Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

From Iran and Afghanistan to Greece, to overthrow theocracy and inhuman religions.




 
To Iranian and Kurdish comrades: there will be a revolution and it will take place in Iran. You will be alone, all alone, but you must understand this by now. The Western left is in complete political and ideological confusion about the Middle East, much to the point of even preferring the theocratic regime and Arab nationalism, issues that are now in the eternal grave of the past. Without expecting any substantial solidarity from your Western comrades, you must carry the revolution on your shoulders like the Atlas. You have a wonderful civilized people with a great culture, you have allied ethnicities, you have the productive background created by capitalist productive relations and the workers with their hands, your great intellectuals with their minds, and the whole world will be shaken by the revolution that will happen in your homeland.
 
I don't know if all religions are gloomy, I know the ones next to me: Christianity and Islam.
And I hate them deeply.
 
Δεν περιορίζουν οι άνθρωποι τις θετικές επιστήμες, οι θετικές επιστήμες (πρέπει να) περιορίζουν τις φαντασιώσεις των ανθρώπων.
 
I also have a dream, to tear down mosques and churches.
 
Λοιπόν εσείς τής αντιδυτικής άρνησης, η συζήτηση κάπου τελειώνει. Χάσατε ιδεολογικά κατά κράτος, έχετε καταντήσει Χομεϊνί, τελείωσε
 
Η Κυριαρχική καπιταλιστική «ανατολή» βαδίζει πάνω σε αντιδραστικά χνάρια, έχει πάρει τον κακό δρόμο κι αυτό λέει πολλά, αναδρομικά.
 
Η δύση συνεχίζει να προπορεύεται κι αυτό είναι ευθύνη και τής αντιδραστικής κυριαρχικής ανατολής.
Τα άλλα είναι για παρηγοριές.
 
Οι αντιδυτικές ανοησίες τής..δυτικής αριστεράς το μόνο που καταφέρνουν είναι να ενισχύουν τους εθνικιστές-θεοκράτες τής ανατολής
--
Τα πράγματα είναι απλά και θλιβερά:
Στο «Τώρα» ο ανατολικός ιμπεριαλισμός είναι χειρότερος από τον δυτικό ιμπεριαλισμό.
--
Ο μεγαλύτερος ιδεολογικός εχθρός των εργατικών τάξεων τής Ασίας είναι ο αντι-δυτικός Λόγος. Είναι όπλο των ανεξάρτητων εθνοκαπιταλιστών τής Ασίας, και σε τίποτα δεν πρόκειται να βοηθήσει τις εργατικές τάξεις τής Ασίας.
--
 
Ως σημαίνουσα δομή που υπερβαίνει το λέγειν υπάρχει μόνον ο διαρκώς επεκτεινόμενος Λόγος των θετικών επιστημών, και βέβαια σε καμία περίπτωση αυτός ο Λόγος δεν συμπίπτει με τις φαντασιώσεις των λαχανικών λακανικών ή τις παλιότερες φαντασιώσεις τού διαλεκτικού υλισμού.
---
 
Ο Φουκώ το 2022.
---
Ο Φουκώ έθεσε με «αντιεγελιανό» τρόπο το ζήτημα τής σωματικότητας σε όλες τις πτυχές της, με μιαν αμφιθυμία και μιαν άρνηση ως προς την ιστορικότητα τού φαινομένου, αν και η πρωτοτυπία τού έργου του είναι ο αναγκαστικός «εγελιανισμός» αυτού τού εγχειρήματος.
Έχω αναφερθεί παλαιότερα στην σημαντικότητα τού έργου τού Φουκώ, την οποία δεν πρόκειται να αμφισβητήσω, ειδικά σε μερικά σημεία του που έχουν προσφέρει «ορισμούς-και-προσδιορισμούς» των πραγμάτων.
Ωστόσο, με τα τωρινά δεδομένα τής έρευνάς μας, με τα πρώτα πορίσματά της, όπως επίσης με βάση τα επίκαιρα δεδομένα τής συνολικής κατάντιας και έκπτωσης όλων των φουκωικών αλλά και άλλων ευρύτερων εξίσου καταστροφικών μηδενιστικών-και-σκοταδιστικών αντιλήψεων για την υγειονομική και βιοπολιτική συνθήκη τής ζωής των ανθρώπων, το καθήκον μας για πολεμική κριτική διευρύνθηκε:
Αυτό που παρουσιάζεται στην ιδεολογική και επιστημονική «αναπαράσταση» ως μια «σωματική μονάδα» ανθρώπινης ή υποκειμενικής «ικανότητας-και-δεξιότητας» για εργασία [ως μονάδα μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα και πολλαπλότητα ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων], είναι το αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής, άρα μη-επιλεγμένης ιστορικής διεργασίας αποδέσμευσης τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας από την «ανάγκη» «της» να δομεί την κυριαρχία «της» επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας-παραγωγής, και επί τού προϊόντος αυτής, δια μέσω τής αναγκαστικής αρχικής βίαιης δέσμευσης των φορέων τους ως φορέων, ως «εξωτερικών φυσικών σωμάτων».
Η προ-καπιταλιστική εκμεταλλευτική κυριαρχία δομούσε την κυριαρχία της στους υποκειμενικούς όρους τής εργασίας και το προϊόν που παρήγαγαν δια μέσω τής αρχικής βίαιης δέσμευσης της «εξωτερικής φυσικής» πτυχής τής παρουσίας τους.
Η προ-καπιταλιστική εκμεταλλευτική κυριάρχηση τού εργασιακού υποκειμένου τελούνταν δια μέσω τής βίας επί του «εξωτερικού φυσικού σώματος». Καμία κυριαρχία, ειδικά προ-καπιταλιστική, δεν μπορεί να ασκήσει βία επί ενός υποθετικού «συνολικού σώματος».
Το «σώμα» είναι μια αφαίρεση κι αυτό, ας ενοχλεί αυτό το γεγονός τον [όχι και τόσο νέο πλέον] νιτσεϊκής καταβολής «υλισμό» μερικών. Οπότε, όπως πρέπει πάντα να προσέχουμε όταν εξετάζουμε μη-ρητορικά, όσο είναι δυνατόν, την ουσία των εννοιών και των ορισμών μας, έτσι κι όταν χρησιμοποιούμε έννοιες και λέξεις που παρουσιάζονται ως αυτονόητες και απορρέουσες από μια «φυσική» κατάσταση των πραγμάτων, όπως είναι το σώμα, πρέπει να προτάσσουμε και στον εαυτό μας και στους άλλους την απαίτηση να τις αντιμετωπίσουν ως αφαιρέσεις, οι οποίες πρέπει με την σειρά τους: 1. να εξεταστούν κατά πόσο είναι κενές και κατά πόσο θα μπορούσαν να αποκτήσουν εμπειρικό περιεχόμενο, 2. να εξεταστούν ως δυνάμενες να έχουν, αν και αφηρημένες, πολλές εσωτερικές διαιρέσεις σε «εξίσου» αφαιρετικές ειδικές μορφές, 3. να εξεταστούν στο γεννητικό ιστορικό πλαίσιο τους, χωρίς να ταυτιστούν πλήρως με αυτό, αλλά και χωρίς να θεωρείται ότι «έπεσαν από τον πλατωνικό ουρανό» σαν να υπήρχαν πάντα. Προκειμένου να διαρρηχθεί μια ιδεολογική οντολογικοποίηση μερικών εννοιών που καταντούν ράκη μιας προηγούμενης βασανιστικής κριτικής γέννας, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει θαρρώ, έστω μόνον στην «αρχή», εικονιστικά σχήματα, βίαιες μεταφορές, βίαιες ως προς την υπερβολική εκλέπτυνση που έχει δημιουργήσει η ιδεολογία στους υπνωτισμένους ακολούθους της. Διότι η ιδεολογία-ιδεοληψία, δεν είναι μόνον μια χοντροκοπιά, μια άγαρμπη βία επί τού πολλαπλού και πολύμορφου κόσμου μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια έξαψη περιπτωσιολογικών εκλεπτύνσεων, υπόγειων αμυνών, προφάσεων και παρασιωπήσεων, οι οποίες πρέπει να συντρίβονται με ορμή, και να εκτίθενται στο φως τού ανθρώπινου κόσμου τής καθημερινότητας, ο οποίος πάντα καταλαβαίνει από παραδείγματα και εικόνες, και καλά κάνει και καταλαβαίνει μέσα από παραδείγματα και εικόνες.
Μιλώντας λοιπόν για την προ-καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί τού «εξωτερικού φυσικού σώματος» σε αντιδιαστολή προς την καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί ενός [ετερογενούς προς το προαναφερθέν] «εσωτερικού φυσικού σώματος» που απαρτίζεται από τους αφηρημένους προσδιορισμούς ή όρους τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, εννοώ βέβαια κάτι που μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά και να χρησιμοποιηθεί ακόμα και επαναστατικά-προπαγανδιστικά από όποιον θέλει να το χρησιμοποιήσει, και όχι τίποτα στρυφνές θεολογίες τού μη-ιερού. Μη προσπαθώντας να ορίσω τα πάντα από την πρώτη παράγραφο, πρέπει κάθε εικονιστική αφαίρεση να την αντισταθμίζω με μιαν αντίρροπη αποσβεστική και διαφοροποιητική της, ώσπου όλα να ξαναβυθίζονται στην αφαίρεση, τής οποίας όμως ο «φορέας-αναγνώστης» πρέπει να ξέρει ότι είναι αφαίρεση, άρα ίσως ένα τίποτα, πάλι.
Το «εξωτερικό φυσικό σώμα» είναι μια αφαίρεση που εικονίζει βοηθητικά την θεώρηση της ωμής θεμελίωσης τής προ-καπιταλιστικής κυριαρχίας σε διάκριση προς την δομική κυριαρχία τού Κεφαλαίου που όπως και να το κάνουμε στόχευσε και στοχεύει, ας το πω κι ας φανεί πολύ «λαϊκό», στην ψυχή τού εργαζόμενου, δημιουργικού σώματος των ανθρώπων και των ζώων, στο «εσωτερικό σώμα» τους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε «σώμα» γενικά, ούτε «εξωτερικό σώμα», ούτε «εσωτερικό σώμα», γενικά, παρά μόνον μια συσχέτιση τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας με ζωντανά ανθρώπινα-ή-ζωϊκά υποκείμενα, και τα αποκρυσταλλώματα αυτής τής εξουσιαστικής και οντολογικά αδιέξοδης συσχέτισης και συνσυγκρότησης, είναι οι οντολογικοποιημένες και μεταφυσικοποιημένες πτυχές που προαναφέραμε, ως «μέρη» μιας γενικότερης ψευδο-ολικής πτυχής, τής «σωματικότητας», η οποία δεν υπάρχει κι αυτή παρά μόνον σαν φάντασμα μιας ενιαίας ζωής.
Αν θέλουμε να ψάξουμε κάτι, ας ψάξουμε πως αυτή η εξουσιαστική οντολογικοποίηση, το «σώμα», αντιπροσωπεύεται στην έννοια/κατάσταση τού καπιταλιστικού εμπορεύματος που περικλείει την εργασιακή δυνατότητα/ικανότητα των ανθρώπων και των ζώων.
Είδαμε ότι η εργασιακή/εργατική δύναμη αν και είναι μια πτυχή τής συνολικής εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας, λόγω των αλλοτριωτικών δυνατοτήτων της ως «ιδανικό υλικό» τής ιστορικής ανάδυσης τής εμπορευματικής-καπιταλιστικής μορφής της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια απλά «αντικειμενική» πτυχή τής εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας [δογματικός τρόπος θέασης της]. Δεν μπορεί ωστόσο και να ταυτιστεί με την εμπορευματική-καπιταλιστική μορφή της αλλά ούτε καν με την στατική γενική-ή-αφηρημένη μορφή της όπως τούτη θα παράγονταν υποθετικά από μιαν νέου [γραφειοκρατικού ή κρατικοκαπιταλιστικού] τύπου «αλλοτριωτική» «διαλεκτική άρση-και-επέκταση» της ως αυτονομημένου καπιταλιστικού όρου. Ως θεωρητικός και πρακτικός όρος, η «εργασιακή/εργατική δύναμη» έχει εντέλει ακόμα την αόριστη απειρία που έχει ο όρος τής «εργασίας-παραγωγής» [στην ανώτατη αόριστη αφαίρεσή του και στις διάφορες πιθανές αυθαίρετες ειδικοποιήσεις του]. Αυτό σημαίνει ότι, πέραν των δογματικών μαρξιστικών θέσεων για το θέμα και των χαοτικών και ετεροκαθορισμένων νεοαριστερίστικων κριτικών αυτών των δογματικών θέσεων, υπάρχει ένα πρόβλημα που τίθεται με συγκεκριμένους όρους και δεν έχει ακόμα επιλυθεί.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη αν ορισθεί ως σύνολο ικανοτήτων που δεν μπορούν παρά να έχουν πάντα και δημιουργική πτυχή, δεν παράγεται συνολικά ως αγαθό, είτε είναι εμπορευματικό/και/καπιταλιστικό είτε όχι, άρα συνεπαγωγικά δεν μπορεί να παραχθεί όπως παράγονται όλα τα άλλα αγαθά εφόσον σε μια καθοριστική πτυχή της είναι μη-αγαθό, είναι κάτι πέραν των αγαθών και των πραγμάτων γενικά. Προλαβαίνω την αιώνια Ολμε, και κάθε «αγαθιάρα» παιδαγωγική «αριστερά», που βλέπει πίσω και κάτω από όλες τις διανοητικές και εικαστικές δημιουργίες και επιστήμες μια καλοσυνάτη ή μια κακιά και λειψή καπιταλιστική «παραγωγική κατανάλωση» «εκπαιδευτικών αγαθών» που ισχύει σε κάθε κοινωνικό σύστημα ως η απόλυτη «Αιτία» παραγωγής-δημιουργίας αυτών των επιστημών-και-δημιουργιών. Δεν υπάρχει άδικο και λάθος σε όλα από αυτά που λέει η αιώνια Ολμε, αλλά όπως πάντα υπάρχει σε αυτά μια προκρούστεια «αριστερο»δασκαλίστικη αντίληψη για το τι είναι η δημιουργία και η υλική παραγωγή νοημάτων, αγαλμάτων εικόνων ταινιών λογοτεχνημάτων, αλλά και τροφής, ρούχων και άλλων.
Κάτω από όλα αυτά υπάρχει μεν και θα υπάρχει πάντα μια διεργασία «παραγωγικής κατανάλωσης» εκπαιδευτικών και γνωσιακών-εμπειρικών αγαθών, υπό καπιταλιστικούς ή άλλους όρους, αλλά η δημιουργία δεν είναι «αυτό», η δημιουργική ικανότητα δεν είναι «αυτό», ακόμα κι αν είναι και «αυτό» εν μέρει, ακόμα κι αν χρειάζεται και «αυτό».
Η δημιουργία και η δημιουργική ικανότητα που την θεμελιώνει, θεμελιωνόμενη κι αυτή από την ίδια την δημιουργία, είναι αυτοδημιουργία και αυτοπαραγωγή, άρα σε μια κρίσιμη και κορυφαία πτυχή της, η οποία άρχει και κυριαρχεί επί των υπολοίπων πτυχών της, δεν είναι αγαθό, ούτε παράγεται από άλλα αγαθά.
Γιατί άραγε η «ταπεινή» εκδοχή της, η τάχα «ταπεινή» εκδοχή της, η εργασιακή/εργατική δράση, και η ταπεινή εκδοχή τής τάχα «ταπεινής» αυτής δράσης, η εργασιακή/εργατική δύναμη, να μην υπόκειται στην ίδια νομοτέλεια εξαιρετικότητας και υλικής υπερβατικότητας.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη παρουσιάστηκε ιστορικά σαν μια αναδυόμενη ως εμπόρευμα καπιταλιστική [πρακτική-θεωρητική] αφαίρεση, η οποία ωστόσο υπήρχε και πριν τον καπιταλισμό, και θα υπάρχει και μετά τον καπιταλισμό, ως μια πτυχή [ή μερική «όψη»] τής έννοιας/κατάστασης τού εργασιακού υποκειμένου.
Το Κεφάλαιο υπάρχει ως ο κυρίαρχος εκμεταλλευτικός «πόλος» μιας κυριαρχούμενης-από-«αυτό» διπολικής αντινομικής ενότητας, όπου τον άλλο «πόλο» τον απαρτίζει το εμπόρευμα «εργασιακή/εργατική δύναμη».
Εάν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα «αρθεί στο ύψος» τής επιθυμίας τής ολότητάς της, τείνει να διαρρήξει τον αυτονομημένο ως εμπόρευμα πτυχωτικό «εαυτό» της [ήτοι, την αποξενωμένη-και-οντολογικοποιημένη ως εμπόρευμα πτυχή: «εργασιακή/δημιουργική δύναμη»], και επιθυμεί να τον «αφομοιώσει» ξανά στην ολότητα τής εργασιακής υποκειμενικότητας.
Όταν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα εξεγείρεται ενάντια στην καπιταλιστική-εμπορευματική αυτονόμηση μιας πτυχής της [ήτοι, τής «εργασιακής ικανότητας» ως αποξενωμένης από τους άλλους όρους τής εργασίας και τής ζωής] επιδιώκει και επιθυμεί να την εντάξει ξανά ως «μερικό στοιχείο» σε μιαν ενιαία ολότητα, η οποία συμπεριλαμβάνει: και 1) την εργασιακή υποκειμενικότητα ως «ενιαία οντότητα» [χωρίς την εργασιακή/εργατική δύναμη ως αποκομμένη] και 2) τα αντικειμενικά υλικά μέσα παραγωγής-και-επιβίωσης στα οποία εργάζεται και δρα δημιουργικά-παραγωγικά.
Άρα: Όταν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα επιθυμεί την ένωση των σπασμένων κομματιών τού «εαυτού» της και εξεγείρεται με βάση αυτή την επιθυμία της, πρέπει για να περάσει από την επιθυμία στον ορθό και συνεκτικό Λόγο και να μην ξεπέσει στον «αυτονομισμό» τον εργατίστικο σεπαρατισμό, και μιμητισμό ταυτόχρονα, τής τάχα μου «προλεταριακής αυτοαξιοποίησης», να δει καταρχάς ότι η προσωρινή και εύθραυστη ενότητά της δεν είναι «ολότητα», ούτε καν μια συνεκτική αν και κατασκευασμένη «εργασιακή/εργατική ενότητα» [όπως θα την όριζε λόγου χάριν ένας μη-ολιστής επαναστάτης], εφόσον θα «λείπει ακόμα» το αντικειμενικό υλικό στοιχείο, τα μέσα παραγωγής, τα μέσα επιβίωσης και οι πόροι, αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «ανόργανο σώμα» των ανθρώπων.
Αν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα κάνει κατάληψη στην μονάδα παραγωγής που δουλεύει; [μιλώντας πάντα για την εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα νομιναλιστικά-υλιστικά και όχι σαν να υπάρχει τάχα μου παντού ως ένα οντολογικό Εν]. Κι αν ακόμα λοιπόν αυτή η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα οικειοποιηθεί μια μονάδα ή περισσότερες μονάδες τού συνολικού συστήματος παραγωγής μιας χώρας ή μιας ευρείας έκτασης εντός τής χώρας, και τότε ακόμα δεν θα έχει μπορέσει να ενώσει την εξεγερμένη επιθυμητική υποκειμενικότητά της με τους υλικούς όρους που θα τής έδιναν συνεχή και συγκροτημένη πρόσβαση σε μια ζωή χωρίς εκμετάλλευση. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν «έξωθεν» παρεμβάσεις, αντεπαναστατική ή αντιεξεγερτική καταστολή, το εξεγερμένο υποκείμενο ως εργασιακό/εργατικό υποκείμενο, θα ήταν δυνατόν να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και κυριάρχησης «εκ των έσω», όπως το έχει αποδείξει όχι μόνον η σταλινική εμπειρία [ο Τρότσκι ήταν χειρότερος χασάπης] αλλά σε «σμίκρυνση» και τα διάφορα αντιεξουσιαστικά κινήματα.
 
 
Αιφνίδια ομοίωση
----
Το μεσοβδόμαδο είναι η δύσκολη ώρα για τον εργαζόμενο.
Στην μέση τής ζωής, η Παρασκευή τής ξεκούρασης και της προοπτικής, και το Σάββατο τής ελευθερίας, αργούν ακόμα.
Αυτές τις μέρες, κοιτάς, απ' το σκοτάδι, τον μακρινό ήλιο.
Θα κοιτάξω ωστόσο να σκαρώσω λίγα πράγματα.
...
Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις μια συντελεσμένη συντακτική δομή δόμησης τής Πολιτείας, αλλά και των κρίσεων που αυτή θα εκφέρει, για να σε κατηγορήσει και να σε κρίνει, να σε ελέγξει ή να σε απελευθερώσει από το βασανιστήριο τής κρίσης, μπορείς άραγε να ορθώσεις, εκείνη την στιγμή έναν δικό σου λόγο; μπορείς να ξεμπλέξεις τα υφάδια που σε υφαίνουν στον συντακτικό ιστό τους;
Δεν ξέρω αν μπορείς να κάνεις τίποτα, ειδικά αν είσαι αθώος, ειδικά τότε.
Θα έπρεπε να έχεις έτοιμη μια δική σου Πολιτεία, μια Πολιτεία των φίλων και των δικών σου, των ονείρων και των επιθυμιών σου, που να είναι όμως Πολιτεία πραγματική, ακόμα κι αν είναι ακόμα επερχόμενη, μια Πολιτεία συντεταγμένη και πλήρης, ένας θεσμός των θεσμών, μια Ιδέα, αλλά όλα αυτά να πατάνε στην γη.
Που να την βρεις εκείνη την στιγμή;
Που να στρέψεις το βλέμμα σου;
Μπορεί αυτό το βλέμμα να μεταστραφεί εκεί, μονομιάς, σε αυτή την Πολιτεία;
Οι κρίσεις της, ποιες θα είναι;
Θα είναι μόνον εκείνες οι βολικές κρίσεις που θα σε έβγαζαν από αυτό το αιφνιδιαστικό αδιέξοδο;
Από που θα αντλήσεις; από ποιο κοίτασμα αληθειών και δοξασιών;
Τι θα πεις, ώστε να φανεί λαμπερό σαν τον ήλιο το ορθό κριτήριο που έχτισε αυτό που θα πεις;
Έχει καμία σημασία, άραγε, να τα κάνεις όλα αυτά, όταν ο Κριτής είναι άδικος και εσύ αθώος;
 
***
Τα όρια των ανθρωπιστικών σπουδών.
---
Θεωρώ ότι στις ανθρωπιστικές σπουδές, ακόμα, οι συνθετικές κρίσεις ή οι σειρές συνθετικών κρίσεων, συντάσσονται [μόνον] ως εμπειρικές συνθέσεις, ακόμα κι αν παρουσιάζονται [ή φαίνεται] ότι απαρτίζονται από στοιχεία ή σειρές αναλυτικών [ταυτοτικών] κρίσεων.
Το αντίθετο μιας εμπειρικής σύνθεσης μεταξύ των στοιχείων των συνθετικών κρίσεων ή μεταξύ των συνθετικών κρίσεων [σειρές], δεν θα ήταν αναγκαία μια μορφή ταυτότητας κατά τα πρότυπα δόμησης τής αναλυτικής κρίσης.
Αλλά, αυτό είναι πρόωρο να το εξετάσει κανείς, αν θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την δυνατότητα των συγκεκριμένων συνθετικών κρίσεων, όπως δομούνται ακόμα στις ανθρωπιστικές σπουδές, να μπορούν να είναι [και] προ-εμπειρικές.
***
Σημείωση για την γλώσσα τής ενοχής
---
Δεν αρκεί να ανακαλύψουμε την ενοχοποιητική αθλιότητα και τής καπιταλιστικής και τού ψευτοκομμουνιστικής γλώσσας τού νόμου όπως τον ξέρουμε, μόνον εκεί όπου αυτή κραυγάζει, στα κακουργιοδικεία και εν γένει στα ποινικά δικαστήρια, αλλά πρέπει να την βρούμε ειδικά εκεί όπου είναι άδηλη, ψιθυριστή, ήπια, κάπως γελοία.
Από την ψυχική θέση στην οποία βρίσκομαι από τότε που γνώρισα γελοίους δικαστές δικηγόρους και άλλα, θα ήθελα να ανακαλύψω αυτή την άθλια γλώσσα ακόμα και στα ειρηνοδικεία, ή στα [πάλαι ποτέ] πταισματοδικεία.
Η κόλαση αυτή φωλιάζει κι εκεί, εκεί είναι που δείχνει την πραγματική έκτασή της.
Η κόλαση όμως, αυτή η κόλαση τής «δικαιοσύνης» που κυκλοφορεί στον κόσμο με ένα σπαθί έτοιμο να κόψει κεφάλια δικαίων και αδίκων, βρίσκεται και στα καφενεία, στους χώρους εργασίας, στις «επαναστατικές» ομαδούλες, στα εθνικιστικά ή τα αριστερά κόμματα τής «σωτηρίας».
Στις κρίσεις και τις επικρίσεις τού γείτονα, του συμπολίτη, του παπά και του ιδεολογικού ινστρούχτορα, στις αερολογίες τού ψυχαναλυτή όταν εξέρχεται των σχετικά ανύπαρκτων αρμοδιοτήτων του και ανακαλύπτει παντού αυτοκαταστροφικούς Ναρκίσσους και υστερικούς λαϊκιστές, στις διενέξεις των ιδεολόγων που ανακαλύπτουν την ένοχη κοινωνική υπο-τάξη εντός τής λαϊκής τάξης, στα κηρύγματα των «ασυμβίβαστων» και «αλύγιστων» τής «ταξικής πάλης», στις καταστροφολογικές προφητείες των εθνικιστών ή αντιεθνικιστών τιμωρών και προφητών, και γενικά σε όλους όσους θέλουν να σώσουν τον κόσμο από την αμαρτία.
-Θα τιμωρηθείτε,
λένε.
***
Γενικό σχήμα, για μη-επανάπαυση όμως..
---
Η ομοίωση τού εξεταζόμενου-από-τον νόμο στον νόμο, τίθεται πάντα σε σχέση με αρχικά ερωτήματα προς αυτόν, σαν να ήταν το κρινόμενο γεγονός τού οποίου υπήρξε πιθανός υπ-αίτιος, ένα πιθανόν μη-γεγονός από την σκοπιά του ως υπ-αιτίου.
Δεν είναι αυτή η αρμαθιά ερωτήσεων που θα μπορούσε να είναι <Η Ερώτηση>, η οποία υπάρχει αυτοτελώς, αποτέλεσμα μόνον τής πιθανής ευγένειας των αναπτυγμένων νομικών συστημάτων, αλλά όπως έχει δομηθεί ως τα σήμερα [είναι] και έκφραση τού βαθύτατου απολυταρχισμού όλων των μέχρι σήμερα νομικών συστημάτων, είτε τίθεται ως ερώτηση είτε δεν τίθεται καν και σε μπουντρουμιάσουν στο βαθύτερο υπόγειο τού κάστρου τού ηγεμόνα.
Ο νόμος στις ανταγωνιστικές κοινωνίες είναι σαν «να ρωτάει» μιαν συγκεκριμένη μερικώς αδιέξοδη ερώτηση, διότι η ίδια η ειδική έλλογη-ή-γλωσσική θεμελίωσή του στις ανταγωνιστικές κοινωνίες, «τον» ωθεί σε μια αμφισβητούμενη ή αμφιλεγόμενη απάντηση η οποία είναι προκαθορισμένη:
Είναι ένοχον τελικά, το Ένοχον;
...
Ο νόμος των ανθρώπων τού νόμου, των φορέων του, σε αυτές τις «ηθικά και αγγελικά» πλασμένες ταξικές «κοινωνίες», είναι σαν τα μούτρα τους, και τα μούτρα τους είναι συνήθως αλλοιωμένα από το μίσος τους για τον άλλον άνθρωπο, και την σιγουριά τους ότι αυτός ο άλλος φταίει γιατί τούτοι υπάρχουν όπως υπάρχουν, υποφέρουν, ή απλά γερνάνε.
Ο λόγος των ανθρώπων, η γλώσσα τους, σαν γενικό σύστημα, ωστόσο, [τούς] ωθεί αναγκαστικά στο ερώτημα που απορρέει από την ενωτική φύση του, από το ίδιο το έλλογο ή γλωσσικό Είναι ως ένα Είναι συνύπαρξης, ενότητας, ισορροπίας μεταξύ των στοιχείων του και των στοιχείων ή γεγονότων που εμφανίζονται απέναντι του, και του υποκειμένου που τον φέρει.
Ο λόγος, αν θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε ως υποκείμενο, τείνει στην εξήγηση και όχι στην ενοχοποίηση των πάντων, ο λόγος ερευνά και δεν καταδικάζει με την πρώτη ματιά, ο λόγος ο ίδιος ωθεί στην επιθυμία διαιώνισης των πραγμάτων και όχι [όπως λένε μερικοί] στην επιθυμία εκμηδένισής τους, και ειδικά αν είναι λογικός λόγος, ορθός λόγος τείνει στην αποκατάσταση των πραγμάτων σε μιαν ειρηνική επιφάνεια τους, ή ακόμα και σε ένα ειρηνευμένο βάθος αν τούτο έχει διαταραχθεί από τα πάθη ή την ανοησία των ιδιοτελών ενορμήσεων.
Ο λόγος λοιπόν υπέρκειται τού νόμου, αλλά όχι σε μια εκ φύσεως ανταγωνιστική σχέση.
***
Ο νόμος σε μια ανταγωνιστική κοινωνία είναι λοιπόν, συνάντηση πολλών εκδοχών του, συνήθως εκφράζει την συγκρουσιακή δομή/κατάσταση της, όταν και όσο υπάρχει συγκρουσιακή δομή/κατάσταση, και την εκφράζει είτε σαν θεραπευτικό μέσο είτε σαν παρακινητής βίας.
Σε κάθε περίπτωση έχει μια οικεία έλλογη θεμελίωση, ακόμα κι όταν εξεταστεί ως κατασκευασμένος μόνον για να προστατεύει την ιδιωτική κατοχή των κοινών αγαθών και ποιεί ως νόμιμους τους πολέμους που προκύπτουν από αυτή την βάρβαρη κατάσταση [ιδιωτικής κατοχής].
***
Όταν ο νόμος εκφράζει την ενότητα τού ανθρώπινου κόσμου, ως ένα ρυθμιστικό ή εξωτερικό μέσο διατήρησης αυτής τής ενότητας πέραν των ιδιωτικών και προσωπικών παθών και ιδιαιτεροτήτων, τότε τείνει να ταυτιστεί με τον λόγο και την γλώσσα στις καθολικές και καθολικευτικές τους λειτουργίες.
***
Αυτό είναι το γενικό σχήμα. Πολύ γενικό για να επαναπαυτούμε σε αυτό.
Ο μαρξισμός και οι γενικές αντιεξουσιαστικές θέσεις, καλές είναι, σαν ξεκινήματα, αλλά δεν επαρκούν για να εξηγήσουν το γεγονός ότι εντός τού νόμου [σε αυτό το ανταγωνιστικό-ταξικό πλαίσιο] μπορούν να συνυπάρχουν σε μιαν παραγωγική λογική ενότητα όλα αυτά τα αντιφατικά ή αντινομικά μεταξύ τους στοιχεία, χωρίς να χρειάζεται η υπαγωγή τους σε τελεολογικά οριζόμενους σκοπούς.
***
Παρά την συνεχή επέκταση τής λογικοταυτοτικής και μαθηματικής σκέψης και των θετικών επιστημών, δεν έχει υπάρξει -ακόμα- ένα είδος άμεσης σχέσης τους με το δικανικό γεγονός ως θεμελιακό έλλογο [και γλωσσικό] γεγονός, άρα και με την δικανική ρητορική [και σοφιστική], ενώ αντίθετα υπάρχει [άμεση σχέση τους], παρά τα προβλήματα, με τις άλλες ανθρωπιστικές σπουδές και τις αντίστοιχες πρακτικές τους.
Μπορούμε να ισχυριστούμε, με μια σιγουριά θαρρώ, ότι ό,τι αντιστοιχεί ως γνωστικός κλάδος στην συμβουλευτική ρητορική, έχει υπάρξει [υπάρχει ακόμα]:
α) σαν ξεχωριστός γνωστικός κλάδος
β) σαν ξεχωριστός γνωστικός κλάδος που έχει δεχτεί σημαντικά και σχετικά αποτελεσματικά «μοσχεύματα» από τις θετικές επιστήμες και ειδικά τα μαθηματικά.
Ενώ το δικαιοπρακτικό γεγονός και η δικανική ρητορική [με ό,τι συμπαρασύρει ή σημαίνει, θεωρητικά και πρακτικά], παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει θεωρητικές εργασίες, έχουν δηλαδή επιχειρηθεί νοητικές και επιστημονικές επιγαμίες, σχετιζόμενες με την ταυτοτική λογική, δεν έχουν επηρεαστεί στον βαθύτερο πυρήνα τους από αυτές.
Ο βαθύτερος πυρήνας τού δικαιοπρακτικού γεγονότος, είναι ο τρόπος που το εκάστοτε νομικό σύστημα, αλλά και κάθε νομικό ή δικαιακό σύστημα, παράγει τις υπαγωγές του, τον τρόπο υπαγωγής και συνολικοποίησης των στοιχείων του.
Το γεγονός ότι υπάρχει στον νόμο, ως ιεραρχικό σύστημα κανόνων, μια εμφανής ομοιότητα του με την αξιωματική μαθηματική επιστήμη, και ευρύτερα με την λογικοταυτοτική σκέψη, όμως μολοντούτο υπάρχει ήδη εν αρχή μια θεμελιακή παρέκκλιση μεταξύ τους, θα έπρεπε να προβληματίσει.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η νομική τέχνη και ο ίδιος ο νόμος «είναι παράλογες δομές», ή ότι ο νόμος είναι συγκροτημένος ως κάτι που απλά χρησιμοποιεί την λογική αλλά είναι στηριγμένος σε παράλογες ή αυθαίρετες «αποφασισμένες» εκ τού μη-όντος βάσεις, σαν να μην είναι ούτε λογικός ούτε παράλογος, αλλά ισχυρίζομαι ότι πιθανόν είναι μια μορφή ταυτοτικής, λογικοταυτοτικής σκέψης/πράξης, η οποία ακολουθεί ήδη στην εκκίνησή της αναγκαστικά έναν άλλο δρόμο, ένα αναγκαστικά άλλο λογικό μονοπάτι, για να θεμελιωθεί, σε σχέση με την «υπόλοιπη» λογική ως φιλοσοφική ή επιστημολογική επιστήμη ή σπουδή.
Υπάρχει στην [πρακτική] νομική θεμελίωση και στην νομική σκέψη, μια παράξενη λογική θεμελίωση, ένα σύστημα δόμησης τής αξιωματικής [σήμερα, και μετα-αξιωματικής] λογικής τους, που τις κάνει [ως συντελεστές τού ενιαίου δικαιοπρακτικού γεγονότος] σημεία μιας σπουδής αλλά και μιας γεγονοτολογικής κατάστασης, η οποία παράγεται ως λογικά μορφοποιημένη, ως λογική η ίδια, με έναν απόξενο τρόπο σε σχέση με ό,τι ονομάζεται λογική και όντως είναι.
Ο νόμος, ομιλώντας ακόμα και στο στενό πλαίσιο τού θετού νόμου, είναι ένα λογικό είναι-ον, ήτοι μια λογική υπόσταση, αλλά σε σχέση τις άλλες μορφές λογικής υπόστασης φαίνεται να είναι σαν ένα τερατώδες κατασκεύασμα.
Θα μπορούσαμε, εύκολα σήμερα, να αραδιάσουμε ονόματα θεωρητικών, θεωρίες, επιστημολογικές ή επαναστατικές αμφισβητήσεις, που έχουν εντάξει τον νόμο [το νομικό σύστημα] ως ξεχωριστό γεγονός, σε ένα σύστημα εμπειρικών ή λογικοεμπειρικών θεμελιώσεων κ.λπ
Υπάρχει, θαρρώ, ένας νομο-λογικός υπερβατολογισμός [τον εννοώ «θετικά», ως παραγωγή μορφών αντίληψης τού νόμου, ως υποψηφίων για την θέση τής προϋπόθεσης γνώσης κ.λπ], υπάρχει λοιπόν ένας νομο-λογικός υπερβατολογισμός, με θετικότερα ή αρνητικότερα αξιολογικά πρόσημα, ή ακόμα και με αμιγώς αρνητικά [αξιολογικά] πρόσημα.
Αλλά και έτσι, ακόμα και υπό το πλαίσιο τής αναπτυσσόμενης δια-θεματικής διεπιστημονικής πραγμάτευσης [και φλυαρίας επί] των πάντων, η ιδιαίτερη λογική τού νόμου, εξετάζεται σάμπως να είναι μια τεχνική ή εργαλειακή [ή εργαλειοποιήσιμη] δομή του.
Πράγμα άτοπο.
 
 
Ιωάννης Τζανάκος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου