Δεν πιστεύω ότι η εργασιακή δύναμη είναι ζωή που περιμένει να απελευθερωθεί.
Δεν το πιστεύω ούτε θεωρητικά, ούτε υπαρξιακά, ούτε βιολογικά.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη στον καπιταλισμό είναι μορφή ζωής ήδη μολυσμένη από τον θάνατο, μια αιώρηση μεταξύ έμβιου και άβιου.
Όποιος έχει βρεθεί στον χώρο όπου αποφασίζεται αν «στέκεται» ένα σώμα για να εργαστεί -σε επιτροπές αναπηρίας, σε γραφεία προσωπικού, σε γραμμές ελέγχου- ξέρει πως αυτό που κυριαρχεί δεν είναι καμία «ζωτικότητα», αλλά η ψυχρή μηχανολογία της φθοράς.
Εκείνο που ονομάζεται «ικανότητα» ορίζεται ως πρόσβαση σε όρους ύπαρξης.
Η εργασιακή δύναμη δεν είναι ροή ζωής, είναι η διοικητική και εξουσιαστική μορφή ενός μεταιχμίου.
*
Πυρήνας και στοιβάδες του Κεφαλαίου.
Το Κεφάλαιο δεν είναι ούτε «Εν» ούτε χάος.
Είναι ολότητα με ελάχιστο σκληρό πυρήνα (συνήθως δυαδικής δομής) και με στοιβάδες οργανικών καθορισμών γύρω του.
Οι μη-πυρηνικοί καθορισμοί δεν είναι διακοσμητικό εποικοδόμημα, είναι ο τρόπος που ο πυρήνας δρα στον κόσμο.
Στο καθημερινό διοικητικό πεδίο - εκεί όπου το σώμα ταξινομείται ως «λειτουργικό» ή «μη λειτουργικό»- βλέπεις πως οι «εξωτερικές μορφές» (πρωτόκολλα, δείκτες, κριτήρια) είναι μηχανισμοί επιβολής του πυρήνα.
Αποκαλώ αυτή τη δομή «συστημική υπόσταση», δεν την ορίζω ούτε κλειστό Όλον, ούτε απλό υποσύστημα.
Μια οργάνωση που κρατά έναν παραμόνιμο πυρήνα και επιτρέπει μεταμορφώσεις στην περιφέρεια.
Η κρίσιμη διάκριση δεν είναι σχολαστική, επιτρέπει να δούμε τι αλλάζει (μορφές χρήσης) και τι επιμένει (κυριαρχία επί των όρων ύπαρξης της εργασίας).
*
Δομικό Παλίμψηστο και Υπερ-αφαίρεση.
Ο καπιταλισμός δεν καταργεί τις παλαιότερες μορφές κυριαρχίας, τις επανεγγράφει.
Είναι ένα δομικό «παλίμψηστο» όπου η σύγχρονη «γραφή» των δομών -γενικευμένη χρηματική/εμπορευματική διαμεσολάβηση-συμπυκνώνει τον γενικό κανόνα της εκμετάλλευσης με τον πιο καθαρό τρόπο, ως υπερ-αφαίρεση.
Η «διαφάνεια» των δεικτών, των διαδικασιών, της λογιστικής δεν είναι ουδετερότητα, είναι η ιστορικά ανώτερη μέθοδος επιβολής του κανόνα.
Για πρώτη φορά, ο έλεγχος επί των όρων ανεβαίνει στην επιφάνεια και γίνεται το ίδιο το «περιεχόμενο» της μορφής.
Εδώ διαφοροποιούμαι ριζικά από τον βιταλισμό του αυτόνομου μαρξισμού (Νέγκρι κ.ά.).
Εκεί όπου βλέπουν μια ακατάσχετη παραγωγικότητα ζωής, εγώ βλέπω ακριβώς την αφαιρετική μηχανή που παραγάγει την «ζωή» ως μετρήσιμη ικανότητα.
Δεν υπάρχει προσάναμμα δημιουργικότητας που απλώς καταπιέζεται, υπάρχει σύστημα όρων που παράγουν την ίδια τη μορφή της ζωής ως διοικητικό δεδομένο.
*
Γενικός κανόνας και ειδικός καπιταλιστικός κανόνας.
Ο γενικός κανόνας όλων των ταξικών κοινωνιών είναι η κυριαρχία/κατοχή επί των υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων της εργασίας.
Η καπιταλιστική ειδικότητα δεν αναιρεί τον κανόνα, τον υπερ-αντιπροσωπεύει.
Η γενικευμένη μεσολάβηση του χρήματος/εμπορεύματος κάνει την κυριαρχία επί των όρων άμεση λειτουργία της κοινωνικής μορφής.
Γι’ αυτό και αρχαϊκές βίες (πατριαρχικές, φυλετικές, στρατιωτικές) μπορούν να συνυπάρχουν με «εκσυγχρονισμό», λειτουργούν ως βοηθητικές μορφές μιας ήδη ολοκληρωμένης αφαιρετικής κυριαρχίας.
Η διαφωνία μου με τον συμβουλιακό ανθρωπισμό (Πάνεκουκ) είναι συνεπής: η εντοπισμένη αυτοδιαχείριση αλλάζει χειριστές χωρίς να θίγει το «δικαίωμα επί των όρων».
Η γραμμή «να περάσει η διεύθυνση στους παραγωγούς» εγκλωβίζεται συχνά στην ίδια αρχή μέτρησης, τώρα σε μικρότερη κλίμακα.
*
Από την εξωτερική στην εσωτερική βία.
Η ιστορική μετατόπιση είναι σαφής, από την άμεση δέσμευση των φορέων (δουλεία, δουλοπαροικία) στην αποβολή από τους όρους ύπαρξης.
Στον καπιταλισμό δεν χρειάζεται μαστίγιο, αρκεί η συγκέντρωση ιδιοκτησίας/πρόσβασης σε μέσα, τεχνικές, γνώση.
Ο εκβιασμός είναι απλός, αν δεν δουλέψεις στους όρους που δεν ελέγχεις, δεν ζεις.
Γι’ αυτό η σύγχρονη βία είναι «χειρουργική», αποκόπτει τη ροή μεταξύ σώματος και κόσμου μέσω ποσοστικοποιήσεων, πιστοποιήσεων, αποκλεισμών.
Στις επιτροπές αναπηρίας (που δούλεψα), το βλέπεις να γράφεται χωρίς πάθος: ποσοστό, φάκελος, απόφαση.
Εδώ συναντώ και υπερβαίνω ορισμένες ριζοσπαστικές αρνήσεις (Dauvé, Théorie Communiste, Endnotes).
Η «κατάργηση της εργασίας» δεν είναι πολιτική τεχνική ούτε εσωτερική «ωρίμανση» του ίδιου κανόνα.
Είναι μετατόπιση του τρόπου ύπαρξης, η άρση του δικαιώματος ορισμού των όρων της ζωής ως προϋποθέσεων πρόσβασης.
*
Η εργασιακή δύναμη ως μεταιχμιακή μορφή.
Η εργασιακή δύναμη δεν είναι «ζωή που εργάζεται», αλλά ικανότητα που επιβιώνει ως διοικητικό απόθεμα.
Είναι διπλά αφηρημένη, ξεχωρίζεται από το σώμα για να πουληθεί και αποσπάται από τον σκοπό της (συμμετοχή σε ολότητα έργου) για να υπηρετήσει αλλότρια αξία.
Αυτό το μεταιχμιακό καθεστώς -ούτε ζωή ούτε πράγμα-συντηρείται από θεσμούς μέτρησης που κάνουν τη φθορά λειτουργία.
Η «ζωτικότητα» που υμνούν οι βιταλιστές είναι εν πολλοίς ο ρυθμός αυτής της διοίκησης.
Ακόμη και όπου ο μαρξισμός μιλά για «ουσία του ανθρώπου» ως εργασία, το εννοώ ιστορικά, όχι οντολογικά: ο άνθρωπος ως υποκείμενο εργασίας είναι μορφή του κεφαλαίου.
Η υπέρβασή του δεν «ανακαλεί» ουσία, καταργεί το υπόστρωμα που την παράγει.
*
Παραγωγή, αναπαραγωγή, χρόνος, αξία.
Στον ύστερο καπιταλισμό, η διάκριση παραγωγής/αναπαραγωγής καταπίνεται από την υπερ-αφαίρεση.
Το μεγαλύτερο μέρος της «παραγωγής» είναι αναπαραγωγή των όρων μέτρησης.
Ο χρόνος οργανώνεται ως εργαλείο εξόρυξης, η υπεραξία είναι χρόνος που δεν επιστρέφεται, όχι μόνο εντός εργάσιμου χρόνου, αλλά και στις διαχύσεις του (επικοινωνία, διαθεσιμότητα, φροντίδα).
Η τεχνική σύνθεση δεν είναι ουδέτερη, είναι το πεδίο όπου ο χρόνος μετατρέπεται σε διαχειρίσιμη φθορά.
Η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης συντελείται ως κυκλική αποκατάσταση της δυνατότητας να φθείρεσαι ξανά.
Η «φροντίδα», όταν εντάσσεται σε καθεστώς μέτρησης, δεν αντιστρατεύεται το κεφάλαιο, το εκλεπτύνει.
Ο «νόμος της αξίας» δεν είναι απλώς κανόνας λογιστικής ισοδυναμίας, είναι ιστορικός τρόπος εξίσωσης σωμάτων μέσω της φθοράς.
*
Κριτική στον υπερεπαναστατικό σεπαρατισμό και στον εντοπικισμό.
Ο σεπαρατισμός/εντοπικισμός -η ιδέα των «ζωνών» και «νησίδων» που προπλάθουν το νέο- συχνά μεταμφιέζει τη διαχείριση του ίδιου κανόνα σε άλλη κλίμακα.
Όσο ο τόπος ορίζεται ως όρος ζωής (ιδιοκτησία, πρόσβαση, δικτύωση), τόσο παραμένει εντός της κυριαρχίας επί των όρων.
Οι αυτοδιαχειριζόμενες νησίδες, οι «κοινότητες χρήσης», τα δίκτυα «κοινών αγαθών» τείνουν - αν δεν σπάσουν τον δεσμό με τη μετρησιμότητα- να αναπαράγουν την αρχή που αντιμάχονται.
Δεν προτείνω απόσυρση ούτε «αγνό μεγάλο έξω».
Η δική μου θέση είναι αντιστρατηγική.
Η ρήξη δεν εδρεύει στον σωστό τόπο, αλλά στην εκρίζωση της μορφής που καθιστά τον τόπο όρο.
Αν υπάρξει κοινότητα, θα είναι αποτέλεσμα μιας καθολικής συνθήκης που έχει πάψει να οργανώνεται ως πρόσβαση/αποκλεισμός, όχι «ελεγχόμενο πείραμα» εντός της παλιάς λογικής.
*
Προς μια νέα ενότητα (χωρίς σωτηριολογία).
Δεν προσδοκώ «ανάσταση» ούτε επιστροφή σε «καθαρή ζωή».
Η γλώσσα μου δεν είναι εσχατολογική.
Η νέα ενότητα που προϋποθέτω δεν θεμελιώνεται στη ζωή ούτε στο μέτρο της, δεν είναι λατρεία της παραγωγικότητας ούτε άρνηση της ύλης.
Είναι μια ολότητα όπου η σχέση υποκειμένου-όρων, έργου-μέσων, ζωής-φθοράς δεν εμφανίζεται πια ως υλική οικονομική, διοικητική, αλλά και γενική υλική οντολογική διάκριση.
Όπου το σώμα δεν αποδεικνύει την ύπαρξή του μέσω «ικανότητας», η γνώση δεν νομιμοποιείται ως «απόδοση» και ο χρόνος δεν αξιώνεται ως «αξία».
Αυτή η ενότητα δεν είναι «τοπικός θεσμός», ή «εργατικό συμβούλιο» ούτε «αργή μετάβαση», είναι αλλαγή τρόπου κοινωνικής-και-ατομικής ύπαρξης.
Δεν χρειάζεται να βαφτιστεί.
Αρκεί να παύσει να αναπαράγει την αντίθεση που μας συγκροτεί. Δεν αποθεώνω το «μη μετράς» ούτε κάνω την «παύση» νέα θεότητα, κρατώ το βλέμμα σε κάτι απλούστερο και σκληρότερο, μια κοινή συνθήκη όπου η ύπαρξη δεν τεκμηριώνεται με αποδείξεις πρόσβασης, όπου το κοινό δεν προκύπτει από διανομή όρων, αλλά από το ότι οι όροι παύουν να μας στέκονται απέναντι.
**
Μεταθεωρητικό Παράρτημα,
Η νεκρή ζωή της εργασίας, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις.
Δεν διεκδικώ «πρωτοτυπία».
Θέλω μόνο να πω καθαρά τι βλέπω.
Η λεγόμενη «εργασιακή δύναμη» δεν μου φαίνεται μορφή ζωής, αλλά μορφή θανάτου, το ίχνος μιας αποκοπής από μια ενότητα που θα συνέδεε την ικανότητα με το συνολικό προτσές, το υποκείμενο με το έργο, τα μέσα με το προϊόν.
Από αυτή την οπτική, οφείλω να τοποθετηθώ δίκαια και νηφάλια απέναντι σε συγγενείς παραδόσεις:
Από Μαρξ έως νεομαρξισμό.
Συγγενεύω στο ότι θεωρώ την εργασιακή δύναμη θεμελιώδη κατηγορία.
Η διαφορά μου έγκειται στο ότι δεν την καταλαβαίνω ως ζωτική πηγή, ούτε ως ενέργεια που απλώς καταπιέζεται.
Τη βλέπω ως αποτέλεσμα σχάσης, η ζωή έχει ήδη αποχωριστεί από την ολότητά της και γίνεται εμπορεύσιμη δυνατότητα.
Έτσι, το κεφάλαιο δεν «παρασιτεί» πάνω σε μια ακέραιη ζωή, παράγει νεκρή ζωή, έναν ψευδοοργανισμό που κινείται χάρη στην αποκοπή του.
-
Από την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο.
Χρωστάω στον Αντόρνο τη νηφαλιότητα της μη-ταυτότητας και την επιμονή στο τραύμα.
Όμως εκεί όπου διασώζει το υποκείμενο ως φορέα της άρνησης, εγώ, από την εμπειρία μου, δεν βρίσκω υποκείμενο να διασώσω.
Το «ζων υποκείμενο» της εργασίας λειτουργεί ως νεκρή διαμεσολάβηση.
Ο θάνατος δεν αρνείται τη ζωή, είναι η μορφή που παίρνει η ζωή μέσα στο κεφάλαιο.
-
Από τη βιοπολιτική του Φουκώ.
Σέβομαι τη μετατόπιση της ανάλυσης στο πεδίο της «ζωής».
Αλλά εκεί που ο Φουκώ μιλά για παραγωγή «ζωντανών πληθυσμών», εγώ βλέπω μια θανατοπολιτική δομή που παρουσιάζεται ως βιοπολιτική.
Αυτό που ονομάζουμε «ζωή» είναι ήδη μορφοποιημένος θάνατος, νεκρή ύλη σε κίνηση.
Δεν ξεχωρίζω καθαρά «βιοπολιτική/θανατοπολιτική», βλέπω θανατοζωή.
-
Από τον Νέγκρι/Χαρντ και τον «ζώντα εργάτη».
Παίρνω στα σοβαρά τη σύγκρουση μέσα στην παραγωγική υποκειμενικότητα.
Όμως το «πλήθος» που αυτοί προβάλλουν ως δημιουργική δύναμη, εγώ το βλέπω ως πολλαπλασιασμό της αποκοπής, μια συλλογή θνητών μη-υποκειμένων.
Δεν εντοπίζω βιοπαραγωγική θετικότητα, βλέπω παραγωγή μέσω απώλειας.
-
Από τον Μπένγιαμιν ως τον Αγκάμπεν.
Καταλαβαίνω τη γοητεία της «γυμνής ζωής» και της μεσσιανικής αναστολής.
Για μένα, όμως, η «γυμνή ζωή» δεν είναι αποκαλυπτικό υπόλειμμα, είναι παραγωγή της θνησιγενούς αποκοπής, όχι «υπόλοιπο», αλλά μηχανισμός.
Δεν περιμένω λύτρωση από την αναστολή, βλέπω συνέχιση λειτουργίας μέσα στην αδράνεια.
-
Από Μπατάιγ/Ντελέζ/Γκουατταρί (ροές, επιθυμία, υπερχείλιση).
Δεν απορρίπτω την ένταση των σωμάτων και των ροών.
Όμως το να θεοποιείς τη ροή καταλήγει να αγνοείς ότι η ροή είναι ήδη εκροή μηδενός, το «ζωικό» δεν είναι εκρηκτικό, είναι νεκρο-συμβολικό.
Το «σώμα-χωρίς-όργανα» δεν μου μοιάζει ελευθερία, μοιάζει με νεκρική ανατομία του καπιταλιστικού οργανισμού.
-
Από τους «απαισιόδοξους υλιστές» (Thacker, Brassier κ.ά.)
Συμμερίζομαι την άρνηση μιας ωραιοποιημένης ζωής.
Αλλά δεν μένω στον κοσμικό πεσιμισμό.
Προσπαθώ να μεταφέρω το «μηδέν» μέσα στο κοινωνικό/παραγωγικό, το νεκρό δεν είναι μεταφυσική, είναι καθεστώς.
Η πολιτική συνέπεια δεν είναι αισθητική του κενού, αλλά ανάλυση του κενού ως εργασιακής μορφής.
-
Σύντομη συνθετική διατύπωση (όπως θα την έλεγα εγώ).
Εργασιακή δύναμη: όχι εκδήλωση ζωής, αλλά μορφή θανάτου, σημάδι αποκοπής από την ενότητα δυνατότητας-πράξης-μέσων-προϊόντος.
Ζωή: όχι αντίσταση ή «δύναμη», αλλά αποτέλεσμα της αποκοπής, θνησιγενής μηχανισμός επιβίωσης.
Θάνατος: όχι απλώς άρνηση της ζωής, αλλά θεμελιώδης μορφή της καπιταλιστικής οντολογίας.
Παραγωγή στον Καπιταλισμό: όχι δημιουργία αξίας εκ της ζωής, αλλά αναπαραγωγή αποσπασμένης θνητότητας.
Υποκείμενο: όχι «ενεργός πράξις», αλλά νεκρική λειτουργία της αποκοπής.
Αντίσταση: όχι επιβεβαίωση ζωής, αλλά ρήξη/αναστολή του ίδιου του μηχανισμού που κάνει τη ζωή μετρήσιμη.
Ολότητα: όχι ιδεατό όλον ή φαντασιακή κοινότητα, αλλά η μόνη υπαρκτή ολότητα σήμερα είναι η νεκρή ενότητα της αποκοπής, κι εκεί ακριβώς πρέπει να ραγίσει.
-
Δεν γράφω όλα αυτά για να μειώσω κανέναν.
Τα χρωστάω σε εμπειρίες από χώρους όπου η ζωή δεν συζητιέται, αλλά σταθμίζεται: φακέλους, ποσοστά, υπογραφές. Εκεί, η «ζωτικότητα» φαίνεται όπως πραγματικά λειτουργεί, ως διαχείριση φθοράς.
Αν έχω κάτι να προσθέσω στον διάλογο, είναι αυτή η απλή μετατόπιση, να δούμε την εργασιακή δύναμη όχι ως ζωή προς απελευθέρωση, αλλά ως νεκρή μορφή που πρέπει να πάψει να οργανώνει την ύπαρξη.
Μόνο τότε, ίσως, να μιλήσουμε ξανά για ενότητα -όχι ως σωτηρία της ζωής, αλλά ως άρση της σχάσης που μας κρατάει σε αυτή την ψυχρή, λειτουργική επιβίωση.
*
Ιωάννης Τζανάκος
**
Ενδεικτικές γενικές παραπομπές (για πλαίσιο και κριτικό διάλογο)
Karl Marx, Grundrisse (ιδίως το «Fragment on Machines»), και Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι–ΙΙΙ.
Moishe Postone, Time, Labor, and Social Domination (για τον ιστορικά ειδικό χρόνο της εργασίας).
Antonio Negri & Michael Hardt, Empire, Multitude, Commonwealth (βιοπολιτική παραγωγή/βιταλισμός).
Anton Pannekoek, Workers’ Councils (συμβουλιακή αυτοδιαχείριση).
Gilles Dauvé, Eclipse and Re-Emergence of the Communist Movement, When Insurrections Die (κριτική της πολιτικής μορφής).
Théorie Communiste, επιλεγμένα κείμενα για την κομμουνιστικοποίηση και την κατάργηση της εργασίας.
Endnotes, τεύχη 1-5 (κρίσεις, υποταγή, κομμουνιστικοποίηση).
Silvia Federici, Caliban and the Witch (ιστορική βία, κοινωνική αναπαραγωγή).
(Οι παραπομπές παρατίθενται ως γενικός αναγνωστικός οδηγός για τον διάλογο στον οποίο εντάσσεται το κείμενο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου