξάλειψη κονιορτοποίηση τού Κεφαλαίου ως υπάρχοντος στοιχείου. Ο «σοσιαλισμός» τού «καλού» και τάχα μου «υπαγμένου» στην εργασία Κεφαλαίου, είναι μια αδυνατότητα και ένα απατεωνίστικο φαντασιακό παιχνίδι του σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμισμού, το οποίο εξαπατά τους εργάτες και τους μικροαστούς εργαζόμενους, εφόσον όμως κι αυτοί θέλουν να εξαπατηθούν.
Η σύγχρονη λαϊκή τάξη δημιουργήθηκε στην κυριολεξία με την δύναμη τού Κεφαλαίου και την αρπακτική παραγωγική ενέργειά του, δεν «υπήρξε» πριν, άρα δεν ήταν «ήδη κάπου» στον «κοινωνικό χώρο» «για να» την υποτάξει «έπειτα» το Κεφάλαιο. Η εργατική τάξη, και οι μικροαστοί εργαζόμενοι, την ίδια «στιγμή» ήταν που αναδύθηκαν ως τάξεις και την ίδια «στιγμή» ήταν που υποτάχθηκαν στον δεσπότη και δημιουργό τους, το Κεφάλαιο. Το Κεφάλαιο όμως, με αυτή την ίδια την πράξη τής δημιουργίας των «οργανικών»-ως-εργαζόμενων «μελών» του σχημάτισε έναν οντολογικό αντίθετο «συντελεστή», την κοινωνική εργασία. Δεν ήταν ούτε είναι αυτός ο «συντελεστής» απλά η «εργασία» ή απλά η «ζωντανή εργασία», αλλά ήταν και είναι το ενιαίο πλέγμα διαφορετικών συνεργατικών μορφών εργασίας και παραγωγής, δηλαδή ένα ήδη παραγωγικό σύγχρονο σύστημα ζωντανών εργαζόμενων υποκειμένων, εργατών και εργαζομένων. Η «μισθωτή εργασία» που «ανήκει» στην κυριαρχική «αρμοδιότητα» τού Κεφαλαίου, είναι από την «αρχή» της ένας αυτοτελής παραγωγικός-εργασιακός κόσμος που «ζει» ως ένα «σφικτό» κοινωνικό σύστημα, και όχι ένας «χαλαρός ιστός» ξεχωριστών μεταξύ τους ατομικών και αυτόνομων εργασιακών υποκειμένων. Από την εκκίνησή της η διεργασία κυριαρχίας τού Κεφαλαίου όπως συγκροτείται ως διεργασία κυριαρχικής και εκμεταλλευτικής «αυτοαξιοποίησης τής αξίας», σημαίνει μιαν αναπόφευκτη [μελλοντική, και έπειτα «παροντική»] σχετική «υποχώρησή» του στην μισθωτή εργασία ως μιας αντι-κείμενης σε «αυτό» διεργασίας προλεταριακής/εργατικής και λαϊκής αυτονομίας.
Και είναι από αυτή την εντέλει αναπόδραστη κοινωνική ζωντάνια τής μοντέρνας εργασιακής κοινωνικής τάξης, από αυτή την μοντέρνα αστική-αστεακή, γιατί όχι [και] «μητροπολιτική», ζωντάνια τής εργατικής τάξης, από την οποία απορρέει η περιορισμένη-αλλά-αληθινή επικράτηση μιας [πρωτοφανούς στην ιστορία μαζικής] κατάστασης-ή-τάσης ελευθερίας και δημοκρατίας στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Δεν υπάρχει «πίσω» σε αυτό. Όπως δεν υπάρχει «πίσω» από την αντικειμενική παγκοσμιοποίηση, όπως δεν υπάρχει «πίσω» από την ιστορική απαίτηση για επικράτηση [το λιγότερο] τής ανεξιθρησκίας και τής κοσμικής (εκκοσμικευμένης) πολιτικής, ή [το περισσότερο-και-καλύτερο] τής αθρησκίας αθεΐας κ.λπ. Άλλο «αυτά» και άλλο ο «τρόπος».
--
3
Η παραγωγική διεργασία στην καπιταλιστική εποχή έχει ως αναγκαστικό κίνητρο της την κερδοφορία τού Κεφαλαίου, η οποία πέρα από κοινωνικό στοιχείο εκμετάλλευσης και υπεράντλησης τής μισθωτής εργασίας είναι επιπλέον ο όρος για να παραμείνει μια καπιταλιστική επιχείρηση, το σύνολο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και οι ιδιοκτήτες [μεγαλομέτοχοί] της, στην «ύπαρξη».
Να συνεχίζουν δηλαδή να παραμένουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις ως επιχειρήσεις και οι ιδιώτες [ή οι κρατικοί σπιούνοι] ιδιοκτήτες τους να συνεχίσουν να παραμένουν ως ιδιοκτήτες [ή να παραμένουν οι σπιούνοι τού κράτους σπιούνοι τού κράτους, ενίοτε και ως μεγαλοπαράγοντές του που «ασχολούνται» με την «οικονομία» μεταμφιεσμένοι σε «ανεξάρτητους» επιχειρηματίες]. Αυτή η αέναη διεργασία παραγωγής που βλέπουμε να εκτυλίσσεται εδώ και αιώνες, αρχικά σε «καπιταλιστικές νησίδες» στην δύση και μετά σε όλη την δύση και σε όλο τον πλανήτη, είχε και έχει σαν μοναδικό σκοπό της την κερδοφορία τού Κεφαλαίου: α) διά τής εκμεταλλευτικής υπαγωγής τής ζωντανής εργασίας μέσω τού «μισθού» [χωρίς ιδιοκτησία από μέρους του μισθωτού], β) διά τής καταλήστευσης αδύναμων εθνών και λαών τής «εσωτερικής» [«μέσα» στο καπιταλιστικό έθνος-κράτος] αλλά και τής «εξωτερικής» [υπερπόντιας] περιφέρειας-αποικίας [μισοαποικίας, νεοαποικίας][αρχικά μάλιστα και διά τής μαζικής δουλείας], και γ) διά τής υπεράντλησης, αξιοποίησης, ολικής [όσο είναι εφικτό] κυριάρχησης τής «εξωανθρώπινης» φύσης. Η «κοινωνική παραγωγική δύναμη» στον καπιταλισμό λοιπόν, αναπτύχθηκε με εξωφρενικούς ρυθμούς, εκμηχανίστηκε και τεχνολογικοποιήθηκε, επιστημονικοποιήθηκε [κυρίως με απάνθρωπη χρήση τής επιστημονικής μεθοδολογίας στην οργάνωση τής εργασίας], και έφτασε να καλύπτει δια των εμπορευμάτων και των επιτευγμάτων της όλο τον ανθρώπινο κόσμο, διότι υπήρχε το πιεστικό, απόλυτο, αναπόδραστο για την άρχουσα αστική τάξη επιβαλλόμενο κίνητρο τής κερδοφορίας τού Κεφαλαίου [τού οποίου ήταν και είναι ένας παθητικός φορέας]:
Αν ο καπιταλιστής δεν τρέξει πίσω από τον σκοπό τού κερδικού αυγατίσματος τού Κεφαλαίου του με τον ιδρώτα το αίμα τη ζωή των μισθωτών υπηρετών του, θα πάψει να είναι καπιταλιστής, θα «ξεπέσει» στον δικό μας «κοινό κόσμο», και αυτό «δεν αντέχεται», οπότε μαστιγώνει το Είναι, ανθρώπινο και ζωικό, κοινωνικό και φυσικό, για να τού «βγάλει» ό,τι θα μπορούσε να «βγει» από «μέσα του». Αυτή η μαζοχιστικοσαδιστική αφαιρετική υπόσταση, το Κεφάλαιο, το οποίο ως αρνητικο-κινητροδοτική αφαίρεση «προκαλεί» στον υποκειμενικό φορέα της [τον καπιταλιστή] τον τρόμο τής «εκθρόνισης» από τον ηφαιστειακό θρόνο του [τού Κεφαλαίου], και τον «οδηγεί» να κρατάει τον «εαυτό» του στα «σκήπτρα» τής ταξικής «ανωτερότητας» μαστιγώνοντας τα πάντα για να τα ξεζουμίσει μέχρι το μεδούλι και να τα ξαναδώσει σε «αυτό», ήταν και είναι ωστόσο «αυτό» ακριβώς που έκανε εφικτή την άνοδο τής επιστήμης, τής παραγωγής ως γενικής-οικουμενικής δομής, και «αυτό» που έφερε στην ιστορική ύπαρξη την σύγχρονη λαϊκή τάξη, την εργατική τάξη ως τάξη που μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της, όταν τον φανταστεί σαν «εαυτό», μόνο σαν εχθρό του.
Το Κεφάλαιο λοιπόν είναι μια «υλική» παραγωγική και πολιτικο-παραγωγική και κυριαρχικο-παραγωγική σχέση, η οποία εκτός από μηχανισμός εκμετάλλευσης/υπεράντλησης και καταπίεσης τής εργασίας και τής φύσης, δια τής δομικά ετεροβαρούς σχέσης υπαγωγής τους σε «αυτό», αποτελεί επίσης [ακόμα] ως ένα αντικειμενικό αρνητικό «ομοίωμα» κινητροδοσίας και ώθησης το άμεσο αίτιο μιας οποιασδήποτε ισχυρής ανάπτυξης και ολοποίησης τής ίδιας τής παραγωγής.
Άρα είναι και το ίδιο μια «κοινωνική δύναμη» ιστορικά καθορισμένη ως «κοινωνική παραγωγική δύναμη».
Οι «μαρξιστές» τού «εγχειριδίου» αλλά και οι πιο «διαβασμένοι», «ρωτάνε» συνέχεια «ποιος παράγει τον πλούτο», για να αναβιβάσουν «οντολογικά» την [απλή] «ζωντανή εργασία» και για να ασκήσουν μια «πρώτη» πολεμική κριτική στους απολογητές τού Κεφαλαίου που το ορίζουν ως [τον] έναν [από τους τρεις] «συντελεστή» τής παραγωγής, αλλά αν δούμε τα ίδια τα μαρξικά κείμενα, θα έλεγα μάλιστα αν τα δούμε με ένα κάπως «σκληρότερο» τρόπο σαν μέρη τού «σκληρού εγελιανισμού» [ή ψευδοεγελιανισμού] τού ίδιου τού Μαρξ, θα ανακαλύψουμε ίσως ότι και ο Μαρξ [θα] θεωρούσε μια τέτοια «ρητορική ερώτηση» συντηρητική και μάλλον ανόητη [αν και κατανοητή στα πλαίσια τής «άμεσης ταξικής πάλης»], και [θα] αποδέχονταν μισο-ανοιχτά μισο-κρυμμένα ότι όντως το Κεφάλαιο είναι και «κοινωνική παραγωγική δύναμη» [και] ως σύστημα παραγωγικών σχέσεων [και] ως δομή αρνητικής κινητροδότησης τής παραγωγής [αρνητικό καταστροφογενές κέντρισμά της]. Εννοείται βέβαια, ότι, ο Μαρξ δεν θεωρούσε την «παραγωγικότητα, ή την παραγωγική δύναμη τού Κεφαλαίου» όπως την θεωρούσαν και την θεωρούν οι τζιτζιφιόγκοι διανοούμενοι απολογητές του [εκ των οποίων, όμως, μερικοί είναι ευφυέστεροι από τους «μαρξιστές» των «εγχειριδίων» και των autonome αφισέτων]: Ο οργανωμένος ως κοινωνικός θάνατος-τής-εμβιότητας, ο πόλεμος υφαρπαγής και άντλησης των πάντων [όχι μόνον τής εργασίας], ο εκκοσμικευμένος «μεταφυσικός» βρυκολακισμός τής οικονομικής αφαίρεσης, το οργανωμένο μαζοχιστικοσαδιστικό παραλήρημα τού «κέρδος-αλλιώς πεθάναμε-να πεθάνετε εσείς στη δουλειά», η καταμέτρηση των πάντων, η ποσοτικοποίηση των πάντων, η οργάνωση των πάντων σαν να είναι «αξίες» προς «μέτρηση» για τελική «ανάλωση», η απόλυτη υποκαταστασιμότητα των πάντων, τελικά όλος αυτός ο διωγμός [που έχει κι άλλες «όμορφες» πτυχές, παραμένοντας ωστόσο κύρια και πρώτα ξεζούμισμα όλων ημών των μισθωτών εργαζόμενων, ή και των μικροαστών εργαζόμενων, «κορόιδων»], ήταν και είναι εκτός από «κοινωνική παραγωγική σχέση» και «κοινωνική παραγωγική δύναμη» ως «ενεργός μορφή» τής «γενικής κοινωνικής παραγωγικής δύναμης».
Είναι βέβαια μια ηθικά και πολιτισμικά απαράδεκτη, βάρβαρη, μορφή τής παραγωγής, εφόσον στηρίζεται στην εκμετάλλευση τής εξαντλητικής και απλήρωτης εργασίας των ακτημόνων και μικροαστών εργαζόμενων, αλλά κυρίαρχα, πέραν των ηθικών ή δικαιακών καθορισμών της, είναι και ιστορικά αδιέξοδη. Κάπου θα υπάρξει ένα «τέλος» για αυτή την «μορφή παραγωγής», και αν αυτό το «τέλος» δεν το φέρουν οι ακτήμονες και οι μικροαστοί εργαζόμενοι [ίσως μαζί τους και κάποια «πεφωτισμένα» [μικρά] τμήματα τής αστικής διανόησης], τότε θα συμπαρασύρει όλους και όλα στον θάνατο, έναν αργό θάνατο μέσα στην περιβαλλοντική κατάρρευση, τους πολέμους, τα εθνικιστικά πάθη, τα σεκταριστικά πάθη, και στο τέλος σε έναν ξαφνικό θάνατο από την αιφνίδια απόφαση μερικών τρελών καπιταλιστικών ηγεμόνων και αυτοκρατόρων. Αυτή όμως είναι η γενική και αυτονόητη «αριστερή δημοκρατική» ή «κομμουνιστική» ή «αναρχική-αυτόνομη» αλήθεια, ό,τι και να λένε οι «άλλοι», αυτοί οι «άλλοι» τού αστισμού που κάθονται πάνω στο κολασμένο ηφαίστειο τού Κεφαλαίου και χαζογελάνε όταν ακούνε τις προεόρτιες αυτοκαταστροφικές-ετεροκαταστροφικές εκρήξεις του. Το άμεσο ζήτημα που «μας» απασχολεί, εμάς τους περισσότερο «πρακτικούς» σε αυτό τον «χώρο», είναι η Μετάβαση προς ένα άμεσα εφαρμόσιμο και ρεαλιστικό σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό μοντέλο παραγωγής, χωρίς τα λάθη και τις ανασχέσεις τής «πρώτης προσπάθειας».
Θαρρώ ότι είναι ανάγκη, ιστορική επιταγή, εργατικό ταξικό καθήκον, να βρούμε ένα άλλο ισχυρό κέντρισμα για την παραγωγική ανάπτυξη και έναν άλλο ζωντανό ρυθμό κινητροδότησης της, όσο γίνεται πιο μακριά από τα κεντρίσματα και τις κινητροδοτήσεις των ταξικών κοινωνιών και ειδικά των καπιταλιστικών κοινωνιών.
Ας είναι όμως αυτό το νέο κέντρισμα και αυτό το νέο κίνητρο, οριζόμενο και συλλαμβανόμενο και ως «θετικό-εθελούσιο» και ως «αρνητικό-καταναγκαστικό».
Θεωρώ ότι μόνον έτσι θα υπάρξει ένα πραγματιστικό σοσιαλιστικό/κομμουνιστικό μοντέλο «μετάβασης». Γιατί το λέω αυτό;
Διότι αν δεχόμαστε, ότι, παρά την «απόστασή» μας από τα καπιταλιστικά [και άλλα ταξικο-ολιγαρχικά] συστήματα θα συνεχίζει για άγνωστο ιστορικό διάστημα να υπάρχει οικονομικο-παραγωγική ανάγκη να ισχύει το οριακό σύστημα «κίνητρο-κέντρισμα» [«κίνητρα-κεντρίσματα»] σε μια έστω εκδοχή του, δεν είναι δυνατόν να μην το ορίσουμε με κάποια ορική ενότητα σε σχέση με την σημασία που έχουν [και θα έχουν] οι επιμέρους όροι του σε διάκριση και ενότητα «μεταξύ τους».
Το λέω επίσης, γιατί θαρρώ ότι είμαστε και θα παραμείνουμε ακόμα στην φάση μιας πιθανής μετάβασης [και αν..] σε μια μαχόμενη και σε περικύκλωση σοσιαλιστική δημοκρατική κοινωνία, και όχι στην αρχή καν τής «οικοδόμησης» μιας ώριμης υπεύθυνης αταξικής ακρατικής κοινωνίας.
Οπότε υπάρχει ένας ακόμα, περισσότερο πολιτικός και γεωπολιτικός λόγος, για την διατήρηση τού οριακού συστήματος «κεντρίσματος-κινητροδότησης» όπως το ορίσαμε σε ένα κυρίως οικονομικό πλαίσιο.
Δεν πιστεύω ότι αυτό το αιμοσταγές κεντρί, αυτή η αρνητική κινητροδοτική «παραγωγική μέθη», τού Κεφαλαίου-ως-άρνησης-και-καταναγκασμού [και των καπιταλιστών ως «φορέων» τής άρνησης-και-του-καταναγκασμού], μπορεί σε αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες να αντικατασταθεί άμεσα και με επιτυχία με μιαν άλλη ενεργή «κοινωνική μορφή τής παραγωγής και κοινωνικής συνεργασίας» που θα παρουσίαζε την εικόνα ενός ευτυχισμένου προβατοειδούς λιβαδιού, όπου ευφάνταστοι νεο-σαϊνσιμονιστές νεο-φουριεανοί και απαρνητές τού μόχθου θα συντονίζονται, απαλά, σε ένα υπερτεχνολογικό παιγνιώδες «πεδίο» ψηφιοποιημένων «επιθυμιών», οργανωμένοι χαλαρά σε «αυτοδιοικούμενες συλλογικότητες-κοινότητες» ό,τι νά'ναι κι ό,τι λάχει.
Η κατάσταση, δηλαδή ο βαθμός ποιοτικής και ποσοτικής ανάπτυξης, των κοινωνικών παραγωγικών-εργασιακών δυνάμεων καθορίζει νομοτελειακά το πεδίο των δυνατοτήτων των κοινωνικών και ειδικά των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων.
Η «επιλογή» ανάμεσα σε μια ταξική-ολιγαρχική [εκμεταλλευτική] δομή των παραγωγικών σχέσεων και σε μια κοινωνική δομή που τείνει προς την αταξική κοινωνία ή έχει θεμελιωθεί [ακόμα και σπαργανωδώς] ως αταξική κοινωνία, υπάρχει ως «επιλογή» σε ένα πεδίο πολλών δυνατοτήτων, ως πεδίο που περιέχει όχι μόνον μία δυνατότητα, όταν μιλάμε για τις νεωτερικές καπιταλιστικές ή τις [με ή χωρίς εισαγωγικά] σοσιαλιστικές κοινωνίες.
Αυτό που δεν υπάρχει ως πεδίο δυνατοτήτων είναι το αντικειμενικό όριο που θέτουν οι [παγκόσμιες και «τοπικές»] κοινωνικές παραγωγικές-εργασιακές δυνάμεις, η κατάστασή τους, η ποιοτική συγκρότηση τού καταμερισμού/συντονισμού των ειδών τους.
Και οι δύο βασικές «επιλογές» που αναφέραμε, και οι οποίες είναι οι ουσιαστικότερες [συμπεριλαμβανομένης και τής «επιλογής» ως προς την συγκρότηση τής σχέσης «τόπος-οικουμένη»], μπορούν να εξεταστούν ορθολογικά και «διαλεκτικά» μόνον αν σταθμίσουμε σχετικά ορθά την αντικειμενική κατάσταση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων. Οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις συγκροτούν ένα αντικειμενικό όριο των ταξικών [και των ευρύτερων] κοινωνικών υποκειμενικοτήτων και των διαφόρων «επιλογών» τους κατά τις φάσεις τής μεταξύ τους σύγκρουσης. Αυτή η «οριακότητα» δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις αποτελούν έναν «παθητικό» συντελεστή τής κοινωνικής εξέλιξης και των ενεργών υποκειμενικών κοινωνικών σχέσεων εν γένει, εφόσον αποτελούν αυτοτελώς έναν ειδικό τύπο κοινωνικής και ατομικής υποκειμενικότητας που επιδρά ενεργά στην «υπόλοιπη» κοινωνική και ταξική [εφόσον μιλάμε για ταξικές κοινωνίες] υποκειμενικότητα.
Η «οριακότητα» των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων είναι λοιπόν εκτός από «αρνητική» οριακότητα και «θετική» [«οριακότητα»]: «Απλά», η υποκειμενικότητα των «καθαυτό» κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων προσδιορίζεται και αυτοκαθορίζεται με έναν σχετικά ετερογενή τρόπο σε σχέση με την υποκειμενικότητα των «καθαυτό» κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων. Αυτή η αμφίπλευρη αυτοτέλεια και ευρύτερα η αμφίπλευρη αυτοτελής ειδική υποκειμενικότητα δύο «πλεκόμενων» σε μίαν ευρύτερη «δομή» δομών, όπως είναι οι παρ.δυν. σε «πλοκή» με τις παρ.σχ., μπορεί να γίνει κατανοητή αν επανέλθουμε στην θεματική τής σχέσης ενός κεντρικού όρου με τα συγκροτητικά «επιμέρους» «στοιχεία» του, τα οποία μπορούν να ορισθούν σε ειδικές περιστάσεις και ως συγκρουσιακά μεταξύ τους σαν να αποτελούν σχετικά αυτοτελείς «μεταξύ» τους [αντιφατικές-αντιθετικές-αντινομικές] «πολικότητες» «εντός» τής δομής που αντανακλάται στην έννοια τού «όρου». Ας δούμε σε αυτό το πλαίσιο ποια είναι τα προβλήματα και τα θέματα που ανακύπτουν, επιστρέφοντας καταρχάς στην έννοια τής παραγωγής. Όταν ο «γνωστότερος άγνωστος» τής «κινηματικής οικουμένης», K.Marx, διενεργούσε την κριτική του στον «παραγωγισμό» τής αστικής τάξης-και-διανόησης [στο ημιτελές δοκίμιο που έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη δημοσίευση], θέλησε μεν να δείξει ότι: «παραγωγή εν γένει» δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ, ωσάν να αποτελούσε μια ξεχωριστή αιώνια σταθερή «ουσία», επίσης έδειξε [στο ίδιο θεματικό πλαίσιο] ότι: οι ευρύτεροι «συγγενείς της» οικονομικοί όροι [κατανάλωση, κατανομή] συναποτελούν ένα ευρύτερο πλαίσιο «πλοκής» που περικλείει ορικά [την παραγωγή] και περικλείται ορικά από την παραγωγή [η κατανομή ως παραγωγή, η κατανάλωση ως παραγωγή], μίλησε τελικά: για την πολλαπλότητα των κοινωνικών καθορισμών [όσον αφορά και στην έννοια/κατάσταση τής «παραγωγής»] σε συνάφεια και προς τα «προηγούμενα» αλλά και προς ευρύτερους κοινωνικούς καθορισμούς, όμως:
Την «ίδια [κειμενική] στιγμή» έδειξε ότι: α) αυτή η πολλαπλότητα των [κοινωνικών] καθορισμών δεν σημαίνει κάποιο είδος «εγελιανής ταυτότητας» των «πολλαπλών καθορισμών» [«της»], άρα έδειξε και ότι: β) η συμπλαισίωση τής έννοιας/κατάστασης «παραγωγής» από «συγγενείς της, ορικούς» και «ευρύτερους» κοινωνικούς καθορισμούς, δεν σημαίνει άρση τής σχετικής αυτοτέλειας της, δεν σημαίνει την άρση τής ιδιαίτερης κοινωνικο-υποκειμενικής ενεργητικότητας που «διαμεσολαβεί» ως έννοια/κατάσταση, και το κυριότερο δεν σημαίνει άρση τού πρωτεύοντος «ρόλου» που «παίζει» στην ανθρώπινη ιστορία. Ας δούμε τώρα, τι σημαίνει αυτή η ερμηνεία για την ειδικότερη αλλά όχι «εξ' αυτού» «στενότερη» έννοια/κατάσταση των «κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων»:
Αναφερθήκαμε στην βαρύνουσα σημασία τής [όσο το δυνατόν επαρκούς] ορθής κατανόησης τής σχέσης τής «ταυτότητας» με την «ετερότητα» [ή τής ορικής συλλογικότητας-ταυτότητας σε σχέση με την ορική ενικότητα-ετερότητα] των συγκροτητικών υπο-καθορισμών [ή συγκροτητικών υπο-όρων] ενός εννοιακού-ή-καταστασιακού καθορισμού [=μιας καθοριστικής έννοιας ή μιας [αντικειμενικής] κατάστασης].
Είδαμε παραπάνω πως ο πραγματικός Marx, και όχι το «αριστερίστικο» «φάντασμά» του, ενώ σχετικοποιεί και απο-οντολογικοποιεί/αφυποστασιοποιεί μιαν έννοια/κατάσταση, έναν όρο [όπως η «παραγωγή»], ορίζοντας τον σε ένα ευρύτερο [αλλά όχι αόριστο] ορικό ορίζοντα που αντανακλά «συγγενείς του όρους» αλλά και «ευρύτερους» όρους ως συγκροτούντες τον «ίδιο», την ίδια στιγμή τον «διατηρεί» ως σχετικά «αυτοτελή».
Αυτή δε η «αυτοτέλεια» δεν σημαίνει κατά οιονδήποτε τρόπο μιαν [ιστορική, ταξική κ.λπ] «υπολλειμματικότητα» [το λέω αυτό για κάτι κουτοπονηρούληδες, ξέρουν αυτοί].
Πρόκειται για «καθαυτότητα», σχετική μεν αλλά καθαυτή «καθαυτότητα». Γιατί το λέω αυτό; Διότι «σήμερα», στο «κίνημα», όταν το «ζήτημα» τής αυτοτέλειας τής [έννοιας/κατάστασης τής] «παραγωγής» τίθεται σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, τουτέστιν στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τούτη εξετάζεται και ως «κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων», όπου μπορούν να εννοούνται και να «υπονοούνται» με εντονότερο τρόπο δομές και καταστάσεις [άρα και έννοιες/νοήματα] που δεν «ωθούν» άμεσα-ή-έμμεσα στην βολονταριστική ταξική πάλη, μια ταξική πάλη που στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο στο μυαλό των σεκταριστών και των νεοαριστερών, τότε «σήμερα» η ιδεολογική τύφλωση επιτάσσει σκοτάδι και σιγή.
Για τους νεοκομμουνιστές, για τον νεοαριστερισμό τής σκοτεινής κατασκότεινης εποχής μας, προέχει η ανάδειξη τής «ταξικής αντίθεσης» και κάθε άλλη οπτική, που θα μπορούσε να εμβάλλει στην έννοια τής ταξικής πάλης και τής ταξικής-κοινωνικής αντίθεσης, διακυβευόμενους αντικειμενικούς και σχετικά ουδέτερους όρους, όπως οι «κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις», η «επιστήμη», το «κράτος ως δημόσια δύναμη», θεωρείται [ως οπτική] ταξικά και ιδεολογικά «ύποπτη».
Δεν έχει σημασία αν ο φορέας τού νεομεσαιωνικού σεκταρισμού είναι ψεκασμένος «αυτόνομος» ή «αριστερός κομμουνιστής» ή «οικολόγος εναλλακτικός» κ.α., δεν έχει σημασία αν είναι «νεοσταλινικός» «νεομαοϊκός» «αλτουσεριανός αριστερός ευρωκομμουνιστής» κ.λπ, άρα δεν έχει σημασία αν βλέπουμε αλληλομισούμενα άτομα και «κινήματα» να «χτυπιούνται», εφόσον όταν το «ζήτημα» έρχεται στις σχετικές «ουδετερότητες», όπως αυτές που αναφέραμε [χωρίς να τις αποκόπτουμε όμως από την κοινωνική και ταξική πάλη], τότε ο αφρός από το στόμα βγαίνει ίδιος.
Λένε ότι είναι «ταξικός αφρός» «ταξικής λύσσας», αλλά εγώ νομίζω πως η μόνη κοινωνική τάξη η οποία δεν έχει σε καμία περίσταση σχέση με αυτούς τους «αφρούς» είναι η εργατική τάξη.
Πρέπει ωστόσο να διευκρινίσουμε ακόμα περισσότερο το ορικό επίκεντρο που μόλις σκιαγραφήσαμε..
Το «ιδεολογικό αμάρτημα» τού «παραγωγισμού» έχει επισημανθεί σχετικά πρόσφατα από την δογματική «ιδεολογική εκκλησία» μας, και θεωρείται από «αυτή» συνυφασμένο με το εξίσου απορριπτέο και εξοβελιστέο «ιδεολογικό αμάρτημα» τού «επιστημονισμού».
Όπως καταλαβαίνετε, η κατάσταση είναι δύσκολη για μια στρατηγικά ηττημένη παγκόσμια πολιτική και πολιτικοστρατιωτική «παράταξη», για αυτό και προσπαθεί να «πιαστεί» από «πράγματα» τής κοινωνικής ιστορίας που δεν έχουν «πέσει στα χέρια» των αντιπάλων, και να υποτιμήσει «εκείνα» που έχουν οικειοποιηθεί τούτοι [οι αντίπαλοι] [εξαιρώ το κΚΕ, το οποίο συγκρατείται εντός κάποιων παλαιο-δογματικών ορίων, αλλά με άγονο τρόπο]. Κάποτε η παραγωγή/ανάπτυξη και η επιστήμη ήταν στο ιδεολογικό επίκεντρο τής κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής ιδεολογίας, και αυτό δεν συνέβαινε μόνον για «πρακτικούς» λόγους. Προτού ακόμα υπάρξει η κορύφωση τής ήττας με την καταστροφή των «υπαρκτών σοσιαλισμών», είχαν αρχίσει οι κριτικές στον «παραγωγισμό» και τον «επιστημονισμό» και βέβαια οι κριτικές στην μαρξική μεταφορά τής διαίρεσης ανάμεσα στην οικονομική βάση [τρόπος παραγωγής] και το εποικοδόμημα, ωσάν να υπήρχε από αρκετά νωρίς η αρνητική επίγνωση [στο «κίνημα»] τής κυριαρχίας τής «κλασικής» αστικής τάξης στην παραγωγική και επιστημονική διεργασία.
Πρέπει ωστόσο να ξαναδούμε, εν τάχει, τον όρο τής «παραγωγής» σε συνάφεια με τους «συγγενείς» και τους «επικαθορισμένους» [από αυτόν] «περιφερειακούς» «ορικούς» συντελεστές του [κατανάλωση, κατανομή, πολιτική κ.λπ].
Ο «νόμος» τής «αναγκαίας αντιστοιχίας» παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, αν τείνουμε να τον ορίσουμε με κριτικό και όχι δογματικό τρόπο, «επαναφέρει» το γνωστό «διαλεκτικό πρόβλημα» τής «ενικής» και «συλλογικής» ταυτότητας των εννοιών που αποτελούν αντινομικά-αντιφατικά «ζεύγη» ή αντινομικές-αντιφατικές «ομάδες» αντανακλώντας νοητικά «σειρές» ή «ενιαίες πλοκές» «αντιφατικών-αντινομικών» κοινωνικοϊστορικών φαινομένων, εν προκειμένω παραγωγικών και πολιτικών φαινομένων που «συναρτώνται» με μια ταξική [λ.χ καπιταλιστική] κοινωνία.
Μπορούμε να αναφερθούμε λ.χ στην «σειρά-πλοκή» των εννοιών «παραγωγή-κατανάλωση-διανομή» στο ημιτελές κείμενο τού Marx «Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie», το οποίο σχετίζεται άμεσα με ένα «διαλεκτικό πρόβλημα» που αναφέρεται στα προβλήματα εννοιολογικής «ταυτότητας-και-ετερότητας» τής προαναφερόμενης «σειράς-πλοκής».
Όταν ανοιχτούμε στον [μαρξικής θεωρητικής προέλευσης-και-«ανακάλυψης»] γενικότατο «νόμο» τής «αναγκαίας αντιστοιχίας», και θέλουμε να προσδιορίσουμε τους θεμελιακούς «υποκαθορισμούς/όρους» του [παραγωγική δύναμη, παραγωγική σχέση], θα δούμε ότι ερχόμαστε «αντιμέτωποι» καταρχάς με το ίδιο εννοιολογικό πρόβλημα που αφορά στην «ταυτότητα-ετερότητα» «μεταξύ» αυτών των «υποκαθορισμών/όρων».
Λόγου χάριν οι «παραγωγικές σχέσεις» είναι και «παραγωγικές δυνάμεις» και οι «παραγωγικές δυνάμεις» είναι και «παραγωγικές σχέσεις», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει ταυτοταυτότητα {=}, εφόσον υπάρχει μια πτυχή των «παραγωγικών σχέσεων» που «δεν είναι» «παραγωγικές δυνάμεις» και μια πτυχή των «παραγωγικών δυνάμεων» που «δεν είναι» «παραγωγικές σχέσεις». Ένα επίσης σημαντικό μαρξικό «διαλεκτικό πρόβλημα» που «αγγίζει» την ίδια την ταυτότητα αυτών των «πλεκόμενων μεταξύ τους» κατηγοριακών εννοιών «προτού» ακόμα εξεταστούν στην «μεταξύ τους» εννοιακή και οντική [οντολογική] σχέση, εφόσον αναφέρεται στην κοινή υλική βάση στην οποία «δι-ενεργούν» τον προσδιορισμό τους, είναι το «διαλεκτικό-επιστημονικό πρόβλημα» τής «δύναμης» «εντός πεδίου» [Νευτώνειο παράδειγμα, «αξεπέραστο» αλλά και «ξεπερασμένο» ταυτόχρονα]. Στην αναλογική «νευτώνεια» μαρξική μεταφορά, η οποία δεν μπορεί να κριθεί ούτε ως «επιστημονικά έγκυρη» από την σκοπιά μιας αβέβαιης αλλά ωστόσο σχετικής τελείωσης, αλλά ούτε και «μη έγκυρη», σε αυτή τη μαρξική μεταφορά λοιπόν, η «δύναμη» είναι η «παραγωγική δύναμη» και το «πεδίο» είναι η «παραγωγική σχέση».
Πλήθος ζητημάτων.
--
4
Η αναγκαία [νομοτελειακή] αντιστοιχία των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις, αποτελεί έναν γενικό νομοτελειακό καθορισμό που δεν έχει μόνον πολλές εκδοχές υποστασιοποίησης, εφόσον δεν περιέχει αυτές τις «εκδοχές» στην «εξωτερική στοιβάδα» ή «επιφάνειά» «του» αλλά τις περιέχει στον γενικό κανόνα του, είναι στοιχεία του που τον συγκροτούν ως γενικό κανόνα:
Οι «υποστασιοποιήσεις» αυτής τής γενικής νομοτέλειας δεν αποτελούν «ιδιαιτερότητές» «του» ή ιστορικά καθορισμένες «εκφράσεις» «του», αλλά συνσυγκροτούν τα δομικά στοιχεία «του». Από ένα «σημείο» και πέρα, και με βάση μια γενικότερη κριτική επίθεση στην έννοια/κατάσταση των [θεωρούμενων ως «κακώς» εννοούμενων] «ουδέτερων» «παραγωγικών δυνάμεων», το γενικότερο «μαρξικό» ερευνητικό και πολιτικοπρακτικό ερώτημα για τον «νόμο» τής «αναγκαίας αντιστοιχίας» περιορίστηκε στην έννοια/κατάσταση των «παραγωγικών σχέσεων».
Λίγο ως πολύ, θεωρήθηκε ότι οι «παραγωγικές δυνάμεις» αποτελούν έναν «παθητικό» και «διαμορφούμενο» από τις «παραγωγικές σχέσεις» συντελεστή [παρά τις κατά περίσταση «δογματικές» επικλήσεις μιας «διαλεκτικής» «μεταξύ τους»]. Εν τέλει, στο «αντικαπιταλιστικό» «ιδεολογικό στρατόπεδο» αμφισβητήθηκε η ίδια η ύπαρξη τού «νόμου», και το «σημείο» «σχετικά ταξικά-ουδέτερες» «παραγωγικές δυνάμεις» θεωρήθηκε ως «αλλότριο», «απωθούμενο» έτσι προς το αλλότριο ταξικό ιδεολογικοπολιτικό και πολιτικοπρακτικό «στρατόπεδο», θεωρούμενο ως «σημείο» που εκφράζει την αριστερά τής αστικής τάξης, τουτέστιν την «σοσιαλδημοκρατία», ή τον γραφειοκρατικό «σοβιετικό παραγωγισμό», ευρύτερα τον κρατικό ή ιδιωτικό «καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό». Αξιοσημείωτη ήταν στο «αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο», η ταυτότητα τής ιδεολογικής/πολιτικής και αξιακής, άρα τελικά και θεωρητικής απάρνησης τής δομικής «αυτοτέλειας» [τής έννοιας/κατάστασης] των «παραγωγικών δυνάμεων», παρά τις άλλες «υπόλοιπες» ακραίες ιδεολογικές, σχεδόν «υπαρξιακές» αντιπαραθέσεις και αντιθέσεις «εντός» αυτού τού «στρατοπέδου». Δεν έπαψε να υπάρχει βέβαια, σε ένα σημαντικό μέρος τού «κινήματος», ένα είδος «ρεαλισμού» ως προς την αντιμετώπιση τής παραγωγικής διεργασίας ως διεργασίας δημιουργίας των «γενικών παραγωγικών δυνάμεων», μολοντούτο το νέο δόγμα ήταν η κριτική-επικριτική στάση, ο σκεπτικισμός προς την έννοια/κατάσταση τούτη.
Με την αποκάλυψη τού θεμελιώδους περιβαλλοντικού προβλήματος που «συνοδεύει» σύνολη τη νέα [αστική] εποχή, ενισχύθηκε αυτός ο ακραία κριτικός και νεοδογματικός σκεπτικισμός. Ας θεωρήσουμε ότι η αντίστοιχη και ταυτόσημη-ή-παράλληλη κριτική στον «επιστημονισμό» και τον «θετικισμό» [με κακή χρήση τής φιλοσοφικής και ιστορικοφιλοσοφικής έννοιας τού τελευταίου], συγκροτεί τον ευρύτατο ειδικού τύπου σκεπτικισμό τής «νέας» θεωρίας τού «κινήματος» και τού ευρύτερου μαρξισμού ή «μαρξισμού». Από αφελές ίσως, και εν μέρει «αλλοτριωμένο» από τον ακραίο παραγωγισμό τού αστισμού, «εξελικτικιστικό» επιστημονοκεντρικό και προοδευτικό επαναστατικό ρεύμα, ο «μαρξισμός» άρχισε να μετατρέπεται σε μια ειδικού τύπου συντηρητική ιδεολογική ομάδα που άρχισε να «ενοχοποιεί» ασθενέστερα-ή-ισχυρότερα τις έννοιες/καταστάσεις τής παραγωγής, τής ανάπτυξης, τής επιστήμης, «απωθώντας» τες, «χαρίζοντάς» τες [ιδεολογικά, αξιακά, θεωρητικά], ολοένα και περισσότερο στο αστικό «στρατόπεδο». Δεν χρειάζεται να πω τίποτα για τους «μη-μαρξιστές» τού «κινήματος», για το πως και με πόση χαρά και ιδεολογική ετοιμότητα αξιοποίησαν αυτές τις θεωρητικές και ιδεολογικές «μεταστροφές» στο «μαρξιστικό» «τμήμα» τού «κινήματος». Πάντα βέβαια υπάρχουν ζυμώσεις και εξαιρέσεις.
---
Ενδιάμεση 1η υποσημείωση, απαραίτητη για την κατανόηση τής αντινομικότητας ως θέσης μας.
Το στρατηγικό αδιέξοδο τού πολιτικού/πολιτικοστρατιωτικού σχεδίου για την μετάβαση τής παγκόσμιας κοινωνίας σε μιαν αταξική κοινωνία, έχει σημανθεί με υποκριτική κυνική απαισιοδοξία ή ξεδιάντροπα και προπαγανδιστικά από τους αστούς διανοούμενους, ειδικά από τους διάφορους «δεξιάς απόκλισης» εθνικιστές, θεοκράτες ή από ψευτοκοσμοπολίτες «φιλελεύθερους» και «κεντροαριστερούς». Ένα μεγάλο μέρος αυτών είναι «πρώην αριστεροί, πρώην αντικαπιταλιστές, πρώην κομμουνιστές, πρώην αναρχικοί-αυτόνομοι» και διάφορα άλλα «πρώην». Ειδικά αυτοί οι «τελευταίοι» τείνουν να μετατρέπονται στο χειρότερο «είδος» φανατικών πολέμιων τού κομμουνιστικού ή αταξικού, μαρξιστικού ή αναρχικού-αυτόνομου, πολιτικού/πολιτικοστρατιωτικού σχεδίου. Αυτό συμβαίνει διότι ο «μεταστραφείς» εν γένει σπαράσσεται από ένα πλήθος ψυχικών και νοητικών αντιφάσεων που προκύπτουν: α) από την επικίνδυνη ψυχικά «αναγκαστική» συνύπαρξη τού παροντικού ιδεολογικού/αξιακού «φορτίου» του με το παρελθοντικό ιδεολογικό/αξιακό «φορτίο» του, β) από το γεγονός ότι θέλει να αποδείξει στους εκάστοτε «τωρινούς» ομοϊδεάτες του ότι είναι «όντως» «μαζί τους» και δεν παραμένει «κολλημένος» στο ιδεολογικό παρελθόν του, γ) από την ιδιοτελή ανάγκη του να δείχνει με το «πάθος μεταστροφής» του ότι είναι χρήσιμος στις αντικομμουνιστικές, αντιαναρχικές και ριζικά αντιαριστερές ολιγαρχικές μεγαλοαστικές, μικροαστικές και «κρατικές» καπιταλιστικές τάξεις, για την καταπολέμηση τού υποτιθέμενου «κακού» που κάποτε «υπηρετούσε» [Ο πλανήτης είναι γεμάτος από τέτοιους εξωμότες τής αταξικής Ιδέας, που επιστρατεύουν τις πολιτικές γνώσεις αλλά και τις πληροφορίες που έχουν αποκτήσει, για να υπηρετήσουν ένα αστικό καθεστώς που έχει ξεκινήσει διωγμούς ή για ένα «μελλοντικό» επιθετικό καθεστώς, όταν χρειάζεται «γνώστες» και προδότες «ειδήμονες» «από τα μέσα»].
--
Είναι γενικός κανόνας, για να στέκει ένας ριζοσπάστης ή ένας «κοσμοθεωρητικά αντιπολιτευόμενος» στα καλά του, για να παραμείνει αξιακά ακέραιος ως ανθρώπινη οντότητα, να μην αλλάζει τον ιδεολογικό «άξονά» του, θα έλεγα και τον ιδιαίτερο «συμβολικό χώρο» εντός αυτού τού γενικού «άξονα» στον οποίο αναγκαστικά «ζυμώθηκε». Και αυτό συμβαίνει όχι διότι ισχύει ένας γενικός «ηθικός» κανόνας εναντίον των «μεταστροφών», αλλά γιατί όταν λ.χ έχεις έλθει σε μια θέση εναντιότητας απέναντι σε ένα πανίσχυρο παγκόσμιο ταξικό ολιγαρχικό σύστημα, το να «τα γυρνάς» με έναν τρόπο που να το δικαιολογείς και να το νομιμοποιείς, δείχνει ότι έχεις ηττηθεί θεμελιακά σαν ανθρώπινη οντότητα.
Δεν υπάρχει «ομαλή επιστροφή» και «κάθοδος» από το αξιακό και αναλυτικό Ύψος που σε φέρνει ένα τόσο απαιτητικό και φιλόδοξο «συλλογικό» και «ατομικό» σχέδιο, αν το εγκαταλείψεις: Θα καταρρεύσεις από τις ενοχές που το εγκατέλειψες και από τις αντιφάσεις στις οποίες θα σε φέρει η αναγκαστική συνύπαρξη των ελευθεριακών/αταξικών Ιδέων/αξιών «εντός» σου με τις κυνικές και ιδιοτελείς ψευτο-ιδέες και ψευτο-αξίες των σημερινών ταξικών [καπιταλιστικών και κρατικών] ολιγαρχιών, και έτσι θα ζήσεις μέσα στην διαρκή προσπάθειά σου να ξεριζώσεις αυτό που δεν ξεριζώνεται, δηλαδή την αταξική Ιδέα. Κατά κάποιο τρόπο «ας πρόσεχες», αποστάτη τής αταξικής Ιδέας ή υποψήφιε αποστάτη της:
Όταν οι «λαϊκοί άνθρωποι» που κάποτε προσπαθούσες να «στρατολογήσεις» στην Ιδέα αυτή, έφερναν αντιρρήσεις και τελικά δεν «στρατολογούνταν», είχαν μιαν ούτως ειπείν «σοφία» με την έννοια ότι ήξεραν και ξέρουν ότι τέτοιες Ιδέες/αξίες είναι «φωτιά» που αν σε «κάψει» και σε συνεπάρει, μετά «δεν έχει πίσω», και αν τυχόν έρθει αυτό το «πίσω» τότε θα γίνεις «στήλη άλατος» ή δεν θα φέρεις ποτέ την Ευρυδίκη στην επιφάνεια τής γης και τής ζωής. Μιλώντας πάντα σχηματικά και πρόχειρα, ελπίζω και σύντομα, σκιαγραφήσαμε θαρρώ τους λόγους για τους οποίους «απαγορεύεται» η αποστασία από την αταξική Ιδέα. Βέβαια, για να μην παρεξηγηθούμε, εννοείται ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και ό,τι τού καπνίσει με το κρανίο του και τις σκέψεις που κυκλοφορούν εντός του. Έτσι κι αλλιώς πραγματικές ή ουσιαστικά επιτυχείς απαγορεύσεις δεν πρόκειται να ισχύσουν ποτέ σε αυτό τον «εσωτερικό» «κρανιακό χώρο». Απλά δείχνουμε τους κινδύνους των «μεταστροφών» αυτού τού τύπου που περιγράψαμε, καταρχάς για τους ίδιους τούς υποψήφιους «μεταστραφέντες» αν είναι άτομα ή και συλλογικότητες που έχουν μια ηθική ή αισθητική αγαθότητα, και δεν έχουν καταντήσει γελοία όργανα ή ακόμα χειρότερα κατά φαντασίαν γελοία όργανα τού Κεφαλαίου και τής κρατικής [«εθνικής»/εθνικιστικής ή ψευτο-«κοσμοπολίτικης»] γραφειοκρατίας [του]. Και δείχνοντας, όντας ξεκινώντας το «υποκειμενικό» μας [θεωρητικό] στρατήγημα, αυτούς τους κινδύνους, στην πραγματικότητα αφήνουμε έπειτα ελεύθερο τον «χώρο» για κάθε ετερογένεια στάσεων και απόψεων στο πεδίο που το «αφορά». Ο πρώτος «τυπικός» «αποκλεισμός» [στον οποίο προβήκαμε] τού «αστισμού» και των κραγμένων αποστατών τής αταξικής Ιδέας, δεν έχει σαν σκοπό του κάποια περιχαράκωση σαν κι αυτές στις οποίες προβαίνουν όλα τα «αντικαπιταλιστικά» ιδεολογικά κινήματα κατά την διάρκεια των συγκρούσεών τους [μεταξύ τους και με το συνολικό ταξικό σύστημα]. Είναι περισσότερο μια στοιχειώδης οριοθέτηση ενός «εντός» με ένα «εκτός», για να δομηθεί ένα επίσης στοιχειώδες [υποκειμενικό] στρατήγημα, από έναν άνθρωπο που βρίσκεται μάλλον στην εξωτερικότερη οριακή περιφέρεια αυτής καθαυτής τής αταξικής Ιδέας έτσι όπως την διαμεσολαβούν σήμερα οι συντριπτικά περισσότεροι «διάσημοι» [διανοούμενοι] και «άσημοι» [μαζικοί-κοινωνικοί] εκπρόσωποί της.
Δεν θα έλεγα μάλιστα ότι με συμφέρει «επικοινωνιακά» ή «πολιτικάντικα» αυτός ο τρόπος πραγμάτευσης τού θέματος που επιχειρώ, καταρχάς διότι το επιχείρημά μου τίθεται εκ των προτέρων στα πυρά των πολυπληθών αντικομμουνιστών-αντιαναρχικών που έχουν σαν «συνήθεια» τους να «βαράνε» υστερίες για τους «αποκλεισμούς» που υποτίθεται ότι τους «κάνουν» οι κακοί «ολοκληρωτιστές» «αριστεροί» [είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα]. Αλλά «αυτούς» άστους. Τους έχω κατά κάποιο τρόπο χεσμένους στον ύψιστο βαθμό, δηλαδή καραχεσμένους, και δεν τους ενδιαφέρει το θέμα παρά μόνον κακοπροαίρετα, «αποφασισμένα».
Το πρόβλημα ίσως ξεκινάει, σοβαρότερα, όταν ο «διάλογος», η κουβέντα θα έλεγα καλύτερα, αγγίζει τον ευρύτερο κοινωνικό «χώρο» «όπου» η αταξική Ιδέα θεωρείται κατά κάποιο τρόπο ιδιοκτησία ή συνιδιοκτησία «του».
Έχοντας αυτοπροσδιοριστεί, επαναληπτικά, ως οριακά ευρισκόμενος «εντός-και-εκτός» αυτού τού «χώρου» και έχοντας στρέψει «φαρμακερά βέλη» προς «αυτόν» πολλές φορές, έχοντας προκαλέσει πολλές φορές με οριακές θέσεις [για πολλές από τις οποίες παραμένω υποστηρικτής τους], θεωρώ προβλεπόμενες τις όποιες «ταυτοτικές» επιθέσεις εναντίον μου, ακόμα κι αν δεν εκφράζονται αλλά παραμένουν εντός τού κρανίου των «ομοϊδεατών» επιτιθέμενων.
Για να μην ζορίζονται ούτε αυτά τα θρησκευόμενα παιδιά, διότι έτσι κι αλλιώς πλέουμε πάνω σε μια θάλασσα θρησκευόμενων, ξεκαθάρισα νομίζω στην προαναγγελία τού άρθρου ότι δεν έχω πρόβλημα να παραδεχτώ ότι: έτσι κι αλλιώς δεν είμαι «τίποτα» από αυτά που όλοι «σας» έχετε συμβόλαια ιδιοκτησίας και συνιδιοκτησίας, οπότε δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία. Ούτε «ιδιοκτησία-Ιδέας» διεκδικώ, ούτε καν όμως ένα μικρό μερίδιο σε αυτήν, όπως τα μικρά μερίδια «ιδιοκτησίας-Ιδέας» που χαρίζει η «μεγαλύτερη»-ή-«μικρότερη» κινηματική γραφειοκρατία {φανερή[κΚε]-ή-αφανής[τού «χώρου»]}, ακόμα και στις πιο γραφικές σέκτες των 10-20 ανθρώπων, αρκεί να μην υπερβαίνουν κάποια «όρια». Όρια που δεν έχουν, σας πληροφορώ, σχέση μόνο με Ιδέες. Διότι, για ιδιοκτησίες μιλάμε, «συνιδιοκτησίες» και «κληρονομιές». Δεν αστειεύονται με αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τής ταξικής κοινωνίας.
Οι «δύο» (2) όροι μιας κοινωνικής/κοινωνικο-νοηματικής αντίφασης που δεν παρουσιάζεται ως επιλύσιμη και αναιρέσιμη [λ.χ Κεφάλαιο-Εργασία], όντας άμεσα οροθετημένοι οι «ίδιοι» από την «μεταξύ τους» «διαλεκτική» αλληλοαποκλεισμού και αλληλονοηματοδότησης «παρέχουν» «χώρο» στην συνήθη αυταπάτη ότι ένας [αναιρετικός] «τρίτος όρος» θα τους «αναιρέσει» [όπως υπάρχουν ως «όλον»]: Είτε [α] συμπεριλαμβάνοντας και τους «δύο» σε μια αναιρούσα ενιαία μορφή [σοσιαλδημοκρατία/«δημοκρατικός σοσιαλισμός», εθνικο«σοσιαλισμός»], είτε [β] καταργώντας τον έναν από τους δύο, «διασώζοντας» μόνο τον «έναν» («διασώζοντας» ίσως -ωστόσο- {ως ανηρημένα} «στοιχεία» και τού «άλλου») [ιστορικός κομμουνισμός-αναρχισμός]. Το πρώτο [α] «αναιρετικό διαλεκτικό ενδεχόμενο» είναι ανύπαρκτο [για μένα πάντα] ως [ιστορική] προοπτική, διότι πέραν των πολιτικών κινδύνων που περιέχει για την εργατική τάξη είναι ολότελα ψευδές, είναι μια σκόπιμη αστική-καπιταλιστική ταξική απάτη ή μια «αλλοτριωμένη» αυταπάτη των σοσιαλιστών και εθνικιστών/θεοκρατών εργατών. Και το δεύτερο [β] «αναιρετικό διαλεκτικό ενδεχόμενο» όμως αποδείχτηκε ταξική απάτη τής εκάστοτε «πρωτοπορίας» που δόμησε δια αυτού την δική της μη-καπιταλιστική μεν αλλά εκμεταλλευτική/καταπιεστική ταξική ολιγαρχική κυριαρχία της, και [αποδείχτηκε] αυταπάτη των εργαζόμενων και των διανοούμενων που το «ακολούθησαν». Το δεύτερο [β] «αναιρετικό διαλεκτικό ενδεχόμενο» ωστόσο περιέχει ένα πιθανά ισχυρότερο «φορτίο» «υλικής/πρακτικής αλήθειας» και ορθολογικότητας καθώς και ένα πιθανά ισχυρότερο «φορτίο» μη-ηθικολογικής ηθικής.
Να μην χαρούμε διότι:
Οι φορείς αυτού τού 2ου ενδεχόμενου μετά την καταστροφή τού «υπαρκτού σοσιαλισμού» νομίζουν στην συντριπτική πλειονότητά τους ότι κάποια αλλότρια [«ξένη» προς αυτούς] «καπιταλιστική» ή «κρατική» «κακή παρουσία» ήταν αυτή που χαντάκωσε «εν αρχή», στο «μέσον», ή στο «τέλος», την υπόθεσή τους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν καμία πρόθεση να κοιτάξουν την ευθύνη τού ίδιου τού Συνολικού «συλλογικού ιστορικού εαυτού» τους, πράγμα που επίσης φαίνεται από το γεγονός ότι ακόμα και στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις «επικρίνουν» τον «εσωτερικό» «φραξιονιστικό» «εχθρό» προσδίδοντάς του τις ιδιότητες τού «ξένου» «ταξικού» ή «κρατικού» «εχθρού» [καταρχάς δια μιας προλογικής και γλοιώδους ψευδοταξικής ηθικολογίας που έχει ως κεντρικό συμβολικό «δαιμονολογικό» σημείο της τον «αντι-μικροαστισμό»]. Για να κατανοήσουμε την φοβερή ισχύ των «λαϊκών» αντινομιών και διλημμάτων, την κολασμένη παρουσία των αδιέξοδων «διπολικών» αδιέξοδων ερωτημάτων ή απλά «δυνατοτήτων» [ψευδο-δυνατοτήτων] των «κοινών εργαζόμενων ανθρώπων», θα σας ζήταγα να προσπαθήσουμε να εξετάσουμε ένα «σκληρό» ενδεχόμενο: Να μην είναι ως «νοηματικές» ή «κοινωνικο-νοηματικές» «οντότητες» υπαγόμενες σε μιαν ευρύτερη προοπτική απάντησης-λύσης τους, ή ιστορικής υπέρβασής τους έστω δια τής απονέκρωσης τής κεντρικής κοινωνικής αξίας/σημασίας τους [όταν δεν «απαντώνται-λύνονται» «ολικά-ή-τελικά», αλλά τίθενται σε μια θέση μη-σημασίας ή «υποδεέστερης» σημασίας]. Ένα δομικό αδιέξοδο αλλά και οι πολλές και ακόμα περισσότερο πολύπλοκες από αυτό «εκφράσεις» του, μπορούν να συλληφθούν νοητικά με πιο εύστοχο τρόπο από τον «συνήθη» αν θέσει κανείς ως ισχυρό το ενδεχόμενο να μην αρθούν ποτέ. Δεν προκρίνω μια «φετιχοποίηση» τού αδιεξόδου, όπως ίσως θα σπεύσουν να με κατηγορήσουν αυτοί που έμαθαν να ζούνε με το ψωμοτύρι τής «ελπίδας».
Αυτό που προτείνω είναι να αποστασιοποιηθούμε μεν από ένα «απόλυτο πάγωμα» τής «αντινομίας» αλλά να την πάρουμε επιτέλους στα σοβαρά. Σίγουρα υπάρχουν ένα σωρό από δευτερεύοντα «διλήμματα» και «αντινομίες» χωρίς ιδιαίτερο «βάθος» που χρησιμοποιούνται σε όλο τον πλανήτη από τις άρχουσες τάξεις και τα κράτη [«ισχυρά» ή «ανίσχυρα», δημοκρατικά/αυταρχικά ή φασιστικά/ολοκληρωτικά] μέσω μιας τεχνητής «διόγκωσής» τους, για να ξεστρατίζουν την σκέψη μαζών και ατόμων που θα μπορούσαν να «πορευτούν», ή να «αρχίσουν» να «πορεύονται» προς την αταξική κοινωνική ελευθερία και υπευθυνότητα.
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το [όχι και τόσο προφανές στην «κοινή συνείδηση»] γεγονός ότι ακόμα και τα «οντολογικώς» «βαρύτερα» κοινωνικοϊστορικά και κοινωνικοϋπαρκτικά διλήμματα και αδιέξοδα, οι «στρυφνότερες» πανανθρώπινες ιστορικές αντινομίες, όχι μόνον τίθενται από το ολιγαρχικό-ταξικό σύστημα αλλά επιπροσθέτως «ταυτόχρονα» διαμορφώνονται ως ειδικές-ιδιαίτερες από αυτό. Μολοντούτο, ίσως τελικά είναι ορθό να αποφασίσουμε να δεχτούμε ότι ένα μέρος από αυτές τις «αντινομικές δομικές οντότητες» που μας βασανίζουν, ίσως να συνεχίσουν να μας βασανίζουν και μετά από μια πιθανή «κατάργηση» των [ολιγαρχικών-ταξικών] «κοινωνικοϊστορικών δυνάμεων» που τις προτάσσουν, εργαλειοποιούν, διαμορφώνουν ειδικότερα, απλά διότι δεν είναι αυτές [οι «κοινωνικοϊστορικές δυνάμεις»] που «τις» έχουν δημιουργήσει ή [ακόμα χειρότερα] αν και «τις» δημιούργησαν, τούτες [οι «αντινομικές δομικές οντότητες»] δεν θα μας «εγκαταλείψουν» «ποτέ ξανά». Σκεφτείτε μια φορά χωρίς να παραμένετε γυρίνοι τής ιστορίας.
Το γεγονός λόγου χάριν ότι το «κράτος» δεν υπήρχε επί αρχέγονης αταξικής κοινωνίας [η οποία όμως δεν ήταν ακριβώς «απόλεμος παράδεισος»], δεν σημαίνει ότι θα μάς «εγκαταλείψει» κάποτε. Το ξέρω, αυτό είναι ένα πικρό φαρμακερό ποτήρι για όσους, ακολουθώντας την πιο «ασθενή» θεωρητική πτυχή τού Μαρξ ή των έτσι κι αλλιώς «ασθενών» στην θεωρία «αναρχικών-αυτόνομων» κ.λπ, νόμισαν ότι θα ήταν θεμιτό να φανταστούμε ότι ό,τι έχει υπάρξει ως «σαρξ εκ τής σαρκός» των ταξικών ιεραρχικών κοινωνιών από τις πρώτες ιστορικές «στιγμές» τής γέννησής τους, «δεν μπορεί» παρά να μας «εγκαταλείψει» με την ιστορική αποδρομή τους [βαθμιαία, ή «ταυτόχρονα»].
Τίποτα, μα Τίποτα, δεν μπορεί όμως να εγγυηθεί ότι η «κρατικότητα» και μάλιστα ακόμα περισσότερο η «κυριαρχία» θα μας «εγκαταλείψει» αν τυχόν και ξεμπερδέψουμε με την ταξική εκμετάλλευση και την κοινωνική ιεραρχία. Μπορώ να σας αναφέρω, εν τάχει, πάνω από 10 σοβαρούς λόγους για τούς οποίους είναι δυνατόν το «κράτος» και η «κυριαρχία» να μην μας «εγκαταλείψουν» ποτέ. «Μαζί» τους βέβαια, είναι σίγουρο ότι θα φέρνουν ανεπίλυτα προβλήματα, αντινομίες, δίπολα-τρίπολα-πολύπολα, αδιέξοδα, ό,τι λέγαμε πριν. Δεν ξέρω μάλιστα, εφόσον υπάρχει τελικά το ενδεχόμενο να μάς μείνει σαν ιστορικό αμανάτι το «κράτος», αν μπορούμε σε αυτή την «περίπτωση» να μιλήσουμε για μια πλήρη αναίρεση τής ταξικής-ιεραρχικής-ολιγαρχικής δομής, ή αν πρέπει να μιλάμε για την ιστορική πιθανότητα μιας μετακαπιταλιστικής μη-καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου ο ταξικός αγώνας, ένα είδος ταξικής πάλης θα συντελείται ακριβώς σε αυτό το μη-καπιταλιστικό, «αλλά παραμένον ως κρατικό», πλαίσιο. Ξέρει κανείς; Εγώ δεν ξέρω.
Αλλά δεν είναι μόνον το «κράτος» για το οποίο έχουν ειπωθεί τόσα και θα ειπωθούν άλλα τόσα από τους «διαχρονικούς» φλύαρους τής οικουμένης [τους διανοούμενους εννοώ].
Έχοντας θέσει κάποιους γενικούς όρους των ερωτημάτων μας για τις διπολικές δομές των αντινομιών και των διλημμάτων, σε ένα ειδικότερο κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο, βρισκόμαστε ωστόσο, εδώ και καιρό, ανεξάρτητα από αυτές τις δημοσιεύσεις, μπροστά σε ένα ειδικότερο δίλημμα που ίσως να μην είναι και τόσο «θεωρητικό».
Να αποφασίσουμε ποιο είναι το πλαίσιο όπου θα διακινδυνεύαμε τις πρώτες επιλογές απαντήσεων; Είναι προφανές ότι στην «ζωή» «τίποτα» δεν περιμένει να θέσεις όλους τους όρους για κάποιες πρώτες «απαντήσεις» σε τέτοιου είδους «ερωτήσεις», αλλά η ταπεινότητά μου δεν πρόκειται να υποτάξει την αταραξία των ουσιωδών ερωτημάτων, τέτοιων ουσιωδών ερωτημάτων, δια τής επίκλησης αυτού τού μοναδικού, όντως ιερού όρου, ήτοι τής «ζωής». Ας ζήσουν απαντώντας όπως θέλουν και ό,τι λάχει, αυτοί που θέλουν να πράξουν πολιτικά και να κάνουν και θεωρητικές «παρεμβάσεις» σαν να μην έχει γίνει τίποτα, ή σαν να έχουν γίνει όλα. Τι θέλω να πω.
Αν και έχουν σπάσει τα μούτρα τους μεγάλοι φιλόσοφοι και επιστήμονες, αλλά και καθημερινοί τίμιοι άνθρωποι [ντρέπονται κάποιοι με το τελευταίο;], και δεν είναι διόλου απαξιωτικό να σπάει κανείς τα μούτρα του σε σχέση με τέτοια ζητήματα και προβλήματα, ίσα ίσα, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και πανάκεια να πρέπει να σπάει κανείς τα μούτρα του με αυτά. Η επιλογή να κρατήσεις παγωμένα τα «διπολικά» διλήμματα, να συνεχίζεις να παίζεις με το αδιέξοδο των αντινομιών και τις αντινομίες ως αδιέξοδες, και να μην θέλεις να προβείς σε μια «λύση» «τους» δια μέσω κάποιων «απαντήσεων», ή να μην προσπαθήσεις καν, «έτσι απλά» να σχηματίσεις κάποιες πρώτες «λύσεις-απαντήσεις», δεν σημαίνει ότι «φοβάσαι», ότι «δειλιάζεις», και «άλλα» όσα παρόμοια λέγονται. Ίσως να είναι μια κάποια «λύση» αυτή η «λύση-απάντηση» που ψάχνουν, όντως, για όσους τέλος πάντων καταλαβαίνουν τα αδιέξοδα αυτής τής μορφής αλλά συνεχίζουν να θέλουν μια «λύση», ακόμα κι αν αυτή είναι σαν μια μορφή μεταβατικής «πίστης» σε «κάτι» που απλά σημαίνει ότι διατηρήθηκε η πίστη σε «κάτι» που «θυμίζει» «κάτι», «προεικονίζει» «κάτι», και πάνω από όλα πίστη στην «κίνηση» κι ας είναι «κίνηση» μόνον.
Η δυνατότητα να υπερβείς ένα αδιέξοδο [ιδεολογικό και πολιτικό] «δίπολο», το οποίο μπορεί να λάβει ταυτόχρονα [ή μερικώς και] την μορφή τού «διλήμματος», τής «αντινομίας» ή τής «τραγικής αντίθεσης» κ.λπ, είναι μια υπαρκτή δυνατότητα, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολη. Γιατί όμως υπάρχει αυτή η μεγάλη δυσκολία; Εφόσον έχει «τύχει» να τεθεί ένα σύστημα ιδεακών και πολιτικών [πολιτειακών] δεδομένων με έναν τρόπο που «ωθεί» προς το παραπάνω αδιέξοδο [και τις διάφορες εκδοχές του] τότε αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν βαθύτερα δομικά στρατηγικά «προβλήματα» στην υπόθεση ή το ανοιχτό θεματικό [νοηματικό ή οντικό] ερώτημα που «μας απασχολεί». Το «διπολικό» αδιέξοδο, το «δίλημμα», η «αντινομία», είναι έντονες και αρκετά συνεκτικές εκφράσεις ενός βαθύτερου στρατηγικού προβλήματος μιας ιστορικής και κοινωνικής υποκειμενικότητας, η οποία θα μπορούσε να λογιστεί ακόμα και ως η οικουμένη στην πιθανή ολότητά της.
Αυτές οι συνεκτικές εκφράσεις αυτού τού βαθύτερου προβλήματος, είναι μεν αρκετά σαφείς και οντικά [πραγματικά] δομημένες, δεν είναι δα και τόσο «αιωρούμενες» όπως πιθανόν είναι ένα υπαρξιακό πρόβλημα ενός απομονωμένου ατομικού ή μικροσυλλογικού υποκειμένου.
Παραμένουν ωστόσο, ως εκφράσεις, ως επιφάνειες, ένα λεπτότερο στρώμα τής συνολικής πραγματικότητας, το οποίο αν και είναι κι «αυτό» «πραγματικότητα» δεν παύει να είναι εξαρτώμενο από το μεγαλύτερο μέρος τής πραγματικότητας που αφορά στην ζωή μυριάδων «άγνωστων» και «τετριμμένων» ανθρώπων.
Τα προβλήματα αυτού τού είδους, τα διλημματικά αντινομικά «διπολικά» ερωτήματα ως εκφράσεις μιας φιλοσοφικής ή επιστημονικής θεμελίωσης και λύσης προβλημάτων «αφαίρεσης και επίλυσης των αντιφάσεων της», στις περισσότερες των περιπτώσεων, ακριβώς διότι περιέχουν ως σκέλη και στοιχεία τούς λεγόμενους «κοινούς εργαζόμενους ανθρώπους», δεν πρόκειται να επιλυθούν, ή να τεθούν ως:
«εσαεί άλυτα αν και τεθειμένα» αλλά σε ένα «ανώτερο σημείο», αν δεν τεθούν εν αρχή σε αναφορά προς αυτούς τούς ανθρώπους και τα ζητήματα τους που ως «διπολικά» τους στιγματίζουν και τους χαντακώνουν την ζωή.
Δεν θα ήταν «λαϊκισμός» να υποθέσουμε ότι αυτά τα «θέματα» θα τεθούν ορθά αν οι ίδιοι οι άνθρωποι τα πραγματευτούν, σχεδόν «από μόνοι» τους, αλλά δεν θεραπεύουμε αυτό το σχέδιο, δεν ελπίζουμε και πολύ σε αυτό, όχι γιατί τάχα περιφρονούμε τις δυνατότητες αυτών των ανθρώπων, αλλά διότι ξέρουμε πολύ καλά ότι είναι πολύ δύσκολο να τους αφήσουν οι ασφυκτικές συνθήκες να τα πραγματευτούν σε ένα πρώτο αφαιρετικό στάδιο τής ατομικής και κοινωνικής σκέψης.
Και αυτό το στάδιο είναι κρίσιμο να περιέχει «κάτι» από μια αποστασιοποίηση που δεν δίνεται στους «κοινούς ανθρώπους», ειδικά από τους εκάστοτε ψευδοσυμπαραστάτες τους στην σκέψη, δηλαδή τούς διανοούμενους ή τις «πρωτοπορίες» όταν θέλουν να κάνουν την «θητεία» τους στον «λαϊκό κόσμο» για να φύγουν ταχέως όταν δούνε την ασφυκτική στενότητά του, όπως είναι προερχόμενη όχι τάχα από την «στενότητα σκέψης» των «λαϊκών» [κι ας υπάρχει κι αυτή] αλλά από τα ίδια τα διπολικά αδιέξοδα, τις αντινομίες και τα διλήμματα που τους «χαρίστηκαν» [των «λαϊκών»] σαν «δηλητηριασμένος καρπός» από τον Μολώχ τού πανάρχαιου [για κάποιες δεκάδες χιλιάδες χρόνια καθιερωμένου] ολιγαρχικού-ταξικού και διεθνούς συστήματος ισχύος. Η ταυτόχρονη πολεμική μας και προς τον «εθνικισμό» και προς τον «αντιεθνικισμό», σχηματικά μιλώντας πάντα [«σχηματικά» και ως προς αυτούς τούς όρους], είναι εξαντλητική και επικίνδυνη για την ησυχία και την γαλήνη αυτού που ορίζεται συνήθως ως «ψυχή» μας [δεν υπάρχει ψυχή].
Ανήκω στους ανθρώπους που μπορούν να αναλώσουν τη ζωή τους, να χάσουν ακόμα και τη ζωή τους, για έναν σκοπό, αλλά προσωπικός σκοπός μου για τον μεγαλύτερο χρόνο τής ζωής μου παραμένει πάντα η αταραξία και η απάθεια.
Για αυτό και βλέπω ως επικίνδυνες τέτοιες επίπονες διεργασίες, ακόμα κι όταν είναι «απλά» κριτικές, εφόσον μπορούν να ταράξουν συθέμελα την απέραντη αδιαφορία μου για τα περισσότερα ιδεολογικά προβλήματα των φατριών, φραξιών και άλλων, γελοίων συνήθως, ιδεολογικών και πολιτειακών συσπειρώσεων, γελοίων από την άποψη τής βαθύτερης ουσίας τής ύπαρξης. Ωστόσο, και αυτή η δουλειά πρέπει να γίνεται. Ας δούμε καταρχάς τούς μεγαλύτερους κινδύνους της: Πρώτον, αν και υπάρχει ένα γενικό «ταυτόχρονον» σε τέτοιου είδους «διμέτωπες» πολεμικές κριτικές, στην πραγματικότητα πρέπει πάντα να «τραβάς το σχοινί» λίγο περισσότερο προς την μία ή την άλλη «πλευρά» που κρίνεται [από εσένα]. Αυτό περιέχει τον κίνδυνο να παρασυρθείς στο να υιοθετήσεις τα επιχειρήματα τής «πλευράς» που εκείνη την στιγμή κρίνεται αναγκαστικά «λιγότερο».
Δεν υπάρχει θαρρώ μεγαλύτερο λάθος από την στάση αυτή, η οποία στην πραγματικότητα σημαίνει μια ιδεολογική/θεωρητική και κοσμοθεωρητική ταλάντευση χωρίς έρμα και έναν «κεντρισμό» που προσπαθώντας να «υπερβεί» τις αθλιότητες όλων των «πόλων» τέτοιων διπόλων-τριπόλων κ.λπ στην πραγματικότητα τις μαζεύει όλες και τις κάνει μιαν άγευστη και βλαβερή «σούπα». Ο «κεντρισμός» αυτός μπορεί μάλιστα να λειτουργήσει περισσότερο υπέρ τής μίας ή τής άλλης «πλευράς», και μάλιστα αυτή η «ευνοϊκότητα» να παραλλάσσει, πράγμα που μπορεί να φέρει τον φορέα του σε δύσκολη θέση. Ο σκοπός τέτοιων κριτικών πρέπει να είναι η εξουδετέρωση και ο περιορισμός και των δύο «αντίθετων» φατριών τής σκέψης, ή μάλλον μη-σκέψης [ιδεολογίας]. Αλλά υπάρχει ένα ακόμα δυσάρεστο ενδεχόμενο όταν υπάρχει «διμέτωπη» κριτική, το οποίο μπορούμε να το συλλάβουμε νοητικά αν βγούμε για λίγο κάπως «έξω» από την εμμενή αγαθή τελεολογία της, ήτοι από το καλοπροαίρετο που υποθέτουμε, και εμείς καλοπροαίρετα, ότι περιέχεται στα «σπλάχνα» της.
Η «διμέτωπη» κριτική μπορεί να είναι μια «σοφιστική» ή ψευδο-σοφιστική μεταμφίεση μιας κριτικής που στοχεύει μόνο στον έναν «πόλο» τής κρινόμενης και επικρινόμενης «διπολικότητας» [λ.χ «εθνικισμός-αντιεθνικισμός»] και χρησιμοποιεί την κριτική και στον άλλο «πόλο» για να κάνει πιο εύστοχο το πολεμικό χτύπημα. Τότε δεν μιλάμε όμως για «διμέτωπη» κριτική, αλλά για μια μονομέτωπη «μονοπολική» κριτική που μεταμφιέζεται ψευδόμενη σε «διμέτωπη» κριτική για να πετύχει με δόλιο τρόπο τούς στόχους της απέναντι στον ένα και μόνον ένα στόχο της, τον ένα από τους δύο κρινόμενους «πόλους».
Αυτή η «σοφιστική» τεχνική δεν γίνεται μόνον για λόγους καμουφλάζ και δεν απηχεί μόνον ένα είδος «σημειολογικού ανταρτοπολέμου», αλλά δύναται να σημαίνει μιαν ευρύτερη προσπάθεια άντλησης τής «νοητικής ισχύος» τού «αντιπάλου», κάτι σαν κλοπή [δια νοηματικής κακοποίησης-στρέβλωσης, όμως] των ισχυρών επιχειρημάτων και των ισχυρών «σκεπτικών» του. Υπάρχει επίσης, σε αυτή την περίπτωση [αλλά ως υποπερίπτωση που «βγαίνει» λίγο προς ένα «λαϊκότερο» κόλπο] το ενδεχόμενο «για» ένα είδος καμουφλαρισμένης παράβλεψης αυτών των επιχειρημάτων/«σκεπτικών» δια τής ψευδούς υιοθέτησης τους ακόμα και στο χύδην που είναι η κάλπικη υιοθέτηση ενός Ονόματος για κάλπικη αρνητική ή κάλπικη θετική χρήση του [το οποίο όνομα μπορεί να είναι δημόσια κατοχυρωμένο -όταν επικρίνεται «κάτι» ή «κάποιος»- ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός ή το αντίθετο, ως αξιακά θετικός χαρακτηρισμός -όταν υπάρχει επίσης δημόσια κατοχυρωμενη τοποθέτησή του στο ανώτερο σημείο τής αξιακής ιεραρχίας, και «κάτι» ή «κάποιος» δια αυτού «δοξολογείται» -συνήθως αυτοδοξολογείται]. Μια πραγματική διμέτωπη «αντι-διπολική» κριτική πρέπει να ξεφύγει και από αυτό τον κίνδυνο και από τους προηγούμενους, και ταυτόχρονα να δείξει στους πιθανούς δέκτες της και «ακροατές» της ότι όντως σηματοδοτεί την επίτευξη τούτη..
Τέλος, 1ης υποσημείωσης, ας συνεχίσουμε...
---
Ο ειδικά καπιταλιστικός καθορισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια ταυτότητα, έτσι όπως τον «θέτουμε», άρα πιθανώς και ως μια ταυτολογία. Αλλά δεν είναι, εφόσον κάθε σύστημα εκμεταλλευτικής κυριαρχίας επί των «υλικών» υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής δεν είναι καπιταλιστικό, ενώ το καπιταλιστικό σύστημα πληροί αυτούς τούς «υλικούς» όρους που συγκροτούν την γενική ουσία όλων των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών συστημάτων παραγωγής.
Επομένως όταν μιλάμε για κάθε ξεχωριστό είδος εκμεταλλευτικής κοινωνίας, πρέπει να χρησιμοποιούμε και τον γενικότατο θεωρητικό όρο όπως τον παραθέσαμε και τον [αναζητούμενο ερευνητικά] γενικό-ειδικό θεωρητικό όρο του, που αντανακλούν και οι δύο το εκάστοτε είδος «εκμεταλλευτικής κοινωνίας» ως ενότητας τού γενικότατου «υλικού» όρου των εκμεταλλευτικών κοινωνιών με τον γενικό-ειδικό «υλικό» όρο εκάστης ανά είδος.
Θεωρώ ότι σε κάθε εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα ο γενικότατος υλικός όρος [«του»], όπως τον σκιαγραφήσαμε πριν λίγο, δεν είναι μια αόριστη αφαίρεση που τάχα «αίρεται» σε μιαν ειδική υπόσταση και «έτσι» συγκεκριμενοποιείται, αλλά [είναι] μια γενικότατη αφηρημένη-συγκεκριμένη δομή/υλική-κατάσταση που συνυφαίνεται με μιαν άλλη εξίσου αφηρημένη-συγκεκριμένη δομή/υλική-κατάσταση η οποία «αντιπροσωπεύει» την ειδική μορφή τής κοινωνιας αυτής [λ.χ «καπιταλισμός»].
Ο Μαρξισμός χρησιμοποιεί έναν εγελιανοποιημένο αριστοτελικό [και έπειτα σχολαστικό] θεωρητικό όρο, τον «τρόπο», ορίζοντας αυτή την «εκάστοτε» ειδική μορφή ως «τρόπο παραγωγής». Διαφωνώ.
Οι λόγοι τής διαφωνίας μου αυτής είναι ένα άλλο μακρόσυρτο «τροπάρι», το οποίο δεν θα το τραγουδήσω τώρα. Χρειάζεται όμως να παρεμβάλλω άλλη μια υποσημείωση, για να δείτε τούς υποκειμενικούς, άρα ακόμα αόριστους όρους τής αντινομίας που μας περιορίζει ως προς μιαν πιο «επιστημονική» πραγμάτευση των προβλημάτων που θέσαμε εδώ, πριν από λίγο.
2η ενδιάμεση υποσημείωση, για τον ταξικίστικο Λόγο..
--
α.
Η διεργασία κριτικής και εναντίωσης στο Κεφάλαιο και τον αστισμό, διακόπτεται συνεχώς πλέον από την ανάγκη να εναντιωθείς και προς τους συντριπτικά περισσότερους από αυτούς που «σήμερα» δηλώνουν πομπωδώς ότι στέκονται «απέναντι» στον καπιταλισμό και το κράτος [του].
Άλλη μια φορά εντός τής σύγχρονης «ιστορίας» η εναντίωση στο Κεφάλαιο και το κράτος «του» έχει καπελωθεί από ομάδες, τάσεις, κινήματα και διανοούμενες παλάβρες που απέναντι στον καπιταλισμό προτάσσουν μια διαφορετική μεν αλλά εξίσου ή και [κατά περίσταση] πιο βάρβαρη κοινωνία-κοινότητα, η οποία [όπως φάνηκε κι από τις ριζικά «αντι-υγειονομικές» ιδεοληπτικές πρακτικές των ριζοσπαστικότερων ιδεολογικών και πολιτικο-πολιτισμικών «προπομπών» της] δεν θα σέβεται την ζωή και ειδικά την ανθρώπινη ζωή, όπως δεν τη σέβεται και ο καπιταλισμός και το κράτος [του].
Ίσως η φρονιμότερη στάση ενός ανθρώπου που δεν αγαπά, δεν σέβεται και δεν ακολουθεί τον καπιταλισμό, αλλά την ίδια στιγμή δεν έχει καμία πρόθεση να ακολουθήσει όλους αυτούς τους παλαιο-αντιδραστικούς [σταλινικούς] νοσταλγούς τής σταλινικής-λενινιστικής μετακαπιταλιστικής βαρβαρότητας, και επίσης δεν έχει καμία πρόθεση να ακολουθήσει όλους αυτούς τους νεο-αντιδραστικούς [νεοαριστεριστές, νεοαναρχικούς] οραματιστές μιας νέας μετα-καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ίσως λοιπόν η φρονιμότερη στάση ενός ανθρώπου που φρικάρει εξίσου και με το Κεφάλαιο και με όλα αυτά τα έξαλλα σεκταριστικά στοιχεία που το αντιπαλεύουν από μια αντιδραστική σκοπιά, είναι να σωπάσει, να κάνει στην άκρη, και να πάψει να προσπαθεί να χτυπήσει και τις δύο «παρατάξεις» τής φρίκης και της βαρβαρότητας.
Εξάλλου, όντας στην κυριολεξία στην «μέση» μεταξύ βαρβάρων και βίαιων κοινωνικοϊστορικών «οντοτήτων», κινδυνεύει να χλευαστεί και να κυνηγηθεί ως «κεντρώος» και μαλάκας «μικροαστός» που δεν διαλέγει επιτέλους βαρβαρότητα, άρα είναι τάχα και δειλός, και να του το λένε αυτό παιδιά δημοσίων υπαλλήλων, καθηγητών, μπάτσων, παπάδων, δικηγόρων, ακόμα και μεγαλογαιοκτημόνων ή μεγαλοαστών, που δήθεν αποστάτησαν από την τάξη τους -άλλο που αν χρειαστεί θα γυρίσουν στην καβάντζα του μπαμπά και τής μαμάς-, να του το λένε αυτό δηλαδή οι κατεξοχήν μικροαστοί ή μεγαλοαστοί καραγκιόζηδες που κάνουν την «κινηματική θητεία» τους προτού πιάσουν κι αυτοί καμία θέση στο δημόσιο, στο κράτος εν γένει, ή γίνουν ελεύθεροι κονομημένοι επαγγελματίες στο θέαμα, στην διαφήμιση και αλλού [κάνει μπαμ η εξυπνακίστικη παρουσία τους εκεί ειδικά].
β.
Υπάρχουν αντιφάσεις, ως ασύμβατες μεταξύ τους και παράξενες εναντιότητες, τις οποίες δεν αντέχουν μερικοί-μερικοί να βλέπουν μέσα στον ίδιο άνθρωπο, και αυτές [κατ' αυτούς τούς ταξικιστές αερολόγους] είναι «μικροαστικές παθήσεις»; Εναντιώνομαι στον ύποπτο δογματισμό σας που δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την υποτιθέμενη «πίστη» στην «αταξική κοινωνία». Δεν έχω κανένα πρόβλημα να λέω αυτά που λέω για το Κεφάλαιο, και την ίδια στιγμή να θέλω να βυθιστεί ο Τούρκικος στόλος στο πιο βαθύ σημείο τού αιώνια ελληνικού Αιγαίου Πελάγους. Κι αν για αυτό βοηθήσει ο ελληνικός αστικός-καπιταλιστικός ο γαλλικός αστικός-καπιταλιστικός ή άλλος Στόλος, δεν με πειράζει καθόλου, ούτε έχω πρόβλημα με αυτό, ας γίνει, μακάρι, και ούτε αισθάνομαι την ανάγκη να απολογηθώ σε κανέναν παπάρα πλέον αν αυτό που λέω είναι «άλλη μια μικροαστική αντίφαση»
γ.
Αν εξετάσουμε το Κεφάλαιο στην «δομική συγχρονία» του, βλέπουμε ότι παρουσιάζεται ως ένα παλίμψηστο εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών παραγωγικών δομών, με δεσπόζουσα σε αυτές [τις «δομές»] την ειδικά καπιταλιστική [σύγχρονη] εκμεταλλευτική-κυριαρχική παραγωγική δομή. Η εμφανής κυριαρχική «γραφή» τού Κεφαλαίου είναι αυτός ο δεσπόζων καθορισμός του, αλλά τούτο έχει «από κάτω» και άλλες κυριαρχικές «γραφές» που αναδύονται με τις «υγρασίες των καιρών» οι οποίες φέρνουν μαζί τους και παλιούς [προκαπιταλιστικούς] βρυκόλακες.Πρόκειται για ένα «δομιστικό» καπιταλιστικό θρίλερ. Οι χρησμοί των μαρξιστών και των αντιμαρξιστών/μη-μαρξιστών αντικαπιταλιστών και ούτω καθεξής, έχουν ειπωθεί, αλλά το μυστήριο παραμένει, πρώτα από όλα για το τι είναι αυτό το «παλίμψηστο» και ειδικότερα για το τι είναι επιτέλους ο ειδικός καπιταλιστικός καθορισμός του, ο ειδικός «δομικός πυρήνας» του. [Για να μην ξεχαστώ, σημειώνω, προτού συνεχίσουμε την αφήγησή μας για το θρίλερ, ότι αυτό που ονομάζω-ορίζω «δομιστικά» ή μάλλον «δομιστικοειδώς» ως «δομικό πυρήνα» το έχω αναλύσει και ορίσει επαρκέστερα αλλού ως «συστημική υπόσταση» και σημαίνει μια ενδιάμεση συστημική κατάσταση μεταξύ συστήματος-ολότητας και υπο-συστήματος. Θα επανέλθω σε αυτό στο μέλλον].
δ.
Χρησιμοποιώντας μιαν εικονιστική διαλεκτική, πρόχειρη σαν την ζωή μου την μάταιη, προσπάθησα να κατανοήσω, σε αυτό το «δομιστικό παλίμψηστο» τού Κεφαλαίου, που στο γεροδιάολο μπορεί να «βρίσκεται» όχι ο προκαπιταλιστικός κυριαρχικός προσδιορισμός, αφού είπαμε: αυτός είναι στο βάθος τού παρελθόντος και «κάτω» από την «δεσπόζουσα επιφάνεια» τού καπιταλιστικού συστήματος, και βγαίνει με την «υγρασία των καιρών» σαν βρυκόλακας [πατρίς-θρησκεία-οικογένεια]. Όχι, δεν είναι το άλυτο πρόβλημα τής ανάλυσης αυτός ο «δομικός πυρήνας» που αντιπροσωπεύει το προ-καπιταλιστικό παρελθόν ως ενεργό παρόν και ως ενεργή εφεδρεία, υπό τις διαταγές τού καθαυτό, άρα ειδικού καπιταλιστικού καθορισμού. Το Κεφάλαιο μέσω αυτού του παρελθοντο-παροντικού κυριαρχικού καθορισμού του, πότε σαν ένα τσίρκο σπασμένων και γελοίων [αν και επικίνδυνων] αρχαϊζόντων ιδεολογικών μορφών, πότε σαν η μία από τις ιδεολογικές πτυχές τής σύγχρονης θεοκρατίας, παρουσιάζει μιαν αλλόκοτη εικόνα ως εικόνα-και-πράξη για τον «σύγχρονο» «εαυτό» του, η οποία ενίοτε μας φοβίζει ενίοτε μας διασκεδάζει [όπως θα μας διασκεδάσει λόγου χάριν το κουφάρι τού Ερντογάν κρεμασμένο [κι αυτό] από ένα τσιγκέλι].
Τέλος 2ης υποσημείωσης, συνεχίζουμε..
---
Το άλυτο πρόβλημα αποκωδικοποίησης τής καπιταλιστικής «γραφής» είναι:
Ο «δομικός πυρήνας» τού Κεφαλαίου που ορίζεται ως [η] «γενική υπόσταση» «κάθε» εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος {α}, στην συγκροτητική σχέση του με τον ειδικό καπιταλιστικό «δομικό πυρήνα» του Κεφαλαίου {β}.
Η γενική υπόσταση κάθε εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος ορίζεται ως [η] «εκμεταλλευτική κυριαρχία επί των υποκειμενικών-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής-εργασίας» «με-ή-χωρίς» την διαμεσολάβηση τής κυριαρχίας επί των φορέων [σωματικοτήτων] αυτών των όρων. Προτού εμφανιστεί το Κεφάλαιο ωσάν «κυριαρχική γραφή επιφάνειας» τής εκμετάλλευσης-κυριαρχίας και ως κυρίαρχος κοινωνικός παραγωγικός καθορισμός, δεν ήταν ορατή αυτή η εννοιολογική διάκριση [όρων-φορέων], ουσιαστικά δεν ήταν ορατή η ίδια η βαθιά διάσταση, η ουσία τής κυριαρχίας-εκμετάλλευσης, διότι επικρατώντας γενικά η «κυριαρχική-προς-σώμα» ή «σώμα-προς-σώμα» διαμεσολάβηση τής βαθύτερης δομικά «κυριαρχίας επί των όρων», καταλάμβανε τον χώρο τής «κυριαρχικής γραφής επιφάνειας» και παρουσιάζονταν ως και η ουσία αυτής τής επιφάνειας.
Ενώ στην πραγματικότητα, η «κυριαρχική γραφή επιφάνειας» ταυτίζεται [συγκροτεί ταυτότητα] με την βαθύτερη δομικά «κυριαρχία επί των όρων» μόνον στην «εποχή» τού Κεφαλαίου. Μολοντούτο, και αυτή η ταύτιση/ταυτότητα παρουσιάζεται μερικές φορές, «τώρα» πλέον, παραπλανητικά, και γιατί παρουσιάζεται ως «απόλυτη» [=αστική θεώρηση] και γιατί παρουσιάζεται -όχι μόνον ως «απόλυτη» αλλά και- ως προκύπτουσα ή παραγόμενη «αποκλειστικά» από το ίδιο το Κεφάλαιο [=σεκταριστική αντικαπιταλιστική θεώρηση].
Η «βαθύτερη κυριαρχική γραφή» είτε ταυτίζεται [καπιταλισμός] είτε δεν ταυτίζεται [προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής] με την «κυριαρχική γραφή επιφάνειας», υπάρχει «διαχρονικά» όσο υπάρχει εκμεταλλευτική κυριαρχία, είναι ο γενικά ισχύων και πανταχού ισχύων Κανόνας τής Εκμετάλλευσης-Κυριαρχίας. Το παράξενο και δύσκολο να εξηγηθεί και να βιωθεί με τον καπιταλισμό, το παράξενο με το κόσμο που παράγει ο καθορισμός τού Κεφαλαίου, δεν είναι ότι τάχα δεν ταυτίζεται με αυτόν τον γενικότατο Κανόνα, αφού έτσι κι αλλιώς κανένα εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον γενικότατο Κανόνα που το διέπει, αλλά ότι τον αντιπροσωπεύει περισσότερο από κάθε άλλο προηγούμενο εκμεταλλευτικό σύστημα και στο δομικό βάθος και στην δομική επιφάνεια τής κοινωνικής πραγματικότητας, την ίδια στιγμή που έχει [ο ίδιος ο καπιταλισμός] μιαν ειδικότερη δομή συγκρότησης η οποία δεν μπορεί να νοηθεί ως απλά η αφαιρετικότερη έκφραση αυτού τού γενικότατου Κανόνα.
Η ατυχής προσπάθεια [με κάποιες αναγωγές σε υπαρκτές πτυχές των αναλύσεων τού Μαρξ] να ανακαλυφθεί μια ιστορικο-οντολογική «συγγένεια» και μια ολική ιστορικο-οντολογική συνγένεση τού γενικού [εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού] Κανόνα με την αφαιρετική αλλοτριωτική διαλεκτική τού «εμπορεύματος-χρήματος» και την σχέση της με την ειδική ουσία τού καπιταλισμού, δεν στέφεται από καμία σοβαρή θεωρητική επιτυχία παρόλο που «κάτι» «πάει να πιάσει».
Ο γενικότατος εκμεταλλευτικός-κυριαρχικός Κανόνας αντιπροσωπεύεται στην «κυριαρχική γραφή επιφάνειας» τού καπιταλιστικού-κεφαλαιακού «παλίμψηστου» χωρίς να έχει παραχθεί σε αυτή την «επιφάνεια», αν και «προηγουμένως» ήταν απωθημένος «κάτω» από την «επιφάνεια» των προηγούμενων τρόπων παραγωγής, και [επίσης] έχει κάποιες αναλογικές ή ταυτοτικές σχέσεις συνσυγκρότησης με επιμέρους αν και ουσιώδεις δομές τού ειδικού καπιταλιστικού-κεφαλαιακού καθορισμού [όπως το Χρήμα και το Εμπόρευμα].
Έχουν κρίνει την διαλεκτική ότι δίνει ορισμούς, ότι είναι δέσμια μιας μεταφυσικής περί τον «ορισμό», και ότι αυτό είναι ανοιχτά ή κρυφά «δογματικό», και την έχουν κρίνει επίσης ότι είναι από την «φύση» της «καταδικασμένη» να αιωρείται στο κενό διάστημα που δημιουργείται από τους διαρκείς αντικατοπτρισμούς των ορισμών και των αντίθετων ορισμών και εντέλει μη-ορισμών της, ώσπου έφτασαν να την κατηγορήσουν που δεν παραδίδει τα όπλα της στην σοφιστική, τι κι αν η σοφιστική μόνον αυτό ξέρει και θέλει να πράττει, να αιωρείται χωρίς σκοπό και χωρίς ηθικό νόημα και χωρίς ανθρωπιά, σε δίκες και καταδίκες που τις βαφτίζει επιχειρήματα ή δεν ξέρω τι άλλο. Σκοπός μου δεν είναι να υπερασπιστώ την διαλεκτική, αλλά την αλήθεια της, και αυτό που λέω δεν είναι άλλος ένας λεκτικός ελιγμός, διότι η αλήθεια της έγκειται στην αξιοπρέπεια και την τιμιότητα να ψάχνεις συνέχεια αυτόν τον αναθεματισμένο ορισμό, αυτή την αναθεματισμένη έννοια, που δεν είναι λέξη και λαμπερό πυροτέχνημα αλλά συμπυκνώνει και την διαμάχη και την συμφιλίωση των λόγων, χωρίς να έρχεται ποτέ ένα οριστικό τέλος. Αντίθετα, οι κριτές τής διαλεκτικής, το τέλος ψάχνουν, πέρα από τις έννοιες, πέρα από την νόηση, πέρα από την αυστηρότητα τού αγώνα για τον ορθό, ναι, τον ορθό Λόγο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκω τοίχο στην μελέτη μου, ο οποίος αν και είναι πρασινισμένος και ζωντανός από αληθινές υποσχέσεις -είναι αληθινές, ότι θα ανοίξει ένα παράθυρο, «χρειάζεται» συλλογική βοήθεια και προσπάθεια για να γίνει αυτό.
Και συλλογικό «κάτι» στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει, όχι γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την ζωντανή μελέτη τού ταξικού συστήματος εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης, οι οποίοι μάλιστα είναι πιο έξυπνοι από εμένα, αλλά διότι όσους έμαθα και ξέρω, και είμαι σίγουρος όσους και να γνωρίσω, θέλουν να υποτάξουν την επιθυμία τους για γνώση στην επιθυμία τους για κάποια υποχώρηση ή το «αντίθετο» στην επιθυμία τους για κάποια αέναη αντίθεση απέναντι στην εξουσία, πράγματα άσχετα ή πράγμα άσχετο.
Θέλω να γνωρίσω. Αυτό λείπει.
Και ό,τι και να σας λένε, ούτε η γνώση ούτε η στέρεα θέληση για γνώση μπορεί να σταθεί με συνέπεια και συνέχεια, αν είσαι μόνος στην προσπάθειά της.
Η ψηλάφηση που κάνουμε εδώ όμως δεν είναι γνώση/εκκίνηση γνώσης, ούτε μπορεί να είναι, παρά είναι μόνον ένα ημερολόγιο αποριών, ένα τσαλακωμένο χαρτί που δεν πρόκειται να φτάσει ποτέ στον προορισμό του, μέχρι να υπάρξει ένας ή δύο ή περισσότεροι που να μάθουν να διακρίνουν την επιθυμία και την θέληση για γνώση από την «αντικαπιταλιστική» «εθνική» «δημοκρατική» «ελευθεριακή» και άλλες αντικρουόμενες συνθέτουσες ζηλόφθονες [και δεν ξέρω τι άλλο] «επιθυμίες».
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζω ως προς την συνέχιση τής εννοιολόγησης τού Κεφαλαίου, και το οποίο έχει να κάνει με την θεωρητική-εννοιολογική ενοποίηση μεταξύ των αφηρημένων καθορισμών τού εν γένει εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού συστήματος παραγωγής ανεξάρτητα από τις ενικές υποστασιοποιήσεις του, και των αφηρημένων καθορισμών τού ειδικού καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού συστήματος παραγωγής, δεν λύνεται με την συνέχιση αυτής τής σειράς των δημοσιεύσεων.
Το αποσύρω «προς το παρόν» σαν πρόβλημα που συνεχίζει να τίθεται από εδώ, διότι προέκυψε ζήτημα ευρύτερης μελέτης.
Συνεχίζω αλλιώς, σε συγγενικά θέματα, δια τής αγαπημένης τεχνικής μου: τής «περικύκλωσης» από την «περιφέρεια» προς το «κέντρο».
Το Κεφάλαιο δεν περιορίζεται στην απομύζηση τής ζωντανής εργασίας, αλλά οργανώνεται αντικειμενικά-νομοτελειακά ως ειδική [καπιταλιστική] αυτοαναπτυσσόμενη εκμεταλλευτική-κυριαρχική παραγωγική οντότητα.
Όπως έχουμε πει, το Κεφάλαιο δεν είναι μόνον «αυτό», αλλά κυρίως, ως δομική δεσπόζουσα, είναι «αυτό».
Το Κεφάλαιο ως ειδική [καπιταλιστική] οντότητα είναι μια εκμεταλλευτική-κυριαρχική αυτοαξιοποίηση και αυτο-συσσώρευση χρηματικής-εμπορευματικής [ανταλλακτικής] αξίας, και μόνον εκ των πραγμάτων και εξ' «ανάγκης» που απορρέει από τον ανταγωνισμό των Κεφαλαίων [στα οποία «είναι» νομοτελειακά χωρισμένο] προάγει και την τεχνική-παραγωγική πρόοδο.
Βλέπουμε καταρχάς με έναν απλό «νομιναλιστικό» τρόπο ότι στην πραγματικότητα το Κεφάλαιο υπάρχει ως Κεφάλαια, ποτέ ως Κεφάλαιο εν γένει, ως Εν-Κεφάλαιο.
Η ενότητα τού ειδικού καπιταλιστικού καθορισμού τού Κεφαλαίου, αλλά και η ευρύτερη ενότητα όλων των καθορισμών του [που δεν ταυτίζεται με την ειδικό καπιταλιστικό καθορισμό του], δεν μπορεί να «αρθεί» ποτέ σε κυριολεκτική και υλοποιημένη ενότητα.
Αυτή δε η μη-ενότητα τού Κεφαλαίου ως Κεφαλαίου, είναι μέρος τής καθορισμένης έννοιας και της καθορισμένης πραγματικότητάς του:
Το Κεφάλαιο είναι μεν ένας ενιαίος πολλαπλογενής-πολλαπλοειδής καθορισμός, όχι όμως και ένα Εν, όπως το φαντάζονται μερικοί αστοί αλλά μερικές φορές και μερικοί ιδεοληπτικοί «αντικαπιταλιστές» [αντικαπιταλιστές στον ύπνο τους].
Στα σπλάχνα δε αυτής τής μη-ενότητας των Κεφαλαίων που συναπαρτίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο, φωλιάζει ένας ατελείωτος πόλεμος, ένας ατελείωτος ανταγωνισμός, στον οποίο δεν υπάρχει άλλο τέλος από την σοσιαλιστική επανάσταση που θα καταργήσει τον ενδο-κεφαλαιακό ανταγωνισμό καταργώντας το Κεφάλαιο.
Ένα το «κρατούμενο».
Σαν δεύτερο «κρατούμενο», υπενθυμίζω την υπόθεσή μας για μιαν «ενδογενή» στο καθορισμό «Κεφάλαιο» πολλαπλότητα δομικών καθορισμών ή «δομικών πυρήνων» εκτός τού ειδικού και αποκλειστικά καπιταλιστικού που είναι ο δεσπόζων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και «εύπλαστοι» πολιτικοί καθορισμοί, οι οποίοι αν και μπορούν να νοηθούν υποθετικά ή μισο-ενεργά σε ένα πλαίσιο ενίσχυσης μιας πιθανής «ταξικής ειρήνης» [το διαρκές όνειρο τής σοσιαλδημοκρατίας], στην πραγματικότητα πολλαπλασιάζουν τις αντιφάσεις-αντινομίες και αντιθέσεις εντός τού ίδιου τού Κεφαλαίου ως σχετικά «ενιαίου» καθορισμού. Βέβαια, μια, όχι και τόσο όσο νομίζει, ευφάνταστη απολογητική διαλεκτική τού καπιταλισμού, θα ισχυριστεί ότι αυτή είναι και η «μαγεία» και η «δύναμη» τού καπιταλισμού, που εμείς οι «μίζεροι» «ολοκληρωτιστές» δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, να έχει τόσες πολλές δομικές δυνατότητες, τόσες πτυχώσεις, ώστε να μπορεί όντας σε μια διαρκή μετάλλαξη και μεταμόρφωση να «καταπίνει» όλους τους εχθρούς του, να πλάθει καινούργιους κόσμους σαν να είναι πραγματικοί και να είναι πραγματικοί, αλλά και να μην είναι πραγματικοί. Όλα αυτά πάντα μέσω της εξόντωσης, εξουθένωσης, δίωξης, περιθωριοποίησης κάποιων εργαζόμενων [μικροαστικών-ή-εργατικών] «εμποδίων», κάποιων αδύναμων εθνών, κάποιων αξιοπρεπών ατόμων [υπάρχουν κι αυτά]. Πιθανά και κάποιος που αντιπαραθέτει σε «εμάς» όλα αυτά τα φιλοκαπιταλιστικά επιχειρήματα, να είναι ή να γίνει ένα θύμα αυτής τής μορφής «πολλαπλότητας» που παινεύει. Ωραίος πολλαπλός κόσμος απάτης, βίας, εκμετάλλευσης, με ένα μικρό αντίτιμο στο τέλος, κι αυτό αν τυχόν και συμφέρει τα «ντόπια-εθνικά» ή τα «ξένα-αλλοεθνή» αφεντικά. Και άμα λάχει, μας βάζουν κι οι αντιμαχόμενοι καπιταλισμοί ή ο ένας [καπιταλισμός] μόνος του [ο Ερντογάν και το κράτος «του» ας πούμε] [χωρίς οι άλλοι να είναι αγγελούδια], να κάνουμε και την «πρώτη ύλη» των δικών τους αντιμαχιών ή καβλαντισμάτων για κέρδη, αυτοκρατορίες, και εξουσίες, πως αλλιώς; μα μέσω ενός πολέμου. Και «στην τελική» δεν ξέρουμε ακόμα και στο δομιστικό πλαίσιο ανάγνωσης των πραγμάτων, ή ακόμα περισσότερο σε ένα κυνικό πλαίσιο υπό το φως τού «ισχυακού» συντελεστή, αν το Κεφάλαιο μπορεί πάντα να ωφελείται και να διατηρείται στην ιστορική ύπαρξη από αυτό το χάος των πολλαπλών καθορισμών του και από το βίαιο χάος των απορρεόντων εξ' αυτών ανταγωνισμών. Συστηματοποιώντας θεωρητικά/υποθετικά, στις προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, την δομή τού Κεφαλαίου ως μια πολλαπλότητα τριών [3] κύριων «δομικών πυρήνων», εκ των οποίων ο ένας θεωρήθηκε ως ο ειδικός και δεσπόζων καπιταλιστικός καθορισμός του, τούς θέσαμε [τούτους] σαν να υπήρχαν σε μια «καθαρή» ετερότητα μεταξύ τους παρά την αλληλοδιείσδυση τους ως αφαιρέσεων, υπό το γενικό πρίσμα τής έννοιας τού Κεφαλαίου ως μιας υπερ-αφαιρετικής δομής-ολότητας που συνοψίζει έμπρακτα όλη την ιστορία τής εκμετάλλευσης και τής αποξένωσης τής ζωντανής εργασίας. Θα επιμείνουμε σε αυτή τη φάση να μην εξετάσουμε αυτή την δομή-ολότητα [το Κεφάλαιο] σε αναφορά προς τον εικαζόμενο από εμάς ως υπάρχοντα τρίτο [3ο] «δομικό πυρήνα» της. Ας εξετάσουμε ξανά, με μια δεύτερη ματιά, την παραδοξότητα των αλληλοδιεισδύσεων των καθορισμών [μεταξύ] των δύο «υπόλοιπων» άλλων αφαιρέσεων ή «δομικών πυρήνων» τού Κεφαλαίου, οι οποίοι «καθορίζουν» ο «ένας» τον «άλλον» και «αλληλοκαθορίζονται» «μεταξύ τους», εντός τού ολικού καθορισμού τού Κεφαλαίου, αντιπροσωπεύοντας [«εντός» του]: Ο «ένας» [«δομικός πυρήνας»], όπως προείπαμε, την ειδική καπιταλιστική εκμεταλλευτική-κυριαρχική ουσία τού Κεφαλαίου ως παραγωγικής δομής {β}, και ο «άλλος» [«δομικός πυρήνας»] την γενική εκμεταλλευτική-κυριαρχική ουσία όλων των ταξικών-εκμεταλλευτικών παραγωγικών δομών {α}.
Είχαμε επισημάνει ακροθιγώς ότι εντός τού «ολικού» καθορισμού τού Κεφαλαίου, αυτοί οι «οργανικοί» υπο-καθορισμοί του [με δεσπόζοντα τον ειδικό καπιταλιστικό καθορισμό που είναι εντός τής κεφαλαιακής ολότητας «αν-και-δεσπόζων» «ένας-ακόμα» υπο-καθορισμός], υπάγονται σε έναν γενικότερο κανόνα αφαίρεσης, με την έννοια ότι το «ίδιο» το Κεφάλαιο [και ο καπιταλισμός] επιτελεί έναν κανόνα έμπρακτης αναγωγής τής παραγωγής και τής κοινωνίας στην ύψιστη δυνατή «αφαίρεση-αφαιρετικότητα» που μπορεί να «επιτευχθεί» στα πλαίσια εκμεταλλευτικών-ταξικών ετεροκυριαρχικών κοινωνιών.
Αυτός ο κανόνας τής [αρχικά υποθετικής] «ύψιστης καπιταλιστικής» «αφαίρεσης-αφαιρετικότητας», ωστόσο, καλό θα ήταν να μην εννοηθεί βιαστικά ως ένας «φιλοσοφικός» κανόνας, και να πάει το μυαλό σας σε «θετικές» ή «αρνητικές-κριτικές» αξιολογήσεις «του», με προδεδομένη μια «αίσθηση» ότι σημαίνει κάτι άλλο από αυτό που μπορεί να σημάνει μια «αφαίρεση» υλικών πρακτικών δομών, εν προκειμένω υλικών εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών δομών, και τίποτα άλλο.
Η αφαιρετική-υπεραφαιρετική σύνοψη τέτοιων πρακτικών δομών, ως πρακτική δομή η «ίδια», δεν παράγει κανένα δυσθεώρητο «εγελιανό»-ή-«αντιεγελιανο» «Ύψος», το οποίο κανείς θα μπορούσε να αντικρίσει ως ένα «κακό Ύψιστο» ή ως ένα «καλό Ύψιστο» για να «το» μισήσει ή να «το» λατρέψει [το ίδιο είναι].
Έχουμε άλλα προβλήματα, δεν έχουμε χρόνο για υψιπετείς ψευδοφιλοσοφικές ή φιλοσοφικές παλάβρες πλέον.
Το Κεφάλαιο θα καταστρέψει τα πάντα αν δεν το καταστρέψουμε, φέρνοντας όμως μιαν άλλη αφηρημένη-συγκεκριμένη και έλλογη «πρακτική δομή» στην «θέση» «του».
Η μελέτη τής πολλαπλής και αφηρημένης «ταυτότητας» «Κεφάλαιο», ως υλικής παραγωγικής και ταξικοεκμεταλλευτικής σχέσης, δεν συνιστά μια εργαστηριακή έρευνα, είναι αναγκαία σε ένα πλαίσιο δημιουργικής καταστροφής του, αλλά καταστροφής του από τους πιθανούς ταξικούς και κοινωνικούς εχθρούς του.
Ας δούμε ξανά..
Η γενικώς ισχύουσα σε όλες τις ταξικές κοινωνίες εκμεταλλευτική-κυριαρχική δομή αποτελεί μιαν αφαίρεση που εμφανίζεται σχετικά «ακέραια» στην πρακτική φαινομενικότητα και ανακαλύπτεται στο «φως τής έννοιας» -ως ξεχωριστή-διακριτή δομή, μόνον όταν το «ίδιο» το Κεφάλαιο, ως ιστορικός και πρακτικός παραγωγικός-ταξικός καθορισμός, πραγματοποιεί την ίδια την «μερική» [όπως είδαμε αλλού] «απόσπαση» [τής εκμετάλλευσης-κυριαρχίας] από την εξωοικονομική-πολιτική-στρατιωτική μορφή εκμεταλλευτικής κυριαρχίας επί τής ζωντανής εργασίας. Όπως η έννοια τής «παραγωγής εν γένει» εμφανίζεται όταν η παραγωγή αποσπάται μερικώς από τους «οικείους» διαμεσολαβητικούς καθορισμούς της [κατανομή, κατανάλωση κ.λπ], έτσι και η έννοια τής εκμετάλλευσης-κυριαρχίας ως εκμετάλλευσης-κυριαρχίας επί των υποκειμενικών όρων τής ζωντανής εργασίας εμφανίζεται όταν «τούτη» μπορεί να υπάρξει μερικώς «και» χωρίς την δομική αναγκαστική «σύμπραξη» τής κυριαρχίας επί των φορέων [«σωματικοτήτων»] των όρων αυτών. Αυτές οι «μερικές αφαιρέσεις» δομούνται και ως υπερ-αφαιρέσεις κατά τις φάσεις όπου υπάρχει εντατική και πολωτική τάνυση τους προς ακόμα ισχυρότερη «απομάκρυνση» τους από τους «εσωτερικούς-οικείους» διαμεσολαβητικούς καθορισμούς, εντός τους, και αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι δεν μπορούν να πάψουν να είναι «μερικές αφαιρέσεις», ούτως ειπείν «δομικά ελλιπείς», άρα «αναπληρώνουν» την «έλλειψη» «ολικότητάς» «τους» με ένταση τής «πολικότητας» τής αφαίρεσης την οποία «αντιπροσωπεύουν», μετατρεπόμενες έτσι σε «υπερ-αφαιρέσεις» σε «αντιφατική σχέση» με τις άλλες «οικείες» «αφαιρέσεις» «τους» που ανήκουν στην διαμεσολαβητική στοιβάδα τού φαινομένου, οι οποίες έτσι μετατρέπονται σε υπο-αφαιρέσεις ή «απωθημένες» διαμεσολαβήσεις τής κύριας [υπερ-αφαιρετικής πλέον] αφαίρεσης.
Σε μια πρώτη φάση επισημάναμε αυτή την μορφή ταυτότητας, τού ιστορικά γενικού-ή-αφηρημένου καθορισμού τής «εκμεταλλευτικής κυριαρχίας» στην παραγωγή με την ιστορικά ωριμότερη μορφή του, το Κεφάλαιο [τον καπιταλισμό], και τώρα διευκρινίζουμε αυτή την επισήμανση λαμβάνοντας θέση για την οντολογική [οντική] συνέχεια: τόσο τού καθορισμού τής παραγωγής όσο και τού καθορισμού τής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγής, με την έννοια ότι η ανάδυση τους τόσο στην «πρακτική εμφάνεια» όσο και στο «εννοιολογικό φως» κατά την τελευταία [ακόμα] ώριμη φάση τους ως αφαιρέσεων-υπεραφαιρέσεων, δεν αναιρεί το γεγονός τής διιστορικής παρουσίας τους ως όντως υπαρκτών [όχι «αιώνιων»] αφηρημένων-αφαιρετικών δομών-καταστάσεων.
Πρέπει όμως να επανέλθουμε στο «δυσκολότερο» σημείο τής αλληλουχίας και τής αλληλοδιείσδυσης μεταξύ των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών αφαιρέσεων ή «δομικών πυρήνων», που έχει να κάνει με την εκμεταλλευτική-κυριαρχική αποξένωση τής ζωντανής εργασίας από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της {α}, και την καπιταλιστική εκδοχή αυτής τής αποξένωσης {β}, η οποία [όπως δείχνει ίσως και η «περιπέτεια» των «αφαιρέσεων»] κάθε άλλο παρά αποτελεί μιαν «απλή» προέκταση τού γενικού κανόνα {α} [ακόμα και ως «αφαιρετική» προέκταση]. Η «σύνθεση» τής μορφής: γενικότατη «εκμεταλλευτική-κυριαρχική» αποξένωση τής ζωντανής εργασίας {α}, και της ειδικής «εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής» αποξένωσης που παρουσιάζεται στο ειδικά καπιταλιστικό «μισθιακό εμπόρευμα» «εργασιακή δύναμη» {β}, δεν είναι μια απλή, σειριακή, εξελικτική-ποσοτική «σύνθεση», όπου το «απλούστερο» αναδύεται σε «συνθετότερο» και η «σύνθεση» που επιτελείται «μεταξύ τους» είναι ένας εμπλουτισμός τού απλούστερου από «κάτι» που «προστιθέμενο» σε αυτό το «εμπλουτίζει» ως μια «εξωτερική μορφή», ακόμα κι αν αυτή η «εξωτερική μορφή» παρουσιάζεται παραπλανητικά ως αποδίδουσα μια «ειδική ουσία».
Το Κεφάλαιο μπορεί να οριστεί και να είναι μεν και μια σύνοψη εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών αφαιρέσεων-ουσιών, την «μια» που έχει μια τυπικά «ειδική ουσία» σαν τούτη απλά να έχει «προστεθεί» στην «άλλη», την «γενική ουσία» τής εκμεταλλευτικής-κυριαρχίας, αλλά ίσως η ειδική-ειδική ουσία του, πέραν μιας σωρρευτικά εννοούμενης «ειδικής καπιταλιστικής ουσίας», εντοπίζεται σε μια πιο παράξενη δομή «σύνθεσης» του «ειδικού» «του» ως ταυτού/ταυτόσημου-αλλά-και-ετερογενούς σε σχέση με το «γενικό» των ταξικών κοινωνιών.
Δεν ξέρω αν μπορεί η έννοια τής «σύνθεσης» να μας βοηθήσει εδώ πέρα.
Όπως είδαμε από τις προηγούμενες δημοσιεύσεις, είναι πιθανόν το Κεφάλαιο ως υλική παραγωγική σχέση να είναι μια αρκετά συνεκτική δομική συνάρθρωση τριών [3] τουλάχιστον αφηρημένων «εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών δομών», από τις οποίες μόνον η μία -αν και είναι η δομική δεσπόζουσά του [και δομική δεσπόζουσα τού καπιταλισμού ως ολότητας]- είναι η αποκλειστικά συσχετισμένη:
1) με το «ίδιο» ως ειδική μορφή εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος
και
2) με τον καπιταλισμό ως ειδική μορφή εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού κοινωνικού συστήματος.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο «δομικός πυρήνας» τού Κεφαλαίου συναπαρτίζεται από μια πολλαπλότητα αφηρημένων δομών εκμετάλλευσης-κυριαρχίας, οι οποίες παρουσιάζονται ως επιμέρους «δομικοί πυρήνες» του, εκ των οποίων ο ένας [ας πούμε ο {α}] αντιπροσωπεύει την «γενική εκμεταλλευτική-κυριαρχική σχέση» που ενυπάρχει και στο Κεφάλαιο [το Κεφάλαιο είναι «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» εκμεταλλευτικός συντελεστής επί των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας], ο άλλος [ας πούμε ο {β}] αντιπροσωπεύει την ειδική και δεσπόζουσα καπιταλιστική μορφή εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγής-και-ανταλλαγής [το Κεφάλαιο ως ειδική εκμεταλλευτική-κυριαρχική διαμεσολάβηση τής ζωντανής εργασίας από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας] και ένας ακόμα [ας πούμε ο {γ}] αντιπροσωπεύει την γενική δυνατότητα κάθε εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγικής σχέσης να εκτρέπεται σε «αρχαϊκές» δομές κυριαρχίας, ακόμα κι αν εντάσσεται στην «νεωτερική εποχή» [αφαιρετική δυνατότητα που υπάρχει «οργανικά» «εντός» «τού» Κεφαλαίου: για «χρήση» ακόμα και άμεσων εξω-οικονομικών εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών μεθόδων υπαγωγής τής εργασίας και ευρύτερα τής ανθρώπινης-και-ζωϊκής ζωής].
Το Κεφάλαιο [και ο «καπιταλισμός» ως η ευρύτερη κοινωνική μορφή του] έχει συμπυκνώσει σε μια υπερ-αφαιρετική μορφή όλη την ανθρώπινη ιστορία ως ιστορία οικονομικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης τής ζωντανής εργασίας δια τής αποξένωσής της από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της.
Η αποξένωση αυτή όμως, δεν είναι μια αόριστη «αλλοτρίωση» των υποκειμένων, αλλά τελείται μέσω εξουσιαστικών μηχανισμών.
Οι «δομικοί πυρήνες» τού Κεφαλαίου που προαναφέραμε και σκιαγραφήσαμε σε προηγούμενα σημεία τής ανάλυσής μας, δεν είναι αόριστες δομικές αφαιρέσεις, αλλά αφηρημένες-και-συγκεκριμένες δομές άμεσης κυριαρχικής και εξουσιαστικής επιβολής μέσω άμεσων μηχανισμών:
Η «ειδική εξουσιαστική λαβίδα» «εντός» τού Κεφαλαίου με την «οποία» το Κεφάλαιο «τελεί» την εκμεταλλευτική άντληση τής εργαζόμενης ζωής, είναι ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος του, η ειδική αφηρημένη δομή του {β}, αλλά:
Αυτή η «ειδική εξουσιαστική λαβίδα» {β} τελεί ήδη μιαν αφαίρεση, η οποία υπερβαίνει τον ήδη αφηρημένο «εαυτό» «της» σε μιαν ευρύτερη αφαίρεση που σημαίνει μερική και λειτουργική ταυτότητα με την «γενική εξουσιαστική λαβίδα» {α} που αντιπροσωπεύει την γενικότατη αφαίρεση τής κυριαρχίας [επί της εργασίας μέσω..κ.λπ], εφόσον ο ειδικός αφηρημένος καπιταλιστικός κανόνας τής ειδικής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής διαμεσολάβησης τής ζωντανής εργασίας από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας [«ειδική καπιταλιστική εξουσιαστική λαβίδα» {β}] «εντάσσεται» άμεσα-και-οργανικά στην αφαίρεση τού «θεσμού» τής εξαναγκαστικής (ως αμειβόμενης ή δουλικής εργασίας [«γενική εξουσιαστική λαβίδα» {α}] την ίδια στιγμή «εντάσσοντας» αυτήν άμεσα-και-οργανικά στην δική της αφαίρεση: την αφαίρεση τού χρήματος-εμπορεύματος ως εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού διαμεσολαβητή τής ζωντανής εργασίας [«ειδική καπιταλιστική εξουσιαστική λαβίδα» {β}].
Βλέπουμε μια σημαντική «λειτουργική ταυτότητα» και δυαδική συσχέτιση μεταξύ 2 διαφορετικών θεμελιωδών αφαιρέσεων, όπου και οι δύο τους ανταλλάσσουν τόσο την «ικανότητά» τους να υπαγάγουν την «άλλη», όσο και την «ικανότητά» τους να υπαγάγονται η μια «στην» άλλη:
Η γενική αφηρημένη εκμεταλλευτική-κυριαρχική δομή τής «αποξένωσης της εργασίας» [από τους όρους της] {α} και της αντίστοιχης με αυτήν την αποξένωση «δουλικής αμοιβής» της [ως μια «πτυχή» που ανήκει στον «δομικό πυρήνα» {α}], εντάσσει στον δομικό «εαυτό» «της» την γενικευμένη χρηματο-εμπορευματική μορφή εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής διαμεσολάβησης τής ζωντανής εργασίας που ανήκει στον «δομικό πυρήνα» {β} μετατρέποντας την στην ιδιάζουσα-ανώμαλη χρηματική-εμπορευματική μορφή «μισθιακό εμπόρευμα» [«μισθωτή εργασία»], και την ίδια στιγμή μπορούμε να πούμε το «αντίστροφο» [ως προς την ενέργεια τής υπαγωγής-ένταξης τού υπαγόμενου] ως «ίδιο»:
Η ειδική καπιταλιστική μορφή παραγωγής-και-ανταλλαγής που εκφράζεται ως γενικευμένη χρηματική-εμπορευματική εκμεταλλευτική-κυριαρχική διαμεσολάβηση τής ζωντανής εργασίας και η οποία συγκροτεί τον «δομικό πυρήνα» {β} εντάσσει στον δομικό «εαυτό» «της» την γενική αφηρημένη εκμεταλλευτική-κυριαρχική δομή τής «αποξένωσης της εργασίας» [από τους όρους της] {α} και της αντίστοιχης με αυτήν την αποξένωση «δουλικής αμοιβής» της [η οποία ανήκει ως μια ειδική πτυχή του στον «δομικό πυρήνα» {α}] μετατρέποντάς την στην ιδιάζουσα-ανώμαλη εμπορευματική-χρηματική μορφή «μισθιακό εμπόρευμα».
3η αναγκαία κι αυτή, υποσημείωση.
α.
Προτού προβούμε σε αναλυτικότερη ερμηνεία τής «εσωτερικής» δομικής συσχέτισης και ταυτότητας/μη-ταυτότητας «μεταξύ» των 3 αφηρημένων «δομικών πυρήνων» τού Κεφαλαίου [έχουμε παραβλέψει προς το παρόν τον τρίτο {3}], και πριν δούμε πόσο υπέροχα πράγματα κρύβονται στο ιδιάζον-ανώμαλο χρηματο-εμπόρευμα «μισθιακό εμπόρευμα» ακριβώς διότι είναι ιδιάζον ανώμαλο, θα ήθελα να σταθούμε να πάρουμε μια ανάσα.
Μη ξεχάσουμε μόνο να πούμε, ότι, ό,τι η θεοκρατική εξουσία τού Κεφαλαίου θεωρεί και αντιμετωπίζει ως ανώμαλο, δεν μπορεί παρά να είναι αγαθό, όντας όντως ανώμαλο, και όχι σαν κάτι που αν πάψει να υπάρχει το Κεφάλαιο θα πάψει κι αυτό να είναι ανώμαλο.
Ό,τι το Κεφάλαιο παράγει ως ανώμαλο, ακόμα κι αν πάψει να υπάρχει Κεφάλαιο θα πρέπει να διατηρήσει την ανωμαλία του [αν και υπό άλλη ουσιακή μορφή], αν μιλάμε για επανάσταση κι όχι για τα κατηχητικά τού κΚε..
β.
Τέλος 3ης υποσημείωσης.
---
Οι αστοί οικονομολόγοι, οι φιλάνθρωποι δημοκράτες, ο Πάπας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ίσως όλοι σχεδόν οι Ιμάμηδες και Μουλάδες, και πάνω από όλα οι εναπομείναντες «στοχαστές» τού ηθικού ανθρωπισμού, οι ορθολογιστές και οι μετριοπαθείς «διαφωτιστές» τής «ανανέωσης», όλοι αυτοί μαζί οι απατεώνες τής αστικής κοινωνίας, φρίττουν και σχίζουν τα ρούχα τους όταν μαθαίνουν άλλη μια φορά έκπληκτοι ότι κάπου διαπιστώθηκε άλλο ένα φαινόμενο δουλείας, δουλικής εργασίας, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον πλανήτη.
Είναι αλήθεια ότι η «δομική δεσπόζουσα» τής καπιταλιστικής μορφής τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας στον σημερινό κόσμο [ακόμα και όταν μιλάμε για απομονωμένες οροσειρές στο Αφγανιστάν -αν και έχω επί αυτού κάποιες αμφιβολίες] είναι η κυριάρχηση των υποκειμενικών όρων τής εργασίας χωρίς την ταυτόχρονη κυριάρχηση των υποκειμένων-ως-φορέων αυτών των υποκειμενικών όρων. Αυτή η «δομική δεσπόζουσα» όμως σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται ως ένας απόλυτος και αδιαμφισβήτητος κανόνας στον βαθμό εκείνο που θα απέκλειε κάθε μορφή κυριαρχίας η οποία θα θεμελιώνονταν σε μια κυριαρχική [«εξωοικονομική»] δέσμευση των φορέων των υποκειμενικών όρων τής εργασίας ως φορέων, ως σωματικών περιβλημάτων δηλαδή αυτών των υποκειμενικών όρων τής εργασίας.
Το ίδιο το Κεφάλαιο δεν εμφορείται ως κοινωνική και οικονομική υποκειμενικότητα-και-αντικειμενικότητα από κανένα «έλεος» απέναντι στους φορείς των ιδιοτήτων και όρων που το «ενδιαφέρουν», όπως ο βρυκόλακας δεν εμφορείται από κανένα «έλεος» απέναντι στον φορέα τού αίματος που τον ενδιαφέρει. Στην πραγματικότητα, ούτε το Κεφάλαιο ούτε ο Βρυκόλακας αγαπάνε ή μισούνε. «Διψάνε» για την ζωή των άλλων, διότι αυτή είναι η δομή τους.
Η «δομική δεσπόζουσα» τού Κεφαλαίου, όσον αφορά στην σχέση του με την ζωντανή εργασία και τους φορείς της, είναι να απομυζά μεν την εργασιακή και καταναλωτική ενέργεια που υπάρχει «εντός» των φορέων τής εργασίας, χωρίς όμως να χρειάζεται να τους δεσμεύει ως φορείς καθαυτούς -- λόγου χάριν σε μια δουλοκτητική ή φεουδαλική σχέση.
Αν ωστόσο υπάρξει «έκτακτη ανάγκη» το Κεφάλαιο να συνεχίσει να υπάρχει ως Κεφάλαιο, αν ο καπιταλιστής βρίσκεται σε «αδιέξοδο» ως προς την συνέχιση τής κίνησης, άρα και ύπαρξης τού Κεφαλαίου «του», ή αν το αστικό κράτος χτυπήσει τον συναγερμό περί τής «εξαφάνισης τού έθνους», εννοώντας την πιθανή εξαφάνιση τής κερδοκονόμας των πατριωτών καπιταλιστών, τότε το Κεφάλαιο και οι πολιτικοί υπηρέτες του, ανακαλύπτουν κάθε μορφή εξωοικονομικής δέσμευσης των φορέων τής ζωντανής εργασίας ως πιθανά «χρήσιμη». Δεν υπάρχει τίποτα «εντός» τού Κεφαλαίου που να ορίζει ως ηθικά ή αντικειμενικά/δομικά [εξωηθικά] «απαγορευμένη» την μετάβαση σε μια υβριδική/«παραβατική» και-καπιταλιστική και-ημιδουλοκτητική μορφή υπαγωγής τής ζωντανής εργασίας.
Αντίθετα, πάντα υπάρχει στην καπιταλιστική «φαρέτρα» εναντίον τής ζωντανής εργασίας και των υποκειμένων της, και μάλιστα ως «οργανικό στοιχείο» της, η εφεδρική δυνατότητα μετάβασης σε μια υβριδική «ταυτόχρονα»>>εξωοικονομική-οικονομική κυριαρχική-εκμεταλλευτική υπαγωγή της. Εκτός όμως αυτών των ούτως ειπείν «ακραίων» αντιδραστικών δυνατοτήτων σε σχέση με την υπαγωγή τής ζωντανής εργασίας στο ιδιωτικό Κεφάλαιο, το Κεφάλαιο στην συνολική κοινωνική μορφή του, ως δυνάμενο να υπάρξει ως «συνολικό εθνικό-ή-υπερεθνικό Κεφάλαιο», ως Κεφάλαιο «πέραν» των άμεσων ιδιωτικών εκφράσεων ή υποστασιοποιήσεών του, ως ακραία αφαίρεση η οποία όμως έχει υπάρξει σε «στιγμές» σύγκρουσης με άλλα «συνολικά Κεφάλαια», το Κεφάλαιο ακόμα και ως αφηρημένο εθνικό-ή-υπερεθνικό Κράτος, παρουσιάζει αυτές τις οργανικά παρούσες «εντός» «του» «παραβατικές» δυνατότητες «του», ως στοιχεία τής βαθύτερης διαχρονικής [όσο υπάρχει] ουσίας του. Αυτή λοιπόν η βαθύτερη εκμεταλλευτική ουσία τού βρυκολακισμού, τού ζομπισμού, τής απανθρωπιάς και τού συστημικού διωγμού τού συλλογικού-και-ατομικού εργαζόμενου υποκειμένου, που είναι το Κεφάλαιο, συναπαρτίζεται:
Και 1) από την «αφαίρεση» που χαρακτηρίζει όλες τις ταξικές κοινωνίες: και το Κεφάλαιο είναι «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» εκμεταλλευτικός συντελεστής επί των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας,
Και 2) από την «αφαίρεση» τής ειδικά εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής διαμεσολάβησης τής «ζωντανής εργασίας» από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας.
Και 3) από την αφαιρετική δυνατότητα που υπάρχει «οργανικά» «εντός» «του»: για «χρήση» ακόμα και άμεσων εξω-οικονομικών εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών μεθόδων υπαγωγής τής εργασίας και ευρύτερα τής ανθρώπινης-και-ζωϊκής ζωής.
Η ειδική καπιταλιστική «πολλαπλότητα των καθορισμών» που συγκροτεί το ένα συντακτικό «μέρος» τής ολότητας των «πολλαπλότητας των καθορισμών» τού Κεφαλαίου, δεν μπορεί να νοηθεί ως υπερισχύουσα ή καθορίζουσα [εντός αυτής τής «ολότητας»] σε σχέση με το άλλο συντακτικό «μέρος» αυτής τής ολότητας που αφορά στην «πολλαπλότητα των καθορισμών» που ισχύουν σε κάθε εκμεταλλευτική κοινωνία.
Αντίθετα, στον καπιταλισμό υπάρχει μάλλον μια παράξενη ή παράδοξη ταυτότητα/ταύτιση συγκεκριμένων ειδικών στοιχείων εντός των ειδικών «πολλαπλών καθορισμών» του, με την «πολλαπλότητα των καθορισμών» που συγκροτούν την γενολογική [εν γένει] «πολλαπλότητα των καθορισμών» των «ταξικών εκμεταλλευτικών κοινωνιών», την οποία [ταυτότητα/ταύτιση] πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή και να δούμε τι μπορεί να σημαίνει από την σκοπιά τής εργατικής διαλεκτικής.
Ας δούμε πως γίνεται αυτό:
Αναφέραμε σε προηγούμενο σημείο τής ανάλυσής μας, ότι, η κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμενικών όρων τής εργασίας ως το ένα «μέρος» τής εκμεταλλευτικής-ταξικής κυριαρχίας [το άλλο είναι η κυριάρχηση-κατοχή των αντικειμενικών-εμπράγματων όρων τής εργασίας], δεν πρέπει να ταυτίζεται με την [υπαρκτή ή μη-υπαρκτή, ανάλογα με το είδος τής ταξικής κοινωνίας] κυριάρχηση των [ανθρώπινων-ή-ζωϊκών] υποκειμενικών φορέων τής εργασίας ως φορέων. Η μη-ταύτιση αυτή δεν σημαίνει απόλυτη διαφορά-ετερότητα στον εννοιακό-και-οντολογικό[-οντικό] καθορισμό αυτών των εννοιών/καταστάσεων, αλλά [σημαίνει] διαφορά-ετερότητα «μεταξύ» τους ως προς την εννοιακή/οντολογική[-οντική] σχέση τους με την γενικότερη αφαίρεση [γενικό «δομικό πυρήνα»] που συγκροτεί όλες τις «εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες». Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πιθανή κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας ως φορέων τής εργασίας, όπως γίνεται με την δουλεία, δεν σημαίνει ότι ο «σκοπός» της είναι κάτι άλλο από την κυριάρχηση-κατοχή εντέλει των υποκειμενικών όρων τής εργασίας, απλά αυτή η κυριάρχηση-κατοχή [η οποία όπως είδαμε αποτελεί το ένα ουσιαστικό σκέλος τής ταξικής εκμεταλλευτικής Κυριαρχίας] μπορεί να γίνει «είτε με- είτε χωρίς» την κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας ως φορέων τής εργασίας [ουσιαστικά ως φορέων των υποκειμενικών όρων τής εργασίας]. Στον καπιταλισμό η «δομική δεσπόζουσα» [«του»] είναι η κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας μόνον ως [υποκειμενικών] όρων αυτής τής εργασίας, και όχι η κυριάρχησή τους ως υποκειμενικών όρων τής εργασίας μέσω τής κυριάρχησής τους ως φορέων [η δουλεία βέβαια δεν απαγορεύεται απόλυτα, είναι «παρούσα» ήδη από την εκκίνηση του καπιταλισμού]. Βλέπουμε όμως, ότι, αυτό ειδικά το «μόνον», στον «βαθμό» που υφίσταται ως ένα ειδικό συγκροτητικό στοιχείο τού Κεφαλαίου, σηματοδοτεί μια ταύτιση τού καπιταλιστικά «ειδικού» με το γενικό-γενολογικό [εν γένει] τού γενικού κανόνα των «εκμεταλλευτικών-ταξικών κοινωνιών».
Ο καπιταλισμός δια τού Κεφαλαίου, είναι σαν να έχει «κατακτήσει» μιαν άμεση συγκροτητική σχέση με τον αφηρημένο κανόνα που συνέχει κάθε εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία χωρίς να χρειάζεται τρόπον τινά να «έχει» άλλους ειδικότερους καθορισμούς για να τον «συνέχουν» ειδικά. Αξιοσημείωτη ταυτότητα καθορισμών, και δύναμη απορρέουσα από την γενικότατη αφαίρεση καθαυτή. Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα «μαζί του». Το έχετε καταλάβει άραγε μερικοί; ή πλέετε ακόμα σε ευτυχισμένα πελάγη επαναστατικής μελαγχολίας;
Όπως είδαμε, όταν εξετάζουμε ένα [ιστορικό] είδος «εκμεταλλευτικού ταξικού συστήματος», και θέλουμε να ορίσουμε με μια σχετικά επαρκή ακρίβεια την «ουσία» ή τον «δομικό πυρήνα» του, ή μάλλον το αφηρημένο πλαίσιο τής δομής του, τότε είμαστε αναγκασμένοι να ανασύρουμε και την γενική-αφηρημένη «ουσία» ή τον γενικό-αφηρημένο «δομικό πυρήνα» που συγκροτεί κάθε «εκμεταλλευτικό ταξικό σύστημα».
Η συνσυγκρότηση αυτών των δύο αφηρημένων «δομών» είναι αυτή στην πραγματικότητα που αποτελεί τον εκάστοτε «δομικό πυρήνα» ενός «εκμεταλλευτικού ταξικού συστήματος»: Η γενική αφηρημένη δομή που συνέχει όλες τις εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες σε σύνθεση με την ειδική αφηρημένη δομή που συνέχει την κάθε ξεχωριστή εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία ως ειδική εκδοχή ή μορφή.
Η «σύνθεση» αυτή όμως δεν είναι «σύνθεση» ενός «αφηρημένου» με ένα «συγκεκριμένο», όπου το «συγκεκριμένο» πρέπει έχει την υποτιθέμενη «αγία χάρη» τού χυδαίου βιταλιστικού υλισμού, ενώ το «αφηρημένο» το ανάθεμα του.
Η «σύνθεση» που επιτελείται σε κάθε μια ειδική «εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία» είναι «σύνθεση» δύο αφηρημένων: ενός γενικού-αφηρημένου [=γενικός κανόνας των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών] και ενός ειδικού-αφηρημένου [=ειδικός κανόνας των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών], όπου και τα δύο «αφηρημένα» [οι δύο «δομικοί πυρήνες»] έχουν το ίδιο «φορτίο» συγκεκριμενότητας.
Η εκάστοτε/ενική ιστορική μορφή «ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας», είναι το «ίδιο» συγκεκριμένος-και-αφηρημένος καθορισμός με την γενική μορφή όλων των «ταξικών εκμεταλλευτικών κοινωνιών». Ας επιστρέψουμε στο κυρίως θέμα μας:
Η αναζήτηση ενός επαρκούς θεωρητικού προσδιορισμού τού «πολλαπλού» μεν αλλά ωστόσο «στενού» «δομικού πυρήνα» τού Κεφαλαίου [σύμφωνα με θεωρητικούς όρους που σκιαγραφήσαμε σε προηγούμενες δημοσιεύσεις], σημαίνει βάσει των παραπάνω την αποδοχή ότι τούτος ο κεφαλαιοκρατικός «δομικός πυρήνας» θα «περιέχει» ως στοιχεία τού «πολλαπλού» «του» και τον γενικό αφηρημένο καθορισμό των «εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών», ο οποίος με την σειρά του «περιέχει» μια πολλαπλότητα καθορισμών.
Όπως βλέπετε, πολλές «πολλαπλότητες» καθορισμών μαζεύονται, και να δούμε πως θα τα βγάλουμε πέρα. Υπάρχει ένα μικρό μπαρόκ εκμεταλλευτικών και ειδικά καπιταλιστικών «πολλαπλοτήτων» που αν και είναι αρκετά συγκεντρωμένο σε ένα και μόνο «στενό» δομικό έργο, είναι ήδη «αρκετό» για να μη χαλάμε τον χρόνο μας σε βεμπεριανές και νεοεγελιανές αερολογίες.
--
5
Η αφηρημένη δομή όλων των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών, δεν συγκεκριμενοποιείται από μιαν ειδική δομή ανά «έκαστο» ειδικά-δομικά διαφορετικό εκμεταλλευτικό ταξικό σύστημα ωσάν «αυτό» [το έκαστο] να αποτελούσε μιαν άρση/απο-αφαιρετικοποίηση «αυτής» τής αφηρημένης δομής: Η αφηρημένη δομή τής εκμεταλλευτικής κοινωνίας ως εν γένει συναρτάται με την εκάστοτε και «εξίσου» αφηρημένη δομή κάθε ξεχωριστής ειδικής δομικής εκδοχής «εκμεταλλευτικής ταξικής κοινωνίας». Αυτή η «επισήμανση» [ως υπόθεση φιλοσοφικής εργασίας δική μου, στον τρόπο που εκφράζεται], σημαίνει ότι ο καπιταλισμός, ήτοι το Κεφάλαιο ως ειδικό σύστημα εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων-δυνάμεων, αν και διαφέρει σημαντικά από τα υπόλοιπα εκμεταλλευτικά συστήματα, σε «βαθμό» να φαίνεται ότι έχει «ξεκόψει» από τον γενικό τους πλαίσιο, σαν να είναι «κάτι» εντελώς ετερογενές σε σχέση με την «υπόλοιπη» ανθρώπινη ιστορία και τα εκμεταλλευτικά συστήματα που αυτή «περιείχε», ωστόσο δεν έχει «ξεκόψει» καθόλου από τον «γενικό κανόνα» τους, από την γενική αφαίρεση που όπως είπαμε στην αρχή τα προσδιορίζει. Μα θα πούνε, παραμένει όντως, ακόμα, ο γενικός εκμεταλλευτικός «γενικός κανόνας» τής Κυριαρχίας και τής Κατοχής των υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων τής ζωντανής εργασίας; όπως τον ορίσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση;
Ο κανόνας αυτός, ως ο γενικότατος αφηρημένος καθορισμός των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών, δεν σημαίνει ότι υφίσταται πάντα ταξική-εκμεταλλευτική Κυριαρχία-και-Κατοχή επί των υποκειμενικών-ανθρώπινων ή και υποκειμενικών-ζωϊκών φορέων τής εργασίας, αλλά ότι υφίσταται πάντα [σε όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα] ταξική-εκμεταλλευτική Κυριαρχία-και-Κατοχή επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας. Εννοείται ότι σε κάθε περίπτωση στις εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες υπάρχει/υφίσταται ολιγαρχική [ατομική-κρατική] Κυριαρχία-και-Κατοχή των αντικειμενικών όρων τής εργασίας [μέσα παραγωγής, πόροι, πρώτες ύλες κ.λπ]. Ανακεφαλαιώνοντας και διευκρινίζοντας περαιτέρω:
Αυτό που παραλλάσσει, κυρίως σε σχέση με τον καπιταλισμό [ή το σύστημα τού Κεφαλαίου], δεν είναι τόσο αν υπάρχει η τάδε ή η δείνα μορφή εκδοχή ολιγαρχικής-ιδιωτικής/κρατικής Κυριαρχίας-και-Κατοχής επί των αντικειμενικών όρων τής εργασίας, εφόσον σε όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα υπάρχει πάντα μια «τέτοια» γενική μορφή Κυριαρχίας-και-Κατοχής [επί των αντικειμενικών όρων], αλλά [αυτό που παραλλάσει είναι] αν υπάρχει ή όχι Κατοχή-και-Κυριαρχία επί των υποκειμενικών φορέων τής εργασίας, ενόσω όμως δεν θίγεται ποτέ η Κατοχή-και-Κυριαρχία επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας «τους». Δεν πρόκειται για «λεπτομέρεια» που θα ενδιέφερε μόνον σχολαστικούς.
Το Κεφάλαιο δεν αποτελεί μόνον έναν γενικό «Κυρίαρχο-και-Κάτοχο» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας.
Αυτός ο ορισμός του, δεν είναι άλλος από τον γενικό και αφηρημένο ορισμό τής ταξικής εκμετάλλευσης τής εργασίας «από όλα» τα υπάρχοντα [στο παρελθόν ή το μέλλον] ταξικά ιεραρχικά συστήματα, και ως τέτοιος [ορισμός] είναι μεν ορθός στην γενικότητά του αλλά «κενός» όταν «χρησιμοποιείται» για να οριστεί ο ίδιος ο καπιταλισμός ως ιστορικά ειδικό σύστημα εκμετάλλευσης.
Στην πραγματικότητα, και για τα άλλα ταξικά συστήματα, ο ορισμός αυτός είναι «κενός» πέρα από την γενική-αφηρημένη «αλήθεια» του, αν δεν «πλαισιωθεί» από την εννοιολόγηση τής ειδικής υπόστασης τού εκάστου συστήματος [εκμετάλλευσης].
Η ειδική ιστορική μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης που εκφράζει το Κεφάλαιο, «δια-λειτουργεί» μια διαμεσολάβηση τής «ζωντανής εργασίας» από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας, στο πλαίσιο πάντα τού γενικού όρου τής Κυριαρχίας που μόλις παραπάνω σας παραθέσαμε. Βλέπετε;
Βρισκόμαστε σε μια «ισορροπία τρόμου» όσον αφορά στην συγκρότηση ενός ειδικού, άρα ουσιαστικότερου ορισμού των «πραγμάτων».
Μεταξύ μιας γενικότητας που είναι όμως αληθινή, και μιας ειδικής υποστασιοποίησής της που είναι κι αυτή αληθινή, βρίσκεται η διακινδύνευση τού «ορισμού».
--
6
Μόλις τώρα «ζητήσαμε» έναν ειδικότερο προσδιορισμό ενός ειδικού ταξικού συστήματος για να «ξεφύγουμε» από την αοριστία τού γενικού ορισμού που ισχύει για κάθε ταξικό σύστημα, και βρίσκοντας έναν ούτως ειπείν «καλύτερο» ως ειδικό ορισμό του, κινδυνεύουμε από τον αντίστροφο κίνδυνο, να «ξεχάσουμε» τον γενικά ισχύοντα ορισμό κάθε ταξικού συστήματος.
Το ζήτημα δεν είναι «σχολαστικής φύσεως», και δεν θα έπρεπε να το λέω αυτό σε ανθρώπους που νοιάζονται για την γνώση και την μόρφωση τού εργαζόμενου [εργατικού και μικροαστικού] κόσμου. «Πίσω» από αυτά τα ζητήματα και τις αμφίρροπες πτυχές τους, δεν έχουν απλά «συνταχθεί» ιδεολογικές ή θεωρητικές τάσεις και «φατρίες», αλλά μαζικά κινήματα.
Έχει χαθεί ζωή, έχουν σπάσει τα μούτρα τους και έχουν ρημάξει τις ελπίδες τους καθημερινοί άνθρωποι και όχι μόνον «διανοούμενοι».
Το Κεφάλαιο λοιπόν, οριζόμενο και αυτό ως ένα από τα ισχύοντα ή δυνητικά ταξικά εκμεταλλευτικά συστήματα παραγωγής και διαμεσολάβησης τής ζωντανής εργασίας, μπορεί να υπάρχει και αυτό σε ένα ειδικότερο πλαίσιο συγκρότησης, αλλά παραμένει ως ισχύον εντός και τού γενικού καθορισμού κάθε ταξικού-εκμεταλλευτικού συστήματος.
Άρα, συμπληρωματικά προς τον αρχικό αποφατικό ορισμό του:
Το Κεφάλαιο δεν είναι μόνον «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας, εφόσον υφίσταται και ισχύει [ως ειδική υλική παραγωγική σχέση] και ως μια διαμεσολάβηση τής «ζωντανής εργασίας» από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας, αλλά ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει σύμφωνα και με τον αρχικό γενικό ορισμό των ταξικών-εκμεταλλευτικών μορφών παραγωγής, δηλαδή:
Ως «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας.
Ο γενικότατος κανόνας των εκμεταλλευτικών κυριαρχιών στην παραγωγή-εργασία έγκειται σε έναν ουσιαστικό και βαθύτερο εξουσιαστικό έλεγχο επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής-εργασίας με στόχο τον ολιγαρχικό έλεγχο και την ολιγαρχική ιδιοποίηση τού [συνολικού] προιόντος της, είτε αυτός ο εξουσιαστικός έλεγχος επιτελείται υπό την απόλυτη αρχική προϋπόθεση τής βίαιης δέσμευσης τής ελευθερίας κίνησης τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας-σωματικότητας [προ-καπιταλιστικά συστήματα παραγωγής], είτε αυτός ο εξουσιαστικός έλεγχος επιτελείται χωρίς να υπάρχει αυτή η αρχική προϋπόθεση [ως απόλυτη προϋπόθεση] αλλά μια ούτως ειπείν άμεση εξουσιαστική πρόσβαση τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, και τής ολιγαρχίας που την εκφράζει σαν κοινωνική τάξη, στους [υποκειμενικούς-αντικειμενικούς] όρους τής παραγωγής-εργασίας [καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής]. [Επαναλαμβάνω κουραστικά και εντός μιας πρότασης κάποιους εννοιολογικούς προσδιορισμούς, για να υπάρξει, εις βάρος τής «κομψότητας» των λόγων μου, μια ακρίβεια ως προς την μεταφορά τού νοήματος όπως το εννοώ]. Αυτή την στιγμή δεν θέλουμε να εξετάσουμε τις συνθήκες και το ειδικό-γενικό πλαίσιο τής ανάδυσης τής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας που έκανε εφικτή αυτή την άμεση πρόσβασή της στους όρους παραγωγής-εργασίας, αλλά [θέλουμε] να εξετάσουμε το υλικό νόημα και το συγκεκριμένο πλαίσιο τής ανάπτυξης τής ειδικής-γενικής καπιταλιστικής «κυριαρχικής αμεσότητας».
Το «σώμα», η «σωματικότητα» εν γένει είναι ένα σημαντικό «επίκεντρο» και «μέσο» τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως [και] άμεσης, «εντός» όλων των ιστορικών μορφών τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, και ειδικά στον καπιταλισμό η «σωματικότητα» συνεχίζει να αποτελεί κύριο εξουσιαστικό «επίκεντρο-μέσο» για τον άμεσο έλεγχο που «θέλει» να συνεχίσει να «έχει» [η «εκμεταλλευτική κυριαρχία» ως Κεφάλαιο] στις ζωές των εκμεταλλευόμενων-κυριαρχούμενων, αλλά από μιαν ειδική καπιταλιστική σκοπιά που περιέχει σημαντικές ιδιοτυπίες απορρέουσες από την ειδικού καπιταλιστικού τύπου αφαιρετικότητα τής εργαλειοποίησης τής «σωματικότητας», η οποία [ως καπιταλιστική «σωματική αφαιρετικότητα»] συνοψίζει και υπερβαίνει όλες τις προηγούμενες εκμεταλλευτικές-κυριαρχικές αφαιρετικές εργαλειοποιήσεις τής «σωματικότητας» [Έχουμε δει και αλλού ότι αυτές οι επιμέρους αφαιρετικοποιήσεις που επιτελεί ο καπιταλισμός αποτελούν στοιχεία-σημεία τού «ιδίου» ως τού αφαιρετικότερου εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού σύστήματος παραγωγής].
--
7
Η καπιταλιστική εργαλειοποίηση τής «σωματικότητας» ως μέσου άμεσης κυριαρχίας τού Κεφαλαίου, δεν περιέχει ως αρχικό απόλυτο όρο της την βίαιη δέσμευση τού εργαζόμενου υποκειμένου, χωρίς βέβαια να την αποκλείει, κάθε άλλο. Ο καπιταλισμός έχει την δουλεία «φιλαράκι», με την δουλεία αναδύθηκε και την δουλεία έχει στην εργαλειοθήκη του αν «ζορίσουν» τα πολιτικά πράγματα στον πλανήτη ή το «έθνος». Ο δεσπόζων καθορισμός του όμως δεν είναι η δουλεία, εφόσον η εξουσιαστική «δουλειά» τού καπιταλισμού είναι να εφευρίσκει [ως Κεφάλαιο] τρόπους να απομυζά την εργασία και την ζωή ημών των εργαζόμενων κορόιδων χωρίς να χρειάζεται να μας κρατάει με το ζόρι ακίνητους εντός ενός «οίκου» ή μιας «χωροδεσποτείας». Το Κεφάλαιο βγάζει επίσης μεγάλα κέρδη και στήνει ένα «σπουδαίο παιχνίδι» «ανάλωσης των πάντων» ακριβώς πάνω στην «ελευθερία κίνησης» των ενεργών ή υποψήφιων θυμάτων και υπηρετών του: Η ελεύθερη «σωματική κίνηση» των θυμάτων του Κεφαλαίου αποτελεί εκμεταλλευτικό «πόρο» του, αλλά και μια από τις προϋποθέσεις τής συνέχισης τής αναπαραγωγής του και τής αναπαραγωγής των ευρύτερων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Αν θέλουμε να ερευνήσουμε την «αμεσότητα» ειδικά τής καπιταλιστικής κυριαρχίας, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μην πέσουμε στο τυπικό λάθος να την εννοήσουμε μόνον στα πλαίσια τής άμεσης αναγωγής των πολιτικών-ιδεολογικών μορφών στα ταξικο-παραγωγικά θεμέλια τους [στις υλικές παραγωγικές/οικονομικές-ταξικές σχέσεις], όπως «τούτη» εκφράζεται στον καπιταλισμό και στα προηγούμενα ταξικά συστήματα, αν και αποφεύγοντας αυτό το λάθος δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε ότι υπάρχει και αυτή η «άμεση αναγωγή» [όπως κάνουν οι «ανανεωτικοί» και οι «δομιστές» μαρξιστές ή μαρξολόγοι]. Αυτή η αναγωγή υπάρχει, αλλά δεν εξαντλεί το εύρος τής γενικής έννοιας/κατάστασης τής «κυριαρχικής αμεσότητας», και στο γενικό πλαίσιο των ταξικών κοινωνιών εν γένει, [αλλά] και ειδικότερα στην καπιταλιστική κοινωνία.
Υπάρχει μια ούτως ειπείν ειδική-γενική «κυριαρχική αμεσότητα» στον καπιταλισμό που αντιστοιχεί πλήρως και εντάσσεται στην ειδική-γενική μορφή τής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, και η οποία σε ένα μόνον «σημείο» της σημαίνει αναγωγή της στα άμεσα «οικονομικά-ταξικά» συμφέροντα.
Υπάρχουν τα γενικότερα-αλλά-και-άμεσα ταξικά συμφέροντα: α) τού Κεφαλαίου συνολικά και β) των ξεχωριστών Κεφαλαίων που το «συναπαρτίζουν» ανταγωνιζόμενα-ή-συνεργαζόμενα μεταξύ τους, και η «συνολική μορφή» τής συσχέτισης αυτών των «δομικών σημείων» τής οργάνωσης τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας «τού» Κεφαλαίου εμπεριέχει την άμεση-κυριαρχική «στιγμή» «της» ως «δομική στιγμή» [«της»]. Πως δομείται αυτή η ειδική-γενική «κυριαρχική αμεσότητα» στον καπιταλισμό; Νομίζω πως πάλι πρέπει να προσέξουμε να μην «αποκλείσουμε» από τον θεωρητικό προσδιορισμό που προσπαθούμε να επιτύχουμε, ή μάλλον από την θεωρητική απορία που προσπαθούμε να εκφέρουμε, την μελέτη τής διεργασίας ανάδυσης τού καπιταλιστικού ταξικοεκμεταλλευτικού συστήματος ως μιας «εν μέρει» έκπτυξης τού γενικότατου κανόνα-κώδικα όλων των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών παραγωγικών συστημάτων σε μια ανώτερη πρακτική-δομική αφαίρεση η οποία σημαίνει ταυτότητα τού ειδικού συστήματος, δηλαδή τού καπιταλισμού, με αυτόν τον γενικότατο κανόνα-κώδικα.
Με αυτή την έννοια, η αμεσότητα τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας [στην παραγωγή], όπως την ορίζω σκιαγραφικά ως «κυριαρχική αμεσότητα», εφόσον θεωρηθεί «καθορίζον σημείο» αυτού τού γενικότατου κανόνα-κώδικα ήδη από την «δομική στιγμή» που υπάρχουν εκμεταλλευτικές-κυριαρχικές παραγωγικές σχέσεις, θα μπορούσε «συνεπαγωγικά» να νοηθεί ως «καθορίζον σημείο», και στο πλαίσιο εκείνο που σηματοδοτεί την ισχύ τού γενικότατου εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού κανόνα-κώδικα «εντός» τού [καθορισμού τού] Κεφαλαίου και στο ειδικότερο πλαίσιο εκείνο που σηματοδοτεί την ισχύ τού ειδικού-γενικού κανόνα-κώδικα τού Κεφαλαίου.
Εν πάση περιπτώσει, πως δομείται;. Η κυριαρχία τού Κεφαλαίου στην παραγωγή και την κοινωνία θεμελιώνει την εκμεταλλευτική κυριαρχία ως κυριαρχία που υφίσταται κυρίως ως αφηρημένη εκμεταλλευτική κυριαρχία «επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής». Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο καπιταλισμός, ως ο ευρύτερος κοινωνικός προσδιορισμός τού Κεφαλαίου, σημαίνει μιαν ιστορική ταυτότητα τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας με τον «ουσιακό» «εαυτό» της, και σημαίνει επίσης μιαν ιστορική «ολοκλήρωση» και «κορύφωση» τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως ταυτής/και/ταυτόσημης με τις «διιστορικές» δομές της, ανεξάρτητα από κάθε ιδιαίτερη-ενική υποστασιοποίηση της σε «τρόπους παραγωγής».
Ο καπιταλισμός ως το αφαιρετικότερο [και πιο ανεπτυγμένο από τα «προηγούμενα» εκμεταλλευτικά συστήματα] εκμεταλλευτικό σύστημα παραγωγής, συνοψίζει και εκδηλώνει στην «κυριαρχική επιφάνεια» του τις «βαθιές δομές» όλων των προηγούμενων εκμεταλλευτικών συστημάτων παραγωγής, χωρίς εξωτερικές «μορφολογικές» πτυχές τους, για αυτό και είναι ως υλικό θεμέλιο ο «ίδιος» «αυτό» που «επιτρέπει» την ορθότερη και πληρέστερη θεωρητική αντανάκλαση όχι μόνον τού «ιδίου» αλλά και των υπολοίπων [προηγουμένων] εκμεταλλευτικών κυριαρχικών συστημάτων παραγωγής.
Αυτή η γνωσιο-οντική [γνωσιο-οντολογική] ταυτότητα, ωστόσο, αν και δεν είναι «για πέταμα» πάσχει από έναν αφόρητο ιστορικό/ιστορικιστικό ντετερμινισμό, αν δεν πλαισιωθεί από τις πολλαπλότητες των καθορισμών τού ίδιου τού Κεφαλαίου, το οποίο και «πυροδότησε» όλη αυτή την οντική [οντολογική] και γνωσιακή «αναστάτωση» στον «κόσμο» των «ιερών» σωματικών αναπαραστάσεων-και-πρακτικών τής προ-καπιταλιστικής κυριαρχικής φρίκης, η οποία τόσο ενθουσιάζει αριστερούς και δεξιούς «ρομαντικούς» [αντιδραστικούς] που νοσταλγούν τον «μη-αφαιρετικό» «κόσμο» τής σώμα-με-σώμα πάλης για κυριαρχία και εκμεταλλευτικό ξεζούμισμα τής ζωής «κάποιων άλλων».
Σε μεγάλο βαθμό όμως όλη αυτή η [παρακείμενη στην καπιταλιστική αναστάτωση] ρομαντική αναστάτωση πρόκειται για παρεξήγηση, σαν κι αυτές που «στήνει» μάλλον ο ίδιος ο καπιταλισμός με τον «εαυτό» του [μη-συνωμοτικά πάντα] ώστε να τρώει εκτός από τις «σάρκες» τής ζωντανής εργασίας και τις «δικές» του ιδεολογικές «σάρκες».
Το Κεφάλαιο είναι μεν ο πιο «αφαιρετικός» κοινωνικός Βρυκόλακας, σε σχέση με άλλους παλιότερους, αλλά δεν παύει να σημαίνει στην πράξη και ατομικότατες-ιδιωτικότατες ατομικές και ιδιωτικές ιδιοποιήσεις τμημάτων υπερπροιόντων παραγομένων εκ τής απλήρωτης εργασίας των μισθωτών υπηρετών του. Επίσης, ως «λειτουργικός διαμεσολαβητής» τής συσσώρευσης μέσων παραγωγής, τεχνικών, και ανταλλακτικών-χρηματικών αξιών, δεν παύει να τελεί αυτήν «του» την διαμεσολάβηση μέσω [πάλι] ατομικών και ιδιωτικών ιδιοποιήσεων τού υπερπροϊοντος τής ζωντανής εργασίας [ή κρατικών-ολιγαρχικών/γραφειοκρατικών ιδιοποιήσεων αυτού τού υπερπροιόντος].
Ακόμα [και εδώ φτάνουμε σε «αυτό» που είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει τώρα], το Κεφάλαιο αν και σηματοδοτεί στην πράξη μιαν υπέρβαση τής «σώμα-με-σώμα» μεθόδου εδραίωσης τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, μέσω τής άμεσης κυριαρχίας του στους υποκειμενικούς-και-αντικειμενικούς όρους [και όχι στους φορείς] τής παραγωγής, εντούτοις δεν οργανώνει αυτήν «του» την κυριαρχία του στην παραγωγή και την κοινωνία χωρίς ένα είδος άμεσης κυριαρχίας και σε αυτό το φάσμα που θα μπορούσε να ορισθεί ως «αμεσότητα-σωματικότητα τής κυριάρχησης».
Και αυτό θέλω -παρακαλώ σας- να το κατανοήσουμε όχι μόνον στο πλαίσιο τής πιθανής «σπασμένης» ή «μη-σπασμένης» «επιβίωσης» «κυριαρχικών αρχαϊσμών», αλλά ακριβώς «εντός» αυτού τού ίδιου τού καθαυτό μοντέρνου ειδικού [ως] καπιταλιστικού καθορισμού τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας.
Ο ειδικά καπιταλιστικός κανόνας τής εκμετάλλευσης στην εργασιακή-παραγωγική διεργασία «σχετίζει» άμεσα την ολική παραγωγική διεργασία ως εκμεταλλευτική διεργασία με την ειδικού τύπου κυριαρχία τού Κεφαλαίου επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων της εργασίας-παραγωγής. Πως συμβαίνει αυτό; Για να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη σημασία που έχει η κυριαρχία ως κυριαρχία «επί των όρων» σε διάκριση προς την κυριαρχία ως κυριαρχία «επί των φορέων» αυτών των όρων, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τον εννοιακό και καταστασιακό καθορισμό αυτών των όρων σε ένα πλαίσιο που να τους διακρίνει και στο οντικό [οντολογικό] πλαίσιο από τους «φορείς» τους, και αυτό το ριζικό υλιστικό πλαίσιο κατανόησης δεν μπορεί να υπάρξει παρά ως εννόηση τού «όρου» ως ριζικά κοινωνικού και κοινωνικοσχεσιακού καθορισμού τού ανθρώπινου[-και-ζωϊκού] Είναι.
Ο υποκειμενικός όρος, αλλά και ο αντικειμενικός όρος, τής ζωντανής εργαζόμενης ανθρώπινης υποκειμενικότητας, είναι «κοινωνικός και κοινωνικο-ατομικός», και όχι «αποκλειστικά ατομικός» ή «κοινοτικός-ατομικός», υλικός καθορισμός.
Ο καπιταλισμός ως κοινωνικοπαραγωγική δύναμη-σχέση παράγει την παραγωγή ως κοινωνική παραγωγή, τα μέσα παραγωγής ως κοινωνικά μέσα παραγωγής, παρά την ατομική ιδιοποίησή τους, κι αυτό συμβαίνει σε ένα υλικό πλαίσιο όπου περιορίζονται ή καταργούνται πλέον κάθε λογής ατομικά ή «αποσπασματικά» «κοινοτικά-ατομικά» μέσα παραγωγής και επιβίωσης.
Ο καπιταλισμός είναι μεν ένα αντικοινωνικό κοινωνικό σύστημα, αλλά την ίδια «δομική στιγμή» [που διαρκεί όσο [θα] υπάρχει] είναι το σύστημα εκείνο που «έφερε» και συνεχίζει διαρκώς να «φέρνει» στην «κυριαρχική δομική επιφάνεια» και στο «κυριαρχικό δομικό βάθος» τής εκμεταλλευτικής κοινωνίας τον αποκλειστικά-και-νομοτελειακά κοινωνικό και μαζικό καθορισμό [τής υλικής παραγωγής] των μέσων παραγωγής-και-επιβίωσης των ανθρώπων.
Αυτή η καθοριστική καπιταλιστική ιστορική «μετάλλαξη» των γενικότατων δομών όλων των μορφών τής εκμεταλλευτικής παραγωγής σε «κυρίαρχους-αφηρημένους» και όχι «μόνον-αφηρημένους» όρους τής συνολικής δομής της, μετατρέπει τους «όρους» αυτούς από «μόνον-αφηρημένους όρους» σε «αντικειμενικούς και συγκεκριμένους όρους» τής ίδιας τής ύπαρξης τής παραγωγής, άρα μετατρέπει την ίδια την ουσία τού καθορισμού «όρος» από «μόνον-αφηρημένο» καθορισμό σε κυρίαρχο-δεσπόζοντα αφηρημένο/αφηρημένο-συγκεκριμένο καθορισμό.
Ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται [κυρίως] στην κυριαρχία τού Κεφαλαίου επί των υποκειμενικών-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής, άρα, υπό το ερμηνευτικό φως τού προσδιορισμού τού «όρου» όπως μόλις τον πράξαμε, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται στην λειτουργική κυριαρχία επί των κοινωνικών προϋποθέσεων-όρων τής συλλογικής-ατομικής ύπαρξης όπως τούτοι [οι όροι] παράγονται ως απόλυτες αφηρημένες-συγκεκριμένες και αναγκαστικές προϋποθέσεις για να υπάρχει παραγωγή των μέσων ύπαρξης των υποκειμένων, και όχι στην κυριαρχία μιας κυρίαρχης τάξης επί των όρων τής παραγωγής δια τής κυριαρχίας επί των [ενσώματων] ατομικών [κοινοτικών-ατομικών] φορέων αυτών των όρων, για αυτό και η καπιταλιστική κυριαρχία επί «αυτών» των όρων-ως-όρων, άρα και η κυριαρχία επί των φορέων τους ως συνεπαγόμενη και όχι ως αρχική προϋπόθεση τής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, παράγει την καπιταλιστική «ανάγκη» για επίταση τής γενικότερης κοινωνικής κυριαρχίας επί των ζωντανών υποκειμένων και των εμπράγματων αντικειμένων τής παραγωγής ως ένα [υπό-αυτό-το-πλαίσιο] σημαντικό και λειτουργικά ισότιμο στοιχείο τού ειδικού καπιταλιστικού κανόνα ή κώδικα.
Επειδή το εργαζόμενο υποκείμενο που έχει το Κεφάλαιο στην δούλεψή του δεν δεσμεύεται άμεσα σωματικά, δεν μπορεί δηλαδή το Κεφάλαιο να το «βάλει» με το άμεσο σωματικό ζόρι στην παραγωγική διεργασία που ελέγχει, «πρέπει» να το ελέγξει και να το κυριαρχήσει με όποιον άλλο εξίσου «σωματικό» και άμεσο τρόπο έχει στην διάθεσή του.
Και οι κύριοι εναπομείναντες «άμεσοι-σωματικοί τρόποι» είναι σχετιζόμενοι με την άμεση υλική κυριαρχία τής κοινωνίας [τής κοινωνικής παραγωγής] ως «όρου» επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών «φορέων» τής εργασίας-παραγωγής, δια τού άμεσου-και-«σωματικού» εκβιασμού των «φορέων» [τής εργασίας-παραγωγής] να υποκύψουν στον πραγμικό «όρο» τής εργασίας όπως αυτός παρουσιάζεται-και-είναι, ως «κοινωνικός όρος» παραγωγής, ο «απόλυτος-ως-προϋπόθεση» όρος παραγωγής των «αναγκαίων-πλέον-ως-κοινωνικών» μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης.
Το Κεφάλαιο ελέγχει-κυριαρχεί τούς «φορείς» υπαγάγοντάς τους στους «όρους» μέσω τής πλήρους και ολοσχερούς αποξένωσης του εργαζόμενου από τα υλικά κοινωνικά μέσα παραγωγής τού μέρους εκείνου τού υλικού κοινωνικού πλούτου που είναι αναγκαίος για την άμεση βιολογική και κοινωνικοβιολογική «υλική» αναπαραγωγή του. Η ατομική ιδιοκτησία των πραγμάτων, ειδικά η αχρεία ατομική ιδιοκτησία των κοινωνικών πραγμάτων-μέσων που είναι απαραίτητα πλέον για την άμεση επιβίωση όλων, στον καπιταλισμό, είναι ένα απόλυτο ταμπού για αυτόν ακριβώς τον λόγο: γιατί διασφαλίζει την υποταγή τού εργαζόμενου υποκειμένου στους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς «υλικούς» «όρους» τής άμεσης αναπαραγωγής του, μια υποταγή που φανερώνει σε μια βαθύτερη «ανάγνωσή» της ότι η αποξένωση τού παραγωγού από τους όρους τής παραγωγής των μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης σημαίνει ότι αυτοί οι όροι έχουν παραχθεί ως κυρίαρχοι, ως κυρίαρχες αφαιρέσεις, και «αντίστροφα» ότι παράγονται ως κυρίαρχες αφαιρέσεις ακριβώς διότι έτσι μετατρέπονται συνέχεια στον όρο μιας άμεσης μεν αλλά «άπιαστης» εκβιαστικής πράξης υποταγής των εργαζόμενων-παραγωγών.
Δεν αγγίζεται από το «Δίκαιο».
Ο μισθωτός μισθοσυντήρητος εργάτης ή μικροαστός εργαζόμενος, δεν έχει κανένα καθοριστικό δικαίωμα ή καθοριστικό μερίδιο στην ιδιοκτησία ή τη διεύθυνση των κοινωνικά αναγκαίων μέσων παραγωγής, άρα: Είναι υπό τον διαρκή και απόλυτο εκβιασμό να δουλέψει για το μεγάλο-ή-μικρό Κεφάλαιο ή το Κράτος του, για να επιβιώσει μέρα τη μέρα, γιατί δεν υπάρχει πλέον μέσο παραγωγής που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να προσποριστεί τα μέσα τής άμεσης επιβίωσής του που να μην είναι ιδιοκτησία τού Κεφαλαίου.
Όλα τα «αναγκαστικά πλέον ως-κοινωνικά» μέσα παραγωγής-και-επιβίωσης στην καπιταλιστική κοινωνία ανήκουν ιδιοκτησιακά στο μεγάλο Κεφάλαιο ή ανήκουν ως ιδιόκτητα-ή-νοικιασμένα στο μικρό Κεφάλαιο των μαγαζατόρων τρωκτικών μικροαφεντικών και «ελευθερο-επαγγελματιών» μη-μισθοσυντήρητων μικροαστών.
Ο ειδικός-γενικός κανόνας τής καπιταλιστικής μορφής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα απόλυτα ετερογενές δομικό στοιχείο σε διάκριση προς τον γενικότατο κανόνα των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών μορφών παραγωγής, πράγμα το οποίο [πέραν του προφανούς που σημαίνει] υποδηλώνει μια βαθύτερη διαλεκτική σχέση επαλληλίας μεταξύ τους, και συνανάδυσής τους ως ακέραιων καθορισμών τού κοινωνικού Είναι όταν εμφανίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Έχω μιλήσει αναλυτικότερα σε προηγούμενα σημεία, και τώρα θα σας εκθέσω μια αφαιρετικότερη εννοιολογική παρουσίαση τού θέματος αυτής τής αλληλοπλοκής [μεταξύ] γενικότατου και ειδικού-γενικού κανόνα, σε αναφορά πάντα προς τον καπιταλισμό.
Η γενικότατη μορφή τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας στην παραγωγή σημαίνει την εκμεταλλευτική κυριαρχία ως Κατοχή-Κυριαρχία επί των «υλικών» αντικειμενικών-και-υποκειμενικών όρων τής παραγωγής-εργασίας, ανεξάρτητα αν αυτή η Κατοχή-Κυριαρχία επιτελείται ή δεν επιτελείται δια μέσω τής Κατοχής-Κυριαρχίας επί των φορέων [ή σωματικοτήτων] αυτών των [υποκειμενικών-αντικειμενικών] όρων.
Η κάθε ενική υποστασιοποίηση αυτού τού γενικότατου κανόνα τής εκμετάλλευσης σε διαφορετικό ειδικό-γενικό κανόνα εκμετάλλευσης [λ.χ «καπιταλισμός»] δεν αποτελεί σύνθεση δύο απολύτως ετερογενών «δομικών πυρήνων», εκ των οποίων ο ένας αποτελεί ένα «καθαυτό γενικότατο» και ο άλλος ένα «καθαυτό ειδικότατο» καθορισμό, αλλά [αποτελεί] μια συνάρθρωση μιας γενικότατης αφαίρεσης που ενώνεται κάθε-φορά με διαφορετικό τρόπο με μιαν ειδική μορφή της, η οποία όμως δεν αποτελεί έναν οντολογικά αντίθετο «πόλο» ως να ήταν αυτός μια ολότελα νέα μορφή «ειδικότατου»-ή-ιδιαιτεροποιημένου καθορισμού.
Το ότι υπάρχει λόγου χάριν μια γενικότατη αφαίρεση ως ο γενικότατος «δομικός πυρήνας» όλων των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, δεν σημαίνει ότι η εκάστοτε διαφορετική ενική υποστασιοποίησή της σε «τρόπους παραγωγής» παρουσιάζει αυτούς ως διακριτούς από αυτήν την γενικότατη αφαίρεση, σαν να ήταν τούτοι απορρέοντες εκ μιας απόλυτα ετερογενούς πραγματικότητα από αυτήν που συνέχει [και] τον γενικότατο «δομικό πυρήνα».
Όπως βλέπουμε το πρόβλημα έγκειται όχι στην ανάδυση τού «αυτονόητου» διανοήματός μας για την σχετική ταυτότητα και μη-ταυτότητα «γενικότατου»-«ειδικού/γενικού», αλλά στην ανάδυση τού «δύσκολου» διανοήματος που θα αντανακλούσε την αλληλοπλεκόμενη, γενετική και οντική [οντολογική], υλική σχέση μεταξύ τους [μεταξύ «γενικότατου» και «ειδικού-γενικού»], ώστε τελικά να φαίνονταν ότι το «ειδικό-γενικό» απορρέει από το «γενικότατο», αλλοιώνοντας όμως δημιουργικά και ιστορικοσωρευτικά την ίδια την ουσία του ως «γενικότατου».
--
8
Ακόμα κι αν θέσουμε όμως έτσι τα «πράγματα» τής θεώρησης που θέλουμε να παράγουμε και να υπηρετήσουμε, δεν έχουμε κάνει καν ούτε το πρώτο βήμα για να ανακαλύψουμε το πρώτο σχεδίασμα μιας πραγματικής αν και αχνής σκιαγραφίας για το τι είναι «Κεφάλαιο» μη συνεχίζοντας απλά τις ορθές γενικότητες τού Μαρξ.
Το Ξέρω. Υπάρχουν μεγάλα μυαλά όπως ο Βαρουφάκης, ο Μηλιός, αλλά και ο Παφίλης, οι οποίοι παίζουν στα δάχτυλα τέτοια πράγματα, αλλά υπάρχουν ακόμα πιο βαθιά στον ωκεανό τής απόλυτης γνώσης μεγάλοι εγκέφαλοι στην Ανταρσύα, στους «αυτόνομους», υπάρχει ο μέγας Καφφέντζης, υπάρχει ο Μπελαντής, οπότε ίσως το Έργο έχει ήδη επιτευχθεί.
Απορώ με τις σπουδαίες και πολλαπλές ικανότητες αυτών των πολυμήχανων ανθρώπων, ειδικά όσων ξέρουν τα πάντα, όπως ο Γιάνης, και δεν ξέρω τι δουλειά έχει ένας επιφυλακτικός άνθρωπος [σαν και του λόγου μου] να μπλέκεται σε υποθέσεις που αφορούν τόσο θαρραλέους ανθρώπους. Αξίζει τον κόπο όμως.
Ο ενικός ειδικός-αφηρημένος/γενικός κανόνας τής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης αποτελεί μια συγκεκριμένη ενική έκφραση ενός ιδιαίτερου και [όσο υπάρχει εκμετάλλευση] πάντα ισχύοντος τύπου αφαίρεσης που σχετίζεται με την ίδια την ειδικοποίηση του γενικότατου κανόνα των εκμεταλλευτικών παραγωγικών δομών εν γένει [όπως έχουμε δει σε προηγούμενα σημεία τής ανάλυσής μας].
Όμως «ακόμα-και-ως» συγκεκριμένη ενική έκφραση αυτής τής ειδικής αφαίρεσης [λ.χ ως «καπιταλισμός»] δεν τίθεται ως μια αφαίρεση που δεν περιέχει τον όρο τής εμπρόσωπης εκμετάλλευσης: Η εκάστοτε εκμεταλλευτική κοινωνική τάξη τής εκάστοτε μορφής-εκδοχής εκμεταλλευτικής κοινωνικής παραγωγής, απαρτίζεται από πρόσωπα εκμεταλλευτές [μια ομάδα βρυκολάκων εκ των οποίων ο καθένας είναι ένας ξεχωριστός «διψασμένος-για-άλλη-ζωή» εκμεταλλευτής βρυκόλακας], και η εκμεταλλευτική αστική κοινωνική τάξη ως εκμεταλλευτική προσωποποίηση τού Κεφαλαίου απαρτίζεται από εκμεταλλευτικά πρόσωπα, τούς Αστούς και τους ακολούθους τους [ένας ακόμα «θίασος» βρυκολάκων].
Ο καπιταλισμός είναι όντως το μέχρι τώρα αφαιρετικότερο, το πιο απρόσωπο εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα που έχει εμφανιστεί στην ιστορία των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών συστημάτων, αλλά και τούτος δεν έχει υπερβεί την «αρχή τής εκμετάλλευσης», σε κάθε σημείο τής παραγωγικής διεργασίας «του», και ως «προσωποποιημένη-προσωπική/ιδιωτική εκμεταλλευτική κάρπωση» κάθε καρπού υπερπροϊόντος που απορρέει από αυτή.
Εδώ ακριβώς, σε αυτό το σημείο αυτών των κακιασμένων διαπιστώσεών μας, οι οποίες όμως είναι αληθινές, τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα, το οποίο θα το απλοποιήσουμε ως ερώτημα ενός «αντιπάλου»:
-Ωραία μας τα είπατε κακέ μας άνθρωπε, αλλά έστω κι έτσι δεν υπάρχει ειδικά στον καπιταλισμό ένα σύστημα έμπρακτων-υλικών αφαιρέσεων που δεν ορίζονται ως εκμεταλλευτικές αλλά ως η θεμελίωση των εκμεταλλευτικών σχέσεων;
Εύλογη η απορία τού φανταστικού συνομιλητή μας, και μπορεί να ευρεθεί εντός τού ίδιου τού μαρξικού «θεωρητικού σώματος».
Για να σας διευκολύνω σας θυμίζω την κάπως άστοχη ρητορική των παλαιών κομμουνιστών όταν μίλαγαν για την «υπανάπτυξη» των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με την ικανότητα/δυνατότητα των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών να στηρίξουν ένα πιθανό αταξικό σύστημα μετά από μια λαϊκή επανάσταση κ.λπ.
Δεν συμφωνώ με τη λογική αυτής τής ρητορικής, αλλά την αναφέρω ως ένα παράδειγμα αποδοχής μιας εξήγησης τής ύπαρξης και αναπαραγωγής τής ταξικής εκμετάλλευσης λόγω δομικών ορίων που έθεταν ή θέτουν μη-ταξικο-εκμεταλλευτικοί «λόγοι», δηλαδή λόγοι που δεν απορρέουν από την [άμεση] ταξική εκμετάλλευση, την ταξική πάλη κ.λπ.
Και χρησιμοποίησα το παράδειγμα τής ρητορικής παλαιών κομμουνιστών [μου-λού-δια και λοιπά λουλούδια], γιατί τούτοι ως λαϊκοί στόκοι και καλόκαρδα παιδιά τής πίστης εκφράζουν την έννοια τής αφαίρεσης που βρίσκεται «κάτω» από την ύπαρξη και αναπαραγωγή ενός εκάστου ταξικοεκμεταλλευτικού συστήματος παραγωγής, πολύ καλύτερα από τούς γενικά μπερδεψιάρηδες αριστεριστές/αναρχικούς [παλιούς και νέους] που «πρέπει» ως κομπλεξικοί με την «υψηλή θεωρία» και ως υστερικοί σεκταριστές ηθικολόγοι να τα πούνε αυτά με στρυφνό τρόπο, για να μην θιγεί η «μετωπική ταξικότητά» τους και για να μη δοθεί «λόγος ύπαρξης» στην ταξική εκμετάλλευση εκτός από την «ίδια» την ταξική εκμετάλλευση [ή το πολύ-πολύ από αόριστους λόγους όπως ο [ιεραρχικός] καταμερισμός (χειρωνακτικής-πνευματικής) εργασίας κ.λπ].
Πως λέγανε κάποτε κάποιοι; «η φτώχεια έχει ως αίτιο της την φτώχεια», έτσι και οι αριστεριστές/αναρχικοί κ.ο.κ εξηγούν την ύπαρξη τής ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας από το αίτιο «ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία», μερικοί δε σαν τον πρώην αριστεριστή [αλλά πάντα μαλάκα μέσα στον αριστερισμό του] Καστοριάδη, δεν δέχονται λόγους, αποχρώντες λόγους και ιστορικές αναγκαιότητες καθόλου, φρικάρουν με αυτά τα «εγελιανά» κ.λπ.
Οι παλαιοκομμουνιστές στόκοι, ακόμα κι αν διαβάσανε στην ζωή τους μόνο Ριζοσπάστη [όντως δύσκολο] είναι εντούτοις πιο λογικοί, πιο έξυπνοι και επίσης εγγύτερα στα επιστημονικά ερωτήματα από τους σεκταριστές, άσχετα αν αυτό από μόνο του δεν φτάνει πλέον. Το ερώτημα και το θέμα τής ειδικής καπιταλιστικής αφαίρεσης, ειδικά κατά την τελευταία διευκρίνησή του εδώ, νομίζω τέθηκε πλήρως. Και δεν έχουμε ακόμα δώσει καμία απάντηση, ούτε στο τελευταίο-τελευταίο ερώτημα..
Προτού προχωρήσουμε σε μια πρώτη ανάλυση τής ειδικής κεφαλαιοκρατικής μορφής τής εκμεταλλευτικής παραγωγής, θα εκφέρουμε μια ταυτολογία δια μιας ρήσης με «μαρξιστικό προσανατολισμό», για να επιτονίσουμε ένα σημείο στην εννοιολόγηση τού «Κεφαλαίου», το οποίο οι «ανανεωτικοί» και οι νεοαριστεριστές παραβλέπουν, αποκρύπτουν ή «απαλαίνουν» τεχνηέντως όταν θέλουν να ασκήσουν υστερική «πνευματική» [«ποιοτική»] κριτική στον καπιταλισμό, στο Κεφάλαιο ως «αφαιρετική δύναμη»: Το Κεφάλαιο ως δομή εκμεταλλευτικής αυτοαξιοποίησης τής [ανταλλακτικής-χρηματικής] αξίας δεν παύει να λειτουργεί σε κάθε φάση τής διεργασίας αυτοαξιοποίησης-αυτοσυσσώρευσης του, ως ένας εκμεταλλευτικός κοινωνικός συντελεστής, και επίσης, ο περισσευούμενος καρπός [το χρηματικά εκφρασμένο ως υπεραξία-κέρδος, υπερπροϊόν] αυτής τής εκμεταλλευτικής παραγωγικής διεργασίας, η οποία έχει την εγγραφή τού Κεφαλαίου «εντός» της, καρπώνεται από το Κεφάλαιο και ως «μετέπειτα» διεργασία συσσώρευσης και ως μέσο ατομικού εκμεταλλευτικού πλουτισμού των ιδιοκτητών [άμεσων ή μετόχων] και διευθυντών του. Δεν υπάρχει κανένα «στην κυριολεξία» απρόσωπο αφηρημένο Κεφάλαιο «από μόνο του», όπως και δεν υπάρχει κάποια «στην κυριολεξία» απρόσωπη αφηρημένη διεργασία αυτοαξιοποίησης τής [ανταλλακτικής-χρηματικής] αξίας «από μόνη της», και μάλιστα όλα τα πρόσωπα που μεσολαβούν την καπιταλιστική παραγωγική διεργασία από την θέση τού ιδιοκτήτη-κατόχου-κυρίαρχου ή διευθυντή παίρνουν πάντα ένα καλό μέρος τής υπεραξίας για να μασήσουν αποκλειστικά μόνα τους [τα προσώπατα τού Κεφαλαίου] μαζί με την οικογένεια τ# γκόμενα/ες/ους τους, σε διασκεδάσεις άραγμα πολυτελείς συνήθειες κ.λπ, κι έχουν και να πληρώσουν προσωπικούς ρουφιάνους, γλείφτες διανοούμενους, καλλιτέχνες κ.α για να τους εξυμνούν, ψυχαναλυτές και άλλους ψευτοειδικούς τής «απόλαυσης».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε και αυτή την πεζή πτυχή τής οικονομικής εκμετάλλευσης που επιτελεί [και] το Κεφάλαιο, η οποία είναι και η δημοφιλέστερη στα χάσκοντα λαϊκά κοινωνικά στρώματα τα οποία δικαίως αλλά με κάποια στενομυαλιά φθονούν. Χωρίς αυτή την «εικόνα» ανεβάζουμε αφόρητα το «επίπεδο» τής ανάλυσής μας και μπορεί να καταντήσουμε τίποτα Μηλιοί ή δεν ξέρω τι άλλο, και αυτό θα ήταν χάλια.
Αν θεωρήσουμε: α) τον γενικό κανόνα των εκμεταλλευτικών κοινωνιών και β) τον εκάστοτε ειδικό κανόνα ανά εκάστη ειδική μορφή [εκμεταλλευτικής κοινωνίας], ως αλληλοπλεκόμενες αλλά ωστόσο διακριτές μεταξύ τους «αφηρημένες δομές» [=αυτό είναι εν μέρει ταυτολογικό] οι οποίες είναι «παρούσες» σε κάθε εκμεταλλευτικό σύστημα, τότε αν θέλουμε να είμαστε θεωρητικά συνεπείς είμαστε υποχρεωμένοι να προσπαθήσουμε να ορίσουμε το «πως» αυτής της συγκεκριμένης αλληλοπλοκής ή «σύνθεσης».
--
9
Χρησιμοποιήθηκε μια έννοια «τροπικότητας» για να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Ο «τρόπος» ως έννοια δεν ανταποκρίνεται σε αυτό το καθήκον να ορίσουμε το «πως» «της», διότι υποσημαίνει μιαν αυτάρκη/καθαυτή «γενικότητα», την παραγωγή, η οποία ακολούθως υποστασιοποιείται από έναν «τροπισμό» στον οποίο φαίνεται να «ενσωματώνεται» ή να μην «ενσωματώνεται» η τάδε ή δείνα εκμεταλλευτική ή μη-εκμεταλλευτική ιδιότητα [μέσω και τής «ταξικής πάλης-αντίθεσης» και ούτω καθεξής]. Αυτή η εννοιολογική πρακτική μετατρέπει την παραγωγή εν γένει σε μεταφυσική αφαίρεση και ταυτόχρονα σε μια παθητική εικόνα τού τρόπου-τροπισμού της: Αυτό είναι το κυριότερο για μας:
Ότι δεν μπορεί δια μέσω αυτής τής έννοιας [τής τροπικότητας τής παραγωγής] να «ενσωματωθεί» η έννοια τού «είδους» τής «εκμεταλλευτικής δομής» [και] ως έννοια που αντανακλά ορθά την «εκμεταλλευτική παραγωγική δομή» ως «ειδική παραγωγική δομή».
Η έννοια τής «παραγωγής», μέσω αυτής τής σημασιολογικής και θεωρητικής απόφασης, μένει «εκτός» τού ιστορικού-κοινωνικού καθορισμού ως θεμελιωδώς υλικού-δημιουργικού καθορισμού, ακόμα κι αν η «τροπικότητα» [τής παραγωγής] παρουσιαστεί ως «κατάσταση» μιας ευρύτερης θεμελιωδώς υφιστάμενης δημιουργικής υλικότητας και με αυτόν τρόπο ο κοινωνικός-και-ταξικός καθορισμός [παρουσιαστεί] ως μέρος αυτής τής [ευρύτερης] δημιουργικής υλικότητας, άρα [ακόμα κι αν παρουσιαστεί με αυτή την εννοιολογία] συνεπαγωγικά [και μόνον] και η παραγωγή ως καθορισμένη-ως-καθορίζουσα [δημιουργούσα] μέσω τής «κοινωνικής-και-ταξικής» «τροπικότητάς» «της».
Η «τροπικότητα» τής «παραγωγής», ως έννοια, στηρίζεται σε μιαν «ηπιότερη» ή «σκληρότερη» εννοιολογικο-οντολογική «απομείωση» τής δυνατότητας τής παραγωγής εν γένει, τής παραγωγής ως «αφαίρεσης» [σύνθεσης «αφαιρέσεων»] να περιέχει ενδογενώς βαθείς ιστορικούς και κοινωνικούς-ταξικούς καθορισμούς αλλά και οριοθετικούς ταξικούς περιορισμούς.
Είναι όμως αυτή η «αδυναμία» τής συγκεκριμένης εννοιακής πτύχωσης προκαλούσα πρόβλημα σε κάθε «μαρξιστική» ή «ριζοσπαστική» εννοιολογία;
Ας δούμε: Αυτοί που έθεσαν την «μετωπική» ταξικότητα, δηλαδή την «καθαρή» «ταξική αντίθεση», στο επίκεντρο τής αριστερίστικης μαρξιστικής-ή-αναρχικής αναβίωσης τής επαναστατικής θεωρίας [μάης68], δεν αντιμετώπισαν, εντέλει, σημαντικά θεωρητικά προβλήματα στην ενσωμάτωση τής έννοιας τής «τροπικότητας» στην νέα ιδεολογία-και-θεωρία τους, ακόμα κι αν την απαρνήθηκαν ή την απόρριψαν ήδη από την αρχή ως «λέξη», εφόσον η σχετικά ασταθής/αόριστη και εύπλαστη «υφή» της τους χρησίμευσε τελικά στην δημιουργία τής νέας μεταφυσικής και δογματικής ψευτοδιαλεκτικής/υπερδιαλεκτικής τους.
Ο ιστορικός-κοινωνικός και ο ταξικός καθορισμός τού κοινωνικού Είναι, δεν τέθηκε εννοιολογικά/επιστημολογικά και οντολογικά και στο αφηρημένο παραγωγικό πλαίσιό του, όπως θα ετίθετο σε έναν «κλασικότερο» μαρξισμό που θα περιστρέφονταν ιδεολογικά-οντολογικά και εννοιολογικά/επιστημολογικά «γύρω» από την έννοια των «κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων».
Ακόμα και ο «δομιστικός νεο-μαρξισμός» περιστράφηκε γύρω από το νέο βολουνταριστικό «μυστήριο» τής «καθαρής ταξικής αντίθεσης-πάλης» κ.λπ, ενώ θα μπορούσε να έχει αγγίξει το ζήτημα όπως σας το έθεσα μόλις.
Η έννοια τής «τροπικότητας» [με όλες τις σημασιολογικές-ιδεολογικές μεταμφιέσεις της] ήταν το «ιδανικό» ιδεολογικό μέσο για την σεκταριστική κριτική τής έννοιας τής παραγωγής εν γένει, εφόσον μπορούσε εύκολα να γίνει αντικείμενο μιας βολουνταριστικής εννοιολογίας «υπαγωγής» της στην άμεση ταξική αντιπαράθεση και αντίθεση, έτσι όπως τούτη υπεραντιπροσωπεύονταν [και υπεραντιπροσωπεύεται ακόμα] στην ιδεολογική «κοσμολογία» τού αριστερισμού [την λένε και «κοσμάρα»]. Μπορώ να συνοψίσω όλη αυτή την «νέα θεωρία», εντάσσοντας σε αυτήν και την εννοιολογία τής «τροπικότητας», ως: α) μια «μεταφυσική τής δυνατότητας» [άλλο θέμα] και β) ως μια «μεταφυσική τής [αυτονομίας τής] τροπικότητας», όπου και η δυνητικο-λογία και η τροπισμο-λογία, εντάσσονται περισσότερο σε έναν νεομεταφυσικό υλισμό.
Η δική μας έρευνα και αναζήτηση για τον θεωρητικό προσδιορισμό τής γενικής-ειδικής καπιταλιστικής δομής τής παραγωγής, με βάση και μιαν άλλη έννοια των «κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων» και τής «παραγωγής», βρίσκεται στον αντίποδα των προηγούμενων θεωρήσεων.
Δεν νομίζω ότι μια φουκωική θεώρηση για το [ανθρώπινο] σώμα, ή για την «σωματικότητα», ως ανοιχτό και εύπλαστο [σχεσιακό] πεδίο πολλών εγγραφών, επιρροών και πολλών «καταγωγικών θεμελιώσεων», αίρει την οντολογικοποίηση τής «σωματικότητας», η οποία απαρτίζει ως κύριο στοιχείο την ύστερη «κριτική» «προοδευτική» θεωρία.
Ίσα ίσα, αυτή ακριβώς η φουκωική θεώρηση είναι ο αλλοτριωμένος πυρήνας τής νέας αλλοτριωτικής θεωρίας.
Ο Φουκώ έθεσε με «αντιεγελιανό» τρόπο το ζήτημα τής σωματικότητας σε όλες τις πτυχές της, με μιαν αμφιθυμία και μιαν άρνηση ως προς την ιστορικότητα τού φαινομένου, αν και η πρωτοτυπία τού έργου του είναι ο αναγκαστικός «εγελιανισμός» αυτού τού εγχειρήματος.
Έχω αναφερθεί παλαιότερα στην σημαντικότητα τού έργου τού Φουκώ, την οποία δεν πρόκειται να αμφισβητήσω, ειδικά σε μερικά σημεία του που έχουν προσφέρει «ορισμούς-και-προσδιορισμούς» των πραγμάτων.
Ωστόσο, με τα τωρινά δεδομένα τής έρευνάς μας, με τα πρώτα πορίσματά της, όπως επίσης με βάση τα επίκαιρα δεδομένα τής συνολικής κατάντιας και έκπτωσης όλων των φουκωικών αλλά και άλλων ευρύτερων εξίσου καταστροφικών μηδενιστικών-και-σκοταδιστικών αντιλήψεων για την υγειονομική και βιοπολιτική συνθήκη τής ζωής των ανθρώπων, το καθήκον μας για πολεμική κριτική διευρύνθηκε:
Αυτό που παρουσιάζεται στην ιδεολογική και επιστημονική «αναπαράσταση» ως μια «σωματική μονάδα» ανθρώπινης ή υποκειμενικής «ικανότητας-και-δεξιότητας» για εργασία [ως μονάδα μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα και πολλαπλότητα ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων], είναι το αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής, άρα μη-επιλεγμένης ιστορικής διεργασίας αποδέσμευσης τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας από την «ανάγκη» «της» να δομεί την κυριαρχία «της» επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας-παραγωγής, και επί τού προϊόντος αυτής, δια μέσω τής αναγκαστικής αρχικής βίαιης δέσμευσης των φορέων τους ως φορέων, ως «εξωτερικών φυσικών σωμάτων».
Η προ-καπιταλιστική εκμεταλλευτική κυριαρχία δομούσε την κυριαρχία της στους υποκειμενικούς όρους τής εργασίας και το προϊόν που παρήγαγαν δια μέσω τής αρχικής βίαιης δέσμευσης της «εξωτερικής φυσικής» πτυχής τής παρουσίας τους.
Η προ-καπιταλιστική εκμεταλλευτική κυριάρχηση τού εργασιακού υποκειμένου τελούνταν δια μέσω τής βίας επί του «εξωτερικού φυσικού σώματος». Καμία κυριαρχία, ειδικά προ-καπιταλιστική, δεν μπορεί να ασκήσει βία επί ενός υποθετικού «συνολικού σώματος».
Το «σώμα» είναι μια αφαίρεση κι αυτό, ας ενοχλεί αυτό το γεγονός τον [όχι και τόσο νέο πλέον] νιτσεϊκής καταβολής «υλισμό» μερικών.
Οπότε, όπως πρέπει πάντα να προσέχουμε όταν εξετάζουμε μη-ρητορικά, όσο είναι δυνατόν, την ουσία των εννοιών και των ορισμών μας, έτσι κι όταν χρησιμοποιούμε έννοιες και λέξεις που παρουσιάζονται ως αυτονόητες και απορρέουσες από μια «φυσική» κατάσταση των πραγμάτων, όπως είναι το σώμα, πρέπει να προτάσσουμε και στον εαυτό μας και στους άλλους την απαίτηση να τις αντιμετωπίσουν ως αφαιρέσεις, οι οποίες πρέπει με την σειρά τους: 1. να εξεταστούν κατά πόσο είναι κενές και κατά πόσο θα μπορούσαν να αποκτήσουν εμπειρικό περιεχόμενο, 2. να εξεταστούν ως δυνάμενες να έχουν, αν και αφηρημένες, πολλές εσωτερικές διαιρέσεις σε «εξίσου» αφαιρετικές ειδικές μορφές, 3. να εξεταστούν στο γεννητικό ιστορικό πλαίσιο τους, χωρίς να ταυτιστούν πλήρως με αυτό, αλλά και χωρίς να θεωρείται ότι «έπεσαν από τον πλατωνικό ουρανό» σαν να υπήρχαν πάντα.
Προκειμένου να διαρρηχθεί μια ιδεολογική οντολογικοποίηση μερικών εννοιών που καταντούν ράκη μιας προηγούμενης βασανιστικής κριτικής γέννας, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει θαρρώ, έστω μόνον στην «αρχή», εικονιστικά σχήματα, βίαιες μεταφορές, βίαιες ως προς την υπερβολική εκλέπτυνση που έχει δημιουργήσει η ιδεολογία στους υπνωτισμένους ακολούθους της.
Διότι η ιδεολογία-ιδεοληψία, δεν είναι μόνον μια χοντροκοπιά, μια άγαρμπη βία επί τού πολλαπλού και πολύμορφου κόσμου μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια έξαψη περιπτωσιολογικών εκλεπτύνσεων, υπόγειων αμυνών, προφάσεων και παρασιωπήσεων, οι οποίες πρέπει να συντρίβονται με ορμή, και να εκτίθενται στο φως τού ανθρώπινου κόσμου τής καθημερινότητας, ο οποίος πάντα καταλαβαίνει από παραδείγματα και εικόνες, και καλά κάνει και καταλαβαίνει μέσα από παραδείγματα και εικόνες.
Μιλώντας λοιπόν για την προ-καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί τού «εξωτερικού φυσικού σώματος» σε αντιδιαστολή προς την καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί ενός [ετερογενούς προς το προαναφερθέν] «εσωτερικού φυσικού σώματος» που απαρτίζεται από τους αφηρημένους προσδιορισμούς ή όρους τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, εννοώ βέβαια κάτι που μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά και να χρησιμοποιηθεί ακόμα και επαναστατικά-προπαγανδιστικά από όποιον θέλει να το χρησιμοποιήσει, και όχι τίποτα στρυφνές θεολογίες τού μη-ιερού όρους των λειψανολατρών ή τίποτα απομεινάρια από νεοκαντιανές θεολογίες τού Παντείου.
Μη προσπαθώντας να ορίσω τα πάντα από την πρώτη παράγραφο [πράγμα που προϋποθέτει ή ταλέντο ή φιλοσοφική τερατωδία σκέψης, που δεν έχω τίποτά τους], πρέπει κάθε εικονιστική αφαίρεση να την αντισταθμίζω με μιαν αντίρροπη αποσβεστική και διαφοροποιητική της, ώσπου όλα να ξαναβυθίζονται στην αφαίρεση, τής οποίας όμως ο «φορέας-αναγνώστης» πρέπει να ξέρει ότι είναι αφαίρεση, άρα ίσως ένα τίποτα, πάλι.
Το «εξωτερικό φυσικό σώμα» είναι μια αφαίρεση που εικονίζει βοηθητικά την θεώρηση της ωμής θεμελίωσης τής προ-καπιταλιστικής κυριαρχίας σε διάκριση προς την δομική κυριαρχία τού Κεφαλαίου που όπως και να το κάνουμε στόχευσε και στοχεύει, ας το πω κι ας φανεί πολύ «λαϊκό», στην ψυχή τού εργαζόμενου, δημιουργικού σώματος των ανθρώπων και των ζώων, στο «εσωτερικό σώμα» τους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε «σώμα» γενικά, ούτε «εξωτερικό σώμα», ούτε «εσωτερικό σώμα», γενικά, παρά μόνον μια συσχέτιση τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας με ζωντανά ανθρώπινα-ή-ζωϊκά υποκείμενα, και τα αποκρυσταλλώματα αυτής τής εξουσιαστικής και οντολογικά αδιέξοδης συσχέτισης και συνσυγκρότησης, είναι οι οντολογικοποιημένες και μεταφυσικοποιημένες πτυχές που προαναφέραμε, ως «μέρη» μιας γενικότερης ψευδο-ολικής πτυχής, τής «σωματικότητας», η οποία δεν υπάρχει κι αυτή παρά μόνον σαν φάντασμα μιας ενιαίας ζωής. Αν θέλουμε να ψάξουμε κάτι, ας ψάξουμε πως αυτή η εξουσιαστική οντολογικοποίηση, το «σώμα», αντιπροσωπεύεται στην έννοια/κατάσταση τού καπιταλιστικού εμπορεύματος που περικλείει την εργασιακή δυνατότητα/ικανότητα των ανθρώπων και των ζώων. Είδαμε ότι η εργασιακή/εργατική δύναμη αν και είναι μια πτυχή τής συνολικής εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας, λόγω των αλλοτριωτικών δυνατοτήτων της ως «ιδανικό υλικό» τής ιστορικής ανάδυσης τής εμπορευματικής-καπιταλιστικής μορφής της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια απλά «αντικειμενική» πτυχή τής εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας [δογματικός τρόπος θέασης της].
Δεν μπορεί ωστόσο και να ταυτιστεί με την εμπορευματική-καπιταλιστική μορφή της αλλά ούτε καν με την στατική γενική-ή-αφηρημένη μορφή της όπως τούτη θα παράγονταν υποθετικά από μιαν νέου [γραφειοκρατικού ή κρατικοκαπιταλιστικού] τύπου «αλλοτριωτική» «διαλεκτική άρση-και-επέκταση» της ως αυτονομημένου καπιταλιστικού όρου.
Ως θεωρητικός και πρακτικός όρος, η «εργασιακή/εργατική δύναμη» έχει εντέλει ακόμα την αόριστη απειρία που έχει ο όρος τής «εργασίας-παραγωγής» [στην ανώτατη αόριστη αφαίρεσή του και στις διάφορες πιθανές αυθαίρετες ειδικοποιήσεις του].
Αυτό σημαίνει ότι, πέραν των δογματικών μαρξιστικών θέσεων για το θέμα και των χαοτικών και ετεροκαθορισμένων νεοαριστερίστικων κριτικών αυτών των δογματικών θέσεων, υπάρχει ένα πρόβλημα που τίθεται με συγκεκριμένους όρους και δεν έχει ακόμα επιλυθεί.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη αν ορισθεί ως σύνολο ικανοτήτων που δεν μπορούν παρά να έχουν πάντα και δημιουργική πτυχή, δεν παράγεται συνολικά ως αγαθό, είτε είναι εμπορευματικό/και/καπιταλιστικό είτε όχι, άρα συνεπαγωγικά δεν μπορεί να παραχθεί όπως παράγονται όλα τα άλλα αγαθά εφόσον σε μια καθοριστική πτυχή της είναι μη-αγαθό, είναι κάτι πέραν των αγαθών και των πραγμάτων γενικά.
Προλαβαίνω την αιώνια Ολμε, και κάθε «αγαθιάρα» παιδαγωγική «αριστερά», που βλέπει πίσω και κάτω από όλες τις διανοητικές και εικαστικές δημιουργίες και επιστήμες μια καλοσυνάτη ή μια κακιά και λειψή καπιταλιστική «παραγωγική κατανάλωση» «εκπαιδευτικών αγαθών» που ισχύει σε κάθε κοινωνικό σύστημα ως η απόλυτη «Αιτία» παραγωγής-δημιουργίας αυτών των επιστημών-και-δημιουργιών. Δεν υπάρχει άδικο και λάθος σε όλα από αυτά που λέει η αιώνια Ολμε, αλλά όπως πάντα υπάρχει σε αυτά μια προκρούστεια «αριστερο»δασκαλίστικη αντίληψη για το τι είναι η δημιουργία και η υλική παραγωγή νοημάτων, αγαλμάτων εικόνων ταινιών λογοτεχνημάτων, αλλά και τροφής, ρούχων και άλλων. Κάτω από όλα αυτά υπάρχει μεν και θα υπάρχει πάντα μια διεργασία «παραγωγικής κατανάλωσης» εκπαιδευτικών και γνωσιακών-εμπειρικών αγαθών, υπό καπιταλιστικούς ή άλλους όρους, αλλά η δημιουργία δεν είναι «αυτό», η δημιουργική ικανότητα δεν είναι «αυτό», ακόμα κι αν είναι και «αυτό» εν μέρει, ακόμα κι αν χρειάζεται και «αυτό».
Η δημιουργία και η δημιουργική ικανότητα που την θεμελιώνει, θεμελιωνόμενη κι αυτή από την ίδια την δημιουργία, είναι αυτοδημιουργία και αυτοπαραγωγή, άρα σε μια κρίσιμη και κορυφαία πτυχή της, η οποία άρχει και κυριαρχεί επί των υπολοίπων πτυχών της, δεν είναι αγαθό, ούτε παράγεται από άλλα αγαθά. Γιατί άραγε η «ταπεινή» εκδοχή της, η τάχα «ταπεινή» εκδοχή της, η εργασιακή/εργατική δράση, και η ταπεινή εκδοχή τής τάχα «ταπεινής» αυτής δράσης, η εργασιακή/εργατική δύναμη, να μην υπόκειται στην ίδια νομοτέλεια εξαιρετικότητας και υλικής υπερβατικότητας.
--
9
Η εργασιακή/εργατική δύναμη παρουσιάστηκε ιστορικά σαν μια αναδυόμενη ως εμπόρευμα καπιταλιστική [πρακτική-θεωρητική] αφαίρεση, η οποία ωστόσο υπήρχε και πριν τον καπιταλισμό, και θα υπάρχει και μετά τον καπιταλισμό, ως μια πτυχή [ή μερική «όψη»] τής έννοιας/κατάστασης τού εργασιακού υποκειμένου.
Το Κεφάλαιο υπάρχει ως ο κυρίαρχος εκμεταλλευτικός «πόλος» μιας κυριαρχούμενης-από-«αυτό» διπολικής αντινομικής ενότητας, όπου τον άλλο «πόλο» τον απαρτίζει το εμπόρευμα «εργασιακή/εργατική δύναμη». Εάν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα «αρθεί στο ύψος» τής επιθυμίας τής ολότητάς της, τείνει να διαρρήξει τον αυτονομημένο ως εμπόρευμα πτυχωτικό «εαυτό» της [ήτοι, την αποξενωμένη-και-οντολογικοποιημένη ως εμπόρευμα πτυχή: «εργασιακή/δημιουργική δύναμη»], και επιθυμεί να τον «αφομοιώσει» ξανά στην ολότητα τής εργασιακής υποκειμενικότητας.
Όταν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα εξεγείρεται ενάντια στην καπιταλιστική-εμπορευματική αυτονόμηση μιας πτυχής της [ήτοι, τής «εργασιακής ικανότητας» ως αποξενωμένης από τους άλλους όρους τής εργασίας και τής ζωής] επιδιώκει και επιθυμεί να την εντάξει ξανά ως «μερικό στοιχείο» σε μιαν ενιαία ολότητα, η οποία συμπεριλαμβάνει: και 1) την εργασιακή υποκειμενικότητα ως «ενιαία οντότητα» [χωρίς την εργασιακή/εργατική δύναμη ως αποκομμένη] και 2) τα αντικειμενικά υλικά μέσα παραγωγής-και-επιβίωσης στα οποία εργάζεται και δρα δημιουργικά-παραγωγικά.
Άρα: Όταν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα επιθυμεί την ένωση των σπασμένων κομματιών τού «εαυτού» της και εξεγείρεται με βάση αυτή την επιθυμία της, πρέπει για να περάσει από την επιθυμία στον ορθό και συνεκτικό Λόγο και να μην ξεπέσει στον «αυτονομισμό» τον εργατίστικο σεπαρατισμό, και μιμητισμό ταυτόχρονα, τής τάχα μου «προλεταριακής αυτοαξιοποίησης», να δει καταρχάς ότι η προσωρινή και εύθραυστη ενότητά της δεν είναι «ολότητα», ούτε καν μια συνεκτική αν και κατασκευασμένη «εργασιακή/εργατική ενότητα» [όπως θα την όριζε λόγου χάριν ένας μη-ολιστής επαναστάτης], εφόσον θα «λείπει ακόμα» το αντικειμενικό υλικό στοιχείο, τα μέσα παραγωγής, τα μέσα επιβίωσης και οι πόροι, αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «ανόργανο σώμα» των ανθρώπων.
Αν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα κάνει κατάληψη στην μονάδα παραγωγής που δουλεύει; [μιλώντας πάντα για την εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα νομιναλιστικά-υλιστικά και όχι σαν να υπάρχει τάχα μου παντού ως ένα οντολογικό Εν].
Κι αν ακόμα λοιπόν αυτή η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα οικειοποιηθεί μια μονάδα ή περισσότερες μονάδες τού συνολικού συστήματος παραγωγής μιας χώρας ή μιας ευρείας έκτασης εντός τής χώρας, και τότε ακόμα δεν θα έχει μπορέσει να ενώσει την εξεγερμένη επιθυμητική υποκειμενικότητά της με τους υλικούς όρους που θα τής έδιναν συνεχή και συγκροτημένη πρόσβαση σε μια ζωή χωρίς εκμετάλλευση. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν «έξωθεν» παρεμβάσεις, αντεπαναστατική ή αντιεξεγερτική καταστολή, το εξεγερμένο υποκείμενο ως εργασιακό/εργατικό υποκείμενο, θα ήταν δυνατόν να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και κυριάρχησης «εκ των έσω», όπως το έχει αποδείξει όχι μόνον η σταλινική εμπειρία [ο Τρότσκι ήταν χειρότερος χασάπης] αλλά σε «σμίκρυνση» και τα διάφορα αντιεξουσιαστικά κινήματα. [Αυτή η «σμίκρυνση» των αντιεξουσιαστικών κινημάτων υπάρχει λόγω «δομικής ανικανότητας» επέκτασης τού εγχειρήματος τους πάνω από μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα, πλην του ΡΚΚ το οποίο όμως όπως λένε και οι χλαπάτσες τής «αυτονομίας» είναι «εθνοσταλινικό» οπότε να μην το συνυπολογίζουν στις επιτυχίες τους, και οι σταλινικοί «μικροαστικό εθνικιστικό» οπότε να μην το συνυπολογίζουν κι αυτοί στην οργανωτική τους παράδοση].
Το ζητούμενο παραμένει πάντα μια εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα που θα μπορούσε να περάσει από την φάση τής «εξέγερσης» και τής επιθυμητικής ψευδο-ολότητας, στην φάση τής εθνικής-και-παγκόσμιας/οικουμενικής Κυριαρχίας της επί των αντικειμενικών όρων τής ζωής.
----
Ενδιάμεση σημείωση, σαν πρόλογος..
Θεωρώ ότι υπάρχει τρόπος να «μετρηθεί» η ποσότητα και να προσδιορισθεί η ποιοτική συγκρότηση τής εργασίας σε ένα σύγχρονο σύστημα παραγωγής, και μάλιστα υπάρχει τρόπος επίσης να «μετρηθεί» σε σχέση με την υφιστάμενη «τεχνική σύνθεση» τής παραγωγής [αν είναι καπιταλιστική σε σχέση με την «τεχνική σύνθεση τού Κεφαλαίου»] η ποσότητα «ενσωμάτωσης» τής εργασίας ως «αφηρημένης εργασίας» στο τελικό προϊόν.
Μιλάω για ένα είδος σχετικής προς την «τεχνική σύνθεση» μέτρησης, διότι η τεχνική σύνθεση αλλάζει, είναι μεταβαλλόμενη, οπότε κάθε στατική μέτρηση, ειδικά σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τεχνικό σύστημα μιας παραγωγής που βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνιστική κίνηση, θα ήταν λανθασμένη ακόμα κι αν αναφέρονταν, όπως θεωρούμε ορθότερο, στην αφηρημένη διάσταση τής εργασίας.
Ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» που χρησιμοποιεί [ως έννοια] ο Μαρξ πρέπει να εννοείται σε αυτό μάλλον το πλαίσιο, εφόσον ο «χρόνος εργασίας» πέραν τής αφηρημένης διάστασης τής εργασιακής δράσης που εμβάλλει στην ανάλυση, ως κοινωνικά αναγκαίος σημαίνει ότι είναι μεταβαλλόμενος σε αναφορά προς κάτι πέραν τής ίδιας τής εργασίας ως γενικής αφαίρεσης: Υπάρχει μια ούτως ειπείν εξίσου ευρεία αφαίρεση που αφορά στην κοινωνική αναγκαιότητα, η οποία «περιβάλλει» την εκάστοτε μονάδα αφηρημένης-συγκεκριμένης εργασίας, και αυτή δεν είναι μια «γενική κοινωνική αναγκαιότητα» αλλά μια «κοινωνική αναγκαιότητα»-ως-«χρονικότητα» άμεσα αναφερόμενη στην διεργασία τής εργασίας-παραγωγής.
Δεν θυμάμαι κάποια αναφορά τού Μαρξ στην σχέση αυτής τής «χρονικής κοινωνικής αναγκαιότητας» τής εργασίας με την τεχνική σύνθεση [τού Κεφαλαίου], πιθανά αναφέρεται [και] στην οργάνωση τής εργασίας υπό το ειδικό πλαίσιο των κυρίαρχων [καπιταλιστικών] παραγωγικών σχέσεων, το οποίο απαιτεί συγκεκριμένους χρόνους παραγωγής σε αναφορά όχι μόνον προς την «αναγκαιότητα» τής τεχνικής σύνθεσης τού Κεφαλαίου αλλά και προς άλλες «αναγκαιότητες». Από την δική μου ταπεινή σκοπιά, πέραν των άλλων προβλημάτων τής μαρξικής θεωρίας περί [ανταλλακτικής] αξίας, μόνο ένα «σφικτό δέσιμο» τής έννοιας τού «κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας» με την «τεχνική σύνθεση» θα έβγαζε σήμερα νόημα για αυτή την έννοια.
Πείτε με επηρεασμένο από την τεχνοκρατία. Πρόβλημά μου.
Προχωράμε σε ένα άλλο θέμα.
--
10
Ο Μαρξ κατασκεύασε την έννοια τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» για να αντανακλάσει θεωρητικά ένα δομικό στοιχείο τής εργασιακής υποκειμενικότητας που αναδύθηκε στο καπιταλιστικό σκλαβοπάζαρο των εργασιακών ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων ως αυτονομημένο και αποξενωμένο «συμπύκνωμά» τους, χωρίς να λέει όμως πουθενά ότι «αυτό» ως «συμπύκνωμα» εν γένει είναι καπιταλιστικό, όπως λένε λόγου χάριν αριστεριστές που ταυτίζουν «εργασιακή/εργατική δύναμη» με την εμπορευματική-καπιταλιστική μορφή της. Υπάρχει ιστορική συγκροτητική σχέση τής ανάδυσης τής πτυχής αυτής, δηλ. τής εργασιακής/εργατικής δύναμης, με την καπιταλιστική-εμπορευματική μορφή της, αλλά όχι ταυτότητα μεταξύ τους [ό,τι συμβαίνει και με την έννοια/κατάσταση τής παραγωγής κ.λπ]. Από κει και πέρα, πέρα από τις αριστερίστικες ιδεολογικές και ιδεοληπτικές ταυτίσεις τής εργασιακής/εργατικής δύναμης με την εμπορευματική/καπιταλιστική μορφή της, υπάρχει ένα θέμα με την υποταγή τού Μαρξ τού ίδιου αλλά και των μαρξιστών [πλην των αριστεριστών που του γαμάνε τη μάνα όμως] στην λογική τής «αντικειμενικότητας» τής έννοιας/κατάστασης αυτής. Γιατί το λέω αυτό;
Η προσπάθεια να οριστεί από τον Μαρξ η εργασιακή υποκειμενικότητα ως «εμπορεύσιμο-ανταλλάξιμο» «ον», είχε σαν προϋπόθεσή της να τεθεί η ίδια τούτη [δια μίας πτυχής της] ως ένα «αντικείμενο» με όρια και υλικές ιδιότητες όπως όλα τα άλλα «εμπορεύσιμα-ανταλλάξιμα» «όντα». Η ιδιοτυπία τής εργασιακής/εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος είναι για τον Μαρξ ότι περιέχει ως «αξία χρήσης» της μιαν ιδιότητα δυνητικής παραγωγής έργου πέρα και πάνω από την αξία της, αλλά ως ένα δεδομένο πραγμικό συμπύκνωμα «έπρεπε» να έχει την ίδια μη-ιδιότυπη μορφή που έχει κάθε εμπόρευμα, «έπρεπε» να έχει όρια, να είναι δηλαδή πεπερασμένη και να είναι προερχόμενη από ένα άλλο παράγον στοιχείο ούτως ώστε να έχει μετρήσιμη αξία κι «αυτό» όπως τα άλλα.
Ορθά ο Μαρξ είδε πως αν μιλούσε για «εμπόρευμα-εργασία» και για «αξία τής εργασίας» θα έπεφτε σε άλυτες αντιφάσεις, διότι αν η εργασία είναι το μέτρο μέτρησης τής αξίας [απλουστεύω], τι θα μετρούσε την ίδια; Το μέτρο δεν μετράει τον εαυτό του. Άρα απέφυγε να μιλήσει για «πώληση τής εργασίας», και θέλησε επίσης να μεταμορφώσει αυτό που πωλείται ως «πράγμα» σε «πράγμα» που παράγεται από μιαν άλλη εργασία, έτσι ώστε να υπόκειται στην «θεωρία τής αξίας» η οποία αναφέρεται σε μονάδες εργασίας παραγωγής «αξιών» κ.λπ Όμως: Και η μαρξική «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως έννοια/κατάσταση, όσο και να την υπαγάγεις στην εργασία παραγωγής της, η οποία όντως υπάρχει [γιατί όμως να μην μιλήσουμε για εργασία παραγωγής τής εργασίας; το ίδιο δεν θα ήταν;], η εργασιακή/εργατική δύναμη λοιπόν ούτε αυτή δεν παράγεται ως όλον από εργασίες παραγωγής της «έξω» εντελώς από το υποκείμενο που την φέρει, αν δεν την προσδιορίσουμε τουλάχιστον ως και-αυτοπαραγωγή.
Η «παραγωγική κατανάλωση» ακόμα και εκπαιδευτικών αγαθών-εμπορευμάτων δεν μπορεί να παράξει εργασιακή/εργατική δύναμη υπάρχουσα ως «δημιουργούσα δύναμη» αν τούτη δεν είναι και αυτοπαραγόμενη αυτοδημιουργούμενη.
Η ιδιοτυπία τής εργασιακής/εργατικής δύναμης ανατινάζει την ύπαρξη της ως εμπορεύματος. Το εμπόρευμα αυτό μάλλον δεν υπάρχει, έτσι όπως το εννοεί ο Μαρξ και οι μαρξιστές. Κάτι άλλο πουλιέται ως «εργασιακή/εργατική δύναμη».
Αυτό που στον καπιταλισμό πουλιέται και αγοράζεται ως δυνατότητα και δύναμη εργασίας, ως ικανότητα και ως δεξιότητα, είναι άραγε «ταυτόσημο» ακόμα και με την εργασιακή/εργατική δύναμη όπως θα την ορίζαμε αν την ορίζαμε «στενότερα», δηλαδή ως ήδη παραχθείσα-συντελεσθείσα και συγκεκριμένη, μορφικά δημιουργημένη «συλλογή» αυτών των ιδιοτήτων ως δεδομένων;
Μιλάμε για την εργασιακή/εργατική δύναμη/δυνατότητα σαν ένα οριστικοποιημένο ως προς την ποιοτική συγκρότησή του σύστημα δεξιοτήτων και δυνάμεων, και όχι ως ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο από την εκπαίδευση-εμπειρία σύστημα.
Για να προχωρήσουμε την μελέτη μας και να πραγματευτούμε την απορία μας, «αποκλείουμε» θεωρητικά-πειραματικά όλες τις διεργασίες που σημαίνουν την εργασιακή/εργατική δύναμη ως δημιουργικά παραγόμενη/αυτοπαραγόμενη, ως ουσιαστικά/γεννητικά παραγόμενη όπως παράγεται ένα νέο σύστημα ή μια νέα μορφή, [και αυτό είτε είναι καπιταλιστική-εμπορευματική είτε όχι].
Το «πράττουμε» αυτό, για να δώσουμε το περιθώριο σε μια δυνατότητα θεώρησης κατά την οποία η έννοια/κατάσταση τής «παραγωγής» τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημη/ταυτή με την έννοια τής «αναπαραγωγής» της.
Αν «αποκλειστεί» τεχνητά, μπει δηλαδή σε «παρένθεση αποκλεισμού» η μη-εντάξιμη στην «αναπαραγωγή» [αλλά και την «παραγωγή» μέσω αποκλειστικά τής «παραγωγικής κατανάλωσης»] παραγωγή-δημιουργία τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης», τότε, η παραγωγή της «εργασιακής/εργατικής δύναμης» είναι πιθανά ταυτόσημη/ταυτή με την αναπαραγωγή της, όχι μόνον στο επίπεδο τής έννοιάς της εκείνης που σημαίνει την υλική-«βιολογική» αναπαραγωγή των σωματικών όρων τού εργαζόμενου υποκειμένου ως «σωματικού φορέα» των ιδιοτήτων τής ικανότητας/δεξιότητας κ.λπ.
Όχι μόνον ως «υποκείμενο» «σωματικός-φορέας-των-ιδιοτήτων» αυτών, αλλά και ως «υποκείμενο» που ταυτίζεται με αυτές τις ιδιότητες ως «πάγιες ιδιότητες» που «χρειάζονται» απλά «συντήρηση» και δεν «δημιουργούνται-παράγονται» [πλέον] ως εξαρχής, το εργαζόμενο υποκείμενο ταυτίζεται ούτως ως «συμπύκνωμα» με την εργασιακή/εργατική δύναμη/δυνατότητα, και τούτη αποτελεί και μετρήσιμη, και συγκροτημένη ως παραγόμενη, παραγόμενη-ως-αναπαραγόμενη.
Άρα, το κλασικό μαρξικό σχήμα για την «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως καπιταλιστικό εμπόρευμα [αλλά και υπό άλλο σύστημα] ισχύει υπό αυτούς τούς όρους, δεν είναι συνολικά άστοχο, αλλά μερικό, ως ένας από τους ορίζοντες ανάλυσης τής σχέσης τής εργασιακής/εργατικής δύναμης με την συνολική καπιταλιστική διεργασία. Ο μαρξικός «Νόμος τής Αξίας» πνέει εδώ και αιώνες τα λοίσθια ως θεωρία, αλλά δεν αποβιώνει διότι «αναμένεται» περιεκτικότερη αντανάκλαση τής νομοτέλειας που τον συγκροτεί.
Υπάρχουν 2 ή περισσότεροι (;) τρόποι μαρξιστικής ή μαρξογενούς καθήλωσης κατά την διεργασία θεώρησης τής έννοιας/κατάστασης τής εργασιακής/εργατικής δύναμης/δυνατότητας.
Ο δογματικός τρόπος:
Οι μ-λ μαρξιστές τού εγχειριδίου αναπαράγουν με άκριτο τρόπο αποσπάσματα από κείμενα ή βιβλία τού Μαρξ. Για αυτούς η εργατική δύναμη είναι ένα αυτοτελές Είναι, ως σύνολο ικανοτήτων/δεξιοτήτων και λοιπά, το οποίο μετατρέπεται στον καπιταλισμό σε ιδιότυπο εμπόρευμα. Το εμπόρευμα αυτό έχει όπως κάθε εμπόρευμα [ανταλλακτική] αξία και αξία χρήσης, η δε αξία χρήσης του έγκειται στο ότι παράγει νέες [υλικές-ανταλλακτικές] αξίες, οι οποίες υπερβαίνουν ως συνολική αξία τις αξίες που χρειάστηκαν για να παραχθεί το ίδιο ως αξία>>«εμπόρευμα εργατική δύναμη» [στον ορισμό εμπλέκεται και η αόριστη μαρξική έννοια τού «κοινωνικά αναγκαίου χρόνου παραγωγής», την οποία παραλείπω εδώ για λόγους συντομίας και απλούστευσης].
Η δύναμη τού φορμαλιστικού δογματικού τρόπου σκέψης έγκειται στο γεγονός ότι ξεπερνώντας τις «αμφισημίες» και τις «αμφιθυμίες» τού Λόγου που «μεταφέρει» τον παρουσιάζει ως έναν ήδη αποπερατωμένο Λόγο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτός ο ειδικός αποπερατωμένος Λόγος περί «εργατικής δύναμης» ακολουθεί τα χνάρια τής ψευδοεπιστήμης τού επιστημονικού και διαλεκτικού υλισμού, με τους 4 κοσμικούς διαλεκτικούς νόμους του, και άλλα ιερά και σεπτά δόγματα.
Όπως έχουμε δει σε προηγούμενα σημεία τής ανάλυσης μας, η «εργασιακή/εργατική δύναμη» παρουσιάζεται στην ιστορικοκοινωνική φαινομενικότητα ως «αυτοτελής» δομή ή κατάσταση τής συνολικής παραγωγικής διεργασίας, στα πλαίσια τής ανάδυσης και εδραίωσης τής κυριαρχίας τού Κεφαλαίου. Επίσης, η προσπάθεια τού Μαρξ να την ορίσει ως παραγόμενη σε ένα μη-αποκλειστικά αναπαραγωγικό πλαίσιο, ως και-παραγόμενη-και-αναπαραγόμενη ήταν ατυχής, εφόσον:
Πέραν τής συντήρησης τής ίδιας «ως έχει» [αναπαραγωγική διεργασία] μέσω τής παραγωγικής κατανάλωσης «εμπορευμάτων επιβίωσης», αλλά και πέραν τής παραγωγής της μέσω τής παραγωγικής κατανάλωσης εκπαιδευτικών και πολιτισμικών «εμπορευμάτων εκπαίδευσης», πέραν ακόμα και τής παραγωγικής κατανάλωσης μη-εμπορευματοποιημένων [ακόμα] μαθησιακών αγαθών, πέραν όλων τούτων, η εργασιακή/εργατική δύναμη ως μέρος τής ριζικής δημιουργικής δύναμης υπάρχει και ως μη-παραγόμενη από «κάτι» έξω από αυτήν, άρα και αυτο-παράγεται.
Όταν ο άνθρωπος, αλλά και το ζώο, παράγει μαζί με την κοινωνία, τις ικανότητες, δεξιότητές του, τις αρετές και τις ευαισθησίες του, όταν δηλαδή παράγει την παλέτα των δημιουργικών δυνάμεών του, την παράγει μεν «μαζί» με την κοινωνία [σε ένα ευρύτερο πλαίσιο όπως είπαμε από αυτό που περιγράφεται από τούς μ-λ αλλά και από τον Μαρξ στις αναγωγιστικές σελίδες του, τις διόλου επιστημονικές ή «επιστημονίστικες»], παράγει την δημιουργική του ικανότητα «μαζί» με την κοινωνία αλλά ταυτόχρονα την παράγει μόνος του. Σε αυτήν της την πτυχή, η δημιουργική ικανότητα είναι αυτοπαραγόμενη, άρα και συνολικά συγκροτείται ως και-αυτοπαραγόμενη.
Και αυτό που λέω δεν είναι «ιδεαλισμός» ούτε «οντολογία».
Είναι η απλή πραγματικότητα τής δημιουργίας ως υποκειμενικού χαρίσματος, δώρου, που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, και καλλιεργείται αναδυόμενο ή αναδύεται καλλιεργούμενο σε σύμπνοια ή σύγκρουση-αλλά-και-συνεργασία τού εκάστοτε διακριτού ατομικού-ή-συλλογικού υποκειμένου με την εκάστοτε κοινωνία ή κοινότητα.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη παράγεται σε ένα πλαίσιο ευρύτερο από το πλαίσιο τής άμεσης επιβιωσιακής παραγωγικής κατανάλωσης όπου την έχουν περιορίσει πρακτικά και θεωρητικά, με «υποσημειώσεις» βέβαια, μερίδες τού πιο άγριου Κεφαλαίου και [ποιοι άλλοι;] οι μ-λ, σταλινικοί-τροτσκιστές και λοιπές «επαναστατικές δυνάμεις» επιβίωσης. Παράγεται στο ευρύτερο εμπειρικό πολιτισμικό, εκπαιδευτικό, γνωσιακό κ.λπ πλαίσιο τής ολότητας μιας καπιταλιστικής κοινωνίας [αλλά και παλαιότερα, όταν δεν ήταν ακόμα «αυτονομημένη στιγμή» τής συνολικής παραγωγής, στο πλαίσιο τής ολότητας άλλων, προκαπιταλιστικών, κοινωνιών].
Οπότε, και η καπιταλιστική μέτρηση τής εργασιακής/εργατικής δύναμης μέσω τής πρακτικής και θεωρητικής ενσωμάτωσής της στον καπιταλιστικό εμπορευματικό καθορισμό, σημαίνει άμεση πρακτική και θεωρητική/ιδεολογική υποτίμησή της και, μέσω αυτής, σημαίνει θεωρητική/ιδεολογική άρα και πρακτική υποτίμηση τής δημιουργικής υπόστασης τής ίδιας αυτής τής ζωντανής εργασίας-δημιουργίας εν δράσει.
Το Κεφάλαιο ως μια ειδικού τύπου κυρίαρχη εκμεταλλευτική μορφή παραγωγής που αποκόπτει απόλυτα τον άμεσο παραγωγό από τον [ιδιοκτησιακό, διαχειριστικό κ.λπ] έλεγχο των αντικειμενικών όρων τής παραγωγής, τον οδηγεί, όσο υφίσταται η ιστορική καπιταλιστική κυριαρχία, νομοτελειακά στην «θέση» τού «μόνον-φορέα» μιας [εμπορευματικής] «εργασιακής/εργατικής δύναμης».
Άρα, το Κεφάλαιο-ως-Κυριαρχία «θέτει» στην «θέση» τού «εργαζόμενου πολίτη» τής «δημοκρατίας» ένα νομοτελειακά αποξενωμένο και υλικά απογυμνωμένο δημιουργικό υποκείμενο, το οποίο έχει [αν έχει κιόλας] έναν μερικό έλεγχο μόνον τής σωματικής αποκρυστάλλωσης μιας ευρείας και βαθιάς στον χρόνο κοινωνικής/συλλογικής και προσωπικής παραγωγής/αυτο-παραγωγής και δημιουργίας/αυτο-δημιουργίας [ικανοτήτων, δεξιοτήτων, ευαισθησιών κ.λπ].
Το «σωματοειδές» ή «σωματόμορφο» συμπύκνωμα όλης τής δημιουργίας των δεξιοτήτων, των αρετών και των ευαισθησιών τού εργαζόμενου/δημιουργού, ως «εργασιακή/εργατική δύναμη», μετατρέπεται μέσω τής εμπορευματικής-καπιταλιστικής μορφής του σε «αντιπρόσωπο» τού Κεφαλαίου μέσα στην «ψυχή τής ζωής» τού ακτήμονα εργάτη-ή-μικροαστού εργαζόμενου.
Ό,τι παρουσιάζεται στον καπιταλισμό ως «σώμα» είναι καθορισμένο από την ειδική διαίρεση που επιτελεί το Κεφάλαιο «μεταξύ» τής δρώσας δημιουργικής υποκειμενικότητας και των αντικειμενικών όρων τής πραγμάτωσής της.
--
11
Το Κεφάλαιο και το Ολικό Εμπόρευμά Του, παράγουν κοινωνικά την εργασιακή/εργατική δύναμη ως μια ξεχωριστή «σωματική στιγμή» τής δημιουργικής δράσης, και έτσι την καθιστούν ή συγκροτούν ως ένα αλλοτριωτικό «αντιπρόσωπο» των αντικειμενικών όρων εντός-και-διά των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής, κατά την διάρκεια μιας συνολικής διεργασίας που σημαίνει μιαν ειδικού [καπιταλιστικού] τύπου εκμεταλλευτική κυριάρχηση επί τού ίδιου τού δημιουργικού υποκειμένου. Έτσι ο υποκειμενικός όρος τής παραγωγής παράγεται «ο ίδιος» σε μια «στιγμή» του [και] ως ένας «αυτονομημένος-ως-όρος» υποκειμενικός όρος, άρα παράγεται ως πραγμοποιημένος ή σωματοποιημένος υποκειμενικός όρος που έχει υποταχθεί στην ίδια την εσωτερικότητα τού καθορισμού του όπως έχει παραχθεί ως μεταφυσική/οντολογική εσωτερικότητα [και το αντίστροφο], «έτοιμος πάντα» κατά αυτό τον τρόπο να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και απομύζησης από τους βρυκόλακες τού Κεφαλαίου, ακριβώς ως αυτονομημένος-ως-όρος πραγμοποιημένος/σωματοποιημένος όρος τής δημιουργικής υποκειμενικότητας.
Η «αρχή» και το «τέλος» των συλλογισμών των ακτημόνων σε ένα σύστημα που αν δεν έχεις ιδιόκτητα μέσα επιβίωσης είσαι ένα Τίποτα ή Κάτι που είναι ένα βήμα πριν το Τίποτα, είναι «αν θα βγάλουν τη μέρα».
Η ζωή τους όλη στριμώχνεται σε αυτή την διαδρομή, και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που μπορεί να με πείσει ότι τα εκμεταλλευτικά κυριαρχικά συστήματα έχουν κάποια άλλη ανώτερη «αρχή» συγκρότησης από το να οργανώνουν όχι μόνον την ζωή των υποτελών τους αλλά όλο το κοινωνικό και παραγωγικό Είναι «πάνω» σε αυτή τη διαδρομή. Με αυτή την έννοια εμμένω να μην εγκαταλείπω την έννοια που δίνει ο Μαρξ αλλά και ο αναρχισμός στα καλύτερά του στην μισθωτή εξάρτηση των ακτημόνων εργαζομένων-ή-άεργων υποκειμένων, ως τον πυρήνα τής καπιταλιστικής Κυριαρχίας: Το σύστημα τής μισθωτής εργασίας, το σύστημα τής μισθωτής σκλαβιάς είναι η έννοια τού καπιταλισμού, και όχι ο καπιταλισμός η έννοια τού συστήματος τής μισθωτής εργασίας///μισθωτής σκλαβιάς.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη είναι μόνο ένα τελικό αποτέλεσμα μιας ευρύτερης διεργασίας παραγωγής/αυτο-παραγωγής και δημιουργίας/αυτο-δημιουργίας ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων που στη πραγματικότητα υπάρχουν όταν είναι ενεργές και ενταγμένες στην ταυτότητα που συγκροτείται ως ένα εύπλαστο, διαφορετικά αυτοκαθορισμένο ανά κοινωνικό σύστημα, παραγωγικό «Εν».
Αυτό το παραγωγικό «Εν» αποτελείται από: 1) το [ατομικό-συλλογικό] εργαζόμενο υποκείμενο, β) την εργασία του, γ) τα μέσα τής εργασίας του, δ) την ύλη που κατεργάζεται, και ε) την τελική μορφή ή προϊόν. Το εκμεταλλευτικό κυριαρχικό «Εν» ως μια γενικότατη δομή κυριαρχίας επί των παραπάνω όρων τής παραγωγής, σημαίνει μια «δομική υποταγή» τού εργαζόμενου υποκείμενου τής παραγωγής στους αντικειμενικούς όρους της, με ενεργητικό φορέα αυτής τής υποταγής την εκάστοτε άρχουσα εκμεταλλευτική τάξη. Η ειδική-γενική μορφή τής γενικότατης δομής τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως καπιταλιστική εκμεταλλευτική κυριαρχία, σημαίνει την αφαιρετικότερη ιστορική εκδοχή κάθε εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, η οποία θα μπορούσε να νοηθεί «πειραματικά» ακόμα και ως εκμετάλλευση χωρίς «πρόσωπο» ή χωρίς «άσκηση σωματικής βίας». Μακριά από μένα η θεώρηση τού καπιταλισμού ως ενός «αυτόματου» και ολοκληρωτικά απρόσωπου «δομικού όντος» που δεν έχει ως φορείς του άμεσους καπιταλιστές βρυκόλακες. Αυτά ας τα λένε και τα πιστεύουν τίποτα αριστεριστές, ο Μηλιός, και διάφοροι άλλοι βαρεμένοι σαν κι αυτόν. Χωρίς να παραβλέπουμε ποτέ τον άμεσο χαρακτήρα κάθε ταξικοεκμεταλλευτικού συστήματος, οφείλουμε ωστόσο να δούμε στον καπιταλισμό τον γενικότατο κανόνα των εκμεταλλευτικών κυριαρχιών στην ύψιστη αφαίρεσή του. Το Κεφάλαιο στοχεύει στους αντικειμενικούς-και-υποκειμενικούς όρους τής παραγωγής, έχοντας όπως όλα τα εκμεταλλευτικά-κυριαρχικά συστήματα ως βασικό στόχο του την υποταγή των υποκειμενικών όρων [τής παραγωγής], εδραιώνοντας την εκμεταλλευτική κυριαρχία του χωρίς την αναγκαία [ως] αρχική μεσολάβηση τής βίας «πρόσωπο-με-πρόσωπο» επί των σωματικών και των ζωικών λειτουργιών των υποκειμενικών όρων. Αυτό σημαίνει την ύψιστη αφαιρετικότητα που μπορεί να «επιτύχει» ένα εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα, όσο μπορεί βέβαια να την «επιτύχει».
Η αφαιρετικότητα αυτής τής μορφής κυριαρχίας δεν καταργεί ωστόσο την αμεσότητα τής εκμεταλλευτικής και κυριαρχικής στόχευσής της επί των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής [άνθρωποι και ζώα], και δεν αναιρεί επίσης την «πρωτοκαθεδρία» αυτής τής αμεσότητας στόχευσης επί των υποκειμενικών όρων.
Η δομική «εγκατάλειψη» από το Κεφάλαιο, μιας μορφής τής αμεσότητας στόχευσης επί των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής είναι «σαν να» «αναπληρώνεται» από ένα άλλο είδος αμεσότητάς της. Είναι «σαν να» «χρησιμοποιείται» από το Κεφάλαιο ο ίδιος ο γενικότατος κανόνας τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως το πεδίο ανάδυσης και ολοκλήρωσης τής «αμιγούς-ως-αφαιρετικής» αμεσότητας τής κυριαρχίας και τής εκμετάλλευσης [χωρίς βέβαια να αποκλείονται όλες οι μέθοδοι κυριαρχίας, αν χρειαστεί], διατηρούμενης πάντα τής κυριαρχικής-εκμεταλλευτικής στόχευσης επί των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής. Με αυτή την έννοια υπάρχει μεν μια επίταση τής γενικής κυριαρχίας των αντικειμενικών επί των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής, αλλά αυτό συμβαίνει και χωρίς να αίρεται το «γεγονός» ότι οι αντικειμενικοί όροι ως όροι εκμετάλλευσης και κυριαρχίας αντιπροσωπεύονται από «πρόσωπα» και χωρίς να παύει να υπάρχει πρωτοκαθεδρία τής ταξικοεκμεταλλευτικής στόχευσης επί των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής. Με όλες αυτές τις αποτρεπτικές [προς άλλες ερμηνείες] διευκρινήσεις, μπορούμε να προβούμε σε μια χαρτογράφηση των αλλοτριωτικών δυνατοτήτων τόσο α) τής έννοιας/κατάστασης τού «όρου» όσο και β) τής ειδικής υποστασιοποίησης του στην έννοια/κατάσταση τής εργασιακής/εργατικής δύναμης [δυνητικότητας].
Η έννοια/κατάσταση «όρος» [ή προϋπόθεση, κ.λπ] εμπεριέχει αλλοτριωτικές δυνατότητες οι οποίες υλοποιούνται στον καπιταλισμό. Είναι, για να το πω με την παλαιά «αντιαλλοτριωτική» διάλεκτο που δεν με καλύπτει και δεν με εκφράζει, «πραγμοποιητικός» καθορισμός, ή καθορισμός που αν δεν διαμεσολαβηθεί από την διαλεκτική κριτική αντιπροσωπεύει αυτή τούτη ακριβώς την αφηρημένη κυριαρχία των αντικειμενικών επί των υποκειμενικών όρων.
Για να δούμε..
Όταν το παραγωγικό υποκείμενο «συρρικνώνεται» ή «αναδιπλώνεται», δια τής εκμεταλλευτικής κυριαρχικής παραγωγικής δομής, στην μονομερώς υφιστάμενη κατάσταση τής εργασιακής δυνητικότητας, με την έννοια ότι υπάρχει ως ενεργό υποκείμενο κυρίως ως ενσώματος «φορέας» και «αποθηκάριος» τής μη-ενεργής δυνητικής ικανότητάς του να δημιουργεί υλικές/και/διανοητικές μορφές, τότε η συνολική ενεργός υπόστασή του που περικλείει και την θεμελιώδη υλική ενέργεια-τέλεση τής άμεσης παραγωγής [και όχι μόνον την δυνητικότητα αυτής] βρίσκεται στο έλεος των εκμεταλλευτών-κυρίαρχων, δηλαδή των αφεντικών.
Δεν είναι η «εργασιακή/εργατική δύναμη» αφεαυτής μια αλλοτριωτική «μερικότητα» που υψώνεται στο ύψος τής πρακτικής αφαίρεσης εκείνης που σημαίνει την «συρρίκνωση» τού ακτήμονα εργαζόμενου στον «ρόλο» τού συντηρητή μιας δυνητικότητας, αλλά είναι η κυριαρχία τού Κεφαλαίου και τού Εμπορεύματος που «αφομοιώνει» διαλεκτικά «εντός» της τις αλλοτριωτικές δυνατότητες-πιθανότητες τής γενικής αφαίρεσης «εργασιακή-εργατική δύναμη» μετατρέποντάς την έτσι σε καπιταλιστική-εμπορευματική αφαίρεση, σε ολική καπιταλιστική εμπορευματική μορφή, η οποία πλέον, άπαξ και τελεστεί η ιστορική θεμελίωση τού καπιταλισμού, καταδυναστεύει άμεσα τούς άμεσους φορείς της, τούς ακτήμονες εργάτες-εργαζόμενους.
Δεν πρέπει όμως να μείνουμε μόνον στην ούτως ειπείν αφαιρετική αντανάκλαση τής διεργασίας «συρρίκνωσης» τού ακτήμονος εργαζόμενου υποκειμένου μέσω τής καπιταλιστικοποιημένης πλέον αφαίρεσης «εργασιακή/εργατική δύναμη», αλλά να δούμε την άμεση επίπτωση της στους ίδιους τούς ακτήμονες εργάτες/εργαζόμενους:
Ο ακτήμονας εργαζόμενος που είναι «συρρικνωμένος» στον «λειτουργικό ρόλο» τού «ενεργού φύλακα» τού ζωντανού εαυτού του όπως τούτος «φωλιάζει» «εντός» του μόνον ως δυνητικότητα και όχι ως ενέργεια-τέλεση, είναι εκτεθειμένος σε έναν διπλό διωγμό: Από την μια η ίδια η άμεση παραγωγική διεργασία τού είναι ξένη, αλλότρια, έχει ξεφύγει εντελώς από τα χέρια του.
Ο ίδιος ως άμεσα εργαζόμενος και όχι ως δυνητικότητα εργασίας, δεν έχει την δυνατότητα να έχει εποπτεία, έλεγχο, ουσιαστικό λόγο για την τέλεση τής εργασίας του αλλά και τού συνολικού παραγωγικού έργου, άρα δεν έχει κανέναν λόγο ούτε στην κατανομή τού τελικού προϊόντος, μιας και συνήθως δεν γνωρίζει καν που κατευθύνεται, ποιος το αγοράζει, ποιος είναι ο καταναλωτικός σκοπός του, οι ποιοτικές παράμετροί του, πως σχεδιάζεται, και δεν έχει λόγο για το πως θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά με αποτέλεσμα θετικό και πραγματικά ποιοτικό για όλη την κοινωνία.
Από την άλλη, έχει συρρικνωθεί και ως διαπραγματευτής [των συμφερόντων] τού εαυτού του, απαξιώνεται όλο και πιο πολύ, όσο αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή και η γενική τεχνική, εφόσον η θέση του ως φορέα και μόνον μιας εργασιακής δυνητικότητας και μόνον, δηλαδή μιας αφηρημένης δεξιότητας, και όχι ως φορέα ενός ολικού εργασιακού «φορτίου» που θα συμπεριλάμβανε και την εργασιακή δύναμη και το τελικό προϊόν τής παραγωγής ως και δικό του δημιούργημα [όπως και είναι], είναι θέση δομικής υποτέλειας. «Έχεις στα χέρια σου» μόνον την πραγμική ή «μόνον-δυνητική» και «μόνον-αφαιρετική» υπόσταση τής δημιουργικής σου ενέργειας, η εμπορευματοποίησή της, η «εργασιακή/εργατική δύναμη ως εμπόρευμα», είναι «εγγύηση», για να το πω όσο πιο απλοϊκά μπορώ, για να καταστεί εύκολα ως «εκ φύσεως» «φτηνή» σε «πάντα φτηνή». Τι να διαπραγματευτείς; Σου φτάνει για να ζήσεις, μόνο να ζεις, σε υλική αθλιότητα ή σε «ποιοτική» ένδεια, ή και στα δύο.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη είναι μια εννοιολογική και υλική-πρακτική κοινωνική αφαίρεση που σημαίνει την ενσώματη υποκειμενική ύπαρξη τής δυνατότητας και της δεξιότητας/ικανότητας για την παραγωγή ενός παραγωγικού έργου προτού αυτή η δυνατότητα/ικανότητα/δεξιότητα ενεργοποιηθεί και υπάρξει στην άμεση παραγωγική πράξη. Όταν η εργασιακή δύναμη ενεργοποιηθεί αίρεται διαλεκτικά από το ίδιο το άμεσο εργασιακό-παραγωγικό προτσές, παύει να υπάρχει ως αυτοτελής και αμιγώς δυνητική εργασιακή δυνατότητα και αναλώνεται εντός τού προτσές αυτού, κατά την διάρκειά του, συντελώντας έτσι, σαν ενότητα αναλωνόμενης δυνητικής εργασιακής ικανότητας εργασίας και συνολικού άμεσου παραγωγικού έργου, ως πρωτεύων συντελεστής, στην δημιουργία ενός νέου προϊόντος.
Ένα βασικό ερευνητικό ερώτημα που μας απασχολεί εδώ και 30 χρόνια, και το οποίο μάλλον χρειάζεται μαθηματικά εργαλεία για να τεθεί ορθά και να επιλυθεί [τα οποία δεν διαθέτουμε, ούτε δυστυχώς φροντίσαμε να αποκτήσουμε], είναι τι σημαίνει «παραγωγή τής εργασιακής δύναμης» σε διάκριση προς την «αναπαραγωγή τής εργασιακής δύναμης». Ας δούμε κάποια στοιχεία τού προβλήματος:
Η εργασιακή δύναμη είναι ως γενική ιδιότητα ικανότητας-και-δεξιότητας μια δυνητικότητα.
Η εργασιακή δύναμη ως δημιουργική δυνητικότητα και ως ενσώματος φορέας αυτής τής δημιουργικής δυνητικότητας είναι: και α) το σωματικό περίβλημα μιας εργασιακής-δημιουργικής δυνητικότητας που «φωλιάζει» «εντός» του και β) αυτή η «φωλιάζουσα» στο σωματικό περίβλημα της δημιουργική δυνητικότητα στην αμιγή μορφή της [χωρίς ακόμα να έχει υπάρξει ως ενεργός πράξη, ενόσω επίκειται αυτή η ενεργός πράξη ή έχει υπάρξει μιαν άλλη στιγμή]. Η εργασιακή δύναμη από αυτή την σκοπιά που δείχνει και αποκαλύπτει την ειδική υλική υπόστασή της είναι μια υλική κατάσταση η οποία παράγεται από κάτι «έξω από αυτήν» μόνον όταν παραδίδεται ως μάθηση και όχι όταν υφίσταται ήδη ως κατακτημένη δεξιότητα και δύναμη. Η παράδοση τής δεξιότητας ως μάθηση συμβαίνει κατά την διάρκεια ή κυρίως εκτός τής άμεσης παραγωγικής διεργασίας. Ακόμα και όταν παραδίδεται σαν μάθηση εντός τής άμεσης παραγωγικής διεργασίας: α) δεν επηρεάζει το παραγωγικό έργο, και β) ούτε ο προσχεδιασμός και η υλοποίηση αυτού τού έργου ανά καθημερινό ή μηνιαίο κβάντο συγκροτείται με βάση την εκμάθηση του εκάστοτε μαθητευόμενου υποκείμενου [παρά το γεγονός ότι με την πληροφορική τεχνική επανάσταση έχουμε μιαν υπερεκτιμημένη αλλά ωστόσο έστω μερική ανατροπή αυτού τού δεδομένου].
Η εργασιακή-δημιουργική δύναμη συγκροτείται, άρα στην κυριολεξία παράγεται «εντός» τής ευρύτερης μαθησιακής, επικοινωνιακής, δικτυακής, θεσμικής και επιστημονικής κοινωνικής διεργασίας.
Όπως θα δούμε όμως και παρακάτω, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο παραγωγής της δεν μπορούμε να πούμε ότι παράγεται συνολικά ως ειδική υπόσταση, ως καθαυτότητα.
Η παραγωγή της ως αναπαραγωγή, δηλαδή ως παραγωγική κατανάλωση υλικών μέσων συντήρησης και ισχυροποίησης τού σωματικού περιβλήματός της και ως παραγωγική κατανάλωση μέσων συντήρησης γενικότερα τής ατομικής ή τής κοινοτικής ύπαρξης, δεν την συγκροτεί-παράγει ως εργασιακή-δημιουργική δύναμη, αν και αποτελεί ένα αναγκαίο υλικό υπόστρωμα της. Εδώ το «υλικό υπόστρωμα» δεν μπορεί να παράξει, ούτε να εξηγήσει το «εξίσου» υλικό «πνευματικό υπόστρωμα» τής δημιουργικής δεξιότητας/ικανότητας.
Άρα, όταν επέρχεται ο καπιταλισμός, η εργασιακή δύναμη αν και αναπαράγεται ως [καπιταλιστικό] εμπόρευμα και είναι εμπόρευμα, δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα στου οποίου την παραγωγή εισέρχονται άλλα εμπορεύματα ή πράγματα [αξίες χρήσεις, εμπορευματικές ή μη-εμπορευματικές]: Το εμπόρευμα εργατική δύναμη δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα δια τής κατανάλωσης εμπορευμάτων και πραγμάτων, και δεν μπορεί να παραχθεί όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα, και αυτό το πόρισμα δεν μπορεί να ανατραπεί παρεκτός κι αν «ταυτίσουμε» κατά κάποιο τρόπο την παραγωγή με την αναπαραγωγή.
Και αυτό το γεγονός δεν είναι παραδοξολογία ή σόφισμα αλλά διαλεκτική υλική δομή. Επειδή οι μαρξισταράδες τού εγχειριδίου και τού Μαυσωλείου θα εκνευριστούν με τις «θεωρίες», εξηγώ συγκεκριμένα:
α.
Το γεγονός ότι υπάρχουν υλικές δομές οι οποίες κατά την παραγωγή τους έχουν ως αναγκαίο υλικό υπόστρωμα για την παραγωγή τους αγαθά που μπορεί να είναι εμπορεύματα [ή να μην είναι εμπορεύματα], άρα το γεγονός ότι υπάρχουν και υλικές παραγωγικές-εργασιακές δομές όπως η εργασιακή δύναμη που έχουν ως αναγκαίο υλικό υπόστρωμα για την παραγωγή τους αγαθά που μπορεί να είναι εμπορεύματα ή μόνον υλικά αγαθά, δεν σημαίνει ότι ως καθαυτές δομές παράγονται αποκλειστικά δια αυτών των εμπορευματικών ή απλά υλικών αγαθών.
«Ό,τι» είναι καθοριστικό ως αναγκαία καθοριστική προϋπόθεση μιας υλικής δομής/κατάστασης, δεν είναι πάντα ταυτόσημο με «ό,τι» είναι καθοριστικό ως αναγκαία καθοριστική ενέργεια-ή-πράξη [δομική δράση] για να συγκροτηθεί [γεννηθεί] ως δομή/κατάσταση. Στην εργασιακή/εργατική δύναμη υπάρχει «συνάντηση» «δομικών γενέσεων» και όχι μία και μοναδική «οντολογική καταγωγή» όπως οι άμεσες υλικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη της.
β.
Όταν παράγεται ένα εμπόρευμα δεν είναι πάντα απόλυτα αναγκαίο να εισέρχονται στην παραγωγή του μόνον άλλα εμπορεύματα ή μόνον αγαθά [μόνον αξίες χρήσεις], άρα υπάρχει και η δυνατότητα, ανάλογα και με το είδος τού εμπορεύματος να εισέρχονται στην παραγωγή του και υλικά ή πνευματικά μέσα που σε καμία περίπτωση δεν δύνανται να υπάρξουν ως εμπορεύματα ή μόνον αγαθά [μόνον αξίες χρήσεις]. Η εργασιακή/εργατική δύναμη ως υλικό υπόστρωμα και ως ήδη «κατακτημένη» ικανότητα/δεξιότητα, αναπαράγεται, και με αυτήν την αποκλειστικά αναπαραγωγική σημασία τής παραγωγής «παράγεται», χωρίς να δημιουργείται όμως. Σε αυτή την παραγωγική=αναπαραγωγική λειτουργία συντήρησης τής εργασιακής δύναμης και τού σωματικού περιβλήματός της, αν και εφόσον «έχουμε καπιταλισμό» τότε μπορούν να «εισέλθουν» αγαθά-ως-εμπορεύματα. Υπάρχει τότε η ισοδύναμη ανταλλαγή: «εμπόρευμα εργασιακή δύναμη»<με>«εμπορεύματα για την αναπαραγωγή της» [μέσω μισθού]. Από μιαν άλλη, ίσως εξίσου σημαντική, πλευρά, η «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως δημιουργική δύναμη, ως δημιουργική δυνητικότητα, δεν παράγεται ως αποτέλεσμα κατανάλωσης, εκ μέρους τού φορέα της, μέσων που είναι αναγκαία [με το όποιο «μέτρο»] για την υλική συντήρηση τής ικανότητας που σημαίνει και τού σώματος που «φιλοξένει» αυτή την ικανότητα/δεξιότητα [σύνολο ικανοτήτων/δεξιοτήτων].
Όταν «αποκλείσουμε» από τον ορισμό τής εργασιακής/εργατικής δύναμης κάθε μη δημιουργικό προσδιορισμό, και την «δούμε» εντός τής ειδικής καθαυτότητάς της, ως αμιγή δημιουργική ικανότητα/δεξιότητα, δεν θα μπορέσουμε και τότε να την περιχαρακώσουμε εντός τού αποκλειστικά υλικού και εμπορευματικού καθορισμού ακόμα κι αν θέσουμε τα ειδικά εκπαιδευτικά αγαθά [που χρειάζεται το υποκείμενο για να την παράγει] στο εμπορευματικό πλαίσιο ή ακόμα και στο απλό υλικό πλαίσιο [ως μόνον αγαθά, ως μη εμπορευματικά αγαθά], εφόσον τα διάφορα εκπαιδευτικά αγαθά που μπορεί [ως εμπορευματικά ή μη-εμπορευματικά] να καταναλωθούν στην προσπάθεια τού δημιουργικού υποκειμένου να συγκροτήσει-γεννήσει την ικανότητά του δεν περικλείουν απόλυτα αυτή καθαυτή την αυτοδημιουργική αυτογέννησή του ως «ικανότητας».
Ο άνθρωπος ως δημιουργός λαμβάνει αγαθά [τα οποία μπορεί να είναι εμπορευματικά ή μη-εμπορευματικά] και κοινωνικές ωθήσεις για να συγκροτήσει-γεννήσει ικανότητες/δεξιότητες και να μπορεί να δημιουργήσει «μέσω αυτών», αλλά εν αρχή και εντέλει αυτοπαράγει αυτές τις δημιουργικές δυνάμεις του. Αυτός που τελικά παράγει την εργασιακή/εργατική δύναμη είναι ο απόλυτος εαυτός τού ανθρώπινου.
Το μοντέρνο [καπιταλιστικό] «εμπόρευμα εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν είναι η ζωντανή εργασία, όπως επίσης δεν μπορεί να παραχθεί παρά και ριζικά, δηλαδή ως και μη-εμπορευματικά. Το γεγονός ότι η ίδια η «εργασιακή/εργατική δύναμη/δυνητικότητα» ως «καθαυτότητα» έχει ήδη «πάνω της» το δυνητικό-ή-ενεργό στίγμα τού Κεφαλαίου και τού καπιταλιστικού εμπορεύματος, είναι το επόμενο θέμα μας.
Η εργατική τάξη υπάρχει ως υπαγόμενη στο Κεφάλαιο όπως ο κάθε ξεχωριστός εργάτης-ή-μικροαστός εργαζόμενος ως υπαγόμενος σε αυτό, διχασμένη υλικά-οντολογικά σε δύο ξεχωριστές «στιγμές» υλικής ύπαρξης:
Σαν εργατική/εργασιακή δύναμη, στην μορφή κυρίως [αλλά όχι αποκλειστικά] τού εμπορεύματος-εργατική/εργασιακή δύναμη, και σαν ενεργό παραγωγικό υποκείμενο στην φάση τής άμεσης [καπιταλιστικής] παραγωγής όταν και παράγει την «υπεραξία» που την οικειοποιείται το Κεφάλαιο.
Η εργατική τάξη ως εργατική-εργασιακή δύναμη είναι συρρικνωμένη στον «λειτουργικό ρόλο» τού εμπορεύματος, ενός εμπορεύματος όμως που κρύβει «εντός του» ως «αξία χρήσης» μιαν δυνατότητα παραγωγής αξίας [ανταλλακτικής-και-χρήσης] που υπερβαίνει την αξία [ανταλλακτική-και-χρήσης] που χρειάστηκε για να αναπαραχθεί/παραχθεί το ίδιο-ως-ίδιο ως προς την αναγκαία σωματική μορφή του για να περικλείει την «αξία χρήσης» που σημαίνει την δυνητική υλική υπέρβαση και δημιουργία.
Η εργατική δύναμη δεν παράγεται στο άμεσο παραγωγικό-καταναλωτικό προτσές, όπως ίσως έχουν θεωρήσει οι περισσότεροι «μαρξιστές» στηριγμένοι στα αδιέξοδα τής αρχικής μαρξικής θεώρησης για την «αξία». Η εργασιακή/εργατική δύναμη ως «εμπόρευμα-εργασιακή/εργατική δύναμη» αναπαράγεται, και η ειδική αναπαραγωγή που σημαίνει [παραγωγική κατανάλωση] δεν σχετίζεται με την παραγωγή τής εργασιακής/εργατικής δύναμης ως ικανότητας/δεξιότητας.
Γιατί όμως; Ας δούμε: Η παραγωγή/αναπαραγωγή εν γένει τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» σημαίνει ως ακόμα γενική-και-αόριστη έννοια αυτές τις 3 διαφορετικές δομές: είτε α) την δημιουργία τής δεξιότητας [ως νέας δεξιότητας] που ενσωματώνεται έπειτα στο εμπόρευμα «εργασιακή/εργατική δύναμη», είτε β) την συντήρησή της «ως έχει» εντός τού «εμπορεύματος εργασιακή/εργατική δύναμη», είτε γ) την παραγωγή αυτού τού εμπορεύματος ως υλικού σώματος ικανού να περικλείσει την δεξιότητα. Στην περίπτωση [α] έχουμε άμεση παραγωγή-δημιουργία δεξιότητας, αλλά αυτή συμβαίνει «εκτός» της άμεσης αναπαραγωγής τής σωματικής μορφής τής δεξιότητας και δεν είναι σε καμία περίπτωση ταυτισμένη με την αναπαραγωγή μιας δεξιότητας όπως έχει ήδη υπάρξει. Στις περιπτώσεις [β] και [γ] έχουμε αναπαραγωγή τής ίδιας δεξιότητας, είτε ούτως ειπείν ως φύλαξή της σε ένα «φιλοξενόν αυτήν» υλικό σώμα, είτε ούτως ειπείν ως αναπαραγωγή αυτού τού ίδιου τού «φιλοξενούντος» [«αυτήν»] υλικού σώματος. Στην αναπαραγωγή δεν παραβιάζεται η αρχή τής ταυτότητας εισερχόμενης και εξερχόμενης ενέργειας-ή-τάξης, ενώ στην παραγωγή παραβιάζεται αυτή η αρχή και έχουμε πλεόνασμα ενέργειας-ή-τάξης στο ίδιο το νέο παραγωγικό αποτέλεσμα.
Το εμπόρευμα εργασιακή/εργατική-δύναμη δεν παράγεται ως εμπόρευμα αλλά αναπαράγεται ως εμπόρευμα, ή «παράγεται» μόνον ως αναπαραγωγή του. Η υπεραξία, ή όπως αλλιώς θα ονομάσουμε το «επιπλέον» που γεννά η ζωντανή εργασία σε συνθήκες καπιταλισμού, γεννιέται στην άμεση παραγωγική διεργασία, χωρίς να προϋπάρχει εν ενεργεία στην εργασιακή/εργατική δύναμη.
Η δυνητικότητα παραγωγής υπερεργασίας-υπεραξίας-πλεονάσματος, νέας αξίας κ.λπ, αυτό που χαρακτηρίζει ως αξία χρήσης το εμπόρευμα εργασιακή/εργατική δύναμη, δεν πωλείται ανισότιμα, άνισα, τόση είναι η αξία της, ενώ αν πωλούνταν η ίδια η ικανότητα παραγωγής θα είχε περισσότερη αξία από αυτήν που τής δόθηκε ως μισθός [απλούστευση].
Όμως το να λες ότι πουλιέται η παραγωγική-εργασιακή ικανότητα αυτούσια-και-ενεργή, άρα όπως είναι στην πραγματικότητα, είναι παράλογο, εφόσον [«αυτή»] υπάρχει «έτσι» [πραγματικά] μόνον την ίδια την στιγμή τής άμεσης παραγωγής-εργασίας-δημιουργίας.
Η αμεσότητα τής ανθρώπινης ζωής στις εκμεταλλευτικές-κυριαρχικές κοινωνίες είναι περιχαρακωμένη στην κατάσταση τής επιβίωσης και των εκβιασμών που δομούνται πάνω σε αυτήν από τους νταβάδες τής παραγωγής και της γνώσης.
Υπάρχουν ευγενικοί άνθρωποι παντού, άρα και στην εκάστοτε άρχουσα εκμεταλλευτική τάξη, αλλά το νταβατζιλίκι που τελούν όλες οι άρχουσες τάξεις είναι «δομικό», ανεξάρτητο από την ευγενική ή μη ευγενική υπόσταση των εκάστοτε νταβάδων που βγαίνουν μέσα από αυτήν. Σκοπός μας είναι να δούμε τον άμεσο, ωμό, κυνικό και αποτελεσματικό τρόπο τής εκμεταλλευτικής κυριαρχικής πρακτικής, και πως αυτή στιγματίζει και περιχαρακώνει τις υποτελείς λαϊκές τάξεις, καθιστώντας τες δουλικά σώματα, εργαζόμενα σώματα ως σώματα-πράγματα, σώματα-ως-μόνον-σώματα για την δημιουργική ενεργοποίησή τους μόνον προς όφελος των εκμεταλλευτών-κυρίαρχων, υποτελείς αδιαμεσολάβητες οντότητες, παθητικές οντότητες, φορείς και αποθηκάριους ενός κοιτάσματος ικανοτήτων και δυνάμεων που υπάρχουν μόνο για να τις χρησιμοποιεί ο νταβατζής αφέντης, το Κεφάλαιο.
Η καπιταλιστική κυριαρχία έχει στην διάθεσή της πολλά άμεσα εξουσιαστικά-και-τρομοκρατικά εργαλεία για να εκφοβίσει, βιάσει κακοποιήσει και τελικά υποτάξει το εργαζόμενο υποκείμενο και γενικότερα τον ακτήμονα άνθρωπο, όπως είναι λόγου χάριν: η θεοκρατία και ο ψυχικός τρόμος τής θρησκείας που χρησιμοποιεί τούτη, οι άμεσες αστυνομικές απειλές και πράξεις βίας, παρακρατικά σώματα μπράβων και υποκοσμιακών μισθοφόρων, οι έμφυλες διακρίσεις που μοιράζουν με ανταγωνιστικό κυριαρχικό τρόπο, συνήθως εις όφελος τής αντρικής κυριαρχίας, το καταπιεσμένο λαϊκό Εν σε άντρες γυναίκες και άλλα φύλα, για να μην υπάρξει ποτέ το Εν αυτό ως Εν, άρα ως επίφοβη δύναμη.
Υπάρχουν πολλές ακόμα «πτυχές» αυτών των άμεσων κυριαρχικών εργαλείων, και άλλα [κυριαρχικά] εργαλεία, αλλά η κύρια δομή εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως ειδικά καπιταλιστική σημαίνει μιαν «άμεση αφαιρετική δομή» ως «άμεσα εκμεταλλευτική-κυριαρχική αφαιρετική δομή», η οποία θεμελιώνεται στην άμεση αποστέρηση, την άμεση έλλειψη και την άμεση αποκοπή τής έμβιας οντότητας εν γένει και ειδικότερα τής δημιουργικής [δημιουργημένης και δημιουργούσας ταυτόχρονα] [έμβιας-και-συμβολοποιούσας] ανθρώπινης οντότητας από τις άμεσες υλικές-και-υλικοβιολογικές ρίζες της.
Το Κεφάλαιο προτού «ιδωθεί» ως «συγκέντρωση και συσσώρευση Κεφαλαίου» είναι η ίδρυση τής ύψιστης, αφηρημένης αλλά και άμεσης εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής συγκέντρωσης των φυσικών πόρων, των μέσων εργασίας, των τεχνικών, μέσω περίφρακτων άμεσων-και-απόλυτων πρακτικών ολιγαρχικής-ατομικής/κρατικής ιδιοκτησίας-και-κυριαρχίας επί αυτών των φυσικών πόρων, μέσων παραγωγής, τεχνικών, και άλλων αντικειμενικών όρων.
Η συγκέντρωση τής ιδιοκτησίας και τής κυριαρχίας επί των αναγκαίων για την ατομική και συλλογική επιβίωση, φυσικών πόρων, τεχνικών και μέσων παραγωγής, όπως συνυφαίνεται με την ανάπτυξη και την επέκταση τής [καπιταλιστικής] παραγωγής, σημαίνει ταυτόχρονα-ταυτότοπα την άμεση αποστέρηση τους από την μάζα των άμεσων παραγωγών.
Οι [εργάτες ή μικροαστοί] εργαζόμενοι μετατρέπονται με αυτό τον τρόπο σε απόλυτα ακτήμονες, άρα σε εξαρτημένους παραγωγούς οι οποίοι αναγκαστικά, νομοτελειακά, ανεξάρτητα από την θέληση και τις όποιες επιθυμίες τους, παράγονται ως υποκείμενα «κλεισμένα» στον δυνητικό, άρα αδιέξοδο, οντολογικό εαυτό τους, χωρίς πλέον το «ανόργανο σώμα» τους. Η ίδια η εργατική τάξη και σαν όλον και κατά ατομικότητα και κατά κοινότητα και κατά εθνικοτοπική ή διεθνική/αεθνική υποστασιοποίηση, αποτελεί μια σκληρά και άμεσα αποστερημένη απογυμνωμένη υποκειμενικότητα και υποκειμενική ερημιά, ένα σκέτο σώμα-ως-σώμα, μιαν άμεση αφαίρεση χωρίς συγκεκριμένο ισοδύναμο σε ένα «συγκεκριμένο» που να μην «απορροφάται» πάλι στους σκοπούς τής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής αφαίρεσης τού Κεφαλαίου [των εκμεταλλευτών της]. Για αυτό και η εργατική τάξη, υπό αυτές τις ίδιες τις διεργασίες ιστορικής γέννησης συγκρότησης και εδραίωσής της ως υφιστάμενης κοινωνικοπαραγωγικής δύναμης, παραμένει εγκλωβισμένη στην μοναχική και άμεση υποκειμενικότητα που την έχει εξορίσει και συνεχίζει να την εξορίζει η ψευδοκοινωνία των εκμεταλλευτών, τού Κεφαλαίου.
Όσο και να προσπαθεί, αλλοτριωτικά, να ρίξει άγκυρες, να πιάσει ρίζες στην τοπικότητα, ή στην διεθνικότητα/αεθνικότητα, την θρησκεία/θεοκρατία ή τον αθεϊσμό, στην συντηρητική ζωή τής επιβίωσης και τής αναπαραγωγής ή στην θανατερή ψευτοζωή του χουλιγκάνικου μηδενισμού, όσο και να προσπαθεί να βρει κάπου ή σε κάτι μια ρίζα, η εργατική τάξη δεν έχει καμία ρίζα, άρα πατρίδα ή έθνος, δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, δεν έχει ρίζα αλλά στην κυριολεξία καμία, εφόσον ούτε και ο «πλανήτης» είναι πατρίδα της, άρα ούτε ο «διεθνισμός» ή το «αταξικό μέλλον» δεν τής λύνουν τα δεσμά.
Ο εργάτης-ή-μικροαστός ακτήμων μισθεργαζόμενος, παράγεται από την διεργασία τού Κεφαλαίου ως μια αφηρημένη «σωματικότητα», ακριβώς ως «εργασιακή/εργατική δύναμη» που βρίσκεται αναπόδραστα «απέναντι» και «ξένη» προς τους όρους αυτούς που την κάνουν ζωή ως κάτι και αφηρημένο και συγκεκριμένο. Προσδιορίζοντας αφαιρετικά την ανθρώπινη «σωματικότητα» ως οντικά [οντολογικά] υφιστάμενη σε δύο στοιβάδες, ως «εξωτερική» και ως «εσωτερική» «σωματικότητα», δεν σημαίνει ότι δεχόμαστε ότι αυτή η αυτο-διαφοροποίηση σημαίνει μια μόνιμη, διαχρονική και διιστορική δομή τής «σωματικότητας» ανεξάρτητα από το κοινωνικό Είναι που την γεννά και την δομεί.
Η ίδια αυτή η προσδιοριστική διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη τής «σωματικότητας» εντός τού γένους «σωματικότητα», σχετίζεται με ένα θεωρητικό σχήμα που σκοπεύει να αντανακλάσει τις «περιπέτειες» τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας στον λαβύρινθο τής [καπιταλιστικής κυρίως] εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, πάντα υπό την διαρκή κυριαρχία και βία που αυτή ασκεί στην εργαζόμενη υποκειμενικότητα.
Η αυτο-διαφοροποίηση τής ανθρώπινης «σωματικότητας», όπως την εννοούμε ως αυτο-διαφοροποίηση τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας σε «εξωτερικό σώμα» ως «σώμα φορέα» «ιδιοτήτων-δημιουργικών-δυνάμεων» και σε «εσωτερικό σώμα» ως «καθαυτό σώμα» «ιδιοτήτων-δημιουργικών-δυνάμεων», δεν είναι βέβαια μια απλή τεχνική-εννοιολογική διάκριση, εφόσον [θέλουμε να] τείνει στην θεωρητική αντανάκλαση μιας πραγματικής οντικής [οντολογικής] διαίρεσης τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας, μολοντούτο ως διάκριση δεν αρκεί από «μόνη της» να ολοκληρώσει τον «σκοπό της» αν δεν υπαχθεί ως μερική έννοια/εικόνα στην έννοια/εικόνα μιας διεργασίας που ερείδεται στην βία τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ειδικά επί αυτής καθαυτής τής ζωντανής εργασίας.
Εξάλλου, η ίδια η εννοιολογική/αναπαραστατική «μετατροπή» τής ενεργού «ικανότητας εργασίας» σε μια απλή οντική [οντολογική] πρακτική έκπτυξη τής υφιστάμενης-ως-δυνητικής-και-εσωτερικής «ικανότητας εργασίας», δηλαδή η εννοιολογική «μετατροπή» τής σχέσης δυνητικότητας και ενέργειας σε μιαν απλή μετάβαση από την δυνητικότητα ως να ήταν πλήρης στην υλοποίηση της, αν δεν αρθεί από την ευρύτερη έννοια/εικόνα τής διεργασίας που δημιούργησε δια τής βίας τους ενδοδιαχωρισμούς τής εργασίας-δημιουργίας και των υποκειμένων της σε πολλές «πάγιες» «στιγμές», μπορεί [ως «εννοιολογική μετατροπή»] να αποκρυσταλλώσει τον εννοιολογικό «εαυτό» «της» σε μια οντολογική-μεταφυσική μορφή, και έτσι να υπάρξει πάλι [όπως σε όλες τις εννοιολογικές μελέτες] ως ένα είδος ιδεολογικής παγίωσης τής μεταβατικής στατικότητας τής έννοιας. Θεωρώ ότι και ο Μαρξισμός, ακόμα και τού ίδιου τού Μαρξ, ενέχεται σε τέτοιες οντολογικοποιήσεις, πράγμα που μπορεί να γίνει ορατό σε σχέση με τα δικά μας ταπεινά εννοιολογικά εγχειρήματα αν αντιπαραβάλλουμε και ταυτίσουμε την έννοια τής «εργατικής-εργασιακής δύναμης» με την «εσωτερική σωματικότητα» [τής εργασίας, και τού εργαζόμενου υποκειμένου] όπως την έχουμε ορίσει σε άλλο σημείο.
Αν θέλετε να τραβήξω κι άλλο το σχοινί τής επιδιωκόμενης διαλεκτικής αυτοαναίρεσης και των δικών μου παροδικών εννοιολογήσεων, θα σας έλεγα ότι η «εσωτερική σωματικότητα» τής εργασίας είναι αυτό που ονομάζει ο Μαρξ «εργατική-εργασιακή δύναμη», αλλά αν μείνουμε εννοιολογικά «εκεί» θα έχουμε, όπως ο Μαρξ και οι Μαρξιστές, αποδεχτεί μιαν οντολογικοποίηση τής ενεργού συγκρότησης αλλά και δράσης τής ίδιας τής εργασιακής και δημιουργικής πράξης, και θα έχουμε έτσι υποτάξει το σχήμα μας στην καπιταλιστική και ευρύτερα στην εκμεταλλευτική-κυριαρχική βία που έχει δημιουργήσει την πραγματικότητα τής διαίρεσης [που μελετάμε] χωρίς όμως να μπορεί «από μόνη της» να δημιουργήσει και την πρακτικοθεωρητική άρση της εκείνη που θα έλυνε το ίδιο το ψευδο«μυστήριο» τής οντικής [οντολογικής] ύπαρξής της.
--
12
Η αμεσότητα τής καπιταλιστικής κυριαρχίας και το «σώμα».
Το Κεφάλαιο ενεργοποιεί και ελέγχει την άμεση παραγωγική διεργασία, όπως τούτη συγκροτείται ως αντιφατική-ή-αντιθετική ενότητα των υποκειμενικών και των αντικειμενικών όρων της, μέσω μιας πολλαπλότητας άμεσων κυριαρχικών πράξεών του επί των εργαζόμενων υποκειμένων.
Οι αμεσότητες αυτών των κυριαρχικών πράξεων δεν είναι όμως τής ίδιας υπόστασης με τις αμεσότητες των προ-καπιταλιστικών κυριαρχικών πράξεων που ήταν συνυφασμένες με την απόλυτη-ως-αρχική προϋπόθεση τής «εξωτερικής» [βίαιης ή δυνητικά βίαιης] δέσμευσης των σωμάτων των εργαζόμενων υποκειμένων. Το Κεφάλαιο κυριαρχεί και ελέγχει άμεσα τα εργαζόμενα υποκείμενα που έχει στην δούλεψή του ελέγχοντας και κυριαρχώντας άμεσα τούς όρους τής ύπαρξης-και-αναπαραγωγής/παραγωγής τής εργασιακής ικανότητάς-και-δυνατότητάς τους.
Για να υπάρξει αυτός ο άμεσος έλεγχος και αυτή η άμεση κυριαρχία τού Κεφαλαίου επί των εργαζόμενων υποκειμένων δια τού ελέγχου τής εργασιακής τους ικανότητας, «πρέπει» η εργασιακή δύναμη άρα και ο υποκειμενικός φορέας της να έχουν αποκλειστεί από κάθε ουσιαστικά άμεση πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία.
Οι μισθωτοί εργαζόμενοι «για» το Κεφάλαιο έχουν πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία μόνον υπό τις εξής αρνητικές-και-αποκλείουσες για αυτούς προϋποθέσεις:
1/ Έλλειψη κάθε ιδιοκτησίας τους ή δικαιώματός τους διεύθυνσης επί τού συγκεκριμένου παραγωγικού έργου και των υλικών μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούνται κατά την επιτέλεση του.
2/ Περιορισμός και τελικά κατάργηση τής προσωπικής παραγωγικής και τεχνικής αυτονομίας τους κατά την επιτέλεση αυτού τού έργου.
3/ Έλλειψη κάθε δικαιώματός τους επί τού προϊόντος που παράγεται ως το αποτέλεσμα τού συγκεκριμένου παραγωγικού έργου.
Όπως βλέπουμε στον καπιταλισμό η [ανά εξουσιαστική φάση] μερική και σχετική ή απόλυτη απώλεια τού απολυταρχικού κυριαρχικού δικαιώματος των προ-καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών ολιγαρχιών να ορίζουν [με διάφορες διαβαθμίσεις] άμεσα κυριαρχικά και δεσμευτικά την ζωτική εξωτερικότητα [ελευθερία κίνησης κ.λπ] τού σώματος των εκμεταλλευόμενων-κυριαρχούμενων εργαζόμενων [συνήθως αγροτών] και μόνον μέσω αυτής τής «εξωτερικής εξουσιαστικής διεργασίας» να ορίζουν έμμεσα την ζωτική εσωτερικότητα [ενεργές ικανότητες, ενεργές δεξιότητες κ.λπ] αυτού τού σώματος, έχει αναπληρωθεί από το απολυταρχικό δικαίωμα του Κεφαλαίου [και τής αστικής-μικροαστικής ολιγαρχίας που το υποκειμενοποιεί] να ορίζει άμεσα κυριαρχικά και δεσμευτικά την ζωτική εσωτερικότητα τού σώματος, δηλαδή: όλους τους ποιοτικούς όρους και όλες τις ποιοτικές υλικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο σώμα να μετατραπεί δια τής ενεργοποίησής του [ως ενεργό ικανό υποκείμενο] σε πηγή επιβίωσης και ζωής τού εργαζόμενου υποκειμένου και τής κοινότητας του, άρα:
Το απολυταρχικό κυριαρχικό δικαίωμα των προ-καπιταλιστών εκμεταλλευτών-κυρίαρχων επί τής ζωτικής μεν αλλά «εξωτερικής σωματικότητας», επί τού «εξωτερικού σώματος» [>τού σώματος] των εργαζομένων που εκμεταλλεύονταν, έχει στον καπιταλισμό αναπληρωθεί/αντικατασταθεί από το σκληρότερο βαθύτερο αμεσότερο απολυταρχικό δικαίωμα τού Κεφαλαίου επί τής ζωτικής «εσωτερικής σωματικότητας» τού εργαζόμενου υποκειμένου, επί τού «εσωτερικού σώματος» [>τού σώματος] τού εργαζόμενου υποκειμένου.
Ενώ τα προ-καπιταλιστικά εκμεταλλευτικά-κυριαρχικά συστήματα ήταν βυθισμένα στην βαρβαρότητα τής άμεσης «εξωτερικής σωματικής» βίας «για να» υπάρχει για τους εκμεταλλευτές μια έμμεση πρόσβαση τους στην εργασιακή πηγή τής ζωής των εκμεταλλευόμενων [στις ικανότητες/δεξιότητες και στα προϊόντα που παρήγαγαν], το Κεφάλαιο ασκεί μιαν αμεσότερη και θανατερότερη εκμεταλλευτική κυριαρχία, συγκροτώντας και χρησιμοποιώντας τις «χειρουργικές εξουσιαστικές λαβίδες» τής άμεσης αποξένωσης και τής άμεσης αποβολής τού εργαζόμενου: 1/ από την άμεση χρήση, 2/ από την άμεση συνιδιοκτησία, 3/ από την άμεση πρόσβαση του, σε σχέση με τα μέσα της εργασίας του και τα προϊόντα αυτής τής εργασίας, αλλά σε σχέση και με την συγκρότηση και συνολική επιτέλεση τού ίδιου τού συγκεκριμένου παραγωγικού έργου. Το Κεφάλαιο βέβαια αν «χρειαστεί» ασκεί και αυτό άμεση εξωτερική βία, αλλά η άμεση βία που ασκεί στο «εσωτερικό σώμα» τού εργαζόμενου υποκειμένου δεν είναι αμελητέα ή «λιγότερο» βάρβαρη.
--
13
Πρόλογος σε ένα θεωρητικό σχεδίασμα για την «σωματικότητα».
Η νέα κινηματική-αντικαπιταλιστική φιλοσοφική θρησκεία που ιδρύθηκε στην δύση, στα ερείπια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, λέγεται «σωματικότητα». Οι προφήτες αυτής τής θρησκείας ως μιας εκδοχής τής παλαιοθρησκείας τού μεταφυσικού-οντολογικού [μερικές φορές και τάχα «διαλεκτικού»] υλισμού, δεν είχαν σχέση με το ελευθεριακό και ταξικό κίνημα, ο δε γνωστότερος εξ' αυτών το μισούσε θανάσιμα όπως ο γεροδιάολος το λιβάνι.
Το «κίνημα», όμως, πάνω στην φιλοσοφική απελπισία του δεν είχε κανένα πρόβλημα να οικειοποιηθεί και αυτόν τον φασαριόζο και κάπως ανισόρροπο προφήτη ενός νέου υστερικού «σωματοκεντρικού» οντολογικού υλισμού.
Σε ένα γενικότερο όργιο θεωρητικών οικειοποιήσεων και άλλων θεωρητικών σχημάτων από όλες τις νέες θεωρήσεις που κατέκλυζαν τον δυτικό κόσμο στον εικοστό αιώνα, αυτή η τελευταία αποδείχτηκε η πιο ενδιαφέρουσα, εφόσον φαίνεται πως κρατάει γερά όχι τόσο [ή όχι μόνον] στα «προσκήνια» τής «φιλοσοφικής πίστης» των ανήσυχων ανθρώπων αλλά στα «παρασκηνιακά βάθη» των κοσμοθεωρητικών αποφάνσεων τους, τις οποίες μάλλον ως αυθαίρετες θεωρητικές αποφάσεις με ά-λογο υπόστρωμα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε και όχι ως προϊόντα έλλογης σκέψης και ορθολογικής στρατηγικής δόμησης και τής σκέψης και τής πράξης.
Δεν σκοπεύω όπως παλιά να ανοίξω έναν μοναχικό πόλεμο με τον νιτσεϊσμό-παρανιτσεϊσμό-κρυπτονιτσεϊσμό ή ακόμα και τον χωρίς-επίγνωση-ότι-υπάρχει νιτσεϊσμό, ως φιλοσοφικό ρεύμα, ως ψυχική στάση, ως θεωρητική παλάβρα, ως δημιουργημένη εγωπαθητική κλίση που έχει καταστρέψει καλά μυαλά και έχει δώσει την ψευδαίσθηση και παραίσθηση σε αδύναμους στοχαστές [σε άλλα μπορεί να είναι μια χαρά άνθρωποι] ότι «μετέχουν» σε μια νέα εξοχότητα, υπεροχικότητα και ευγένεια, την οποία να είστε σίγουρος δεν την θεωρώ ούτε κι εγώ ως προκαλούμενη [ως παραίσθηση-ψευδαίσθηση] κυρίως από την ψευδο-έννοια τού «υπερανθρώπου» ή [προκαλούμενη] από μιαν αφελή αναπαραγωγή τής θεωρίας τής «αιώνιας επιστροφής».
Το επίκεντρο τής νέας οντολογικής θεότητας λέγεται «σώμα». Τελευταία έχει «αποκτήσει» μιαν αναγκαστική πολλαπλότητα σαν «σώμα-ως-σώματα» και πάει λέγοντας. Η οντολογία τού «σώματος» όπως κάθε οντολογία που σημαίνει κάτι παραπάνω από τις παραισθήσεις της, σηματοδοτεί και μια νέα εποχή αλλά και μιαν όντως σημαντική θεωρητική προσπάθεια: Να αναδυθεί στο προσκήνιο τού θεωρητικού-και-πρακτικού ενδιαφέροντος των ανθρώπων [ειδικά των καθημερινών ανθρώπων], το συγκεκριμένο υλικό-ως-σωματικό νόημα τής ζωής τους, το οποίο η κυρίαρχη και προαιώνια μεταφυσική-οντολογία [όχι όμως -ας το πούμε- λόγου χάριν ο Επίκουρος και άλλοι] σε όλες της τις εκδοχές το έχει ενοχοποιήσει, εξορίσει, συκοφαντήσει και εντέλει υποτάξει «απορροφώντας» «το» στο εκάστοτε «μη-σωματικό νόημα», όπως η εξουσία υποτάσσει την ίδια την καθαυτή «σωματικότητα» των ανθρώπων, ειδικά και εντατικά των καταπιεσμένων.
Ως εδώ ας πούμε «καλά», αλλά θα το πούμε με σφιγμένα δόντια, όχι γιατί μας «συγκρατεί ακόμα» τάχα ο «παλαιοσταλινικός» ή «παλαιομαρξιστικός» εαυτός μας, τον οποίο μάλλον τον φαντάστηκαν κάποιοι άλλοι ότι τον «έχουμε» και όχι εμείς.
Δεν έχω σκοπό να πολεμήσω ξανά σε φανταστικούς φιλοσοφικούς αγώνες με τον «νεονιτσεϊσμό» και τις [χαϊντεγκεριανές και λοιπές] παραφυάδες αυτού, αλλά καταρχάς να κάνω αυτό που έκανα πάντα στον εαυτό μου και στους άλλους: να βάλω πάγο, να ανοίξω το παγερό δωμάτιο τής σκέψης, προτάσσοντας κάποιες παλιές σκέψεις, ξανά, αλλά τώρα σε απλούστερη μορφή μέχρι να ξαναπάμε ομαλότερα στα «βαθιά»:
Η «σωματικότητα» είναι ένα «δίκοπο μαχαίρι» για το καθημερινό διωκόμενο «εργαζόμενο υποκείμενο» αυτού τού κόσμου, όσο αυτός ο κόσμος θα είναι αυτό το πεδίο αθλιότητας, και δεν ξέρουμε πόσο θα είναι έτσι, αυτός ο κόσμος -και όχι ο «άλλος» που δεν υπάρχει μάγκες.
Από την «σωματικότητα» αναβλύζει η χαρά τής ζωής, ο έρωτας, ο χορός τού ανθρώπου, από την σωματικότητα αναδύεται το κουράγιο και η συγκεκριμένη μορφή τής ζωής τού ανθρώπου και των άλλων έμβιων όντων.
Παραμένει μια αφαίρεση, δεν σημαίνει κάτι το πλήρες, ένα όλον, αλλά τούτο το γεγονός, ότι είναι μια αφαίρεση, μπορούμε να πούμε ότι δίνει και μια παραπάνω ελπίδα για μιαν ελεύθερη αυτοδιαμόρφωση-ετεροδιαμόρφωσή της στα πλαίσια ενός ελεύθερου [αταξικού κ.λπ] πολιτισμού. Δεν είναι ένα «κενό σημαίνον», ή κι αν είναι, «αφήνει» ωστόσο περιθώρια να έχει ρίζες στην συγκεκριμένη ζωή.
Δεν είμαστε εχθρικοί προς την «αφαίρεση» και τις «δυνατότητές» της προς όφελος των συγκεκριμένων καθημερινών ανθρώπων, εφόσον όσο και να φαίνεται κάπως αστείο οι «αφαιρέσεις», ακόμα και ως «κενά σημαίνοντα», δίνουν πολλές φορές το «δικαίωμα» στους ανθρώπους να τις σχηματίσουν αυθαίρετα-ελεύθερα.
Το πρόβλημα είναι άλλο και είναι «αλλού», και αυτό δεν το βλέπουν θαρρώ οι νέοι θεολόγοι σύντροφοι, αλλά και το πόπολο τής νέας θεολογίας.
Ξεχνάμε, ξεχνάνε, ξεχνάτε σύντροφοι, συνέχεια, τύφλα να έχουν οι «παλαιομαρξιστές» «μ-λ» και άλλα, ότι η «σωματικότητα» είναι μαζί με όλα τα όμορφα και το πεδίο τής σύλληψής μας από την εξουσία, το ιδανικό σημείο γραπώματός μας από την μεγάλη εξουσιαστική αράχνη τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, από τον βρυκόλακα Κεφάλαιο.
Δεν μπορεί, θα τη ξέρετε, θα την έχετε νιώσει την επιθυμία, να μπορούσατε να γίνετε πουλιά, να πετάξετε μακριά, να μην μπορεί να σας πιάσει κανένας καριόλης στα νύχια τής εξουσίας του, δεν μπορεί θα το έχετε ζήσει, θα το έχετε βιώσει, πόσο ανάγκη νιώθεις μερικές φορές να γίνεις άυλος και ασώματος, όχι για να αγιάσεις, ποιος την χέζει την αγιοσύνη;, αλλά για να μην μπορεί να σε πιάσει κανένας χαφιές, κανένας εξουσιαστής, κανένας βιαστής δολοφόνος μικροαστός ψευτοπατριώτης.
Δεν μπορεί, θα το έχετε σκεφτεί, ότι αν δεν ήταν οι ανάγκες τού σώματος, και δεν είναι διάολε και τόσο «νοηματοδοτημένες» πάντα, αν δεν ήταν ο κίνδυνος τής πείνας, ο κίνδυνος των βασανιστηρίων, κίνδυνος δύσκολος να τον προσπεράσεις, τότε ποια εξουσία ποιος στρατός ποια εκμεταλλευτική κυριαρχία, θα μπορούσε να μας υποτάξει;
Δεν γίνεται, θα το έχετε σκεφτεί, αν είσαι επαναστάτης, αν θέλεις να υψώσεις το ανάστημά σου, δεν γίνεται να μην αρνηθείς το σώμα σου με την έννοια ότι θα πρέπει να το δεχτείς ως πιθανά μη ακέραιο αν χάσεις, και δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα κερδίσεις την επαναστατική μάχη.
Το σώμα σου θα το σέβεσαι, ναι, θα το φροντίζεις, ναι, θα το θεωρείς θεμελιώδες σημείο τής ζωής σου, ναι, θα το δυναμώσεις, θα το κάνεις ευλύγιστο και χαρούμενο, για να μπορεί να είναι όπλο τού αγώνα, ναι, αλλά αν είσαι ταγμένος στην επαναστατική δημοκρατική-και-ταξική αρετή ή απλά στην ελευθερία, θα πρέπει να ξέρεις ότι μπορεί και να χρειαστεί να μην το υπολογίσεις, αναλώνοντας το αν χρειαστεί μαζί με την ζωή σου, είτε για τον σκοπό, είτε απλά για την ελευθερία.
Σε ένα άλλο πλαίσιο τώρα, ευρύτερο και κάπως στρυφνό, αλλά ίσως και πιο ουσιαστικό, η «αφαίρεση» τής «σωματικότητας» έχει μια παράξενη σχέση συνθεμελίωσης, και ως έννοια και ως υλική κατάσταση, με την εργατική-εργασιακή δύναμη, αποτελεί μια συμπλεκόμενη με την εργατική-εργασιακή δύναμη έννοια-κατάσταση, άρα συμπλέκεται «με» όλα τα πλέγματα τής ατομικής και συλλογικής αυτοσυντήρησης και παραγωγικής καταναλωτικής αναπαραγωγής.
Εξιδανικεύοντας μερικοί την υλικο-νοητική «αφαίρεση» τής «σωματικότητας», αγνοώντας την ουσιακή πλοκή της με τις «δύσκολες» και μάλλον «συντηρητικά τείνουσες» αφαιρέσεις τής αυτοσυντήρησης-αναπαραγωγής, είναι μερικές φορές σαν να ελπίζουν ότι θα περπατήσουν στη θάλασσα.
Αυτονόητο να αποκλείσουμε την θεώρηση τού καπιταλιστικού σκλαβοπάζαρου ως διεργασίας πώλησης τής ζωντανής εργασίας στην ολότητά της και ειδικά στην ενεργή δράση της.
Η «εργασία» δεν πωλείται, και αυτό το έχει δείξει ο Μαρξ, όπως έχει δείξει επίσης ότι δεν έχει «αξία». Αυτό που προσδιόρισε ως έχον «αξία» [ανταλλακτική αξία και αξία χρήσης] ήταν το «εμπόρευμα εργασιακή/εργατική δύναμη», το οποίο όπως είδαμε, σύμφωνα τώρα με την δική μας ερμηνεία και θεώρηση, αν και έχει ιστορικοσυγκροτητικές σχέσεις με την γενική αφαίρεση «εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν ταυτίζεται με αυτήν εν γένει.
Αναλύσαμε στις προηγούμενες δημοσιεύσεις μας γιατί συμφωνούμε καταρχάς με τον Μαρξ και τούς μαρξιστές ότι υπάρχει «κάτι» άλλο που αντιπροσωπεύει ως «εμπορευματικό σώμα» την εργασία στο καπιταλιστικό σκλαβοπάζαρο, και ότι αυτό το σύγχρονο σκλαβοπάζαρο αν και σκλαβοπάζαρο στην ουσία, δεν μπορεί να στηρίζεται στην εμπορευματοποίηση τού «δουλικού σώματος» ως βίαια δεσμευμένου «φορέα» τής εργασιακής ικανότητας/δύναμης, όπως συνέβαινε με το δουλεμπόριο και την δουλοκτησία [χωρίς βέβαια να αποκλείουμε το ενδεχόμενο το Κεφάλαιο να το κάνει κι αυτό, όποτε το συμφέρει και δεν μπορεί να κάνει αυτό που συνήθως κάνει].
Ο Μαρξ και οι μαρξιστές όρισαν αυτό το μη-δουλικό «εμπορευματο-σώμα» που ανταλλάσσεται υπό την κυριαρχία τού Κεφαλαίου, ως το εμπόρευμα «εργασιακή/εργατική δύναμη» [η «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως εμπόρευμα], θεωρώντας ότι «παράγεται» κι αυτό, αν και με περιπλοκότερους όρους από ό,τι τα άλλα «εμπορεύματα-προϊόντα», αλλά [θεωρώντας] κυρίως ότι «αναπαράγεται» δια τής «παραγωγικής κατανάλωσης» των αναγκαίων και ιστορικά προσδιορισμένων μέσων συντήρησής «του» κ.λπ.
Είδαμε πόσο «μακριά πάει η βαλίτσα» με την εργασιακή/εργατική δύναμη και πως προσεγγίζει κι αυτή την αόριστη απειρία, όταν θεωρηθεί ως κάτι μετρήσιμο ως παραγόμενο.
Αν η εργασία δεν μετράται ως «αξία» αφού είναι η βασική «πηγή» αλλά και το «μέτρο» τής «αξίας» και εφόσον «δεν μετράται αυτό που μετράει» άρα δεν έχει νόημα η έννοια τής μέτρησής της κ.λπ. Αν επίσης η «εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν μπορεί να μετρηθεί διότι «πάει μακριά η βαλίτσα», ακόμα κι αν κάνουμε συμβιβασμούς και την θεωρήσουμε ως απλό «αποτέλεσμα» τής παραγωγικής κατανάλωσης [είτε καπιταλιστικών είτε μη-καπιταλιστικών] αγαθών «συντήρησης-και-εκπαίδευσης», τότε;
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου