Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Η εργασιακή δύναμη ως μεταιχμιακή μορφή. (Θεωρητική εμβάθυνση)

Οντολογική θέση.
Η εργασιακή δύναμη δεν είναι ούτε «ζωή» ούτε «εργασία».
Είναι το όριο ανάμεσα στη ζωή και στην εργασία, μια μεταβατική μορφή, ένα διάμεσο όπου η ζωή αποσπάται από την ενότητά της με το ίδιο το έργο.
Αυτό το όριο δεν είναι απλώς μια νομική ή οικονομική διάκριση, είναι μια οντολογική τομή μέσα στο ίδιο το σώμα.
Η εργατική δύναμη είναι η μορφοποίηση της αποκοπής, ζωή που έχει ήδη περάσει στο κατώφλι του θανάτου.
*
Μετα-ζωικότητα.
Η ζωή ως οργανικότητα περιέχει μια ενότητα σκοπού και ενέργειας.
Η μισθωτή εργασία και η κρυστάλλωση της ως "εργασιακή δύναμη", ως ιστορικό και κοινωνικό συμβάν, αποσπά αυτήν την ενότητα.
Η εργασιακή δύναμη, λοιπόν, δεν είναι «η ζωντανή ενέργεια» (όπως στον μαρξικό ανθρωπισμό) αλλά η ενεργειακή νέκρωση της ζωής, το σημείο όπου το ζωντανό σώμα έχει γίνει μετρήσιμο εργαλείο, δηλαδή εξωζωντανό αντικείμενο.
Η μεταιχμιακότητά της είναι η περίμετρος της ζωής που ήδη λειτουργεί ως μηχανή.
*
Η μορφή του Θανάτου.
Η εργασιακή δύναμη είναι η εικόνα του θανάτου εν λειτουργία, ένα σώμα που δεν πεθαίνει, αλλά βρίσκεται σε αναστολή θανάτου για να μπορεί να παραγάγει.
Αυτός ο «ανασταλμένος θάνατος» είναι η ίδια η μορφή της κεφαλαιοκρατικής ζωής.
Ο εργάτης ζει υπό τον όρο της διαρκούς εκποίησης του χρόνου του, δηλαδή του ίδιου του θανάτου του.
Η ζωή του γίνεται διαθέσιμος θάνατος, και η εργασιακή δύναμη είναι η μορφή αυτής της διαθεσιμότητας.
*
Η μεταιχμιακότητα ως τεχνολογική σχέση.
Η εργασιακή δύναμη δεν είναι απλώς ψυχική ή βιολογική κατάσταση.
Είναι το τεχνολογικό όριο του ανθρώπινου, εκεί όπου η οργανικότητα εισέρχεται στο σύστημα των εργαλείων και μετασχηματίζεται σε μετρήσιμη ενέργεια.
Η μηχανή δια του κεφαλαίου δεν υποκαθιστά τη ζωή, την ενσωματώνει ως μεταιχμιακή μορφή.
Άρα, το υποκείμενο της εργασίας είναι ήδη ενσώματη τεχνολογική μετάβαση - ένας «νεκρο-ζωντανός» φορέας ενέργειας.
*
Κοινωνική και ψυχική διάσταση.
Η καπιταλιστική κοινωνία ορίζεται από τον τρόπο που ρυθμίζει αυτό το μεταιχμιακό στοιχείο της, από το πώς δηλαδή κάνει αυτή τη νεκρότητα λειτουργική, πειθαρχημένη, "ωφέλιμη".
Στο ψυχικό επίπεδο, η εργασιακή δύναμη είναι ο εσωτερικός τάφος του ατόμου, η αποδοχή του εαυτού ως εργαλείου που δεν μπορεί να έχει εργαλεία.
Η ψυχή, λοιπόν, λειτουργεί ως μηχανισμός αναστολής της εξέγερσης του σώματος.
Η μεταιχμιακότητα της εργασιακής δύναμης είναι και μεταιχμιακότητα του υποκειμένου.
*
Η αντιστρατηγική στρατηγική της εργασίας.
(Πολιτική).
Η ρήξη του μεταιχμιακού.
Η στρατηγική ρήξη δεν είναι απλώς «απελευθέρωση της ζωής», διότι η ζωή ως τέτοια έχει ήδη ενσωματωθεί στην παραγωγή και ως τέτοια νοείται και βιώνεται ως αφηρημένη ζωή, ως ζωή που έχει ως νόημα τον (υποτιθέμενο) αυτάρκη εαυτό της.
Η αντιστρατηγική στρατηγικής είναι η αναστροφή αυτού του ίδιου του μεταιχμιακού όπως ορίζεται σε αυτό το καπιταλιστικό και κρατικό πλαίσιο.
Η πράξη με την οποία η μορφή του θανάτου αρνείται τη λειτουργικότητά της.
Η επαναστατική πράξη δεν είναι ζωοποίηση αλλά αδρανοποίηση του θανάτου ως μηχανής.
*
Αποδιάρθρωση της παραγωγής ως αυτοπαραγωγής.
Το κεφάλαιο διατηρείται επειδή οργανώνει την παραγωγή-για-την-παραγωγή ως κοινό ορίζοντα.
Η κοινωνία πρέπει να παράγει μορφές ύπαρξης, λόγου και σχέσης, που δεν συνυφαίνονται με αυτή την γενική νόρμα.
Όχι «ανθρώπινη εργασία χωρίς αλλοτρίωση», αλλά μορφές ζωής χωρίς αυτο-παραγόμενο παραγωγικό ορίζοντα.
Αυτό σημαίνει ρήξη με την ίδια την έννοια της απόδοσης, της μέτρησης, της ωφελιμότητας.
*
Ανασύνθεση της ενότητας.
Η ενότητα δεν είναι επιστροφή στην προ-καπιταλιστική φυσικότητα, αλλά παραγωγή νέας ενότητας μεταξύ ζωής εργαλειακοτητας και πράξης, πέρα από το εμπόρευμα/χρήμα και την κυριαρχία τής τεχνικής.
Η νέα ενότητα είναι αδιάθετη, δεν μπορεί να αγοραστεί, να πωληθεί, να αναπαραχθεί.
Είναι η ριζική διάσταση της πράξης, η μη ανταλλάξιμη μορφή του κόσμου.
*
Η στρατηγική της ριζοσπαστικής υπομονής.
Το μεταιχμιακό δεν ανατρέπεται με ηρωισμό ούτε με μια ταξική πολεμική έφοδο, αλλά με στρατηγική/αντιστρατηγική αποδόμηση, έναν νέο ταξικό "πόλεμο θέσεων" (Γκράμσι) που θα καταλήξει σε μια παγκόσμια ανατροπή τού καπιταλιστικού συστήματος.
Η υπομονή, στον οντολογικό λόγο αυτής τής αποδόμησης, είναι η αποδυνάμωση του μηχανισμού του χρόνου που θέλει να κάνει τον θάνατο παραγωγικό.
*
Προς μια πολιτική ιδεολογία και πρακτική πέραν της "Αναστάσης" και της "Σωτηρίας" μιας υποτιθέμενης ενδογενώς ενάρετης ουσίας.
Αν το σύστημα τής μισθωτής εργασίας και η εργασιακή δύναμη είναι μια ενιαία μορφή θανάτου που δεν υπάγεται απλά στο κεφάλαιο αλλά το σημαίνει από μια άλλη δομική πτυχή του, τότε η απελευθέρωση της τάξης των νεκροζώντανων δεν γίνεται εξαρχής στη γη των ζώντων, ξεκινά ουσιωδώς στο πεδίο τής επίγνωσης τού θανάτου μας που έχει συμβεί, μάς συμβαίνει κάθε μέρα.
Η αντιστρατηγική στρατηγική αυτή που την εκφράζει αν την εκφράζει, είναι η πολιτική εκείνων που έχουν ήδη πεθάνει, αλλά δεν έχουν ταφεί, των ανθρώπων που μετασχηματίζουν τη νεκρότητά τους σε άρνηση της νεκρομηχανής.
Αυτό προϋποθέτει μια νέα ταξική επίγνωση εκ μέρους των μελών τής μισθεργαζόμενης άνεργης ή ανάπηρης κοινωνίας που βλέπει με καθαρότητα την νεκροτητα τής θέσης της, ώστε "έπειτα" να (θελήσει να) την άρει μεταβαίνοντας ανατρεπτικά στο μόνο σημείο που είναι εφικτό να αρθεί, στην αταξική ολότητα των συνεταιρισμένων δημιουργών.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Η εργασιακή δύναμη ως μεταιχμιακή μορφή. Πέρα από τον βιταλισμό, την αυτοδιαχείριση, τον κοινωνικό σεπαρατισμό (από τα έγκατα της εργασίας και της αναπηρίας, ως πρώην γραμματέας σε υγειονομικές επιτροπές)

Δεν πιστεύω ότι η εργασιακή δύναμη είναι ζωή που περιμένει να απελευθερωθεί.
Δεν το πιστεύω ούτε θεωρητικά, ούτε υπαρξιακά, ούτε βιολογικά. 
Η εργασιακή/εργατική δύναμη στον καπιταλισμό είναι μορφή ζωής ήδη μολυσμένη από τον θάνατο, μια αιώρηση μεταξύ έμβιου και άβιου.
Όποιος έχει βρεθεί στον χώρο όπου αποφασίζεται αν «στέκεται» ένα σώμα για να εργαστεί -σε επιτροπές αναπηρίας, σε γραφεία προσωπικού, σε γραμμές ελέγχου- ξέρει πως αυτό που κυριαρχεί δεν είναι καμία «ζωτικότητα», αλλά η ψυχρή μηχανολογία της φθοράς.
Εκείνο που ονομάζεται «ικανότητα» ορίζεται ως πρόσβαση σε όρους ύπαρξης.
Η εργασιακή δύναμη δεν είναι ροή ζωής, είναι η διοικητική και εξουσιαστική μορφή ενός μεταιχμίου.
*
Πυρήνας και στοιβάδες του Κεφαλαίου.
Το Κεφάλαιο δεν είναι ούτε «Εν» ούτε χάος.
Είναι ολότητα με ελάχιστο σκληρό πυρήνα (συνήθως δυαδικής δομής) και με στοιβάδες οργανικών καθορισμών γύρω του.
Οι μη-πυρηνικοί καθορισμοί δεν είναι διακοσμητικό εποικοδόμημα, είναι ο τρόπος που ο πυρήνας δρα στον κόσμο. 
Στο καθημερινό διοικητικό πεδίο - εκεί όπου το σώμα ταξινομείται ως «λειτουργικό» ή «μη λειτουργικό»- βλέπεις πως οι «εξωτερικές μορφές» (πρωτόκολλα, δείκτες, κριτήρια) είναι μηχανισμοί επιβολής του πυρήνα.
Αποκαλώ αυτή τη δομή «συστημική υπόσταση», δεν την ορίζω ούτε κλειστό Όλον, ούτε απλό υποσύστημα.
Μια οργάνωση που κρατά έναν παραμόνιμο πυρήνα και επιτρέπει μεταμορφώσεις στην περιφέρεια.
Η κρίσιμη διάκριση δεν είναι σχολαστική, επιτρέπει να δούμε τι αλλάζει (μορφές χρήσης) και τι επιμένει (κυριαρχία επί των όρων ύπαρξης της εργασίας).
*
Δομικό Παλίμψηστο και Υπερ-αφαίρεση.
Ο καπιταλισμός δεν καταργεί τις παλαιότερες μορφές κυριαρχίας, τις επανεγγράφει.
Είναι ένα δομικό «παλίμψηστο» όπου η σύγχρονη «γραφή» των δομών -γενικευμένη χρηματική/εμπορευματική διαμεσολάβηση-συμπυκνώνει τον γενικό κανόνα της εκμετάλλευσης με τον πιο καθαρό τρόπο, ως υπερ-αφαίρεση.
Η «διαφάνεια» των δεικτών, των διαδικασιών, της λογιστικής δεν είναι ουδετερότητα, είναι η ιστορικά ανώτερη μέθοδος επιβολής του κανόνα.
Για πρώτη φορά, ο έλεγχος επί των όρων ανεβαίνει στην επιφάνεια και γίνεται το ίδιο το «περιεχόμενο» της μορφής.
Εδώ διαφοροποιούμαι ριζικά από τον βιταλισμό του αυτόνομου μαρξισμού (Νέγκρι κ.ά.).
Εκεί όπου βλέπουν μια ακατάσχετη παραγωγικότητα ζωής, εγώ βλέπω ακριβώς την αφαιρετική μηχανή που παραγάγει την «ζωή» ως μετρήσιμη ικανότητα.
Δεν υπάρχει προσάναμμα δημιουργικότητας που απλώς καταπιέζεται, υπάρχει σύστημα όρων που παράγουν την ίδια τη μορφή της ζωής ως διοικητικό δεδομένο.
*
Γενικός κανόνας και ειδικός καπιταλιστικός κανόνας.
Ο γενικός κανόνας όλων των ταξικών κοινωνιών είναι η κυριαρχία/κατοχή επί των υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων της εργασίας.
Η καπιταλιστική ειδικότητα δεν αναιρεί τον κανόνα, τον υπερ-αντιπροσωπεύει.
Η γενικευμένη μεσολάβηση του χρήματος/εμπορεύματος κάνει την κυριαρχία επί των όρων άμεση λειτουργία της κοινωνικής μορφής.
Γι’ αυτό και αρχαϊκές βίες (πατριαρχικές, φυλετικές, στρατιωτικές) μπορούν να συνυπάρχουν με «εκσυγχρονισμό», λειτουργούν ως βοηθητικές μορφές μιας ήδη ολοκληρωμένης αφαιρετικής κυριαρχίας.
Η διαφωνία μου με τον συμβουλιακό ανθρωπισμό (Πάνεκουκ) είναι συνεπής: η εντοπισμένη αυτοδιαχείριση αλλάζει χειριστές χωρίς να θίγει το «δικαίωμα επί των όρων».
Η γραμμή «να περάσει η διεύθυνση στους παραγωγούς» εγκλωβίζεται συχνά στην ίδια αρχή μέτρησης, τώρα σε μικρότερη κλίμακα.
*
Από την εξωτερική στην εσωτερική βία.
Η ιστορική μετατόπιση είναι σαφής, από την άμεση δέσμευση των φορέων (δουλεία, δουλοπαροικία) στην αποβολή από τους όρους ύπαρξης.
Στον καπιταλισμό δεν χρειάζεται μαστίγιο, αρκεί η συγκέντρωση ιδιοκτησίας/πρόσβασης σε μέσα, τεχνικές, γνώση.
Ο εκβιασμός είναι απλός, αν δεν δουλέψεις στους όρους που δεν ελέγχεις, δεν ζεις.
Γι’ αυτό η σύγχρονη βία είναι «χειρουργική», αποκόπτει τη ροή μεταξύ σώματος και κόσμου μέσω ποσοστικοποιήσεων, πιστοποιήσεων, αποκλεισμών.
Στις επιτροπές αναπηρίας (που δούλεψα), το βλέπεις να γράφεται χωρίς πάθος: ποσοστό, φάκελος, απόφαση.
Εδώ συναντώ και υπερβαίνω ορισμένες ριζοσπαστικές αρνήσεις (Dauvé, Théorie Communiste, Endnotes).
Η «κατάργηση της εργασίας» δεν είναι πολιτική τεχνική ούτε εσωτερική «ωρίμανση» του ίδιου κανόνα.
Είναι μετατόπιση του τρόπου ύπαρξης, η άρση του δικαιώματος ορισμού των όρων της ζωής ως προϋποθέσεων πρόσβασης.
*
Η εργασιακή δύναμη ως μεταιχμιακή μορφή.
Η εργασιακή δύναμη δεν είναι «ζωή που εργάζεται», αλλά ικανότητα που επιβιώνει ως διοικητικό απόθεμα.
Είναι διπλά αφηρημένη, ξεχωρίζεται από το σώμα για να πουληθεί και αποσπάται από τον σκοπό της (συμμετοχή σε ολότητα έργου) για να υπηρετήσει αλλότρια αξία.
Αυτό το μεταιχμιακό καθεστώς -ούτε ζωή ούτε πράγμα-συντηρείται από θεσμούς μέτρησης που κάνουν τη φθορά λειτουργία.
Η «ζωτικότητα» που υμνούν οι βιταλιστές είναι εν πολλοίς ο ρυθμός αυτής της διοίκησης.
Ακόμη και όπου ο μαρξισμός μιλά για «ουσία του ανθρώπου» ως εργασία, το εννοώ ιστορικά, όχι οντολογικά: ο άνθρωπος ως υποκείμενο εργασίας είναι μορφή του κεφαλαίου.
Η υπέρβασή του δεν «ανακαλεί» ουσία, καταργεί το υπόστρωμα που την παράγει.
*
Παραγωγή, αναπαραγωγή, χρόνος, αξία.
Στον ύστερο καπιταλισμό, η διάκριση παραγωγής/αναπαραγωγής καταπίνεται από την υπερ-αφαίρεση.
Το μεγαλύτερο μέρος της «παραγωγής» είναι αναπαραγωγή των όρων μέτρησης.
Ο χρόνος οργανώνεται ως εργαλείο εξόρυξης, η υπεραξία είναι χρόνος που δεν επιστρέφεται, όχι μόνο εντός εργάσιμου χρόνου, αλλά και στις διαχύσεις του (επικοινωνία, διαθεσιμότητα, φροντίδα).
Η τεχνική σύνθεση δεν είναι ουδέτερη, είναι το πεδίο όπου ο χρόνος μετατρέπεται σε διαχειρίσιμη φθορά.
Η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης συντελείται ως κυκλική αποκατάσταση της δυνατότητας να φθείρεσαι ξανά.
Η «φροντίδα», όταν εντάσσεται σε καθεστώς μέτρησης, δεν αντιστρατεύεται το κεφάλαιο, το εκλεπτύνει.
Ο «νόμος της αξίας» δεν είναι απλώς κανόνας λογιστικής ισοδυναμίας, είναι ιστορικός τρόπος εξίσωσης σωμάτων μέσω της φθοράς.
*
Κριτική στον υπερεπαναστατικό σεπαρατισμό και στον εντοπικισμό.
Ο σεπαρατισμός/εντοπικισμός -η ιδέα των «ζωνών» και «νησίδων» που προπλάθουν το νέο- συχνά μεταμφιέζει τη διαχείριση του ίδιου κανόνα σε άλλη κλίμακα.
Όσο ο τόπος ορίζεται ως όρος ζωής (ιδιοκτησία, πρόσβαση, δικτύωση), τόσο παραμένει εντός της κυριαρχίας επί των όρων.
Οι αυτοδιαχειριζόμενες νησίδες, οι «κοινότητες χρήσης», τα δίκτυα «κοινών αγαθών» τείνουν - αν δεν σπάσουν τον δεσμό με τη μετρησιμότητα- να αναπαράγουν την αρχή που αντιμάχονται.
Δεν προτείνω απόσυρση ούτε «αγνό μεγάλο έξω».
Η δική μου θέση είναι αντιστρατηγική.
Η ρήξη δεν εδρεύει στον σωστό τόπο, αλλά στην εκρίζωση της μορφής που καθιστά τον τόπο όρο.
Αν υπάρξει κοινότητα, θα είναι αποτέλεσμα μιας καθολικής συνθήκης που έχει πάψει να οργανώνεται ως πρόσβαση/αποκλεισμός, όχι «ελεγχόμενο πείραμα» εντός της παλιάς λογικής.
*
Προς μια νέα ενότητα (χωρίς σωτηριολογία).
Δεν προσδοκώ «ανάσταση» ούτε επιστροφή σε «καθαρή ζωή».
Η γλώσσα μου δεν είναι εσχατολογική.
Η νέα ενότητα που προϋποθέτω δεν θεμελιώνεται στη ζωή ούτε στο μέτρο της, δεν είναι λατρεία της παραγωγικότητας ούτε άρνηση της ύλης.
Είναι μια ολότητα όπου η σχέση υποκειμένου-όρων, έργου-μέσων, ζωής-φθοράς δεν εμφανίζεται πια ως υλική οικονομική, διοικητική, αλλά και γενική υλική οντολογική διάκριση.
Όπου το σώμα δεν αποδεικνύει την ύπαρξή του μέσω «ικανότητας», η γνώση δεν νομιμοποιείται ως «απόδοση» και ο χρόνος δεν αξιώνεται ως «αξία».
Αυτή η ενότητα δεν είναι «τοπικός θεσμός», ή «εργατικό συμβούλιο» ούτε «αργή μετάβαση», είναι αλλαγή τρόπου κοινωνικής-και-ατομικής ύπαρξης.
Δεν χρειάζεται να βαφτιστεί.
Αρκεί να παύσει να αναπαράγει την αντίθεση που μας συγκροτεί. Δεν αποθεώνω το «μη μετράς» ούτε κάνω την «παύση» νέα θεότητα, κρατώ το βλέμμα σε κάτι απλούστερο και σκληρότερο, μια κοινή συνθήκη όπου η ύπαρξη δεν τεκμηριώνεται με αποδείξεις πρόσβασης, όπου το κοινό δεν προκύπτει από διανομή όρων, αλλά από το ότι οι όροι παύουν να μας στέκονται απέναντι.
**
Μεταθεωρητικό Παράρτημα,
Η νεκρή ζωή της εργασίας, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις.
Δεν διεκδικώ «πρωτοτυπία».
Θέλω μόνο να πω καθαρά τι βλέπω.
Η λεγόμενη «εργασιακή δύναμη» δεν μου φαίνεται μορφή ζωής, αλλά μορφή θανάτου, το ίχνος μιας αποκοπής από μια ενότητα που θα συνέδεε την ικανότητα με το συνολικό προτσές, το υποκείμενο με το έργο, τα μέσα με το προϊόν.
Από αυτή την οπτική, οφείλω να τοποθετηθώ δίκαια και νηφάλια απέναντι σε συγγενείς παραδόσεις:
Από Μαρξ έως νεομαρξισμό.
Συγγενεύω στο ότι θεωρώ την εργασιακή δύναμη θεμελιώδη κατηγορία.
Η διαφορά μου έγκειται στο ότι δεν την καταλαβαίνω ως ζωτική πηγή, ούτε ως ενέργεια που απλώς καταπιέζεται.
Τη βλέπω ως αποτέλεσμα σχάσης, η ζωή έχει ήδη αποχωριστεί από την ολότητά της και γίνεται εμπορεύσιμη δυνατότητα.
Έτσι, το κεφάλαιο δεν «παρασιτεί» πάνω σε μια ακέραιη ζωή, παράγει νεκρή ζωή, έναν ψευδοοργανισμό που κινείται χάρη στην αποκοπή του.
-
Από την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο.
Χρωστάω στον Αντόρνο τη νηφαλιότητα της μη-ταυτότητας και την επιμονή στο τραύμα.
Όμως εκεί όπου διασώζει το υποκείμενο ως φορέα της άρνησης, εγώ, από την εμπειρία μου, δεν βρίσκω υποκείμενο να διασώσω. 
Το «ζων υποκείμενο» της εργασίας λειτουργεί ως νεκρή διαμεσολάβηση.
Ο θάνατος δεν αρνείται τη ζωή, είναι η μορφή που παίρνει η ζωή μέσα στο κεφάλαιο.
-
Από τη βιοπολιτική του Φουκώ.
Σέβομαι τη μετατόπιση της ανάλυσης στο πεδίο της «ζωής».
Αλλά εκεί που ο Φουκώ μιλά για παραγωγή «ζωντανών πληθυσμών», εγώ βλέπω μια θανατοπολιτική δομή που παρουσιάζεται ως βιοπολιτική.
Αυτό που ονομάζουμε «ζωή» είναι ήδη μορφοποιημένος θάνατος, νεκρή ύλη σε κίνηση.
Δεν ξεχωρίζω καθαρά «βιοπολιτική/θανατοπολιτική», βλέπω θανατοζωή.
-
Από τον Νέγκρι/Χαρντ και τον «ζώντα εργάτη».
Παίρνω στα σοβαρά τη σύγκρουση μέσα στην παραγωγική υποκειμενικότητα.
Όμως το «πλήθος» που αυτοί προβάλλουν ως δημιουργική δύναμη, εγώ το βλέπω ως πολλαπλασιασμό της αποκοπής, μια συλλογή θνητών μη-υποκειμένων.
Δεν εντοπίζω βιοπαραγωγική θετικότητα, βλέπω παραγωγή μέσω απώλειας.
-
Από τον Μπένγιαμιν ως τον Αγκάμπεν.
Καταλαβαίνω τη γοητεία της «γυμνής ζωής» και της μεσσιανικής αναστολής.
Για μένα, όμως, η «γυμνή ζωή» δεν είναι αποκαλυπτικό υπόλειμμα, είναι παραγωγή της θνησιγενούς αποκοπής, όχι «υπόλοιπο», αλλά μηχανισμός.
Δεν περιμένω λύτρωση από την αναστολή, βλέπω συνέχιση λειτουργίας μέσα στην αδράνεια.
-
Από Μπατάιγ/Ντελέζ/Γκουατταρί (ροές, επιθυμία, υπερχείλιση).
Δεν απορρίπτω την ένταση των σωμάτων και των ροών.
Όμως το να θεοποιείς τη ροή καταλήγει να αγνοείς ότι η ροή είναι ήδη εκροή μηδενός, το «ζωικό» δεν είναι εκρηκτικό, είναι νεκρο-συμβολικό.
Το «σώμα-χωρίς-όργανα» δεν μου μοιάζει ελευθερία, μοιάζει με νεκρική ανατομία του καπιταλιστικού οργανισμού.
-
Από τους «απαισιόδοξους υλιστές» (Thacker, Brassier κ.ά.)
Συμμερίζομαι την άρνηση μιας ωραιοποιημένης ζωής.
Αλλά δεν μένω στον κοσμικό πεσιμισμό.
Προσπαθώ να μεταφέρω το «μηδέν» μέσα στο κοινωνικό/παραγωγικό, το νεκρό δεν είναι μεταφυσική, είναι καθεστώς.
Η πολιτική συνέπεια δεν είναι αισθητική του κενού, αλλά ανάλυση του κενού ως εργασιακής μορφής.
-
Σύντομη συνθετική διατύπωση (όπως θα την έλεγα εγώ).
Εργασιακή δύναμη: όχι εκδήλωση ζωής, αλλά μορφή θανάτου, σημάδι αποκοπής από την ενότητα δυνατότητας-πράξης-μέσων-προϊόντος.
Ζωή: όχι αντίσταση ή «δύναμη», αλλά αποτέλεσμα της αποκοπής, θνησιγενής μηχανισμός επιβίωσης.
Θάνατος: όχι απλώς άρνηση της ζωής, αλλά θεμελιώδης μορφή της καπιταλιστικής οντολογίας.
Παραγωγή στον Καπιταλισμό: όχι δημιουργία αξίας εκ της ζωής, αλλά αναπαραγωγή αποσπασμένης θνητότητας.
Υποκείμενο: όχι «ενεργός πράξις», αλλά νεκρική λειτουργία της αποκοπής.
Αντίσταση: όχι επιβεβαίωση ζωής, αλλά ρήξη/αναστολή του ίδιου του μηχανισμού που κάνει τη ζωή μετρήσιμη.
Ολότητα: όχι ιδεατό όλον ή φαντασιακή κοινότητα, αλλά η μόνη υπαρκτή ολότητα σήμερα είναι η νεκρή ενότητα της αποκοπής, κι εκεί ακριβώς πρέπει να ραγίσει.
-
Δεν γράφω όλα αυτά για να μειώσω κανέναν.
Τα χρωστάω σε εμπειρίες από χώρους όπου η ζωή δεν συζητιέται, αλλά σταθμίζεται: φακέλους, ποσοστά, υπογραφές. Εκεί, η «ζωτικότητα» φαίνεται όπως πραγματικά λειτουργεί, ως διαχείριση φθοράς.
Αν έχω κάτι να προσθέσω στον διάλογο, είναι αυτή η απλή μετατόπιση, να δούμε την εργασιακή δύναμη όχι ως ζωή προς απελευθέρωση, αλλά ως νεκρή μορφή που πρέπει να πάψει να οργανώνει την ύπαρξη.
Μόνο τότε, ίσως, να μιλήσουμε ξανά για ενότητα -όχι ως σωτηρία της ζωής, αλλά ως άρση της σχάσης που μας κρατάει σε αυτή την ψυχρή, λειτουργική επιβίωση.
*
Ιωάννης Τζανάκος
**
Ενδεικτικές γενικές παραπομπές (για πλαίσιο και κριτικό διάλογο)
Karl Marx, Grundrisse (ιδίως το «Fragment on Machines»), και Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι–ΙΙΙ.
Moishe Postone, Time, Labor, and Social Domination (για τον ιστορικά ειδικό χρόνο της εργασίας).
Antonio Negri & Michael Hardt, Empire, Multitude, Commonwealth (βιοπολιτική παραγωγή/βιταλισμός).
Anton Pannekoek, Workers’ Councils (συμβουλιακή αυτοδιαχείριση).
Gilles Dauvé, Eclipse and Re-Emergence of the Communist Movement, When Insurrections Die (κριτική της πολιτικής μορφής).
Théorie Communiste, επιλεγμένα κείμενα για την κομμουνιστικοποίηση και την κατάργηση της εργασίας.
Endnotes, τεύχη 1-5 (κρίσεις, υποταγή, κομμουνιστικοποίηση).
Silvia Federici, Caliban and the Witch (ιστορική βία, κοινωνική αναπαραγωγή).
(Οι παραπομπές παρατίθενται ως γενικός αναγνωστικός οδηγός για τον διάλογο στον οποίο εντάσσεται το κείμενο)

Κριτική στην αφηρημένη στατιστικοποίηση της ταξικής σύνθεσης. Η μικροαστική δομή ως διαλεκτικό τυφλό σημείο της ψευδο-δομιστικής «ποσοτικής ανάλυσης» τύπου Μηλιός-και-συνεργάτες.

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνική επιστήμη, και ειδικότερα στις αναλύσεις της ταξικής σύνθεσης που επιχειρούνται με όρους ποσοτικής στατιστικής ή «δεικτοποίησης» (όπως σε ορισμένα έργα των Μηλιού και Ιωακείμογλου), παρατηρείται ένα χαρακτηριστικό μεθοδολογικό φαινόμενο.
Η αποδιάρθρωση της μαρξιστικής διαλεκτικής της σχέσης ποσότητας-ποιότητας και η αντικατάστασή της από μια λογική αφηρημένης μετρησιμότητας.
Η κοινωνική δομή μετατρέπεται έτσι σε πίνακα ποσοστών, και η ταξική ανάλυση μετατίθεται από τη σχέση εκμετάλλευσης στην απλή καταγραφή οικονομικών ροών και επαγγελματικών κατηγοριών.
Η επίφαση αυτής της «ουδετερότητας» οδηγεί σε μια ιδεολογική παραμόρφωση.
Η ταξική σύνθεση παύει να νοείται ως σχέση κοινωνικών δυνάμεων και αναπαρίσταται ως σύνολο στατιστικών μεριδίων μέσα στην παραγωγή ή στο εισόδημα.
Έτσι, η μικροαστική διάσταση της ελληνικής κοινωνίας -ιστορικά και πολιτικά κρίσιμη- εξαφανίζεται μέσα στη στατιστική ασημαντότητα των αριθμών της.
*
Η διαλεκτική ποσότητας και ποιότητας.
Στον Μαρξ, η ποσότητα δεν είναι ποτέ ουδέτερη.
Είναι μορφή φαινομενικότητας της ποιότητας, και η μεταβολή της μπορεί να επιφέρει ποιοτικό άλμα, τη μετάβαση από μια κοινωνική μορφή σε άλλη.
Η αφηρημένη ποσοτική ψευδο-δομιστική ανάλυση τύπου Μηλιού, όμως, αντιμετωπίζει τις κατηγορίες ως συνεχείς και ισοδύναμες μονάδες, όπου η διαφορά εκμετάλλευσης, ιδιοποίησης και εξουσίας εξαφανίζεται μέσα στη λογική του «ποσοστού συμμετοχής».
Έτσι, ενώ η μικροαστική τάξη (οι μικροϊδιοκτήτες, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μικροεργοδότες) αποτελεί τον κοινωνικό ιστό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, εμφανίζεται στα διαγράμματα ως δευτερεύουσα ή «ασήμαντη» συνιστώσα, επειδή το μερίδιό της στο συνολικό κεφάλαιο ή στην παραγωγή υπεραξίας είναι μικρό.
Αυτό το μεθοδολογικό λάθος έχει και πολιτικές συνέπειες.
Εφόσον η ανάλυση αποτιμά την ισχύ των τάξεων με βάση την ανταλλακτική αξία των κεφαλαίων τους, καταλήγει να ταυτίζει την ταξική δύναμη με την οικονομική συγκέντρωση.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδεολογικό σχήμα όπου η κοινωνία εμφανίζεται ως καθαρά διπολική: από τη μια το μεγάλο κεφάλαιο, από την άλλη η μισθωτή εργασία.
Ο ενδιάμεσος χώρος των μικροϊδιοκτητών -που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μηχανισμός πολιτικής σταθεροποίησης και κοινωνικής πειθάρχησης- εξαφανίζεται ως «στατιστικό υπόλειμμα».
*
Παράδειγμα: η ιδιοκατοίκηση και η μικροϊδιοκτησία.
Η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη, αλλά αυτό το γεγονός, αντί να ερμηνεύεται ως ποιοτικός δείκτης μικροαστικής κοινωνικής διάρθρωσης, αντιμετωπίζεται συχνά ως ποσοτικό στοιχείο ιδιαιτερότητας χωρίς ταξική σημασία.
Η ανάλυση που περιορίζεται στην ανταλλακτική αξία των κατοικιών ή στον βαθμό δανεισμού των νοικοκυριών καταλήγει να θεωρεί τους μικροϊδιοκτήτες «πληβείους με ακίνητα», δηλαδή κατεστραμμένους μικροαστούς, και όχι φορείς αναπαραγωγής της μικροαστικής εξουσίας στην κοινωνία.
Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτής της ιδιοκτησίας είναι υποθηκευμένο δεν αναιρεί τον ταξικό της ρόλο, αντίθετα, τον ενισχύει.
Ο δανεισμένος μικροϊδιοκτήτης παραμένει κυρίαρχος στην καθημερινή μικροκλίμακα, ακόμη και αν εξαρτάται από το τραπεζικό κεφάλαιο.
Η εξάρτηση αυτή δεν τον καθιστά προλετάριο, αλλά εσωτερικό μεσολαβητή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Εκμεταλλεύεται ενοικιαστές, μετανάστες εργάτες, οικογενειακή απλήρωτη εργασία, διαχειρίζεται μικρές ροές υπεραξίας που αναπαράγουν την πολιτική του συνείδηση ως «ανεξάρτητου» και «νοικοκύρη».
Η διαλεκτική σχέση του με το μεγάλο κεφάλαιο είναι σχέση παράδοξης συνενοχής, εξαρτάται από αυτό, αλλά ταυτόχρονα το υποστηρίζει ιδεολογικά, εφόσον ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του ως «εν δυνάμει μεγάλο».
Όταν αυτή η συνθήκη αποτιμάται μόνο με βάση ποσοτικούς δείκτες, εξαφανίζεται η ποιοτική ισχύς του μικροαστισμού ως κοινωνικής τάξης.
Οι αναλυτές, αγνοώντας την πολιτική βαρύτητα της μικροϊδιοκτητικής νοοτροπίας, καταλήγουν να βλέπουν μια «καθαρά μεγαλοκαπιταλιστική κοινωνία» και να υποτιμούν την ιδεολογική ισχύ των ενδιάμεσων στρωμάτων.
Όμως η Ελλάδα, μακράν του να είναι μόνον διπολική, είναι και βαθιά πολυστρωματική, με ένα τεράστιο σώμα μικροαστών που συγκροτούν το συντηρητικό πυρήνα της κοινωνίας -και αυτό δεν αποτυπώνεται σε καμία «μαρξιστικο-δομιστική» στήλη Excel.
*
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και η μικροαστική ψευδαίσθηση αυτονομίας.
Το ίδιο ισχύει για τη μάζα των ελεύθερων επαγγελματιών, γιατροί, μηχανικοί, λογιστές, δικηγόροι, τεχνίτες, επαγγέλματα μεσαίας ειδίκευσης.
Στατιστικά, παρουσιάζονται ως «μεσαίο στρώμα με χαμηλό εισόδημα», αξιακο-ανταλλακτικά, ως περιορισμένοι κεφαλαιοκράτες.
Όμως η κοινωνική τους λειτουργία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με όρους εισοδήματος ή κεφαλαιακού αποθέματος, είναι ποιοτική μορφή κυριαρχίας.
Κατέχουν την τεχνογνωσία, τους μικρούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης, την πολιτισμική εξουσία.
Αποτελούν το βασικό δίκτυο μέσα από το οποίο η αστική κυριαρχία διαπερνά τον κοινωνικό ιστό: ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο εργολάβος είναι το κράτος σε μικρογραφία.
Η αφηρημένη ανάλυση που τους ταξινομεί ως «μικροκεφαλαιούχους με φθίνον εισόδημα» χάνει το ουσιώδες: ότι αποτελούν ποιοτική προϋπόθεση του ίδιου του κοινωνικού δεσμού, και όχι απλώς κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας.
Αν η μαρξιστική ανάλυση επιμένει στη σχέση εκμετάλλευσης, είναι ακριβώς γιατί το ποσοτικό δεν αρκεί, χρειάζεται η κατανόηση της μορφής και της λειτουργίας της εξουσίας, εκεί όπου η μικροαστική μορφή είναι ο πιο αποτελεσματικός φορέας ιδεολογίας και πειθαρχίας.
*
Το πρόβλημα της «ποσοτικής ουδετερότητας».
Η στατιστικοποίηση της ταξικής ανάλυσης παράγει ένα είδος (ψευδο-)δομιστικού/επιστημονικού φετιχισμού.
Οι αριθμοί αντικαθιστούν τη σχέση, και η κοινωνία εμφανίζεται ως ουδέτερο πεδίο κατανομών. 
Όμως η κατανομή δεν είναι ουδέτερη, είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης, ιστορίας, βίας, και η ποσοτική της μορφή είναι απλώς η επιφάνεια. 
Η μεθοδολογία που παρακάμπτει αυτή τη διαλεκτική αποπολιτικοποιεί το αντικείμενό της, αναπαράγοντας την αστική ψευδαίσθηση ότι οι τάξεις είναι απλώς «εισοδηματικά στρώματα».
*
Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με όρους ποσοτικών ισοζυγίων.
Είναι εκτός από μια κοινωνία υπό την κυριαρχία των μεγαλοκαπιταλιστών Και ένα ιστορικό σύμπλεγμα μικροαστικών μορφών εξουσίας, οικογενειακών σχέσεων παραγωγής, οικιακής εκμετάλλευσης και πολιτισμικής ιδιοκτησίας.
Το μικροαστικό στοιχείο δεν είναι απλώς ένας αριθμός στη μέση της κατανομής, αλλά το θεμέλιο της κοινωνικής κυριαρχίας.
Η αφηρημένη στατιστική ανάλυση, όταν δεν υποτάσσεται στη διαλεκτική της σχέσης ποσότητας και ποιότητας, λειτουργεί τελικά ως ιδεολογικό όργανο της ίδιας της κυριαρχίας που υποτίθεται πως μελετά.
*
Η ποσοτική ασημαντότητα των μικροαστών ως κεφαλαιοκρατών (η ασημαντότητα τού κεφαλαίου που κατέχουν σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο) δεν συνεπάγεται κοινωνική ή πολιτική αδυναμία, αντιθέτως, η μικροαστική τάξη, μέσω της διάχυσής της, αποτελεί το κύριο θεμέλιο αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας.
Μια ανάλυση που περιορίζεται στην αριθμητική δεν μπορεί να δει το ποιοτικό βάρος αυτής της διάχυσης, γιατί δεν διαθέτει την έννοια της μορφής της εξουσίας.
*
Η διαλεκτική της ποσότητας και της ποιότητας δεν είναι μόνον φιλοσοφικό ζήτημα, είναι η προϋπόθεση κάθε σοβαρής κοινωνικής θεωρίας.
Αν η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να εμφανίζεται ως «καθαρά μεγαλοκαπιταλιστική» ενώ διαποτίζεται από μικροαστικές σχέσεις, αυτό δεν είναι ιστορική ιδιορρυθμία αλλά μεθοδολογική τύφλωση.
Μόνο όταν επανεισαχθεί η διαλεκτική διάσταση - όταν η ποσότητα διαβαστεί ως μορφή εμφάνισης της ποιότητας- θα γίνει φανερό ότι το ταξικό πρόβλημα της εργαζόμενης ελληνικής και μεταναστευτικής κοινωνίας δεν είναι μόνον η «υπερπαρουσία» μεγάλου κεφαλαίου (πράγμα που είναι ταξικά αυτονόητο και κύριο στοιχείο τής αναγκαίας ταξικής συνείδησης και πρακτικής μας), αλλά επίσης Και η «πανταχού παρουσία» του μικροαστισμού ως ποιοτικής συνθήκης κυριαρχίας.
 
Ιωάννης Τζανάκος

Η μικροαστική ιδιοκτησία ως φαντασιακή κυριαρχία. Ο μικροαστικός προσανατολισμός του ελληνικού λαϊκού κινήματος και η αλλοτρίωση της κατοίκησης.

Η ελληνική κοινωνική συγκρότηση, περισσότερο από κάθε άλλη μεταπολεμική ευρωπαϊκή, έχει θεμελιωθεί πάνω σε ένα παράδοξο.
Η ίδια η συνθήκη της εξάρτησης από το κεφάλαιο και το κράτος μεταφράστηκε ιστορικά ως συνθήκη ατομικής «αυτονομίας».
Αυτό το παράδοξο έλαβε συγκεκριμένη μορφή στη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, η οποία αποτέλεσε το φαντασιακό κέντρο βάρους τόσο της πολιτικής οικονομίας όσο και της κοινωνικής ηθικής.
Στην Ελλάδα, η μικροϊδιοκτησία δεν ήταν ποτέ απλώς μια οικονομική κατηγορία, υπήρξε το συμβολικό υπόβαθρο της εθνικής και ταξικής ταυτότητας.
Η κατοχή ενός σπιτιού, ενός αγροτεμαχίου, ενός καταστήματος ή ενός μικρού οικοδομικού οικοπέδου αποτέλεσε τη μορφή της κοινωνικής υπόσχεσης που αντικατέστησε κάθε έννοια συλλογικής χειραφέτησης.
 
Η εσωτερίκευση αυτής της υπόσχεσης συνέβαλε καθοριστικά στον μικροαστικό προσανατολισμό του ελληνικού κινήματος.
Από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα, τα περισσότερα κινήματα που εμφανίστηκαν ως «λαϊκά» ή «ριζοσπαστικά» δεν υπερέβησαν ποτέ αυτό το θεμέλιο, υπερασπίστηκαν την ιδιοκτησία, όχι την εργασία, υπερασπίστηκαν το σπίτι, όχι την κατοίκηση, υπερασπίστηκαν τον μικροϊδιοκτήτη απέναντι στο κράτος ή την τράπεζα, αλλά σιώπησαν για τον ακτήμονα, για τον ενοικιαστή, για τον μετανάστη εργάτη που δεν κατέχει ούτε στέγη ούτε λόγο.
Η ιδεολογία της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας διαμόρφωσε έναν βαθύτατα αμυντικό ανθρωπολογικό τύπο: τον πολίτη που φοβάται την απώλεια περισσότερο από την αδικία, που θεωρεί την κατοχή αντικειμένων ως συνώνυμη της ελευθερίας, και την απώλεια αυτών ως μορφή εξόντωσης.
Στον τύπο αυτό, το σπίτι και το μικρό κεφάλαιο δεν είναι εργαλεία επιβίωσης, αλλά μεταφυσικά υποκατάστατα του εαυτού.
Έτσι, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας από το χρέος ή την εκποίηση εμφανίζεται ως κοινωνική αυτοάμυνα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί πράξη υποταγής στην ίδια τη δομή που παρήγαγε το χρέος.
 
Η κρίση του 2010 και τα επακόλουθα κινήματα έδειξαν με οδυνηρή σαφήνεια το βάθος αυτής της αλλοτρίωσης.
Η μαζική υπεράσπιση της «πρώτης κατοικίας», οι πλατείες, οι καταλήψεις συμβολικού χαρακτήρα, όλα εμφορούνταν από μιαν αντιφατική κοινωνική συνείδηση, ο λαός αντιστεκόταν όχι στη μορφή της ιδιοκτησίας αλλά στην απώλειά της.
Η φαντασίωση της καθολικής μικροϊδιοκτησίας -η «ουτοπία του σπιτιού για όλους»- λειτούργησε ως το πιο αποτελεσματικό ιδεολογικό αντίδοτο στην ταξική συνείδηση.
Ο ακτήμονας δεν διεκδίκησε την κατάργηση της ιδιοκτησίας, αλλά το δικαίωμα να γίνει κι αυτός ιδιοκτήτης, δεν αμφισβήτησε τη λογική της αγοράς, αλλά τη θέση του εντός αυτής.
Το αποτέλεσμα είναι μια ιδιότυπη κοινωνική συμμαχία, που εμφανίζεται ως λαϊκή αλλά αποτελεί συμμαχία υπεράσπισης του μικροαστισμού.
Ο μικροϊδιοκτήτης μετατρέπεται σε φαντασιακό υποκείμενο όλων των τάξεων: ο αγρότης, ο τεχνίτης, ο δημόσιος υπάλληλος, ο ελεύθερος επαγγελματίας, όλοι αυτοπροσδιορίζονται ως «ιδιοκτήτες που απειλούνται».
Αυτή η συνείδηση απονεκρώνει την προλεταριακή αντίθεση, την αντικαθιστά με μια αντι-προλεταριακή φαντασίωση αξιοπρέπειας, όπου η εκμετάλλευση κρύβεται κάτω από την ηθική της αυτάρκειας.
Ωστόσο, η μικροϊδιοκτησία, ακόμη και στις πιο «δημοκρατικές» ή «σοσιαλιστικές» εκδοχές της, παραμένει εργαλείο κυριαρχίας.
Η σχέση του ακτήμονα προς τον μικροϊδιοκτήτη δεν είναι σχέση ελευθερίας, αλλά εξάρτησης, είναι η καθημερινή, έμπρακτη αναπαραγωγή της ιεραρχίας σε μικρογραφία.
Το μικρό αφεντικό, ο μαγαζάτορας, ο εργολάβος, ο αγρότης με έναν μετανάστη εργάτη, ο επαγγελματίας που εκμεταλλεύεται έναν βοηθό, δεν αποτελούν απλώς ενδιάμεσα στρώματα, είναι το τριχοειδές σύστημα του κεφαλαίου, εκεί όπου η εξουσία αποκτά οικιακή και συναισθηματική μορφή.
Εδώ η εκμετάλλευση δεν είναι θεσμική, είναι προσωπική, και γι’ αυτό συχνά σκληρότερη.
Η καθημερινή μικροτυραννία της αγοράς, η απλήρωτη εργασία, ο εκβιασμός των μεταναστών και των γυναικών σε οικιακούς και μικροβιοτεχνικούς χώρους, δεν είναι παραμορφώσεις, είναι το οργανικό προϊόν της μικροαστικής παραγωγικής μορφής.
Η υπεράσπιση αυτής της μορφής από τα κινήματα - είτε με τον λόγο περί «λαϊκής περιουσίας», είτε μέσω του αιτήματος για «προστασία της μικρής ιδιοκτησίας»- συνιστά μια ιδεολογική μετάθεση της ταξικής πάλης στο πεδίο του φόβου.
Το υποκείμενο δεν συγκρούεται πλέον για την εργασία, αλλά για να μην χάσει την ιδιοκτησία του, η σύγκρουση δεν είναι ανάμεσα σε τάξεις, αλλά ανάμεσα σε «κακούς δανειστές» και «τίμιους μικροϊδιοκτήτες».
Έτσι, η πολιτική σύγκρουση μετατρέπεται σε ηθικολογικό δράμα, το κεφάλαιο αποπροσωποποιείται, ενώ η ιδιοκτησία προσωποποιείται ως ηθικό αγαθό.
Από τη σκοπιά μιας μαρξιστικής-κριτικής θεωρίας της ιδιοκτησίας, μπορούμε να πούμε πως η μικροαστική φαντασίωση αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο η αστική κοινωνία εξουδετερώνει την ίδια τη δυνατότητα της ταξικής ανατροπής.
Η ιδιοκτησία λειτουργεί ως εσωτερικός μηχανισμός συμβιβασμού του προλετάριου με την τάξη των αφεντικών, ως υπόσχεση ότι κάποτε θα αποκτήσει και αυτός ένα μερίδιο.
Η μικροαστική ουτοπία είναι συνεπώς μια ουτοπία ενσωμάτωσης, όχι απελευθέρωσης, μια ψευδής συνείδηση που συγχέει την κατοχή με την ύπαρξη, την αποταμίευση με την αξιοπρέπεια, την εξουσία επί του χώρου με την ελευθερία.
Το ελληνικό φαινόμενο, λόγω της ιστορικής του ιδιομορφίας, παρουσιάζει αυτή τη διαδικασία σε σχεδόν καθαρή μορφή.
Η μετεμφυλιακή ανοικοδόμηση, το σύστημα των αντιπαροχών, η οικογενειακή οικονομία και η επιδότηση της μικρής επιχειρηματικότητας δημιούργησαν ένα πλήρες δίκτυο μικροϊδιοκτητικής εξουσίας.
Το σπίτι έγινε η «μικρογραφία του κράτους», ήτοι τόπος οργάνωσης, επιτήρησης, εξουσίας των γενεών και του φύλου, αναπαραγωγής της εργασιακής πειθαρχίας.
Έτσι, η κατοικία δεν είναι απλώς υλικός χώρος, αλλά μηχανισμός κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου το κεφάλαιο αναθέτει στους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους την ευθύνη της αυτοπειθάρχησης.
Η αντίσταση στο χρέος, όταν δεν συνοδεύεται από την αμφισβήτηση της ίδιας της μορφής ιδιοκτησίας, παραμένει εντός του κύκλου της εξάρτησης.
Η κατοικία ως εμπόρευμα συνεχίζει να επιβάλλει τον αποκλεισμό, καθώς ορίζει το «δικαίωμα στην κατοίκηση» ως συνάρτηση της αγοράς και όχι ως κοινωνικό δικαίωμα.
Το αποτέλεσμα είναι η διαιώνιση της αντίθεσης.
Ο ακτήμονας, αντί να διεκδικεί την κοινή χρήση του χώρου, παλεύει για την ατομική του αποκατάσταση.
 
Η πραγματική απελευθέρωση του ακτήμονα δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επέκτασης της μικροϊδιοκτησίας, αλλά μόνο μέσω της κατάργησης της ιδιοκτησίας ως θεμελίου της κατοίκησης.
Μια κοινωνία της κατοίκησης δεν μπορεί να είναι κοινωνία ιδιοκτητών, μπορεί να είναι μόνο κοινωνία χρηστών, κοινοποιών, συνεταιρισμένων υποκειμένων που αναγνωρίζουν τον χώρο ως κοινό, όχι ως αντικείμενο κληρονομιάς ή επένδυσης.
Η κοινωνική κατοίκηση, ο δημοκρατικός έλεγχος του χώρου, η συλλογική διαχείριση/ιδιοκτησία της γης, αποτελούν τους όρους μιας άλλης κοινωνικής μορφής, όπου το «σπίτι» δεν είναι πια μεταφυσικό υποκατάστατο του εαυτού, αλλά χώρος ύπαρξης εντός του κοινού.
Επομένως, ο μικροαστικός προσανατολισμός του ελληνικού κινήματος δεν είναι επιφανειακός ή συγκυριακός.
Είναι η ιστορική του παθολογία, η πιο βαθιά του αλλοτρίωση, η μετατροπή της χειραφέτησης σε ιδιοποίηση, της κοινότητας σε ιδιοκτησία, της ελευθερίας σε δικαίωμα αποκλεισμού.
Η έξοδος από αυτήν δεν μπορεί να είναι ηθική, πρέπει να είναι θεσμική και υλική. 
 
Η κατάργηση και τής μεγάλης και της μικρής και τής μεσαίας ιδιοκτησίας ως ενιαίου όρου κοινωνικής ασφάλειας και η αντικατάστασή τους από μορφές συλλογικής κατοίκησης, κοινοκτημοσύνης και μη-εμπορευματικής χρήσης.
Η φαντασίωση του «σπιτιού για όλους» πρέπει να αποκαλυφθεί ως αυτό που είναι, η ύστατη μορφή ενσωμάτωσης των ακτημόνων στην τάξη των αφεντικών.
Ο δρόμος της ελευθερίας δεν περνά από την κατοχή ενός σπιτιού, αλλά από την κατάργηση της κατοχής ως κοινωνικής σχέσης.
Μόνο τότε η κατοίκηση θα πάψει να είναι προνόμιο και θα γίνει όρος του κοινού, μορφή του πραγματικά ανθρώπινου βίου.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Η εργατική δύναμη ως καθαυτή χωροποίηση. Απόσπαση του δυνάμει από την κοινωνική ἐνέργεια.

Θέση.
Εδώ δεν ορίζουμε την εργατική δύναμη ως «ζωντανό δυναμικό ζωής».
Την ορίζουμε ως μια ξεχωριστή και αποκολλημένη δυνατότητα.
Είναι το δυνάμει που υπάρχει μόνο σε σχέση με το ὅλον της κοινωνικής παραγωγής η οποία βρίσκεται ἐν ἐνεργείᾳ.
Αυτή η αποκοπή δεν είναι απλώς συνθήκη.
Είναι η ίδια η μορφή της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος.
Με άλλα λόγια, η εργατική δύναμη δεν «περιβάλλεται» μόνον από χωρικές διατάξεις που την διαλειτουργούν ως «εργατική δύναμη εμπόρευμα» ή «εργατική δύναμη υπό [κρατική] επίταξη».
Είναι αυτή καθεαυτή η κοινωνική/οικονομική ιστορική πράξη χωροποίησης που αποσπά το εργασιακό δυνάμει από την κοινωνική εργασιακή ενέργεια, το κλείνει σε μετρήσιμα «τμήματα» και το κάνει ανταλλάξιμο.
*
Πώς συντίθεται αυτή η χωροποίηση.
Η αποκοπή επιτελείται από θεσμούς, σχέσεις και τεχνικές που χαράσσουν σύνορα ανάμεσα στο ὅλον της παραγωγής και στο αποσπασμένο δυνάμει:
Ιδιοκτησία και συμβόλαιο.
Ορίζουν τον φορέα ως πωλητή μιας ικανότητας και όχι ως συν-φορέα της συνολικής κοινωνικής ενέργειας.
-
Χρόνος-ωράριο.
Μετατρέπει το δυνάμει σε διακριτά «κουτιά» χρόνου.
-
Χώρος-οργάνωση.
Θέσεις, βάρδιες, ρόλοι, πλατφόρμες.
Η δυνατότητα καρφώνεται σε θέσεις, ώστε να αποτιμηθεί.
-
Καθεστώτα υπηκοότητας, φύλου, μετανάστευσης.
Νομιμοποιούν ποια δυνατότητα μπορεί καν να αποτιμηθεί και με ποιους όρους.
-
Η χωροποίηση λοιπόν είναι το πρωτόκολλο που κάνει δυνατή την αγορά-πώληση.
Δεν προηγείται η «φυσική» ικανότητα και έπειτα η μέτρησή της.
Η εμπορευματική μορφή συγκροτεί την ικανότητα ως αποσπασμένη δυνατότητα.
*
Ο ιδιόμορφος ορισμός του εμπορεύματος «εργατική δύναμη».
Στον κλασικό μαρξικό ορισμό, η εργατική δύναμη έχει αξία χρήσης ικανή να παράγει περισσότερη αξία από την ανταλλακτική της αξία.
Συμπληρώνουμε: η εργατική δύναμη έχει μια δεύτερη ιδιαιτερότητα.
Η ίδια η ύπαρξή της ως εμπορεύματος είναι μια χωρική συστολή του σώματος-δυνατότητας.
Πρόκειται για κοινωνικά παραγόμενη αναδίπλωση που κρατά το δυνάμει κλειστό, ώστε να μετριέται και να ανταλλάσσεται.
Ο μισθός, το συμβόλαιο και το ωράριο δεν απλώς «ανταμείβουν» μια προϋπάρχουσα ικανότητα.
Διατηρούν σε ισχύ την απόσπασή της από το ὅλον.
Άρα, η «αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης» δεν είναι μόνο τροφή-στέγη-ανάπαυση.
Είναι αναπαραγωγή της ίδιας της απόσπασης, της θέσης μας ως πωλητών μιας αποκομμένης δυνατότητας.
*
Το θεωρητικό αδιέξοδο και η έξοδος.
Τίθεται το ερώτημα: η εργατική δύναμη παράγεται ή μόνο αναπαράγεται;
Αν πούμε «μόνο αναπαράγεται», τότε ο κοινός ορισμός της αξίας ως προϊόν αποκλειστικά της παραγωγής ραγίζει.
Για να μην καταρρεύσει η θεωρία, χρειαζόμαστε έναν διπλό νόμο της αξίας:
Νόμος παραγωγικής αξίας:
Μετρική του κοινωνικά αναγκαίου παραγωγικού χρόνου.
Ρυθμός δημιουργίας νέας αξίας υπό δεδομένη τεχνική, οργάνωση, ένταση.
Νόμος αναπαραγωγικής αξίας:
Μετρική του κοινωνικά αναγκαίου αναπαραγωγικού χρόνου.
Το ελάχιστο σύνολο όρων με το οποίο αναπαράγεται η αποκοπή: το αποσπασμένο δυνάμει, ως εμπορεύσιμο.
Οι δύο μετρικές είναι ετερογενείς.
Ο καπιταλισμός τις «γεφυρώνει» με τελεστές μετατροπής:
W (μισθός): χαρτογραφεί την αναπαραγωγική μετρική σε χρηματικό ισοδύναμο.
P (τιμή): χαρτογραφεί την παραγωγική μετρική σε τιμές πώλησης.
Τ (μεταβίβαση): σπρώχνει κόστη αναπαραγωγής εκτός μισθού, σε απλήρωτη φροντίδα, δημόσιες υποδομές, περιβάλλον, εφεδρείες εργασίας.
C (πίστωση χρόνου): μεταθέτει αναπαραγωγές στο μέλλον μέσω χρέους, ενοικίου, αποτιμήσεων γης.
*
Πού «πηγαίνει» η υπεραξία.
Αν όλα μετριούνται μόνο ως αναπαραγωγή, το ισοζύγιο φαίνεται να κλείνει.
Όμως η χαρτογράφηση από την αναπαραγωγή στον μισθό (W) και από την παραγωγή στην τιμή (Π), σε συνδυασμό με τις μεταβιβάσεις (Τ) και την πίστωση (C), είναι ασύμμετρη.
Η υπεραξία προκύπτει ως η διαφορά ανάμεσα στην αξία που αποτιμάται στη μετρική της παραγωγής και στην αξία που αναγνωρίζεται στη μετρική της αναπαραγωγής, μετά τις μετατροπές W, P, Τ, C.
Αν οι δύο μετρικές συνέπιπταν και οι τελεστές ήταν ισομετρικοί, η υπεραξία θα μηδενιζόταν.
Ιστορικά, δεν συμβαίνει.
*
Κρίση ως ρήγμα μεταξύ των δύο μετρικών.
Κρίση έχουμε όταν η απόκλιση των μετρικών γίνεται μη βιώσιμη. Όταν η αναπαραγωγή ακριβαίνει (στέγη, ενέργεια, φροντίδα, χρόνοι μετακίνησης) ή όταν η παραγωγικότητα επιταχύνεται πέρα από τα όρια συμπίεσης του αναπαραγωγικού.
Τότε επιβάλλονται νέες αναδιπλώσεις χώρου και χρόνου για να ανοίξει ξανά το «ψαλίδι».
Οι αναδιαρθρώσεις εργασιακού δικαίου, τα καθεστώτα πλατφόρμας, οι ζώνες εξαίρεσης και το χρέος νοικοκυριών λειτουργούν ακριβώς έτσι.
*
Πολιτικές συνέπειες.
Αγώνας μόνο για μισθό σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ως δεδομένο τον τελεστή W, ενώ αφήνουμε ανέγγιχτους τους P, Τ και C.
Η πάλη για στέγη, ενέργεια, δημόσια φροντίδα, μικρότερους χρόνους μετακίνησης, δικαιώματα εγγύτητας και καθεστώτα κατοικίας, στοχεύει τον νόμο αναπαραγωγικής αξίας στην καρδιά του.
Η διαφάνεια και κοινωνικοποίηση των πρωτοκόλλων τιμολόγησης, των αλγορίθμων απόδοσης και των αλυσίδων εφοδιασμού αποδυναμώνει τον τελεστή P.
Οι ρήξεις με το καθεστώς χρέους και γης στοχεύουν τον τελεστή C.
Το κρίσιμο είναι να σπάσει η απόσπαση: να χαλαρώσει και μετά (στην μετα-καπιταλιστική/μετα-κρατιστική κοινωνία) να καταργηθεί η χωροποίηση που κρατά το δυνάμει κλειστό ως εμπόρευμα ή ως επιτάξιμο.
*
Η εργατική δύναμη, όπως τη σκεφτόμαστε εδώ, δεν είναι γενικό «ζωντανό δυναμικό».
Είναι το δυνάμει ως αποκοπή από την κοινωνική ἐνέργεια, δηλαδή η ίδια η χωροποίηση που κάνει το δυναμικό μετρήσιμο και ανταλλάξιμο.
Για να διασωθεί ο μαρξικός πυρήνας χωρίς λογικά ρήγματα, χρειαζόμαστε έναν διπλό νόμο της αξίας και μια θεωρία των τελεστών μετατροπής.
Εκεί φωτίζεται ξανά η υπεραξία ως ασυμμετρία μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής.
Εκεί επίσης γίνεται ορατή η κεντρική πολιτική εργασία: η αποδιάρθρωση των μορφών που παράγουν την αποκοπή.
Δηλαδή, η επανασύνδεση του δυνάμει με την κοινωνική ἐνέργεια πέρα από τα σύνορα χώρου και χρόνου που σήμερα το κρατούν εμπόρευμα.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Η Χωροποίηση του Έμβίου μέσω της Αυτονομημένης «Εργατικής Δύναμης-Εμπόρευμα» στον Ύστερο Καπιταλισμό και Πρι

Η εργατική δύναμη, όταν τυποποιείται ως εμπόρευμα, δεν είναι απλώς «μια ικανότητα προς πώληση».
Είναι ο τελεστής που αποκόβει ένα τμήμα του εμβίου από τον φορέα του, το απογυμνώνει από τη συγκεκριμένη βιογραφία του και το προβάλει ως ισοδύναμη ανταλλακτική μορφή.
Ο μισθός/σύμβαση λειτουργεί ως γεωμετρική απεικόνιση:
𝑏𝑖𝑜𝑠→ 𝐿.
Όμως η εικόνα 𝐿 δεν στέκεται στον αέρα, χρειάζεται επιφάνειες, μετρικές και συνοριακές γραμμές.
Με άλλα λόγια, η αυτονομημένη εργατική δύναμη γεννά και απαιτεί χωροποιήσεις: υλικές και νομικές διατάξεις που σταθεροποιούν την ανταλλαξιμότητά της και επιβάλλουν έναν ρυθμό πάνω στο ζωντανό χρόνο.
*
Η πρώτη κίνηση αυτής της χωροποίησης είναι η καμπύλωση του χώρου γύρω από κόμβους αξίωσης εργασίας: εργοστάσια, αποθήκες, ζώνες ελεύθερου εμπορίου, διαδρόμους μεταναστευτικής επιστράτευσης, πλατφόρμες gig και data centers.
Εκεί το σώμα αντιμετωπίζεται ως τοποθετήσιμη μονάδα: πρέπει να φτάσει εγκαίρως, να μετακινηθεί με συγκεκριμένο ρυθμό, να «κουμπώσει» πάνω σε πάγκους, ταινιόδρομους, dashboards, εφαρμογές.
Η δεύτερη κίνηση είναι η επιπέδωση του χρόνου: ετερογενείς βιοχρονίες (κόπωση, φροντίδα, ανάπαυση, επιθυμία) εξισώνονται σε μετρήσιμα διαστήματα (βάρδιες, SLA, targets, χρόνοι παράδοσης).
Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων απαιτεί ομοιοχρονία, η ζωή αναγκάζεται να συγχρονιστεί με τον κύκλο.
*
Σε μικροκλίμακα, η χωροποίηση του εμβίου οργανώνεται ως μετρική του σώματος.
Από τον ταιλορισμό έως τα wearables, η κίνηση αποσυντίθεται σε χειρονομίες, ο ρυθμός ιδιοποιείται, η προσοχή (βλέμμα/κλικ/σάρωση) καταγράφεται.
Το σώμα γίνεται επιφάνεια μέτρησης.
Σε μεσοκλίμακα, η οικία αναδιατάσσεται σε κόμβο παραγωγής/αναπαραγωγής: τηλεργασία, πλατφορμική εργασία, άτυπη φροντίδα, δευτερογενείς βάρδιες.
Ο «ελεύθερος» χώρος καμπυλώνεται γύρω από χρονικά ορόσημα εφαρμογών και εταιρικών calls.
Σε μακροκλίμακα, σύνορα και βίζες χαράζουν νομικά ισοϋψείς δεσμεύσεις: παράγουν διαφορές δυναμικού στην τιμή της εργασίας, καθηλώνουν πληθυσμούς σε ενδιάμεσες ζώνες, τροφοδοτούν θύλακες «ευέλικτης» πειθάρχησης.
*
Η αυτονομoποίηση της εργατικής δύναμης δεν είναι απλώς ιδεολογική.
Εγγράφεται διπλά.
Πρώτον, νομικο-λογιστικά: η σύμβαση και οι διαδικασίες HR αποσπούν την ικανότητα από τον βίο και τη μετατρέπουν σε δέσμη δικαιωμάτων/υποχρεώσεων που μπορεί να κυκλοφορεί ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο πρόσωπο (υπεργολαβίες, προσωρινότητα, υπηρεσίες τύπου «body leasing»).
Δεύτερον, αλγοριθμικά: προφίλ, βαθμολογίες, ratings, «ανθρώπινο κεφάλαιο» ως dataset.
Η «δεύτερη φύση» της εργατικής δύναμης κυκλοφορεί πριν, δίπλα και συχνά εναντίον της πρώτης φύσης του σώματος - προκαθορίζει προσλήψεις, βάρδιες, κινδύνους, ασφάλιστρα.
*
Αυτή η διπλή εγγραφή στηρίζεται από χρηματο-τοπολογίες: πίστωση, χρέος, ασφάλιση.
Ο μελλοντικός χρόνος της ζωής υποθηκεύεται, αγκυρώνοντας το σώμα στον τόπο εργασίας, στον πάροχο, στον εργολάβο.
Το χρέος καμπυλώνει τη γεωμετρία της επιλογής: οι εναλλακτικές συμπτύσσονται, η έξοδος ακριβαίνει.
Έτσι, η επιπέδωση του χρόνου γίνεται αυτο-πειθαρχία.
*
Κρίσιμος τόπος αυτής της βίαιης γεωμετρίας είναι οι θύλακες (SEZ, βιομηχανικά πάρκα, κοιτώνες): χώροι όπου νομικό καθεστώς, κατοίκηση και εργασία συμπυκνώνονται σε ενιαίο τεχνούργημα.
Εκεί η ελευθερία κίνησης αντικαθίσταται από ελευθερία απόλυσης, και η μετρική παραγωγικότητας επιβάλλεται ως φυσικός νόμος.
Αντίστροφα, στις διασπορές της πλατφορμικής πόλης, η χωρική συγκέντρωση μειώνεται αλλά η επιπέδωση του χρόνου βαθαίνει: always-on ειδοποιήσεις, δυναμική τιμολόγηση, ποινές/boosts.
Το σπίτι-κόμβος γίνεται εργοστάσιο χαμηλής έντασης και υψηλής διαθεσιμότητας.
*
Εκεί όπου οι μηχανισμοί προβολής αποτυγχάνουν -παράτυπη εργασία, αυτοοργανωμένες ζώνες φροντίδας, «γκρίζες» αγορές -ανοίγονται κενά κυριαρχίας.
Δεν είναι αυτομάτως απελευθερωτικά: συχνά τα καταλαμβάνουν μεσάζοντες, μαύρες διαμεσολαβήσεις, μικρο-φεουδαρχίες.
Ωστόσο ακριβώς σε αυτά τα σημεία εμφανίζεται η δυνατότητα αντιστροφής της τοπολογίας: μπλοκαρίσματα σε αποθήκες και τερματικούς logistics που διαρρηγνύουν την ομοιοχρονία, συλλογικές πρακτικές φροντίδας που «επιστρέφουν» χρόνο στη ζωή, δομές στέγασης που απο-εμπορευματοποιούν το αναπαραγωγικό φορτίο, συνεταιριστικές πλατφόρμες που μετατρέπουν το προφίλ-δεύτερη φύση σε κοινό αγαθό.
*
Στο υπόβαθρο όλων αυτών διακρίνεται η αρχική μας θέση: ο ύστερος καπιταλισμός προβάλλει ως πολυπολικός, αλλά λειτουργεί ως ενιαία τοπολογία επιβολής όπου διαφορετικοί πόλοι μοιράζονται κοινές γεωμετρικές πράξεις πάνω στο έμβιο: καμπυλώνουν χώρο για να επιπεδώσουν χρόνο.
Η αυτονομημένη εργατική δύναμη είναι ο κεντρικός τους τελεστής.
Χωρίς αυτήν, ούτε οι ζώνες ούτε τα σύνορα ούτε οι πλατφόρμες μπορούν να σταθεροποιήσουν ρυθμούς συσσώρευσης.
Με αυτήν, η ζωή μετατρέπεται σε μεταβλητή ενός εξισωτικού λογισμού - και ακριβώς εκεί, στον εξισωτικό μηχανισμό, εγγράφεται και η δυνατότητα της ασυμμετρίας, της ρωγμής, της απεργιακής «αργότητας» που ξανασυνδέει το 𝐿 με το 𝑏𝑖𝑜𝑠.
Η μάχη, λοιπόν, δεν είναι μόνο για τους μισθούς, είναι για τη μορφή του χώρου και για την κλίση του χρόνου που επιτρέπουμε να ασκηθούν πάνω στη ζωή.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 

 

Αυτοκαθορισμός : Οι παγίδες τής παγκόσμιας ιεραρχικής πυραμίδας.

Αυτοκαθορισμός : Οι παγίδες τής παγκόσμιας ιεραρχικής πυραμίδας. 

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Υπόθεση εργασίας για μια νέα διαλεκτική «γεωμετρία» (Working case for a new dialectical “geometry”)

Σύνοψη. 
Βασική οντολογική έννοια της διαλεκτικής είναι η ανεπίλυτη αντίθεση. 
Συνήθως νοείται ως δίπολο (dipole), όπου η υπέρβαση παράγει ένα «τρίτο» σημείο και άρα ένα «τρίγωνο». 
Εδώ προτείνεται ότι οι πόλοι της οντολογικής διαλεκτικής πραγματικότητας είναι τουλάχιστον τρεις εξαρχής, συνεπώς η υπέρβαση/διαφυγή (escape-transcendence) δεν συγκροτεί απαραίτητα τριγωνική μορφή, αλλά οδηγεί σε ν-απλόχωρα (n-simplices) και γενικότερα σε πολύτοπα (polytopes) υψηλότερης διάστασης. 
Η «νέα γεωμετρία» της αντίφασης χαρτογραφεί τις πράξεις άρσης, μεσολάβησης και προσδιορισμού ως κινήσεις πάνω σε πρόσωπα και σκελετούς αυτών των μορφών. 
Λεξάρι όρων (με αγγλικούς όρους). 
Απλόχωρο (simplex): βασικό κυρτό σχήμα. 
0-απλόχωρο=σημείο (point), 1-απλόχωρο=ευθύγραμμο τμήμα (line segment), 2-απλόχωρο=τρίγωνο (triangle), 3-απλόχωρο=τετράεδρο (tetrahedron). 
Γενικά: ν-απλόχωρο (n-simplex). 
Σύμπλεγμα απλοχώρων (simplicial complex): ένωση απλοχώρων που τέμνονται σε κοινά πρόσωπα. 
Πολύτοπο (polytope): γενικός όρος για κάθε διάσταση (στην 3-Δ: πολύεδρο (polyhedron)). 
Πρόσωπο / περιοριστικό πρόσωπο (face / facet): υποπολύτοπο χαμηλότερης διάστασης, ειδικά: κορυφή (vertex), ακμή (edge). 
Σκελετός κ-στού βαθμού (k-skeleton): όλα τα πρόσωπα διάστασης ≤ κ (k-skeleton). 
Κυρτό περίβλημα (convex hull): το ελάχιστο κυρτό σύνολο που περιέχει δοθέντα σημεία. 
Υπερεπίπεδο (hyperplane), υπερκύβος (hypercube): τυπικοί όροι υψηλών διαστάσεων. ν-άδα (n-tuple): για πλειάδες στοιχείων (προτιμάται αντί «πολυάδα»). 
Θέση εκκίνησης: από το δίπολο στο ν-πολικό. 
Κλασική απεικόνιση: δίπολο αντίφασης {A, B}. 
Η υπέρβαση προστίθεται ως τρίτο σημείο T, άρα 2-απλόχωρο (τρίγωνο). 
Πρόταση: η αρχική ανεπίλυτη αντίθεση πραγματώνεται συχνά ως κ-πολικό σχήμα με κ ≥ 3. 
Η πράξη υπέρβασης εισάγει επιπλέον κορυφή και το κυρτό περίβλημα conv(P ∪ {T}) (όπου P το σύνολο πόλων) γίνεται τουλάχιστον 3-απλόχωρο (τετράεδρο) ή γενικότερα ν-απλόχωρο με ν ≥ 3. 
Συνεπώς, η «γεωμετρία» της αντίφασης δεν είναι κατ’ ανάγκη τριγωνική. 
Τυπική διατύπωση (σχηματικά). 
Έστω P = {p₁, …, p_k} το σύνολο των πόλων (poles) με k ≥ 3. 
Η υπέρβαση/διαφυγή δίνει σημείο T εκτός του κυρτού περιβλήματος των υποσυνόλων που ήδη «σταθεροποιήθηκαν». 
Η οντολογική μορφή της στιγμής είναι το S = conv(P ∪ {T}), ένα ν-απλόχωρο (n-simplex) ή γενικό πολύτοπο (polytope) ανάλογα με τη θέση του T. 
Οι πράξεις άρσης (negation/aufheben), μεσολάβησης (mediation) και προσδιορισμού (determination) αντιστοιχούν σε: μεταβάσεις σκελετών (skeleton transitions): μετατόπιση εστίασης από k-faces σε (k±1)-faces. 
Έργο δενδροδιάσπασης/συγκόλλησης (collapse/expansion): τοπολογικές καταρρεύσεις και αναδύσεις στο σύμπλεγμα. 
Βαρυκεντρικούς ανασχηματισμούς (barycentric re-weightings): μεταβολή «βαρών» στους πόλους. 
Αξιώματα εργασίας (working axioms). 
Πολικότητα πολλαπλότητας (multipolarity): η ουσιώδης αντίφαση σπάνια είναι αληθές δίπολο, τυπικά κ-πολική (k-ary) με κ ≥ 3. 
Υπέρβαση ως αύξηση διάστασης: η πράξη υπέρβασης τείνει να αυξάνει τη διάσταση του ενεργού απλοχώρου. 
Μεσολάβηση ως πλοήγηση προσώπων: η μεσολάβηση πραγματώνεται ως κίνηση πάνω σε πρόσωπα (faces) διαφορετικής τάξης. 
Προσδιορισμός ως επιλογή σκελετού: η συγκυριακή «ουσία» εκτίθεται από τον k-σκελετό που ενεργοποιείται (k-skeleton selection). 
Άρνηση της άρνησης ως αναδιάταξη: Όχι επιστροφή στο αρχικό, αλλά νέο απλόχωρο με διαφοροποιημένα βάρη/κορυφές. 
Μεθοδολογία: από την περιγραφική στη μορφολογική διαλεκτική. 
Χαρτογράφηση πόλων (pole mapping): εντοπισμός ελάχιστου συνόλου πόλων που θρέφουν την αντίφαση. 
Δημιουργία σχήματος (shape extraction): προσδιορισμός του conv(P) και των ενεργών προσώπων. 
Εντοπισμός υπερβάσεων (transcendence points): σημεία που «σπάνε» υπάρχουσες τομές και αυξάνουν διάσταση. 
Δυναμική σκελετών (skeleton dynamics): ανάλυση μεταβάσεων ανάμεσα σε 1-, 2-, …, k-skeleta ως φάσεις. 
Τοπολογικά συμβάντα (topological events): καταρρεύσεις (collapses) και αναδύσεις (emergences) ως στιγμές ποιοτικής αλλαγής. 
Ενδεικτικά σχήματα. Τριπολικό αρχικό (k=3): με υπέρβαση Τ → τετράεδρο (3-simplex). 
Η «λύση» δεν κλείνει σε τρίγωνο, ανοίγει διάσταση. 
Τετραπολικό (k=4): με υπέρβαση Τ → 4-απλόχωρο (4-simplex) ή γενικό πολύτοπο αν η T τέμνει πρόσωπα ανισομερώς. 
Συμπλέγματα υπερβάσεων: διαδοχικά T₁, T₂, … οργανώνουν σύμπλεγμα απλοχώρων (simplicial complex) που ιχνηλατεί την ιστορία των υπερβάσεων. 
Ερμηνευτικός ορίζοντας (ενδεικτικός). 
Οντολογικά: η «ουσία» δεν είναι σημείο ισορροπίας δύο δυνάμεων, αλλά μορφογενετική πολλαπλότητα που μετακινεί το ενεργό απλόχωρο. 
Επιστημολογικά: η κατανόηση δεν είναι μόνο εννοιολογική σύνθεση αλλά και γεωμετρική πλοήγηση σε πρόσωπα/σκελετούς. 
Πρακτικά/πολιτικά (μετ’ επιφυλάξεων): οι πραγματικές αντιφάσεις σπάνια κλείνουν σε «δύο στρατόπεδα», η στρατηγική σκέψη οφείλει να αναγνωρίζει πολύτοπα συσχετισμών, όπου «υπέρβαση» σημαίνει ενεργοποίηση νέας κορυφής και αύξηση διάστασης του πεδίου. 
 
* Επίλογος. 
Μια βασική οντολογική έννοια της διαλεκτικής είναι η ανεπίλυτη αντίθεση. 
 Συνηθίσαμε να τη φανταζόμαστε ως δίπολο, και τότε η υπέρβαση προσθέτει ένα τρίτο σημείο, «κάνοντας» ένα τρίγωνο. 
Όμως οι πόλοι που συνιστούν τη διαλεκτική πραγματικότητα είναι συχνά τουλάχιστον τρεις, ήδη πριν από κάθε υπέρβαση. 
Γι’ αυτό η διαφυγή/υπέρβαση δεν στερεώνει ένα τριγωνικό σχήμα, γεννά ένα σχήμα ανώτερης διάστασης. 
Η αντίφαση δεν «κλείνει», ανοίγει χώρο. 
Έτσι, κάθε φορά που νομίζουμε πως λύσαμε το πρόβλημα μέσα σε δύο σημεία και μια γέφυρα, αναδύεται μια νέα κορυφή και μαζί της ένα νέο απλόχωρο. 
Αυτή η μετατόπιση δεν είναι διακοσμητική. 
Είναι ο τρόπος με τον οποίο η αντίφαση παραμένει ενεργή ενώ αλλάζει μορφή. 
Η διαλεκτική πράξη τότε μοιάζει με πλοήγηση σε πρόσωπα και σκελετούς: άλλοτε αποσπά (collapse) για να καταστήσει εμφανές το σημαίνον, άλλοτε προσθέτει (expansion) για να χωρέσει το ανείπωτο. 
Αν ζητάμε μια «γεωμετρία» αντάξια των αντιφάσεων, θα είναι γεωμετρία απλοχώρων και πολυτόπων: όπου η υπέρβαση δεν ισοδυναμεί με εξομάλυνση, αλλά με αύξηση διάστασης, όπου η μεσολάβηση δεν είναι παύση, αλλά διάβα από πρόσωπο σε πρόσωπο, όπου η άρνηση της άρνησης δεν επιστρέφει πίσω, αλλά αναδιατάσσει το σχήμα σε νέα μορφή. 
Με άλλα λόγια: η πραγματικότητα της αντίφασης δεν είναι τριγωνική, είναι πολυτοπική. 
 
Ιωάννης Τζανάκος, Ιωσήφ Κατής.