Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Στοχασμοί για τον Χρόνο..

 
Η χρονικότητα μπορεί να οριστεί σε ένα πλαίσιο έντασης ανάμεσα στην ροϊκή χρονικότητα (για την οποία μιλάνε μάλλον οι Ντελέζ και Μπερξόν) και την αντι-χρονικότητα, την υπερ-χρονικότητα και μεγα-χρονικότητα, που εξεταζόμενη(-ες) ενέπνευσε(-αν) και παραπλάνησε(-αν) όλη την θεολογική και φιλοσοφική παράδοση. 
Η Διάρκεια είναι ως άρνηση-αποδοχή του χωροχρονικού συνεχούς ένα συμπύκνωμα/σύμπτωση παρόντος-παρελθόντος, αλλά υφιστάμενο ως συμπύκνωμα/σύμπτωση και άμεση αναπαράσταση μιας ροϊκής διαδοχής-συνέχειας που διακρίνεται από την άμεση παράσταση τού χρόνου ως διαδοχής ξεχωριστών στιγμών είναι μεν διαφορετικό από την καθαρή υλικοχρονική ροή αλλά αντιστοιχεί σε αυτήν, ενώ η αντίληψη του χρόνου ως χώρου δεν αντιστοιχεί στην υλικοχρονική ροή. 
Η Διάρκεια, ως σύστημα αναπαράστασης που σπάει το χωροχρονικό συνεχές, δεν αντιστοιχεί σε κάτι ριζικά «έξω» από την υλικοχρονική ροή ή δεν αντιστοιχεί στην χρονική ροή ως κάτι ριζικά «έξω» από το χωροχρονικό συνεχές, (αλλά) εκφράζει μάλλον την κυριαρχία της στον χώρο.
Υπό μία έννοια μάλιστα μπορεί κανείς να πει πως δεν αμφισβητείται ούτε καν το χωροχρονικό συνεχές, αλλά διατηρείται ως συνεχές με την κυριαρχία όμως του χρονικού του συντελεστή.  
Θα μπορούσε αυτή η υλική-ροϊκή μορφή χρονικότητας να γίνει, εκκινώντας από μιαν ευρύτερη οπτική, το ίδιο «πράγμα» με άλλους θεμελιωτικούς οντολογικούς όρους, όπως το μηδέν ή η άρνηση, εφόσον μιλάμε σε ένα αναλυτικό (υπό την καντιανή έννοια) και όχι συνθετικό πλαίσιο (πάλι υπό την καντιανή, αλλά και την εγελιανή έννοια) εννόησής τους: η ύλη ως χρονικό φαινόμενο θα μπορούσε να σημαίνει και αυτά τα στοιχεία, να συγκροτείται δηλαδή ως («σκοτεινή») άρνηση ή μάλλον και ως («σκοτεινή») άρνηση, άρα να περιέχει και αυτή την δυνατότητα εσωτερικότητας που οι Ντελέζ-Μπερξόν χαρίζουν έμμεσα μόνον στην αντίληψη-συνείδηση. 
[Στο «Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης» (1889), ο Μπερξόν προσδιορίζει τα θεμελιώδη γνωρίσματα της «διάρκειας» (durée), δηλαδή τού υποκειμενικού χρόνου (σε διάκριση προς τον χωροποιημένο χρόνο):
Η μη αντιστρεψιμότητα του, η συνέχεια σε αντίθεση με την νοητικά και θετικοεπιστημονικά εννοούμενη ασυνέχεια του (δηλαδή η αδιαιρετότητα του), η ποιοτική ετερογένεια των περιεχομένων του, η αλληλοσυνύφανση των «σημείων-στιγμών» του σε διάκριση προς την νοησιαρχικά θεωρούμενη ως αντιδιαστολή των ξεχωριστών και διακριτών χρονικών «σημείων-στιγμών» του, η διαρκής ανάδυση δια τού ποιοτικού [πραγματικού] χρόνου τού απροκαθόριστου νέου, και όλα αυτά τα θεμελιώδη γνωρίσματα ως αλληλοκαθοριζόμενα μεταξύ τους]
 

** 
Η δημιουργία ενός ρήγματος στο χρονικό συνεχές της κοινωνικής ολότητας είναι στοιχείο μιας ευρύτερης διεργασίας που μπορεί να έχει θεμελιώδεις αιτίες που δεν αναφέρονται καν στο ίδιο το στοιχείο της α-συνέχειας. 
Η α-συνέχεια είναι πιθανόν ένα «χαμηλότερης» οντολογικής θέσης-αξίας στοιχείο της διεργασίας της ρήξης του χρονικού συνεχούς. Πριν όμως ακόμα ορίσουμε τα μη-χρονικά στοιχεία της ρήξης του χρονικού συνεχούς θα μπορούσαμε να ορίσουμε τα καθεαυτά χρονικά στοιχεία που συναποτελούν το «αίτιο» τους. 
Εφόσον αποκλείσαμε το στοιχείο της α-συνέχειας γενικά το αποκλείσαμε και ειδικά, σε αναφορά με το ίδιο το χρονικό περιεχόμενο του χρόνου ως συνεχούς. Άρα το ερώτημα θα μπορούσε να είναι: ποια είναι εκείνη η μορφή της χρονικής συνέχειας που αποτελεί το «αίτιο» ή το σύμπλεγμα «αιτίων» της δημιουργίας ρήξης στο χρονικό συνεχές της κοινωνικής ολότητας; Η μέχρι τώρα κριτική στο χρονικό συνεχές, ή μάλλον στις θεωρήσεις του, στέκεται κυρίως στην κριτική του νεωτερικού χρόνου ως μιας ειδικής μορφής του συνεχούς που «καλύπτει», αποκρύπτει την δυνατότητα της ρήξης του. 
Η εμφάνιση της α-συνέχειας είναι λίγο ως πολύ, σε αυτές τις θεωρήσεις, ένα «θαύμα» που προκύπτει από την εισβολή κυρίως εμμενών στοιχείων που υπερβατικοποιούνται με την μέθοδο της εν-ικοποίησής τους, ήτοι της αναγωγής τής ουσίας του υπαρκτού στο υπαρκτικό πλαίσιό της που είναι πάντα δομημένο ως «μοναδικό». Αυτή είναι μια γενική κριτική μορφή της νεωτερικής μεταφυσικής για τον χρόνο, πού όσο αναδύεται ως κριτική μορφή τόσο βυθίζεται στο κρινόμενο στοιχείο. Σε αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο η σημασία των διάφορων παραδόσεων που συγκροτούν το χρονικό στοιχείο της πολιτικής θεωρίας έχει αναλυθεί, άλλοτε ψύχραιμα και χωρίς οντολογικοποιήσεις άλλοτε με έναν πραγματικά φαντασμένο τρόπο, άπειρες φορές. 
Θα ήταν μάλλον μεγάλη η έπαρση αν κάποιος ήθελε να παρουσιάσει κάτι ριζικά νέο όσον αφορά την ανάλυση και θεματοποίηση της σημασίας της παράδοσης της πολιτικής θεωρίας, είτε αυτή περιορίζεται ως έννοια στην καθαυτό πολιτική θεωρία είτε αυτή περιλαμβάνει μια σειρά συντελεστών. 
Αυτό που θα είχε ίσως σημασία θα ήταν να βγούμε έξω από την πολιτική ως κάτι το σταθερό και διαχρονικά προσδιορισμένο, χωρίς ωστόσο να περιφερθούμε πάλι με αυτό τον γνωστό μη-συνειδητό αμφιθυμικό τρόπο που περιφέρονται όλοι οι απαρνητές της έγχρονης, ή χρονικά προσδιορισμένης πολιτικής, από όποια σκοπιά κι αν σημαίνουν αυτή την απάρνηση, όποιους σκοπούς κι αν έχουν, το ξέρουν δε το ξέρουν. Πως να το πράξουμε αυτό; Ας δούμε πρώτα αυτούς που [δεν] τους αφορά το πρόβλημα. Υπάρχει ένας αμφιθυμικός και απαρνητικός τρόπος που συναντιέται κυρίως σε όλους αυτούς που φαντάζονται έναν κόσμο χωρίς κρατική εξουσία, είτε αυτό ως γεγονός προκύπτει από την ταυτόχρονη κατάργηση των τάξεων και του κράτους είτε είναι στοιχείο μιας περιπλοκότερης διεργασίας που αφορά την διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων όπως εκφράζεται και αντανακλάται στην πάλη των τάξεων. 
Η πολιτική σε όλη αυτή την παράδοση (πλέον), όσο και να αναπτύσσονται διάφορες ετερόδοξες εκδοχές της, παράγεται μάλλον ως μια παρακείμενη έγχρονη κατάσταση που όσο τείνουμε στον σκοπό της α-ταξικότητας α-κρατικότητας θα τείνει και αυτή στην εξαφάνισή της. 
Η εικόνα μιας απελευθερωμένης από τις έγνοιες τής σύγκρουσης ανθρωπότητας είναι η εικόνα αυτής της μορφής απάρνησης της πολιτικής. 
Δεν θα αναφερθώ στην αντιπολιτική και τον αντικρατικισμό του φιλελευθερισμού, συντηρητικού και «κεντρώου», απλά γιατί θεωρώ πως αφορά κυρίως μιαν ειδική αστική τακτική της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου (με κάθε δολοφονικό τρόπο) και όχι την στρατηγική ύπαρξη της αστικής τάξης που είναι και θα παραμείνει και κρατικά και πολιτικά μορφοποιημένη.
Υπάρχει μια πηγή των αναπαραστάσεων που δεν αφορούν το προφανές, υπάρχουν λέξεις που δεν θα ειπωθούν ποτέ όσο περιοριζόμαστε από την ανάγκη της προφάνειας. Αυτή η πηγή δίνει νερό σε όλους τους στοχαστές, τους προφήτες και τους άθεους, που μας εμφανίζουν τόσα θαύματα στο λαλίστατο στόμα τους. Αυτές οι λέξεις βρίσκονται στον χρονικό τόπο εκείνο που δεν σημαίνει την ίδια την ύπαρξη των πραγμάτων ως υπαρκτών.

**

Το ουσιώδες νόημα των πραγμάτων δεν είναι η ίδια η ύπαρξή τους, ούτε η «ατομική» ούτε η «καθολική» ύπαρξή τους. Δεν γνωρίζω αν μπορούμε να μιλάμε για νόημα εδώ πέρα, αλλά για κάτι που δεν αφορά τις διαμάχες και τους συμβιβασμούς που φωλιάζουν σε όλα τα νοήματα. 
Σαν λίθοι που έχουν μέσα τους απολιθώματα της ανθρώπινης ζωής και των συγκρούσεών της, οι σημασίες ορθώνουν αυτά τα νοήματα σε λέξεις πλατιές όσο είναι η έκταση των βιωμάτων που εναποτέθηκαν σε αυτές, και αυτός που τις χρησιμοποιεί για να χτίσει το οικοδόμημα του δε γνωρίζει πως η κτίση του έχει συντελεσθεί ήδη στα ίδια τα πέτρινα στοιχεία της. 
Μέσα στους λίθους της οικοδομής όμως δεν είναι μόνον αυτό που απολιθώθηκε υπαρκτό αλλά μυριάδες ενέργειες που αυτό ήταν, ζωντανό, και χωρίς σκοπό, στον αγώνα της παρουσίας του στον κόσμο. Και ο κόσμος μια σειρά από μυριάδες ενέργειες που ξεπήδησαν από την καταστροφή, τη ειρηνική ή βίαιη φθορά των προηγούμενων οικοδομημάτων, που με τη σειρά τους και ούτως καθεξής. Υπάρχει ωστόσο αυτό που μεσολαβεί όλες τις μεσολαβήσεις και δεν είναι δυνατόν να αναβλύζει από την ίδια την μεσολάβηση εντός και διά των καταστροφών, αλλά είναι η διαμεσολάβηση όλων των διαμεσολαβήσεων, χωρίς καμία παρουσία να παρουσιάζεται εντός του, ούτε το ίδιο να είναι ποτέ μια παρουσία. Αν η όρθωση πάνω και πέρα από το συνεχές των οντικοτήτων και των παρουσιών δεν είναι μόνον άρνησή τους, αν η άρνηση δεν είναι ο ανύπαρκτος κρίκος που αναζητούμε, τότε που είναι η αιτία της απόσπασής μας από την διαδοχή των οικοδομήσεων και των καταστροφών, των ενεργειών και των απολιθώσεών τους
Υπάρχει μια πηγή των διαμεσολαβήσεων που αρνείται πεισματικά να ορισθεί μέσα στα όρια του περατού και του απέραντου, αποσπάται από το υπαρκτό και την ουσία του, την παρουσία και την απουσία, τον θεϊσμό και τον αθεϊσμό των λαλίστατων. Δεν είναι ένα άφατο ούτε ένα λεκτόν, δεν είναι ά-λογο ούτε έλλογο, δεν είναι ένα Είναι ούτε ένα μη-Είναι, δεν είναι κάτι ούτε το μηδέν.
Η «θαλάσσια δύναμη» της ζωής περιέχεται μέσα στην δική της ανάβλυση, αλλά δεν είναι κάτι πάνω ή πέρα από τη ζωή, ούτε φυσικά μια ζωή ή υπερ-ζωή. Δεν είναι ένα μοναδιαίο «Εν» ούτε «πολλά», δηλαδή, ούτε ένα «Εν» που είναι μοναδικό ούτε ένα μοναδικό των «πολλών». 
Ο χρόνος που αναπαρίσταται και εννοιολογείται, ο χρόνος που βιώνεται, ακόμα και σαν «άλλος» χρόνος, είναι η θαλάσσια διάρκεια της συνέχειας, η «επιμονή» της συνέχειας να είναι χρόνος και η «επιμονή» του χρόνου να είναι συνέχεια, το αιώνιο παρόν του αιώνιου που σε διαρκή παροντικότητα τέμνει το συνεχές του χώρου, αλλά δεν είναι αυτό που είναι η πηγή του, η ώθηση της κίνησής του προς τον χώρο, αφού το αίτιο της κίνησης του χρόνου στον χώρο δεν είναι η κίνηση του χρόνου στον χώρο. 
Ο χρόνος είναι ο αιώνας αν σημαίνει την παραμονή του στο Εν που είναι ήδη. 
Ο χρόνος είναι ούτως το Είναι τής παραμονής του στην απουσία κάθε παρουσίας του. 
Ο χρόνος είναι τότε ένας ωκεανός σημασιών που αναφλέγεται, που αναβλύζει, εντός του εαυτού του χωρίς να σημαίνει τίποτα άλλο από την ταυτότητα με τον εαυτό του.
Ο χρόνος τότε δεν εκτυλίσσεται ούτε εντός του εαυτού του ούτε εκτός του εαυτού του, ή μάλλον είναι ως εαυτός ένα μη-εντός ένα μη-εκτός αλλά μόνον χρόνος, δηλαδή το αιώνιο. Η σχέση με αυτό τον χρόνο, τον χρόνο που δεν σημαίνεται αλλά μόνον περιβάλλεται σημειακά ως αυτό που μας περιβάλλει μη-σημειακά, είναι η «θάλασσα» των χρονικών σημασιών. Ο διάλογος μας με το αιώνιο δεν σημαίνει πως εισερχόμαστε εμείς σε αυτό αλλά πως αυτό εισέρχεται σε εμάς, είναι παρόν σε εμάς. Σχετιζόμαστε με αυτό όντας αυτό μη σχετιζόμενο με εμάς. Το αιώνιο ως ένα παρόν του σε εμάς, δεν είναι παρουσία ούτε σχετίζεται με εμάς, αφού το αιώνιο δεν έχει παρουσία ούτε σχετίζεται με ό,τι άλλο.

 **

Η παροντικότητα της παροντικότητας του αιώνιου είναι μόνον παροντική. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα είδος παροντικής παρουσίας του αιώνιου αλλά μόνον παροντικότητά του. 
Η παροντικότητα του όντος που είναι το «αιώνιο» δεν παρουσιάζεται και δεν σχετίζεται απο την πλευρά του με το άλλο ον αλλά σημαίνει πως το «αιώνιο» είναι ένα «παρόν» εντός του και το οδηγεί στην συσχέτισή του (του άλλου όντος) με αυτό. 
Μπορεί να είναι το ον αυτό που ονόμασαν θεό, αλλά δεν είναι θεός γιατί ο θεός είναι μια καθολική σχέση, με αμφοτερόπλευρο τον συσχετισμό, όση κι αν είναι η διαφορά δύναμης ή η ιεραρχική «ανωτερότητά» του στην σχέση του με το «δημιούργημά» του. 
Δεν θέλω να ορίσω το περιβάλλον αυτό ον ως καθολικό  «σημειακό», αφού αν και «περιβαλλόμενο» σημειακά από εμάς δεν μπορεί να περιβληθεί παρά μόνον με την άρνηση, αποφατικά, εφόσον είναι το περιβάλλον ον που δεν περιβάλλεται παρά μόνον ως απόλυτα περιβάλλον τα πάντα. 
Ό,τι σημαίνεται ως «περιβάλλον τα πάντα» δεν μπορεί να έχει καθολική σήμανση, δεν μπορεί να είναι σημειακά προσδιορισμένο με έναν προσδιορισμό που με τη σειρά του θα το περιβάλλει συγκροτώντας το εσωτερικά. 
Η περιβάλλουσα σήμανση τού «περιβάλλοντος τα πάντα» όντος είναι μόνον περιβάλλουσα, χρησιμοποιώντας δε το εγγύτερο, στα πράγματα που περιέχει, αρνητικό προς αυτά, στοιχείο.

Αυτό το στοιχείο είναι ο χρόνος και η ικανότητά του να λειτουργεί όχι μόνον απλά, όπως είναι ως «φυσικός» χρόνος, αλλά και δια της αλλοιώσεως του. 
Ο χρόνος στη πραγματικότητα μπορεί να είναι απλά, σε σχέση με το αιώνιο, ο τόπος εργασίας τού ιδανικού ομοίωματός του. 
Δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι, το «αιώνιο», ελλειπτικά σημαινόμενο ως χρόνος , ως ένας χρόνος που σημαίνεται ως ένας απροσδιόριστος χρόνος από έναν προσδιορισμένο. 
Ο προσδιορισμένος ούτως χρόνος φέρεται όμως προς τον απροσδιόριστο ή είναι αυτή η μοναδική προς τον απροσδιόριστο χρόνο φορά (-φέρεια) και τίποτα άλλο. 
Αυτός ο εξαρτημένος από το αιώνιο σημειακός χρόνος είναι μεν μια παρουσία, αλλά μια παρουσία που εξαλείφεται από το αιώνιο, μια παρουσία που είναι μόνον αυτή η εξάλειψη.
Αυτό που ως χρόνος σημαίνει το αιώνιο είναι η αποτύπωση της είσδυσης του αιώνιου στο ον που το σημαίνει και όχι ένα σημείο που θα σήμαινε μια ύπαρξη όπως όλες τις άλλες υπάρξεις που σημαίνουν τα σημεία. Είναι μεν σημείο αλλά ως ένα άνοιγμα. Ένα άνοιγμα όμως που είναι ως ον (και σημείο) μόνον αυτό το άνοιγμα. Όμως αυτό το άνοιγμα πρέπει πάντα να σημαίνεται ως το εγγύτερο θετικό-αρνητικό αυτού στο οποίο ανοίγεται. 
Το άχρονο είναι το χρονικό σημείο που σημαίνει αυτή την ιδιότητα, εφόσον περιέχει τόσο την περατότητα που είναι αναγκαία σε έναν προσδιορισμό όσο και την αοριστία που είναι αναγκαία σε έναν αποφατικό μη-προσδιορισμό που επιτελεί τον ρόλο της σημασίας ενός όντος χωρίς δυνατότητα προσδιορισμού που προσδιορίζει όμως αυτό που «προσδιορίζει» και το ίδιο (το ά-χρονο δηλαδή προσδιορίζει κάπως το αιώνιο χωρίς όμως να το συγκροτεί εσωτερικά, είναι το αιώνιο από μια εξωτερική προς αυτό σκοπιά, αλλά και ως κάτι ομοιάζον).
Ο χρόνος ορίζεται δια μιας καθαρής, άρα κενής, αυτοάρνησης, ως εκείνο το υπόλοιπο του που θαρρείς αρχίζει να αναφέρεται σε κάτι «έξω» από τον «εαυτό» του.
Το ά-χρονο στην πραγματικότητα είναι μια χρονοειδής ακόμα, και κενή, υπέρβαση τής «φυσικής» χρονικότητας, η οποία δεν μπορεί παρά να ομοιάζει και να θυμίζει μια κενή «απάρνηση» τού εαυτού της που σημαίνει δια τού «στερητικού» «α-» την παραμονή, ακόμα, στην φυσικότητα τού χρόνου, στον χρόνο ως φυσικότητα.
Το ά-χρονο ως το σημειακό ομοίωμα του αιώνιου, είναι η σημειακή ένωση του αιώνιου με το χρονικό μη-αιώνιο, το οποίο περιέχει την δυνατότητα ως σημείο να αγγίξει σαν σε μια πρώτη κενή «εφόρμηση» το αιώνιο, να το περικλείσει ως απερίκλειστο --σε μια αιφνίδια κενή κατηγόρηση. 

Ούτως, γίνεται ακόμα μια φορά ορατή, στο πεδίο της σήμανσης, η μονοσημαντότητα της συσχέτισης, το απόλυτο του μοναδικού προσανατολισμού της μη-αιωνιότητας στην αιωνιότητα, όταν η μη-αιωνιότητα σχετίζεται με την αιωνιότητα. Αν το άγγιγμα, από εμάς, αυτού του αδιάφορου όντος θα μπορούσε να το περικλείσει σημειακά, περιέχοντάς το, εγκλείοντάς το, συγκροτώντας το ως ον, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση..

**

Οι έμμεσες αναφορές της καπιταλιστικής κοινωνικής αντίληψης στα νοήματα της χρονικότητας, όταν τίθεται το σημείο τής αρνητικής νοηματικής συγκρότησης τους, αναδύονται θεωρησιακά μόνον με την χρήση ερμηνευτικής βίας. 
Η αρνητική συγκρότηση που αναφέρουμε δεν αφορά τις όποιες αποφατικές έστω εννοιολογήσεις της χρονικότητας αλλά εντοπίζεται σε έναν μη οριζόμενο τόπο. 
Γι' αυτό, σε αυτή την περίπτωση, είναι αδύνατη όχι μόνον η θετικοποίηση-εννοιολόγηση της χρονικότητας δια της αποδοχής της αρχικής αρνητικής της έννοιάς της αλλά (είναι αδύνατη) επίσης και η (καντιανής εκκίνησης) ειδική υπερβατολογική έννοιά της που σημαίνει ένα είδος συγκροτητικής οργάνωσης της έννοιας-κατάστασης «χρόνος» ως λειτουργικής προϋπόθεσης των στοιχείων που την συγκροτούν. 
Η δυσχέρεια μιας εννοιολόγησης τού χρόνου υπό αυτές τις μη-προϋποθέσεις αφορά στην δυσκολία να μην υποκύψει κανείς στον υπερβατισμό. Μεταξύ της νεωτερικής απόκρυψης και της προ-νεωτερικής υπερβατικοποίησης τού χρόνου. Μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης.

** 

Η χρόνωση του όντος το καθιστά Είναι και το Είναι καθίσταται Εν όταν απο-χρονώνεται. 
Η απο-χρόνωση του Είναι σημαίνει την αναμετατροπή του σε Ον χωρίς την ενότητά του (όμως) με τον καθορισμό της πολλαπλότητας. Αυτό σημαίνει πως το μη-ακόμα-χρονωμένο-Ον έχει εντός του τον καθορισμό της πολλαπλότητας, είναι ένα Εν-Πολλά, ενώ το χρονωμένο Ον, δηλαδή το Είναι, είναι ένα Εν-Πολλά που μετατρέπεται, δια του καθορισμού της χρόνωσης, σε ένα Εν-Πολλά που περιέχει τον αφανισμό της πολλαπλότητας ως δυνατότητα. 
Όταν η δυνατότητα αυτή δια της απο-χρόνωσης μετατρέπεται σε πραγματικότητα έχουμε την μετατροπή του Είναι σε Εν-Αιώνιο. 
Το μη-ακόμα-χρονωμένο-Ον είναι ένα προ-χρονικό Ον σε διάκριση προς το δυνητικό μη-χρονικό που είναι το Είναι και σε διάκριση (επίσης) προς το ενεργεία μη-χρονικό που είναι το Εν-Αιώνιο. 
Η ενότητα του δυνητικού μη-χρονικού με το ενεργεία μη-χρονικό σημαίνεται με τον καθορισμό του ά-χρονου ενώ το ενεργεία μη-χρονικό είναι το Εν-Αιώνιο. 
Όταν όμως μιλάμε για το προ-χρονικό μη-ακόμα-χρονωμένο Ον δεν χρησιμοποιούμε έναν χρονικό καθορισμό
Επίσης, όταν μιλάμε για το μετα-τον χρόνο-Ον δεν χρησιμοποιούμε έναν χρονικό καθορισμό
Το μη-ακόμα-χρονωμένο-Ον δεν είναι αναγκαία ένας χρονικός καθορισμός αν σημαίνει ένα είδος υποδεκτικότητας της χρονικότητας που δεν είναι η ίδια χρονικότητα. 
Το μετά-τον χρόνο-Ον, επίσης, δεν είναι αναγκαία ένας χρονικός καθορισμός αν σημαίνει ένα είδος ενέργειας δια της χρονικότητας που αν και απορρέει από αυτήν δεν είναι η ίδια χρονικότητα. 
Πρέπει όμως να διακρίνουμε διευκρινιστικά περαιτέρω την μη-χρονική υποδεκτικότητα ως οντότητα με την μη-χρονική οντότητα που προκύπτει από την μετατροπή του χρονωμένου όντος που είναι το Είναι σε Εν. 
Η μη-χρονικότητα της προ-χρονικής υποδεκτικότητας είναι μια εντελώς διαφορετική οντότητα από την μη-χρονικότητα της μετα-χρονικής οντότητας που είναι το Εν-Αιώνιο. 
Το ερώτημα που απορρέει μετά από όλα αυτά είναι: 
Το μετα-χρονικό Ον που είναι το Εν-Αιώνιο υφίσταται σε μια διαλεκτική του Χρόνου ως ανυπόθετη (α-προϋπόθετη) προϋπόθεση του Χρόνου
Είναι δηλαδή το μετα-χρονικό, στην αλήθεια του, το όντως προ-χρονικό τού Χρόνου και ως το όντως προ-χρονικό τού Χρόνου η ουσία τού Χρόνου; 
Η θεώρηση για την ύπαρξη μη-χρονικά καθορισμένων οντοτήτων αποτελεί στην πραγματικότητα ένα είδος νοηματικής αφαίρεσης που αίρεται μερικά με την διάκριση ανάμεσα στην μη-χρονικότητα της προ-χρονικότητας και την μη-χρονικότητα της μετα-χρονικότητας (που ως μετα-χρονικότητα κυρίως αφορά την παραδοσιακή μεταφυσική της «αιωνιότητας»). 

 **

Η νεωτερικότητα θεμελιώθηκε και αναδύθηκε νοηματικά (και πρακτικά) διά της πλήρους χρονοποίησης του χρόνου. 
Τίποτα χρονο-ειδές δεν μπορεί, εντός της νεωτερικής αναπαράστασης της χρονικότητας, να είναι ουσιακά μη-χρονικό, ακόμα κι αν γίνεται εφικτή η χρήση υπερβασιακών ορισμών, και η βίωση υπερβασιακών βιώσεων, του χρόνου. 
Ακόμα και η αναφορά σε μη-χρονικούς καθορισμούς έλκει αυτούς τους καθορισμούς στο εσωτερικό του χρονικού καθορισμού. Δεν θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε μιαν άλλη αναπαράσταση του χρόνου, από αυτήν τής νεωτερικότητας, παρά μόνον μέσα στα όρια και τις οριακές υπερβάσεις της χρονικότητας. Όμως ακόμα και αυτή η οριακή υπέρβαση του χρόνου αν και παραμένει εντός της απόλυτης χρονικότητας των χρονικών καθορισμών περιέχει τη δυνατότητα της διαλεκτικής διαφυγής. 
Η έννοια της αιωνιότητας ως μιας υπερβασιακής χρονικότητας δεν αφορά μόνον ένα είδος Διάρκειας τού χρόνου που πραγματώνει την ροή του προκαλώντας ρήγματα σε αυτή την ροή και πραγματώνοντας τα ρήγματα που η ίδια ως διάρκεια δημιούργησε, αλλά αφορά επίσης το μη-χρονικό αίτιο αυτής της ροής. 
Η μη-χρονικότητα της αιτίας της Διάρκειας που σημαίνει την χρονική ροή παραμένει ως καθορισμός αναφερόμενος στην χρονικότητα, διπλασιασμένος πλέον στην προ-χρονικότητα και την μετα-χρονικότητα, αλλά αυτό συμβαίνει χωρίς να υπάρχει πλήρης χρονοποίηση του ως καθορισμού. 
 **
Ο γενικός καθορισμός της χρονικότητας έχει πολύ συγκεκριμένους 3 υπο-καθορισμούς, που τον παράγουν ως συγκεκριμένο γενικό καθορισμό: Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον. Ποιος είναι ο πραγματικότερος και περισσότερο «συγκεκριμένος» από αυτούς τους υπο-καθορισμούς και ποιός ο μη-πραγματικός και λιγότερο συγκεκριμένος; 
Θεωρούμε πως είναι επιβαλλόμενο να επιλέξουμε ένα είδος ιεραρχικής διάκρισης «μεταξύ» των υπο-καθορισμών, με βάση την ανώτερη αξία τού θεωρούμενου ως πραγματικού και συγκεκριμένου, χωρίς αυτή να είναι αναγκαία η αληθέστερη θεωρητική θέση. Μπορεί κανείς να θεωρήσει, εντασσόμενος σε μια αντίθετη ερμηνευτική θέση, όλους τους υπο-καθορισμούς του χρόνου ως ισοδύναμους και αλληλο-καθορισμένους.  
Θα θέλαμε να συγκροτήσουμε 2, αντί 3, υπο-καθορισμούς του χρόνου, με τις εξής 3 εναλλακτικές δυνατότητες: 

α) Το Παρελθόν-Παρόν και το Μέλλον.
β) Το Παρελθόν-Μέλλον και το Παρόν.
γ) Το Παρόν-Μέλλον και το Παρελθόν.

Η κάθε μία από αυτές τις 3 εναλλακτικές μπορεί να δομηθεί με άλλη σειρά διαδοχής, γεγονός που δημιουργεί πολλές δυνατότητες νοηματοδότησης εντός τού κοινού πλαισίου του υπο-καθορισμού που θεωρείται ως πραγματικότερος. 
Η δική μας επιλογή είναι να θεωρήσουμε ως πραγματικότερο τον υπο-καθορισμό (α) δηλαδή: Παρελθόν-Παρόν και Μέλλον. Αλλά υπό την συγκεκριμένη σειρά που παραθέσαμε την οποία λαμβάνουμε με την αξιοθετική και οντολογικά ιεραρχικοποιημένη έννοιά της (και όχι με την σειρά Μέλλον και Παρελθόν-Παρόν). Όμως δεν πρέπει να ξεχάσουμε το γεγονός πως αναφερόμαστε στον εμμενή ως πρός τον εαυτό του χρόνο χωρίς ακόμα να εξετάζουμε πλήρως τις υπερβασιακές αποκλίσεις. 
Για να μην αφήνουμε όμως τα πράγματα σε μια δήθεν βαθιά εκκρεμότητα θα λέγαμε πως και στην υπερβασιακή του απόκλιση ο συγκεκριμένος, και εκ της συγκεκριμενότητάς του απαρτιζόμενος από τα ιεραρχημένα υπο-συστήματά του (υπο-καθορισμούς του), χρόνος, είναι ο ίδιος. Ήτοι, το συγκεκριμένο και πραγματικό, ή το συγκεκριμενότερο και πραγματικότερο , του χρόνου, είναι το ίδιο με αυτό που προκύπτει από την υπερβασιακή απόκλιση. 
Η (χρονική) υπερβασιακή απόκλιση (της χρονικότητας) δεν αναφέρεται σε μια απόκλιση που αναστρέφει την υπάρχουσα ιεράρχηση αλλά σε μια απόκλιση που την επιτείνει.
** 


Το παρελθόν δεν υφίσταται γενικά ως ίχνος αφού ακόμα και αυτός ο καθορισμός υποσημαίνει, παρά την αχνότητά του, μια πραγμοποιημένη κατάσταση, ή μιαν υπόσταση. 
Το παρελθόν υφίσταται ως ενεργός πραγματικότητα μέσα από την ενέργεια του παρόντος που το συνεχίζει και ως εκ τούτου δεν υφίσταται στην κυριολεξία παρά μόνον διά της συνέχισής του στο παρόν. 
Ωστόσο ακόμα και αυτό το ίδιο το παρόν δεν έχει κάποιον σταθερό υποστασιακό καθορισμό, ούτε είναι πλήρες, και αυτό φαίνεται να συμβαίνει χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούμε στην ροϊκότητά του, το θεωρούμενο ως ακαθόριστό του που απορρέει από την ροϊκότητα αυτή. 
Το παρελθόν και το παρόν είναι ένα παρελθόν-παρόν που ανοίγεται σε μια διαρκή επανερμηνεία της ουσίας του μέσα στις διαμεσολαβήσεις της ενεργού πραγματικότητας του παρόντος. Από την άλλη όμως αυτό το παρελθόν-παρόν δεν είναι ένα άνοιγμα στην γενική δυνητικότητα εκείνη που θυμίζει την (υποτιθέμενη;) δυνητικότητα του μέλλοντος. 
Οι στερεοποιήσεις που περιέχει το παρόν αποκαλύπτουν την δύναμη του συντελεσμένου. 
Το παρελθόν-παρόν είναι κάτι που συμβαίνει έχοντας ήδη συμβεί παρόλο που το ίδιο το παρόν ως υπο-καθορισμός του υπο-καθορισμού του χρόνου «παρελθόν-παρόν» περιέχει ένα πλεόνασμα μη-συντελεσμένου. 
Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτό το πλεόνασμα είναι αυτό το μέρος της σύνθεσης «παρελθόν-παρόν» που αναφέρεται στο παρόν ως καθεαυτό. Και μάλιστα θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτό το σκέλος της προαναφερθείσας σύνθεσης είναι ακριβώς «αυτό» από το οποίο κατάγεται το μέλλον. 
Δηλαδή, θα μπορούσε να πει κανείς πως το σκέλος «παρόν» της σύνθεσης «παρελθόν-παρόν» είναι αυτό που έχοντας την δυνατότητα της πλεονάζουσας δημιουργικής δύναμης ή την δυνατότητα της απόκλισης από το παρελθόν δημιουργεί το μέλλον, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται κάποια έλξη του από το ακαθόριστο του μέλλοντος.   
Περιοριζόμενοι σε αυτή την οπτική θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το «παρελθόν-παρόν» ως μία σχετικά σταθερή μορφή μετάβασης του παρελθόντος ως ακέραιου στο μέλλον ως ακέραιο, που όμως αν και σταθερή (ως μορφή) παραμένει κυρίως μεταβατική. 
Στην περίπτωση όμως που έχουμε (όπως εμείς) θεωρήσει το «παρελθόν-παρόν» ως ένα εναρκτήριο καθορισμό του καθορισμένου-Είναι, ή το καθορισμένο-Είναι στην εναρκτήρια στιγμή του, είμαστε υποχρεωμένοι να το περιορίσουμε στην μη-μεταβατικότητα που έχει κάθε καθορισμένη αλλά και ταυτώς μη-μεταβατική μορφή. 
Δεν χρειάζεται να αρνηθούμε τον καθορισμό της σύνθεσης «παρελθόν-παρόν» όπως την περιγράψαμε παραπάνω αλλά μπορούμε να τον εντάξουμε, ως μεταβατικό αρνησιακό καθορισμό (εντάσσοντας και την σύνθεση αυτή στην συγκεκριμένη της μορφή), σε ένα ύστερο στάδιο της διαλεκτικής εξέλιξης που αναφέρεται στην μετάβαση από το πρωταρχικά καθορισμένο (καθαρό-)Είναι/Μηδέν στο καθορισμένο Είναι της Ουσίας ή των ποιοτικών προσδιορισμών. 
Αυτό όμως στο οποίο αναφερόμαστε εδώ δεν είναι η εγελιανή Ουσία ως το υπάρξαν που ταλαντώνεται μεταξύ παρελθόντος και μελλοντο-στραφούς παρόντος, και το οποίο περιγράψαμε ως μεταβατική μορφή, αλλά το «παρελθόν-παρόν» στην περιοχή του πρωτο-καθορισμού (την οποία ο Έγελος θεώρησε ως μη καθορισμένο α-προϋποθετικό Είναι). 
Εδώ αναφερόμαστε λοιπόν στο «παρελθόν-παρόν» ως το χρονοειδές εκείνο που αναφέρεται στην άρση του πρωταρχικού ά-χρονου/πολλαπλού μέσα στο πρωτο-καθορισμένο Είναι χωρίς αυτή η άρση να έχει επιτελεστεί ολικά. 
Το εδώ αναφερόμενο «παρελθόν-παρόν» είναι το αρχέγονο Είναι που έχει μεταβεί σε χρονικό και καθορισμένο-Είναι όντας ήδη χρονικό και καθορισμένο-Είναι. 
Αυτό που είναι σημαντικότερο εδώ είναι η ήδη μετάβαση και όχι η μετάβαση ως καθαυτό. Ακόμα και έτσι όμως το «παρελθόν-παρόν» δεν είναι ένα ίχνος:
Παραμένει ένα ερώτημα των όντων που δεν περιέχει μίαν αμιγώς ή αποκλειστική συντελεστική στοιχείωση στον καθορισμό τού μέλλοντος ή τού παρόντος. 
Με βάση αυτές τις διευκρινίσεις, που μας οδηγούν ξανά και ξανά στις εσχατιές της ύλης, πριν ακόμα επανέλθουμε στον εγελιανό κόσμο των καθορισμών (ακόμα και των πρωτο-καθορισμών που βαφτίστηκαν από τον Έγελο ως μη καθορισμοί) προχωράμε σιγά σιγά στην ερμηνεία μας.  
Η ζωντάνια του παρόντος εκφράζεται με τη παρουσία των όντων που περιέχονται σε αυτό τείνοντας να προσδώσουν στην κίνησή τους την πρόσθετη ιδιότητα της ποιοτικής μετατροπής τους ή της ποιοτικής μετατροπής του Όλου-παρόντος, είτε αυτή η μετατροπή σημαίνει την επιστροφή του παρόντος στο παρελθόν του είτε την ανάδυση του παρόντος σε μέλλον του.
Η ίδια η οντότητα αυτή, με αυτό τον τρόπο, σημαίνει την υπέρβαση του παρόντος ως ενός χρονικού υποσυστήματος που θα υπερείχε ως προς την πληρότητα και την σφαιρικότητά του, όπως λέγεται πολλές φορές, των άλλων χρονικών υποσυστημάτων, δηλαδή του παρελθόντος και του μέλλοντος. 
Είναι βέβαια προφανές πως αυτή η προφανής έλλειψη πληρότητας και σφαιρικότητας θεραπεύεται είτε με την πρόσδεση τού παροντο-λογικού προσδιορισμού στον μελλοντο-λογικό προσδιορισμό [αφού η μη-πληρότητα και σφαιρικότητα που ενέχει ο παροντο-λογικός προσδιορισμός αναιρείται δια της ένωσής του με το εκπληρώνον-το-παρόν μέλλον], είτε με την πρόσδεση τού παροντο-λογικού προσδιορισμού στον παρελθοντο-λογικό προσδιορισμό [αφού η μη-πληρότητα και σφαιρικότητα που ενέχει ο παροντο-λογικός προσδιορισμός αναιρείται δια της ένωσής του με το εκπληρώνον-το-παρελθόν παρόν]. 
Όπως βλέπουμε η ανοιχτότητα του παρόντος δεν αφορά μόνο το μέλλον αλλά και το παρελθόν, αλλά αυτό συμβαίνει με διαφορετικό τρόπο. 
Η ανοιχτότητα προς το μέλλον είναι εκφρασμένη και αισθητοποιημένη ως δημιουργικο-καταστροφική αναίρεση του παρόντος σε ένα άλλο παρόν, ολότελα διαφορετικό ως προς την οργάνωση των ιδιοτήτων του όντος με καταστροφή παλαιών στοιχείων, διατήρηση παλαιών στοιχείων, αλλά και την ανάδυση ριζικά νέων στοιχείων. Το νέο παροντικό Όλον είναι ένα άλλο Όλον ως προς την οργάνωση των ίδιων στοιχείων αλλά και την εμφάνιση νέων στοιχείων και την καταστροφή πολλών από τα παλαιά. 
Το παράδοξο που αναδύεται από αυτή την λειτουργία του όντος, δια της σχέσης του παρόντος του και του μέλλοντός του, είναι πως το ίδιο το αρχικό παρόν εμφανίζεται πλέον ως ένα κατεξοχήν ελλειπτικό ον. 
Ό,τι υπάρχει ως ζωντανό και πλήρες, σφαιρικό, απτό, δυνατό και ένδοξο, σαν κορυφαία στιγμή της ιδιάζουσας παρουσίας του όντος ως όντος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εμφανίζεται τώρα ως ένα ήδη ερείπιο που σχηματίστηκε από το αναδυόμενο μέλλον του.  
Η εικόνα λοιπόν ενός θριαμβεύοντος μοντερνισμού δεν είναι άσχετη προς την εικόνα ενός ερειπιώδους οντολογισμού τού μέλλοντος, κατά πολύ καταστροφικότερου τού ερειπιώδους οντολογισμού τού ρομαντισμού. 
Τουλάχιστον ο ρομαντισμός έψαυσε εντός τού ερειπιώδους ένα χαμένο Όλον, πόθησε με φαντασιώδεις τρόπους την ανασύστασή του. 
Η ανοιχτότητα προς το παρελθόν είναι εκφρασμένη και αισθητοποιημένη ως αναίρεση του παρόντος δια της επανάληψης εντός του των δικών του παρελθοντικών θεμελιώσεων του. 
Η αναίρεση του παρόντος μέσα στο παρελθόν του σημαίνει επίσης την καταστροφή του ως πλήρους και σφαιρικού όντος αλλά όσο, και μόνον όσο, αυτό ως παρόν είχε επιτελέσει την καταστροφή του παρελθοντικού παρόντος-Όλου από το οποίο είχε προκύψει. 
Κάθε επιστροφή στο παρελθόν υπό αυτούς τους όρους σημαίνει την δημιουργία του παρόντος ως ενός ερειπίου που δεν είναι μόνον ήδη ερείπιο όπως συμβαίνει αυτό στο παρόν που απειλείται από το ελευσόμενο μέλλον, αλλά ένα ερείπιο καθαυτό, ένα ήδη-ήδη ερείπιο. 
Ό,τι υπάρχει ως ζωντανό και πλήρες, σφαιρικό, απτό, δυνατό και ένδοξο, σαν κορυφαία στιγμή της ιδιάζουσας παρουσίας του όντος ως όντος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εμφανίζεται τώρα ως ένα ήδη-ήδη ερείπιο που σχηματίστηκε από το αναδύον-τούτο παρελθόν του το οποίο όμως κι αυτό ήταν ερείπιο ως ήδη συντέλεση ενός άλλου παρελθόντος-παρόντος και ούτω καθεξής. 

Το παρελθόν δημιουργεί ούτως το μελλοντικό παρόν που γεννήθηκε εντός του και διά αυτού [ως καινοτόμα δύναμη], ως ένα παρόν που δεν υπάρχει ουσιωδώς, ούτε καν στο δικό του παρόν αλλά ούτε καν στο παρελθόν που το κυοφόρησε υπάρχον (αυτό το παρελθόν) ως ένα δυνητικό παρόν. 
Επίσης, φαίνεται να αξίζει στο παρελθόν-παρόν τού (μελλοντικού) παρόντος αυτού (που κρίνεται από το παρελθόν του) κάτι που συνεχίζει να είναι αυτό το παρελθόν-παρόν το ίδιο, αυτό δηλαδή που υπήρξε ουσιωδώς ως προεργασία του νέου παρόντος, ό,τι διατηρήθηκε αλλά και πολλά από αυτά που δεν διατηρήθηκαν, αν και άξια ύπαρξης. 
Η αξιοπρέπεια της επιστροφής στην παρελθοντική θεμελίωση αφορά αυτή την αναβίωση όχι μόνον της ζωντάνιας της ολότητας-παρόντος που κάποτε υπήρξε ως ένας κόσμος αληθινός, με την αθλιότητα και την ομορφιά του, αλλά και ως αναβίωση εκείνων των στοιχείων αυτής της ζωντανής ολότητας-παρόντος που κάποτε υπήρξαν σε πλήρη ομορφιά και πληρότητα και τώρα κείτονται νεκρά και εξοντωμένα από τον χυδαίο μοντερνισμό ενώ υπήρξαν και ως ενέργειες και ως ανεκπλήρωτες δυνατότητες. 
Η επιστροφή στο παρελθόν δεν περιορίζεται λοιπόν μόνο σε αυτή την πτυχή των όντων που έχει να κάνει με τα συλλογικά νοήματα και τις συλλογικές βιώσεις που συνέχισαν. 

Μέσα στο παρελθόν υπήρξαν πρόσωπα, υπήρξαν πράγματα, υπήρξαν ιστορίες ανθρώπινες, υπήρξαν αδικίες ανείπωτες, υπήρξαν ηδονές ασύλληπτες, υπήρξαν λάμψεις, υπήρξαν ελπίδες και αυταπάτες, υπήρξαν δυνατότητες ανεκπλήρωτες, μέλλοντα που δεν είχαν την τύχη να ορθώσουν το αλαζονικό τους σώμα στον κόσμο, υπήρξαν υποθέσεις ανεξερεύνητες, πάθη άσκοπα, φλόγες που έσβησαν, ρίγη σύγκορμα, φλόγες που κατέκαψαν ζωές. 
Μέσα στο παρελθόν υπήρξαν προδοσίες, φιλίες, Κάλλος, Σκότος, θλίψη, χαρά. Υπήρξε το ανθρώπινο άγνωστο στη γραφή, πιο μυστικό και από την γραφή που δεν γράφτηκε ποτέ. Και τώρα όλο αυτό το όλον της παρουσίας δεν δύναται να ορθωθεί στον Λόγο. Θα μείνει για πάντα ένα υπάρξαν.

 **

Η ενικότητα της ύλης που είναι το πρόσωπο που δεν ορθώθηκε σε πρόσωπο δεν δικαιώνεται με την ανάδυση του προσώπου του. 
Τα βυθισμένα στη Λήθη πρόσωπα δεν δικαιώνονται, δεν ανασταίνονται, δεν εκπληρώνονται, δεν υφίστανται πια ποτέ, γιατί η κάθε κοινωνία, και αυτή η κοινωνία της αλαζονικής παροντο-μελλοντικότητας, έχει κτιστεί σαν ένα ήδη-ερείπιο του χρόνου ως ενότητας. Το παρόν εδώ δεν μπορεί να επιστρέψει στο παρελθόν του, κατόρθωσε να το καταστρέψει ως πρόσωπο αναδύοντας το πρόσωπο μόνον ως μια ελπίδα, μόνον ως μια προσμονή, ως έναν ψευδο-ουτοπικό όλεθρο, μόνον ως ένα παρόν που είναι πάντα παρελθόν ενός μέλλοντος.
**

Η ανασύσταση της ενότητας και της συνέχειας του χρόνου της αλήθειας και της αλήθειας του χρόνου δεν είναι πλέον δυστυχώς ένα αποδεκτό ουτοπικό ενέργημα. 
Γιατί είναι προφανές σε όποιον ξέρει τι είναι Φιλοσοφία πως αυτή θέτει όρια στην όποια αναζήτηση του Αληθούς αλλά ταυτόχρονα σπάει τα όρια. 
Κανονικά όμως σπάει, ή θα «έπρεπε» να σπάει και αυτά τα νέα όρια που έθεσε η ίδια και όχι μόνον τα όρια που υπερέβη ανα-οροθετώντας την αναζήτηση, και αυτό το πράγμα δεν μου φαίνεται να είναι και τόσο αυτονόητο σε πολλούς «ριζοσπάστες» θεωρητικούς τού μοντερνισμού. 

Όπως είδαμε στις προηγούμενες ερμηνείες μας η υποτιθέμενη συνεκτικότητα και πληρότητα του παρόντος ως υποσυστήματος του γενικού συστήματος του χρόνου αμφισβητείται από τα ίδια τα πράγματα της προσωπικής εμπειρίας μας και της κοινωνικής εμπειρίας. 
Πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε πως η υποτιθέμενη αυτή πληρότητα δεν αφορά μόνον αυτό που θεωρήθηκε ως σημειακή στιγμή του χρονικού συνεχούς αλλά (αφορά) επίσης και την εξίσου υποτιθέμενη στιγμή-πληρότητα του ρήγματος αυτού του συνεχούς, η οποία φυσικά, παρά την στεφάνωσή της ως κριτικής δύναμης όχι μόνον του συνεχούς αλλά και της πληρότητας, έχει αποκτήσει την φιλόδοξη ιδιότητα της αναπλήρωσης της πληρότητας από την δική της πληρότητα.
Το παρόν εμφανίζεται σήμερα ως ο κατεξοχήν φορέας της πληρότητας και της συνοχής, ακόμα και όταν αυτό επιτυγχάνεται με την πλήρη αντιστροφή της σημασίας της συνεχειακής συνοχής και την διαδοχή της από την συνοχή που ενέχει μια πράξη διάρρηξης τής «συνοχής του συνεχούς», αυτό το παρόν λοιπόν φορτώθηκε κι αυτό με τόσες μεταφυσικές ελπίδες που κυμάνθηκαν από την υποδοχή της θρησκευτικής καταληψίας ως την υποδοχή της επαναστατικής μεταβολής.
 **
Ιωάννης Τζανάκος
 
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου