Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Βασικά φιλοσοφικά προβλήματα..

 
Η αμφίρροπη αναζήτηση τής αλήθειας.
Οι αλήθειες γίνονται σαν λεπτές επιστρώσεις ενός χαλύβδινου βράχου, σαν να μαζεύουν όλη τη σκουριά του κόσμου, και αυτή είναι η συγγένειά τους με τα ψεύδη, είτε αυτά πηγάζουν από τον βράχο αυτό, είτε από το χάος που τον περιβάλλει. 
Το ψεύδος είναι πιο ισχυρό από την αλήθεια, λόγω και των μεταμφιέσεών του σε αλήθεια.  
Η ανακάλυψη της μασκαράδικης πληθωρικότητας του ψεύδους σε βάζει σε μια διαρκή καχυποψία, και αυτό είναι το αίτιο της επιφύλαξης όλων των μεγάλων φιλοσόφων προς την αυτο-αναγορευόμενη Αλήθεια, την Αλήθεια χωρίς το βάσανο της αμφιβολίας. Μπορεί όμως και αυτή η καχυποψία αντί να γίνει ασφαλιστική δικλείδα να μετατραπεί σε άλλη μια μορφή ψεύδους, ένας ύμνος στην ψευδότητα. 
Έτσι η ψευτιά, και η αποφυγή της δια μέσω των τομών τής άρσης της (η αλήθεια ως άρση και μόνον τού ψεύδους) και δια μέσω τής άρνησης τής «αλήθειας» (ως αυτοτελούς υπόστασης), αναγορεύεται σε βασιλικό δρόμο προς την Αλήθεια.
Δεν χρειάζεται να αναφέρω ξανά την διαφωνία μου προς αυτούς τους στοχαστές που για να μην (αυτο-)εξαπατηθούν από τις κίβδηλες «αλήθειες» παρέδωσαν τα όπλα στο ψεύδος, ακολουθώντας τις παραπάνω θεωρητικές πρακτικές πραγμάτευσης τού αληθολογικού προβλήματος.
Ας το δούμε συγκεκριμένα:   
Το ψεύδος δεν είναι μόνον το «συνεχές» που τέμνει η εξαρτημένη από αυτό Αλήθεια, αν και είναι προφανές πια πως είναι και αυτό, εφόσον σε έναν κόσμο πηχτό από ψεύδη υπάρχει και η αλήθεια της ελευθερίας από αυτά. 
Αν ο κόσμος, λένε κάποιοι, μπορούσε να απαλλαχθεί από το ψεύδος, τι νόημα θα είχε η αγωνία για το αληθές;  
Υπάρχει φυσικά η εγελιανή διαλεκτική της αφομοίωσης του μερικού και αποσπασματικού από το ολικό και πλήρες, το οποίο προκύπτει τελικά από την αγωνία του μέρους, και δεν μπορεί παρά να προκύπτει αναγκαστικά από όλη την διεργασία αυτής της ολοποίησης. 
Το μερικό απελευθερώνεται από το ψευδολογικό του περίβλημα και διασώζεται ως στιγμή της αλήθειας. 
Αυτή είναι και η μόνη δυνατότητα οντολογικής «επιβίωσης» του σώματος του ψεύδους, που δεν είναι το ψεύδος το ίδιο, αλλά το μερικό που, αντιτιθέμενο με το άλλο μερικό, αίρεται τελικά μέσα στο αληθές. 
Στη καθημερινότητα μια τέτοια εγελιανή διαλεκτική μπορεί να καταλήξει σε κωμωδία. 
Ο ψευδολόγος γείτονας που σου κλέβει τα γράμματα και έπειτα απορεί για τους κλέφτες, ή ο ψευδολόγος «φίλος» που διαδίδει χυδαιότητες για το πρόσωπό σου, δεν μπορούν εύκολα να αφομοιωθούν σε ένα «αληθές», παρεκτός κι αν τους κάνεις μήνυση, και τελικά δικαιωθείς.   
Μερικές φορές πιστεύω πως ο κρατισμός του Εγέλου μπορεί να εξηγηθεί με την αναγκαιότητα της μεσολάβησης της εξωτερικότητας ενός καταναγκαστικού θεσμού αληθείας. 
Γι αυτό τον λόγο εξάλλου είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς σε ένα κίνημα την μετατροπή του σε κρατικό θεσμό. 
Για μεγάλο χρονικό διάστημα κάποιοι θα κρύβουν το στάρι στις αποθήκες τους.   
Όμως η ζωή των αληθειών δεν προχωρά έτσι. 
Ήδη έχουμε κορεσθεί από διαψεύσεις και απογοητεύσεις, που προστίθενται στα αιώνια ψεύδη των κυρίαρχων τάξεων, αλλά και στην παμπονηριά των καθημερινών υποτελών ατόμων που για να επιβιώσουν μπορούν να πουλήσουν και τη μάνα τους..
Είναι ανάγκη σαν οξυγόνο πια, μια ζωή χωρίς ψεύδη, και χρειάζονται πολιτικές και κοινωνικές αλήθειες χωρίς χειριστικές ψευδο-αλήθειες και πονηριές. 
Η ανθρωπότητα υπάρχει ως μνήμη, στον «απλοϊκότερο» άνθρωπο της γης. 
Δεν στέκονται εύκολα τακτικίστικα αληθοψεύδη. Διψάνε όλοι για αλήθεια, και ειδικά οι πονηρίδιδες της επιβίωσης. 
Κάθε ψεύδος τούς ρίχνει πιο βαθιά στον βούρκο, κάθε χειρισμός επιβεβαιώνει την κυνική απόσυρση τους στην απελπισία και τον φόβο. 
Φυσικά, είναι μέσα στη ψυχή όλων των «πολιτικών κτηνών», αλλά και των κειμενογράφων κάθε είδους, το χούι του χειρισμού.  
Όλοι αυτοί θέλουν να γίνουν «Πατέρες τού Λόγου», και θέλουν να ξέρουν και να ελέγχουν τις δοσολογίες των αληθοψευδών που δίνουν στους θεωρούμενους «ικέτες της αλήθειας».   
Εγώ αντίθετα πιστεύω πως λόγω της συντομίας της «χρησιμότητας» του ψεύδους, η τελική κατάληξη της τακτικής του μισο-ψεύδους/μισο-αλήθειας είναι η απόσυρση, ο καβγάς, και ο διασκορπισμός των ζωντανότερων δυνάμεων.   
Η μη ολοκλήρωση κάποιων αληθειών δεν αφορά κατά την γνώμη μου ένα είδος κατασκευής που δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί, και μάλιστα περιέχει τις αλήθειες αυτές ως στοιχεία της διεργασίας κατασκευής, αλλά την συσχέτιση του υποκειμένου με μια αλληλουχία «άγνωστων», αλλά δυνητικών (άρα κατά την φιλοσοφική μας πίστη ήδη ενεργεία) πραγματικοτήτων που αφορούν μορφές συμβίωσης και επιβίωσης του ανθρώπινου γένους.  
Η αλήθεια (ή οι αλήθειες) δεν είναι κατασκευαστικό γεγονός ή στοιχείο του κατασκευαστικού γεγονότος, αλλά ανα-κάλυψη προ-δεδομένων μορφών και ανάδυσή τους στην εμπειρία της ζωής.  
Αυτό φυσικά θα μπορούσε να θεωρηθεί για τα σημερινά δεδομένα ένας παρωχημένος Πλατωνισμός/Αριστοτελισμός. 
Ακούγεται σχεδόν κωμικό να αμφισβητείς την ριζική νεότητα των νεωτερικών γεγονότων, και πολύ συντηρητικό (πρέπει να γεράσει κι άλλο αυτή η νέα παράδοση για να καλμάρει λίγο με τον χρόνο της. Τότε θα δούμε..).  
Δεν ξέρω αν είναι κάτι τέτοιο. 
 

Η κομμουνιστική Αρχή τής βίωσης και τής σκέψης.
Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει όλη την ανθρώπινη Ιστορία ως τώρα ως μια βίωση και ως μια μίμηση βίωσης της κομμουνιστικής εμπειρίας. Δεν υπάρχει ανθρώπινη ιδέα ή αξία που να αίρεται στο ύψος της αληθινής ζωής, που να μην είναι κομμουνιστική ως ανοιχτός και οξυγονωμένος κομμουνισμός ή κομμουνιστική ως ασφυκτική μίμηση του κομμουνισμού από τον Εφιάλτη και τους αποστόλους του: τα θρησκευτικά τάγματα, τα έθνη, τις εκκλησίες, τις θρησκείες, τα στρατιωτικά σώματα, τις γραφειοκρατικές σέκτες. 
Το ίδιο συμβαίνει και με τις φιλίες. Υπάρχει ο κομμουνισμός και η προδοσία του κομμουνισμού..
Η κατανόηση ενός προ-δεδομένου κομμουνιστικού όντος μπορεί τελικά να αφορά πάντα την σχέση των υποκειμένων με τα πράγματα/εργαλεία/μηχανές, και την συστημική ενοποίηση της σχέσης αυτής με την διανθρώπινη σχέση; 
Υπάρχουν προ-δεδομένες μορφές του όντος που διαφεύγουν της πραγμικής διαμεσολάβησης και της συστημικής δόμησης;   
Νομίζω πώς η ταυτότητα των ανθρώπων μπορεί να εννοηθεί και σε ένα πλαίσιο θεμελιώσεων του γένους τους που αφορούν την ίδια την ύπαρξη του γένους ως θεμελίου.  
Το θεμέλιο του γένους είναι εδώ το ίδιο το γεγονός της γενολογικότητας. 
Φυσικά υπάρχουν θεμέλια και όχι μόνον θεμέλιο, και υπό αυτόν τον όρο το γενολογικό θεμέλιο δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν αυτοδικαίως και μοναδικό και αποκλειστικό.
Από την άλλη η μη μοναδικότητα του θεμελίου αυτού, σε αναφορά με το «όλον σύστημα», δεν το καθιστά γενικά μια αφηρημένη γενικότητα που περιεχομενοποιείται απλά από κάποια συγκεκριμένα και περιορισμένα ιστορικά νοήματα και πρακτικές, αλλά όταν παράγεται ως αφηρημένη γενικότητα καθίσταται όντως μια αφηρημένη γενικότητα που στερείται ιστορικά της μοναδολογικής της αυτάρκειας και της αυτοδυναμίας της.  
Κάτι σαν την δημόσια γη..  
Μπορεί η γενικότητα και το αφηρημένο αυτής της εμφάνισης της γενολογικότητας να είναι αποτέλεσμα του κυρίαρχου επικαθορισμού της ταξικής/πολιτικής και παραγωγικής διαφοροποίησης, και να μην είναι το «αίτιο του εαυτού της».  
Υπάρχει μια διακύμανση της γενολογικότητας, μεταξύ αυτονόητης γενικότητας και ασημαντότητας, που είναι μια αλλοτριωτική διακύμανση απορρέουσα από την αντιστροφή που φέρνει η ταξική/ιεραρχική δομή.  
Αυτή η διακύμανση είναι υπεύθυνη για μια σειρά από παθολογικές στρεβλώσεις των κανόνων και των αρχών της έμβιας ζωής, που ωστόσο παράγονται υπό την μερικώς (ιστορικά) νομιμοποιημένη εξελικτική αναγκαιότητα της εσωτερικής διαφοροποίησης των κοινωνιών. Ωστόσο αυτή η νομιμοποίηση δεν καθιστά την συστημικότητα της ένα αντικειμενικό σύστημα, εφόσον αμφισβητείται έμπρακτα η ενότητα του ανθρώπινου γένους.  
Με αυτή την έννοια η συνέπεια μιας απρόσκοπτης διαφοροποιητικής συστημικότητας δεν είναι άλλη από την ολοκληρωτική καταστροφή του γένους, ακόμα κι αν αυτή σημαίνει μια απειρόχρονη συνέχιση της ζωής του εντός των εξαθλιωτικών ταξικών και θανατοπολιτικών σχέσεων.
Η «γείωση» της ζωής στα γενολογικά/κομμουνιστικά θεμέλια προϋποθέτει ωστόσο την αναζήτησή τους στο προ-δεδομένο, και αυτό δεν αποκλείει την δημιουργία νέων μορφών, ούτε σημαίνει μια πρόχειρη «σύνθεση» δεδομένων με βάση το ήδη-δεδομένο.  
Το προ-δεδομένο είναι στην κυριολεξία αόρατο τίποτα μέσα σε έναν τερατώδη βάλτο από τα «ήδη δεδομένα» ταξικά/οικονομικά-πνευματικά-ηθικά εγκλήματα και τις εμφανείς και αφανείς ακόμα εξοντώσεις, όπως αόρατη ήταν και είναι η οντότητα της εργασίας ως κάτι που δεν περιορίζεται στον «μόχθο» και την «θυσία», ή στην καλύτερη περίπτωση στην «ανάγκη».  
Η επανάληψη της δομής της καθημερινότητας δεν είναι τίποτα άλλο σήμερα από την επανάληψη της διεργασίας υπαγωγής της μισθωμένης εργατικής δύναμης στην καπιταλιστική παραγωγική διεργασία. 
Θα μπορούσε κανείς να πει «αντίστροφα» πως η επανάληψη της καπιταλιστικής παραγωγικής διεργασίας δεν είναι τίποτα άλλο από την επανάληψη της μισθιακής σχέσης. 
Όμως έτσι θα απέκλειε το ενδεχόμενο να υπάρξει ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς, εξωραϊσμένο, όπου θα υπήρχε μισθιακή σχέση χωρίς να είναι υπαγμένη σε μια μορφή καπιταλιστικής παραγωγικής διεργασίας. 
Εν πάση περιπτώσει, στοιχηματίζω όλα τα πιθανά στοιχήματα, ότι χωρίς την κατάργηση της μισθιακής σχέσης, του συστήματος της μισθωτής εργασίας, δεν μπορεί να αρθεί ή -με οποιονδήποτε τρόπο εννοούμενη-ταξική εκμετάλλευση.
Δεν θα εξετάσω ποια μορφή εκμετάλλευσης είναι «προτιμότερη», αν και θεωρώ πως υπάρχει δυνατότητα «επιλογής» ενός κρατικού σοσιαλιστικού συστήματος μισθωτής εργασίας που μπορεί, έστω παροδικά, να ανακουφίσει την εργασία από τον αστικό-καπιταλιστικό όλεθρο. Αυτό που με απασχολεί εδώ είναι η εικόνα μιας ασφυκτικής κατάστασης στο πλαίσιο του αταξικού «ορίζοντα».  
Αν όπως θεωρώ και στοιχηματίζω είναι αδιανόητη μια έξοδος από την εκμετάλλευση χωρίς την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας, τότε οι όροι κατάργησης του είναι τόσο δύσκολοι, ιστορικά και δομικά, που χρειάζεται να ματώσουν πολλά μυαλά, και να δοκιμαστούν πολλές διαδρομές για να δούμε φως.
Δεν είναι το ευκολότερο να θέτεις ένα τέτοιον όρο προς υλοποίηση. 
Αλλά δεν είναι και υπεκφυγή, όπως θα ήθελαν να πιστέψουν και να προπαγανδίσουν οι υποστηρικτές των «μεταβατικών» καταστάσεων «προς» την υλοποίηση.
Επίσης η χρησιμοποίηση του συνθήματος για κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας, και η αξιοποίησή του από υποστηρικτές ενός καλοτακτοποιημένου στο μυαλό γενικού-ουτοπικού (αυτοδιαχειριστικού) σοσιαλισμού, δεν προσθέτει παρά σύγχυση, την στιγμή που χρειαζόμαστε πρόγραμμα, πράξη, και ιστορικό ορίζοντα.  
Επαναλαμβάνω όμως, και σε πιο απλή μορφή:   
Ο «σοσιαλισμός», ο «κομμουνισμός», αλλά ακόμα και η «εργατική δημοκρατία», θα παραμείνουν ιδεολογήματα μιας εναλλαγής και στοιχεία της κόλασης, αν δεν υλοποιήσουν αυτήν την «αρνησιακή» προγραμματική αρχή.
Αν γνωρίζεις πως είσαι έτσι σε μια δίνη, με τα ίδια αποτελέσματα, αν κατανοείς τους γενικούς αντικειμενικούς λόγους της εφταψυχιάς της ταξικής δομής, δεν μπορείς να αρκεστείς σε αυταπάτες. 
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια πως γνωρίζω το διαρθρωτικό και ιστορικά ουσιακό ρίζωμα της μισθιακής σχέσης, και δεν έχω εδώ πρόχειρα κάτι που να φανερώνει μια σαφή έξοδο. 
Προσπαθούμε να σκεφτούμε δυνατότητες. 
Τίποτα παραπάνω. 
 
 
 
Το πρόβλημα τής Ολότητας.
 
Αυτό που φαίνεται ως ολότητα είναι μια ασύμμετρα διχασμένη ολότητα. 
Είναι όμως αυτή η ασύμμετρα διχασμένη ολότητα ένα είδος έστω ολότητας;

Αν είναι, γιατί η ολότητα να αποτελεί μέτρο της αξιακής μας πρόθεσης;

Αν δεν είναι, πως μπορούμε να μιλάμε καν για ολότητα; Από πού αντλούμε εικόνες της ολότητας; Μήπως οι υποτιθέμενες εικόνες της ολότητας, αλλά και η ολότητα η ίδια, ως έννοια και αξία, είναι η εξιδανικευμένη μορφή της ενότητας μιας ασύμμετρα διχασμένης κατάστασης, που κραυγάζει ότι είναι η άδικη ταξική κοινωνία των χιλιάδων χρόνων;  
Αν όμως δεν μιλάμε για ολότητα, αν αμφισβητήσουμε την ολότητα, ή και άλλες έννοιες καθολικής και άρρηκτης αλληλοσχέσης των στοιχείων του «πραγματικού», τότε σε ποια ενότητα των καθορισμών στηρίζουμε τις ταξικές ελπίδες μας για κατάργηση της ασύμμετρης διαίρεσης των τάξεων και των πολιτικών μορφών της συνέχισής της, δηλαδή όλων των διχασμών και των ασυμμετριών του ανθρώπινου κόσμου; 
Που στηριζόμαστε; Είναι το μέλλον υπαρκτό στις προοράσεις του, και αποτελεί το συνεκτικό ενός κοινωνικά σπαραγμένου όντος; 
Είναι το απώτατο παρελθόν της πρωτογενούς αταξικής κοινότητας, τόσο ισχυρό συνεκτικό «υλικό» αυτής ακόμα της ταξικής κοινωνίας μας, που φωλιάζει σε κάθε αναπαράστασή της ως το επικείμενα φλεγόμενο κενό της;
Είναι αυτά τα μέλλοντα και παρελθόντα, στην ένωσή τους, τα στοιχεία ενός συνεκτικού που έρχεται ή θα όφειλε να έρθει, προς αρετοποίηση, άρα και αταξική ένωση, των καταβαραθρωμένων μελών της ταξικής κοινωνίας;  
Ή μήπως ο ακτήμων εργαζόμενος δεν είναι παρά μια δυνατότητα ελευθερίας από όλες τις υπερκείμενες αρχές, από όλα τα ιεραρχικά «ιδεώδη» που τρώνε σαν σαράκι την «απτή» και ορθολογική ζωή, αλλοιώνοντας αυτή την λογική μορφή της ζωής με τα ανέφικτα νεφελώματα μιας καθολικότητας;
Η επιστήμη έχει την δύναμη του αναπόφευκτου τρόπου αντιμετώπισης του αναπόφευκτου φυσικού νόμου, του αναπόφευκτου συνόλου των φυσικών νόμων. Δεν υπάρχουν εκδοχές της υλικότητας, υπάρχει μία και αλυσοδεμένη στον μοναδικό της νομοτελειακό τροπισμό υλικότητα, στο κάθε φορά μοναδικό της νομοτελειακό τροπισμό υλικότητα, που συνδέεται με έναν και μοναδικό τρόπο με τους νόμους της καθολικής μορφής της ύλης. 
Ο διαλεκτικός υλισμός δεν είναι ένα παιχνίδι της νόησης, αλλά το εργαλείο της εργατικής τάξης που οφείλει να λύσει το πρόβλημα της και να οργανώσει την υλικότητα με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να οργανωθεί αν οργανωθεί ως υλικότητα των ελευθέρων από τα καπιταλιστικά δεσμά εργατών. 
Ο διαλεκτικός υλισμός δεν είναι μια θεωρία όπως οι άλλες, αλλά η θεωρία της μετάβασης και εγκατάστασης της εργατικής υλικότητας μέσα στην δική της γενική και ειδική υλικότητα, την αταξική κοινωνία, και για αυτό δεν είναι μόνον μια αναπαράσταση των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης μέσα στην ξένη προς αυτήν υλικότητα, αλλά και μια αναπαράσταση των ταξικών της συμφερόντων και ενεργειών μέσα στην δική της, την κατάδική της, υλικότητα, τον κομμουνισμό.
 
 
Το πρόβλημα τής Δικαιοσύνης και τής Δικαιοκρατίας.
Η διεργασία της εσωτερίκευσης των δεδομένων σχέσεων παραγωγής και εξουσίασης δεν μπορεί να διακριθεί με σαφήνεια από αυτές. 
Όμως είναι αλήθεια πως άνισες και άδικες σχέσεις παραγωγής και εξουσίασης έχουν μιαν ιδιαίτερη δυναμικότητα στην εσωτερίκευση. 
Οι άδικες και άνισες σχέσεις «σκάβουν» στο εσωτερικό του υποκειμένου με έναν ριζικότερο τρόπο απ' ό,τι οι δίκαιες και ισότιμες σχέσεις. 
Μια ζωή με αυτονόητη την ισοτιμία και την δικαιοσύνη εντός της, δεν περιφέρεται γύρω από την αναζήτηση του «δικαίου», ούτε γλείφει τις πληγές της πάνω στις στάχτες μιας καμμένης αξιοπρέπειας.  
Όμως δεν σημαίνει κυρίως αυτή η διαρκής εσωτερίκευση μια περισυλλογή που έχει σκοπό και αποτέλεσμα την έλευση της δικαιοσύνης ως αυτονόητου μέτρου μιας αυτάρκους και πλήρους ζωής, αλλά σημαίνει μια διαρκή κατοίκηση σε ένα, πότε μουντό πότε δραματικά κόκκινο, τοπίο αναρωτήσεων, ευσεβών πόθων, εκδικητικών και αδιέξοδων σκέψεων και τελικά πράξεων.. 
Μια από τις ουσιαστικότερες συμβολές των επαναστατικών κινημάτων, ειδικά αυτών που ενεργοποίησαν τα νεώτερα υποτελή στρώματα της κοινωνίας, είναι η άνοδος στο φως της εξωτερικότητας, η έκθεση όλων των πληγών στον δημόσιο χώρο, και η συνακόλουθη προσπάθεια να χτιστεί η ζωή πάνω και μέσα σε ένα διαρκές φως δημοσιότητας και διαφάνειας. 
Έχει κατακριθεί πολύ αυτή η διάσταση των επαναστάσεων, και έχει οικοδομηθεί μια ολόκληρη φιλολογία για την καταγγελία της εξωτερίκευσης ως σκοπού και τρόπου των επαναστατών. 
Έχει εξιδανικευτεί η σκοτεινιά και ο τρόμος της ιδιώτευσης, έχει υμνηθεί η προσωπική ενδοστρέφεια. 
Όμως, αυτό που έχει στην πραγματικότητα γίνει αντικείμενο υπεράσπισης είναι ο κανόνας της αδιέξοδης υποκειμενοποίησης του άδικου και στρεβλού κόσμου της καταπίεσης. 
Με αυτή την έννοια θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει ευθύνες στην ύστερη αστική κοινωνία, αλλά και στους κάθε λογής αριστερούς επικριτές της, για την όποια επανάκαμψη της κακοήθους ερμηνείας των σχέσεων παραγωγής και εξουσίασης. 
Μπορεί κανείς να δίνει μια έντονη και παθιασμένη ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων, να προβαίνει μάλιστα σε μια εξωτερίκευση αυτής της ερμηνείας σε δημόσιο χώρο, αλλά αυτό μπορεί επίσης να είναι το αποτέλεσμα μιας άρρωστης ζύμωσης στα υπόγεια των απομονώσεων και εξοριών που προκαλεί η κοινωνική ζωή στην υποκειμενική ζωή μέσα σε αυτές τις σχέσεις. 
Η έλλειψη μέτρου και λογικότητας δεν είναι πολλές φορές τίποτα άλλο από το αποτέλεσμα μια ζωής φυλακισμένης μέσα στις αναρωτήσεις «περί της αδικίας». 
Αξιοσημείωτη είναι η σκόπιμη χρήση αυτής της άρρωστης δομής για την αναπαραγωγή των καταπιεστικών υλικών σχέσεων, σε σημείο που να αποτελεί οργανικό/υλικό στοιχείο τους. 
Η αναντίστρεπτη κίνηση της ατομικής έμβιας οντότητας, προς την εξαφάνισή της, λαμβάνει έναν ιδιαίτερα σκληρό χαρακτήρα όταν αυτή διανοείται την κενότητα της ζωής της μέσα στον χρόνο αν είναι υπαγμένη σε μια διεργασία απομύζησης των δεξιοτήτων, των αρετών και των δύναμεών της από μια αλλότρια πραγματικότητα.  
Πέρα όμως από τον δραματικό χαρακτήρα της αναρώτησης που πιθανόν θα την διαπεράσει, σε μορφή συλλογισμών ή όπως ένας κεραυνός επίγνωσης του κενού, υπάρχει μια σύγχυση των οντολογικών επιπέδων που θα την αποπροσανατολίσει ακόμα περισσότερο.  
Επειδή η απομύζηση των δυνάμεών της συμβαίνει και σε σχέση με τις γενικές αναπαραγωγικές διεργασίες, είτε αυτές είναι οι διεργασίες της συνέχειας των γενεών είτε αυτές εντάσσονται στην διεργασία της συνεχούς προσαρμοστικής μορφοποίησης της στην διαρκώς απαιτητική κοινωνική «ολότητα», η ατομική έμβια οντότητα συνήθως ενώνει τα πάντα σε μια ακαθόριστη ενότητα.  
Ο κόσμος τότε παρουσιάζεται ως ένα οδυνηρό περιβάλλον απαιτήσεων, όπου οι ανάγκες των άλλων, όλων των άλλων, στέκονται απέναντι στην στριμωγμένη ατομικότητα όπως ένας θεός. Υπάρχει ένας τρόπος να διαχωρίσει κανείς τα οντολογικά επίπεδα της πραγματικότητας, και να «ενοχοποιήσει» εκείνες τις πτυχές της που αφορούν την συνολική παραγωγή/αναπαραγωγή.. 
Όμως ο διαχωρισμός καταλήγει ακατανόητος στα μάτια των καθημερινών ανθρώπων..
 
 
Το πρόβλημα τής ιστορικότητας και τής ολότητάς της.

Η απάρνηση της ιστορικότητας δεν εμφανίζεται σαν άρνησή της, αλλά μερικές φορές σαν μια αυθεντική ερμηνεία της ιστορίας. 
Η ίδια η ιστορική έρευνα συνήθως διενεργείται με την πρότερη δημιουργία των νοητικών και ιδεολογικών προϋποθέσεων ερμηνείας των ιστορικών δεδομένων. 
Αυτό όμως που πρέπει να επικαθορίζει την ιστορική έρευνα είναι η επίγνωση της ιστορικότητας ως οντολογικού στοιχείου των ίδιων αυτών καθαυτών των δεδομένων. 
Για την ακρίβεια, η ίδια η έννοια «δεδομένο» αμφισβητείται από την διεργασία την ίδια. 
Η ιστορικότητα ως προσδιορισμός των ίδιων καθαυτών των πραγμάτων έχει ορισθεί νοητικά ως οντολογική με την εμφάνιση του αστικού κόσμου. 
Όπως και η έννοια «παραγωγή» γενικά έχει εμφανιστεί μαζί με την εμφάνιση του αστικού κόσμου, ως συνέπεια της ανάδυσης όλων των μερικών καθορισμών της και της ποσοτικής της ανάπτυξης (δες την λαμπρή ανάλυση του Μαρξ στα Grundrisse..), έτσι και η καθολική ιστορία εμφανίζεται μαζί με τον αστικό κόσμο, ως συνέπεια των ίδιων νόμων της γενικής διαλεκτικής κίνησης. Όταν τεθεί το θέμα της σχέσης των οντολογικών και νοητικών προσδιορισμών θα πρέπει να είμαστε προσεκτικά όσον αφορά την σχέση τους. 
Τι εννοώ:
Ούτε υπάρχει ο γνωσιο-οντολογικός προσδιορισμός ως μια γενική και πάντα ισχύουσα «πραγματικότητα», ούτε είναι σε ισχύ αποκλειστικά στα πλαίσια της εποχής ανάδυσής του. 
Με λίγα λόγια, ούτε οι αυτονομημένες καθολικές κατηγορίες της «παραγωγής» ή της «καθολικής ιστορίας» είναι για πάντα ισχύουσες και απλά ανακαλύπτονται κατά την εποχή ανάδυσης της γνώσης τους, ούτε είναι ισχύουσες, «υπαρκτές», μόνον κατά την διάρκεια της εποχής της (θεωρητικής τους) ανάδυσης. 
Η ταλάντευση σε αυτά τα «όρια» έχει προκαλέσει αρκετές θεωρητικές και πολιτικο-θεωρητικές διαμάχες. 
Η νεώτερη έρευνα ωστόσο έχει αναδείξει με σαφήνεια την ριζική «εποχικότητα» των ίδιων των όρων ως αμφισβητούμενων όχι μόνον σε σχέση με τον άξονα «παρελθόν-παρόν» αλλά ακόμα και σε σχέση με τον άξονα «παρόν-μέλλον». 
Τι σημαίνει αυτό; 
Σημαίνει πως ακόμα κι αν οι γενικές έννοιες λ.χ «παραγωγή» η «ιστορία» αναδύθηκαν στον καπιταλισμό αυτό δεν σημαίνει πως θα συνεχίσουν να υφίστανται ως γενικοί προσδιορισμοί στο μέλλον. 
Με αυτή την έννοια η ίδια η παραγωγή και η ιστορικότητα ως καθεαυτά όντα θεωρούνται ως μεταβατικές καταστάσεις προς ένα περιεκτικότερο αλλά και διεσπαρμένο στα «μέρη» του όλον. 
Σε αυτό το ολιστικό μέλλον η ολότητα δεν υπερκαθορίζεται από έναν βασικό συντελεστή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτός παύει να υπάρχει ως οντολογικό στοιχείο. 
Η ίδια η ύπαρξη όμως ενός πειθαρχημένου πια από το περιεκτικό όλον οντολογικού στοιχείου του δεν μπορεί να το διατηρήσει ως αυτοτελές στοιχείο ακόμα και με την ορο-λογική του σήμανση.
Αυτή η ανακάλυψη ωστόσο δεν αποτελεί μερικές παρά την αφορμή για ένα είδος φαντασιακής «επιστροφής» σε προηγούμενες γνωσιο-οντολογικές πραγματικότητες, όπως λ.χ η κριτική στον μαρξισμό και τον όποιο «παραγωγισμό» ή «ιστορικισμό» του που γίνεται η αφορμή για επιστροφή σε προ-μαρξιστικές αναλύσεις και ιδέες. Πίσω και από αυτές τις φαντασιακές επιστροφές κρύβεται η απλή πρακτική επιλογή της απάρνησης της συζήτησης περί του προβλήματος των γενικών γνωσιο-οντολογικών όρων που ανάδυσε ο καπιταλισμός. 
Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ κάτι σημαντικό:
Η μετάβαση σε μια κοινωνία όπου οι γενικοί όροι της ύπαρξής της διαμεσολαβούνται και αφομοιώνονται από τον ολικό προσδιορισμό, δεν είναι ένα άλμα στο κενό αλλά εκκινεί ακριβώς εντός αυτών των προσδιορισμών. 
Ας μην αναφερθούμε αναλυτικότερα στον γενικό προσδιορισμό της παραγωγής, αλλά μόνον σε σχέση με τον γενικό προσδιορισμό της ιστορικότητας, αν και είναι προφανέστερο του προφανούς ότι είναι και οι δύο όροι σημεία πραγματικοτήτων που συμπλέκονται άρρηκτα.
Η ιδιομορφία της γενικότητας του ιστορικού προσδιορισμού έχει να κάνει με το σύνολο των επιμέρους προσδιορισμών της εκάστοτε ολότητας, σαν αυτοί να αποτελούν πάντοτε μια αυτοτελή πραγματικότητα που πειθαρχείται από την ιστορία. Η ιστορία μπορεί να θεωρείται ως μια υπερκαθορίζουσα επαναληπτικότητα, παρά την αυτονόητη ένταξη σε αυτήν της «διαφοράς» που εμφανίζεται στην διεργασία της επανάληψης. 
Ως εκ τούτου οι διαφορές των θεωρητικών για το σημαντικότερο και ουσιακότερο της «επανάληψης» ή της «διαφοράς» παρά το γεγονός πως εμφανίζουν τις διαφορές των θεωρητικών σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο, αποκρύπτουν το θέμα της ιστορικότητας ως γενικού προσδιορισμού που είναι να αναιρεθεί. Έστω να τεθεί το θέμα. 
Η ίδια η κορυφαία εγελιανή εμφάνιση της ιστορικότητας ως έννοιας και προοπτικής δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί χωρίς την συμμετρική της αναίρεση στο εξω-ιστορικό ή υπερ-ιστορικό στοιχείο. 
Δεν υπάρχει εγελιανή «ιστορικότητα» και «χρονικότητα» χωρίς την συμμετρική άρνησή της σε ένα «υπερ-ιστορικό» και «α-χρονικό». 
Η διαφωτισμένη διαλεκτικοποίηση των υπερβατικών αυτών αρνητικά συμμετρικών όρων δεν αναιρεί την ίδια την αυθόρμητη γένεσή τους από τα ίδια τα πράγματα. Φυσικά θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τα ρήγματα που δημιουργεί η ουτοπία, και να εντάξει αυτά τα συμμετρικά αρνητικά όντα της σκέψης/πράξης σε αυτήν. 
Δεν αρνούμαι τον σημαντικό χαρακτήρα της διατήρησης ενός ενεργού ουτοπισμού που αναγκαία σημαίνει και τον αγώνα ενάντια στον αντι-ουτοπισμό. 
Η προοπτική της αταξικής κοινωνίας, ακόμα και αν ενδύεται φθαρμένες μορφές είναι το διαλεκτικό αντίστοιχο της πραγματικής εικόνας του μέλλοντος, άρα είναι και εντός αυτών των φθαρμένων μορφών το ενεργό άφθαρτο. 
Το ζήτημα για μένα βρίσκεται και πέραν αυτών των θεμιτών εννοήσεων και εποπτειών της ιστορικότητας. 
Η ίδια η ιστορικότητα ως γενικός όρος είναι να ενταθεί σε όλο της το ρευστό περίβλημα, αλλά και εντός του σκληρού νεωτερικά υπερβατικού πυρήνα. 
Οι επαναλήψεις των κρατικών και παραγωγικών δομών και οι συνεχείς αναπαραγωγές των ίδιων, μα των ίδιων, κυριαρχήσεων των καταπνιγμένων εσωτερικών μορφών της κοινωνικής ουσίας, δεν είναι απλά ένα θεωρητικό ζήτημα. 
Η αναζήτηση πέραν της μνήμης και της λήθης εκείνης της οντολογικής πραγματικότητας του όλου που το παράγει ως ένα περιεκτικό και διεσπαρμένο στα μέρη του όλον, έχει τις συνέπειές της που δεν αφορούν μόνον την διαμεσολαβητική αρχή μιας έλλογης συνέπειας, που θα ενσωμάτωνε τις αρχές της διαφοράς ή της πολλαπλότητας στο διαμεσολαβημένο και ανηρημένο Έν.

 

Το πρόβλημα τής Οντολογίας τού Είναι.
Το Είναι επιστρέφει σε όλους τους θεμελιακούς προσδιορισμούς του με την απειρία του κερδισμένη στις αμυχές του Αγαθού, με την ανυπαρξία του ωφελημένη από τους αντικατοπτρισμούς κάθε αυτοθαυμασμού, με την κενή του μορφικότητα ενισχυμένη από την πολλαπλότητα του ψεύδους, από το ψεύδος της πολλαπλότητας.  
Σε έναν Κόσμο που παραμένει ακατανόητα λογικός και παράλογος μαζί, υπάρχουν οι άνθρωποι και οι ουσίες τους χώρια, οι ζωές και τα συστήματα χώρια, η υπόσταση και η αλήθεια χώρια, και δεν είναι το Είναι ο αγώνας να δοθεί νόημα, ούτε το νόημα ενός μη νοήματος μπορεί να διαφύγει από τον άσκοπο πόνο.
Ασημαντότητα και σημαντικό ρέουν αδιάφορα στις σκληρόκαρδες ψυχές που διαμεσολαβούν την δύναμη του υπάρχοντος, ασημαντότητα και σημαντικό ρέουν αδιάφορα στους θυσιαζόμενους προφήτες, ασημαντότητα και σημαντικό ρέουν αδιάφορα, ενόσω η μορφή της αγάπης σου δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από το περιεχόμενο του μίσους σου.  
Ασήμαντη φιλανθρωπία οι κεντροποιήσεις και οι εκκεντροποιήσεις του εγώ, μάταια πρόκληση η τέχνη της κραυγής, η τέχνη της απομύθευσης, λες και ο Κόσμος από αυτό πάσχει, λες και ο Κόσμος θα έπασχε ποτέ αν δεν ήταν το πάσχειν το ίδιο.  
Το ίδιο μη λές με τόση σιγουριά για το ερώτημα που σου έθεσα να θέσεις, αντικρίζοντας το σαν να είναι πρώτη φορά τεθειμένο. Όλοι γνωρίζουν ότι δεν έχουν να μάθουν πολλά πέρα από την αλήθεια του Είναι ως ταυτισμένου με το υφίστασθαι, και το υφίστασθαι είναι πληγιασμένο και γέρικο.  
Ο Κόσμος που τόσο θαυμάζουν αυτοθαυμαζόμενοι, ο Κόσμος που αυτοθαυμάζεται εντός του θαυμασμού τους, χλευάζει τους θαυμασμούς τους και τον χλευασμό του μαζί, και δεν ξέρεις, δεν ξέρει, αν θαυμάζεται περισσότερο στον χλευασμό ή αν χλευάζεται περισσότερο στον θαυμασμό.  
Δεν ξέρεις αν εκείνο το πρωινό που όλα ανοίγονταν έμπροσθέν σου ήταν το άνοιγμα στον Κόσμο ή ο μανδύας της υπομονής κένταγε την αντοχή σου με ψεύδη ευτυχίας.  
Δεν ξέρεις, οργισμένος πια.   
Δεν ξέρεις αν υπάρχει κάποιο μυστικό αληθινότερο από την αλήθεια ότι δεν υπάρχει μυστικό.  
Και αν δεν υπάρχει μυστικό, πες μου πως είναι το Είναι άλλο από αυτό που ήταν πάντα; πως γίνεται να είναι κάτι άλλο από ένας πληγιασμένος τρόπος να πάσχει το γέρικο κορμί του; πως γίνεται και είναι με πολλούς-συνέχεια!- τρόπους, ούτε Είναι, αλλά μια πληγή;

 
Το αλλοτριωμένο σύμβολο τής Γης.
Η γη δεν έχει ρίζες δικές της, αλλά ως δυνατότητα όλων των εκβλαστήσεων δέχεται παραμένουσα στην δυνητικότητα όλες τις κακές φύτρες μαζί με τις καλές, αδιαφορώντας για το παράδοξο αυτής της εναρμονισμένης συνύπαρξης στο φιλόξενο σώμα της.  
Τερατώδεις αναδύσεις, περισσότερο όμως τερατώδης η συνύπαρξη όλων των αναδύσεων, περισσότερο όμως τερατώδης η παρουσία της ανωτερότητας ως ιδέας εκεί που καλλιεργήθηκε η εχθρότητα και ο μισανθρωπισμός.  
Είναι αυτή η συνύπαρξη ένα αίνιγμα μόνο για τους αγαθούς, που αυτή η έμπειρη και μολυσμένη από Ιστορία γλώσσα, τα νεοελληνικά, τους κατέταξε στο πεδίο της ηλιθιότητας.  
Δεν είναι αίνιγμα για αυτούς τους ίδιους τους τερατώδεις βλαστούς που ανοίγουν στο φως την θρασύμικη ασχήμια τους διεκδικώντας την ύπαρξη όλων των άλλων. 
Δύσμορφα πλάσματα, τόσο πιο δύσμορφα όσο καμώνονται τους ανώτερους οντολογικούς δείκτες των πάντων. 
Η καταδίκη τής γης να τρέφει την όποια δύναμη μπορεί να αποκτήσει ρίζες μέσα της, η απαράδεκτη δεκτικότητα του γίγνεσθαι/πολλαπλού, δεν μπορεί να κρυφτεί λοιπόν ξανά στις ανίερες και αισχρές ψευδο-ιερές επανεδαφικοποιήσεις των νιτσεϊκών, ούτε υπάρχει δυνατότητα να γίνει αποδεκτό το είναι της υποδεκτικότητας ως ένα Είναι, ούτε είναι αποδεκτό για το Ιερό να πάψει να κυριαρχεί την δεκτικότητα στην ουράνια χίμαιρά του, που είναι η απόλυτη προϋποθεση για το Αγαθό. 
Ιδιαίτερα κακοήθης η χρήση του αγρότη από τις δυνάμεις του φασισμού, χωρίς να ξέρουν οι φασίστες βεβηλωτές πως αν υπήρξε κάποιος που κυριάρχησε την δεκτικότητα της γης στον Ουρανό ήταν ο κατάδικός της, ο αγρότης.  
Δεν υπάρχει σήμερα μεγαλύτερη ανάγκη στην Φιλοσοφία του Αγαθού, από την απο-ιεροποίηση της ψευδο-γής των Νιτσεϊκών, και η ίδια η Κόλαση που ετοιμάζουν οι αναβιωτές της ελευθερίας της τερατώδους Φύσεως εντός της νομοτελειακής πτώσης του εξαχρειωμένου πολιτισμού της μητρόπολης, χρησιμοποιώντας την Γη ως το αιώνιο υποδεχόμενο και σύμβολο υποδοχής, δεν θα αντιμετωπισθεί αν δεν είναι αυτό που θα την αντιμετωπίσει δύναμη πάνω στη Γη, δύναμη του Αγαθού πάνω στην αδιαφορία του γίγνεσθαι/πολλαπλού.   
----
 

Ιωάννης Τζανάκος 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου