Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Υπόθεση εργασίας για μια νέα διαλεκτική «γεωμετρία» (Working case for a new dialectical “geometry”)

Σύνοψη. 
Βασική οντολογική έννοια της διαλεκτικής είναι η ανεπίλυτη αντίθεση. 
Συνήθως νοείται ως δίπολο (dipole), όπου η υπέρβαση παράγει ένα «τρίτο» σημείο και άρα ένα «τρίγωνο». 
Εδώ προτείνεται ότι οι πόλοι της οντολογικής διαλεκτικής πραγματικότητας είναι τουλάχιστον τρεις εξαρχής, συνεπώς η υπέρβαση/διαφυγή (escape-transcendence) δεν συγκροτεί απαραίτητα τριγωνική μορφή, αλλά οδηγεί σε ν-απλόχωρα (n-simplices) και γενικότερα σε πολύτοπα (polytopes) υψηλότερης διάστασης. 
Η «νέα γεωμετρία» της αντίφασης χαρτογραφεί τις πράξεις άρσης, μεσολάβησης και προσδιορισμού ως κινήσεις πάνω σε πρόσωπα και σκελετούς αυτών των μορφών. 
Λεξάρι όρων (με αγγλικούς όρους). 
Απλόχωρο (simplex): βασικό κυρτό σχήμα. 
0-απλόχωρο=σημείο (point), 1-απλόχωρο=ευθύγραμμο τμήμα (line segment), 2-απλόχωρο=τρίγωνο (triangle), 3-απλόχωρο=τετράεδρο (tetrahedron). 
Γενικά: ν-απλόχωρο (n-simplex). 
Σύμπλεγμα απλοχώρων (simplicial complex): ένωση απλοχώρων που τέμνονται σε κοινά πρόσωπα. 
Πολύτοπο (polytope): γενικός όρος για κάθε διάσταση (στην 3-Δ: πολύεδρο (polyhedron)). 
Πρόσωπο / περιοριστικό πρόσωπο (face / facet): υποπολύτοπο χαμηλότερης διάστασης, ειδικά: κορυφή (vertex), ακμή (edge). 
Σκελετός κ-στού βαθμού (k-skeleton): όλα τα πρόσωπα διάστασης ≤ κ (k-skeleton). 
Κυρτό περίβλημα (convex hull): το ελάχιστο κυρτό σύνολο που περιέχει δοθέντα σημεία. 
Υπερεπίπεδο (hyperplane), υπερκύβος (hypercube): τυπικοί όροι υψηλών διαστάσεων. ν-άδα (n-tuple): για πλειάδες στοιχείων (προτιμάται αντί «πολυάδα»). 
Θέση εκκίνησης: από το δίπολο στο ν-πολικό. 
Κλασική απεικόνιση: δίπολο αντίφασης {A, B}. 
Η υπέρβαση προστίθεται ως τρίτο σημείο T, άρα 2-απλόχωρο (τρίγωνο). 
Πρόταση: η αρχική ανεπίλυτη αντίθεση πραγματώνεται συχνά ως κ-πολικό σχήμα με κ ≥ 3. 
Η πράξη υπέρβασης εισάγει επιπλέον κορυφή και το κυρτό περίβλημα conv(P ∪ {T}) (όπου P το σύνολο πόλων) γίνεται τουλάχιστον 3-απλόχωρο (τετράεδρο) ή γενικότερα ν-απλόχωρο με ν ≥ 3. 
Συνεπώς, η «γεωμετρία» της αντίφασης δεν είναι κατ’ ανάγκη τριγωνική. 
Τυπική διατύπωση (σχηματικά). 
Έστω P = {p₁, …, p_k} το σύνολο των πόλων (poles) με k ≥ 3. 
Η υπέρβαση/διαφυγή δίνει σημείο T εκτός του κυρτού περιβλήματος των υποσυνόλων που ήδη «σταθεροποιήθηκαν». 
Η οντολογική μορφή της στιγμής είναι το S = conv(P ∪ {T}), ένα ν-απλόχωρο (n-simplex) ή γενικό πολύτοπο (polytope) ανάλογα με τη θέση του T. 
Οι πράξεις άρσης (negation/aufheben), μεσολάβησης (mediation) και προσδιορισμού (determination) αντιστοιχούν σε: μεταβάσεις σκελετών (skeleton transitions): μετατόπιση εστίασης από k-faces σε (k±1)-faces. 
Έργο δενδροδιάσπασης/συγκόλλησης (collapse/expansion): τοπολογικές καταρρεύσεις και αναδύσεις στο σύμπλεγμα. 
Βαρυκεντρικούς ανασχηματισμούς (barycentric re-weightings): μεταβολή «βαρών» στους πόλους. 
Αξιώματα εργασίας (working axioms). 
Πολικότητα πολλαπλότητας (multipolarity): η ουσιώδης αντίφαση σπάνια είναι αληθές δίπολο, τυπικά κ-πολική (k-ary) με κ ≥ 3. 
Υπέρβαση ως αύξηση διάστασης: η πράξη υπέρβασης τείνει να αυξάνει τη διάσταση του ενεργού απλοχώρου. 
Μεσολάβηση ως πλοήγηση προσώπων: η μεσολάβηση πραγματώνεται ως κίνηση πάνω σε πρόσωπα (faces) διαφορετικής τάξης. 
Προσδιορισμός ως επιλογή σκελετού: η συγκυριακή «ουσία» εκτίθεται από τον k-σκελετό που ενεργοποιείται (k-skeleton selection). 
Άρνηση της άρνησης ως αναδιάταξη: Όχι επιστροφή στο αρχικό, αλλά νέο απλόχωρο με διαφοροποιημένα βάρη/κορυφές. 
Μεθοδολογία: από την περιγραφική στη μορφολογική διαλεκτική. 
Χαρτογράφηση πόλων (pole mapping): εντοπισμός ελάχιστου συνόλου πόλων που θρέφουν την αντίφαση. 
Δημιουργία σχήματος (shape extraction): προσδιορισμός του conv(P) και των ενεργών προσώπων. 
Εντοπισμός υπερβάσεων (transcendence points): σημεία που «σπάνε» υπάρχουσες τομές και αυξάνουν διάσταση. 
Δυναμική σκελετών (skeleton dynamics): ανάλυση μεταβάσεων ανάμεσα σε 1-, 2-, …, k-skeleta ως φάσεις. 
Τοπολογικά συμβάντα (topological events): καταρρεύσεις (collapses) και αναδύσεις (emergences) ως στιγμές ποιοτικής αλλαγής. 
Ενδεικτικά σχήματα. Τριπολικό αρχικό (k=3): με υπέρβαση Τ → τετράεδρο (3-simplex). 
Η «λύση» δεν κλείνει σε τρίγωνο, ανοίγει διάσταση. 
Τετραπολικό (k=4): με υπέρβαση Τ → 4-απλόχωρο (4-simplex) ή γενικό πολύτοπο αν η T τέμνει πρόσωπα ανισομερώς. 
Συμπλέγματα υπερβάσεων: διαδοχικά T₁, T₂, … οργανώνουν σύμπλεγμα απλοχώρων (simplicial complex) που ιχνηλατεί την ιστορία των υπερβάσεων. 
Ερμηνευτικός ορίζοντας (ενδεικτικός). 
Οντολογικά: η «ουσία» δεν είναι σημείο ισορροπίας δύο δυνάμεων, αλλά μορφογενετική πολλαπλότητα που μετακινεί το ενεργό απλόχωρο. 
Επιστημολογικά: η κατανόηση δεν είναι μόνο εννοιολογική σύνθεση αλλά και γεωμετρική πλοήγηση σε πρόσωπα/σκελετούς. 
Πρακτικά/πολιτικά (μετ’ επιφυλάξεων): οι πραγματικές αντιφάσεις σπάνια κλείνουν σε «δύο στρατόπεδα», η στρατηγική σκέψη οφείλει να αναγνωρίζει πολύτοπα συσχετισμών, όπου «υπέρβαση» σημαίνει ενεργοποίηση νέας κορυφής και αύξηση διάστασης του πεδίου. 
 
* Επίλογος. 
Μια βασική οντολογική έννοια της διαλεκτικής είναι η ανεπίλυτη αντίθεση. 
 Συνηθίσαμε να τη φανταζόμαστε ως δίπολο, και τότε η υπέρβαση προσθέτει ένα τρίτο σημείο, «κάνοντας» ένα τρίγωνο. 
Όμως οι πόλοι που συνιστούν τη διαλεκτική πραγματικότητα είναι συχνά τουλάχιστον τρεις, ήδη πριν από κάθε υπέρβαση. 
Γι’ αυτό η διαφυγή/υπέρβαση δεν στερεώνει ένα τριγωνικό σχήμα, γεννά ένα σχήμα ανώτερης διάστασης. 
Η αντίφαση δεν «κλείνει», ανοίγει χώρο. 
Έτσι, κάθε φορά που νομίζουμε πως λύσαμε το πρόβλημα μέσα σε δύο σημεία και μια γέφυρα, αναδύεται μια νέα κορυφή και μαζί της ένα νέο απλόχωρο. 
Αυτή η μετατόπιση δεν είναι διακοσμητική. 
Είναι ο τρόπος με τον οποίο η αντίφαση παραμένει ενεργή ενώ αλλάζει μορφή. 
Η διαλεκτική πράξη τότε μοιάζει με πλοήγηση σε πρόσωπα και σκελετούς: άλλοτε αποσπά (collapse) για να καταστήσει εμφανές το σημαίνον, άλλοτε προσθέτει (expansion) για να χωρέσει το ανείπωτο. 
Αν ζητάμε μια «γεωμετρία» αντάξια των αντιφάσεων, θα είναι γεωμετρία απλοχώρων και πολυτόπων: όπου η υπέρβαση δεν ισοδυναμεί με εξομάλυνση, αλλά με αύξηση διάστασης, όπου η μεσολάβηση δεν είναι παύση, αλλά διάβα από πρόσωπο σε πρόσωπο, όπου η άρνηση της άρνησης δεν επιστρέφει πίσω, αλλά αναδιατάσσει το σχήμα σε νέα μορφή. 
Με άλλα λόγια: η πραγματικότητα της αντίφασης δεν είναι τριγωνική, είναι πολυτοπική. 
 
Ιωάννης Τζανάκος, Ιωσήφ Κατής. 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Ας το θέσουμε καθαρά, σαν να μιλάμε από το χείλος ενός ρήγματος. Για τον Νίκο Πουλαντζά.

Ο Πουλαντζάς, στο Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός, δεν άφησε μια «θεωρία» του κράτους αλλά ένα τραύμα της θεωρίας: τη στιγμή που το κράτος αναδύεται όχι πια ως τόπος ή εργαλείο, αλλά ως πλέγμα χωροχρονικών μητρών, δηλαδή ως πολλαπλό σύστημα αρθρώσεων του κοινωνικού χώρου και του ιστορικού χρόνου, που καμπυλώνουν την ίδια τη μορφή της εξουσίας.
*
Η χωροχρονική μήτρα, σε αυτή τη σκέψη, δεν είναι μεταφορά αλλά εσωτερική γεωμετρία της υλικότητας του κράτους.
Ο Πουλαντζάς έπαψε να βλέπει το κράτος ως επίπεδο ή ως εποικοδόμημα και το είδε σαν έναν πολλαπλό χώρο καμπυλότητας, οι τάξεις, οι θεσμοί, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, δεν εδράζονται πάνω σε μια γραμμική ιεραρχία αλλά σε πεδία συνάρθρωσης, που αλληλεπιδρούν σαν τόποι διασταύρωσης διαφορετικών χρόνων.
Το αποτέλεσμα ήταν ριζοσπαστικό, ο ιστορικός υλισμός απέκτησε μια τοπολογική μορφή, και το κράτος μετατράπηκε σε γεωμετρία της εξουσίας.
*
Όμως αυτό που έμεινε ανοιχτό -και γι’ αυτό το τελευταίο έργο του λειτουργεί σαν πληγή- είναι ότι αυτή η τοπολογική μορφή δεν απέκτησε ποτέ γενεαλογική θεμελίωση.
Δηλαδή, ο Πουλαντζάς μας έδειξε το πώς των σχέσεων εξουσίας, όχι το γιατί της ιστορικής τους ομοιομορφίας.
Η «πληγή» δεν είναι θεωρητική ατέλεια, είναι η ίδια η οντολογική απορία της νεωτερικότητας, γιατί κάθε δομή που πολλαπλασιάζει τη μορφή της τείνει τελικά να παράγει ομοιομορφία, γιατί η πολλαπλότητα των χωροχρονικών μητρών δεν καταλήγει σε ελευθερία, αλλά σε υπερ-συντονισμό, σε επανεγκαθίδρυση του ίδιου κανόνα της κυριαρχίας μέσα από νέες, πιο περίπλοκες μορφές συνάρθρωσης.
*
Η απάντηση βρίσκεται στην ιστορική μηχανική της Βεστφαλιανής δομής που προηγήθηκε.
Το μοντέρνο κράτος, και άρα το πλέγμα των χωροχρονικών μητρών, προϋποθέτει ως συνθήκη του τη συμμετρική ομοιομορφία, κάθε εσωτερική διαφορά ενσωματώνεται, κάθε εξωτερικότητα μετατρέπεται σε όριο, κάθε απόκλιση σε παράμετρο.
Η Βεστφαλιανή τάξη δεν είναι μόνο νομικοπολιτική, είναι ψυχική, εγκαθιστά ένα μοντέλο ταύτισης του υποκειμένου με τον θεσμό, του εσωτερικού με το ομοιογενές, της αντίθεσης με την αντανάκλαση.
Αυτή η δομή ομοιομορφίας, που λειτουργεί ως ο υπερκαθορισμός των υπερκαθορισμών, υπήρξε το ασυνείδητο θεμέλιο της χωροχρονικής θεωρίας του Πουλαντζά.
Γι’ αυτό το τελευταίο έργο του αφήνει την αίσθηση μιας θεωρητικής παράλυσης που προεικονίζει την πτώση του σώματός του.
Ο Πουλαντζάς βρισκόταν μπροστά στο αδιέξοδο του υλιστικού μεταδομισμού: ο κόσμος ως πεδίο διαφορών και σχέσεων δεν επαρκεί να εξηγήσει το γιατί οι διαφορές αυτές επανέρχονται σε κανονικότητες, γιατί κάθε τοπολογική αναδίπλωση της εξουσίας αναπαράγει τη συμμετρία της.
*
Από αυτό το σημείο γεννιέται η ανάγκη ενός υλιστικού ξανα-δομισμού, όχι ως επιστροφής στον ντετερμινισμό, αλλά ως αναστοχασμού της γενεαλογικής μορφής της δομής.
Ο νέος υλιστικός [ξανα-]δομισμός που προτείνεται εδώ θα έβλεπε τη χωροχρονική μήτρα όχι μόνο ως δομή συσχετισμού, αλλά ως παραγωγό ομοιομορφίας, θα επιχειρούσε να αποκαλύψει τον μηχανισμό μέσω του οποίου οι διαφορές τείνουν να καθίστανται λειτουργικά ισοδύναμες, ώστε να αναπαράγεται το ίδιο κέντρο καμπυλότητας.
*
Η γεωμετρία αυτή, δηλαδή, χρειάζεται πια μια γενεαλογία του κανόνα, όχι του συμβάντος.
Κάθε σύγχρονο πολιτικό πεδίο -το κράτος, το κεφάλαιο, η επιθυμία, το φύλο, ο λόγος- είναι ένα παράγωγο τέτοιας γενεαλογικής συμμετρίας, όπου η ίδια η διαφορά ενσωματώνεται ως τρόπος διατήρησης της μορφής.
Ο Πουλαντζάς μάς έδωσε την τοπολογία, αλλά δεν μας έδωσε τη δυναμική της ισομορφίας.
Εκεί ακριβώς ανοίγει η «πουλαντζιανή πληγή», στο σημείο όπου η ιστορία παύει να είναι πολλαπλή και γίνεται πολλαπλά ενιαία.
*
Αν ο μαρξισμός ή ο υλισμός θέλουν να επιβιώσουν πέραν του μεταδομισμού, πρέπει να ξαναγίνουν θεωρία της [δομιστικής] συμμετρίας, όχι της διάλυσης.
Να εξηγήσουν πώς η κυριαρχία λειτουργεί όχι μέσω επιβολής αλλά μέσω αναδίπλωσης, όχι μέσω της καταστολής της διαφοράς αλλά μέσω της παραγωγής της ως μορφής ελέγχου.
Αυτός ο υλιστικός [ξανα-]δομισμός θα ήταν η συνέχιση του Πουλαντζά μετά τον Πουλαντζά, το πέρασμα από την τοπολογία της εξουσίας στη μορφογένεση της ομοιομορφίας - εκεί όπου η πολιτική γίνεται γεωμετρία της επανάληψης και η θεωρία, πράξη αναστροφής του ίδιου της του χώρου.
*
Ο υπερδομισμός ως ιστορική μορφολογία των μηχανισμών παραγωγής ομοιομορφίας - όχι υπερβατική αρχή αλλά εμπειρική θεωρία των επαναλαμβανόμενων τρόπων με τους οποίους συγκεκριμένες ιστορικές δομές (κεφάλαιο, κράτος, γλώσσα) παράγουν συμμετρία ως λειτουργικό αποτέλεσμα.
Δηλαδή: όχι μόνον "γιατί υπάρχει ομοιομορφία" αλλά και "πώς παράγεται επανειλημμένα ομοιομορφία από πολλαπλές δομές με παρόμοια λειτουργική λογική" (ιστορική μορφολογία).
Αυτό θα απαιτούσε:
Τυπολογία μηχανισμών ομογενοποίησης (εδαφική, χρονική, γλωσσική, οικονομική).
Ανάλυση των υλικών συνθηκών που κάνουν αυτούς τους μηχανισμούς να "δουλεύουν" επαναλαμβανόμενα.
Εξήγηση γιατί διαφορετικά πεδία (οικονομία, πολιτεία, ψυχή) συγκλίνουν σε παρόμοιες μορφές χωρίς κοινή αρχή - μέσω δομικής ομολογίας, όχι καταγωγής.
Έτσι παραμένει δομισμός (μελετά δομές και τις σχέσεις τους) αλλά ιστορικός, όχι οντολογικός.
Αυτό θα λειτουργούσε;
Έτσι πιστεύω.
*
Άρα, ορίζοντας το και ονοματολογικά - αρχικά και πρόχειρα :
Hyperstructuralism.
Ή αν θέλουμε να τονίσουμε την ιστορική-μορφολογική διάσταση:
Historical hyperstructuralism ή Morphological structuralism.
Αλλά το "hyperstructuralism" αποδίδει καθαρά την ιδέα: όχι μετά-δομισμός (poststructuralism) αλλά υπέρ-δομισμός - μια εντατικοποίηση του δομιστικού προγράμματος που αναζητά τις δομές των δομών, τους μηχανισμούς που παράγουν επαναλαμβανόμενη μορφή.
Θα μπορούσαμε επίσης να μιλήσουμε για Structural Morphology (αν θέλουμε έμφαση στη μορφή), ή και για Systematic structuralism (αν θέλουμε να δώσουμε έμφαση στη συστημική διάσταση) ή για Generative Structuralism (αν θέλουμε έμφαση στην παραγωγή ομοιομορφίας).
Το hyperstructuralism είναι το πιο οικονομικό και το πιο ακριβές για αυτό που περιγράφουμε αλλά κινδυνεύει να λειτουργήσει ως λεκτική υπερβολή (βερμπαλισμός).
Ο σκοπός μας βέβαια ορίζεται έτσι με ακρίβεια, διότι τονίζεται δια αυτού η ανάγκη έντασης και όχι υπέρβασης τού θεωρητικού προγράμματος τού δομισμού, αλλά και το μονιστικό ολιστικό στοιχείο που θέλουμε να βάλουμε εντός του (εδώ υπάρχει ένα θέμα και με τον κλασικό δομισμό).
Ορολογικό Δίλημμα. 
Εδώ, το εγχείρημα του «Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός» απορροφάται σε ένα καθαρά μεταγεωμετρικό πρόγραμμα:
από την τοπολογία του Πουλαντζά περνάω στη μορφογένεση της ομοιομορφίας, από την ανάλυση της σχέσης χώρου-εξουσίας στην καταγωγή των ίδιων των μηχανισμών που παράγουν καμπυλότητα και ισομορφία ταυτόχρονα.
Αυτό είναι ακριβώς το σημείο όπου το έργο του Πουλαντζά μπορεί να ξανανοίξει πέραν του μεταδομισμού - όχι προς την αποδόμηση, αλλά προς μια γενεαλογική επιστήμη της μορφής.
Το όνομα hyperstructuralism που του δίνω είναι απολύτως ακριβές για αυτό που ζητώ:
όχι υπέρβαση, αλλά επίταση του δομισμού.
Όχι meta (μετά), αλλά hyper (επάνω, εντός και γύρω).
-
Αν το διαβάσουμε σαν καθαρό θεωρητικό σχήμα, το κείμενό ορίζει μια τριπλή σχέση:
Ο Πουλαντζάς ως σημείο ρήξης:
Ορίζει την εξουσία ως πεδίο πολλαπλών καμπυλοτήτων, αυτό είναι η απο-επίπεδωση του ιστορικού υλισμού.
Η έννοια της χωροχρονικής μήτρας λειτουργεί ως αντικατάσταση της παραδοσιακής «βάσης/εποικοδομήματος», η ιστορική διαλεκτική γίνεται τοπολογική διασύνδεση.
-
Η Βεστφαλιανή μήτρα ως γενεαλογική πληγή:
Κάθε μηχανισμός πολλαπλότητας (θεσμικής ή νοητικής) είναι ήδη εγγεγραμμένος στο πρόγραμμα συμμετρίας που η Βεστφαλιανή λογική επιβάλλει.
Δηλαδή, η ίδια η πολλαπλότητα είναι μορφή επανεγκαθίδρυσης του Ενός.
Το «τραύμα» του Πουλαντζά είναι ακριβώς αυτό:
ο υλιστικός μεταδομισμός του δεν διαφεύγει της νεωτερικής γεωμετρίας της ομοιομορφίας.
-
Η νέα πρόταση - ο Υπερδομισμός (Hyperstructuralism):
Μια θεωρία που δεν αρκείται στο να «χαρτογραφεί» δομές, αλλά επιχειρεί να εντοπίσει τους γενετικούς μηχανισμούς ομοιομορφίας που καθιστούν τις δομές ομολογικές μεταξύ τους, ανεξάρτητα από περιεχόμενο ή ιστορική φάση.
Είναι, δηλαδή, μια ιστορική μορφολογία της εξουσίας και της ομοιομορφίας.
Μια επιστήμη των «ορίων συμμετρίας» που εξηγεί γιατί οι κοινωνίες επανεφευρίσκουν το κράτος, την ιεραρχία, την ενότητα, ακόμα κι όταν τα καταργούν.
-
Αυτό που ζητω εδώ είναι μια επιστροφή του Λόγου στον Λόγο - όχι ιδεαλιστική, αλλά μορφογενετική.
Ο υλιστικός [ξανα-]δομισμός που ορίζω δεν είναι νοσταλγία του παλιού δομισμού, αλλά το πέρασμα σε ένα επίπεδο μετα-δομικής αναγκαιότητας, όπου η μορφή γίνεται η ίδια ιστορικό γεγονός.
-
Θα μπορούσα να συνεχίσω σε μια επόμενη ενότητα που να ονομάζεται:
«Η γεωμετρία της αναπαραγωγής»,
όπου θα αναπτύξω ακριβώς πώς ο hyperstructuralism ερμηνεύει τη σχέση κεφαλαίου-κράτους-επιθυμίας ως μηχανισμό ισομορφικής αναπαραγωγής (όχι ταυτότητας, αλλά επαναληπτικής ισοδυναμίας).
Αυτή η συνέχιση θα έφερνε το εγχείρημα μας στη σφαίρα ενός υλιστικού εγελιανισμού χωρίς Ιδέα, ενός συστήματος όπου το νόημα δεν «συντίθεται», αλλά επανέρχεται με μορφή.
Το κείμενο, λειτουργεί ήδη σαν θεωρητικό πρόλογος για αυτό.
Είναι μια πρόταση να ξαναγραφεί ο Πουλαντζάς ως καθαρή θεωρία της μορφής-δομής-ολότητας.
 
Ιωάννης Τζανάκος

«Όχι στο όνομα μας» ως «Όχι στο Όνομα του Πατρός μας» (Η λακανική σημειολογία του συνθήματος και η βεστφαλιανή ψευδο-πατροκτονία)

Η επιφάνεια του συνθήματος.
Το σύνθημα «Όχι στο όνομα μας» εμφανίζεται ως χειρονομία ηθικής αποστασιοποίησης, αποκόπτει τον ομιλητή από μια πράξη (εθνικο-κρατικής) εξουσίας που εξακολουθεί να διενεργείται «στο όνομά του».
Όμως η γλωσσική οικονομία της φράσης προϋποθέτει ήδη μια οντολογία ονόματος, κάπου υπάρχει ένα «όνομα» που εγγυάται, νομιμοποιεί, επιτάσσει.
Στον λακανικό ορίζοντα, αυτό το «όνομα» συμπίπτει με το Όνομα-του-Πατέρα (Nom-du-Père), τον συμβολικό κόμβο που ράβει τον νόμο με τη γλώσσα.
Άρα, το «Όχι στο όνομα μας» δεν είναι απλώς μια ηθική άρνηση, είναι μια συμβολική παραχάραξη του Ονόματος, «Όχι στο Όνομα (του Πατρός) που μας υπογράφει».
*
Η κρυφή πρόταση, «Όχι στο ίδιο καθαυτό το Όνομα».
Κάτω από την επιφάνεια της αντίρρησης, το σύνθημα εκστομίζει μια βαθύτερη άρνηση, «Όχι στο ίδιο το Όνομα που μας δίνει όνομα».
Το υποκείμενο εδώ δεν αποσπάται απλώς από την κρατική πράξη, αρνείται τον ίδιο τον μηχανισμό ονοματοδότησης που το εντάσσει στη συμβολική τάξη.
Πρόκειται για χειρονομία υψηλού κινδύνου, αν αρνηθείς το Όνομα που σε θεμελιώνει, σε ποια γλώσσα μιλάς;
Η λακανική ειρωνεία είναι αμείλικτη, η άρνηση του Ονόματος γίνεται εν ονόματι του ίδιου Ονόματος, δηλαδή εντός του κυκλώματος που επιχειρεί να αποκηρύξει.
Έτσι, το «Όχι στο όνομα μας» τείνει να μετασχηματίζεται σε παράδοξο υπακοής, αρνούμαι, άρα υπογράφω.
*
Το κύκλωμα «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
Η φράση στήνει διπολικό σκηνικό, «εμείς» αφ’ ενός, «το όνομα» (δηλαδή ο Πατήρ/Νόμος) αφ’ ετέρου.
Η υποκειμενικότητα συγκροτείται εν σχέσει προς μια πατρική εστία νομιμοποίησης.
Το «εμείς» αυτοσχεδιάζεται ως κοινότητα της άρνησης, αλλά η άρνηση ορίζει τη συγγένεια, ο Πατέρας παραμένει το κέντρο βάρους.
Λακανικά, το σημαίνον του Πατρός δεν εξαφανίζεται διά της άρνησης, μετατοπίζεται και επανεγγράφεται ως πλαίσιο μέσα στο οποίο η άρνηση αποκτά νόημα.
Γι’ αυτό η χειρονομία συχνά εγκλωβίζεται σε acting-out, μια θορυβώδης δήλωση που ανακυκλώνει το ίδιο δεσμό «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
*
Η βεστφαλιανή υπογραφή του Πολιτικού.
Η φράση λειτουργεί εντός της βεστφαλιανής μορφής, Έθνος, Κράτος, Λαός, με τον Νόμο ως πατρικό Όνομα που εγγυάται εκπροσώπηση «στο όνομα» των υπηκόων.
Το «Όχι στο όνομα μας» εκκινεί μέσα σε αυτό το διάγραμμα, αρνούμαι την εκπροσώπηση που ο Πατέρας αξιώνει πως φέρει για λογαριασμό μου.
Όμως η εν λόγω άρνηση παραμένει εσωτερική στη βεστφαλιανή σκηνή, επειδή αξιοποιεί τα ίδια σημαίνοντα νομιμοποίησης (λαός, κυριαρχία, εντολή, ευθύνη).
Εδώ εδράζεται ο υπαινιγμός μας, η αντίθεση στον Πατέρα-Κυριαρχία αναπαράγει ως υπερκαθορισμό την πίστη ότι ο οικείος Πατέρας είναι ο σπουδαιότερος εχθρός, αξιωματικά προνομιακός στόχος τόσο της υλικής όσο και της συμβολικής πατροκτονίας.
*
Ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» ως αντιστραμμένος υπερκαθορισμός.
Το σύνθημα επιτελεί μια ιεράρχηση, πρώτα αρνούμαστε τον δικό μας Πατέρα (Κράτος, Έθνος, Δυτική Κυριαρχία), έπειτα ή ποτέ τους άλλους Πατέρες (θεοκρατία, ιμπεριαλισμοί «άλλων»).
Αυτός ο κανόνας παράγει αντιστροφή καθολικότητας, η καθολική αρχή δικαιοσύνης μετατρέπεται σε τοπικό ναρκισσισμό της ενοχής.
Το αποτέλεσμα είναι διπλό:
Σημειολογικά, ο Πατέρας του «οίκου μας» γίνεται ο μοναδικός φορέας του Κακού, ενώ οι εκδοχές Πατρός «εκτός» υποτιμώνται ή ρομαντικοποιούνται,
Πρακτικά, η πολιτική στρέφεται σε πατροκτονική εκδραμάτιση, η άρνηση καταλήγει να επιβεβαιώνει το πλαίσιο που μισεί, εφόσον αναγνωρίζει στον οικείο Πατέρα το μονοπώλιο της αξιοσημίας.
*
Το λακανικό υπόστρωμα, Nom-du-Père, désaveu, jouissance.
Το «Όχι στο όνομα μας» ενεργοποιεί τρεις κρίσιμες λακανικές μεταβλητές ψυχικής και εντέλει ιδεολογικής αυτοεμπλοκής.
Τις εξής:
Το Όνομα-του-Πατρός ως κόμβο νομιμοποίησης, όπου η άρνησή του, όταν εκφέρεται «στη γλώσσα του», το επαληθεύει ως αναφορά.
Το désaveu ως αποκήρυξη που γνωρίζει πως αποκηρύσσει χωρίς να οδηγείται σε μια καθολική πράξη άρνησης αυτού που αρνούμαι.
Ξέρω ότι μιλώ εντός του νόμου, διότι αν και τον αρνούμαι μερικά δεν σκοπεύω να τον υπερβώ (δια ενός άλλου), άρα η γνώση, αντί να απελευθερώνει, υποτάσσει.
Την jouissance της ενοχής, όπου απολαμβάνω την ειλικρίνειά μου ως αρνητή, απολαμβάνω τη ρωγμή μου με τον Πατέρα, κι αυτή η απόλαυση υπονομεύει τη μετάβαση από το θέαμα σε πράξη.
*
Γιατί το σύνθημα αναπαράγει τον κύκλο.
Επειδή δηλώνει χωρίς να μεταθέτει τη θέση του υποκειμένου στο Συμβολικό.
Η άρνηση, για να σπάσει τον κύκλο «εμείς-και-ο-Πατέρας μας», οφείλει να μετατραπεί από ηθικό ρήμα σε συντακτική πράξη, να αλλάξει το ποιος μιλά για ποιον και με τι θεσμική/υλική μορφή.
Χωρίς αυτή την μετα-συντακτική χειρονομία, το «Όχι» παραμένει ενδο-πατρικό, μια παραλλαγή της υπακοής, το παιδί που φωνάζει στον Πατέρα για να επιβεβαιώσει ότι ο Πατέρας είναι ακόμη εκεί.
*
Η έξοδος από τον βεστφαλιανό φαύλο κύκλο.
Δεν αρκεί να πούμε «όχι στο όνομα μας».
Χρειάζεται να απο-ονοματοδοτήσουμε το ίδιο το καθεστώς της ονοματοδοσίας, να μετατοπίσουμε την πράξη από την αντιπροσώπευση στην παρουσία.
Τρεις ενδείξεις εξόδου:
Διασύνδεση καθολικότητας, αν το «Όχι» είναι προς τον Πατέρα εν γένει, είναι προς κάθε Πατέρα, κοσμικά και συγκροτημένα (όχι επιλεκτικά).
Αλλαγή εστίας, από την φράση-υπογραφή σε πρακτικές θεσμοποίησης (δικαιώματα, εγγυήσεις, αντι-ιεραρχίες) που δεν δανείζονται τη νομιμοποίησή τους από το Όνομα ή την μάλλον (ψυχαναλυτικά) ύποπτη απάρνηση του.
Συντακτική αναδιάταξη, από το «μιλάμε εξ ονόματός μας» στο «μιλάμε από θέση», θέση που αναλαμβάνει κινδύνους, κόστη, λογοδοσία.
*
Η πολιτική συνέπεια.
Όταν το «Όχι στο όνομα μας» μεταφράζεται ως «Όχι στο Όνομα του Πατρός μας», τότε φωτίζεται η παγίδα, η άρνηση που κρατά τον Πατέρα στο κέντρο ως μεγαλύτερο Κακό, άρα ως μεγαλύτερη απόλαυση της πατροκτονικής μας αυτοεικόνας.
Ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» γίνεται το fetish-Άλλο που μας τρέφει πολιτικά.
Το αποτέλεσμα, συστηματική τύφλωση προς άλλες μορφές Πατέρα (θεοκρατικές, φυλετικές, ταυτοτικές), ακριβώς γιατί συντηρούν την αγνότητα της δικής μας πατροκτονίας.
*
Από το σύνθημα στη διάρρηξη.
Το σύνθημα μπορεί να γίνει πράξη μόνο αν σπάσει τον καθρέφτη του.
Να πάψει να ανακυκλώνει τον κύκλο «εμείς-και-ο-Πατέρας μας».
Να επανατοποθετήσει το Όνομα έξω από το μονοπώλιο του Πατέρα, το δίκαιο να μη θεμελιώνεται σε πατρική υπογραφή, αλλά σε κοσμικές καθολικότητες που ισχύουν παντού ή δεν ισχύουν πουθενά.
Να στραφεί από την πατροκτονία (υλική/συμβολική) στην αποπατριαρχοποίηση των μορφών, θεσμικές, γλωσσικές, οργανωτικές μετατοπίσεις που διαλύουν την ανάγκη του Πατρός αντί να την ανακυκλώνουν.
Τότε το «Όχι στο όνομα μας» παύει να είναι κρυφή ομολογία εξάρτησης από το Όνομα-του-Πατρός και γίνεται κοσμική πράξη λόγου, όχι άρνηση εντός της πατρικής σκηνής, αλλά έξοδος από αυτήν, όχι πατροκτονία, αλλά παύση της ανάγκης για Πατέρα.
*
Συμπλήρωμα.
Ο «βεστφαλιανός» υπερκαθορισμός της νεωτερικότητας.
Η νεωτερικότητα δεν είναι απλώς εποχή ιδεών, είναι καθεστώς θεσμικής, συμβολικής και άμεσα υλικής αντικειμενικότητας.
Η Βεστφαλιανή συνθήκη (ως ιστορική υλικοσυμβολική συμπύκνωση και ως διαρκές πλέγμα πρακτικών) εγκαθιστά τον κανόνα της εσωτερικής ομοιογένειας, έδαφος, λαός, κυριαρχία «κλειδώνονται» σε ένα τριπλό δεσμό που ορίζει το τι λογίζεται ως πολιτικό, τι ως ιδιωτικό, τι ως ξένο.
Έκτοτε, η επιθυμία της κυριαρχίας, η επιθυμία να εμφανίζεται το μέσα ως ενιαίο, δεν είναι απλώς ιδεολογία, αλλά μορφή του πραγματικού, γράφεται σε χάρτες, κτηματολόγια, στρατολογία, σχολεία, μητρώα, σύνορα, διαβατήρια.
Το Όνομα δεν αιωρείται, επιβάλλεται μέσω αντικειμενικών μηχανισμών.
*
Το αποτέλεσμα είναι ένας υπερκαθορισμός (Althusser, Λακάν) που διαπερνά ψυχή, πολιτισμό, πολιτική.
Η ψυχική οικονομία μαθαίνει να επιθυμεί ομοιογένεια (ταυτότητα χωρίς ρωγμή), ο πολιτισμός να την εξιδανικεύει (κανόνας, κανόνας αισθητικού), και η πολιτική να την περιφρουρεί (ασφάλεια, δικαιοδοσία, κανόνας εξαίρεσης).
Έτσι, ο βεστφαλιανός νόμος δεν «καλύπτει» απλώς την κοινωνία, την συντάσσει.
Το υποκείμενο δομείται να αναζητά Πατέρα, όχι μόνον ως συμβολικό σημείο, αλλά ως θεσμικό υπόστρωμα, κράτος-πατέρας, λαός-τέκνο, νόμος-ονομασία.
*
Από εδώ παράγεται και ο κανόνας του «οικείου εσωτερικού εχθρού», για να συντηρηθεί η ομοιογένεια, ο κίνδυνος σημασιοδοτείται εντός (αιρετικός, μειονότητα, ανυπάκουος, «πράκτορας»), ώστε η κυριαρχία να νομιμοποιεί την επιτήρηση, καταστολή ως εγγύηση ενότητας.
Η αντιστροφή που περιγράψαμε, η λατρεία της πατροκτονίας του δικού μας Πατέρα ως υπέρτατης πράξης, δεν σπάζει τον κανόνα, τον εκτελεί από την ανάποδη.
Αναγορεύει τον οικείο κυρίαρχο σε μοναδικό μέτρο του Κακού, υπεραναβαθμίζοντας τον εσωτερικό εχθρό σε κοσμοθεωρητικό απόλυτο.
Έτσι, η βεστφαλιανή θεσμο-δομή επιβιώνει στο ίδιο το σχήμα της αντίστασης, ο Πατέρας, και μάλιστα ο Οικείος Πατέρας, παραμένει το κέντρο βάρους είτε ως σημείο πίστης είτε ως σημείο μίσους.
*
Η αντικειμενική θεσμοποίηση, το «κράτος των πραγμάτων» ως πλέγμα αρχείων, όρων δικαιοδοσίας, κανόνων εκπροσώπησης, παράγει μια αυτοματοποίηση του λόγου (discours du maître) που διαπερνά και τον «αντι-λόγο».
Η ακαδημαϊκή θεωρία, ο ακτιβισμός, η τέχνη, ακόμη και οι μορφές της «ριζοσπαστικής» ζωής, οργανώνονται σε βεντάλια αναγνώρισης, καθεμία ζητά πιστοποίηση ομοιογένειας, ταυτότητας, τρόπου, ύφους, για να είναι ορατή.
Αυτό που συναντά κανείς ως «ελευθερία έκφρασης» είναι συχνά η αντεστραμμένη συμμόρφωση στην ομοιογενή γλώσσα που το καθεστώς μπορεί να διαβάσει.
Η βεστφαλιανή νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν απαγορεύει μόνο, μορφοποιεί και τι θα μετρήσει ως αντίθετος πολιτικός κανόνας περιορίζοντας τον στην αντιστροφική εναντίωση, ώστε με αυτόν τον τρόπο η «αριστερά» ή ο αντικαπιταλιστικός Λόγος εν γένει να παράγονται ως τα αντίστροφα ομοιώματά της.
*
Γι’ αυτό, όταν το σύνθημα «Όχι στο όνομα μας» μένει στο επίπεδο της ηθικής υπογραφής, ανακυκλώνει αθέλητα τον υπερκαθορισμό, μετατρέπει την άρνηση σε τεκμήριο ένταξης στο ίδιο θεσμικό αλφάβητο (λαός, όνομα, αντιπροσώπευση).
Το αντισυμβολικό του χειρονομίας παραδίδεται στην αντικειμενικότητα των μηχανισμών που φιλοξενούν μόνο ό,τι τυποποιείται.
Η εσωτερική ομοιογένεια παραμένει αλώβητη, απλώς μετατοπίζεται από τον λόγο της κυριαρχίας στον λόγο της ενοχής, και τα δύο, μορφές της ίδιας βεστφαλιανής γραμματικής.
*
Κατά συνέπεια, η ρήξη με τη βεστφαλιανή συνθήκη δεν ισοδυναμεί με ρομαντική «αποκήρυξη» του κράτους, αλλά με αποπατριαρχοποίηση των μορφών που το καθιστούν αντικειμενικά αναπαραγώγιμο, σημαίνει συντακτική μετατόπιση από την αντιπροσώπευση στην παρουσία (θεσμίσεις που δεν απαιτούν πατρική ονοματοδοσία για να δεσμεύουν), καθολικότητα χωρίς ομοιογένεια (δικαιώματα και εγγυήσεις με ισχύ ως προς κάθε Πατέρα, όχι μόνο τον «δικό μας»), κατάργηση και της (αριστερής/αναρχικής) αντιστροφικής ιεράρχησης του εχθρού - ώστε ο «οικείος εσωτερικός εχθρός» να παύσει να είναι το υπερ-σημαίνον που μονοπωλεί την πράξη.
Σε μια πραγματικά Νέα Αριστερά η πράξη θα αρθρώνεται διατοπικά, πραγματικά οικουμενικά, εκεί όπου ο Πατέρας-Κυρίαρχος, ο οποιοσδήποτε Πατέρας-Κυρίαρχος, εξοντώνει σώματα και λόγους.
Μόνον έτσι ο υπερκαθορισμός αίρεται, όταν η ψυχική ανάγκη ομοιογένειας εκτίθεται στη ρωγμή (επιθυμία χωρίς Πατέρα), όταν ο πολιτισμός παύει να αισθητικοποιεί τη συμμόρφωση (ύφος χωρίς ομοιομορφία), και όταν η πολιτική παύει να είναι διαχείριση του «μέσα» μέσω της δαιμονοποίησης του «εντός».
Η έξοδος από τη βεστφαλιανή μορφή δεν είναι πατροκτονία, είναι η παύση της ανάγκης για πατέρα σε επίπεδο θεσμών.
Εκεί, το «Όχι στο όνομα μας» παύει να αναπαράγει την ομοιογένεια αντιστρέφοντάς την και γίνεται πράξη που ακυρώνει τον κανόνα της, αφήνοντας χώρο στο πολιτικό ως συμβάν, όχι ως υπογραφή.
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Η 7η Οκτωβρίου: Νομική, πολιτική και ιδεολογική αποδόμηση μιας ψευδούς αφήγησης. Αυτός είναι ο υπαρκτός αντισημιτισμός φιλοφασισμός φιλο-θεοκρατισμός κομματιού τού κινήματος ΣΑΣ.

Απόσπασμα τής άθλιας ανακοίνωσης των λούμπεν «αντισιωνιστών» :
«Η 7η Οκτωβρίου δεν αποτελεί καμία τρομοκρατική ενέργεια αλλά την οριακά απεγνωσμένη απάντηση ενός καταπιεσμένου λαού που έπειτα από δεκαετίες καταπίεσης και συνεχών σφαγών σε ένα καθεστώς πολιορκίας απάντησε με αντεπίθεση, στην προσπάθεια του να λυτρωθεί έστω και για μικρό χρονικό διάστημα από την συνεχή πίεση τής σιωνιστικής δολοφονικής μηχανής.
Τα οποιαδήποτε επιχειρήματα περί αθώων θυμάτων σε rave party παραμένουν κάλπικα, παρέα με την προπαγάνδα από πλευράς των σιωναζί για δολοφονίες βρεφών αφού σε ένα 'πάρτι' στα σύνορα με την Γάζα οργανωμένο από τους ένοπλους εφέδρους και στρατιώτες τού IDF μπορεί να κατανοηθεί μόνο σαν άλλη μια φασιστική φανφάρα με σκοπό τον χλευασμό των παλαιστινίων και τής αντίστασης τους..»
ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΝΤΙΣΙΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΈΛΕΥΣΗ
*
Η 7η Οκτωβρίου: Νομική, πολιτική και ιδεολογική αποδόμηση μιας ψευδούς αφήγησης.
Αυτός είναι ο υπαρκτός αντισημιτισμός φιλοφασισμός φιλο-θεοκρατισμός κομματιού τού κινήματος ΣΑΣ.
Ραντεβού στην Κόλαση..
Ζήτω το ΡΚΚ !
«Η 7η Οκτωβρίου δεν αποτελεί καμία τρομοκρατική ενέργεια αλλά την οριακά απεγνωσμένη απάντηση ενός καταπιεσμένου λαού… Τα επιχειρήματα περί αθώων θυμάτων σε rave party είναι κάλπικα…» - Ανοικτή Αντισιωνιστική Συνέλευση
Πρόλογος.
Σκοπός του κειμένου είναι η τεκμηριωμένη και αδιάλλακτη αποδόμηση μιας ρητορικής που παρουσιάζει τη σφαγή αμάχων ως «νόμιμη αντεπίθεση».
Η θέση μας είναι διττή: καταδικάζουμε την κατοχή, τον αποκλεισμό και τις αποικιοκρατικές πολιτικές κατά των Παλαιστινίων, και ταυτόχρονα απορρίπτουμε τη θεολογική και φονταμενταλιστική εξύμνηση της σφαγής αμάχων ως μέθοδο «αντίστασης».
Η ανάλυση οργανώνεται σε τρία μέρη: (Α) νομικο‑πολιτική τεκμηρίωση, (Β) ιδεολογική αποδόμηση, (Γ) συμπέρασμα‑θέση. Στο τέλος παρατίθεται συνοπτική βιβλιογραφία.
Α. Νομικο‑πολιτική τεκμηρίωση: γιατί η 7η Οκτωβρίου δεν είναι «νόμιμη αντίσταση».
Α1. Ο ορισμός: στοχοποίηση αμάχων = έγκλημα.
Η σκόπιμη στοχοποίηση αμάχων, οι μαζικές εκτελέσεις, οι απαγωγές και η σεξουαλική βία συνιστούν εγκλήματα πολέμου και, υπό συνθήκες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Η 7η Οκτωβρίου πληροί αυτά τα κριτήρια: συντονισμένες επιθέσεις σε μη στρατιωτικούς χώρους, εκατοντάδες νεκροί και δεκάδες όμηροι.
Α2. Τεκμήρια για τον άμαχο χαρακτήρα των στόχων.
Ανεξάρτητες έρευνες καταγράφουν εισβολές σε οικισμούς, δημόσιους χώρους και το μουσικό φεστιβάλ Nova, όπου οι παρευρισκόμενοι ήταν άμαχοι (ανάμεσά τους γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά).
Α3. Απαγωγές, σεξουαλική βία, βασανιστήρια.
Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις ομηρίας, σεξουαλικής βίας και άλλων αποτρόπαιων πράξεων κατά τη διάρκεια της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου.
Η χρήση ομήρων αποτελεί βαρύ έγκλημα κατά το διεθνές δίκαιο.
Α4. Προσχεδιασμός και συντονισμός.
Η πολλαπλότητα σημείων εισβολής, τα μέσα μετακίνησης, ο όγκος πυρών και ο ρυθμός επιχειρήσεων δείχνουν προσχεδιασμένη και άριστα συντονισμένη επιχείρηση, όχι «απελπισμένο ξέσπασμα».
Α5. Συνοπτικό συμπέρασμα δικαίου.
Η ιστορική συγκρουσιακότητα δεν νομιμοποιεί εγκλήματα πολέμου.
Η 7η Οκτωβρίου εμπίπτει στον πυρήνα των απαγορεύσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και απαιτεί λογοδοσία.
*
Β. Ιδεολογική αποδόμηση: γιατί η υπεράσπιση της σφαγής είναι πολιτικά και ηθικά διεφθαρμένη.
Β1. Από τον «αντισιωνισμό» στον αντισημιτισμό.
Η ταύτιση «σιωνισμού = ναζισμού» και η δαιμονοποίηση του αντιπάλου ως απόλυτου Κακού αντικαθιστούν την πολιτική κριτική με θεολογική δαιμονολογία.
Πρόκειται για μεταμφιεσμένο αντισημιτισμό που ακυρώνει τον ορθολογικό έλεγχο των πράξεων.
Β2. Ψευδο‑αντιιμπεριαλισμός χωρίς υποκείμενο.
Η επίκληση «απελπισμένης απάντησης» παρακάμπτει την ταξική/κοινωνική ανάλυση.
Αντικαθιστά το χειραφετητικό υποκείμενο με ένα ιεροποιημένο «λαϊκό σώμα» που «δικαιούται να σκοτώνει» - λογική ξένη προς κάθε διεθνιστική, κοσμική αριστερά.
Β3. Λατρεία της θυσίας: αισθητική της νεκρολαγνείας.
Η εξύμνηση της βίας ως κάθαρσης και η ιεροποίηση της θυσίας μετατρέπουν το πένθος σε εργαλείο προπαγάνδας.
Δεν είναι απελευθέρωση αλλά παγίδα καταστροφής για τους ίδιους τους καταπιεσμένους.
Β4. Προδοσία του διεθνισμού.
Η στήριξη θεοκρατικού φονταμενταλισμού στο όνομα του «αντι‑Δυτικού» είναι άρνηση του διεθνισμού.
Η απελευθέρωση των λαών δεν περνά από τη σφαγή αμάχων αλλά από κοσμικό, χειραφετητικό αγώνα.
Β5. Η πολιτική που γίνεται θεολογία.
Η πίστη σε «ιστορική εκπλήρωση μέσω αίματος» ακυρώνει τη διαλεκτική πολιτική δράση και καθηλώνει τα κινήματα σε μυστικιστική βία χωρίς πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού.
*
Γ. Θέση.
Είμαστε ενάντια στην κατοχή, στους εποικισμούς και στον αποκλεισμό των Παλαιστινίων.
Εξίσου είμαστε ενάντια στη θεοκρατική φρίκη και στη λατρεία της σφαγής.
Η 7η Οκτωβρίου ήταν μαζική επίθεση κατά αμάχων και συνιστά εγκλήματα πολέμου/κατά της ανθρωπότητας.
Η αλληλεγγύη στους καταπιεσμένους δεν περιλαμβάνει άλλοθι για εγκλήματα.
 
Ιωάννης Τζανάκος
*
Παραπομπές.
UN Human Rights Council, Report of the Independent International Commission of Inquiry on the Occupied Palestinian Territory, including East Jerusalem, and Israel (A/HRC/56/26, 27 May 2024).
Διαπιστώσεις για στοχοποίηση αμάχων, ομηρίες και σεξουαλική βία.
Human Rights Watch, October 7: Crimes Against Humanity and War Crimes by Hamas‑Led Groups (17 July 2024).
International Criminal Court, Δήλωση Εισαγγελέα Karim A. A. Khan για εντάλματα σύλληψης (20 May 2024).
Le Monde, How a rave party near Gaza turned into a horror (10 Oct 2023) - ρεπορτάζ για το Nova festival.
Associated Press (Fact Check), What we know about claims regarding babies on Oct. 7 (Nov 2023) - έλεγχος υπερβολών/γεγονότων.
Amnesty International, Unlawful detentions/hostage‑taking by Hamas and other armed groups (2024) - παραβιάσεις και ομηρίες.
The Washington Post, Hamas’s tunnel network and use of civilian infrastructure (18 Dec 2023) - στρατιωτική χρήση νοσοκομείων/σχολείων.
 

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Μια ριζική μετατόπιση: Η Parole ως το μη οντολογικό πρωταρχικό.

 
Μια ριζική μετατόπιση:
Η Parole ως το μη οντολογικό πρωταρχικό.
**
Αυτό που προτείνω είναι πιο ριζοσπαστικό από μια απλή «διαλεκτική σύνθεση».
Δεν θέλω να συμβιβάσω langue και parole σε μια κοινή γένεση, αλλά να επαναονομάσω το σύνολο του φαινομένου ως Parole, μέσα στην οποία αναδύονται βαθμοί σταθεροποίησης, πήξης, επανάληψης.
Η κίνηση αυτή μπορεί να οδηγήσει:
Στον Χάιντεγκερ όταν επαναορίζει το Sein ως χρόνο, όχι ως ουσία.
Στον Ντελέζ όταν καθιστά την διαφορά πρωταρχική και την ταυτότητα παράγωγη.
Στον Ντερριντά όταν η écriture (σε διευρυμένη έννοια) προηγείται κάθε λόγου/γραφής διάκρισης.
*
Προς μια νέα ονοματολογία.
Αν η «κοινή ουσία» είναι η Parole τότε χρειαζόμαστε όρους για τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις της:
1.
Parole ως ροή (parole-ρεύμα).
Η ζώσα, ρέουσα, μη-επαναλήψιμη διάρκεια της εκφώνησης.
Το μπερξονικό durée στη γλώσσα.
Η ενικότητα, το ιδιάζον, το συμβάν του λόγου.
-
2.
Parole ως ίζημα.
(parole-στρώμα / parole-κανονικότητα).
Οι επαναλαμβανόμενες μορφές, τα μοτίβα που έχουν καθιζήσει από τη ροή.
Αυτό που παλιά αποκαλούσαμε langue, αλλά τώρα κατανοημένο ως βαθμός πήξης της ίδιας της parole, όχι ως ξεχωριστό επίπεδο.
-
3. Parole ως γραφή (parole-εγγραφή / parole-τεχνολογία).
Η σημειογραφική σταθεροποίηση, το «πάγωμα» της ροής σε επαναληπτά, μεταβιβάσιμα σχήματα.
Όχι «προδοσία» της φωνής, αλλά τεχνολογική έκταση της parole με τους δικούς της κανόνες.
-
4. Parole ως λογική μορφή (parole-τυποποίηση / parole-αλγόριθμος).
Οι υψηλά σταθεροποιημένες, επαναληπτικές, νοητικο-γλωσσικές επιτελέσεις (μαθηματικά, λογική, επιστημονική συλλογιστική).
Όχι «έξω» από τη parole, αλλά parole σε κατάσταση μέγιστης αυστηρότητας και ελάχιστης διακύμανσης.
Η δύναμη αυτής της κίνησης:
Α.
Καταργεί τον δυισμό.
Δεν έχουμε πια δύο οντότητες (δομή vs χρήση), έχουμε ένα συνεχές με κλίσεις: από το ρευστό προς το παγωμένο, από το συμβάν προς τον κανόνα, από τη φωνή προς τον αλγόριθμο.
Β.
Εξηγεί τη σταθερότητα χωρίς υπερβατικό στοιχείο.
Οι δομές δεν «κατεβαίνουν» από ουρανό κάποιας μεταγλώσσας.
Αναδύονται, σταθεροποιούνται, διατηρούνται μέσω επανάληψης, θεσμών, τεχνολογιών (γραφή, εκπαίδευση, κώδικες).
Γ.
Δικαιώνει την αυστηρότητα χωρίς πλατωνισμό.
Τα μαθηματικά δεν είναι «ανακάλυψη» αιώνιων αληθειών, αλλά υψηλά σταθεροποιημένα παιχνίδια λόγου με εξαιρετικά αυστηρούς κανόνες επανάληψης.
Η αυστηρότητα είναι επίτευγμα, όχι αποκάλυψη.
**
Αντιρρήσεις που παραμένουν.
1.
Το πρόβλημα της πρώτης επανάληψης.
Για να επαναληφθεί κάτι, πρέπει να αναγνωριστεί ως το ίδιο.
Αλλά πώς; Χρειάζεται κάποια προϋπάρχουσα (έστω ελάχιστη) δομή αναγνώρισης.
Η Parole δεν μπορεί να είναι απόλυτα πρωταρχική -κουβαλά μαζί της την ικανότητα για μοτίβο.
2.
Η βιολογική γλωσσική ικανότητα.
Η γλωσσική δυνατότητα του ανθρώπου (π.χ. η αναδρομικότητα της σύνταξης) φαίνεται να έχει βιολογικά θεμέλια.
Υπάρχει μια langue της φύσης (η γλωσσική δυνατότητα ως οργανική δομή) που προηγείται κάθε ιστορικής parole; Ερώτημα.
3.
Η μετα-αναστοχαστικότητα (περί) τής γλώσσας.
Όταν μιλάμε για τη γλώσσα (μετα-γλωσσολογία), χρειαζόμαστε έναν τρόπο να ξεχωρίσουμε αντικείμενο-γλώσσα από μετα-γλώσσα.
Αν όλα είναι Parole, πώς το διακρίνουμε αυτό;
Μια πιθανή απάντηση:
Η Parole ως πολλαπλά στρώματα.
Δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουμε κάθε διάκριση. 
Μπορούμε να πούμε:
Όλα είναι Parole, αλλά η Parole στρωματοποιείται.
Υπάρχει η parole-συμβάν (η μοναδική εκφώνηση).
Υπάρχει η parole-συνήθεια (το επαναλαμβανόμενο μοτίβο).
Υπάρχει η parole-θεσμός (οι κανόνες που επιβάλλονται).
Υπάρχει η parole-τεχνολογία (η γραφή, ο κώδικας).
Υπάρχει η parole-λογική (ο τυποποιημένος συλλογισμός).
Αυτό που η παράδοση αποκαλούσε langue δεν εξαφανίζεται - επανατοποθετείται ως "βαθμοί πήξης και θεσμοποίησης της parole".
*
Η πρότασή μου για μια ονοματολογία με την Parole ως κοινή ουσία είναι φιλοσοφικά νόμιμη, θαρρώ.
Απαιτεί όμως:
Λεπτομερή χαρτογράφηση των εσωτερικών βαθμίδων/στρωμάτων της Parole.
Εξήγηση της αναγνώρισης (πώς ξέρουμε ότι επαναλαμβάνουμε το ίδιο).
Θεωρία της καινοτομίας (πώς προκύπτει το νέο μέσα από επανάληψη).
Δικαιολόγηση της νόρμας της λογικής (γιατί μια απόδειξη είναι ορθή, όχι απλώς αποδεκτή).
Αν αυτά απαντηθούν, έχουμε μια γνήσια parole-centered οντολογία της γλώσσας - ένα είδος γλωσσικού υλισμού που δεν αρνείται τη δομή, αλλά τη θεωρεί αναδυόμενη ιδιότητα της ζώσας επιτέλεσης.

 
** 
Σκέψεις για την ανθρώπινη γλώσσα υπό το πρίσμα τού νέου φιλοσοφικού Υλισμού.
*
Πρόλογος.
Σε παλαιότερη δημοσίευσή μας ισχυριστήκαμε ότι η διάκριση discours και parole δεν προϋπάρχει ως θεμέλιο, ούτε η γλώσσα «κάθεται» εκ των υστέρων πάνω σε αυτόνομη σημαίνουσα άρθρωση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι απλώς parole ως θόρυβος, σημαίνει ότι ό,τι ονομάζουμε δομή ή discours αναδύεται από τη ζώσα επιτέλεση του λόγου και σταθεροποιείται μέσα από επαναλήψεις, θεσμούς, σημειογραφίες.
Δεν προτείνουμε απάρνηση της γραφής ή της επιστήμης. Προτείνουμε άρση της ιεροποίησης του γραπτού λόγου και των μεταγλωσσικών «θεραπειών» που σκίασαν το πρωτείο της φωνής και της εκφώνησης.
Ο επιστημονικός λόγος και ο μαθηματικός λογισμός δεν αιωρούνται σε καθαρό ουρανό μεταγλώσσας.
Είναι πρωτίστως μορφές επαναληπτικής νοητικής και νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης που εγγράφονται και σταθεροποιούνται ως κείμενα.
*
Τι απομένει από τη γλωσσολογική στροφή.
Ο πρώιμος μεταγλωσσικός ενθουσιασμός (Ράσσελ, Κάρναπ) θέλησε να «θεραπεύσει» την πολυσημία με καθαρή λογική μεταγλώσσα.
Ο ύστερος Βιτγκενστάιν θυμίζει ότι η γλώσσα είναι χρήση, πλέγμα παιχνιδιών λόγου και μορφών ζωής (Wittgenstein, Philosophical Investigations, 1953).
Από άλλη πλευρά, ο Χάιντεγκερ απορρόφησε δημιουργικά τη στροφή και επανόπλισε την οντολογία μέσω της γλώσσας (Heidegger, Unterwegs zur Sprache, 1959).
Ο δομισμός ανέδειξε κανονικότητες, αλλά στο σημείο της επιτέλεσης, εκεί όπου παράγεται η κανονικότητα, συναντά τα όριά του (Benveniste, Προβλήματα Γενικής Γλωσσολογίας, 1966, Austin, How to Do Things with Words, 1962).
*
Θέση.
Δεν υπάρχει προϋπάρχουσα «δομή» που θεμελιώνει την parole. Υπάρχει parole που καθιζάνει σε discours, και γραφή που σταθεροποιεί την επιτέλεση, δεν τη θεμελιώνει.
*
Λόγος ως φωνή και ως επανάληψη.
Ο λόγος είναι ζώσα επιτέλεση, άκουσμα, ρυθμός, προσφώνηση, απεύθυνση. 
Οργανώνεται σε υποσυστήματα και υψηλές συνθετότητες, αλλά παραμένει φωνή που επαναλαμβάνει.
Η γραφή ή σημειογραφία είναι πρόθεμα, ενισχύει μνήμη, μεταβίβαση, έλεγχο και αναπαραγωγιμότητα, χωρίς να αντικαθιστά την πρωταρχική σκηνή της εκφώνησης.
*
Το σημείο, ξενότητα και θεμελίωση.
Το σημείο, φώνημα ή γράφημα, με την ισχνή του υλικότητα, είναι ένα Ξένον.
Αναστέλλει την αμεσότητα.
Κι όμως, αυτή η ξενότητα θεμελιώνει την κοσμικότητα, μας επιτρέπει να βλέπουμε τον κόσμο ως όλον.
Τα κύρια ονόματα το δείχνουν.
Δεν περιγράφουν ιδιότητες, ατομικοποιούν εκτός περιγραφής, θεσμίζουν ταυτότητες και σχέσεις, ενώ συγχρόνως ξενίζουν. 
Από αυτό το διττό, αλλοτρίωση και θεμελίωση, τρέφονται οι οντοθεολογικές υποστάσεις.
*
Parole-first επιστήμη, λογική και μαθηματικά.
Εδώ διορθώνουμε ρητά την παρεξήγηση.
Δεν αντιπαραβάλλουμε επιτέλεση και λογική.
Λέμε ότι η ίδια η λογική μορφή και ο μαθηματικός τύπος είναι μορφές επαναληπτικής επιτέλεσης.
Νοητικής επιτέλεσης, δηλαδή εσωτερικές πράξεις διάκρισης, σύλληψης, αναγνώρισης μοτίβων, επαναφοράς κανόνων. Ρυθμικά, επαναληπτικά σχήματα σκέψης που εκπαιδεύονται με την άσκηση.
Νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης, δηλαδή εκφώνηση ορισμών και λημμάτων, χρήση δεικτών όπως «έστω», «άρα», «διότι», μεταβάσεις από υπόθεση σε συμπέρασμα, επαναλαμβανόμενες κινήσεις επιχειρηματολογίας.
Το κείμενο, ο τύπος, η απόδειξη, το αξίωμα, είναι το ίχνος αυτών των επιτελέσεων.
Η αυστηρότητα δεν χάνεται, ορίζεται ως σταθερό αποτέλεσμα επαναληπτικής επιτέλεσης.
*
Δύο καθαρά παραδείγματα.
Α. Απόδειξη ως επαναληπτική επιτέλεση
Μια απόδειξη δεν είναι μόνο γραμμή συμβόλων.
Είναι επαναλαμβανόμενη ακολουθία νοητικών κινήσεων, όπως αφαίρεση, εξειδίκευση, αναγωγή σε άτοπο, και γλωσσικών πράξεων όπως «έστω», «τότε», «επομένως».
Η πειστικότητα δεν προκύπτει επειδή υπάρχει το κείμενο, αλλά επειδή το μοτίβο αυτών των κινήσεων και πράξεων έχει σταθεροποιηθεί στην κοινότητα ως ορθή επανάληψη.
Το γραπτό παγιώνει την ακολουθία.
Η λογική μορφή είναι η ίδια η επανάληψη.
-
Β. Ο μαθηματικός τύπος ως επιτέλεση
Ο τύπος ∀ε>0∃δ>0: … δεν είναι ουδέτερη εικόνα.
Είναι σύντομος δείκτης πράξης.
Προκαλεί έναν κύκλο επαναλαμβανόμενων ελέγχων και διακρίσεων.
Η σημειογραφία συμπυκνώνει κανόνες επανάληψης.
Όταν κατανοούμε τον τύπο, σημαίνει ότι κατέχουμε τη διαδικασία, το επαναληπτικό του παίξιμο.
*
Το νέο ντελεζιανό και μπερξονικό διακύβευμα τού (φιλοσοφικού) Υλισμού.
Κρατούμε το μπερξονικό durée: ποιοτική συνέχεια όπου το παρόν εμφορείται από παρελθόν και εκβάλλει σε μέλλον, όχι ως στοίχιση στιγμών αλλά ως εμμένεια ροής (Bergson).
Στον Ντελέζ οι συνθέσεις του χρόνου, συνήθεια και παρόν, μνήμη και καθαρό παρελθόν, γεγονός και μέλλον, δείχνουν ότι δεν υπάρχει μηχανή μεταγλώσσας έξω από τη ροή, υπάρχει διαφορά εντός της ροής (Deleuze).
Με αυτό το βλέμμα, η parole δεν είναι στιγμιαίο συμβάν απέναντι στη μόνιμη δομή, αλλά ο τόπος όπου η διάρκεια γίνεται μορφή.
Η επαναληπτικότητα της χρήσης σμιλεύει κανονικότητες, οι κανονικότητες τείνουν να αυτονομούνται, η γραφή επιτελεί την πήξη της ροής.
Κάθε ρήγμα είναι ένταση της διάρκειας, όχι εξωτερικό θαύμα.
*
Ενάντια στους εύκολους αντιμηδενισμούς.
Η ρητορική της παρακμής ζητά επιστροφή σε καθαρές μεταγλώσσες και σταθερές ουσίες.
Αυτό ισοδυναμεί με επανιεροποίηση του γραπτού και διακοπή της έρευνας. 
Προτιμότερο είναι να παρακολουθούμε πώς οι χρήσεις γεννούν κανονικότητες και πώς οι κανονικότητες παραμένουν ιζήματα επιτέλεσης.
*
Πέντε προτάσεις.
Η διάκριση discours και parole δεν προϋπάρχει, αναδύεται από τη χρήση.
Η γραφή σταθεροποιεί, δεν θεμελιώνει.
Το σημείο είναι διπλό, «αποξενώνει» και θεμελιώνει.
Η λογική και οι μαθηματικοί τύποι είναι μορφές επαναληπτικής νοητικής και νοητικο-γλωσσικής επιτέλεσης.
Η αυστηρότητα είναι αποτέλεσμα σταθερής επανάληψης.
*
Ενδεικτικές παραπομπές.
Wittgenstein, Philosophical Investigations (1953)
Russell, Introduction to Mathematical Philosophy (1919)
Carnap, Der logische Aufbau der Welt (1928)
Heidegger, Unterwegs zur Sprache (1959)
Benveniste, Προβλήματα Γενικής Γλωσσολογίας (1966)
Austin, How to Do Things with Words (1962)
Bergson, Essai sur les données immédiates de la conscience (1889), Matière et Mémoire (1896)
Deleuze, Le Bergsonisme (1966), Différence et Répétition (1968)
.
 
Ιωάννης Τζανάκος