George Wither’s Emblem Book (1635)
Όταν σκέπτομαι πλέον την δυνητικότητα και την
ενδεχομενικότητα περιέρχομαι στην θλίψη της σκοτεινής τους όψης, διότι τούτη
μου έχει επιβληθεί από το «δικαστήριο» τού καπιταλισμού αλλά και το ανεστραμμένο
«δικαστήριο» των αφιονισμένων αντικαπιταλιστών της εποχής μας.
Η σκοτεινή ευθύτητα της καπιταλιστικής δίκης έρχεται να
πλεχθεί με την σκοτεινή και όντως αντίπαλη προς αυτήν αναστροφή της, για να
συγκροτήσουν από κοινού την σκοτεινότερη φυλακή τού κόσμου.
Σε αυτή την θλίψη δεν υφίστανται εντός της μόνον οι
δυνητικότητες-απειλές που περικλείει η δέσμευση τής σωματικότητας και (η
δέσμευση) τής ούτως ειπείν υποκειμενικότητας τής ίδιας της σύνολης
υποκειμενικότητας ενός ταπεινού μισθωτού υποκειμένου, από την απειλή του
καπιταλιστή, του κρατικού τραμπούκου, από την πείνα, ή τον αστικό νόμο ως
ενδεχόμενη πιθανότητα ακόμα και κυριολεκτικής φυλάκισης, αλλά υφίστανται (εντός
της) και οι νέες υπερεγωτικές κλήσεις και απαξιώνουσες απειλές μιας νέας αριστεράς
που έχει θεοποιήσει το ασυνείδητο, την απόλυτη ελευθερία και το φονικό,
σέρνοντας μαζί της όποιο λουμπεναριό ταιριάζει συγκυριακά στην νέα καθαρότητα
και αγνότητά της.
Δεν συμμετρικοποιώ, δεν ταυτίζω, δεν εξομοιώνω
πραγματικότητες που έχουν άλλες ισχυακές φορτίσεις και άλλα αξιακά περιεχόμενα,
ακριβώς αυτό δεν κάνω, εφόσον μιλάω πάντα για μια δυνητικότητα στον κόσμο του
εαυτού της πέραν όλων αυτών των «φορτίσεων», ο οποίος δεν είναι άλλος από τον
γυμνό κόσμο της ισότητας των κριτηρίων κρίσης εντός τής θεωρησιακά νοούμενης
και μόνον θεωρησιακά νοούμενης καθαρής δυνητικότητας που είναι όμως σήμερα και
η μοναδική υπάρχουσα ως υποκειμενική διανοητική δυνητικότητα, όχι γιατί αυτό το «λέει» η σκέψη αλλά γιατί η
ίδια θεμελιώνεται στο πραγματικό βάθος του καπιταλιστικού «πραγματικού» που είναι
η μόνον-δυνητικότητα της υποκειμενικότητας ως εργασιακής δύναμης.
Το καθαρό δυνητικόν (αυτό), και ως
θεωρησιακόν ή ανεστραμμένο θεωρησιακόν ως φετίχ, δεν είναι κυρίως επιθυμητικό ή
επιθυμητικοειδές αλλά δικαιακό ή δικαιό-μορφο [κρατήστε το αυτό].
Γι΄αυτό και εξομοιώνω, ήδη κρινόμενος (εγώ και οι
όμοιοί μου) από όλους τους αντιπροσώπους τής δυνητικότητας αυτής, όχι μόνον
διότι τάχα επιτέλεσα «αυτό που δεν έπρεπε» σύμφωνα με τον αστικό νόμο, αλλά και διότι τάχα δεν
επιτέλεσα «αυτό που δεν έπρεπε», σε κάθε περίπτωση κρινόμενος:
Ήδη «κάνοντάς το» ως ύποπτος εργάτης για τους «φύσει» παρανοϊκούς κρατο-αστούς, ή διότι «δεν το έκανα αυτό που δεν
έπρεπε» (να ενεργοποιήσω τον αστικό νόμο ως συλλαμβάνοντα εμέ) ως ύποπτος για «μικροαστισμό» εργάτης για τους «φύσει»
παρανοϊκοσχιζοφρενείς νεοαριστεριστές.
Πρόκειται για μια κατεξοχήν σύγκρουση ψωλών ή φαλλικών σημαινόντων σε πλήρη
όρθωση, και το γεγονός πως το ένα από τα μέρη αυτών των αντιμαχόμενων ψωλών
έχει «περισσότερο δίκιο», είναι «με το μέρος ημών», πάντα βέβαια ημών ως
αντικειμένων κρίσης-κριτικής (αλλά ενδο-οικογενειακώς), κατά τα γενικά κριτήρια κρίσης-κριτικής των
υπερεπαναστατών «διαβαινόντων τα όρια» επί των «μη διαβαινόντων» τα όρια, καθιστά
την κατάσταση θλίψης μας περισσότερο συμμετρική και φυλακισμένη, εφόσον η
μη-συμμετρικότητα, και η αναζήτησή της ως απόλυτης μη-συμμετρικότητας στον τόπο
της (δικαιακής κυρίως) δυνητικότητας που έχει γίνει όμως πλέον ο απόλυτος
καπιταλιστικός οντικός/οντολογικός και δικαιακός νόμος τού Είναι, είναι ακριβώς η
επισφράγιση και η τελείωση τής απόλυτης συμμετρίας.
Αν δεν προκαλείτο τεχνητά η αδικία του νόμου, και αν
υπήρχε όντως μόνον η αυτόκλητη και φλατ αδικία του όπως υπάρχει στην ζωή των «ταπεινών» εργατών, ο νόμος θα ήταν μόνον ασύμμετρος με το ον ως
εμφανώς φενακισμένη μορφή αστικο-κρατικής δικαιοσύνης, ενώ με την τεχνητή
πρόκληση του ως αδίκου επί ανόμων που προκαλούν με την ευφυία τους το συνεχές
κενό του και τον αποκαλύπτουν ως νόμο ως μόνον-άδικο, αυτό που μένει στο θεώντα
κάτοχο τής γυμνής αφαίρεσης και δυνητικότητας, στον υποτίθεται «μικροαστό» εργάτη ή εργαζόμενο ή και μόνον-μικροαστό είναι το φορτίο
μιας ακόμα ενοχής.
Η προκαλούμενη αποκάλυψη της (δικαιακής κυρίως)
ασυμμετρίας του αστικού νόμου, υπό τις ειδικές συνθήκες της ύστερης «μητροπολιτικής» καπιταλιστικής αφαίρεσης, σημαίνει απόλυτη
επιβεβαίωση τής συμμετρίας και της αφαίρεσης, εφόσον σημαίνει την αναγωγή του
υποκειμένου, ειδικά του εργαζόμενου υποκειμένου, στον τόπο της δυνητικότητας με
ακόμα σκληρότερους οντικούς/οντολογικούς όρους, όπου «εκεί» αυτό
κρίνεται δικαιακά διπλά: και από τους υπερασπιστές και εδραιωτές της
συγκεκριμένης καπιταλιστικής αφαίρεσης και από τους αντιπάλους της ως
μη-ενεργόν μη-παραβαίνον στοιχείο της.
Το γεγονός μάλιστα πως οι «οικείοι» σε αυτό
το κρίνουν με εσωτερικά κριτήρια, το εγκαλούν με έναν πατριαρχικό
αντι-πατριαρχισμό, είναι γκαραντί και με βούλα η απόλυτη δίκη, ο απόλυτος
εφιάλτης, και η απόλυτη ενοχοποίηση, εφόσον το «δέον» των απαιτήσεων που η ίδια η
δράση τους επιτάσσει, ως μαγική και απόλυτη μορφή αυτοκαθορισμού, επιτελεί εκ
των πραγμάτων μιαν ισχυρότερη κλήση και μια ισχυρότερη απαίτηση από ένα
δυσθεώρητο για το καθημερινό μισο-αυτόνομο μισο-ετερόνομο (εργαζόμενο)
υποκείμενο ύψος, με κολαστικές επιδράσεις άρα ισχυρότερες ακόμα και από αυτές
του αστικού νόμου όταν τούτος έχει εσωτερικευθεί.
Η ενοχή που προκαλείται από το ίδιο το υποστασιακό Είναι τής αφηρημένης μισθωτής εργασίας, εντός της γυμνής εργασιακής
δύναμης, εκπεμπόμενη κατά συνεχή ροή από τους δομικά «θετικά»
απειλούντες κρατο-αστούς, εμπλουτίζεται από την ενοχή τής μη-δράσης εναντίον
τους κατά τα ανεστραμμένα αστικο-κρατικά πρότυπα της αναρχίας ή στα ελληνικά
δεδομένα μιας ιδιότυπης αναρχίζουσας φυλακόβιας και φυλακόφιλης εξαλλαγής τού
μιλιταριστικού (και μάλιστα αποτυχημένα μιλιταριστικού)
αντισημίτικου-αντισιωνιστικού νεοσταλινισμού τής μέσης ανατολής.
Καλά σας ξεμπερδέματα και την ευχή μου δεν την έχετε.
----
Ενώ η έρευνα για την μορφή τής κενής υποκειμενικότητας
ή δυνητικότητας, ή της φαντασιωτικής επιθυμίας για την πλήρωση μιας κενής ζωής
χωρίς τις υλικές αντικειμενικές προϋποθέσεις αυτής τής πλήρωσης, είναι εφικτή
σε μιαν αφηρημένη αλλά και ταυτοχρόνως συγκεκριμένη νοητική μορφή όταν
αναφερόμαστε στην παραγωγή ή την εργασία και τις μορφές της, όταν αναχθούμε
στον χώρο του «δικαίου» και τού «νόμου» σήμερα εμφανίζεται ως σχεδόν ανέφικτη ή
έστω ως σημαντικά δυσχερής.
Γιατί όμως;
Ας δούμε μερικά σημεία.
Θεωρώ πως ακριβώς η μηδένωση τής θεμελιακής υπόστασης
τής εργασίας, ειδικά όπως τούτη (ως μηδενωμένη) εργασία διαμεσολαβείται από την
μαζική παραγωγή και μαζική κοινωνική ύπαρξη τού χρηματο-εμπορεύματος τής
εργασιακής δύναμης και τής «ελεύθερης» μισθωτής εργασίας, έχει
παράξει ιστορικά έναν αυτόνομο θεωρησιακό και αξιακό τόπο που αναπαράγει αλλά
και επιτείνει με καταστροφικό τρόπο αυτή την μηδένωση αφομοιώνοντας κάθε
πραγματική ασυμμετρία σε μιαν υπέρτατη αφαίρεση που την καθιστά (ως ασυμμετρία)
μέρος ή σημείο μιας (δια αυτής τής διεργασίας) απόλυτης πλέον αφαίρεσης.
Η απόλυτη θέαση ως απολυτοποιημένη αυτοθέαση ή
αντιπροσωπευόμενη αυτοθέαση ενός συνεχώς επιτεινόμενου ως αφαιρετικοποιούμενου
εργασιακού θεμελίου, αντί να παράγει μιαν αφηρημένη μορφή του «δικαίου» ή του «νόμου»
που θα περιείχε ως στρεβλωμένη μεν αλλά και υπαρκτή δε την ασυμμετρία τού
άδικου κοινωνικού ή άδικου ταξικού κοινωνικού όντος, ή ακόμα και δεν θα την
περιείχε αλλά θα την «άφηνε» ούτως δια της μη περιεχομενοποίησης
ακέραια ως ασυμμετρία, παράγει την απόλυτη δικαιικο-θεωρησιακή αφαίρεση,
εμφανιζόμενη κατά καιρούς και ως απόλυτη αφαίρεση που λαμβάνει και το νόημα της
απόλυτης ενοχής ή ενοχοποίησης της ζωντανής εργασίας.
Η ζωντανή εργασία ούτως ειπείν «περικυκλώνεται» από έναν δίμορφο διττόμορφο ή απλά-διττό-αλλά-έν-α
δικαιικό ολοκληρωτισμό που παράγεται ως ολοκληρωτισμός όχι δια τής διατήρησης
μόνον της ηγεμονίας της φενακισμένης ή ψευδούς συμμετρίας που φέρουν οι φορείς
τού επισήμου (αστικού) κράτους αλλά ακριβώς και δια της διατήρησης τού
μηχανισμού τής ασυμμετρίας αλλά μόνον σε αυτό αφηρημένο δικαιικό επίπεδο, από
όπου εμφανιζόμενη και ως οικεία «φιλική» δύναμη ιερής δικαιικής
αλήθειας από την «σκοπιά» του θύματός της (του μισθωτού ή φτωχού εν
γένει) εγκαλεί το θύμα της για αδράνεια ως προς την αντιμετώπιση της ιδίας!
Βέβαια οι ψυχοπαθείς ψυχωτικοί φορείς, συνήθως
αναρχίζοντες στην «δύση», της δικαιικο-ποιημένης ασυμμετρίας θεωρούν
αναγκαίως φενακιστικά πως δεν είναι φορείς της αλλά φορείς τής άρνησής της,
όμως ακόμα και ένας μαρξισμός για σχολιαρόπαιδα μπορεί να αναγνωρίσει πλέον τι
μπορεί να σημαίνει, στις σημερινές συνθήκες ειδικά, μια τέτοια «ενδοδικαιική» αντιπροσώπευση της άρνησης.
Η αφηρημένη ζωντανή εργασία παράγεται διαρκώς και από
τα πράγματα ως μια κενότητα που δεν δύναται εντός τού καπιταλισμού να εκπληρωθεί,
αλλά η μεταφορά ή αντανάκλαση ή εκφόρτιση αυτής τής αντικειμενικής κενότητας σε
ένα κυρίως δικαιικό σημείο που αρχίζει να αποκτά πρακτικά-έμπρακτα μιαν απόλυτη
αφαιρετική και μεταφυσική συγκρότηση, δεν σημαίνει απλά ιστορικό αδιέξοδο για τον
φορέα της αλλά και μια συγκροτημένη πλέον περικύκλωσή του και από «δεξιά» (όπως πάντα στον καπιταλισμό) από την πλευρά του αστικού
κράτους (+αστικοί πολιτικοί φορείς) και από «αριστερά» από την
σκοπιά των νεοδικαιοκρατιστών νεοαριστεριστών (στην «δύση», γιατί
στην «ανατολή» αυτόν τον χώρο τον έχει καταλάβει κυρίως ο
φονταμενταλισμός, όχι μόνον ο ισλαμικός).
Υπάρχει μια σημαντική διαφορά από τον κρατικιστικό
δικαιοκρατισμό του παρελθόντος, είτε αυτός λάμβανε την μορφή τού αριστερού
κατανεμητικο-κεντρικού δικαιοκρατισμού είτε την αντίστοιχη δεξιά ή ακόμα και
ακροδεξιά/φασιστική μορφή, εφόσον «τότε» διατηρούνταν ακέραια η
απόσταση και η ετερογένεια μεταξύ των κοινωνικο-οικονομικών δομών (άρα και της
εργασιακής δύναμης) και των αφηρημένων δικαιικών θεσμών και πνευματικών δομών,
παρά την άμεση δομική τους αντιστοίχιση, ενώ «σήμερα» έχουν λιώσει
όλα τα όρια και τα στεγανά, διατηρουμένου πάντα του «κενού» θεμελίου.
Η είσδυση κενωτικών ή αφηρημένων μηδενιστικών
δικαιικών ιδεών και αξιών άμεσα από το «κοινωνικό υλικό Είναι» στον τόπο τής
θεσμικής και πνευματικής δικαιικής αφαίρεσης, δεν τον έχει απλά αλλοιώσει αλλά
τον έχει συνσυγκροτήσει ως μια αφαίρεση που περικλείει ενδογενώς πλέον και την
εσαεί φενακιστική του συμμετρία και την νέα φενακιστική ασυμμετρία.
Η νέα ασυμμετρία εισδύει και ως νεοφιλελεύθερη και ως
νεοσυντηρητική και ως αριστερίστικη, και στην «ανατολή» και ως
θεοκρατική απαίτηση εμφάνισης μιας μη-αφηρημένης, συνήθως ιδιωτικο-κοινοτικής ή
κοινωνικο-κοινοτικής πτύχωσης των κοινωνικών πραγμάτων ως τούτη να έχει την
ίδια σημασία και αξία με τον αφηρημένο συμβολικό και γενικά ισχύοντα νόμο ή
ακόμα βαθύτερα ως τούτη η πτύχωση ως ιδέα να έχει την ίδια σημασία και αξία με
την ιδέα του νόμου.
Διότι ναι μεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την
απολυτότητα ή ακόμα και την γενική ιστορική ύπαρξη τού αστικού ή
γραφειοκρατικού ή εθνοκρατικού ή διεθνούς ή κυριαρχικού νόμου, ναι μεν δύναται
και δικαιούται να απαιτήσει και να αξιώσει ακόμα και την βίαιη καταστροφή τους,
αλλά όλο αυτό έχει ένα νόημα που δεν οδηγεί στον γενικευμένο κοινωνικομοριακό
πόλεμο αν τεθεί άμεσα και προκαθοριστικά ο νέος αφηρημένος συμβολικός νόμος,
πράγμα το οποίο αμφισβητείται καθολικά από όλους τους πολιτικούς και
ιδεολογικούς «νεο-χώρους» ή αν δεν αμφισβητείται έχει γίνει καθολικά μη-ανεκτό ως καθολικότητα, και
κάθε άλλη κουβέντα ακούγεται και παράξενη από πάνω.
Το θέμα όμως, και θα επιμείνω σε αυτό, δεν
περιορίζεται σε αυτή την ας πούμε «κεντρώα» ή τάχα «συντηρητική» τοποθέτηση που μπορεί να έχω και γω απέναντι και
στην εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης δικαιωματοκρατίας των «διαφορών» και
στην θεοποίηση της ανομίας ως και την έξαλλη εμφάνιση τής μεταφυσικής
δικαιο-κρατίας, αλλά περικλείει μια ευρύτερη πραγματικότητα που σχετίζεται με
το κοινωνικό και κοινωνικο-εργασιακό πρόβλημα υπό τις σημερινές συνθήκες από
την σκοπιά των γενικά «εξαφανισμένων» και «σιωπηλών» πλέον
εργαζόμενων μαζών, οι οποίες σας διαβεβαιώ και από «προσωπική» ματιά
τρέφουν βαθιά περιφρόνηση για όλα αυτά, και το μόνο που πάντα αναζητούσαν,
αναζητούν πλέον σιωπηλά, και θα αναζητούν εις τους αιώνες των αιώνων, ως κάτι
σημαντικότερον των κενών ή μη κενών επιθυμιών τους, είναι έναν Νόμο.
Για τον νόμο και την επιθυμία σήμερα, σε σχέση με τις
μάζες που αναφέραμε μόλις πριν, συνεχίζουμε την ανάλυση.---
Δεν είναι θαρρώ δυνατόν να στηρίξουμε την υπόθεση για
μια μορφή δικαιοσύνης πέραν του νόμου στα κενά σημεία που υφίστανται μεταξύ της
διαδοχής των εκδοχών ή άλλων υποστασιοποιήσεών του, διότι κατά την θεώρησή μας
σε αυτά τα μεταβατικά σημεία υπάρχει ήδη ο νέος νόμος ή η νέα εκδοχή τού νόμου.
Ο παλαιός νόμος ή η παλαιά μορφή του νόμου όταν
αναιρείται αναιρείται από έναν ήδη υπάρχοντα, έστω δυνητικά, Νόμο.
Δεν υπάρχει κενό ή μηδέν μεταξύ αυτών των δύο μορφών
τού νόμου ή μεταξύ αυτών των δύο νόμων.
Ο νόμος είναι πάντα θετός, ακόμα και όταν είναι
άγραφος ή μη-ταξινομημένος σε ένα ιεραρχικό κρατικό σύστημα νομοθεσίας, και
αντιστρόφως-ταυτώς κάθε θετό δίκαιο ή δίκιο (με αυτή την ευρύτερη έννοιά του)
είναι νόμος, επομένως αν υπήρχε δίκαιον ή δίκιο ή δικαιοσύνη πέραν τού γραπτού
ή ταξινομημένου/ιεραρχημένου νόμου αυτό θα έπρεπε να είναι επιπροσθέτως και
όντως μη-θετόν για να αξιώσει την υπόστασή του ως μη-νόμου αν και υπάρχοντος ως
δικαίου-δίκιου.
Όμως ακόμα και την ιστορική στιγμή όπου αναιρείται
ένας νόμος (και όχι βέβαια σε διάφορες στιγμές που απλά παραβιάζεται χωρίς να
παύει η γενική ισχύς του) αυτό που τον αναιρεί είναι όπως είδαμε ένας άλλος νόμος.
Αν αποκλείσουμε αυτές τις μεταβατικές ιστορικές
στιγμές ως πεδίον εφαρμογής της ιδέας ότι υπάρχει μεν κάποια στιγμή εντός τους «κάτι» ως δίκαιον αλλά όχι ως νόμος, τότε αλήθεια που υπάρχει αυτό το αριστερίστικα
πολυδοξασμένον δίκαιον-ως-μη-νόμος;
Θεωρώ πως αν υπάρχει κάπου το δίκαιο-δίκιο ως μη-νόμος
πρέπει να ψάξουμε για να το βρούμε ακριβώς εντός του νόμου, κατά κάποιο τρόπο
υφιστάμενο ως μια ταυτοχρόνως αναιρετική και εκπληρωτική στιγμή του.
Εκεί δέχεται την ενδεχομενικότητα αυτού του μη-νόμου
και ο καθημερινός κόσμος των ανθρώπων, οι «μαζάνθρωποι» που τόσο
μισούν κάποιοι.
Στα όρια της κενότητας και της πληρότητας των
αρνητικών καταναγκαστικών ή αποτρεπτικών ή («αντίθετα») θετικών
ιδιοτήτων του νόμου, αλλά και εντός-εκτός, δηλαδή πάνω στα όρια ως
«ένα-ελάχιστο-εντός» και «ένα-ελάχιστο-εκτός».
Η μετάβαση είναι ήδη νόμος που διαδέχεται νόμο, και
εντός αυτής της μετάβασης ισχύει ίσως ο νόμος της επαναστατικής βίας αλλά ως νόμος, ίσως ως νόμος μάλιστα ενός κανονικότατου ιεραρχικού και καταναγκαστικού
επαναστατικού δημοκρατικού (σοσιαλιστικού) κράτους.
Σε αυτό που πρέπει να δώσουμε σημασία, ως υποψήφιοι
θεσμίζοντες επαναστατικά μια νέα δημοκρατική σοσιαλιστική κοινωνία, είναι στο νόημα τού νόμου και τού
εκάστοτε αστικού ή αστικοδημοκρατικού Νόμου ως πιθανώς ελλιπούς ή αλλοτριωμένου
Νόμου ή αλλοτριωμένης μορφής του Νόμου, που είναι να υπάρξει δια της δημοκρατικής
επανάστασης ως πλήρης και ακέραιος όσο ποτέ, ακλόνητος και απαρασάλευτος, ίσως
και περισσότερο φοβερός και επίφοβος όσο ποτέ άλλοτε.
Δεν πρόκειται ποτέ να εκλείψει η ανάγκη και η
υπερίσχυση του απαρασάλευτου και αναγκαστικού κανόνα, του νόμου.
Γιατί οι νεοτέτοιοι και οι νεοάλλοι τον καταπολεμούν
τόσο;
Ποια είναι η βαθύτερη πτώση και κατάπτωση που έκανε τόσο
δημοφιλείς τόσο φτηνές αλήτικες ψευδοϊδέες, όπως η κατάργηση του νόμου ως
ολικού ηθικού και εξαναγκαστικού κανόνα;
Μέσα στην ψυχή της λαϊκής παθητικότητας, ήτοι, δι'
εμέ, μέσα στον λαό-ως-λαό φωλιάζει η απόλυτη πίστη σε έναν νόμο, η ελπίδα
έλευσης του νόμου που δεν γνωρίσαμε και δεν ξέρουμε ακόμα, το πάθος του απόλυτου
καθήκοντος και της υποταγής σε μιαν απροσπέλαστη μη φυσική ανωτερότητα που
εξακτινώνεται λάθος και πρέπει να εξακτινωθεί ορθά, φωλιάζει με λίγα λόγια,
στρεβλά θα πούνε, η επιθυμία του νόμου.
Όποιος χάνει την επαφή του με αυτή την επιθυμία, η
οποία είναι και μια συγκλονιστική επιθυμία του λαού να πάψει να είναι λαός ή
μόνον-λαός, έχει ανοιχτεί σε άλλα μονοπάτια που έχουν ως τέλος τους την πλήρη
άγνοια στο τι είναι ο άνθρωπος στο βαθύτερό του καθορισμένο πολιτικό και κοινωνικό Είναι.
Όμως, αν αυτό υποθέτει ένας ταπεινός ότι είναι ο
άνθρωπος ακόμα κι όταν χλευάζει τον νόμο ή τον σχετικοποιεί με την γνωστή
νεοδυτική υπεροψία, τι είναι ο άνθρωπος ο νόμος και η επιθυμία του ανθρώπου για
τον νόμο στην σημερινή ύστερη μητροπολιτική καπιταλιστική εποχή;
----
Το δυνητικό δημοκρατικό δίκαιο της επαναστατικής εργατικής τάξης είναι νόμος και όχι μη-νόμος ή ένα κενό σημείο μεταξύ του αστικού και του εργατικού νόμου.
Το δυνητικό δίκαιο της δημοκρατικής επαναστατικής
εργατικής τάξης είναι ως δυνητικό ήδη δυνητικό-ενεργό, είναι νόμος.
Το δημοκρατικό εργατικό δίκιο-δίκαιον είναι πάντα νόμος και μόνον νόμος είτε ως δυνητικό-ενεργό είτε ως μόνον-ενεργό.
Ακόμα κι αν διαφωνεί κάποιος με την διατύπωση του νέου
εργατικού νόμου ως επαναστατικής δημοκρατίας του προλεταριάτου (της εργατικής τάξης) πρέπει
να κατανοήσει ότι τούτη υφίσταται και ως νόμος.
Η δημοκρατική επανάσταση, άρα και η επαναστατική δημοκρατία του προλεταριάτου
είναι νόμος που για να υπάρξει μετέρχεται των αναγκαίων και φοβερών μέσων της
βίας για την συντριβή των ταξικών εχθρών της εργατικής τάξης αλλά και για την
συντριβή του ειδικού νόμου αυτών των ταξικών εχθρών (και οι παραγωγικές σχέσεις έχουν
και νομικό περιεχόμενο, αλλά είναι και με την ευρεία έννοια Νόμος).
Δεν είναι η εργατική εξουσία άρα μια προλεταριακή βία
που ίσως αποκτάει νομικό ή έχει μόνον (υποτίθεται) δικαιικό περιεχόμενο ή
σημασία, αλλά είναι (η εργατική εξουσία) ο προλεταριακός Νόμος, το προλεταριάτο με τον δικό
του νόμο στο χέρι, το ίδιο ως νόμος,
ως δυνητικός-ενεργός και έπειτα ενεργός (εργατικός-δημοκρατικός) νόμος που χρησιμοποιεί
αναγκαστικά την βία για την συντριβή και των αντίπαλων (εμπρόσωπων ή
ατομικο-συλλογικών υποκειμενικών) ταξικών φορέων τού καπιταλιστικού νόμου αλλά και
για την συντριβή αυτού τού καπιταλιστικού νόμου καθαυτού ως μιας απρόσωπης
μορφής και υπόστασης απρόσωπων παραγωγικών σχέσεων.
Υπάρχουν και άλλα, και θα ειπωθούν.
Η καταπολέμηση και τελικά η συντριβή των
νεοαριστερισμών, των νεοαναρχισμών και άλλων εχθρικών μικροαστικών ή λούμπεν
θεωρήσεων και ιδεολογιών θα διαμεσολαβηθεί και από την ανάδειξη και
αποδόμηση της σχέσης τους, της βαθιάς σχέσης τους με τον ναζιστή θεωρητικό
Κ.Σμιτ και τις θεωρήσεις του.
Αυτό προϋποθέτει βέβαια καλή μελέτη και εξήγηση του
έργου αυτού του κυρίου, καθώς και «μη συνωμοσιολογική» εξέταση της
βαθύτερης ιδεολογικής σύγκλισης της θέσης του με τον μεταπολεμικό
νεοαριστερισμό, για τον οποίο ο Σμιτ δεν ήταν μόνον μια επιρροή αλλά και ένας
παράδοξος και αλλόκοτος (συν-)γεννήτοράς του.
(Οι άνθρωποι αυτοί συλλέξανε και συλλέγουν ακόμα έναν «άλλο» Νίτσε, έναν «άλλο» Χάιντεγκερ, έναν «άλλο»
Σμιτ, και πάει λέγοντας, μόνον για εργατικό δημοκρατικό κράτος μην τους πεις, και για
εργατικό Νόμο και όχι μόνον δίκαιο-δίκιο, ενοχλούνται γιατί είναι «κακά» αυταρχικά πράγματα).
Μπορεί ο Κ.Σμιτ να παρουσιάζει μια προβληματική με
νομοκρατικά χαρακτηριστικά, αλλά κατά την ταπεινή μου γνώμη ουσιαστικά πράττει
το εντελώς αντίθετο, ακόμα και στην «τρίτη» φάση, δηλητηριάζοντας τον
Νόμο με την απόφαση ή με άλλες υπερβατικές αλλά δικαιικά υπερβατικές ιδέες περί
αυτού που τον καταστρέφουν.
---
Γενικές θεωρητικές εποπτεύσεις τής έννοιας τού νόμου.
Εξετάζουμε την έννοια τού νόμου, ακόμα και τού θετού
γραπτού νόμου υπό την προϋπόθεση πως υφίσταται ως «οντότητα» κυρίως
στον βαθμό που περικλείει ως ιδιότητά του μιαν κατάσταση ή τάση ενεργητικής
υπαγωγής από τον εαυτό του ως σημείο κανονιστικής καθολικότητας προς
ένα άλλο νομικό ή πραγμικό σώμα ή «σώμα».
Για αυτό το λόγο, χωρίς να έχουμε την δυνατότητα να
αναφερθούμε αναλυτικότερα, ορίζουμε ως νόμο κυρίως ό,τι ως αφηρημένος
αναγκαστικός κανόνας εμπερικλείει καθαυτός έναν σημαντικό βαθμό
ικανότητας υπαγωγής ή υπαγάγουσας ενέργειας, η οποία όμως δεν απευθύνεται άμεσα (και
πάντα) μόνον σε ένα μη νομικό σώμα ή «σώμα» αλλά (πιθανόν) σε ένα
νομικό σώμα ή «σώμα».
Η «σωματικότητα» ως προσδιορισμός υπαγόμενου στοιχείου
που δεν περιορίζεται ή παραμένει (πάντα) στην ιδιότητα ενός ούτως ειπείν «φυσικού» σώματος αλλά παραμένει ωστόσο ουσιακά (ακόμα και όταν δεν
υπάρχει ως «φυσικό» σώμα) ένα είδος υλικής «σωματικότητας», ακόμα και
υπόρρητης, αποτελεί νομίζω μια κοινωνική εφεύρεση [και] της νομικοθεσμικής εργασίας
αλλά και της ευρύτερης εργασίας «γύρω» από τον νόμο ως ενεργητικό
σημείο οργάνωσης τής ανθρώπινης συμβίωσης.
Ωστόσο, η υπαγωγική λειτουργία του νόμου στις
κυριότερες αρχές του εξακτινώνεται και περικλείει δια αυτής της εξακτίνωσης το
φυσικό σώμα ή μάλλον το πραγμικόν, ως έμβιον ή άβιον, ως σώμα.
Και ο νόμος παράγει την σωματικότητα, άρα, ως μια
αφαίρεση και μάλιστα ως μια υπαγόμενη στον ίδιο αφαίρεση.
Η αφαιρετικότητα και η σωματοποιητική υπαγωγικότητα
τού Νόμου τον έριξε ιστορικά στον τόπο των κυριαρχιών, εφόσον οι κυριαρχίες είναι «εκείνες» που εργάζονται δια των σωματοποιητικών και υπαγωγικών
αφαιρέσεων και ενδοσυνυφαίνονται με αυτές τις αφαιρέσεις.
Ο νόμος ως υπαγάγουσα κανονιστική καθολικότητα και ως
σωματοποιητική υπαγωγική δράση παρουσιάζεται σε ένα ψυχρό μάτι ως εκείνο ακριβώς
το «ον» που μπλέκει την (εργαζόμενη) ανθρώπινη ύπαρξη σε μιαν
κατάσταση καταπιεστικής υπαγωγής και δομικής θεμελίωσης αυτής της καταπιεστικής
υπαγωγής.
Όμως ο νόμος ούτως ειπείν εργάζεται και στην αντίθετη
φορά, εφόσον όχι μόνον αποδίδει στην ανθρώπινη ύπαρξη μιαν αφηρημένη, αν και
υπαγόμενη πραγμική και σωματοειδή, υπόσταση, αλλά την υψώνει στο ύψος της
αφαίρεσης και τής ενδοστοχαστικής αλλά ταυτοχρόνως έμπρακτης απολυτότητας.
Το Απόλυτο αναδύεται, με τον νόμο, εντός τής
καταπιεστικά υπαγόμενης ανθρώπινης ύπαρξης, και ο ίδιος ο νόμος αντηχεί ούτως
σε αυτήν, και νοητικά και αισθητηριακά, ως να είναι το ίδιο το κλειδί που αν
και την έκλεισε στην φυλακή της κυριαρχικής υπαγωγής θα είναι και αυτό που θα
την βγάλει ξανά «έξω», όχι μόνον σε έναν φυσικό κόσμο ελευθερίας αλλά
και σε έναν κόσμο όπου αυτή η ελευθερία θα είναι ελευθερία να υπαγάγεις τα
πράγματα.
Αυτή η διδασκόμενη με τόσα ιστορικά βάσανα ελευθερία
είναι η έννοια της δημοκρατικής αυτονομίας, αλλά μιας πραγματικής δημοκρατικής αυτονομίας που έχει και θα
έχει πάντα στο οικείο της Είναι εγχαραγμένο το καθήκον και την υποταγή
στην αφαίρεση, για να υπάρξει μετά και η ειδική ελευθερία τής αυθορμησιακής
υπαγωγικής ενέργειας επί των πραγμάτων.
Ο νόμος ούτως μπορεί να νοηθεί ίσως ως μια από τις
θεμελιώδεις προϋποθέσεις μιας νέας ελευθερίας που θα είναι απόλυτη μεν για το
υποκείμενο ως προς την έλλειψη εξωτερικών εμποδίων κατά την υπαγωγική του
ενέργεια στον κόσμο, αν και εφόσον όμως έχει διδαχθεί την υπαγωγή του στο
καθήκον της υποταγής του στην αυστηρή αφαίρεση, όχι μόνον της αυστηρής (λ.χ
επιστημονικής) σκέψης αλλά ειδικά τού νόμου.
Για να γίνει κατανοητό αυτό που λέω σε όσους ακούνε
όχι μόνο την λέξη θεσμός αλλά και νόμος και στραβώνουν την μαλακή τους μούρη,
θα τους πρότεινα να σκεφτούν τον νόμο σε ένα πλαίσιο όπου ο νόμος διαχεόμενος
ως σκέψη και βίωμα λειτουργεί σαν «φυσικός» καταργών του κράτους
που είναι η αθλιότερη μορφή του, αλλά αυτή του η διάχυση και «διάδοση» δεν σημαίνει μόνον ελευθερία αλλά και περιορισμό της, εθελοντικό, σημαίνει όχι μόνον αυτονομία αλλά και
ετερονομία, αυτόνομα τεθειμένη, ως προς την υπαγωγική ενέργεια τής ίδιας της
αφαίρεσης καθαυτής, άρα και της αφαίρεσης του νόμου επί τού υποκειμένου.
Ο νόμος προϋποθέτει και ετερονομία και αυτονομία, και κάμψη της οικείας βούλησης, αν θέλετε μη-κράτος ασκηθείτε σε
αυτά προσθέτοντας ένα αυτό- (λ.χ αυτο-κάμψη), και στην ιδέα ότι θα ασκούνται σε
αυτά και οι πολίτες μιας δημοκρατικής/ελευθεριακής αταξικής και ακρατικής κοινωνίας.
----
Η αλληλοκατόπτριση μεταξύ ενός μηδενωμένου υποκειμένου
και ενός αφηρημένου κανονιστικού ή δικαιικού υπάγοντος συστήματος, το οποίο
μάλιστα ανήκει στην τάξη των αφηρημένων υπαγωγικών μορφών/δομών που λειτουργούν ως τα στοιχεία ανάδυσης, οργάνωσης και συνέχισης της καταπίεσης
και τής συνεπαγόμενης μηδένωσης του υποκειμένου αυτού, αυτή λοιπόν η
αλληλοκατόπτριση θα μπορούσε να παρουσιασθεί ως μια τυπική «ιδανική»
αλλοτριωτική κατάσταση που επισφραγίζει, θα έλεγε κανείς με εφιαλτικό τρόπο,
την θέση τού καταπιεσμένου μηδενωμένου υποκειμένου ως θέση αιώνια.
Ο αιώνας παρουσιάζεται ούτως ως μοίρα, και η μοίρα και
ο αιώνας της, μαζί αγκαλιασμένοι, ως το υψηλότερο και μισητότερο σημείο της
καταπιεστικής αντιδημοκρατικής κυριαρχίας, εφόσον δεν σημαίνουν μόνον έναν φρικαλέο αντικατοπτρισμό αλλά αυτόν
τον αντικατοπτρισμό ως τον ύψιστο εγκλωβισμό τού μηδενωμένου καταπιεσμένου
υποκειμένου στον εαυτό του ως μηδενωμένο.
Όντως, ο μηδενισμός της αντιδημοκρατικής κυριαρχίας και της καταπίεσης είναι
δικαιικός, δικαιοκεντρικός:
Η κυριαρχία επιστρέφει στον κυριαρχούμενο το
ανεστραμμένο είδωλο τής κυριάρχησής του, και αυτό το είδωλο είναι σχηματισμένο
σχεδόν αποκλειστικά από την ιδέα του δικαίου ή την ιδέα/αξία τής δικαιοσύνης,
αλλά για να υπάρξει ως σχήμα (ως νόημα κ.λπ) προϋποτίθεται η αρχική ύπαρξη (η
προϋπαρξη) μιας εκμηδένισης.
Άραγε, όπως κάθε όμοιο νόημα φάντασμα (λ.χ η
ελευθερία), θα υπήρχε αυτό το νόημα, η δικαιοσύνη, αν δεν υπήρχε πρωταρχικά ως
κατεστραμμένο;
Όταν κάποιοι μιλάνε με αυτά τα νοήματα στο στόμα τους,
έτοιμα θαρρείς για κάθε χρήση από τον καθένα φορέα της αλήθειας ή του ψεύδους
(ποιός ξέρει κάθε φορά;), γνωρίζουν μέσα στην υποτιθέμενη αφέλειά τους ότι αυτά
υπήρξανε αυτοτελώς, ίσως και σαν λέξεις, αφού πρώτα παραβιάστηκε μαζικά αυτό
που αναδύθηκε μετά ως αξία;
Ήτοι, αν υποθέσουμε, κάπως πειραματικά (όχι όμως
αυθαίρετα) ότι «κάποτε» υπήρχε ελευθερία και γενικά μια δίκαιη σχέση
μεταξύ των ανθρώπων (δεν υπήρχε δηλαδή «δομική» αδικία), τότε προς τι
θα είχε «τότε» νόημα η αυτονόμηση (ακόμα και «λεκτική») τής
(έννοιας τής) ελευθερίας και της δικαιοσύνης;
Υπήρξε ανύψωση μερικών «οντ[ολογ]ικών» καταστάσεων
σε αξίες ιδέες, και σε επιθυμίες για την μετοχή σε μιαν πραγμάτωσή τους, όταν
τούτες χάθηκαν.
Και αν υποθέσουμε ωστόσο ότι η αξία της ελευθερίας
συνέχιζε να υπάρχει ως «θετική» δια της ελευθερίας των κυριάρχων
(καταπιεστών κ.λπ), άρα πως σε αυτήν δεν υπάρχει μια αμιγώς
αρνητικοκαταστροφική θεμελίωση της αυτόνομης υπόστασής της, τι έχουμε να πούμε
για την δικαιοσύνη;
Η δικαιοσύνη έχει αμιγέστερες αρνητικοκαταστροφικές
πηγές κοινωνικοϊστορικής θεμελίωσης.
Οπότε, η εικόνα ενός αδιέξοδου για τον αδικημένο
αλληλοκατοπτρισμού μεταξύ (από την μια μεριά) τής έμπρακτης αδικίας που
προκαλεί κένωση, άδειασμα, μηδένωση του αδικημένου και (από την άλλη μεριά) τής
δικαιοσύνης ή του δίκιου ως αξίας, είναι επιτυχέστερη ως εικόνα, σημαίνει «κάτι»,
και αυτό το «κάτι» είναι ανησυχητικό και ζοφερό.
Η ζοφερότητα αυτή δεν σημαίνει κάτι μεταφυσικό,
σημαίνει δυσχέρεια επίλυσης ενός αινίγματος που σημαίνει θάνατο και καταπίεση
για αυτούς που δεν δύνανται να το επιλύσουν.
Νομίζουν κάποιοι ότι αν αποκολλήσουν την δικαιοσύνη
από τον νόμο ότι θα σπάσουν αυτόν τον αλληλοκατοπτρισμό, αλλά δεν κάνουν απλά
λάθος (θαρρώ), διαπράττουν ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος και βαθαίνουν το
αδιέξοδο, το μετατρέπουν σε απόλυτο εφιάλτη.
Δεν ισχυρίζομαι ότι υπάρχει πλήρης ταύτιση νόμου
δίκιου, ακόμα κι αν εννοήσουμε τον νόμο με την διασταλτική οντολογική έννοια
όπως (όχι μόνον) εγώ, οπότε δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η προσπάθεια ή επιθυμία
είναι ένα τίποτα, αφού μάλιστα βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της αδικημένης
υπόστασης.
Ισχυρίζομαι ότι η τάση αυτή να επιτείνουμε την
διαλεκτική ένταση μεταξύ των έχει ήδη οδηγήσει σε τοίχο που δεν θα σπάσει, αλλά
και σε ένα είδος καταστροφικής ψευδομηδενιστικής αλλοτρίωσης που δυστυχώς έχει
κι άλλες ρίζες και εκτυλίξεις στο αστικό και αστικογραφειοκρατικό σύστημα.
Καταρχάς, όπως είδαμε, υπάρχει ένας αδιέξοδος
αλληλοκατοπτρισμός με μη-γόνιμο μηδενιστικό τρόπο (γιατί υπάρχει και μηδενισμός
με γόνιμο τρόπο).
Πέραν του άγονου και εγκλωβιστικού αλληλοκατοπτρισμού
μεταξύ καταπίεσης-μηδένωσης και ανάδυσης αξιών, υπάρχει επιπρόσθετα η αντίθετη
ροπή ή τάση από αυτήν που θα οδηγούσε έλλογα, όχι «μετριοπαθώς»,
ριζοσπαστικώς έλλογα, σε μια λύση ή ισχυρή εννοιακή και ιδεολογικο-πολιτική
(ταξική) περίκλειση τού θέματος από τους παθόντες και τα θύματα της καταπιεστικής
διεργασίας.
Φρονώ πως μόνον γειώνοντας το πρόβλημα στο
νομικο-δικαιικό σημείο, χωρίς να μας ωθεί αυτό σε έναν αστικό
νομικισμό/ρεφορμισμό αλλά ούτως χωρίς να φαντασιωνόμαστε αναρχοειδώς απόλυτες
υπερβάσεις του νόμου, θα μπορούσαμε να πιάσουμε το νήμα και της έλλογης
δικαιοσύνης, αλλά αν επιθυμούμε και της εργατικής δημοκρατικής επανάστασης.
Ο νόμος ως ανοιχτή σε επανερμηνεία αξία περικλείει την
δυνατότητα και της δικαιοσύνης, αλλά και ενός ελέγχου ακόμα και αυτής τής
αξίας, εφόσον κάθε αξία υπερβατικοποιούμενη κατά αυθαίρετο απόλυτο τρόπο οδηγεί
μόνον στο αίμα, μόνον εκεί.
Ήδη η δικαιοσύνη, αλλά και ο νόμος στην διασταλτική
οντολογική του σημασία, περικλείει ένα Ύψος που απαιτεί με τον τρόπο τού
Απόλυτου, και αυτό είναι ορθό να γίνεται από την όποια θέση κι αν μιλάει
κανείς, ακόμα και σχετικοποιώντας, άρα μήπως έχουμε έλλειψη φορτίων
απολυτότητας εδωνά, στο πάθος για το δίκιο;
Δεν έχουμε.
Γιατί αυτό το πάθος οξύνεται; μα γιατί υπάρχει όλο και
περισσότερο άδικο, ή απλά συνέχεια άδικο, θα πουν.
Μη ικανοποιητική απάντηση αν θέσεις τα πράγματα στην
ιστορική προοπτική τους, αλλά και σε ένα πλαίσιο άμεσων συγκρίσεων.
Μόνον δια ενός υποκειμενικού ορίζοντα αποκτάει αυτό το
πάθος μια ιδιαίτερη όξυνση σε βαθμό να θυμίζει εμμονή και ιδεοληψία, αφού όπως
λέει και ο κόσμος και ο κοσμάκης υπάρχει αδικία εδώ και πολλά χρόνια, οπότε πως
γεννιέται ένα ιδιαίτερο πάθος αν δεν περιοριστούμε πάλι στα προσωπικά
βιώματα;
Μη μας πούνε για προσωπικοκοινωνικά βιώματα, γιατί από
αυτά έχουν πολλοί, και δεν είδα πάντα τους πολλούς να τα ανάγουν σε πάθος
λύτρωσης από την αδικία, γιατί εδώ μιλάμε για αυτό το πάθος.
Στον αλληλοκατοπτρισμό που συλλάβαμε στην αρχή του
κειμένου υπάρχει ένα κολασμένο αδιέξοδο, αλλά μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος κι ο
κοσμάκης βιώνει αυτό το αδιέξοδο συνήθως με καρτερία ή άγνοια όμοια με αυτήν
που επιστρατεύει όταν υφίσταται την ίδια την αδικία, όσο γίνεται και όσο τον
παίρνει βέβαια, όσο υπάρχει αδικία, εδώ και κάτι χιλιάδες χρόνια αν το θυμάστε,
οπότε η ιδιαίτερη πυράκτωση μέσα σε αυτόν τον αλληλοκατοπτρισμό δεν εξηγείται
ούτως, αλλά ούτε και κρίνεται ούτως, χωρίς τελικά και εμείς με αυτό τον τρόπο
να εγκλωβιζόμαστε μέσα του.
Για να απεγκλωβιστούμε, αρχικά ομοιωματικώς, άρα και
να εξηγήσουμε το πράγμα, υπάρχουν δρόμοι:
Στην αστική εποχή, για να βάλεις μια νοητική ή αξιακή
διατομή στον αλληλοκατοπτρισμό αυτόν, πάντα μιλώντας από την σκοπιά τού
καταπιεσμένου μηδενωμένου υποκειμένου, υπάρχει το «πάθος του δίκιου» και το
«ψυχρό πάθος του νόμου», καθώς και μείξεις τους (στον μαρξισμό είχαμε μια τέτοια
μείξη).
Σήμερα, εννοώ μετά την κρίση του μαρξισμού ως
κυρίαρχου επαναστατικού δόγματος, έχει ξεκινήσει μια εννοιακοαξιακή διατομή
(επιχειρούμενης) θραύσης τού αλλοτριωτικού δικαιικού-νομικού
αλληλοκατοπτρισμού, σχηματισμένη από την έννοια τού δίκιου, άρα από την έννοια
εκείνη που θεμελιώνεται στην ένταση και αποκόλληση του δίκιου από τον νόμο
(αντι-νομισμός).
Θεωρώ ότι αυτό όχι μόνον είναι λάθος, αλλά πως (μαζί
με άλλα) είναι η τέλεια αναπαραγωγή μιας τάσης προς μιαν άγονη καταστροφή κάθε
προοπτικής, εκεί όπου η προοπτική όντως φωλιάζει.
Στην συνέχεια θα ενώσω την
εκκίνηση αυτών των σκέψεων για την δικαιοσύνη και την ενοχή που πάνε μας
φορτώσουν όλοι, και όχι μόνον οι αστοί, με το τέλος τους, μιλώντας πάλι για
συμμετρίες και ασυμμετρίες, κενά και πληρώσεις κ.λπ
Αξιωματική θέση..
Η δικαιική υπαγωγική μορφή υπαγάγει (και αυτή) σώματα ή το σώμα ως εννοιακή
αφαίρεση.Υπό μίαν έννοια η δικαιική υπαγωγική μορφή, το
δικαιικό υπάγειν, είναι μια αφηρημένη σωματική μορφή, εφόσον αν ο καθορισμός
της είναι να υπαγάγει σώματα περικλείεται και η ίδια σε αυτόν τον καθορισμό,
άρα υπάγεται με την σειρά της στην «σωματική υπόσταση», στην «σωματικότητα», αλλά
λέγοντάς το αυτό το νοούμε ακόμα με την αφηρημένη έννοια αυτής τής διαλεκτικής
αντιστροφής τής υπαγωγικής [της] λειτουργίας και της αντίστοιχης (σε αυτή την
διαλεκτική αντιστροφή) μετατροπής τής κατηγοριακής ενέργειας σε κατηγοριακό πάθος (παθείν).
Υπάρχουν πολλοί τρόποι, φιλοσοφικώς και επιστημονικώς
σεβαστοί όλοι, για να εννοήσει κάποιος με συγκεκριμένο τρόπο την σχέση των
υπαγωγικών μορφών (εν γένει και κατά συγκεκριμένη περίπτωση) με τα υπαγόμενα
στοιχεία τους, άρα υπάρχουν πολλοί τρόποι για να δομήσει κάποιος θεωρητικά (και
αξιακά) την συγκεκριμενοποίηση και τής αντιστροφής τού τροπισμού ενεργείας τού
ίδιου τού κεντρικού κατηγοριακού ενεργήματος, ήτοι υπάρχουν πολλοί θεωρητικοί
(και αξιακοί) τρόποι δόμησης τής θεώρησης τής διαλεκτικής αντιστροφής τής
ενέργειας (που περικλείεται στην ίδια την κατηγοριακή υπόστασή ενός
κεντρικού ενεργητικού κατηγορήματος) σε πάθος (παθείν).
Για να κατανοήσει κάποιος την ειδική θέση μας τού
εξηγούμε ότι προτείνουμε το εξής αξιωματικό:
Η κοινωνική υπαγωγική μορφή
εν γένει, κατά την δική μας οπτική, προ-παράγει δημιουργεί τα στοιχεία της, δεν
συγκροτείται ούτως ειπείν (ή κυριολεκτικά μαθηματικώς) συνολιστικά, άρα πριν
ακόμα εξετασθεί το ζήτημα τής διαλεκτικής αντιστροφής τής ενεργητικής της
ιδιότητας ως ενεργητικής υπαγωγής έναντι των υπαγομένων πρέπει να θεωρηθεί ότι τα έχει
προ-παράγει ή δημιουργήσει «πρώτα» για να τα υπαγάγει «μετά»
Η ίδια θεμελιακή θέση ισχύει και για την έννοια και
αξία του δικαίου και του νόμου.
Μη κυριαρχική δημιουργία της κυριαρχίας, του
δικαίου και της υπαγόμενης σωματικότητας..
Η κυριαρχία ιδρυόμενη ως υπαγωγή ενός σώματος (ή της
αρχής του σώματος ως ενός πλήθους σωμάτων) ιδρύεται και ως υπαγωγή και
ως το σώμα που υπάγεται σε αυτήν την υπαγωγή.
Το σώμα είναι η υπαγόμενη αφαίρεση που απορρέει από
την ίδρυση της κυριαρχίας ως υπαγάγουσας ενέργειας, και μιά υπαγάγουσα ενέργεια
που ιδρύεται ούτως είναι και το δίκαιον νοούμενο ως εν γένει δίκαιον
(δίκιο) ή Νόμος, αλλά όχι μόνον το δίκαιον:
Το σώμα ως αφαίρεση τής υπαγωγικής ενέργειας τής
κυριαρχίας υπάρχει και με άλλους τρόπους εκτός τής μορφής εκείνης που
συνυφαίνεται (ως υπαγόμενη) με την δικαιική υπαγωγική ενέργεια, όπως εξάλλου με
άλλους τρόπους υπάρχει και η κυριαρχία ως υπαγωγική ενέργεια.
Εννοείται, αν και μη αυτονόητο, ότι αυτοί οι τρόποι
συνυφαίνονται όλοι μεταξύ των συγκροτώντας ούτως, πάντα με ειδικό ιστορικό
τρόπο, το μεγάλο σχήμα της κυριαρχικής πλοκής. Ιχνογραφήσαμε αλλού την ειδική δημιουργική δύναμη τού
ανθρώπου ή της ανθρωπικότητας να ιδρύει τις (διάφορες) υπαγωγές και τα στοιχεία
τους και «προτού» οι υπαγωγές αυτές (ως σύνολο και κάθε μία
ξεχωριστά) υπαγάγουν τα στοιχεία τους και «προτού» υπάρξουν
καν αυτά τα στοιχεία ως αφαιρέσεις που απορρέουν από την ίδια την υπαγωγική
μορφή ή ενέργεια.
Ένα ερώτημα που θα έριχνε το βέλος του μέσα σε αυτή
την ιστορική δημιουργική πράξη θα ήταν αυτό που θα έθετε το ζήτημα τής πρώτης
δημιουργικής πράξης σε σχέση πάντα με τις υπαγωγικές μορφές (υπαγωγές) και τα
στοιχεία τους.
Τι δημιουργείται πρώτα;
Η υπαγωγική μορφή;
Ή μήπως δημιουργείται ταυτόχρονα και η υπαγωγική μορφή και
τα στοιχεία της;
Αυτό το ερώτημα φορμαρισμένο στην ειδική μορφή
υπαγωγικότητας που είναι η κυριαρχία αποκτάει μεγαλύτερο ενδιαφέρον σήμερα όταν
αναφερόμαστε στο δίκαιον ως μια μεν από τις κεντρικές υποστάσεις τής κυριαρχίας
η οποία όμως διέπεται και αυτή από ειδικότερες και πιο συγκεκριμένες
καταστατικές ή συντακτικές αρχές δόμησης.
Το υπαγόμενον τού δικαίου ή του Νόμου είναι το σώμα
(έμβιον ή άβιον) ως παραγόμενον όμως, ως αφαίρεση και αυτό, και όχι ως μια
αδιαμεσολάβητη «φυσική» σωματικότητα, όπως το νοούν (ακόμα και
σήμερα) ακόμα και όσοι μιλάνε για σώμα και σωματικότητα κρίνοντας την
φυσικοποιητική μεταφυσική μόνον των «άλλων» (δηλαδή των
θεωρητικών ή ιδεολογικών τους αντιπάλων) διατηρώντας όμως οι περισσότεροι και
οι ίδιοι μια οικεία φυσικοποιητική μεταφυσική περί σώματος ή σωματικότητας.
Το σώμα όμως είναι η παραγόμενη και υπαγόμενη αφαίρεση
και άλλων κυριαρχικών υπαγωγικών μορφών, οπότε το κάθε ερώτημα που αφορά την
ειδική του παραγωγή ανά ειδική κυριαρχική υπαγωγική μορφή δεν είναι δυνατόν να
μην τεθεί σε αναφορά και προς την συνολική διαλεκτική τής υπαγωγής τού σώματος
που σημαίνει μια συνολική πλοκή των κυριαρχικών υπαγωγικών μορφών και των
στοιχείων τους (τα οποία δεν είναι μόνον βέβαια το στοιχείο «σώμα» ή
το στοιχείο «σώματα»).
Δεν ανοιγόμαστε σε αυτή την γενική πλοκή, ούτε
ισχυριζόμαστε πως θα ήταν αυτό δυνατόν και τόσο εύκολα (ή και καθόλου από
εμάς), αλλά κρατάμε και αυτό το δεδομένο, τής συνολικής υπαγωγικής πλοκής, για
να περιορίσουμε το αντικείμενο τής μελέτης μας στην ειδική μορφή τής κυριαρχίας
και ειδικότερα στην ειδική (ειδικότερη) μορφή τής δικαιικής υπαγωγικής μορφής
κυριαρχίας.
Είδαμε το γενικό σχήμα και τις διαιρέσεις του, είδαμε
ότι υφίσταται το γενικό ερώτημα περί της υπόστασης τής αρχικής δημιουργικής
πράξης δημιουργίας των υπαγωγικών μορφών και των στοιχείων τους, και τώρα
ξαναπιάνουμε αυτό το ερώτημα εμπλουτισμένο από τις διευκρινίσεις μας:
Η κυριαρχία ως η υπαγωγική μορφή «δίκαιον» (και νόμος) ιδρύεται μαζί (ταυτόχρονα) με τα
στοιχεία της;
Ή η κυριαρχία
ως η υπαγωγική μορφή «δίκαιον» ιδρύεται πρωτογενώς ως «δίκαιον» και έπειτα ως τα στοιχεία του;
Θέλουμε εδώ να τονίσουμε εντονότερα την
παθητική υπόσταση της κυριαρχικής δομής ή κατάστασης, γι΄αυτό και σας
επισημαίνουμε εμφατικά ότι αναφερθήκαμε στην κυριαρχία ως ιδρυόμενη,
διότι θεωρούμε ότι η κυριαρχία και ευρύτερα το κυριαρχικό φαινόμενο κυρίως
ιδρύεται και δεν ιδρύει, και αυτό ισχύει ως κοινωνικοϊστορική κατάσταση
θεμελίωσης ακόμα και όταν αναφερόμαστε σε δομές (όπως η δικαιική) οι οποίες
παράγονται από την πρώτη δημιουργική ιδρυτική πράξη που υποθέσαμε ως την ειδική
δημιουργική (μη συνολιστική) δύναμη τού ανθρώπου (ή της ανθρωπικότητας).
Και η δικαιική κυριαρχική υπαγωγή, λοιπόν,
ιδρύεται ως μορφή κυριαρχίας, δεν ιδρύεται από την κυριαρχία αν και κυριαρχία η
ίδια, όπως και εν γένει η κυριαρχία δεν ιδρύεται από την κυριαρχία (δεν
αυτοϊδρύεται) αλλά ιδρύεται ως κυριαρχία, μιλώντας πάντα για το
θεμελιακό/θεμελιώδες συγκροτητικό σημείο οργάνωσης τού ανθρωπικού Είναι.
Ούτως, ας θεωρηθεί αυτονόητο λοιπόν, πως η
πρώτη δημιουργική-ιδρυτική πράξη ούτε αυτή ιδρύεται από την κυριαρχία, αλλά και
η ίδια δεν αποτελεί ένα είδος πρωτο-κυριαρχίας ή πρωτο-ισχύος.
Αυτό έχει μια πρώτη συνέπεια που αξίζει να
την αναφέρουμε, χωρίς να σχετίζεται άμεσα με την θεματική μας:
Δεν χρειάζεται καμία «φυσική» ή
επιστημονική ή οντολογική απόδειξη ότι δεν υπάρχει θεός, αφού αυτό που μόλις
είπαμε αυτό σημαίνει, ότι δηλαδή δεν υπάρχει
θεός (ή Αλλάχ, ή θεοί), εφόσον ο θεός (ή ο Αλλάχ, ή οι θεοί) μπορεί να νοηθεί ως ισχύουσα κατάσταση μόνον αν είναι ισχύς
και κυριαρχία ίδρυσης και δημιουργίας και όχι μόνον ως μια μορφοποιητική δύναμη
ήδη υφιστάμενη στο Είναι τού όντος.
Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας.
Το ερώτημα είναι αν η δικαιική υπαγωγική
κυριαρχική μορφή, και το κατεξοχήν υπαγόμενον και παραγόμενον στοιχείο της που
είναι το σώμα ή η σωματικότητα, δημιουργούνται ταυτόχρονα από την πρωτογενή
δημιουργική δύναμη ή πρώτα (αρχικά) δημιουργείται «μόνον» η υπαγωγική
μορφή για να υπάρξει έπειτα το υπαγόμενο στοιχείο της.
Όπως έχουμε δει αναλυτικότερα αλλού η
σωματικότητα, σύμφωνα με την δική μας οπτική, δεν είναι νοούμενη ως προδεδομένη
αλλά μόνον ως παραγόμενη και αφαιρετικά υπάρχουσα (όχι μόνον αφαιρετικά
νοούμενη) «εντός» τής υπαγωγικής «της» μορφής, «εντός» δηλαδή τής εκάστοτε υπαγάγουσας (αυτήν) μορφής, αν και
υπάρχει σε ένα πλαίσιο διαλεκτικής αντιστροφής (μεταξύ) τού ενεργείν και τού
παθείν τής ίδιας τής λειτουργίας τού υπαγάγειν μια ρευστή σχέση μεταξύ της
σωματικότητας και της υπαγάγουσας μορφής που την παρουσιάζει (ως σωματικότητα)
να περικλείει, κατά κάποιον τρόπο υπαγάγει, αυτή την οικεία υπαγάγουσα (αυτήν)
μορφή.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο της κατηγοριακής
και οντικής/οντολογικής αντιστροφής, από όπου ξεκινάνε συνήθως τα πολυάριθμα
και αλληλοκατασπαρασσόμενα ασκέρια των «σωματο-λόγων» για να μιλήσουν
για τον υποτιθέμενο αυτογενή Λόγο τού σώματος, σε αυτό ακριβώς το σημείο
είναι που ο Φιλόσοφος, και ο ασήμαντος
ταπεινός ακόμα, σταματάει και στέκεται και αντί
να ψευδοανακαλύψει ή δημιουργήσει εξαχρειωτικές κενολογικές αφαιρέσεις που
θα ψευδοενώσουν ως αδιαμεσολάβητες τις κατηγορίες του σώματος με το όλον Είναι
τής κυριαρχίας ή τής δημιουργίας, αναζητά επιμόνως την ειδική και
περιορισμένη μορφή ή δομή και μόνον δια αυτής ανοίγεται στις νοητικές
δυνατότητες της συνολικής ή ολικής συσχέτισης.
Η δικαιική μορφή περικλείει ως οντικό
πεδίο και ως πεδίο ερεύνης έναν τέτοιο περιορισμό που όμως δύναται να
αχνοφέγγει ως περιορισμένος την ένωσή του με το δημιουργικό και συνεπαγόμενα
κυριαρχικό όλον που εξετάζουμε, εφόσον η ίδια περικλείει και την σωματικότητα
ως υπαγόμενο στοιχείο, το οποίο όμως συναντάται ως υπαγόμενο και σε άλλα
υπαγωγικά σχήματα [οριζόντιο επίπεδο ανάλυσης σχέσεων], αλλά (περικλείει)
επίσης το ερώτημα της σχέσης και τής σωματικότητας και της δικαιικής υπαγωγικής μορφής
της με τον ιδρυόμενο
από την πρωταρχική (μη-κυριαρχική) δημιουργική πράξη κόσμο τής κυριαρχίας αλλά και με την ίδια την πρωταρχική δημιουργική πράξη
[κάθετο επίπεδο ανάλυσης σχέσεων].
Ο Λόγος του Νόμου/Δικαίου ως σημείο ένωσης μιας
ριζικής ιδρυτικής δημιουργικής δύναμης και των κυριαρχικών υπαγωγικών δικαιϊκών
μορφών/δομών (που αυτή δημιούργησε) είναι πλέον σε ιστορική διακινδύνευση,
συμπαρασύροντας στην διακινδύνευση και την ίδια την ιδρυτική πηγή.
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η ιδρυτική πηγή συνεχίζει
να υπάρχει ακέραια ακριβώς λόγω της αιώνιας ξένωσής της από τα κυριαρχικά
σχήματα που δημιουργεί (αν και τα δημιουργεί), η αθλιότητά τους, η συνεχής
ύπαρξή τους αθλίως σε νέες και πιο νέες, αλλά πάντα και αλλόκοτα αρχαϊκές
υλοποιήσεις και υποστασιοποιήσεις τής καταπιεστικής και αλλοτριωτικής
κυριαρχίας, αντί να τα θέτει ως να αιτούνται οντικά/οντολογικά
[διαλεκτικά] μιαν άρση της ξένωσης αυτής σε σχέση με το αξιακό φορτίο της, και
να σημαίνουν ούτως μια «συμφιλίωσή» τους με το στοιχείο που τα
δημιούργησε για να «αποστρέφει» συνέχεια το βλέμμα του, τα θέτει
σε μια θέση που μπορεί να λειτουργήσει ως σημείον έντασης και αλήθειας
μόνον σημαίνοντας την αμφιβολία πλέον και για την ίδια την ιδρυτική πηγή τους.
Ξέρουμε ίσως ποια είναι η μη-ορθή και μάλλον ρεαλιστική-κυνική σκέψη:
Να σαλπίσει κάποιος, στην πραγματικότητα το διαρκώς
«διαψευδόμενο» από τον Νόμο και την κυριαρχία υποκείμενο, την ανταρσία εναντίον
και τούτης τής ιδρυτικής πηγής, διαμεσολαβημένη αρχικώς από την ανταρσία
εναντίον του θετικού ή αξιακού Νόμου (το θεμιτότερο) και έπειτα σε μιαν όξυνση
του έλλογου πάθους την ανταρσία εναντίον του διαμεσολαβούντος Λόγου του νόμου
για να φτάσει στο τέλος να περικυκλώσει με πυρσούς καταστροφικής φλόγας το ίδιο
το μέχρι τώρα απόρθητο κάστρο της αιώνιας δικαιοσύνης και να ζητήσει να σβήσει
η άτρεμη φλόγα της για πάντα, ως τούτη να ήταν στην πραγματικότητα το «αρχικό
αίτιον» όχι μόνον των θλιβερών κυριαρχικών υποστασιοποιήσεών της αλλά της
κυριαρχικής αθλιότητας εν γένει, ως να ήταν δηλαδή ως πηγή τής κυριαρχικής
υποστασιοποίησης κάτι που στην πραγματικότητα υπήρξε και υπάρχει και ως βούλησή
της.
Η διαλεκτική άρση αυτής της
καταστροφικο-μηδενιστικής εξέγερσης εναντίον του αιώνιου θεμέλιου της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας που κείται ψηλότερα από κάθε υπόστασή του, που αν συνεχίσει δεν θα
έχει άλλο αποτέλεσμα από την ολοκληρωτική επικράτηση κυριαρχιών πάλι, χωρίς
όμως ούτε καν συστολή έναντι της αξίας του δικαίου, δεν θα επιτευχθεί με
την γενική κατάκριση τής γενικής μηδενιστικής/καταστροφικής μορφής της, ούτε με
την πρόταξη τού προβλεπόμενου/προκαθορισμένου τελικού αποτελέσματός της, αλλά
(θα επιτευχθεί) με την παρουσίαση της ίδιας της πηγής στην υπόσταση και στην
υποστασιοποίηση, με την ίδια την «κάθοδο» της δικαιοσύνης στον κόσμο
τής φαινομενικότητας, τού υπαρκτού και των υποστάσεων, με την «κάθοδο» της δικαιοσύνης και την υλική παρουσία της στον τόπο όπου
όχι μόνον σχηματίζονται οι (ανθρώπινες) υπαγωγικές μορφές περίκλεισης των όντων
αλλά και εμβιούν καθημερινά και αυτές και οι καθημερινοί άνθρωποι εντός τους
(ως συνδημιουργοί τους και ως υποκείμενα που περικλειόμενα εντός τους υπάγονται
σε αυτές).
Η αληθινή κριτική του μηδενισμού κατανοεί τον Λόγο του
και την αλήθεια του, τον υποδέχεται όχι μόνον για να τον «ενσωματώσει» αλλά για να υπάρξει στο φως η γνώση που φέρνει η
κριτική των πάντων, ακόμα και των αιώνιων αξιών που συνεχίζουν να συνέχουν το
βαθύτερο των ανθρώπων μέσα στην κόλαση των κυριαρχικών συγκρούσεων και μέσα
στην κόλαση των μαζικών και ατομικών εξοντώσεων.
Η διάρκεια και η επίταση της κυριαρχικής αθλιότητας
και των κυριαρχικών αδιεξόδων δεν είναι μια σύμπτωση, μια ατυχία, μια πτώση σε
τελική ανάλυση, από έναν απροσπέλαστο θρόνο, από όπου ο διαμεσολαβών Λόγος του
Νόμου και του δίκιου, αλλά και η ιδρυτική πηγή τους η ριζική ανθρώπινη
δημιουργικότητα, θα παράγονται πάντα ως τα αθώα όντα που κάποιοι τα
παρερμήνευσαν ή τάχα τα «λέρωσαν».
Θεωρητικές διαιρέσεις (επί) των πεδίων
υπαγωγής της σωματικότητας (και όχι μόνον)..
Το σώμα είναι κύριο οντικό/οντολογικό αντικείμενο μιας
δημιουργικής κατηγόρησης που εκπορεύεται/ενεργοποιείται και από τον νόμο, ο οποίος είναι υφιστάμενος (και αυτός) ως υπαγάγουσα κατηγοριακή
δύναμη που είναι δημιουργική δύναμη, άρα υφιστάμενη ως δύναμη η οποία δεν
παράγει μόνον τα δημιουργούμενα από αυτήν στοιχεία ή όντα αλλά τα δημιουργεί
εκπορευόμενη/ενεργοποιούμενη ως να τα εκπορεύει/ενεργοποιεί μέσα στο
είναι/γίγνεσθαί της .
[Σημείωση, επανάληψη: η (δημιουργική) κατηγόρηση του
σώματος υπάρχει όχι μόνον δια τού νόμου]
Η εκπόρευση/ενεργοποίηση μιας κατηγόρησης σημαίνει
δημιουργική παραγωγή ενός κατηγορούμενου αντικειμένου, άρα σημαίνει την ύπαρξη
τής σχέσης μεταξύ κατηγοριακής ενέργειας και κατηγορούμενου αντικειμένου της με
έναν τρόπο που να αποκλείει την προϋπαρξη αυτού τού αντικειμένου έξω από την
κατηγοριακή ενέργεια/εκπόρευση.
Το αντικείμενο μιας δημιουργικής κατηγοριακής
ενέργειας δημιουργείται από αυτή την ίδια την κατηγοριακή ενέργεια,
δημιουργείται από το δημιουργικό κατηγορείν.
Ωστόσο η δημιουργική παραγωγή ενός αντικειμένου,
ειδικότερα από την ενέργεια ενός κατηγορείν, δεν είναι μια ομοιογενής
πραγματικότητα που συμπεριλαμβάνει αδιαφοροποίητες μεταξύ τους πτυχώσεις και
τροπισμούς.
Κάθε διαφορετική πτύχωση και κάθε διαφορετικός
τροπισμός τής δημιουργικής παραγωγής, άρα και τής δημιουργικής παραγωγής του
κατηγορείν, άρα και τής δημιουργικής παραγωγής του κατηγορείν που αφορά στην
σωματικότητα, είναι μια διαφορετική δομική υπόσταση.
Ωστόσο, προσοχή:
Πριν διακρίνουμε άμεσα και αδιαμεσολάβητα τα είδη της κατηγοριακής δημιουργίας με βάση αυτό το γενικό οντολογικό
σχήμα διαίρεσης των πτυχώσεων τής κατηγόρησης που μόλις εκθέσαμε (άρα πριν
προβούμε «μετά» σε βιαστικές ενώσεις τους), ας δούμε
κάποιες αρχές αφαίρεσης που αφορούν στην γενική σχέση δομής-συστήματος, και οι
οποίες (ως αρχές αφαίρεσης) παρουσιάζουν την προαναφερόμενη έννοια [τής
(διαφορετικής) δομικής υπόστασης].
Οι διάφορες συστημικές ενώσεις των
διαφορετικών δομικών υποστάσεων δεν είναι ενώσεις «όλων με όλα», αλλά
όταν εξετάζονται ως (συστημικές) μονάδες αλλά στην συνάφειά τους με άλλες
(συστημικές) μονάδες συγκρότησης, αποτελούν ειδικές συστημικές υποστάσεις, οι οποίες
ενσωματώνουν πάντα ένα «μέρος» και όχι το «όλον» των
διαφορετικών δομικών υποστάσεων.
Η εκάστοτε συστημική υπόσταση ως ένωση
ενός πλήθους δομικών υποστάσεων [με ελάχιστο το πλήθος των δύο (2)] δεν δύναται
να αποτελεί δομή, τουναντίον είναι πάντα μια (διαλεκτική) άρση τού καθορισμού ή
προσδιορισμού τής δομής ή τής (σχετικής) αυτοτέλειάς του.
Αυτό το πεδίο αφαίρεσης που εξετάζουμε ως
συστημική υπόσταση συγκροτεί το αφηρημένο-ως-συγκεκριμένο τής σχέσης δομής και
συστήματος, χωρίς όμως (το τονίζω αυτό) να έχουμε
(ακόμα) αναχθεί στο επίπεδο της συστημικής τάξης, ακόμα και τής νοούμενης ως
υποσυστήματος ή υποσυστημικής τάξης.
Η συστημική ανάλυση που φροντίζουμε «εδώ» στέκεται παραμένοντας σε ένα κατώφλι πριν την συστημική ή
υποσυστημική τάξη.
Είναι στοιχειακή φαινομενολογική ανάλυση.
Ας επιστρέψουμε τώρα στον ειδικό «τόπο» του νόμου ως ειδικής νομο-κατηγοριακής εκπόρευσης/ενεργοποίησης τής υποστάτωσης της
σωματικότητας:
Εντός του αφηρημένου-αφηρημένου κοινού
πεδίου που υφίσταται σε σχέση με την δημιουργική κατηγοριακή συγκρότηση τής σωματικότητας υπάρχουν λοιπόν διαφορετικές,
άρα αφηρημένες-συγκεκριμένες μορφές συστημικής υπόστασής του που αντανακλούν
άλλες μορφές πλοκής και συστημοποίησης, και η νομο-κατηγοριακή συστημική
υπόσταση (της σωματικότητας) είναι μία (μόνον) από αυτές.
Είναι μια συστημική υπόσταση και όχι η μοναδική
συστημική υπόσταση τής υπαγουσας κατηγοριακής δημιουργίας τής σωματικότητας.
Πριν προβούμε σε ακόμα πιο συγκεκριμένες
εκτυλίξεις τής λογικής μας (όπως έχει αναπτυχθεί στις τελευταίες σκέψεις μας)
θεωρούμε απαραίτητο να διευκρινίσουμε, όχι μόνον επαναλαμβάνοντάς τες, κάποιες
αξιωματικές θέσεις μας, εμπλουτίζοντάς τες και με άλλες, διαλεκτικά
προερχόμενες από αυτές:
1.
Οι διαφορετικές συστημικές υποστάσεις τής
δημιουργίας τής σωματικότητας από υπαγάγουσες μορφές/δομές δεν ανήκουν όλες
στην τάξη της κατηγοριακής υπαγωγικής δημιουργίας.
2.
Όσες συστημικές υποστάσεις ανήκουν στην
τάξη τής κατηγοριακής υπαγωγικής δημιουργίας τής σωματικότητας δεν ανήκουν όλες
στην νομο-κατηγοριακή υπαγωγική δημιουργία της.
3.
Σε ένα επίπεδο αφαίρεσης δεν υπάρχει οντολογική
επικοινωνία μεταξύ των συστημικών υποστάσεων, ακόμα και μεταξύ αυτών που
ανήκουν στην ίδια τάξη φαινομένων και συσχετισμών.
Ωστόσο υπάρχει θέμα κατανοητικής
ενοποίησης των συστημικών υποστάσεων που ανήκουν στην ίδια τάξη, όπως λ.χ στην
τάξη «υπαγωγή (και δημιουργία ή μη δημιουργία) της σωματικότητας».
4.
Μιλάμε πάντα εκκινώντας από την θέση ότι
οι υπαγωγικές κατηγοριακές ενέργειες/εκπορεύσεις που εξετάζουμε «εδώ», και ειδικότερα οι υπαγωγικές δημιουργικές
ενέργειες/εκπορεύσεις που είναι συγκροτούμενες ως κυριαρχικές κατηγοριακές
δομές υπαγωγής (όπως η δομή νόμος-σώμα), ενώ είναι πιθανώς δημιουργικές δεν
είναι ριζικά θεμελιώνουσες, ήτοι δεν είναι ιδρυτικές ή ιδρύουσες.
Η ίδρυση, ή το ιδρύειν είναι ριζική
δημιουργική πράξη που δεν ανάγεται στις κυριαρχικές υπαγωγές, ακόμα και αν τις
έχει ιδρύσει.
Ωστόσο, εδώ ακριβώς κρύπτεται ένα μεγάλο
φιλοσοφικό και επιστημονικό αίνιγμα, το οποίο είναι βέβαια και εξόχως πολιτικό
και κοσμοθεωρητικό, και αφορά στο είδος, το νόημα, την ουσία, θα έλεγα και την
κολασμένη παραδοξότητα αυτής της οντικής/οντολογικής ξένωσης μεταξύ ενός
ιδρύοντος δημιουργικού στοιχείου και ενός ιδρυόμενου (από αυτό το ιδρύον)
δημιουργικού μεν αλλά μηδέποτε ιδρύοντος στοιχείου.
Το γιατί είναι τόσο δύσκολο το θέμα θα το
δούμε παρακάτω, πιάνοντας πάλι το νήμα της δικαιοσύνης
και των ενοχών της.
Μια μονάδα συγκρότησης ενός συγκεκριμένου
(ειδικού συνολικού) συστήματος μπορεί να νοηθεί υπό την όψη της ως δομική
υπόσταση ή υπό την όψη της ως συστημική υπόσταση.
Όπως έχουμε δείξει η
εννόηση και εξέταση αυτής τής (εκάστης) μονάδας συγκρότησης ενός συστήματος υπό
την όψη της ως συστημικής υπόστασης δεν σημαίνει αναγωγή «ακόμα» καν
ούτε στο επίπεδο της αφαίρεσης που σημαίνεται ως υπο-σύστημα ή
υποσυστημικότητα.
Η συστημική υπόσταση σημαίνει μιαν «ακόμα»
μοναδιαία ύπαρξη μιας δομικής υπόστασης (ή πτύχωσης ή τροπισμού), σημαίνει
δηλαδή στοιχειακότητα, άρα η παρουσίασή της δεν σημαίνει «ακόμα» άρση
τού καθορισμού της ύπαρξης αυτής τής δομικής υπόστασης ως μοναδιαίας αν και
σημαίνει άρση του καθορισμού της ως μόνον μοναδιαίας μονάδας.
Δια της συστημικής της υπόστασης η μονάδα που «υφίσταται» εντός ενός συνολικού συστήματος αφαιρετικώς ως δομική
υπόσταση αίρεται διαλεκτικά μέσα στον καθορισμό τής σχέσης της με έναν ή
περισσότερους άλλους δομικοϋποστασιακούς καθορισμούς, χωρίς ακόμα να
παρουσιασθεί ως υποσύστημα ή υποσυστημικότητα.
Ας δηλώσουμε ότι η δομική υπόσταση είναι κατά την δική
μας θεώρηση μια μορφή μοναδιαίας ύπαρξης μιας συστημικής ενότητας, όπως είναι
και ο τροπισμός και η πτύχωση (αλληλοσυνυφαινόμενοι προσδιορισμοί μιας
μοναδιαίας ύπαρξης που συγκροτεί μια δομική υπόσταση, η οποία με την σειρά της,
σε ένα θεωρητικό επίπεδο αφαίρεσης, προτείνεται από εμάς ως έκφραση κυρίως τής
μοναδιαίας και στοιχειακής ύπαρξης ενός συστημικού όντος εντός ενός ειδικού
πάντα συνολικού συστήματος).
Όταν λοιπόν ορίζουμε ούτως την δομικότητα, ως
υφιστάμενη ως δομική υπόσταση αλλά εντός ακόμα μιας μοναδιαίας ύπαρξης, και
έπειτα οδηγούμαστε στην παρουσίαση τής συστημικής υπόστασης, αναφερόμαστε στην
άρση μιας μοναδιαίας υπόστασης, χωρίς ωστόσο να είναι ως άρση ωθούσα σε κάτι
πέραν της μοναδιαίας συστημικής ύπαρξης.
Μιλάμε πάντα, λοιπόν, είτε μιλώντας για δομική
υπόσταση είτε μιλώντας για συστημική υπόσταση, για μια [1] και την ίδια μονάδα
συγκρότησης ενός (ειδικού) συνολικού συστήματος που εξετάζεται στην ύπαρξή της
υπό την μία ή την άλλη όψη της σε σχέση με το συνολικό σύστημα, χωρίς ακόμα να
έχουμε αναχθεί στο ενδιάμεσο επίπεδο του υποσυστήματος ή της υποσυστημικότητας.
Ας δούμε τώρα τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά στην εξέταση
τής διαλεκτικής συγκρότησης τής νομο-σωματικής (δομικής και συστημικής)
υπόστασης ως υπαγάγουσας κατηγοριακής ενέργειας, δηλαδή (στην εξέταση) του νόμου ως μονάδας κατηγοριακά υπαγάγουσας και δημιουργούσας τον καθορισμό τής
σωματικότητας.
Το ειδικό διαλεκτικό ζήτημα που μας απασχόλησε έντονα
είναι η σχέση αυτής τής μονάδας με την ιδρύουσα πηγή της, η οποία θεωρήθηκε από
εμάς αν και ιδρύουσα ως μη-υπάρχουσα εντός τού ίδιου τού Νόμου/Δικαίου αλλά και
ως μη-υπάρχουσα εντός τής όποιας κυριαρχικής υπαγωγικής μορφής, είτε αυτή είναι
(ως κυριαρχική υπαγωγικη μορφή) δημιουργικοπαραγωγική είτε όχι.
Ας εισέλθουμε αμέσως στον πυρήνα τού ζητήματος ως
μόνιμα εκδιωγμένοι ταξιδευτές του στον κολασμένο ιστορικό του τόπο, χωρίς
περιστροφές και αχρείαστες εξομαλύνσεις.
Ο ιδρυτικός πυρήνας τού Δικαίου/δίκιου βρίσκεται σε
ιστορική διακινδύνευση εφόσον η νομο-κυριαρχική του υποστασιοποίηση έχει
υπάρξει κατά όλες μεν τις ιστορικές κυριαρχικές της δυνητικότητες, οι οποίες
δεν ήταν/είναι πάντα απάνθρωπες, αλλά ο κεντρικός κυριαρχικός καθορισμός της
είναι κρινόμενος πλέον ως ριζικά απάνθρωπος συμπαρασύροντας πιθανά στην
ιστορική ευθύνη τής απανθρωποποίησης και τον απροσπέλαστο ιδρυτικό πυρήνα.
Ο Νόμος δημιουργήθηκε από μιαν ιδρυτική δημιουργική
δύναμη που ήταν και είναι οντολογικά υπερκείμενη αυτού.
Όμως και το Δίκαιο/δίκιο εντάσσεται σε αυτή την
ιστορικογενετική ξένωση από τον οντολογικά υπερκείμενο ιδρυτικό πυρήνα.
Πριν δούμε βαθύτερα τις ιστορικο-οντολογικές
αναταράξεις που μας απασχολούν όντας εντός τους όπως σε μιαν θύελλα, ας είμαστε
ξεκάθαροι και όχι φρόνιμοι προς την καλοτακτοποιημένη στην δυτική μητρόπολη και
εντελώς αποθρασυμένη πλέον ιντελιγκέντσια τής νεοαναρχίας και του
νεοαριστερισμού:
Η εμφανής απανθρωποποιητική δυναμική του Νόμου ως
κυριαρχικής υπαγωγικής μορφής που υπόκειται στην άμεση και ούτως ειπείν
οργανική «χρήση» της από το κράτος, η εμφάνεια πλέον του Νόμου ως
ενδογενώς Νόμου-της-κυριαρχίας, δεν μπορεί να αφήσει απρόσβλητο και το
αγαπημένο σας «δίκιο» ή το αντι-νομικό (αντι-νομοϊκό) σας ιδεολόγημα
ως ιδεολόγημα απόλυτης αποκόλλησης τού δίκιου από τον Νόμο εν γένει.
Είναι ιστορικώς προφανές επίσης πως υπήρξε ως
συντελεσμένη μια ουσιώδης ιστορική εμπλοκή των «παραδοσιακών»
κομμουνισμών στις πλοκές και τις παθολογίες τού Νόμου-τής-κυριαρχίας και τού
κράτους, αλλά σεις, αντί να βγάλετε τα ορθά συμπεράσματα από αυτή την εμπλοκή,
πράγμα που έκαναν οι κομμουνισμοί και οι κομμουνιστές εδώ και καιρό μέσα σε μια
δυναμική τραγικής αλλά και συγκλονιστικής ιστορικής πτώσης, εσείς λοιπόν αντί
να δείτε τα διδάγματα τής πραγματικής υπαρκτής κομμουνιστικής εφόδου στον
ουρανό, βγάζετε με τον τρόπο ακριβώς του δικαιοκράτη, υπόρρητα και ασυνείδητα
επίσης και του Νομοκράτη κυριαρχιστή/εξουσιαστή, ακριβώς εκείνα τα συμπεράσματα
που θέλετε να σας δώσουν και σας το δικαίωμα να κυριαρχήσετε αυθαίρετα και
απάνθρωπα επί της ζωής μας, επί της ζωής των καθημερινών ανθρώπων.
'Ο,τι ο ίδιος ο κομμουνισμός ωριμάζοντας άφησε να
σβήσει, το έχουν αναλάβει τώρα νέοι αντινομιστές ψευδομηδενιστές δικαιοκράτες
θέλοντας να επαναλάβουν ό,τι δεν είναι αναγκαίο για την κοινωνική και εργατική
επανάσταση να επαναληφθεί.
Στην συνέχεια του κειμένου και στην επόμενη δημοσίευση
δεν θα ασχοληθώ (άλλο) ειδικά με τους ανθρώπους αυτούς που στοχεύουν και αυτοί
εχθρικά στον πυρήνα της ελευθερίας των καθημερινών ανθρώπων, αλλά (τους)
επισημαίνω προκαθοριστικά ότι τους αφορά και αυτούς, αν και βέβαια όχι μόνον ή
κυρίως αυτούς (υπάρχει και κάτι πιο σοβαρό, το οποίο σήμερα υπάρχει μόνον αυτό
στην πράξη και λέγεται καπιταλισμός).
Η μονάδα της κατηγοριακής υπαγωγής του Νόμου/Δικαίου
παράγει δημιουργικά το σώμα (αν και όπως είδαμε δεν είναι η μόνη συστημική
δημιουργικοπαραγωγική μονάδα παραγωγής του ως αφηρημένης υπόστασης).
Έχει σημασία για μας να επαναλάβουμε «εδώ»
την θεώρησή μας για το καταστροφικό ιστορικό γεγονός που υπάρχει σαν γενετικο
γενικό υπόβαθρο τής δημιουργίας και τού Νόμου και τού Δικαίου
ευρύτερα.
Και ο Νόμος και η δικαιοσύνη (το δίκιο) αναδύθηκαν
ιστορικα ως αυτόνομες και διακριτές αξίες και νοήματα όταν καταστράφηκαν ως
άμεσες και καθημερινές καταστάσεις των πρωταρχικών αταξικών και ακρατικών
κοινοτήτων.
Υπάρχει η θεμελιώδης μηδενωτική ουσία τής ανάδυσης τής
δικαιοσύνης, η καταστροφή της, (ελάχιστα) πριν ακόμα υπάρξει η δημιουργική
προσπάθεια της αυτόνομης δικαιϊκής μορφοποίησής της.
[Υπό αυτή την έννοια δια αυτού του γεγονότος, όπως το
συγκροτήσαμε ως γεγονός-νόημα, υπάρχει μια δικαίωση του κατά τα νεομαρξιστικά
ψευδομαρξιστικά φαινόμενα ονομαζόμενου ως δογματικού μαρξισμού, όταν αυτός
μιλάει γενικά για «δομή» και «υπερδομή» ή για «βάση»
και «εποικοδόμημα».
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, αν και καλό θα ήταν
όλοι οι βιαστικοί νεο[-α-]μαρξιστές ή αντιμαρξιστές αναρχίζοντες και (νεο)αναρχικοί
να μάθουν να σέβονται και να σκέφτονται και έτσι τον μαρξισμό-μαρξισμό]
Το άμεσο αντικείμενο τής γενικής ιδρύουσας δημιουργικής
δύναμης τής ανθρώπινης νόησης και τής ανθρώπινης εργασίας, όταν τούτη στρέφεται
στο αντικείμενο «αδικία» το οποίο υφίσταται ως δομική πλέον αδικία,
δεν είναι λοιπόν ένα προϋπάρχον δίκαιο ή ένας προϋπάρχων νόμος εις τα οποία
πρέπει να προσαρμόσει την κατηγοριακή ενέργειά της.
Η δημιουργική κοινωνική διάνοια καλείται να
δημιουργήσει ιδρυτικά το δίκαιο και τον νόμο πάνω στην οντική/οντολογική
κοινωνική και προσωπικοκοινωνική ερείπωση και ερήμωση που δημιουργεί η
νεότευκτη ταξική διαίρεση και η μετατροπή της αταξικής φυλετικοκοινοτικής
ηγεσίας σε κράτος.
Η ιδρύουσα κατηγοριακή ενέργεια έχει έμπροσθέν της,
όχι ανεξάρτητα βέβαια από τις ταξικές προθέσεις του φορέα της, ένα ερείπιο,
μιαν απόλυτη ερήμωση της ανθρωπικότητας όταν τούτη πλέον έχει εισέλθει, έστω
ακόμα πρωτογενώς, στο χάος της ταξικής και της εξουσιαστικής-ταξικής βίας.
Μπορεί αυτή η πρώϊμη ιστορική είσοδος να μην έχει
συμβεί ήδη μακρόχρονα, μπορεί λοιπόν να μην έχουμε τότε μια μεγάλη
ιστορικοχρονική περίοδο ύπαρξης τής αδικίας χωρίς την ύπαρξη ακόμα
δικαιικότητας.
Η προϋπαρξη τής αδικίας, και των δομικών συμβάντων που
την σημαίνουν, έναντι της δικαιικότητας δεν τίθεται σε επιστημολογική
αμφισβήτηση αν το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ύπαρξης τής αδικίας και της
ανάδυσης τής δικαιικότητας είναι μικρό.
Ποιός κοινωνικός συντελεστής σκέφτεται και δημιουργεί
την έννοια τής δικαιοσύνης πάνω σε αυτά τα ερείπιά της;
Μη βιάζεστε να απαντήσετε, αν και δεν θα είχα πρόβλημα
να σκεφτείτε κάπως ταξικίστικα αντιεξουσιαστικά πως την έννοια της δικαιοσύνης
την πρωτοσυγκροτούν οι νεότευκτες άρχουσες κοινωνικές τάξεις, ή πως
δημιουργείται ταυτόχρονα και μια έννοια δικαιοσύνης από αυτές τις
άρχουσες τάξεις και μια άλλη (έννοια δικαιοσύνης) από τις τάξεις που
τίθενται πλέον στην θέση τών αδικούμενων ως μια έννοια
δικαιοσύνης από την σκοπιά των θυμάτων της κυριαρχικής εκμετάλλευσης/καταπίεσης
[υπάρχουν και πιο διαλεκτικές παραλλαγές αυτών των σκέψεων].
Το ερώτημα παραμένει, έστω και «μοιρασμένο»
σε ταξικούς πόλους:
Όταν η ιδρυτική (ανθρώπινη) δημιουργική δύναμη αρχίζει
να πλάθει την έννοια τής δικαιοσύνης λαμβάνοντας τα αντικείμενα της εργασίας
της από τα ερείπια της πραγματικής και κάποτε «σιωπηρής» (μη
νοηματικά/καταστατικά αυτάρκους) δικαιοσύνης, πως τα ενώνει σε δίκαιον και
Νόμο;
Πως τα συγκροτεί σε κατηγοριακή υπαγωγική μορφή;
Τι σημαίνει άραγε το γεγονός ότι αυτά τα «υλικά» είναι υπάρχοντα ήδη ως υλικά μιας κατεστραμμένης οντότητας;
Τι σημαίνει άραγε το γεγονός ότι και οι δύο «πρωταρχικές» ανταγωνιστικές τάξεις ή ομάδες, οι πρωτο-καταπιεστές
και οι πρωτο-καταπιεζόμενοι, οι πρωτο-εκμεταλλευτές και οι
πρωτο-εκμεταλλευόμενοι, ή (εναλλακτικά) μόνον οι κυρίαρχες τάξεις, για να συγκροτήσουν
ιδρυτικά την δικαιοσύνη και την έννοιά της λαμβάνουν αυτά τα υλικά κυριολεκτικά
μέσα από το μηδέν τής καταστροφής της;
Τι όρια τίθενται στην κατηγοριακή και υπαγωγική δύναμη
των ανθρώπων, όλων των τάξεων, όταν πρωτο-συγκροτώντας ιδρύοντας την δικαιοσύνη
την ιδρύουν εξ' ενός ειδικού μηδενός το οποίο είναι κολασμένο, κατοπτριστικώς
κολασμένο και κολασμένως κατοπτριστικό;
Το φάντασμα της δικαιοσύνης είναι στοιχειωμένο, αλλά η
δικαιοσύνη υπήρξε πάντα ως φάντασμα, είναι ένα εκ της εκκινήσεώς της φάντασμα του
εαυτού της και μάλιστα ένα κολασμένο φάντασμα του οποίου η κόλαση δεν
περικλείει καμμία ελπίδα, ακόμα κι αν προσπαθούν να ενοχοποιήσουν για όλα μόνον
την Νομο-κυριαρχική μορφή της και να κατατάξουν την κόλαση μόνον εντός αυτής.
Βλέπουμε πως όλα αυτά είναι πολύ δύσκολα για να
χωρέσουν ιδεολογικές φενάκες.
Αν μου πούνε άρα πως η καταπιεσμένη τάξη λαμβάνει τα
υλικά τής έννοιας που σχηματίζει από μιαν ήδη κατεστραμμένη οντότητα
σχηματίζοντας ούτως μιαν έννοια δικαίου ήδη έτερη από τον Νόμο, θα γελάσω στα
αλήθεια, μη μου λέτε αστεία πράγματα, μιλήστε κάποια στιγμή και σκεφτείτε σαν
άνθρωποι, μαρξιστικοποιήστε ξανά με έναν ώριμο μαρξισμό την διαλυμένη σκέψη
σας.
---
Η δικαιοσύνη ως ένα εκπορευόμενο από την δημιουργική
δύναμη κατηγόρημα σχηματίζεται μόνον ως σχηματιζόμενο κατηγορούμενο αντικείμενό
της χωρίς να υπάρχει (από πριν) ως προϋπάρχον μη-κατηγορούμενο
αντικείμενό της.
Υπό αυτή την ακόμα μόνον-αφηρημένη όψη της ως
στοιχείου τής δημιουργικής δύναμης, ως έχον τις γενικές ιδιότητες που
αντιστοιχούν στις γενικές ιδιότητες τής δημιουργικής δύναμης, παράγεται όπως
όλα τα παραγόμενα εντός τής δημιουργικής δύναμης κατηγορήματα: ως υπάρχον
δηλαδή μόνον κατά την ίδια την ενέργεια τής δημιουργικής της κατηγόρησης.
Υπό την αφηρημένη-συγκεκριμένη όψη της όμως, η
οποία ως συστημική-υποστασιακή και όχι μόνον δομική-υποστασιακή περικλείεται
και αναφέρεται σε μιαν μοναδιαία ακόμα αλλά ευρύτερη συνάφεια των ανθρώπινων
πραγμάτων, η δικαιοσύνη παράγεται ως όχι μόνον παραγόμενη εντός τής
(γενικής) δημιουργικής δύναμης αλλά επιπλέον ως αναδυόμενη άμεσα από τον
ριζικό συντακτικό ή ιδρυτικό πυρήνα της δημιουργικής δύναμης, διότι μόνον εντός
αυτού (τού συντακτικού-ιδρυτικού πυρήνα) είναι δυνάμενη να υπάρξει ως ακέραια
υπόσταση λόγω των μηδενωτικών καταστροφικών πηγών τής ιστορικής της γένεσης.
Η ανθρώπινη
συντακτική ιδρυτική δύναμη επιστρατεύεται μέσα απο τα ενδότερα τού σημαίνοντος
τού ανθρώπου, διότι αυτό που είναι να ακεραιωθεί (ακόμα και «αναζητούμενο» με άδικη ταξική σκοπιμότητα) ως δικαιοσύνη δεν έχει
υπάρξει μέχρι την στιγμή της γένεσής του ως ακέραιο ή αυτόνομα σχηματισμένο,
αλλά μόνον ως ένα φάντασμα εντός των ερημιών και των ερειπίων που δημιουργεί η
ταξική/κρατική κοινωνία τής αδικίας και τής αλλοτρίωσης όταν πρωτοεμφανίζεται
θραύοντας τις αυτονόητες μέχρι εκείνη την στιγμή και μάλλον «σιωπηλές» μη-πατρικές μη-πατριαρχικές αταξικές/ακρατικές αρχές τής
ισότητας και καταλλαγής.
Θα έλεγα, κινδυνεύοντας να περιπέσω σε μια «γραφική» παραγωγή νεολογισμών, πως στην αταξική ελευθεριακή και
ακρατική κοινωνία του αρχέγονου αταξικού παρελθόντος δεν υπήρχε δικαιοσύνη αλλά
ελευθεριακή ισο-σύνη, το δίκιο
ενυπήρχε στην διαντίδραση μεταξύ ίσων ελεύθερων ανθρώπων ως ένα στοιχείο
αφομοιωμένο μάλλον εντός μιας ευρύτερης διαλεκτικής πολέμου και κυρίως
καταλλαγής και εξισορρόπησης μεταξύ ίσων ισοδύναμων ατόμων, οικογενειακών και εθνοτικών ομάδων ή
κοινοτήτων.
Όταν θραύεται αυτή η κατάσταση και περιέρχονται οι
άνθρωποι σε μια μόνιμη συστημική πολεμική και μόνιμη συστημική άδικη κατάσταση,
όπου η όποια «φυσική» τους ηγεσία μετατρέπεται σε πολεμική
κρατο-ολιγαρχία αντλούσα πόρους εργασία και ισχύ από τα άλλα μέλη της
κοινότητας ή από μέλη άλλων κοινοτήτων ή ακόμα και σκλαβώνοντάς τα, τότε
εμφανίζεται ένα μεγάλο μηδενωτικό χάσμα, ένα βάραθρο μεταξύ τους και μεταξύ των
ανθρώπων και τού ίδιου τού όντος, το οποίο πρέπει και αυτό να καλυφθεί, να
ρυθμισθεί, να γεφυρωθεί κάπως, να μετατραπεί και αυτό σε σημείον συστημικής
δόμησης τής κοινότητας όπως όμως τούτη έχει ήδη μετασχηματισθεί σε ταξικά και
διοικητικά ενδοδιαχωρισμένη κοινότητα.
Κατά την δική μου θέση η δικαιοσύνη (και ως Νόμος) ως
αυτοτελής αυτόνομη και ακέραια αρχή παράγεται αρχικά από την νεότευκτη ταξική
κρατο-ολιγαρχία (ίσως μάλιστα ειδικότερα από τους προσκολλούμενους σε αυτήν
ιερείς) ως ένα αλλοτριωτικό και πάντα δηλητηριασμένο αντίδωρο προσφερόμενο σε
αυτούς που έχουν χάσει την δύναμη την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους.
Επίσης, μιας και οι άνθρωποι δεν βρίσκονται ποτέ σε
κατάσταση πάγιας εσωτερικής ειρήνης όταν αδικούνται και γίνονται αντικείμενα
καταπίεσης και άντλησης των κόπων τους, η δικαιοσύνη (και ειδικά ως Νόμος)
λειτούργησε και λειτουργεί και ως ένα σύστημα οργάνωσης της κρατικότητας (ή
κυριαρχίας) που την σημαίνει ως έναν ιστό μιας ψυχικής αράχνης, στον οποίο
όποια θύματα πέφτουν μέσα ναρκώνονται αναλώνονται από μόνα τους μερικές φορές
ως αιτούμενα φανταστικές «δικαιώσεις» και κατασπαράσσουν το ένα το
άλλο στα όρια τής αλληλοπτωματοποίησης μέχρι οι κρατο-ολιγαρχίες αράχνες να
τους ρουφήξουν όλες τις δυνάμεις.
Η δικαιοσύνη «πρέπει» επίσης να κανονίσει
τις σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων, να δομήσει με αρχές ειρήνης και σχετικής
καταλλαγής τις «εξ΄ολιγαρχικής φύσεως» διαταραγμένες σχέσεις μεταξύ
πολεμάρχων και βρυκολάκων αραχνών που υπάρχουν τρώγοντας σάρκες και πίνοντας
αίμα συλλαμβανόμενων και σωματικά δεσμευόμενων ανθρώπων.
Για να υπάρξει αυτός ο δηλητηριασμένος ιστός της
αυτονομημένης αξίας της δικαιοσύνης, και ως ιστός και ως δηλητηριασμένος, είναι «ανάγκη» οι δηλητηριαστές αράχνες, συνήθως διανοούμενοι ιερείς τής
ολιγαρχίας και του κράτους, να τον κατασκευάσουν με υλικά τα οποία δεν
βρίσκονται μόνον πάνω στα ερείπια και τις ερημιές που έχει σχηματίσει η ταξική
βία της κρατο-ολιγαρχίας, αλλά επίσης δεν βρίσκονται στις σχέσεις μεταξύ των
αραχνών και των πολεμοβρυκολάκων τής νεότευκτης άρχουσας τάξης.
Το αφηρημένο ον «δίκαιον-Νόμος» που είναι να
σχηματίσουν αυτές οι αράχνες που είναι και δηλητηριαστές «πρέπει» να
ενώσει και να συγκολλήσει εντός του ως φάντασμα:
Χαμένες ζωές, αδικία, ερείπια, μνήμες από μια ελεύθερη
ζωή αλλά και στοιχεία από την πάντα παρούσα ανθρώπινη τάση προς ελευθερία και
ισότητα.
Το φάντασμα-Δίκαιον «πρέπει» να ενώσει σε
Εν-Μηδέν:
Είναι και μη-Είναι, Μηδέν και Είναι, Μηδέν και Ζωή,
Αδικία και Αποκατάσταση, Αποκατάσταση και Αλήθεια, Αποκατάσταση και Ψεύδος,
Αποκατάσταση και Ψευδοαποκατάσταση, Ακεραιότητα και Θραύση, Θραύση και
Συγκόλληση σωμάτων και ψυχών, Πληγές και Ιάσεις, Πληγές και Ψευδοϊάσεις,
Ψευδοϊάσεις και Ιδέες, Ιδέες και Πληγές, σε τελική ανάλυση Ισο-σύνη (δίκιο) και
Άδικο.
Κάμπτοντας την μάλλον αναπαραστασιακή μορφή αυτής τής
περιγραφής μας περί τής γενετικής στιγμής της δικαιοσύνης, επιστρέφουμε στις
θεωρητικές κατηγοριακές της εννοήσεις και αναρωτιόμαστε:
Η ανάδυση ενός τέτοιου τερατώδους Εν-ός δια τής
έμπρακτης αναγωγής τής δημιουργικής κατηγοριακής υπαγωγής στις ιδρυτικές της
ρίζες, είναι νομίζω προφανής αν δεν είσαι ας πούμε αριστερονεοκαντιανός ή
δεξιοφιλελεύθερος βλάξ σε κάποια ελλαδική επικράτεια.
Αυτό που δεν μπορούμε ακόμα να αγγίξουμε ολικά είναι την
σχέση αυτής τής ιδρυτικής δύναμης που έχει πλάσει και πλάθει ως υλική
ζωντανή εργασία (ή δράση) τον ανθρώπινο κόσμο στις εκάστοτε ενάρξεις του με
τον ίδιο τον «εαυτό» της όταν
πλάθεται «εντός» της ένα τέτοιο αλλόκοτο τέρας δηλητήριο για να
γραπώνουν κάποιες κρατο-ταξικές αράχνες τα θύματά τους.
Επιμένουμε άραγε πως η δικαιοσύνη παρά τα προηγούμενα
περικλείει στην αφαίρεσή της κάτι άλλο από τις κυριαρχικές μηδενωτικές μορφές
που αφαιρετικοποιεί;
Πως η άτρεμη φλόγα της δημιουργίας ενώνεται με τόσο
αποκρουστικά φαινόμενα.
Ας δούμε, πάλι, μερικά πράγματα.
Η δικαιοσύνη ως αυτονομημένη ιδέα, θεσμός, ως
Νόμος-κυριαρχία ή ως ακέραια αξία, είναι ταγμένη ως δηλητηριώδης ιστός να
περικλείει αν και δηλητηριασμένο και γραπωμένο το θύμα της.
Πάνω στον ιστό της είναι σχηματισμένο το πλάνταγμα των
θυμάτων της.
Η τερατωδία της, ούτως, είναι ίσως ακόμα περισσότερο
τερατώδης από τον ίδιο τον εαυτό της όπως αυτός υφίσταται ως άμεσα διακριτός
υλικός ή θεσμικός μηχανισμός, αν δηλαδή σκεφτούμε ότι τα ίδια τα θύματα
παρουσιάζονται ως συνδημιουργοί της εκμπέμποντας τις οιμωγές τους μέσα στον
ίδιο τον εσωτερικό κώδικά της, παράγοντάς την ούτως (ως κώδικα) ως μια
κατασπαράζουσα οντότητα που η ίδια κραυγάζει όπως τα κατασπαραγμένα θύματά της.
Η δικαιοσύνη είναι λοιπόν ένα κάτοπτρο των θυμάτων
κατά την πράξη παραγωγής τους ως θυμάτων, με έναν τρόπο που θαρρείς είναι
αληθινός, πράγμα που δεν κατανοούν ακριβώς εκείνοι που φτάνουν ως ένα κατώφλι
κατανόησης τού ψεύδους της όταν τούτη υφίσταται (ως όψη) ως Νόμος και μόνον.
Μπορεί ακόμα και αυτοί οι κατανοούντες ορμώντας πάνω
στο ψεύδος της «δικαιοσύνης(-ως-Νόμος)» να μην κάνουν κάτι άλλο από
αυτό που είπαμε ότι κάνουν τα κατασπαρασσόμενα από αυτήν θύματά Της, να
συνσχηματίζουν δηλαδή την δικαιοσύνη, αλλά και τον Νόμο, όχι όμως με τον τρόπο
εκείνο που θα ήθελαν ούτε αυτοί βέβαια, αλλά ούτε και άλλοι που χαριεντίζονται
με την έννοιά της ως μιας γαλήνιας αφαίρεσης που έχει την δυνατότητα να
περικλείσει και ένα θύμα, ξεχνώντας και ότι αυτό το θύμα είναι θύμα της ιδίας και
ούτως το ίδιο το θύμα μετατρέπεται σε ένα ενεργητικό ουσιακό κατοπτριστικόν
συμβάν εντός ενός κατόπτρου-θύτη, ήτοι ξεχνάνε την κραυγή που κολλάει πάνω στο
κάτοπτρο σαν μια ξερή κηλίδα αθώου αίματος που κι αυτή λειτουργεί έπειτα σαν
μέρος του δηλητηριώδους ιστού.
Στα άδυτα των αδύτων και στο άγιο των αγίων, όπου η
άτρεμη φλόγα της ίδρυσης και της ριζικής δημιουργίας σχηματίζει τις ενάρξεις
των πιο δοξασμένων ταπεινών πραγμάτων και των λιγότερο δοξασμένων, των
κυριαρχικών πραγμάτων, δεν υπάρχει κανένα από αυτά τα τελευταία, αλλά ωστόσο
υπάρχει η εικόνα τους. Αυτή η εικόνα γίνεται μέρος τους; ειδικά μάλιστα
γίνεται μέρος αυτών των πραγμάτων που δεν είναι και τόσο αγαθά για τους
ανθρώπους και λειτουργούν ούτως ως κατοπτρισμένα για να τους γραπώσουν ακόμα
περισσότερο στην δουλεία;
Αν το δίκαιον και ο νόμος είναι οντότητες ενεχόμενες
σε μια καταστροφική διεργασία καταπίεσης και αλλοτρίωσης, και όντως
σχηματίζονται ως ολότητες και εντός αυτής της μεγάλης κατοπτριστικής
ολότητας που δημιουργεί ιδρύει τον ανθρώπινο κόσμο, τότε και η μη εμπλοκή της
αν και διασφαλισμένη ως λειτουργική μη-εμπλοκή δεν παραμένει και τόσο δεδομένη.
Η παράδοξη εναρμόνιση ενός αποτρόπαιου αυτοκαθήκοντος
μιας βρυκολακικής ολιγαρχίας να παράξει ένα δικαιικό υπερκάτοπτρο ως ιστό και
έναν δικαιικό ιστό ως υπερκάτοπτρο, με την «βοήθεια» της μόνης
συστημικής υπόστασης, της ιδρυτικής δημιουργίας, που περικλείει τέτοιες
δημιουργικές δυνατότητες, εμπλέκει τελικά και την τελευταία σε μια παράδοξη
ενοχή.
Η δημιουργία τής σωματικότητας από την υπαγάγουσα
περίκλειση του Νόμου δεν είναι ιδρυτική δημιουργία, όχι με την έννοια που θα το
έθετε αυτό μια θετικοεπιστημονική ή φυσικαλιστική φιλοσοφία, αλλά με την έννοια
τής θεώρησης όλων των κυριαρχικών υπαγωγικών περικλείσεων ως μη-ιδρυτικών
θεμελιώσεων και δημιουργιών (αν και παραμενόντων ως θεμελιώσεων και
δημιουργιών).
Τίθεται «εδώ» ένα ζήτημα σε σχέση με την
δόμηση της σχέσης μεταξύ Νόμου και δικαίου.
Ας δούμε αυτό το θέμα εκκινώντας από κάποιες
προϋποθέσεις του:
Όπως είδαμε στις προηγούμενες σκέψεις, η έννοια
και κατάσταση του δικαίου δεν δύναται να αναδυθεί χωρίς την συμμετοχή τής
ειδικής ιδρυτικής υπόστασης τής δημιουργικής δύναμης, αλλά νοούμενης αυτής της
δικαιϊκής ανάδυσης και δια κολασμένων μηδενώσεων τής ανθρώπινης υπόστασης κατά
την μετάβαση από τις πρωτογενείς αταξικές/ακρατικές κοινότητες στην
ταξική/ιεραρχική/κρατική κοινωνία.
Το δίκαιο στην μερική του μη-ταυτότητα με τον Νόμο
έχει άρα διττή οντική προέλευση: από την μία πλευρά προέρχεται από την
κολασμένη ταξική/κρατική σχάση της κοινότητας και το οντικό βάραθρο που
σχηματίζεται από αυτή την σχάση, και από την άλλη πλευρά προέρχεται από την
ιδρυτική δημιουργική δύναμη ως γενικό αν και ακολουθόν (σε μιαν ελάχιστη
αναγκαία χρονική υστέρηση) κατοπτρικοσημασιακό ενέργημα αυτής τής σχάσης.
Η ίδρυση του δικαίου σημαίνει ούτως μια ρίψη της ιδρυτικής
δημιουργικής δύναμης τής ανθρωπικότητας σε έναν τόπο όπου η υπόσταση των
περισσότερων καθημερινών ανθρώπων παράγεται ήδη ως καταπιεσμένη αλλοτριωμένη
και αποξενωμένη από την ίδια της την οντική ρίζα που είναι η ελεύθερη
αυτοδιάθεσή τους και η σύναψη ακηδεμόνευτων και αυτεπίτακτων κοινωνικών και
προσωπικών σχέσεων (μέσα στα πλαίσια μιας ελεύθερης/ακρατικής κοινότητας).
Η κεντρική αντικειμενική πτύχωση αυτής της ρίζας κατά
τον ιστορικό τροπισμό τής αλλοτριωτικής μηδενωτικής καταστροφής της είναι το σώμα.
Το σώμα δεσμεύεται ή συλλαμβάνεται στις κυριαρχικές
υπαγωγές που το έχουν ήδη δημιουργήσει ως δεσμευόμενο και συλλαμβανόμενο εντός
τους.
Το ερώτημα που τίθεται είναι λοιπόν:
Αν ο νόμος είναι «εμπλεκόμενος», ως κύριος
δημιουργικός συντελεστής της, με την δημιουργία τής σωματικότητας, και η
σωματικότητα αποτελεί έναν κεντρικό θεμελιακό όρο (εγώ θα έλεγα και
συνθεμελιώνοντα αλλοτριωτικό όρο) τής καταπιεστικής υπαγωγής, τότε πως είναι
δυνατόν το δίκαιο, αλλά τούτο κατά την όψη του ως μη-απόλυτα ταυτόν με τον
Νόμο, να είναι παραγόμενον ή δημιουργούμενον από μιάν «αρχή» (την
ιδρυτική αρχή) η οποία στερείται (κατά την θέση μας) κυριαρχικών ιδιοτήτων;
Το ερώτημα ανεστραμμένο, και ειδικά τροποποιημένο κατά
την αντιστροφή του αυτή, θα μπορούσε να τεθεί πάλι με βάση την υπόθεση ότι ο
ιδρυτικός πυρήνας τής δημιουργίας δεν μορφοποιεί ενεργητικοκατοπτριστικά μόνον
την κυριαρχία αλλά ιδρύοντας μια πτυχή της, έστω μορφοποιώντας την μόνον κατά
τον ενεργητικοκατοπτριστικό τρόπο, την ιδρύει με δική του εσωτερική «εμπλοκή».
Σαν να λέμε: η κυριαρχία ιδρύεται μεν αλλά ιδρυόμενη
αποκαλύπτει το ιδρύον ως ένα από τα εργαστήρια τής δημιουργίας της με έναν
τρόπο που να αποκαλύπτει όμως περαιτέρω ότι υπήρχε εν σπέρματι ήδη μέσα σε αυτό
το εργαστήριο, δηλαδή μέσα στο ιδρύον (της). Αυτή η υπόθεση στηρίζεται ισχυρώς στο γεγονός τής
ίδιας τής βαρύτητας τού καθορισμού τής σωματικότητας στα κυριαρχικά σχήματα
υπαγωγής, στο γεγονός ότι η κυριαρχία άρα και η αθλιότητά της δεν υπάρχει χωρίς
την παραγωγή της σωματικότητας και βέβαια χωρίς τον έλεγχο αυτής της παραγωγής. Το νόημα Νόμος περιστρέφεται και περικλείεται στο
νόημα Σώμα, και το νόημα Σώμα περιστρέφεται και περικλείεται στο νόημα Νόμος
[αν και όχι μόνον]. Άρα: Πως είναι δυνατόν ένα σύστημα Νόμου, ήτοι ένα σύστημα
τόσο συγκεκριμένης και συγκροτημένης υπαγωγικής δύναμης που παράγεται με την
σειρά του σε ενδοσυνάφεια προς το δίκαιον, χωρίς μάλιστα να είναι μια τυχαία ή
δευτερεύουσα υπόστασή του, να μην αντανακλά την σκληρή κυριαρχική του σύσταση
στο ίδιο το ιδρύειν του δικαίου;
Για να γίνουμε αμεσότεροι ρίχνουμε το βέλος της
απορίας στην καρδιά της δύναμης του ιδρύειν: Το ιδρύειν «έχει» σώμα;
Ή Το ιδρύειν ως ιδρύειν είναι σε ενδοσυνάφεια με τον
καθορισμό τής σωματικότητας;
Ευθεία απάντηση: Όχι.
Αν και αποτελεί δυνητικά το υπέρτατο σημείο εκκίνησης
ή την υψηλότερη εστία τής υπερβατολογικής συγκρότησης (και) τού σώματος (ή της
σωματικότητας) το ίδιο είναι σε απόλυτη ξένωση προς την σωματικότητα.
Η σημασιακή κατοπτριστική μορφοποίηση που πράττει τού
δικαίου, ακόμα και νοούμενη, ή μάλλον ακριβώς νοούμενη ως υφιστάμενη εις την
κολασμένη ιστορική της θεμελίωση, δεν υποδέχεται, δημιουργώντας το ως
μορφοποιούμενον κατηγοριακό αντικείμενο, το σώμα, αλλά αντιπροσώπους του που
ήδη το έχουν απολέσει ή εξαφανίσει ή εξαφανίσει-απολέσει.
Στην άκρη του σημασιακού ορίζοντα του ιδρυτικού
δημιουργείν όταν αυτό έρχεται σε συνάφεια με το «καθήκον» της
δημιουργίας του δικαίου δεν βρίσκεται το σώμα, ούτε καν σαν ακραίος όρος μιας
οξυμμένης διαλεκτικής μιας μη ταυτότητας που φέρει μια ταυτότητα.
Το δίκαιο δημιουργούμενον φέρει την κόλαση, άρα και
την κόλαση της σωματικότητας ως διττής υπόστασης που ενέχει και το θύμα και τον
θύτη, είναι ένα κολασμένο κάτοπτρο μιας κολασμένης ζωής σε έναν κολασμένο
κόσμο καταπίεσης και βίας, αλλοτρίωσης και τρέλλας, αλλά τούτο το ορά η
ιδρυτική δημιουργική δύναμη, και αποστρέφεται, αποχωρεί δημιουργώντας,
σπαράσσεται από την ίδια την δική της ενοχή να γίνει η ίδια ως όλον κάτοπτρον
ένα όργανο τής κολασμένης κατόπτρισης της δικαιικότητας (εννοείται και του
Νόμου) εις την οποία η ίδια ως (δικαιική) κατόπτριση ενεργεί ως ενεργό στοιχείο
της κόλασης που κατοπτρίζει. Είτε δια του Νόμου είτε δια του δικαίου (δίκιου), είτε
δια του Λόγου, αναζητείται πολλές φορές μια επιστροφή στην ίδρυση για να
υπάρξει αλλιώς η υπόστασή τους. Είναι αλήθεια αυτό, ότι η ενοχοποίηση ακόμα και αυτών
των κολασμένων μορφών του νόμου και του δικαίου (μερικές φορές του ενός διά του
άλλου, δικαιότερα όμως του νόμου), είναι αλήθεια λοιπόν πως είναι άδικη
ενοχοποίηση, μερικές φορές. Αλλά η καταδίκη του ιδρυτικού (ανθρώπινου) όντος τής
δημιουργίας είναι ακόμα πιο άδικη.
Η πρωταρχική ιδρυτική και θεμελιώνουσα ανθρώπινη
δημιουργική πράξη είναι μια υπαγωγική πράξη που δεν συνιστά κυριαρχία, δεν
είναι κυριαρχική πράξη, αλλά δύναται να δημιουργεί ιδρύει κυριαρχία.
Αν δεχτούμε πως εντός τών δημιουργούμενων από αυτή την
πρωταρχική πράξη μορφών κυριαρχίας, εντός δηλαδή των κυριαρχικών υπαγωγικών
μορφών ενυπάρχει ως αυτόνομη ικανότητα μια μορφή δημιουργικής πράξης θα
δεχτούμε άρα πως η κυριαρχία περικλείει δημιουργικές δυνάμεις που την
παρουσιάζουν συνεπαγωγικά ως οντολογικά επικοινωνούσα με την πρωταρχική
ιδρυτική δημιουργική πράξη;
Και αν το δεχτούμε αυτό, πως υπάρχει δηλαδή αυτή η
οντολογική επικοινωνία, θα σημαίνει (αυτό) πως σε μιαν αντίστροφη εκτύλιξη των
όντων η πρωταρχική-ιδρυτική δημιουργική πράξη περικλείει σπέρματα κυριαρχίας;
Ας τοποθετηθούμε,
ξεκαθαρίζοντας:
Η πρωταρχική (ανθρώπινη) ιδρυτική δημιουργική πράξη
είναι πράξη δημιουργίας υπαγωγικών μορφών κυρίως, και οι περισσότερες
υπαγωγικές μορφές παραμένουν τα τελευταία χιλιάδες χρόνια μη-κυριαρχικές
υπαγωγικές μορφές, παρά τον αιματηρό θόρυβο που κάνουν αυτές (οι κυριαρχικές
υπαγωγικές μορφές).
Ακόμα και σε αυτές τις τελευταίες μάλιστα ενυπάρχει
ένα ισχυρό ποιοτικό φορτίο μη κυριαρχικότητας χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε η
κυριαρχία να υπάρξει καν, είναι δηλαδή κατά κάποιο τρόπο ηγεμονικές κυριαρχικές
μορφές οι οποίες περικλείουν και αμιγή κυριαρχία και μείξεις
κυριαρχίας μη-κυριαρχίας.
Για να μην διευκολύνουμε την δική μας υπόθεση που
στηρίζεται στον θεωρούμενο (από εμάς) ελάχιστο βαθμό ύπαρξης τής κυριαρχίας στο
οντικό ανθρωπικό επίπεδο, θα δεχτούμε (πειραματικά αφαιρετικά) να εξετάσουμε
(για το ερώτημά μας «εδώ») τις κυριαρχικές μορφές υπαγωγής ως
αποκλειστικά κυριαρχικές.
Ως αποκλειστικά ή κύρια, λοιπόν, κυριαρχικές οι
κυριαρχικές υπαγωγικές μορφές εμπεριέχουν κάποιο βαθμό δημιουργικότητας ομοίας
και ουσιακά ταυτής με την πρωταρχική δημιουργική πράξη;
Ας υποθέσουμε επιπροσθέτως ότι αυτή η δημιουργικότητα
είναι ένα έκτυπον ή μια αναπαραγωγή ή ένα δημιουργικό ομοίωμα τής πρωταρχικής
δημιουργικής πράξης και ότι άρα, ακόμα και ως δημιουργούμενη με την σειρά της
από την πρωταρχική δημιουργική πράξη, διατηρεί μια δική της αυτοτελή και ειδική
δημιουργική δύναμη.
Είναι λοιπόν η (εκάστοτε) υπαγωγική κυριαρχική μορφή
ως αμιγώς κυριαρχική περικλείουσα δημιουργικές δυνάμεις;
Αν συμβαίνει αυτό, τότε η κυριαρχία δημιουργεί, άρα
μπορεί και να αυτοδημιουργηθεί και ως εκ τούτου θεμελιώνει, και τελικά
(«σε τελική ανάλυση») δια της νομοτελούς ή αναγκαίας κατηγοριακής
αντιστροφής των ιδιοτήτων τού (εκάστοτε) κατηγοριακού παθείν ή ενεργείν μεταβιβάζει
την ιδιότητά της στην ίδια την πρωταρχική δημιουργική πράξη και την παράγει και
αυτή ως και κυριαρχική.
Αυτή είναι,
όπως έχουμε δείξει αλλού, μια μη αποδεκτή από εμάς οντολογική σειρά των
ανθρώπινων πραγμάτων όπως εννοείται ούτως χωρίς τροποποιήσεις.
Υπάρχει
αλήθεια στα προηγούμενα με μιαν ουσιαστική τους όμως μετατροπή.
Η μετατροπή:
Θεωρώ πως ακόμα και ως αμιγώς κυριαρχική η (εκάστοτε)
κυριαρχική υπαγωγική μορφή δύναται μεν να περικλείει δομές και ενέργειες
ομόλογες και ομοούσιες με την πρωταρχική (ριζική) δημιουργική πράξη αλλά όχι
την δομή ή ενέργεια τής ιδρυτικής θεμελίωσης.
Η ιδρυτική
θεμελιώνουσα δύναμη είναι καλά
φυλαγμένη και περιορισμένη στο άπειρον, και είναι αυτή που
υπερβαίνει πάντα τις άλλες δημιουργούμενες από αυτήν δημιουργικές υπαγωγικές
πράξεις, άρα και τις δημιουργικές κυριαρχικές υπαγωγικές πράξεις, περιορίζοντας
την ομολογία ή ουσιακή ομοιωματικότητά τους με την ίδια την ιδρυτική
θεμελιώνουσα δύναμη σε ένα πεδίον όπου η δημιουργία παραμένει περιορισμένη
ουσιακά στην παραγωγή και στην διεργασία θεμελίωσης όπως επιτελείται σε
αποκλειστικά παραγωγικές διεργασίες (και όχι σε ιδρύουσες θεμελιώσεις).
Η κυριαρχία, άρα λ.χ και ο Νόμος (ή το δίκαιον), αλλά
ακόμα και ο Νόμος εννοούμενος και ως μη-κυριαρχική υπαγωγική ενέργεια
(όπως και άλλες μη-κυριαρχικές αλλά επίσης μη-ιδρυτικές δημιουργικές υπαγωγές),
είναι μια μορφή δημιουργικής παραγωγής περιορισμένης στην παραγωγική της
σκοπιμότητα.
Η αντιστροφική κατηγοριακή μεταβίβαση, άρα, των κατηγοριακών
ιδιοτήτων των περικλειόμενων στοιχείων της ριζικής δύναμης τής ιδρυτικής
θεμελίωσης (του θεμελιώνειν) σε αυτή την ίδια την ριζική ιδρυτική
(θεμελιώνουσα) δύναμη έχει ένα όριο.
Το ανθρώπινο ποιοτικό Άπειρο ως ιδρυτικό θεμελιώνειν
έχει ένα εσωτερικό όριο, το οποίο σχηματίζεται από την μη-αντανακλαστικότητα
(μη-επιστροφή) όλων των κατηγοριακών ιδιοτήτων των περικλειόμενων σε αυτό
στοιχείων προς το ίδιο το Άπειρο-ως-Άπειρο (όπως αυτό υφίσταται ως η
θεμελιώνουσα ιδρυτική δύναμη τού όντος).
Οι ιδιότητες κυριαρχίας που έχουν υπάρξει ως κεντρικές
κατηγοριακές και δημιουργικές/συστημικές ιδιότητες των κυριαρχικών (υπαγωγικών)
μορφών/δομών αν και δημιουργημένες ως «εκδιωχθείσες» από την ιδρυτική
θεμελιώνουσα δύναμη (την ριζική δημιουργική δύναμη) δεν «επιστρέφουν»
σε αυτήν ουσιώνοντάς την κατηγοριακά δια της τυπικής αντιστροφικής κατηγοριακής
ουσίωσης.
Το ερώτημα που παραμένει, παρά και αυτόν τον
οντικό/οντολογικό αποκλεισμό που επιτελέσαμε, είναι εαν υπάρχει έστω παρουσία
του απείρου στον ίδιο τον τόπο ειδικά των κυριαρχικών υπαγωγών. Κατά την δική μου αξιοθεσία και
συγκίνηση των όντων το Άπειρο κι αν ακόμα συνσχημάτισε τις κυριαρχίες τις
αποστρέφεται, δεν έχει καμμία (έστω μόνον) παρουσία εντός τους, άρα δεν
έχει και καμμία παρουσία εντός τής υπαγωγικής μορφής του Νόμου ως Νόμου (τής)
κυριαρχίας, μόνον που πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Νόμος δεν είναι μόνον
κυριαρχία, δεν έχει μόνον αυτή την όψη.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου